ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (12/11/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ΛΟΥΚΑ
Β΄προς Κορινθίους, κεφάλαιο Θ΄, εδάφια 6-15
6Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει.7Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. 8 Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, 9 καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 10 Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· 11 ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
6 Και πρέπει να γνωρίζετε αυτό, ότι εκείνος που σπέρνει με τσιγκουνιά, με τσιγκουνιά και θα θερίσει. Κι εκείνος που σπέρνει άφθονα, άφθονα και θα θερίσει. 7 Ο καθένας ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του, χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται˙ διότι ο Θεός αγαπά εκείνον που δίνει με προθυμία και χαρούμενο πρόσωπο. 8 Και ο Θεός έχει τη δύναμη να σας δώσει υπεράφθονη κάθε χάρη: και τη χάρη δηλαδή της προθυμίας να εισφέρετε γενναία, και τη χάρη των υλικών αγαθών, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις κι έτσι να κάνετε με το παραπάνω κάθε καλό έργο. 9 Κι έτσι να γίνει και με σας εκείνο που λέει η Αγία Γραφή: «Μοίρασε άφθονα, έδωσε στους φτωχούς˙ και η αρετή του από τις αγαθοεργίες του μένει για πάντα».
10 Και ο Θεός που χορηγεί άφθονο σπόρο σε εκείνον που σπέρνει, και άρτο για να τρώμε, ας χορηγήσει κι ας πληθύνει τα υλικά αγαθά σας κι ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας, 11 ώστε να γίνεστε πλούσιοι σε καθετί, σε κάθε είδος γενναιοδωρίας, για την οποία θα αναπέμπουν ευχαριστίες στον Θεό αυτοί που θα πάρουν από εμάς τους Αποστόλους τις συνεισφορές σας που θα τους μεταφέρουμε. 12Διότι η διακονία της φιλάνθρωπης, ευεργετικής και ιερής αυτής υπηρεσίας όχι μόνο φθάνει με το παραπάνω για τις ανάγκες των Χριστιανών, αλλά και δημιουργεί πληθώρα ευχαριστιών προς τον Θεό. 13 Κι αυτό συμβαίνει, επειδή αυτοί που ευεργετούνται από σας, με τη διακονία αυτή της ελεημοσύνης σας, αποκτούν πείρα για το ποιοι είστε, και δοξάζουν τον Θεό για την υποταγή στην ομολογία της πίστεώς σας στο Ευαγγέλιο του Χριστού και για τη γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις ανάγκες, τόσο τις δικές τους, όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών. 14 Και αυτοί με προσευχή και δέηση προς τον Θεό σας ποθούν πολύ, εξαιτίας της υπερβολικής χάρης που σας έδωσε ο Θεός. 15 Ας ευχαριστούμε λοιπόν τον Θεό για τη δωρεά Του, το μέγεθος της οποίας δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια.
H EYAΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο Ι΄, εδάφια 25-37
25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις; 27 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
30 ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 Ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
25 Εκεί που κάθονταν, ιδού, σηκώθηκε κάποιος νομοδιδάσκαλος για να δοκιμάσει τον Χριστό και να αποδείξει ότι δεν γνώριζε τον νόμο, και του είπε: «Διδάσκαλε, ποιο έργο αρετής ή ποια θυσία πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω τη μακάρια και αιώνια ζωή;». 26 Και ο Κύριος τού είπε: «Στον μωσαϊκό νόμο τι έχει γραφεί; Εσύ που σπουδάζεις και ερευνάς τον νόμο, τι διαβάζεις εκεί για το ζήτημα αυτό; Και πώς το αντιλαμβάνεσαι;». 27 Ο νομικός τότε του αποκρίθηκε: «Στον νόμο είναι γραμμένο το εξής: ‘’Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε σε Αυτόν να είσαι ολοκληρωτικά παραδομένος, με όλα τα βάθη της εσωτερικής και πνευματικής υπάρξεώς σου˙ και με όλη σου την ψυχή, ώστε Αυτόν να ποθείς με όλο το συναίσθημά σου˙ και με όλη τη θέληση και τη δύναμή σου, ώστε καθετί που θα κάνεις να είναι σύμφωνο με το θέλημά Του. Και με όλη σου τη δύναμη και με δραστηριότητα ακούραστη να εργάζεσαι για την εφαρμογή του θελήματός Του. Να Τον αγαπάς και με το νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Να αγαπάς επίσης και τον πλησίον σου, τον συνάνθρωπό σου, όσο και όπως αγαπάς τον εαυτό σου. 28 Του είπε τότε ο Κύριος: «Σωστή απάντηση έδωσες. Να κάνεις πάντοτε αυτό που είπες, και θα κληρονομήσεις τη βασιλεία του Θεού και θα ζήσεις σε αυτή». 29 Ο νομοδιδάσκαλος όμως θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, επειδή, όπως αποδείχθηκε, έθεσε στον Ιησού ένα ερώτημα πάνω στο οποίο του ήταν γνωστή η απάντηση, είπε στον Ιησού: «Και ποιον πρέπει να θεωρώ ‘’πλησίον’’ μου σύμφωνα με την Αγία Γραφή;».
30 Τότε ο Ιησούς με την αφορμή αυτή πήρε τον λόγο και είπε: «Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ και έπεσε σε ενέδρα ληστών. Αυτοί δεν αρκέστηκαν μόνο να του πάρουν τα χρήματά του, αλλά και τον έγδυσαν, τον τραυμάτισαν, τον γέμισαν με πληγές και έφυγαν, αφού τον άφησαν μισοπεθαμένο. 31 Κατά σύμπτωση τότε, κατέβαινε στον δρόμο εκείνο κάποιος ιερεύς, και ενώ τον είδε, τον προσπέρασε από το απέναντι μέρος του δρόμου χωρίς να του δώσει σημασία ή κάποια βοήθεια. 32 Το ίδιο και κάποιος Λευίτης που περνούσε από το μέρος εκείνο, ενώ πλησίασε και είδε τον πληγωμένο, απομακρύνθηκε αμέσως και τον προσπέρασε και αυτός από το απέναντι μέρος του δρόμου. 33 Ένας Σαμαρείτης όμως που περνούσε από τον δρόμο εκείνο, ήλθε στο μέρος όπου ήταν ξαπλωμένος, και όταν τον είδε τον σπλαχνίστηκε και τον πόνεσε. 34 Τον πλησίασε τότε και του έδεσε με επιδέσμους τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε με λάδι και με κρασί. Και έπειτα τον ανέβασε στο ζώο του, τον πήγε σε κάποιο πανδοχείο και τον περιποιήθηκε, διακόπτοντας έτσι το ταξίδι του.
35 Την άλλη μέρα το πρωί, φεύγοντας από το πανδοχείο που είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο και του είπε: «Περιποιήσου τον για να γίνει καλά. Και ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ καθώς θα επιστρέφω στην πατρίδα μου και θα ξαναπεράσω από εδώ, θα σου τα πληρώσω». 36 Λοιπόν, ρώτησε συμπερασματικά ο Ιησούς, ποιος από τους τρεις αυτούς σου φαίνεται ότι έκανε το καθήκον του προς τον συνάνθρωπο και αποδείχθηκε στην πράξη ‘’πλησίον’’ και αδελφός εκείνου που έπεσε στα χέρια των ληστών;». 37 Και αυτός είπε: «‘’Πλησίον’’ του αποδείχθηκε αυτός που τον σπλαχνίστηκε και τον ελέησε». Του είπε λοιπόν ο Ιησούς: «Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο. Δείχνε, δηλαδή, συμπάθεια σε κάθε άνθρωπο που πάσχει, χωρίς να εξετάζεις αν αυτός είναι συγγενής σου ή συμπατριώτης σου, και χωρίς να λογαριάζεις τις θυσίες και τους κόπους και τις δαπάνες που θα υποστείς για να βοηθήσεις και να συντρέξεις αυτόν που πάσχει, έστω κι αν αυτός είναι εχθρός σου». Έτσι κι ο Χριστός, που οι εχθροί Του τον έβριζαν «Σαμαρείτη», στην καταπληγωμένη και μισοπεθαμένη από τις αμαρτίες ανθρωπότητα έγινε ο καλός και αγαθός Σαμαρείτης. Και για να την θεραπεύσει απ’ τις πληγές της, όχι μόνο υπέστη κόπους, αλλά υποβλήθηκε και σε θάνατο σταυρικό.
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ[:Β΄Κορ. 9,6-11]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει (:Και πρέπει να γνωρίζετε και αυτό, ότι εκείνος που στο χωράφι του σπέρνει με τσιγκουνιά λιγοστό σπόρο, θα θερίσει και λίγο σιτάρι, ενώ εκείνος που σπέρνει άφθονο σπόρο, άφθονα και θα θερίσει)»[Β΄Κορ. 9,6].
[…] Ο Απόστολος Παύλος, μιλώντας στο σημείο αυτό για τους καρπούς της ελεημοσύνης δεν χρησιμοποίησε για εκείνον που διστάζει να δώσει απλόχερα σε όσους έχουν ανάγκη, τη φράση :«Εκείνος που με μικροπρέπεια σπέρνει στο χωράφι του λιγοστό σπόρο», αλλά χρησιμοποίησε εντονότερη και ηχηρότερη έκφραση, αναφέροντας τη φράση: «Εκείνος που με τσιγκουνιά σπέρνει στο χωράφι του λιγοστό σπόρο». Και ονόμασε «σπόρο» την πράξη της ελεημοσύνης, για να πάει αμέσως ο νους σου στην ανταπόδοση και αφού κατανοήσεις το ποια είναι η συγκομιδή, θα μάθεις ότι παίρνεις περισσότερα από όσα δίνεις. Γι’ αυτό δεν είπε «εκείνος που δίνει», αλλά «εκείνος που σπέρνει» και δεν είπε «εσείς αν σπείρετε», αλλά χρησιμοποιεί λόγο που αναφέρεται σε όλους γενικά που «σπέρνουν» με αυτόν τον τρόπο. Και δεν είπε ότι θα λάβει «με αφθονία», αλλά «σαν ευλογία» που είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό.
Και πάλι στο προηγούμενο που είχε πει καταφεύγει, στο να δίνεται ως ελεημοσύνη στους φτωχούς ό,τι ευχαριστεί τον καθένα, λέγοντας: «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία(:Ο καθένας ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του να δώσει)»· γιατί καθένας κάνει κάτι πολύ περισσότερο όταν είναι ελεύθερος, παρά όταν αναγκάζεται. Γι’ αυτό ασχολείται αρκετά με αυτό· γιατί, αφού είπε «Ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του», πρόσθεσε: «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης (:χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται)». Και δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά παρουσιάζει και μαρτυρία από τη Γραφή, λέγοντας: «Ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός(:Γιατί ο Θεός αγαπά εκείνον που δίνει με προθυμία και με χαρούμενο πρόσωπο)»[Πρμ.22,8].
Είδες ότι συνέχεια αυτό αναφέρει; Λέγει: «Όχι ως διαταγή το λέω αυτό» και «γνώμη σας δίνω σχετικά με αυτό» και να το δίνετε «σαν αυθόρμητη προσφορά και όχι αναγκαστική». Επίσης: «Μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης ·ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός(:Όχι με λύπη ή από ανάγκη· διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλοσύνη και γλυκύτητα”)»[Β΄Κορ.9,7]. Στο σημείο αυτό νομίζω ότι «ἱλαρὸν» ονομάζει τον ανοιχτοχέρη, αλλά ο Παύλος το είπε έτσι με την έννοια της πρόθυμης προσφοράς. Επειδή δηλαδή το παράδειγμα των Μακεδόνων που προαναφέρθηκε στην επιστολή καθώς και όλα τα άλλα, μπορούσαν να οδηγήσουν σε αφθονία εισφορών, δεν λέγει πολλά γι’ αυτήν, αλλά για το ότι πρέπει να δίνουμε αυθόρμητα· γιατί, αφού η ελεημοσύνη είναι έργο αρετής, και καθετί που γίνεται αναγκαστικά μειώνει τον μισθό, σωστά ενεργεί ο Παύλος κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Και δεν τους συμβουλεύει μονάχα, αλλά και εύχεται, πράγμα που το κάνει πάντοτε, λέγοντας: «Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς(:Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας δώσει υπεράφθονη κάθε χάρη· και τη χάρη δηλαδή της προθυμίας να εισφέρετε γενναία, και τη χάρη των υλικών αγαθών)»[Β΄Κορ.9,8]. Με την ευχή αυτή προσπαθεί να εξουδετερώσει κάποια σκέψη, που αντιστέκεται στη γενναιοδωρία, πράγμα που εμποδίζει και τώρα πολλούς. Γιατί πολλοί φοβούνται να δώσουν ελεημοσύνη, λέγοντας μέσα τους: «Μήπως έτσι γίνω φτωχός, μήπως έτσι εγώ βρεθώ σε ανάγκη και χρειαστώ κάποτε άλλους;». Θέλοντας λοιπόν να εξαλείψει αυτόν τον φόβο, προσθέτει την ευχή και λέγει: «Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς(:Κάθε ευεργεσία ας συσσωρεύσει περίσσια, άφθονη κάθε χάρη σε σας εκ μέρους του Θεού)». Όχι απλώς να σας δώσει, αλλά «με μεγάλη περίσσεια». Και τι σημαίνει «χάριν περισσεῦσαι»; «Να σας γεμίσει», λέει, «με τόσα αγαθά, ώστε να είναι δυνατό να περισσεύουν γι’ αυτή τη γενναιοδωρία. Για να έχετε παντού και πάντοτε όλα τα αναγκαία και να σας περισσεύουν και για αγαθοεργίες».
Πρόσεχε ότι και στην ευχή του αυτή ακόμη διακρίνεται πολλή φιλοσοφικότητα. Δεν εύχεται πλούτο και περισσεύματα, αλλά «πᾶσαν αὐτάρκειαν(:Να είστε πάντοτε σε όλα τα απαραίτητα τελείως αυτάρκεις)»[Β΄Κορ.9,8]. Και δεν είναι μόνο αυτό που πρέπει να θαυμάζουμε, αλλά και το ότι, όπως δεν ευχήθηκε τα περιττά, έτσι και δεν τους στενοχωρεί, ούτε τους αναγκάζει να δώσουν από το υστέρημά τους, αλλά δείχνει κατανόηση για την περίπτωση αυτή και ζητάει να έχουν τα απαραίτητα, δείχνοντας ότι δεν πρέπει να σπαταλούμε τα δώρα του Θεού· «ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν»: «Ώστε να είστε», λέγει, «πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις κι έτσι να κάνετε με το παραπάνω κάθε καλό έργο». «Γι’ αυτό», λέγει, «ζητώ να έχετε τα απαραίτητα, για να δίνετε και σε άλλους». Και δεν είπε απλώς «να δίνετε», αλλά «να δίνετε ανοιχτόχερα». Για τα υλικά πράγματα ζητάει να έχουν αυτάρκεια, ενώ για τα πνευματικά να έχουν και περίσσευμα, όχι μόνο για την ελεημοσύνη, αλλά και για όλα τα άλλα· γιατί αυτό σημαίνει η φράση «για κάθε έργο αγαθό».
Έπειτα, επιστρατεύοντας ένα επιχείρημα που θα τους ωθήσει σε γενναιόδωρη προσφορά, επικαλείται για σύμβουλό τους τον προφητάνακτα Δαυίδ και λέγει: «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν. Ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:Σκόρπισε άφθονα τις ελεημοσύνες του, έδωσε στους πτωχούς· η αρετή του μένει και διαλαλείται πάντοτε)»[Ψαλμ.111,9]. Αυτό σημαίνει «Δίνετε με απλοχεριά». Γιατί η λέξη «σκόρπισε» δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά το ότι έδωσε με απλοχεριά. Γιατί αν και αυτά δεν μένουν, μένουν όμως στην αιωνιότητα τα αγαθά που προκύπτουν από αυτά που κάποτε δόθηκαν. Γιατί αυτό είναι το αξιοθαύμαστο: αν τα κρατάμε, χάνονται, αν τα σκορπίζουμε, μένουν, και μένουν αιώνια. «Δικαιοσύνη» εδώ ονόμασε τη φιλανθρωπία· γιατί, όταν ξεχύνεται απλόχερα, εξαφανίζει σαν φωτιά τα αμαρτήματα και μας κάνει δικαίους.
Ας μην είμαστε λοιπόν τσιγκούνηδες, αλλά ας σπέρνουμε με απλοχεριά. Δεν βλέπεις πόσα δίνουν άλλοι στους μίμους και στις πόρνες; Δώσε στο Χριστό τα μισά από όσα δίνουν εκείνοι στους χορευτές του δρόμου. Δώσε εσύ στους πεινασμένους τόσα, όσα από εγωισμό δίνουν εκείνοι στους θεατρίνους. Εκείνοι καλύπτουν με άφθονο χρυσό το σώμα των πορνών, και εσύ δεν καλύπτεις ούτε με ένα φθηνό ρούχο τη σάρκα του Χριστού, αν και την βλέπεις γυμνή; Ποιας συγνώμης είναι αυτό άξιο, πόσης τιμωρίας δεν είναι άξιο, όταν εκείνος προσφέρει τόσα πράγματα στη γυναίκα που τον καταστρέφει και τον ντροπιάζει, ενώ εσύ δεν προσφέρεις σχεδόν τίποτα σε εκείνον που σε σώζει και σε κάνει εκλεκτό; Αλλά ξοδεύοντας για την κοιλιά σου βέβαια και για να μεθάς και για να κάνεις ασωτίες, δεν σκέπτεσαι καθόλου τη φτώχεια· αν όμως χρειαστεί να βοηθήσεις φτωχό, γίνεσαι τάχα φτωχότερος από όλους. Και τρέφοντας βέβαια παράσιτους κα κόλακες, σαν να δαπανάς από πηγές, τόσο πολύ χαίρεσαι, όταν όμως συναντήσεις φτωχό, τότε σε κυριεύει ο φόβος να μη γίνεις φτωχός.
Γι’ αυτό θα κατακριθούμε τότε και από τους εαυτούς μας και από τους άλλους, και τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Γιατί θα σε ρωτήσει ο Κριτής: «Γιατί δεν έγινες τόσο γενναιόδωρος εκεί που έπρεπε;». Αυτός έδινε στην πόρνη και δεν υπολόγιζε όσα έδινε, και εσύ, προσφέροντας κάτι στον Κύριο, που είπε «να είσαι αμέριμνος»[βλ. Ματθ.6,24: «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;(:Η καρδιά σας λοιπόν πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στον Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψτε τη ρίζα της πλεονεξίας˙ και μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυμα θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει κα τα κατώτερα, την τροφή δηλαδή και το ένδυμα)»], είσαι γεμάτος από φόβο και τρόμο; Ποιας συγνώμης θα ήσουν άξιος; Αφού κάθε άνθρωπος που βοηθούμε δεν αδιαφορεί, αλλά ανταποδίδει την ευεργεσία, πολύ περισσότερο θα μας την ανταποδώσει ο Χριστός. Εκείνος, που και χωρίς να περιμένει να πάρει κάτι πίσω από εμάς, μας δίνει πλουσιοπάροχα καθημερινά τα αγαθά Του, πώς δεν θα δώσει όταν πάρει κιόλας από εμάς όποτε κάνουμε ελεημοσύνη στους φτωχούς;
Αλλά θα πεις: «Τι γίνεται με εκείνους που πρόσφεραν πολλά και, επειδή δεν είχαν καμία ανταπόδοση, ζητιανεύουν από άλλους;». Μιλάς για εκείνους που πρόσφεραν τα πάντα, ενώ εσύ δεν δίνεις ούτε οβολό. Υποσχέσου πως θα δώσεις τα πάντα και τότε ρώτα για εκείνους. Όσο καιρό όμως είσαι τσιγκούνης και δίνεις λίγα από τα υπάρχοντά σου, τι μου προβάλλεις δισταγμούς και προφάσεις; Εμείς δεν σου ζητάμε να φτάσεις στην πιο ψηλή κορυφή της ακτημοσύνης, αλλά σε συμβουλεύουμε να περιορίζεις τα περιττά και να επιδιώκεις μόνο την αυτάρκεια. Η αυτάρκεια καθορίζεται από την ύπαρξη των αγαθών εκείνων, που είναι απαραίτητα για να ζει κανείς. Κανένας δεν θέλει να σου αφαιρέσει αυτά, κανένας δεν σου στερεί την καθημερινή τροφή. Τροφή, όχι τρυφή, όχι απολαύσεις. Ρούχα, όχι στολίδια. Ή καλύτερα, αν εξετάσει κανείς το πράγμα με προσοχή, αυτό προπάντων είναι τρυφή. Πρόσεχε.
Ποιος μπορούμε να πούμε ότι ζει περισσότερο απολαυστικά, εκείνος που τρώει χόρτα και είναι υγιής και δεν παθαίνει τίποτε δυσάρεστο, ή εκείνος που έχει συβαρίτικο τραπέζι[:οι κάτοικοι της αρχαίας Σύβαρης, πόλης της κάτω Ιταλίας, ήταν ξακουστοί για την μεγάλη τρυφή της ζωής τους] και είναι γεμάτος αρρώστιες; Όποιος μπορεί να αρκείται στα όσπρια και να είναι υγιής, ας μη ζητάει τίποτε παραπάνω, ενώ ο πιο αδύναμος που έχει ανάγκη από χορταρικά, ας τρώει. Αν είναι κανένας ακόμη πιο αδύναμος, και έχει ανάγκη από μια μέτρια ποσότητα κρεάτων, δεν θα τον εμποδίσουμε και αυτόν. Γιατί δεν δίνουμε αυτές τις συμβουλές για να εξοντώσουμε και να καταστρέψουμε τους ανθρώπους, αλλά για να περιορίσουμε τα περιττά. Και είναι περιττό, ό,τι είναι περισσότερο από το απαραίτητο. Όταν μπορούμε να ζούμε υγιεινά και με αξιοπρέπεια με κάποια αγαθά, είναι περιττό, ό,τι προστεθεί σε αυτά.
Το ίδιο πρέπει να σκεπτόμαστε και για τα ρούχα και για το φαγητό και για την κατοικία και για όλα τα άλλα, και να ζητούμε πάντοτε τα απαραίτητα. Γιατί το περιττό δεν είναι ωφέλιμο. Όταν μελετήσεις την αυτάρκεια, τότε αν θελήσεις να μιμηθείς τη χήρα που έδωσε το μοναδικό της δίλεπτο στο κουτί για τους φτωχούς, θα σε ανεβάσουμε πιο ψηλά από τα υλικά αγαθά· γιατί δεν θα αποχτήσεις ποτέ τη φιλοσοφικότητα της γυναίκας αυτής, όσο θα φροντίζεις για την αυτάρκεια· γιατί η χήρα ανέβηκε ψηλότερα από την αυτάρκεια, αφού πρόσφερε όλα όσα ήταν απαραίτητα να τη διαθρέψουν. Θα έχεις λοιπόν ακόμη δισταγμούς για τα απαραίτητα και δεν θα ντρέπεσαι να είσαι κατώτερος από μια γυναίκα, αφού όχι μόνο δεν φροντίζεις να τη μιμηθείς, αλλά έχεις και τεράστια διαφορά από αυτή; Γιατί εκείνη δεν είπε αυτά που λέτε εσείς, δηλαδή «τι θα γίνω αν μοιράσω τα πάντα και αναγκαστώ να ζητώ από άλλους», αλλά με γενναιοδωρία έδωσε όλα τα υπάρχοντά της. Και τι θα μπορούσε να πει επίσης κανείς για εκείνη τη γυναίκα της Παλαιάς Διαθήκης, τη χήρα στην πόλη Σαρεπτά της Σιδωνίας, που έζησε την εποχή του προφήτη Ηλία; Εκείνη κινδύνευε όχι μόνο να γίνει φτωχή, αλλά και να πεθάνει και να χαθεί όχι μόνο η ίδια, αλλά και τα παιδιά της. Γιατί δεν περίμενε να της δώσει κανένας αλλά θα πέθαινε αμέσως. Είδε όμως τον προφήτη, λέγει η Γραφή, και αμέσως έγινε γενναιόδωρη[βλ. Γ΄Βασ. 17,8-16]. Εσείς δεν βλέπετε χιλιάδες αγίους; Και τι λέγω, αγίους; Βλέπετε να σας παρακαλεί ο Κύριος των προφητών και, παρόλα αυτά, δεν αποφασίζετε να γίνετε φιλάνθρωποι· και ενώ έχετε αποθήκες που ξεχειλίζουν η μία μέσα στην άλλη, όμως δε δίνετε ούτε από το περίσσευμά σας.
Τι λες; Ότι είχε μπροστά της η χήρα αυτή έναν προφήτη και αυτό την έπεισε να γίνει τόσο μεγαλόψυχη; Αυτό ακριβώς είναι πολύ αξιοθαύμαστο, ότι δηλαδή πείστηκε ότι αυτός είναι μεγάλος και θαυμαστός. Γιατί, πώς δε σκέφτηκε όσα είναι φυσικό να σκεφτεί γυναίκα αλλόφυλη και απολίτιστη, ότι: «αν ήταν προφήτης, δεν θα είχε την ανάγκη μου; Αν ήταν φίλος του Θεού, δεν θα τον παρέβλεπε Εκείνος. Έστω ότι οι Ιουδαίοι τιμωρούνται για τις αμαρτίες τους, αυτός όμως από πού και γιατί;». Δεν σκέφτηκε όμως τίποτα από αυτά, αλλά του άνοιξε το σπίτι της, και πριν από το σπίτι την καρδιά της, και έβαλε στη μέση ό,τι είχε και, νικώντας τη φύση και αδιαφορώντας για τα παιδιά της, προτίμησε από όλα τον προφήτη. Σκέψου λοιπόν πόσο μεγάλη θα είναι η τιμωρία μας, όταν αντέχουμε λιγότερο και έχουμε λιγότερη δύναμη από γυναίκα χήρα, πτωχή, αλλόφυλη, απολίτιστη μητέρα παιδιών, που δεν ήξερε τίποτε από όσα ξέρουμε εμείς. Γιατί δεν είμαστε καθόλου γενναίοι, αν έχουμε το σώμα μας δυνατό· καθόσον γενναίος είναι μόνο εκείνος που έχει δύναμη ψυχική, έστω και αν είναι κατάκοιτος στο κρεβάτι. Χωρίς τη δύναμη αυτή, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό είναι δυνατότερος από ένα μικρό κοριτσάκι και μία ταλαίπωρη γριούλα ακόμη και αν μετακινεί όρος με τη σωματική του δύναμη. Αυτός αντιπαλεύει με άυλα κακά, ενώ ο άλλος δεν μπορεί ούτε να τα αντικρύσει.
Και για να μάθεις ότι αυτό είναι το κριτήριο της γενναιότητας, βγάλε το συμπέρασμα από αυτό το ίδιο το παράδειγμα. Τι θα μπορούσε να υπάρξει ανδρειότερο από αυτό το ίδιο το παράδειγμα; Τι θα μπορούσε να υπάρξει ανδρειότερο από αυτή τη γυναίκα που στάθηκε γενναία και αναδείχτηκε πιο δυνατή από όλους απέναντι και στη δύναμη της ανθρώπινης φύσης, και στον εξαναγκασμό της πείνας και στην απειλή του θανάτου; Άκουσε λοιπόν πώς την προβάλλει ο Χριστός· γιατί λέγει: «Ἐπ᾿ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλιοὺ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν(:Σας λέω επίσης αληθινά ότι πολλές χήρες υπήρχαν την εποχή του Ηλία στο ισραηλιτικό έθνος, όταν κλείστηκε ο ουρανός και δεν έβρεξε για τρία χρόνια και έξι μήνες, και είχε πέσει τότε μεγάλη πείνα σε όλη τη γη της Παλαιστίνης˙ ο Θεός όμως σε καμία απ’ αυτές τις γυναίκες των Ιουδαίων δεν έστειλε τον Ηλία παρά μόνο στα Σάρεπτα της Σιδωνίας σε μια γυναίκα χήρα, ξένη και άγνωστη σε αυτόν)» [Λουκά 4,25].
Να πω κάτι μεγάλο και καταπληκτικό; Αυτή έκαμε στον τομέα της φιλοξενίας κάτι περισσότερο από τον Αβραάμ· γιατί δεν έτρεξε σε αγέλη όπως εκείνος, αλλά με την μικρή παλάμη της ξεπέρασε όλους τους ξακουστούς για τη φιλοξενία τους. Εκείνος έβγαινε νικητής, γιατί έταξε σκοπό του αυτό, ενώ εκείνη βγήκε νικήτρια, γιατί δεν λυπήθηκε ούτε τα παιδιά της για να περιποιηθεί τον ξένο και μάλιστα χωρίς να προσδοκά ουράνια αγαθά. Εμείς αντίθετα, αν και έχουμε μπροστά μας τη βασιλεία των ουρανών, αν και κινδυνεύουμε να πάμε στην κόλαση, και το σπουδαιότερο, αν και ο Θεός έκαμε τόσα πολλά για τη σωτηρία μας και ευφραίνεται και χαίρεται γι’ αυτή, βρισκόμαστε σε αδράνεια.
Μη, παρακαλώ. Ας μοιράσουμε απλόχερα, ας δώσουμε στους φτωχούς όσα πρέπει να τους δώσουμε· γιατί ο Θεός δεν κρίνει μικρή ή μεγάλη τη συνεισφορά στους φτωχούς, με κριτήριο την ποσότητά της, αλλά με κριτήριο την περιουσία του δωρητή. Πολλές φορές δηλαδή εσύ, που πρόσφερες εκατοντάδες κιλά χρυσού, πρόσφερες λιγότερα από κάποιον που πρόσφερε έναν οβολό, αφού εσύ πρόσφερες από το περίσσευμά σου. Πλην όμως έστω και έτσι δίνε και γρήγορα θα δώσεις περισσότερα.
Σκόρπισε χρήματα, για να απολαύσεις φιλανθρωπία· γιατί αυτή δεν θέλει να συνυπάρχει με τα χρήματα. Συνυπάρχει με την προσφορά τους, όχι με την παρουσία τους. Δεν είναι δυνατόν να συγκατοικούν η φιλοχρηματία και η φιλανθρωπία. Οι σκηνές τους είναι χωριστές. Μην αγωνίζεσαι λοιπόν να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα. Διώξε τη βασανιστική φιλαργυρία, αν θέλεις να κερδίσεις τη βασίλισσα· γιατί η φιλανθρωπία είναι η βασίλισσα, που από δούλους μάς μεταβάλλει σε ελεύθερους. Το αντίθετο κάνει η άλλη. Γι’ αυτό ας φροντίσουμε με πολλή προθυμία να αποφύγουμε τη μια και να καλοδεχόμαστε την άλλη, για να κερδίσουμε εδώ στη γη την ελευθερία μας και αργότερα τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να κερδίσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΟΜΙΛΙΑ Κ΄
«Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν(:Και ο Θεός, ο οποίος παρέχει σε αφθονία σπόρο στον γεωργό που σπέρνει, και ψωμί για τροφή όλων μας, είθε να χορηγήσει, να ευλογήσει και να πληθύνει τη σπορά των χωραφιών σας και τα άλλα υλικά αγαθά σας και να αυξήσει έτσι τους καρπούς της αγάπης, της καλοσύνης και της αγαθοεργίας σας προς τους άλλους)»[Β΄Κορ.9,10].
Προπάντων απ’ αυτό θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς τη σύνεση του Παύλου, επειδή αφού προέτρεψε με τα πνευματικά και με τα υλικά αγαθά, κάνει το ίδιο και με την ανταπόδοση, μιλώντας για την αμοιβή της καθεμιάς. Η φράση δηλαδή «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν. ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η φιλανθρωπία του μένει αιώνια)» αναφέρεται στην πνευματική αμοιβή. Αντίστοιχα, η φράση: «Πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν (:Είθε να πληθύνει τον σπόρο σας)» δείχνει την υλική ανταπόδοση. Δεν σταματάει όμως εδώ, αλλά ξαναγυρίζει στα πνευματικά και το παραλληλίζει συνέχεια· γιατί η φράση: «Αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν (:Ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας)» είναι η πνευματική αμοιβή. Κάνοντας αυτά, διανθίζει τον λόγο, ξεριζώνει τη δειλή και ανόητη εκείνη σκέψη και διαλύει με πολλούς τρόπους τον φόβο της φτώχειας και μάλιστα και με παράδειγμα τωρινό. Γιατί, αφού ο Θεός δίνει σε εκείνους που σπέρνουν τη γη, αφού παρέχει άφθονα εκείνα που τρέφουν το σώμα, πολύ περισσότερα δίνει σε εκείνους που καλλιεργούν τον ουρανό, σε εκείνους που μεριμνούν για την ψυχή· γιατί γι’ αυτά θέλει να φροντίζουμε περισσότερο. Αυτό δεν το εκφράζει ούτε με συλλογισμό, ούτε με τον τρόπο που το είπα εγώ, αλλά με μορφή ευχής και έτσι γίνεται φανερός ο συλλογισμός και τους κάνει να ελπίζουν περισσότερο όχι μόνο με όσα διαπιστώνει ότι γίνονται, αλλά και με όσα εύχεται. «Είθε να χορηγήσει», λέει, «και να πληθύνει το σπόρο σας και να αυξήσει τους καρπούς της φιλανθρωπίας σας».
Και εδώ υπονοεί πάλι την πλούσια αμοιβή, επειδή το «είθε να πληθύνει και να αυξήσει», αυτό το νόημα έχει. Συγχρόνως όμως δεν επιτρέπει να επιζητούμε τίποτα περισσότερο από τα αναγκαία· γιατί αυτό σημαίνει η φράση «ψωμί για τροφή». Και ασφαλώς πρέπει κανείς να τον θαυμάσει και γι’ αυτό, που το ανέπτυξε και προηγουμένως: ότι δηλαδή στα απαραίτητα δεν επιτρέπει να προστεθεί τίποτα περισσότερο από τα αναγκαία, ενώ τα πνευματικά συμβουλεύει να τα έχουμε με πολλή περίσσεια. Γι’ αυτό είπε και παραπάνω: «ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν (:για να έχετε αυτάρκεια και να δίνετε απλόχερα για κάθε καλό έργο)». Ενώ εδώ λέγει: «Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν (:Εκείνος που χορηγεί άρτο για να τρώμε, ας χορηγήσει και ας πληθύνει τον σπόρο σας)», δηλαδή τον πνευματικό. Και δεν ζητάει απλώς ελεημοσύνη, αλλά απλόχερη ελεημοσύνη. Γι’ αυτό την ονομάζει συνεχώς «σπόρο». Επειδή όπως ο σπόρος που πέφτει στη γη κάνει καταπράσινα τα χωράφια, έτσι και η ελεημοσύνη παράγει πολλούς καρπούς φιλανθρωπίας και δημιουργεί αξιοθαύμαστα επακόλουθα.
Και αφού ευχήθηκε τόσο μεγάλη αφθονία, δείχνει πού πρέπει να την ξοδέψουν, λέγοντας: «Ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ (: Ώστε να γίνεστε πλούσιοι σε καθετί, σε κάθε είδος γενναιοδωρίας, για την οποία θα αναπέμπουν ευχαριστίες στον Θεό αυτοί που θα πάρουν από εμάς τους Αποστόλους τις συνεισφορές σας που θα τους μεταφέρουμε)»[Β΄Κορ.9,11]. Όχι για να ξοδεύετε εκεί που δεν πρέπει, αλλά εκεί που είναι ευχάριστο για τον Θεό· γιατί ο Θεός μας επιτρέπει να έχουμε εξουσία σε μεγάλα πράγματα. Κράτησε τα μικρότερα για τον εαυτό Του και έδωσε σε εμάς τα μεγαλύτερα. Εκείνος δηλαδή έχει εξουσία στην υλική τροφή, ενώ για την νοητή άφησε την εξουσία σε εμάς· γιατί εμείς έχουμε την εξουσία να δείξουμε πράσινα τα χωράφια της ψυχής μας, επειδή δεν έχουν ανάγκη ούτε από βροχές ούτε από κατάλληλες καιρικές συνθήκες, αλλά μόνο από ηθική βούληση, που μπορεί να ανεβεί ακόμη και στον ουρανό. Την απλοχεριά την ονομάζει εδώ «ἁπλότητα» , που παράγει με τα ανθρώπινα έργα ευχαριστία στον Θεό. Επομένως, η ενέργεια αυτή δεν είναι μόνο ελεημοσύνη, αλλά και αιτία πολλής ευχαριστίας, ή καλύτερα όχι μόνο ευχαριστίας, αλλά και πολλών άλλων.
Συνεχίζοντας την επιστολή το αναφέρει για να δείξει ότι είναι πολλά τα ευεργετικά αποτελέσματα κα να τους κάνει με αυτόν τον τρόπο πιο πρόθυμους. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα πολλά; Άκουσε που τα λέγει: «Ὃτι ἡ διακονία τῆς λειτουργίας ταύτης οὐ μόνον ἐστὶ προσαναπληροῦσα τὰ ὑστερήματα τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ περισσεύουσα διὰ πολλῶν εὐχαριστιῶν τῷ Θεῷ διὰ τῆς δοκιμῆς τῆς διακονίας ταύτης δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας, καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν, ἐπιποθούντων ὑμᾶς διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐφ᾿ ὑμῖν(:Διότι η διακονία αυτής της φιλάνθρωπης, ευεργετικής και ιερής αυτής υπηρεσίας όχι μόνο φτάνει με το παραπάνω για τις ανάγκες των Χριστιανών, αλλά και δημιουργεί πληθώρα ευχαριστιών προς τον Θεό). Κι αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί που ευεργετούνται από σας, με τη διακονία αυτή της ελεημοσύνης σας αποκτούν πείρα για το ποιοι είστε και δοξάζουν τον Θεό για την υποταγή σας στην ομολογία της πίστεως στο Ευαγγέλιο του Χριστού και για τη γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις ανάγκες τόσο τις δικές τους όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών. Κι αυτοί προσεύχονται και δέονται για σας στον Θεό, καθώς ποθούν πολύ να σας δουν, εξαιτίας της υπέρμετρης χάρης που σας έδωσε ο Θεός)»[ Β΄Κορ. 9,12-14].Και ιδού τι εννοεί: «Πρώτα πρώτα όχι μόνο ικανοποιείτε τις ανάγκες των αγίων[:των Χριστιανών], αλλά τις ικανοποιείτε πλουσιοπάροχα, τους προσφέρετε δηλαδή περισσότερα από όσα χρειάζονται. Έπειτα προσφέρετε ύμνο στο Θεό, αφού Τον υμνούν για την υποταγή σας στην ομολογία του Ευαγγελίου».
Και για να μην τους παρουσιάσει ότι ευχαριστούν μόνο γι’ αυτό, επειδή δηλαδή έλαβαν την ελεημοσύνη, κοίταξε πώς τους εξυψώνει. Εκείνο που είπε ο ίδιος στους Φιλιππησίους «δεν επιδιώκω να μου δώσετε», το ίδιο υποστηρίζει ότι ισχύει και γι΄αυτούς. «Χαίρονται βέβαια που ικανοποιείτε τις ανάγκες τους και ανακουφίζετε τη φτώχεια τους, πολύ περισσότερο όμως χαίρονται γιατί πιστέψατε και εκτελείτε τις εντολές του Ευαγγελίου. Απόδειξη είναι ότι προσφέρετε με τόση απλοχεριά. Έτσι προστάζει το Ευαγγέλιο». «Καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας(:Και για την γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις ανάγκες τόσο τις δικές τους όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών)». «Δοξάζουν», λέει, «τον Θεό, γιατί είστε τόσο γενναιόδωροι όχι μόνο σε εκείνους, αλλά σε όλους». Και είναι επαινετικό γι΄αυτούς, το ότι ευχαριστούν και για την ελεημοσύνη προς άλλους. «Δεν ευχαριστούν», λέει, «μόνο για όσα πήραν οι ίδιοι, αλλά και για όσα πήραν οι άλλοι». Αν και βρίσκονται σε μεγάλη φτώχεια, πράγμα που δείχνει ότι είναι πολύ ενάρετοι· γιατί δεν υπάρχει οι φτωχοί ζηλεύουν όσο κανένας άλλος. Εκείνους όμως δεν τους έπιασε αυτό το πάθος, και τόσο απέχουν να θλίβονται για όσα δίνετε σε άλλους, ώστε χαίρουν όχι λιγότερο από όσο χαίρονται για όσα παίρνουν οι ίδιοι. «Καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν(:Και αυτοί προσεύχονται και δέονται για εσάς στον Θεό)»· «για την ελεημοσύνη ευχαριστούν», λέγει ο Παύλος, «τον Θεό. Για την δική σας αγάπη και την δική σας συμβολή Τον παρακαλούν να αξιωθούν να σας δουν. Αυτό το ποθούν πολύ όχι για τα χρήματα, αλλά για να δουν με τα μάτια τους τη χάρη που σας έδωσε ο Θεός».
Είδες τη σύνεση του Παύλου, πώς τους εξύψωσε και έπειτα απέδωσε την εξύψωση στο Θεό και τη χαρακτήρισε «χάρη από τον Θεό»; Επειδή δηλαδή είπε μεγάλους επαίνους γι΄αυτούς, και τους είπε λειτουργούς και τους ανέβασε ψηλά-σαν να τελούσαν εκείνοι ιεροτελεστία και εκείνος να τους υπηρετούσε- και τους αποκάλεσε εκλεκτούς, δείχνει ότι αίτιος όλων αυτών είναι ο Θεός, και απευθύνει πάλι μαζί τους ευχαριστίες στο Θεό λέγοντας: «Χάρις δὲ τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγήτῳ αὐτοῦ δωρεᾷ(:Ας ευχαριστούμε λοιπόν τον Θεό για τη δωρεά Του, το μέγεθος της οποίας δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια)». Λέγοντας «δωρεά» εννοεί εδώ και τα πολλά αγαθά που αποκτούν με την ελεημοσύνη και όσοι την δίνουν και όσοι την παίρνουν. Ή εννοεί τα μυστηριακά αγαθά, που πρόσφερε με πολλή προθυμία σε όλη την οικουμένη με την ενσάρκωσή Του, πράγμα που είναι και το πιο πιθανό· γιατί, για να τους συγκρατήσει και για να τους κάνει πιο πρόθυμους, τους θυμίζει τι τους χάρισε ο Θεός· γιατί η υπενθύμιση αυτή προτρέπει άριστα σε κάθε αρετή. Γι’ αυτό και ολοκλήρωσε στο σημείο αυτό το μέρος αυτό της επιστολής. Και αφού είναι απερίγραπτη η δωρεά, τι θα μπορούσε να αντισταθμίσει την ανοησία εκείνων που περιεργάζονται την ουσία του Θεού; Και δεν είναι απερίγραπτη μόνο η δωρεά Του, αλλά και η ειρήνη, με την οποία συμφιλίωσε τον ουρανό με τη γη και δε χωρεί σε ανθρώπινο νου.
Αφού λοιπόν μας ευεργέτησε τόσο, ας φροντίσουμε να δείξουμε στη ζωή μας αντάξια αρετή και να δίνουμε μεγάλη σημασία στην ελεημοσύνη. Και θα δίνουμε σημασία, αν αποφεύγουμε τις καταχρήσεις, τη μέθη, τη λαιμαργία· γιατί ο Θεός μας έδωσε και τα φαγητά και τα πιοτά όχι για καταχρήσεις, αλλά για να τρεφόμαστε. Το μεθύσι δεν το φέρνει το κρασί. Αν το έφερνε, θα μεθούσαν όλοι. Θα έλεγε όμως κάποιος: «Δεν θα έπρεπε να προκαλεί μεθύσι το πολύ κρασί». Αυτές είναι προφάσεις των μέθυσων. Γιατί, αφού τώρα που βλάπτει το πολύ δεν αποφεύγεις την κατάχρηση , αφού είναι τόσο εξευτελιστική και επιζήμια και παρόλα αυτά δε νικάς αυτήν την άθλια επιθυμία, πώς θα σταματούσες την κατάχρηση αν ήταν δυνατό να πίνεις πολύ και να μην παθαίνεις τίποτα; Άραγε δεν θα επιθυμούσες να γίνουν και τα ποτάμια κρασί; Δεν θα κατέστρεφες και δε θα εξαφάνιζες τα πάντα; Αφού υπάρχει μέτρο τροφής που, αν το ξεπεράσουμε, βλαπτόμαστε, και παρόλα αυτά δεν ανέχεσαι το χαλινό, αλλά τον σπάζεις και τρως τα πάντα, για να υπηρετήσεις την άθλια εξουσία της λαιμαργίας, τι δεν θα έκανες, αν εξαφανιζόταν αυτό το μέτρο της φύσεως; Δεν θα θυσίαζες όλο σου τον καιρό γι’ αυτό; Έπρεπε λοιπόν να κάνεις τόσο δυνατή αυτή την παράλογη επιθυμία και να μην εξουδετερώσεις τις βλάβες της κατάχρησης;
Και πόσες άλλες βλάβες δε γεννήθηκαν από αυτή; Πόσο ανόητοι είναι εκείνοι που, ενώ κυλιούνται στο μεθύσι και στις άλλες ασωτίες σαν να κυλιούνται στη λάσπη, όταν συνέλθουν λίγο, δεν κάνουν τίποτα άλλο, αλλά, αντί να επικρίνουν τα σφάλματά τους, αναρωτιούνται γιατί το πιοτό οδηγεί σε αυτό το κατάντημα. Αντί να λες λοιπόν: «Γιατί έθεσε όρια ο Θεός, γιατί δεν γίνονται όλα χωρίς μέτρο;» πες: «Γιατί δεν σταματάμε να μεθάμε; Γιατί δεν σταματάμε τις καταχρήσεις; Γιατί είμαστε πιο ανόητοι και από τα άλογα ζώα;». Αυτά έπρεπε να συζητάμε μεταξύ μας και να ακούμε την αποστολική φωνή και να γνωρίζουμε πόσες ευεργεσίες της ελεημοσύνης δείχνουν αυτά τα κακά και να εκμεταλλευόμαστε αυτόν τον θησαυρό. Γιατί, όπως είπε ο Παύλος, αυτό μας κάνει ικανούς να περιφρονούμε τα χρήματα και συμβάλλει στη δόξα του Θεού και θερμαίνει την αγάπη και μας κάνει μεγαλόψυχους και μας οδηγεί στο λειτούργημα του ιερέα, που προσφέρει μεγάλη ανταμοιβή. Γιατί ο ελεήμονας δεν φοράει μακρύ ένδυμα, δεν περιφέρεται φορτωμένος με στολίδια, δεν στολίζει το κεφάλι του με στεφάνι, αλλά φοράει τη στολή της φιλανθρωπίας, που είναι πιο αγνή από τη στολή του ιερέα, αλείφεται με λάδι που δεν αποτελείται από αισθητά υλικά, αλλά από αγαθοποιό Πνεύμα, και το στεφάνι του είναι δημιούργημα της φιλανθρωπίας του.
«Σε στεφανώνει ο Θεός», λέει ο Ψαλμωδός, «με το πλήθος του ελέους και των οικτιρμών Του»[Ψαλμ.102,4: «Τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς»].Και αντί να φοράει στεφάνι με τη λέξη Θεός, γίνεται ο ελεήμονας ίσος με τον Θεό. Πώς όμως; «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς. ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:Εγώ όμως σας λέω να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να εύχεστε στον Θεό το καλό γι’ αυτούς που σας καταριούνται, να ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν και να προσεύχεσθε για χάρη εκείνων που σας μεταχειρίζονται υβριστικά και περιφρονητικά και σας καταδιώκουν άδικα, ακόμη κι όταν ο διωγμός τους αυτός σας γίνεται για τις θρησκευτικές σας πεποιθήσεις. Για να μοιάσετε έτσι και να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς· διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)» [Ματθ.5,45], λέγει.
Θέλεις να δεις και το θυσιαστήριο του ελεήμονος ανθρώπου; Δεν το έκτισε ο Βεσελεήλ[: σύγχρονος του Μωυσή· ο Θεός τον επέλεξε για να κατευθύνει το έργο της κατασκευής της Σκηνής και των εξαρτημάτων της, της Κιβωτού και του χάλκινου θυσιαστηρίου, όπως επίσης και τα ενδύματα του Αρχιερέα και των ιερέων], ούτε κανένας άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, όχι με πέτρες, αλλά με ύλη λαμπρότερη από τον ουρανό, με ψυχές λογικές. Στα άγια των αγίων μπαίνει ο ιερέας. Μπορείς, κάνοντας τη θυσία αυτή, να μπεις στο ιερότερο χώρο όπου δεν υπάρχει κανένας παρά μόνο ο Πατέρας σου, εκείνος που σε βλέπει κρυφά, εκεί που δεν σε βλέπει κανένας άλλος. «Μα πώς είναι δυνατό», θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, «να μη σε βλέπει κανένας, αφού το θυσιαστήριο βρίσκεται σε δημόσιο χώρο;». Το αξιοθαύμαστο είναι αυτό, ότι τότε έκρυβαν τη θέα των ιερών σκευών οι θύρες και το παραπέτασμα, τώρα είναι δυνατό να θυσιάζεις δημόσια, όπως στα άγια των αγίων, και να είναι η θυσία αυτή πιο μυστηριακή. Γιατί, όταν δεν κάνεις κάτι για επίδειξη, και αν ακόμη σε βλέπει όλη η οικουμένη, δε σε βλέπει κανένας, επειδή εσύ δεν το έκανες για να σε δουν. Γι’ αυτό δεν είπε απλώς «μην ελεείτε μπροστά στους ανθρώπους», αλλά πρόσθεσε «για να σας δουν και να σας θαυμάσουν και να σας επαινέσουν»[βλ. Ματθ.6,1: «Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς»]. Αυτό το θυσιαστήριο αποτελείται από τα ίδια τα μέλη του Χριστού και το σώμα του Κυρίου γίνεται θυσιαστήριό σου. Σεβάσου το. Στο ανθρώπινο σώμα θυσιάζεις το ιερό σώμα του Κυρίου. Αυτό το θυσιαστήριο είναι πιο φρικτό ακόμη και από το τωρινό, όχι μόνο από το προχριστιανικό.
Αλλά μην ξαφνιαστείτε. Το τωρινό θυσιαστήριο είναι θαυμαστό εξαιτίας της Θυσίας που γίνεται επάνω του. Το θυσιαστήριο του ελεήμονα δεν είναι θαυμαστό γι’ αυτό μόνο, αλλά και γιατί αποτελείται από την ίδια τη θυσία αυτή. Είναι επίσης θαυμαστό το πρώτο, γιατί είναι κτισμένο με πέτρες, αλλά γίνεται άγιο, γιατί δέχεται το σώμα του Χριστού. Το δεύτερο όμως είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού. Ώστε πιο μυστηριακό είναι αυτό, όπου είσαι παρών εσύ ο λαϊκός.
Επομένως πώς σου φαίνεται ο Ααρών σε σύγκριση με αυτά; Πώς το στεφάνι; Πώς οι καμπάνες και τα άγια των αγίων; Τι χρειάζεται λοιπόν να κάνουμε σύγκριση με το παλιό θυσιαστήριο, αφού αποδείχθηκε τόσο λαμπρό και κατά τη σύγκρισή του με το τωρινό; Εσύ σέβεσαι το τωρινό θυσιαστήριο, γιατί δέχεται το σώμα του Χριστού, αλλά συμπεριφέρεσαι περιφρονητικά σε Αυτόν που είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού και τον βλέπεις με αδιαφορία να χάνεται. Αυτό το θυσιαστήριο μπορείς να το δεις στημένο παντού, και σε στενούς δρόμους και σε αγορές, και να γίνονται θυσίες πάνω σε αυτό κάθε ώρα. Γιατί και σε αυτό γίνεται θυσία. Και όπως στέκεται ο ιερέας και επικαλείται το άγιο Πνεύμα, έτσι και εσύ επικαλείσαι το άγιο Πνεύμα, όχι όμως με τη φωνή σου, αλλά με τις πράξεις σου· γιατί τίποτα δεν διατηρεί και δεν ανάβει περισσότερο τη φωτιά του Πνεύματος, όσο αυτό το λάδι, αν χύνεται άφθονο.
Και αν θέλεις να δεις τι γίνονται οι προσφορές σου, έλα να σου το δείξω και αυτό. Πού είναι λοιπόν ο καπνός; Ποια είναι η μυρωδιά αυτού του θυσιαστηρίου; Η δόξα και η ευχαριστία. Και ως πού φθάνει; Άραγε ως τον ουρανό; Όχι. Ξεπερνά ακόμη και τον ουρανό και τον ουρανό του ουρανού και φθάνει μπροστά στον ίδιο το θρόνο του Θεού. «Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου (:Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου)», λέγει, «ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (:ανέβηκαν στον ουρανό ως προσφορά ευπρόσδεκτη στον Θεό και ως μια ενθύμηση για να μην σε ξεχνά ποτέ)»[Πράξ.10,4].
Η μυρωδιά των αισθήσεών μας δεν διασχίζει ούτε ένα μεγάλο μέρος του αέρα. Η μυρωδιά αυτή ανοίγει τις ίδιες τις πύλες των ουρανών. Εσύ δεν λες σε κανένα τίποτα. Η πράξη σου όμως φωνάζει και γίνεται θυσία δοξολογίας του Θεού, όχι θυσία σφαγμένου μοσχαριού ούτε καμένου δέρματος, αλλά πνευματικής ψυχής, που προσφέρει τα δικά της. Γιατί η θυσία αυτή είναι ανώτερη από κάθε φιλανθρωπία. Όταν δεις τέτοιο φτωχό, όχι μόνο δεν πρέπει να τον περιφρονήσεις, αλλά πρέπει και να τον σεβαστείς. Και αν δεις άλλον να τον περιφρονεί, εμπόδισέ τον, βοήθησε· γιατί έτσι θα μπορέσεις να έχεις και εσύ ο ίδιος τον Θεό βοηθό και να κερδίσεις τα αγαθά του άλλου κόσμου, τα οποία εύχομαι να τα κερδίσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Β΄Προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλίες ΙΘ΄και Κ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 19, σελίδες 503-531.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ.10,25-37]
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς»
Ακούσαμε, αδελφοί μου, στο Ευαγγέλιο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό να λέει: «Κατέβαινε κάποιος άνθρωπος από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ κι έπεσε στα χέρια ληστών· αυτοί αφού τον έγδυσαν από τα ρούχα του, τον χτύπησαν γεμίζοντάς τον με πληγές και τον παράτησαν μισοπεθαμένο. Ένας ιερέας κι ένας Λευίτης, περνώντας από εκείνο τον δρόμο, αν και τον είδαν, τον προσπέρασαν και συνέχισαν τον δρόμο τους. Ένας Σαμαρείτης όμως που ήρθε στον τόπο αυτό, όταν τον είδε τον σπλαχνίστηκε, και αφού έβαλε λάδι και κρασί και τα ανακάτεψε, τα έβαλε στις πληγές του, έδεσε προσεκτικά τα τραύματά του, κι αφού τον έβαλε πάνω στο δικό του ζώο, τον οδήγησε σε ένα πανδοχείο και έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: ‘’Φρόντισε τον άνθρωπο αυτόν και αν ξοδέψεις περισσότερα, εγώ όταν θα επανέλθω, θα σου τα αποδώσω’’». Ας δούμε λοιπόν το νόημα της παραβολής και με συνετή καρδιά κατανοώντας το σε βάθος, ας γνωρίσουμε τα μυστήρια του Θεού.
«Άνθρωπος» είναι ο Αδάμ· «Ιερουσαλήμ» είναι η επουράνια πολιτεία και η σύνεση· «Ιεριχώ» δε ο κόσμος. Όσο λοιπόν ο Αδάμ, πριν από την παρακοή, είχε το επουράνιο φρόνημα και τον ισάγγελο τρόπο συμπεριφοράς, ανεμπόδιστη είχε την είσοδο και την κατοικία και τη ζωή στην επουράνια πόλη Ιερουσαλήμ, εφαρμόζοντας τις εντολές του Θεού, και κανείς δεν τον νικούσε, ούτε τον τραυμάτιζε. Όταν όμως παράκουσε τον Θεό και δε φύλαξε την εντολή Του, αλλά παρασύρθηκε από το φίδι, τότε κατέβηκε στην «Ιεριχώ», δηλαδή στη γη, και απασχολούνταν με τις εργασίες της γης· γιατί η Ιερουσαλήμ ερμηνεύεται ως ανάβαση, ενώ η Ιεριχώ ως κατακλυσμός. Κατέβηκε λοιπόν από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, από τη ζωή δηλαδή των ουρανών, στη ζωή όπου επικρατεί η απάτη του διαβόλου.
Πράγματι όταν κάποιος φυλάσσει τις εντολές του Θεού, τότε ζει ως πολίτης στους ουρανούς, όπως ακριβώς λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν(:Η συμπεριφορά και τα φρονήματα των κοσμικών ανθρώπων είναι τελείως αντίθετα με τα δικά μας· διότι η δική μας πατρίδα, των πιστών μαθητών του Κυρίου, και τα δικά μας πολιτικά δικαιώματα είναι στους ουρανούς, από όπου με πολύ πόθο περιμένουμε τον Σωτήρα μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό)» [Φιλιππ.3,20].
Κατέβηκε από τη δόξα στην αδοξία, από τον παράδεισο της απολαύσεως στη γη με τα αγκάθια, από τη ζωή στον θάνατο· «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ»(:διότι από την ημέρα που τυχόν φάτε από αυτό το δένδρο», λέει, «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε(:θα σας κυριαρχήσει ο θάνατος)»[Γέν.2,17], δηλαδή η αμαρτία· επειδή η αμαρτία, η παρακοή στο θέλημα του Θεού είναι θάνατος της ψυχής. Κατέβηκε από τη δικαιοσύνη του Παραδείσου, από την αγιοσύνη του ουρανού και ήρθε στην Ιεριχώ, δηλαδή στο βάραθρο της παρακοής, στον θάνατο στον οποίο οδηγεί η αμαρτία. Και «πέφτει στα χέρια των ληστών», δηλαδή του διαβόλου και των δυνάμεών του.
«Δρόμος», είναι η ζωή αυτή όπου βάδισε ο Αδάμ κι έπεσε στα χέρια των ληστών και τον απογύμνωσαν. Και ποια στολή τού έβγαλαν; Τη στολή της υπακοής, τη φιλία με τους αγγέλους, την αθάνατη δόξα, τη συναναστροφή με τον Χριστό, την απόλαυση του παραδείσου, την επουράνια ζωή. Αυτήν την στολή του έβγαλαν. Και πληγές προξένησαν σε αυτόν, δηλαδή τις αμαρτίες, πορνείες, μοιχείες, ειδωλολατρίες, δηλητηριάσεις με μαγικά φίλτρα, δολοφονίες, φιλονικίες, θυμό και όλη την υπόλοιπη εργασία των κακών. Αυτά τα έργα μαστιγώνουν τον άνθρωπο, αυτά προξενούν δυσωδία και φθορά.
Και ότι είναι αυτό ακριβώς, μάθε το από τον Δαβίδ, το πώς δηλαδή, απεικονίζοντας στον εαυτό του τις πληγές του Αδάμ, λέει ορθά αποκαλώντας τις, «μώλωπες»: «Προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου (:Βρώμισαν και σάπισαν τα τραύματα των αμαρτιών μου εξαιτίας της αφροσύνης μου)» [Ψαλμός 37,6]. Κάθε, επίσης, αμαρτία προκαλεί μώλωπα και τραύμα στον άνθρωπο. Τραυματίστηκε λοιπόν από την παρακοή, πληγώθηκε από τις ανομίες, όπως λέει ο προφήτης: «Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου, ὅτι ἐπελαθόμην τοῦ φαγεῖν τὸν ἄρτον μου(:Μαράθηκα και χτυπήθηκα σαν το χορτάρι που το ξηραίνει ο ήλιος και στέγνωσε η καρδιά μου, επειδή λησμόνησα να φάω τον άρτο μου)»[Ψαλμ. 101,5]· αυτό σημαίνει ότι ‘’λησμόνησα να φυλάξω δηλαδή την εντολή του Θεού’’.
«Τον άφησαν», λέει, «μισοπεθαμένο», όχι γιατί δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν, αλλά επειδή δεν το επέτρεψε ο Θεός. «Οὐ θελήσει θέλω τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ (:Δεν θέλω κανένας άνθρωπος αμαρτωλός, καμία ψυχή να χαθεί και να κολασθεί με τον αιώνιο θάνατο, αλλά θα την περιμένω)», λέγει, «ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν (:μέχρι να εξαντλήσω κάθε περιθώριο χρόνου και κάθε προσμονή για την επιστροφή της με τη μετάνοια στη ζωή)»[Ιεζ.18,23]. Και πού τον εγκαταλείπουν; Στον «δρόμο», δηλαδή στη ζωή αυτή· «δρόμος» λέγεται τούτη η ζωή, επειδή όλοι οι άνθρωποι περνούν απ’ αυτήν.
«Κι όταν έφτασε στον δρόμο ο ιερεύς», λέει, «και τον είδε, τον προσπέρασε». «Ιερέα» ονομάζει τον μακάριο Μωυσή και τον Ααρών. Σε αυτό προσμαρτυρεί και ο Δαβίδ, λέγοντας ότι ο Μωυσής κι ο Ααρών είναι από τους ιερείς του και ο Σαμουήλ απ’ αυτούς που επικαλούνται το όνομά του. Αυτός λοιπόν ο αξιοθαύμαστος Μωυσής που έγινε ένδοξος, αυτός που με δεκαπλή μάστιγα χτύπησε τους Αιγυπτίους· αυτός που την Ερυθρά θάλασσα έσχισε στα δύο και αποξήρανε και οδήγησε περνώντας μέσα απ’ αυτήν τον λαό, αυτός που γλύκανε το νερό στο Μαρρά, αυτός που πίσω από ένα πυκνό σύννεφο συνομίλησε με τον Θεό, αυτός που πολλά αξιοθαύμαστα έκανε, αυτός, καθώς βάδιζε τον δρόμο της ζωής αυτής και είδε τον άνθρωπο να κείται στη γη γεμάτος με τραύματα, τον προσπέρασε, χωρίς να τον σηκώσει.
Όμοια επίσης και ο Λευίτης, δηλαδή η τάξη των προφητών. Και εκείνοι, πράγματι, που εμφανίστηκαν ύστερα από τον Μωυσή και βάδισαν τον ίδιο δρόμο της ζωής, ενώ βρήκαν γεμάτο πληγές άνθρωπο, τον Αδάμ, δεν τον σήκωσαν. Ούτε ο Μωυσής με τον νόμο, ούτε οι προφήτες με τα θαυμαστά σημεία τους, δεν θεράπευσαν το τραύμα του Αδάμ. Κανένας δεν τον λύτρωσε από τον θάνατο, κανένας δεν έκλεισε της αμαρτίας το τραύμα· επειδή και οι ίδιοι ήταν δεσμώτες της αμαρτίας. Παρά το ότι με τη σεμνή ζωή τους έγιναν φίλοι του Θεού, επειδή ωστόσο ήσαν ομόσαρκοι με τον Αδάμ και καρποφορούσαν από τη ρίζα τη νεκρή, δεν μπορούσαν, κλαδιά όντας αυτοί, να ανασπάσουν τη ρίζα από την αμαρτία.
Κάποιος όμως Σαμαρείτης, λέγει, σπουδαίος στα έργα, σπλαχνικός στην προαίρεση, με συμπάθεια προς τους ομοδούλους του, όταν ήρθε στο μέρος αυτό και τον είδε καταπληγωμένο, τον σπλαχνίστηκε, και του έβαλε λάδι και κρασί και κατέδεσε τα τραύματά του, δηλαδή τις αμαρτίες του. Το πρόσωπο και την μορφή του Σαμαρείτη παίρνει ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Αλλά θα πει κάποιος από τους ακροατές· «Τι; Αποκαλείς τον Κύριο, ‘’Σαμαρείτη’’;» Ναι, Σαμαρείτη Τον λέγω, όχι για τη φύση της Θεότητάς Του, αλλά για τον σπλαχνικό τρόπο Του. Ο Σαμαρείτης ως προς τη φύση του σώματός του ήταν όμοιος με τους άλλους, κατά τη σπλαχνική προαίρεσή του όμως δεν ήταν όμοιος, αλλά αναδείχτηκε ανώτερός τους· έτσι και ο Κύριος, άνθρωπος ως προς την όψη του σώματος, φάνηκε όμοιος με τους προφήτες και τους πατριάρχες κατά την ανθρώπινη φύση που έλαβε από την Μαρία, με τη δύναμη της θεότητός Του όμως αναδείχθηκε απ’ όλους ανώτερος· ίσος με αυτούς ως προς το ανθρώπινο σχήμα, όχι ίσος στην υπερκόσμια δόξα.
Εκείνοι από αδιαφορία και ασπλαχνία, προσπέρασαν χωρίς έλεος τον κατατραυματισμένο άνθρωπο· ο Σαμαρείτης όμως φάνηκε πιο σπλαχνικός και πιο ευσεβής και ελεήμονας. Όμοια κι ο Χριστός, ενώ οι πατριάρχες κι οι προφήτες αδιαφόρησαν για τον άνθρωπο, που ξέπεσε με την παρακοή του, Εκείνος μόνο φάνηκε σπλαχνικός και ελεητικός, κατά τον λόγο του προφήτη: «Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος(:Οικτίρμονας και ελεήμονας είναι ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλαιος)»[Ψαλμ.102,8]· και πάλι: «επειδή Εσύ, Κύριε, είσαι ευσπλαχνικός». Και όπως ακριβώς ο Σαμαρείτης δεν ήταν από το έθνος των Ιουδαίων, αλλά προερχόταν από άλλη χώρα, έτσι κι ο Χριστός δεν ήταν από τη γη, αλλά από τον ουρανό.
Ήρθε στη γη· ήταν Θεός κι έγινε άνθρωπος για χάρη μας· ήταν Δεσπότης και ντύθηκε τη μορφή του δούλου. Ένιωσε συμπάθεια για μας· από τον ουρανό κατέβηκε στη γη, είδε τον άνθρωπο ριγμένο, καταληστευμένο, καταλαβωμένο από τις πορνείες, τις ειδωλολατρίες, τις μοιχείες, τους φόνους· είδε και σπλαχνίσθηκε το δικό Του το πλάσμα και του έβαλε κρασί και λάδι· αφού δηλαδή ανάμειξε τα δύο, έκαμε αλοιφή και τα έβαλε στον άνθρωπο. Τι σημαίνει τώρα: «ανάμειξε κρασί με λάδι»; Αυτό σημαίνει ότι αφού έμιξε την Θεότητα με την ανθρωπότητα, αφού έμιξε την ευσπλαχνία με τη σωτηρία, έσωσε τον άνθρωπο. Αφού έμιξε οίνο και λάδι, δηλαδή αφού έμιξε Πνεύμα άγιο με το αίμα Του, ζωοποίησε τον άνθρωπο· διότι με το να στάξει το αίμα του Κυρίου από την πλευρά Του στην γη, ξέπλυνε το χειρόγραφό μας από τις αμαρτίες. Και τι σημαίνει «Κατέδεσε τις πληγές του»; Σημαίνει το εξής, ότι έδεσε τον διάβολο και έλυσε τον άνθρωπο· έδεσε το σκάφος και ζωοποίησε το πλοίο που ναυάγησε· δέσμευσε και υπόταξε τις δυνάμεις του πονηρού, και ελευθέρωσε τον άνθρωπο.
Αν θέλεις να το σκεφτείς και διαφορετικά, άκου: «Αφού έμιξε οίνο με έλαιο»· σαν έλαιο προσκομίζει τον λόγο της παρακλήσεως, και προσθέτει σαν στυπτικό κρασί τη διδασκαλία, που περιμαζεύει τη διασκορπισμένη σκέψη, κατά τον λόγο του Αποστόλου: «Ἒλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον(:Να ελέγξεις, να επιτιμήσεις, να παρακαλέσεις)»[Β΄Τιμ. 4,2]. «Και τον ανέβασε πάνω στο ίδιο του το ζώο»· αφού πήρε δηλαδή ο Χριστός την ανθρώπινη σάρκα πάνω στους δικούς Του ώμους της θεότητας, την ανέβασε στον Πατέρα από τη γη στον ουρανό· διότι ούτε χρυσό, ή άργυρο, ή πολύτιμους λίθους ανέβασε, αλλά τον κατ’ εικόνα άνθρωπο ανέβασε από τη γη στους ουρανούς, στο μεγάλο και θαυμαστό και ευρύχωρο πανδοχείο, σε αυτήν την καθολική Εκκλησία.
Και την παράδωσε στον πανδοχέα, στον μακάριο Παύλο, στον στύλο των Χριστιανών, τον γνήσιο πανδοχέα, δίδοντάς του δύο δηνάρια· και διαμέσου του Παύλου στους αρχιερείς και τους δασκάλους και τους λειτουργούς κάθε Εκκλησίας· «Έδωσε δύο δηνάρια», την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, λέγοντας: «Περιποιήσου τούτον τον άνθρωπο, κι αν ξοδέψεις κάτι ακόμα, εγώ θα επιστρέψω και θα σου το ξεπληρώσω». Εννοεί τούτο· «Φρόντισε», λέγει, «για τον λαό που προέρχεται από τα έθνη και τον εμπιστεύτηκα σε σένα μέσα στην Εκκλησία. Επειδή είναι άρρωστοι οι άνθρωποι, τραυματισμένοι από της αμαρτίες, θεράπευσέ τους, θέτοντας επάνω σαν θεραπευτικό έμπλαστρο, τους προφητικούς λόγους και τα ευαγγελικά διδάγματα, αποκαθιστώντας την υγεία τους με τις νουθεσίες και τις παρακλήσεις της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και πείθοντάς τους να στέκονται μακριά από την αμαρτία και να αφήσουν την πλάνη της αμαρτίας. Αν όμως κι έτσι μείνουν αδιόρθωτοι, πείσε τους με τα δικά σου κατορθώματα, λύγισέ τους με τους αυστηρούς σου λόγους· γίνε το πρότυπο και το καλό παράδειγμά τους, με τους λόγους, με τα έργα σου, την συμπεριφορά, την πίστη, την αγάπη, την σεμνότητα, για να ακολουθήσουν τα ίχνη σου και να μιμηθούν την ενάρετη ζωή σου.
Κι αν κάμεις τούτο, αν από μέρους σου κάμεις κάποια προσθήκη λόγων ή έργων, αν δαπανήσεις κάτι ακόμα, θα σου το δώσω στην επιστροφή, δηλαδή στην Δευτέρα Παρουσία μου, την ανταποδοτική, θα σου δώσω μισθό άξιο των κόπων σου». Γι’ αυτό κι ο Παύλος με το θάρρος των υποσχέσεων αυτών λέει : « Εγώ με πολλή χαρά θα ξοδέψω για χάρη του Χριστού και θα αναλωθώ για τις ψυχές σας», εννοώντας την διδασκαλία του προς τους εθνικούς και την κηρυκτική του διακονία· γιατί αυτός είναι που οικοδομεί και στηρίζει τις Εκκλησίες του Θεού και με τις πνευματικές νουθεσίες του θεραπεύει όλους τους ανθρώπους και μοιράζοντας τα ωφέλιμα στον καθένα, οδηγεί τις ψυχές στην αιώνια ζωή. «Στους πάντες έγινα», λέει, « τα πάντα, για να σώσω τους πάντες».
Αυτός είναι της Εκκλησίας ο καλός πανδοχέας, όλους τους δέχεται κι όλους τους φροντίζει· δεν απομακρύνει τον πόρνο, ούτε τον μέθυσο, ούτε τον μοχθηρό και υβριστή των άλλων, ούτε τον άρπαγα αποστρέφεται, ούτε τον ειδωλολάτρη βδελύσσεται, ούτε κανένα άλλον ασεβή κι ακάθαρτο δεν αποδιώχνει, αλλά τους δέχεται όλους. Όπως ακριβώς ένας γιατρός πλένει τις πληγές, τις καθαρίζει και σφουγγίζει την βρωμιά τους με λουτρό της αναγεννήσεως. Προσφέρει τους στυπτικούς λόγους, όπως το κρασί, για να μην οδηγούμαστε στις αμαρτίες που διαπράχθηκαν από άγνοιά μας, δηλαδή τις κακίες μας.
Και πάλι μας θεραπεύει με παράκληση, σαν με λάδι αλείφοντας τις ψυχές μας· μας λέει αυτός (δηλαδή ο Παύλος)· «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν(:Αφού τόση αγαθότητα μάς δείχνει ο Θεός, οφείλουμε και εμείς να δείξουμε διαγωγή αντάξια με τις δωρεές Του. Σας προτρέπω, λοιπόν, αδελφοί, στο όνομα της ευσπλαχνίας και των οικτιρμών που μας έδειξε ο Θεός, να προσφέρετε τα σώματά μας ως θυσιαστήριο και θυσία ζωντανή, αγία ,ευάρεστη από τον Θεό, χρησιμοποιώντας τα μέλη σας ως όργανα αποκλειστικά και μόνο αγίων πράξεων και ποτέ ως όργανα αμαρτίας. Αυτή η θυσία είναι και η μόνη κατάλληλη και καθαρά πνευματική λατρεία, αυτή που γίνεται με τις λογικές δυνάμεις του ανθρώπου)»[Ρωμ.12,1] Όσοι λοιπόν τυχαίνει να είμαστε μαθητές των λόγων του Παύλου, ας φυλάξουμε τις εντολές του Χριστού, για να μην ξεπέσουμε από την επουράνιο Ιερουσαλήμ, την πόλη του αληθινού και ζωντανού Θεού.
Και μακάρι, με θεραπευμένα τα τραύματα της ψυχής και του σώματός μας, υγιείς και τέλειοι στην πίστη να παρουσιαστούμε στον Χριστό, σώοι και θαρραλέοι, χωρίς να υστερούμε σε κανένα καλό έργο και να απολαύσουμε την αγαθή υπόσχεση στους ουρανούς με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο, στον Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα, ας είναι δόξα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
Μετάφραση και επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20parabolam%20Samaritani.pdf(Δρόμοι της πίστης-Ψηφιακή Πατρολογία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας,2006)
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 10,25-37]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ
«Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;(:Εκεί που κάθονταν, ιδού σηκώθηκε κάποιος νομοδιδάσκαλος για να δοκιμάσει τον Χριστό και να αποδείξει ότι δεν γνώριζε ο Ιησούς τον νόμο και Του είπε: ‘’Διδάσκαλε, ποιο έργο αρετής ή ποια θυσία πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω τη μακάρια και αιώνια ζωή;’’). Ὁ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτόν, ᾽Εν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, Ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης [τῆς] καρδίας σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν(: Και ο Κύριος τού είπε: ‘’Στον νόμο τι έχει γραφεί; Εσύ που σπουδάζεις και ερευνάς τον νόμο, τι διαβάζεις εκεί για το ζήτημα αυτό; Και πώς το αντιλαμβάνεσαι;’’. Ο νομικός τότε του αποκρίθηκε: ‘’Στον νόμο είναι γραμμένο το εξής: ‘’Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε σε Αυτόν να είσαι ολοκληρωτικά παραδομένος, με όλα τα βάθη της εσωτερικής και πνευματικής υπάρξεώς σου· και με όλη σου την ψυχή, ώστε Αυτόν να ποθείς, με όλο το συναίσθημά σου· και με όλη τη θέληση και τη δύναμή σου, ώστε καθετί που θα κάνεις να είναι σύμφωνο με το θέλημά Του. Και με όλη σου τη δύναμη και με δραστηριότητα ακούραστη να εργάζεσαι για την εφαρμογή του θελήματός Του. Να Τον αγαπάς και με τον νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Να αγαπάς επίσης και τον πλησίον σου, τον συνάνθρωπό σου, όσο και όπως αγαπάς τον εαυτό σου)»[Λουκά, 10,25-27].
Λέγοντας «καιρόν» εννοεί εκείνον κατά τον οποίο διέμενε ο Σωτήρας στη γη, Αυτός που είναι παντού παρών, και δεν απομακρύνεται από τα πατρικά Του. Νομικό βέβαια εδώ ο ευαγγελιστής, ονομάζει τον γνώστη των νόμων, σύμφωνα με τη συνήθεια των Ιουδαίων, δηλαδή εκείνον που νομίζει ότι γνωρίζει τον νόμο, αλλά στην πραγματικότητα δεν τον γνωρίζει ακόμα. Αυτός νόμισε ότι θα συναρπάσει τον Χριστό. Και σε ποιους, θα σας πω. Κάποιοι λογοποιοί που ήταν συνηθισμένοι στις αθυροστομίες, περιφέρονταν σε όλη τη χώρα των Ιουδαίων, ακόμα και σε αυτήν την Ιερουσαλήμ, κατηγορώντας τον Χριστό και λέγοντας, ότι η εντολή βέβαια που δόθηκε μέσω του Μωυσή είναι ανώφελη, Αυτός όμως φέρνει καινούργιες διδασκαλίες. Υπήρχαν όμως και κάποιοι από εκείνους που είχαν ήδη πιστέψει, οι οποίοι αντιδρούσαν στα λεγόμενα εκείνων, αποδεχόμενοι παντού το ευαγγελικό και σωτήριο κήρυγμα.
Θέλοντας λοιπόν ο νομικός, δηλαδή νομίζοντας ότι θα παγιδεύσει τον Χριστό να πει κάτι εναντίον του Μωυσή, δηλαδή εναντίον των εντολών που είχε παραδώσει ο Μωυσής, λέγοντας ότι η δική Του διδασκαλία είναι ανώτερη, πλησίασε Αυτόν, πειράζοντάς Τον και λέγοντας: «Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Τον πλησιάζει με υποκρισία και ύφος προσποιητό, και υποκρινόμενος ότι τον τιμά, τον ονομάζει διδάσκαλο, ώστε με τα καλόλογά του να μη γίνει αντιληπτό το δόλιο πείραγμά του. Αλλά θα μπορούσε κάποιος από αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριο της Ενσάρκου οικονομίας να του πει: «Εάν γνώριζες καλά τον νόμο και το βαθύτερο νόημα της διδασκαλίας που είναι κρυμμένη σε αυτόν, δεν θα αγνοούσες ότι Αυτός τον οποίο επιχειρείς να πειράξεις, γνωρίζει τα απόκρυφα και μπορεί να δει καθαρά τις καρδιές αυτών που Τον πλησιάζουν. Τον αποκαλείς διδάσκαλο, ενώ δεν ανέχεσαι να μάθεις. Υποκρίνεσαι ότι Τον τιμάς, περιμένοντας να Τον παγιδεύσεις».
Πρόσεχε, σε παρακαλώ, πάλι την κακοήθεια στα λόγια του νομικού. Γιατί ενώ μπορούσε να πει: «Τι να κάνω για να σωθώ;», δηλαδή «να αρέσω στον Θεό και να λάβω την αμοιβή από Αυτόν;». Όμως εκείνα τα αφήνει και χρησιμοποιεί μάλλον τα λόγια του Σωτήρα, ρίχνοντας στο δικό του κεφάλι τα γέλια. Επειδή δηλαδή ο Σωτήρας των όλων Χριστός συνήθιζε να μιλά συχνά για την αιώνια ζωή σε εκείνους που Τον πλησίαζαν, μιλώντας, όπως είπα, ο περιαυτολόγος νομικός, χρησιμοποιεί τα δικά Του λόγια.
Όμως αν ήσουν πραγματικά φιλομαθής, νομικέ, θα είχε ακούσει από Αυτόν αυτά που οδηγούν στην αιώνια ζωή, επειδή όμως Τον πειράζεις με κακή πρόθεση, δεν θα ακούσεις τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτά που έχουν νομοθετηθεί από παλαιά τα χρόνια μέσω του Μωυσή, τα οποία προφανώς δεν είχαν την αιώνια ζωή ως ανταμοιβή, αλλά μόνο αυτήν που είναι δοσμένη εδώ και την απαλλαγή από τα κακά και την ανταπόδοση των καλύτερων. Γιατί λέγει ο προφήτης Ησαΐας: «Καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα(:Εάν λοιπόν θελήσετε και με ακούσετε και συμμορφωθείτε προς τις εντολές μου, θα φάγετε πλούσια τα αγαθά της γης. Εάν όμως δεν θελήσετε και δεν με υπακούσετε και απομακρυνθείτε από εμένα, η μάχαιρα των εχθρών σας θα σας καταφάει”. Το στόμα του Κυρίου είναι εκείνο, το οποίο διεκήρυξε αυτά και θα γίνουν όπως τα είπε)» [Ησ.1,19-20].
«Εἶπεν δὲ αὐτῷ, ᾽Ορθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιῶσαι ἑαυτὸν εἶπεν πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, Καὶ τίς ἐστίν μου πλησίον;(:Του είπε τότε ο Κύριος: “Σωστή απάντηση έδωσες. Να κάνεις πάντοτε αυτό που είπες, και θα κληρονομήσεις τη βασιλεία του Θεού και θα ζήσεις σε αυτή”. Ο νομοδιδάσκαλος όμως θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του , επειδή όπως αποδείχθηκε, έθεσε στον Ιησού ένα ερώτημα πάνω στο οποίο του ήταν γνωστή η απάντηση, είπε στον Ιησού: ‘’Και ποιον πρέπει να θεωρώ πλησίον μου σύμφωνα με την Αγία Γραφή;’’)»[Λουκ. 10,28-29].
Πλην όμως, όταν ο νομικός ανέφερε όσα αναγράφονται στον νόμο, επιτιμώντας την πονηρία και ελέγχοντας το δύστροπο αλαζονικό φρόνημά του, ο Χριστός που τα γνωρίζει όλα είπε: «Σωστά απάντησες. Αυτό να κάνεις και θα ζήσεις». Έχασε το θήραμά του ο νομικός, σχίσθηκε το δίχτυ της απάτης. Ας πούμε λοιπόν προς αυτόν τα λόγια του Ιερεμία: «Εὑρέθης καὶ ἐλήφθης, ὅτι τῷ Κυρίῳ ἀντέστης(:Βρέθηκες από τους εχθρούς σου αδύνατος πλέον, κυριεύτηκες από αυτούς· και τούτο, διότι εσύ πεισματικά αντιστάθηκες στον Κύριο)» [Ιερ.27,24].
Αφού απέτυχε στο κυνήγι, κυλίστηκε στη φιλοδοξία. Από την απάτη στην υπερηφάνεια, δανείζοντάς τον κατά κάποιο τρόπο οι κακίες μεταξύ τους. Γιατί ρώτησε όχι επειδή ήθελε να μάθει, αλλά όπως λέγει ο ευαγγελιστής, για να δικαιώσει τον εαυτό του. Πρόσεχε λοιπόν πώς με εγωισμό και μαζί και με υπεροψία, φώναζε με αναίδεια: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;». «Ποιος είναι αυτός», λέγει, «για να τον αγαπήσω σαν τον εαυτό μου; Είμαι ανώτερος όλων, είμαι νομικός, κρίνω τους πάντες, δεν κρίνομαι από κανένα· δικάζω και δεν δικάζομαι· διαφέρω από όλους· όλοι έχουν την ανάγκη μου, εγώ δεν έχω την ανάγκη κανενός· ποιος λοιπόν είναι ο πλησίον μου, για να τον αγαπήσω σαν τον εαυτό μου;». Κανένας πάλι, νομικέ, δεν είναι σαν εσένα; Τοποθετείς τον εαυτό σου πέρα από όλους; Κατέβασε τα φρύδιά σου· θυμήσου τον Παροιμιαστή που λέγει: «Κακὸς μεθ᾿ ὕβρεως πράσσει κακά, οἱ δὲ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοί(:Ο αμετανόητος κακός άνθρωπος διαπράττει με θρασύτητα το κακό και καυχάται γι’ αυτό. Όσοι όμως έχουν αυτογνωσία είναι σοφοί και ταπεινόφρονες)» [Παροιμ.13,10].
Πραγματικά το νόημα της ζωής βρίσκεται σε αυτό, στο να αγαπάμε τον Θεό και τον πλησίον, χωρίς να εναλλάσσονται από εμάς, αλλά επεκτείνοντας αυτούς πέρα από τα ιουδαϊκά μέτρα, και εντάσσοντας την επέκταση στο νόημα των εντολών που έχουν λεχθεί. Γιατί το να αγαπάμε τον Θεό με όλη την καρδιά μας και την ψυχή μας και τη δύναμή μας, αποκλείει την αγάπη προς τα χρήματα, προς την ηδονή και προς την κενοδοξία, μας βγάζει από την κοσμική διάθεση, μας κάνει εκλεκτούς από τον κόσμο, μας ενώνει με τον Χριστό και για να μιλήσουμε γενικά μας κάνει από Ιουδαίους, Χριστιανούς. Και η καλώς νοούμενη αγάπη προς τον πλησίον, όταν δεν απευθύνεται μόνο προς τον ομοεθνή, αλλά προς κάθε ομογενή, γίνεται ακόλουθος της αγάπης προς τον Θεό, προσλαμβάνοντας και το κατά μίμηση του Χριστού, το να τον αγαπάμε όχι μόνο όπως τον εαυτό μας, αλλά και περισσότερο από τον εαυτό μας, ώστε να θυσιάζουμε τη ζωή μας για τους φίλους, πράγμα βέβαια που έκανε ο Κύριος.
Και επαινέθηκε βέβαια ο νομικός για την καλή απάντησή του, όμως εκδήλωσε το πάθος της αλαζονείας του, λέγοντας ότι κανένας δεν είναι πλησίον του, γιατί κανείς δεν ήταν εφάμιλλος με αυτόν ως προς τη δικαιοσύνη. Πίστευε δηλαδή αυτά που πίστευε και ο Φαρισαίος εκείνος που έλεγε: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης(:Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός ο τελώνης)»[Λουκά 18,11], μη γνωρίζοντας ότι αυτό βλάπτει τη δικαιοσύνη, το να μην κάνει από αγάπη αυτό που κάνει. Συλλαμβάνεται λοιπόν και αυτός φτωχός από αγάπη, οπωσδήποτε βέβαια και της αγάπης προς τον Θεό, αλλά όπως είναι φανερό και της προς τον πλησίον, αφού θεωρεί ότι δεν υπάρχει κάποιος πλησίον γι΄ αυτόν. Και είναι φανερό ότι, αφού δεν αγαπά τον αδελφό που τον έχει δει, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό, τον οποίο δεν έχει δει.
«Ὑπολαβὼν ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, ῎Ανθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ᾽Ιερουσαλὴμ εἰς ᾽Ιεριχὼ καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν, οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν· ὁμοίως δὲ καὶ Λευίτης [γενόμενος] κατὰ τὸν τόπον ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθεν. Σαμαρίτης δέ τις ὁδεύων ἦλθεν κατ᾽ αὐτὸν καὶ ἰδὼν ἐσπλαγχνίσθη(: Τότε ο Ιησούς με την αφορμή αυτή πήρε τον λόγο και είπε: Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ κι έπεσε σε ενέδρα ληστών. Αυτοί δεν αρκέστηκαν μόνο να του πάρουν τα χρήματά του, αλλά και τον έγδυσαν, τον τραυμάτισαν, τον γέμισαν με πληγές και έφυγαν, αφού τον άφησαν μισοπεθαμένο. Κατά σύμπτωση τότε κατέβαινε στον δρόμο εκείνο κάποιος ιερέας, και ενώ τον είδε, τον προσπέρασε από το απέναντι μέρος του δρόμου χωρίς να του δώσει σημασία ή κάποια βοήθεια. Το ίδιο και κάποιος Λευίτης που περνούσε από το μέρος εκείνο, ενώ πλησίασε και είδε τον πληγωμένο, απομακρύνθηκε αμέσως και τον προσπέρασε και αυτός από το απέναντι μέρος του δρόμου. Ένας Σαμαρείτης όμως που περνούσε από το δρόμο εκείνο, ήλθε στο μέρος όπου ήταν ξαπλωμένος, και όταν τον είδε τον σπλαχνίστηκε και τον πόνεσε)»[Λουκ.10,29-33].
Πρόσεχε πώς παρουσιάζει ο Σωτήρας ποιος είναι ο πλησίον, καθαρίζοντάς τον όχι από το γένος, ούτε εξετάζοντας την αρετή του, αλλά συνδέοντάς τον με τη φύση, διηγούμενος για εκείνον που έπαθε δεινά από ληστές, στον οποίο ταιριάζει φιλανθρωπία από κάθε άνθρωπο, γιατί αυτό απαιτεί η ίδια η φύση. Δείχνεται όμως με την παραβολή και τούτο, ότι βρίσκει τον από τη φύση του πλησίον αυτός που δεν είναι υπερήφανος, παρά ο υπερόπτης. Γιατί ο Σαμαρείτης παρουσιάζεται ανώτερος από τον ιερέα και τον Λευίτη. Γιατί αυτοί, ενώ κείτονταν μισοπεθαμένος και με πολύ μεγάλες κακώσεις, τον προσπέρασαν, χωρίς να αισθανθούν γι΄αυτόν τίποτε το ανθρώπινο, χωρίς να στάξουν το λάδι της αγάπης, αλλά εκδηλώνοντας μάλλον άσπλαχνο και σκληρό φρόνημα, ενώ ο αλλογενής που ανήκε στους Σαμαρείτες εκτέλεσε τον νόμο της αγάπης. Άκουε βέβαια και την παραβολή:
«Καὶ προσελθὼν κατέδησεν τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐκβαλὼν ἔδωκεν δύο δηνάρια τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν, ᾽Επιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι (: Τον πλησίασε τότε και του έδεσε με επιδέσμους τα τραύματά του αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε με λάδι και με κρασί. Κι έπειτα τον ανέβασε στο ζώο του, τον πήγε σε κάποιο πανδοχείο και τον περιποιήθηκε, διακόπτοντας έτσι το ταξίδι του. Την άλλη μέρα το πρωί, φεύγοντας από το πανδοχείο που είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο και του είπε: Περιποιήσου τον για να γίνει καλά. Και ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ καθώς θα επιστρέφω στην πατρίδα μου και θα ξαναπεράσω από εδώ, θα σου τα πληρώσω)»[Λουκ.10,34-35].
Κατά άλλη ερμηνεία: Επειδή σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί: «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς(:Ω, τον ταλαίπωρο τον άνθρωπο! Ενώ έχει λάβει από τον Θεό την ανυπολόγιστη τιμή της λογικής του φύσεως, δεν το κατανόησε και δεν συνετίστηκε, αλλά εξισώθηκε με τα άλογα και ανόητα κτήνη και έγινε όμοιος με αυτά κατά τον τρόπο της ζωής και τα ένστικτα)»[Ψαλμ.48,21], και κυριεύτηκε από κάθε ζωώδη και ακόλαστη επιθυμία, αφού έγινε απαρχή του γένους μας ο Χριστός, ο οποίος δεν γνώρισε αμαρτία, έδειξε πρώτος στον εαυτό Του να υπερβούμε αυτά τα κτηνώδη πάθη· γιατί Αυτός ανέλαβε τις αδυναμίες μας και βάσταξε τις αρρώστιες μας. Γι’ αυτό είπε ότι εκείνον που θεραπεύθηκε τον ανέβασε στο δικό του υποζύγιο. Γιατί μας έφερε στον εαυτό Του, επειδή είμαστε μέλη του σώματός Του. Αλλά και σε πανδοχείο τον πήγε· πανδοχείο βέβαια ονομάζει την Εκκλησία, η οποία δέχεται και χωρεί όλους.
Γιατί δεν θα ακούσουμε πια σύμφωνα με τη στενότητα της νομικής σκιάς και της τυπικής λατρείας: «Οὐκ εἰσελεύσεται Ἀμμανίτης καὶ Μωαβίτης εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου· καὶ ἕως δεκάτης γενεᾶς οὐκ εἰσελεύσεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν Κυρίου καὶ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα (: στην ενώπιον του Κυρίου συνάθροιση δεν επιτρέπεται να προσέλθει Αμμανίτης και Μωαβίτης και έως δεκάτης ακόμη γενεάς. Στον αιώνα τον άπαντα δεν θα εισέλθει κανείς από αυτούς σε συγκέντρωση Κυρίου)»[Δευτ.23,4], αλλά «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(:Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε σε όλα τα έθνη την αλήθεια. Και αυτούς που θα πιστέψουν και θα γίνουν μαθητές σας, βαπτίστε τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος)» [Ματθ.28,19] και «ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι(:αλλά σε κάθε έθνος, καθένας που ευλαβείται τον Θεό και εφαρμόζει δικαιοσύνη στη ζωή του, γίνεται δεκτός από Αυτόν)» [Πράξ.10,35].
Και αφού τον οδήγησε στο πανδοχείο, ζήτησε να τύχει μεγαλύτερης φροντίδας. Και πράγματι όταν συγκροτήθηκε η Εκκλησία από τα νεκρωμένα από την πολυθεΐα έθνη, ό ίδιος ο Χριστός ήταν σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί, που κατοικούσε και περπατούσε μέσα σε αυτήν και δώριζε κάθε πνευματικό χάρισμα.
Γι’ αυτό και στον προϊστάμενο του πανδοχείου (αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί τύπο των αποστόλων και των μετά από αυτούς ποιμένων και διδασκάλων), ανεβαίνοντας στον ουρανό, έδωσε δύο δηνάρια, για να φροντίσει με πολλή επιμέλεια τον άρρωστο. Και επιπρόσθετα του είπε: «Εάν δαπανήσει και περισσότερα, όταν επανέλθω εγώ θα σου τα δώσω». Δύο δηνάρια ονομάζει τις δύο Διαθήκες, και εκείνη που δόθηκε με τον νόμο του Μωυσή και των προφητών κα αυτή που δόθηκε με τα Ευαγγέλια και τις αποστολικές διατάξεις, που και οι δύο ήταν ενός Θεού, και έφεραν μία εικόνα του ουράνιου και ενός βασιλέως, όπως και τα δηνάρια, και σφράγιζαν και αποτύπωναν μέσα στις καρδιές μας, με τα ιερά λόγια, τον ίδιο χαρακτήρα, γιατί και μέσα σε αυτές είχε μιλήσει το ίδιο Πνεύμα.
Ας χαθούν ο Μάνης, και πριν από αυτόν ο Μαρκίων, οι αθεότατοι, οι οποίοι αποδίδουν αυτές σε διάφορους θεούς· γιατί ενός βασιλεία είναι τα δύο δηνάρια, και μαζί και τα δύο και ισότιμα δόθηκαν στον προϊστάμενό του πανδοχείου από τον Χριστό, τα οποία, παίρνοντάς τα οι ποιμένες των αγιότατων εκκλησιών, τα αύξησαν με τους κόπους και τους ιδρώτες των διδασκαλιών, και τα δαπάνησαν μέσα στην Εκκλησία, και με τη δαπάνη τα αύξησαν περισσότερο(γιατί τέτοιο είναι το νοητό αργύριο, ενώ δαπανάται, δε μειώνεται, αλλά αυξάνεται, πράγμα που είναι ο λόγος της διδασκαλίας) και όταν θα επανέλθει ο Κύριος, κατά την τελευταία ημέρα, θα πει ο καθένας: Κύριε, δύο δηνάρια μού έδωσες· Να ξοδεύοντάς τα μέσα στο ποίμνιό μου, έχω κερδίσει και άλλα δύο, με τα οποία αύξησα το ποίμνιο. Και απαντώντας θα πει: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου(:Εύγε δούλε, αγαθέ και πιστέ! Σε λίγα υπήρξες πιστός, σε πολλά θα σε εγκαταστήσω. Είσελθε για να λάβεις μέρος στη χαρά του Κυρίου σου)»[Ματθ.25,16-21].
«Τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν, ῾Ο ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾽ αὐτοῦ. εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως(: Λοιπόν, ρώτησε συμπερασματικά ο Ιησούς, ποιος από τους τρεις αυτούς σου φαίνεται ότι έκανε το καθήκον του προς τον συνάνθρωπο και αποδείχθηκε στην πράξη πλησίον και αδελφός εκείνου που έπεσε στα χέρια των ληστών; Και αυτός είπε: ‘’ Πλησίον’’ του αποδείχθηκε αυτός που τον σπλαχνίστηκε και τον ελέησε. Του είπε λοιπόν ο Ιησούς: “Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο”)».
Δείχνε δηλαδή συμπάθεια σε κάθε άνθρωπο που πάσχει, χωρίς να εξετάζεις αν αυτός είναι συγγενής σου ή συμπατριώτης σου,και χωρίς να λογαριάζεις τις θυσίες και τους κόπους και τις δαπάνες που θα υποστείς για να βοηθήσεις και να συντρέξεις αυτόν που πάσχει, έστω και αν αυτός είναι εχθρός σου. Έτσι και ο Χριστός, που οι εχθροί του Τον έβριζαν «Σαμαρείτη», στην καταπληγωμένη και μισοπεθαμένη από τις αμαρτίες ανθρωπότητα έγινε ο καλός και αγαθός Σαμαρείτης. Και για να τη θεραπεύσει από τις πληγές της, όχι μόνο υπέστη κόπους, αλλά υποβλήθηκε και σε θάνατο σταυρικό)»[Λουκά,10,36-37]·[ερμην.απόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].
Εύλογα ο Κύριος ρώτησε ποιον από τους τρεις θεώρησε ότι έγινε πλησίον εκείνου που έπαθε. Και αυτός απάντησε: «Εκείνος που του έδειξε ευσπλαχνία. Γιατί ούτε ο ιερέας, ούτε ο Λευίτης, έγινε πλησίον εκείνου που έπαθε, αλλά εκείνος που του έδειξε ευσπλαχνία». Και ο Κύριος σε αυτά απάντησε: «Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο». Γιατί είναι ανώφελο το αξίωμα της ιεροσύνης σε εκείνους που το έλαβαν, και σε εκείνους που νομίζουν ότι είναι νομομαθείς με το να ονομάζονται νομομαθείς, εάν δεν ευδοκιμούν με τα ίδια τα έργα τους. Να λοιπόν έχει πλεχθεί το στεφάνι της αγάπης σε εκείνον ο οποίος αγάπησε τον πλησίον. Αυτός ήταν Σαμαρείτης, αλλά όχι αξιοκαταφρόνητος.
Γι’ αυτό ομολόγησε ο πρώτος μεταξύ των μαθητών, δηλαδή ο μακάριος Πέτρος, λέγοντας τα εξής: «Ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι(:Αλήθεια, καταλαβαίνω τώρα πολύ καλά, ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Αλλά σε κάθε έθνος, καθένας, που ευλαβείται τον Θεό και εφαρμόζει δικαιοσύνη στη ζωή του, γίνεται δεκτός από Αυτόν)» [Πράξ.10,34-35]· γιατί ο Κύριος που αγαπά την αρετή, δέχεται όλους εκείνους που είναι εραστές των αγαθών έργων και τους ασπάζεται και τους θεωρεί γνήσιους και τους καθιστά άξιους των μελλοντικών αγαθών.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία».
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α΄», κεφάλαιο 10ο, σελ. 437-447.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 10, 25-37]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ:
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΝ, ΙΑΤΡΕΙΟΝ, ΚΙΒΩΤΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 15-11-1981]
[Β 60]
Και μόνη, αγαπητοί μου, η παραβολή του καλού Σαμαρείτου, που ηκούσαμε σήμερα στην ευαγγελικήν περικοπήν, αν εγράφετο, μαζί με την άλλη παραβολή του ασώτου υιού, θα ήτο αρκετό να μας δώσει ένα θαυμάσιο διάγραμμα της πτώσεως του ανθρώπου, της αγάπης του Θεού και της σωτηρίας του ανθρώπου. Αυτό το βλέπομε ιδίως σήμερα, όπου, όπως αναφέρεται, κάποιος άνθρωπος κατήρχετο από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ, που γεωγραφικά η Ιερουσαλήμ είναι υψηλοτέρα της Ιεριχούς. Η Ιερουσαλήμ είναι ο τύπος του αρχεγόνου Παραδείσου· και η Ιεριχώ είναι η γη της απαθλιώσεως και της αποστασίας. Η πτώσις εις τους ληστάς δεν είναι παρά η πτώσις του ανθρώπου στα χέρια των δαιμόνων και των παθών. Ακόμα, ο ιερεύς και ο Λευίτης που προσέρχονται, περνούν, παρέρχονται, αλλά δεν δύνανται να βοηθήσουν, είναι ο τελετουργικός νόμος, ο ηθικός νόμος, αν θέλετε, ακόμη και η φιλοσοφία.
Περνάει ο καλός Σαμαρείτης. Είναι ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Είναι η ευσπλαχνία του Θεού. Παραδίδει τον τραυματίαν αυτόν, που έπεσε στα χέρια των ληστών, που είναι η ανθρωπότητα, στο Πανδοχείον που λέγεται Εκκλησία. Και το οποίον πανδοχείον δέχεται τους πάντας και στο οποίον πανδοχείον έτυχε θεραπείας αυτός που έπεσε εις τους ληστάς, δηλαδή η ανθρωπότης, και που η Εκκλησία είναι πανδοχείον, είναι ιατρείον, αλλά και σωστική Κιβωτός.
Εκεί που πέφτει όλο το βάρος της παραβολής είναι το πρόσωπον του Σαμαρείτου και το πανδοχείον. Εκεί πέφτει όλο το βάρος. Θα παρακαλέσω ας προσέξομε. Είναι η Εκκλησία το πανδοχείον. Πράγματι, η Εκκλησία είναι ένα πανδοχείον. Όπως θα γνωρίζετε, στην παλιά εποχή δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, παρά μόνον πανδοχεία· διότι στο πανδοχείο εδέχοντο κάθε άνθρωπο, είτε καλοντυμένον, είτε κακοντυμένον, είτε πλούσιον, είτε πτωχόν. Εάν σήμερα πάει ένας κουρελής, ένας ζητιάνος, σε ένα ξενοδοχείο, όχι και πολυτελές, αλλά και τρίτης κατηγορίας, αν θέλετε, δεν θα γίνει δεκτός ο ζητιάνος, με τα βρώμικα και… κουρελιασμένα του ρούχα. Στο πανδοχείο εγίνοντο όλοι δεκτοί. Όχι μόνον άνθρωποι, αλλά και ζώα. Διότι ήσαν οι περαστικοί ταξιδιώτες που είχαν τα ζώα τους. Έτσι, οδηγούσαν τα ζώα τους εις τους στάβλους του πανδοχείου, αυτοί δε στα καταλύματα, στα δωμάτια του πανδοχείου. Έτσι, το πανδοχείο ήτο ό,τι λέει και η λέξις, ό,τι λέει το όνομά του. Εδέχετο τους πάντας και τα πάντα.
Σκεφθήκατε ότι πράγματι η Εκκλησία είναι ένα Πανδοχείον; Ότι δέχεται τους πάντας και τα πάντα; Αν έπρεπε να απλωθούμε πάνω στο σημείο αυτό, του ότι η Εκκλησία είναι ένα πανδοχείον, αγαπητοί μου, θα έπρεπε ώρα πολλή να μιλάμε. Σκεφθείτε ότι δέχεται τους ανθρώπους σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκονται. Δηλαδή, κουρελιασμένοι, βρώμικοι, άρρωστοι· σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκονται. Δηλαδή αμαρτωλοί. Σε οποιαδήποτε κλιμάκωση αμαρτωλότητος κι αν είναι. Τους δέχεται όλους η Εκκλησία. Με σκοπόν τον αγιασμόν των. Να τους καταρτίσει. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι δεν είναι άλλος ο σκοπός της Εκκλησίας παρά ο καταρτισμός των αγίων. Είναι η επεξεργασία μέσα εκεί μιας εντολής του Θεού: «Ἃγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Μέσα εκεί θα μπουν οι οποιοιδήποτε, για να γίνουν άγιοι. Πολύ ωραία το λέγει αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος ως εξής: «Ἐλθών εἰς τό καταφύγιον αὐτῆς -δηλαδή ο Χριστός- καί εὑρών -την ανθρωπότητα- ῥυπῶσαν, αὐχμῶσαν(:κακοτράχαλη), γυμνήν, πεφυρμένην αἴματι, ἔλουσεν, ἤλειψεν, ἔθρεψεν, ἐνέδυσεν ἰμάτιον, Αὐτός αὐτῇ γενόμενος περιβολή(:Αυτός ο Ίδιος έγινε ιμάτιον αυτής της ανθρωπότητος). Καί λαβών αὐτήν, οὓτως ἀνάγει».
Πραγματικά, βλέπει κανείς με πόσην αγάπην ο Θεός «ἀνάγει», αναλαμβάνει αυτήν την ανθρωπότητα και την οδηγεί εις το πανδοχείον της Εκκλησίας. Βάζει λοιπόν η Εκκλησία, δέχεται αμαρτωλούς και βγάζει αγίους. Στην αρχαία Εκκλησία ήταν κάτι πολύ συγκινητικό, που το ’βλεπε κανείς αυτό σε μικρό χρονικό διάστημα, να εισέρχονται πρώην ειδωλολάτραι, πρώην ανήθικοι, πρώην βρωμεροί άνθρωποι, να γίνονται άγιοι, μπαίνουν από την πόρτα την κεντρική όλοι μέσα, και από μιαν άλλη πόρτα της Εκκλησίας έβγαιναν για το μαρτύριον! Και εγίνοντο μάρτυρες! Τι ωραία αυτή η εικόνα! Το έβλεπε κανείς πολύ σύντομα, γιατί σήμερα το βλέπομε, αλλά σε έναν μακρύ χρόνο, ώστε δεν μπορούμε να έχομε μίαν σύντομη εικόνα. Ενώ τότε το έβλεπε κανείς μέσα σε μια σύντομη, αλλά και συναρπαστική εικόνα. Πώς η Εκκλησία εδέχετο αμαρτωλούς και έβγαζε αγίους και μάρτυρες.
Αλλά η Εκκλησία δέχεται και ολόκληρον την κτίσιν. Σας είπα, είναι πανδοχείον. Δεν δέχεται μόνον τους ανθρώπους. Δέχεται και τα υλικά στοιχεία. Βλέπετε, προηγουμένως, κάναμε μνημόσυνο. Βάλαμε κόλυβα. Κάναμε αρτοκλασία. Είχαμε τους άρτους. Μπορούμε να βάλομε λουλούδια μέσα εις τον ναόν. Όλα τα αντικείμενα είναι υλικά. Αυτά είναι αντιπροσωπευτικά της κτίσεως· τα οποία η Εκκλησία δέχεται, αγιάζει, για να αγιάσει ολόκληρον την κτίσιν, να εκκλησιαστικοποιήσει ολόκληρον την κτίσιν και να την κάνει Βασιλεία του Θεού. Όταν θα γίνει, τότε στα έσχατα, ο μεγάλος σεισμός, δεν θα είναι τι άλλο παρά η μετάθεσις από την παλαίωσιν εις την ανακαίνισιν αυτού τούτου του σύμπαντος, ολοκλήρου του σύμπαντος, το οποίον δεν χάνεται, αλλά περνά με τον σεισμόν, δηλαδή την μετάθεσιν, από την φθοράν εις την αφθαρσίαν και από τον θάνατον εις την αθανασίαν. Είναι πραγματικά κάτι μεγαλειώδες. Όντως η Εκκλησία είναι πανδοχείον.
Αλλ’ είναι και Ιατρείον η Εκκλησία. Διότι οι πιστοί εις τον παρόντα κόσμον δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να μάχονται διαρκώς προς τας αρχάς και εξουσίας του σκότους, «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Συνεπώς η παρούσα ζωή δεν είναι τι άλλο παρά ένα διαρκές στρατόπεδον μάχης. Εδώ δίδονται οι μάχες με τους πονηρούς ανθρώπους, με τους πονηρούς δαίμονες, αλλά και με τον κακόν, περασμένον, φθαρτόν, αδαμικόν εαυτόν μας. Είναι επόμενον, όπως σε κάθε μάχη, όταν γίνεται πόλεμος, υπάρχουν και τραυματίαι, υπάρχουν τραύματα, υπάρχουν πληγές. Έτσι, εκείνοι που πληγώνονται από πτώσεις, μέσα στον αγώνα τους και την προσπάθειά τους, έρχονται στο Ιατρείον της Εκκλησίας, δια να θεραπευθούν.
Θεραπευτήριο η Εκκλησία. Τι ωραίο! Θεραπευτήριον. Σκεφθείτε, ο αρχαίος κόσμος δεν εγνώριζε νοσοκομεία και θεραπευτήρια. Τα θεραπευτήρια είχαν μία ειδική μορφή, όπως ήταν τα ιερεία, αλλά με την έννοια που σήμερα γνωρίζομε, δεν υπήρχαν τότε τα θεραπευτήρια. Κι έρχεται η Εκκλησία να σταθεί αληθινό θεραπευτήριο και ψυχών αλλά όχι ολιγότερον και σωμάτων. Γιατί όταν ο Κύριος στέλνει τους μαθητάς Του και δια των μαθητών Του, τους διαδόχους των, να θεραπεύουν πάσαν ασθένειαν εις τον λαόν, αυτό δεν είναι τι άλλο, παρά ότι η Εκκλησία είναι ένα θεραπευτήριον, ένα ιατρείον.
Τα φάρμακά της; Ω, τα φάρμακά της! Είναι τα δύο δηνάρια που έδωκεν ο καλός Σαμαρείτης, εις τον πανδοχέα, που είναι ο κλήρος, είναι ο ιερεύς· που του δίδει αυτά τα δύο δηνάρια και του λέγει: «Με αυτά να θεραπεύσεις τον μεγάλο μου ασθενή, τον μεγάλο μου τραυματία, την ανθρωπότητα». Είναι ο λόγος Του και τα μυστήρια. Με αυτά τα δύο δηνάρια, τον λόγο του Θεού και τα μυστήρια της Εκκλησίας, έρχεται, αγαπητοί μου, να θεραπεύσει η Εκκλησία. Πολλές φορές μου λέγουν οι άνθρωποι: «Πώς μπορώ να διορθωθώ; Τι πρέπει να κάνω;». Και απαντώ: «Να έρχεσαι να ακούς λόγον Θεού». Γιατί το έχω δει αυτό και είναι μία πραγματικότητα. Ότι εκείνος που ακούει συνεχώς και επιμελώς λόγον Θεού, καλλιεργείται η ψυχή του και θεραπεύεται από τα τραύματα που του επιφέρει η αμαρτία. Σταματά να αμαρτάνει. Είναι μεγάλης-μεγάλης αξίας, αγαπητοί μου, αυτά τα φάρμακα. Ο λόγος του Θεού και τα μυστήρια! Όπως είναι η Εξομολόγησις, η Θεία Ευχαριστία, η προσευχή… Όλα αυτά είναι εκείνα τα μέσα με τα οποία η Εκκλησία θεραπεύει τους τραυματισμένους πιστούς της.
Αλλ΄η Εκκλησία είναι και μία Κιβωτός. Μία Κιβωτός σωτηρίας. Ενθυμείσθε την παλιά ιστορία, τον Νώε με την Κιβωτό του. Ό,τι έμεινε απέξω από την Κιβωτόν, επνίγη. Ό,τι έμεινε και διεφυλάχθη μέσα εις την Κιβωτόν, εσώθη. Έτσι κι εδώ η Εκκλησία, αγαπητοί μου, είναι μία Κιβωτός. Εξάλλου η παλαιά Κιβωτός ήτο τύπος της Εκκλησίας. Ό,τι μένει απέξω, χάνεται. Πώς χάνεται; Από τα ρεύματα και τον κατακλυσμό των ιδεών και των θεωριών και της ανηθικότητος και της ποικίλης αμαρτίας. Χάνεται κάθε άνθρωπος. Είναι αδύνατο να σωθεί έξω από την Εκκλησία. Όποιος είναι μέσα εις την Εκκλησίαν, αυτός μόνο φυλάσσεται, αυτός μόνο σώζεται.
Όταν όμως λέμε «Είμαι μέσα στην Εκκλησία», εδώ προσέξτε να άρομε μία παρανόηση, μία παρεξήγηση, που μπορούν οι άνθρωποι να έχουν. Όταν λέμε «είμαι μέσα στην Εκκλησία» δεν σημαίνει είμαι μέσα εις τον ναόν. Κατά συνεκδοχήν ο ναός λέγεται Εκκλησία, επειδή ο πιστός λαός είναι μέσα εις τον ναόν. Και κατ’ επέκτασιν, τα ντουβάρια, ο ναός, λέγονται Εκκλησία. Είμαι λοιπόν μέσα στην Εκκλησία, δεν σημαίνει είμαι μέσα εις τον ναόν. Γιατί μπορεί να είμαι μέσα εις τον ναόν, αλλά να μη μετέχω των μυστηρίων του Θεού και συνεπώς να είμαι αλλοτριωμένος, να είμαι αποξενωμένος από εκείνα τα σωστικά στοιχεία που μου δίδει ο Χριστός. «Είμαι μες στην Εκκλησία», θα πει «είμαι σύμφυτος», όπως λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος, «σύμφυτος τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ». Είμαι φυτεμένος, είμαι οργανικά δεμένος με το σώμα του Χριστού. Αυτή είναι η Εκκλησία.
Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Όταν κοινωνώ σώματος και αίματος Χριστού, τότε λέγομαι ότι είμαι μέσα εις την Εκκλησίαν. Όταν τηρώ τις εντολές του Θεού. Θυμηθείτε την περίπτωση που λέει ο Κύριος: «Αυτός ο οποίος ως κληματόβεργα δεν θα μείνει ηνωμένος με την άμπελον, τον κορμόν, που είμαι Εγώ, τότε αυτός δεν αποφέρει καρπόν, αυτός ξηραίνεται και συνάγεται προς καύσιν, προς φωτιά». Σημαίνει ότι πρέπει να είμαι οργανικά δεμένος, όπως είναι η κληματόβεργα με τον κορμόν της κληματαριάς, που αντλεί χυμούς. Έτσι κι εγώ πρέπει να είμαι ηνωμένος με τον Χριστόν, να είμαι σύμφυτος τω σώματι του Χριστού, να αντλώ από κει τους χυμούς της ζωής, το σώμα Του και το αίμα Του, που είναι για μένα εις ζωήν αιώνιον. Τότε μπορώ να πω ότι είμαι μέσα εις την Εκκλησία. Αλλιώτικα δεν είμαι. Μην πλανάσθε. Αν προσπαθώ να κοροϊδέψω τον εαυτό μου ότι είμαι ψάλτης, ότι είμαι επίτροπος, ότι είμαι φροντιστής της Εκκλησίας, δηλαδή του ναού, αλλά δεν κοινωνώ, μην πλανώμαι, είμαι έξω από την Εκκλησία. Κι ας είμαι κάτω από τα κεραμίδια της Εκκλησίας. Είμαι έξω από την Κιβωτόν. Θα παρασυρθώ από τον κατακλυσμόν και δεν πρόκειται να σωθώ.
Αγαπητοί μου, κάμποσα χρόνια είμαι κληρικός. Σπάνια από τα πιο σπάνια έχω δει ψάλτες και επιτρόπους να κοινωνούν και να εξομολογούνται. Δεν ξέρω γιατί. Δεν είναι της στιγμής να σας πω το γιατί. Μόνο τούτο έχω βεβαιώσει και έχω διαπιστώσει. Οι ψάλται και οι επίτροποι δεν μετέχουν των μυστηρίων της Εκκλησίας. Κάποτε στην κρίση, θα συμβεί με αυτούς εκείνο που ο Κύριος ήδη μας έχει πει: «Κύριε, εσύ δεν μίλησες στις πλατείες μας και στο σπίτι μας δεν ήρθες να φας;». Όπως θα πουν τότε οι επίτροποι και οι ψάλται και όποιοι άλλοι…: «Κύριε, δεν ήρθες στο πρόσωπο του ιερέως, του επισκόπου, να μας κηρύξεις στον ναό; Δεν σε πήραμε στο σπίτι και σε φιλοξενήσαμε; Δεν σου κάναμε ένα ωραίο τραπέζι; Πώς λες ότι δεν μας γνωρίζεις;». «Σας βεβαιώνω», λέει ο Κύριος, «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς, ἐργάται τῆς ἀνομίας». Φύγετε από δω, δεν σας αναγνωρίζω». Ακούσατε; Είναι φοβερό. Ας βγάλομε τις αυταπάτες, αγαπητοί μου, ας βγάλομε τις ψευδαισθήσεις. Μόνο εάν είμαι μετανοημένος άνθρωπος, μόνον εάν γίνομαι κοινωνός σώματος και αίματος Χριστού, κατά το ανθρώπινον, άξιος, όσο είναι δυνατόν, μόνο εάν τηρώ τις εντολές του Θεού, τότε μόνο μπορώ να λέγω ότι είμαι μέσα στην Εκκλησία. Και τότε μόνο μπορώ να διατηρώ την ελπίδα ότι μπορώ να σωθώ. Μόνον τότε. Αλλά να το ξέρομε. Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει η σωτηρία, όπως σαφώς το λέγει ο άγιος Κυπριανός αυτό. Έξω της Εκκλησίας σωτηρία δεν υπάρχει.
Αγαπητοί μου, η Εκκλησία, είδαμε, ότι είναι το μεγάλο εργαστήρι της αγιότητος, το πανδοχείον που δέχεται την έλλογον και την άλογον κτίσιν, για να την αγιάσει, να την αφθαρτίσει, να την αθανατίσει, να την εισαγάγει εις την μακαριότητα του Θεού. Η Εκκλησία ακόμη είναι το θαυμάσιον θεραπευτήριον. Η Εκκλησία είναι η κιβωτός η αληθής που σώζει.
Αλλά ας κλείσομε με αυτά τα θαυμάσια λόγια του Ιερού Χρυσοστόμου: «Μή απέχου ἀπό Ἑκκλησίας. Οὐδέν γάρ Ἑκκλησίας ισχυρότερον(:Μην απομακρύνεσαι από την Εκκλησία. Δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο από την Εκκλησία). Ἡ ἐλπίς σου; Ἡ Ἑκκλησία. Ἡ σωτηρία σου; Ἡ Ἑκκλησία. Ἡ καταφυγή σου; Ἡ Ἑκκλησία».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_123.mp3
Ο Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἦρθε γιά ν’ ἀλλάξει τά μέτρα καί τίς κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἐκτιμήσει τη φύση μέ μέτρο τόν ἑαυτό τους, ἀλλά τό μέτρο τους ἦταν ἐλαττωματικό. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν συγκρίνει τήν ψυχή μέ τό σῶμα. Ἔτσι τό μέγεθος τῆς ψυχῆς κάλυπτε μόλις λίγα ἑκατοστά τοῦ μέτρου. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἐκτιμήσει τό Θεό μέ μέτρο τόν ἑαυτό τους. Γι’ αὐτούς ὁ Θεός εἶχε ἐξάρτηση από τόν ἄνθρωπο. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν συγκρίνει τήν ἀρετή μέ τήν ἐπιτυχία, ἡ ἀρετή ὅμως τούς φαινόταν φτηνή και τυραννική. Οἱ ἄνθρωποι ἐκτιμοῦσαν τήν πρόοδό τους καί ὑπερηφανεύονταν γι’ αὐτήν, ἔκαναν τη σύγκρισή τους μέ τά ζῶα, πού στή συμπεριφορά τους τά ὁδηγεῖ πάντα τό ἔνστικτο. Ὁ οὐρανός ὅμως ἀπέρριπτε τόν αὐτοέπαινό τους, ἐνῶ καί τά ζῶα ἀδιαφοροῦσαν.
Οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν να κρίνουν τη συγγένεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς συνανθρώπους του σε σχέση μέ τό αἷμα, τή νοοτροπία, τήν ἀπόσταση πού χωρίζει τα σπίτια ἤ τά χωριά ὅπου ζοῦσαν στή γῆ, ἀνάλογα μέ τή γλώσσα ἤ τή διάλεκτο πού μια λοῦσαν κι ἑκατό ἄλλα πράγματα. Ὅλες αὐτές οἱ παράμετροι σχέσης καί συγγένειας ὅμως δέν μποροῦσαν νά δώσουν στούς ἀνθρώπους πραγματική σχέση, νά τούς φέρουν κοντά τόν ἕνα στόν ἄλλον.
Ὅλ ̓ αὐτά τ’ ἀνθρώπινα μέτρα ἦταν λίγα, ἐλαττωματικά. Ὅλες οἱ κρίσεις τῶν ἀνθρώπων ἀποδείχτηκαν πλανεμένες. Ὁ Χριστός ἦρθε γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν πλάνη, ν’ ἀλλάξει τά μέτρα καί τίς κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Καί τ’ ἄλλαξε. Ἐκεῖνοι πού υἱοθέτησαν τά μέτρα καί τίς κρίσεις τοῦ Χριστοῦ, σώθηκαν μέ τήν ἀλήθεια καί τή δικαιοσύνη Του. Αὐτοί πού κράτησαν τα παλιά μέτρα καί τίς κρίσεις, μένουν μέχρι σήμερα στο σκοτάδι κι ἐρωτοτροποῦν μέ τήν πλάνη.
Ἡ φύση δέ μετριέται με μέτρο τόν ἑαυτό της. Δόθηκε στόν ἄνθρωπο νά τή χρησιμοποιεῖ κι ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος γίνεται τό μέτρο της. Ἡ ψυχή δέν ἐκτιμᾶται με μέτρο τό σῶμα. Τό σῶμα δόθηκε στην ψυχή γιά νά τήν ὑπηρετεῖ. Επομένως ἡ ψυχή ἀποτελεῖ μέτρο γιά τό σῶμα. Ὁ Θεός δέν κρίνεται μέ μέτρο τόν ἄνθρωπο, ὅπως καί τό ἀγγεῖο δέ συγκρίνεται μέ τόν ἀγγειοπλάστη. Ὁ Θεός δέν μπορεί να συγκριθεῖ μέ κανέναν καί μέ τίποτα, γιατί εἶναι τό μέτρο ὅλων κι ὁ κριτής ὅλων. Ἡ ἀρετή δέν ἐκτιμᾶται μέ μέτρο τήν ἐπιτυχία. Ἕνας τροχός πού σύρεται γρήγορα ἀπό τή λάσπη, μπορεῖ ἐπίσης σύντομα να ξαναπέσει σ’ αὐτήν. Ἡ ἀρετή ἐκτιμᾶται μέ μέτρο τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου δε μετριέται μέ κείνη τῶν ζώων, ἀλλά μέ τή μείωση τῆς ἀπόστασης πού τόν χωρίζει ἀπό τό Θεό.
Το πραγματικό μέτρο της σχέσης που ενώνει τούς ἀνθρώπους ἀτομικά καί ὡς ἔθνη – δέν εἶναι τόσο τό αἷμα ὅσο ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀγάπη. Ἡ ἔλλειψη κάποιου ανθρώπου κι ἡ συμπάθεια ἑνός ἄλλου τούς φέρνουν πιό κοντά ἀπ’ ὅτι ἡ συγγένεια αἵματος. Ὅλοι οἱ δεσμοί αἵματος εἶναι παροδικοί, ἡ ἀξία τους περιορίζεται στην παρούσα, την πρόσκαιρη ζωή. Ὑπηρετοῦν ὡς εἰκόνα τῶν ἀνθεκτικῶν κι αἰώνιων δεσμῶν τῆς πνευματικῆς σχέσης. Οἱ πνευματικά συγγενείς, πού δημιουργοῦνται ἀπό τή συνάντηση τῆς ἔλλειψης μέ τήν ἀγάπη, παραμένουν ἀδέρφια στην αιωνιότητα. Γιά τά σαρκικά ἀδέρφια πού τά συνδέει τό αἷμα, ὁ Θεός εἶναι μόνο Δημιουργός. Γιά τά πνευματικά ἀδέρφια, πού τά συνδέει ἡ ἀγάπη, ὁ Θεός εἶναι Πατέρας.
Το νέο αὐτό μέτρο συγγένειας καί σχέσης ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, μᾶς τό πρόσφερε ὁ Κύριος Ἰησοῦς μέ τήν εὐαγγελική παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Τό πρόσφερε, δέν τό ἐπέβαλε. Ἡ σωτηρία δέν εἶναι ἐπιβολή, αλλά μιά σπλαχνική προσφορά ἀπό τήν πλευρά τοῦ Κυρίου καί μιά θεληματική αποδοχή από την πλευρά τοῦ ἀνθρώπου. Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀποδέχονται πρόθυμα τό νέο αὐτό μέτρο, γιατί θ’ αποκτήσουν πολλά ἀδέρφια και συγγενεῖς στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Χριστοῦ.
Ας δοῦμε τί μᾶς λέει ἡ παραβολή αυτή: «Καί ἰδού νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτόν καί λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. ι’25). Εἶχε δαπανήσει τη ζωή του μέ πειράγματα. Τώρα προσποιήθηκε πώς ἤθελε να μάθει πῶς θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Στήν οὐσία ὁ νομικός αὐτός δέ σκεφτόταν τη δική του ζωή, αλλά τοῦ Χριστοῦ. Δέν τόν ἀπασχολοῦσε πῶς θά σώσει τη δική του ζωή, αλλά πῶς θ ̓ ἀπειλήσει τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἔψαχνε να βρει κάποιο σφάλμα στο Χριστό, κάποιο θανάσιμο λάθος ενάντια στο Μωσαϊκό Νόμο, ὥστε νά τόν κατηγορήσει μετά καί νά τόν ἐνοχοποιήσει. Ἔτσι θ ̓ ἀποκτοῦσε καί φήμη καλοῦ νομικοῦ στους συνανθρώπους του. Γιατί όμως ρώτησε γιά τήν αἰώνια ζωή, ἀφοῦ στο Νόμο του Μωυσῆ ἀναφέρονται τόσο λίγα γι’ αὐτήν; Ἡ μοναδική ανταμοιβή πού ὑπόσχεται ὁ Νόμος σ’ ἐκείνους πού τόν τηροῦν, δέν εἶναι τό «ἵνα εὖ σοι γένηται καί ἔσῃ μακροχρόνιος ἐπί τῆς γῆς» (Εφ. στ ́ 3); Εἶναι ἀλήθεια πώς οἱ προφῆτες εἶχαν μιλήσει γιά τό Μεσσία καί τήν αἰώνια βασιλεία Του. Ὁ Δανιήλ ειδικότερα είχε μιλήσει γιά τήν αἰώνια βασιλεία τῶν ἁγίων. Οἱ Ἰουδαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὅμως, τήν αιωνιότητα την καταλάβαιναν μόνο ὡς μακροημέρευση στή γῆ. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ὁ νομικός τῆς παραβολῆς, εἴτε μόνος του εἴτε μέ τή βοήθεια ἄλλων, νά εἶχε ἀνακαλύψει πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς κήρυττε τήν αἰώνια ζωή ὄχι μέ τό νόημα πού τῆς ἔδιναν οἱ Ἰουδαῖοι. Ὁ ἐχθρός τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀνθρώπινου γένους, πού πείραξε χωρίς επιτυχία τό Χριστό στήν ἔρημο, τώρα συνέχιζε νά τόν πειράζει μέσα ἀπό ἀνθρώπους πού τούς είχε πνευματικά τυφλώσει. Ἄν ὁ διάβολος δέν εἶχε τυφλώσει τό νομικό, δέ θά ‘ταν πιο λογικό ἐκεῖνοι, οἱ νομικοί, ὡς ἑρμηνευτές τοῦ Νόμου καί τῶν προφητῶν, νά ἦταν οἱ πρῶτοι πού θά πλησίαζαν το Χριστό γιά νά τόν προσκυνήσουν, να προπορευτοῦν καί νά κηρύξουν στο λαό τά εὐχάριστα νέα τῆς ἔλευσης τοῦ Μεσσία καί Βασιλιᾶ;
«Ὁ δέ εἶπε πρός αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δέ ἀποκριθείς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου και ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Λουκ. ι΄26,27). Ὁ Κύριος γνώριζε τί εἶχε ὁ νομικός στην καρδιά του. Γι’ αὐτό, ἀντί ν’ ἀπαντήσει, τόν ρώτησε για το Νόμο. Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; Ἐδῶ ἔχουμε δυό ερωτήσεις. Ἡ πρώτη: «Γνωρίζεις τί εἶναι γραμμένο στο νόμο γι’ αὐτό;» Ἡ δεύτερη: «Πώς διαβάζεις καί πῶς κατανοεῖς ἐκεῖνα πού εἶναι γραμμένα;»
Το περιεχόμενο τοῦ Νόμου πρέπει νά τό γνώριζαν ὅλοι οἱ νομικοί. Κανένας τους ὅμως τήν ἐποχή ἐκείνη δέν μποροῦσε νά ξέρει πῶς νά κατανοήσει τό πνεῦμα τοῦ Νόμου. Κι ὄχι μόνο τόν καιρό ἐκεῖνο, ἀλλά καί στούς αἰῶνες πού εἶχαν περάσει ὥς τότε. Προτοῦ πεθάνει ὁ Μωυσῆς, κατηγοροῦσε τούς Ἰουδαίους γιά πνευματική τυφλότητα, λέγοντας: «Καί οὐκ ἔδωκεν ὁ Θεός ὑμῖν καρδίαν εἰδέναι καί ὀφθαλμούς βλέπειν καί ὦτα ἀκούειν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης» (Δευτ. κθ’ 3). Ἄν λοιπόν μοιάζει παράξενο ὁ Ἰουδαῖος νομικός νά διάλεξε τίς δυό αὐτές ἐντολές τοῦ Θεοῦ, πού φανερώνουν πολύ καθαρά τό δρόμο τῆς σωτηρίας, κι αὐτό ἀκόμα εἶναι περίεργο για δυο λόγους: Πρώτος λόγος εἶναι ὅτι οἱ δυό ἐντολές αὐτές δέν ὑπάρχουν στο Νόμο του Μωυσῆ καί μάλιστα πρῶτες ἀπό τίς ἄλλες. Επίσης δέ βρίσκονται ἡ μιά κοντά στήν ἄλλη, ὅπως τίς τοποθετεῖ ὁ νομικός, ἀφοῦ ἡ μία βρίσκεται στο Δευτερονόμιο (στ’ 5) καί ἡ δεύτερη στο Λευϊτικό (ιθ ́ 18). Δεύτερος λόγος, μοιάζει παράξενο, πού οἱ Ἰουδαῖοι φρόντιζαν περισσότερο να τηροῦν τίς ἄλλες ἐντολές τοῦ Θεοῦ κι ὄχι τίς δυό αυτές πού ἀναφέρονται στήν ἀγάπη. Δέν μποροῦσαν νά τοποθετήσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος που ὁ νομικός διάλεξε τίς δυό αυτές εντολές, τις συνέδεσε καί τίς ἀνέφερε ὡς τίς κύριες πού ὁδηγοῦν στη σωτηρία, θα πρέπει νά ἐξηγηθεί μόνο μέ τήν πιθανότητα να ἤξερε πώς ὁ Κύριος τοποθετοῦσε τίς ἐντολές αὐτές γιά τήν ἀγάπη στην κορυφή τοῦ καταλόγου ὅλων τῶν ἐντολῶν καί τῶν καλῶν ἔργων.
Τί ἀπάντησε τότε ὁ Κύριος στο νομικό; «Εἶπε δέ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει και ζήσῃ» (Λουκ. ι’ 28). Προσέξτε πώς ὁ Κύριος δέν ἀπαιτεῖ ἀπό τούς ἀδύνατους να κουβαλήσουν μεγαλύτερο φορτίο, ἀλλ’ ἀνάλογα μέ τή δύναμή τους. Γνωρίζοντας τη σκληρή και περιχαρακωμένη καρδιά τοῦ νομικοῦ, δέν τοῦ εἶπε, «πίστεψε πώς Εγώ εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί πήγαινε, πούλησε τά ὑπάρχοντά σου, δῶσε τα στούς φτωχούς, ανάλαβε το σταυρό σου κι ἀκολούθησέ με». Ὄχι. Τοῦ συνιστᾶ ἁπλά να τηρήσει ἐκεῖνα πού ὁ ἴδιος ἤξερε κι ἀνέφερε ὡς τίς πιό σπουδαῖες ἐντολές του Νόμου. Αὐτό ἦταν ἀρκετό γι’ αὐτόν. Ἄν πραγματικά ἀγαποῦσε τό Θεό καί τόν πλησίον του, ἡ ἀλήθεια γιά τό Χριστό θά τοῦ φανερωνόταν σύντομα.
Ὅταν σέ ἄλλη περίπτωση ὁ νέος ἄντρας, χωρίς ὅμως τή διάθεση νά τόν δοκιμάσει, ἔκανε στον Κύριο τήν ἴδια ἐρώτηση, δηλαδή «τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;», ὁ Κύριος δέν ἀνέφερε τις θετικές εντολές γιά τήν ἀγάπη, αλλά τίς ἀρνητικές: «Μή μοιχεύσῃς μή φονεύσης μή κλέψης μή ψευδομαρτυρήσῃς τίμα τον πατέρα σου καί τήν μητέρα σου». Μόνο ὅταν ὁ νεανίας δήλωσε πώς τηρεῖ ὅλες αὐτές τίς ἐντολές, ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε τις δυσκολότερες: «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς» (Λουκ. ιη’ 22).
Ας μάθουμε ἀπ’ αὐτά τά παραδείγματα τή μέγιστη σοφία τοῦ Κυρίου, τοῦ θείου Διδασκάλου. Δίνει εντολή σε κάθε ἄνθρωπο να τηρήσει ἐκεῖνες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ πού γνωρίζει. Ἔπειτα, ὅταν ἔχει τηρήσει αὐτές καί θέλει να γνωρίσει καί ἄλλη, τοῦ δίνει ἐντολή να τηρήσει κι αὐτήν. Τό ἴδιο θα γίνει μέ τήν τρίτη, την τέταρτη εντολή κ.ο.κ. Δέ βάζει βαρύ φορτίο σέ ἀδύνατους ὤμους, ἀλλ’ ἐκτιμᾶ τό βάρος ανάλογα μέ τήν ἀντοχή τους.
Αὐτός εἶναι κι ἕνας αυστηρός έλεγχος σ’ ὅσους ἀνάμεσά μας ἔχουν ὅλο καί περισσότερη διάθεση να μάθουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν ἐπιδίδονται ὅμως μέ τόν ἴδιο ζήλο στην τήρηση αὐτῶν πού γνωρίζουν. Κανένας δέ θά σωθεῖ ἁπλά καί μόνο ἐπειδή γνωρίζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ σωτηρία ἔγκειται στην τήρησή του. Ἐκεῖνοι που γνωρίζουν πολλά αλλά πράττουν λίγα, θα κριθοῦν αὐστηρότερα ἀπ’ αὐτούς πού γνωρίζουν λίγα ἀλλά τά τηροῦν. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος στο νομικό: τοῦτο ποίει και ζήσῃ. Αυτό σημαίνει: «Ξέρω πώς γνωρίζεις τις μεγάλες αὐτές ἐντολές τῆς ἀγάπης, ταυτόχρονα ὅμως βλέπω πώς δέν τίς τηρεῖς. Επομένως εἶναι ἄσκοπο να σε διδάξω κάτι περισσότερο, ωσότου τηρήσεις ἐκεῖνες που γνωρίζεις». Ο νομικός θά πρέπει νά κατάλαβε τη μομφή στα λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου καί προσπάθησε να δικαιολογηθεί:
«Ὁ δέ θέλων δικαιοῦν ἑαυτόν εἶπε πρός τόν Ἰησοῦν· καί τίς ἐστί μου ὁ πλησίον;» (Λουκ. ι’29). Ἡ ἐρώτηση αὐτή δείχνει τη θλιβερή κατάσταση τῆς προσπάθειας αὐτοδικαίωσής του. Δέν ἤξερε ποιός ἦταν ὁ πλησίον του. Κι απ’ αυτό προκύπτει πώς δέν εἶχε τηρήσει την εντολή τῆς ἀγάπης πρός αὐτόν. Ἔτσι, ἀντί νά πιάσει στα λόγια το Χριστό, παγιδεύτηκε ὁ ἴδιος κι αναγκάστηκε να δικαιολογηθεί. Εἶχε προετοιμάσει μια παγίδα για τό Χριστό, ἀλλά πιάστηκε ὁ ἴδιος σ’ αὐτήν. «Πεσοῦνται ἐν ἀμφιβλήστρῳ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί» (Ψαλμ. ρμ ́ 10). Τό ἴδιο γινόταν πάντα ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι δοκίμαζαν το Χριστό. Στην προσπάθειά τους νά τόν παγιδεύσουν, συντελοῦσαν στη δόξα Του κι αὐτοκαταστρέφονταν. Ἔφευγαν από κοντά Του ντροπιασμένοι, ὅπως ἔφυγε κι ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους ὁ σατανάς – στήν ἔρημο. Μέ ποιό τρόπο συντέλεσε στη δόξα τοῦ Χριστοῦ ὁ νομικός στην προσπάθειά του νά τόν δοκιμάσει; Δίνοντάς του τήν εὐκαιρία νά διηγηθεῖ τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, να διατυπώσει τη θεϊκή διδασκαλία Του γιά τό ποιός εἶναι ὁ πλησίον, μια διδασκαλία σωτήρια γιά ὅλες τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων, ὥς τή συντέλεια τοῦ κόσμου.
«Καί τίς ἐστί μου ὁ πλησίον; ὑπολαβών δέ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Ἱεριχώ, καί λησταῖς περιέπεσεν· οἱ καί ἐκδύσαντες αὐτόν καί πληγάς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατά συγκυρίαν δέ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καί ἰδών αὐτόν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δέ καί Λευΐτης γενόμενος κατά τόν τόπον, ἐλθών καί ἰδῶν ἀντιπαρῆλθε» (Λουκ. ι’29-32).
Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός πού κατέβαινε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στην Ιεριχώ; Εἶναι ὁ Ἀδάμ κι οἱ ἀπόγονοί του ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη. Ἡ Ἱερουσαλήμ ὑποδηλώνει τήν οὐράνια κατοικία τοῦ πρωτόπλαστου, τη δύναμη καί τό κάλλος τοῦ παραδείσου, μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων Του. Ἡ Ἱεριχώ ὑποδηλώνει τόν τόπο τοῦ κλαυθμῶνος, την κοιλάδα τοῦ θανάτου. Ληστές εἶναι τά πονηρά πνεύματα, οἱ ἀμέτρητοι ὑπηρέτες τοῦ σατανᾶ, πού ὁδήγησαν τόν Ἀδάμ στήν ἁμαρτία τῆς ἀνυπακοῆς στό Θεό. Γεμάτα μέ μίσος γιά τό ἀνθρώπινο γένος, τα πονηρά πνεύμα τα πολεμοῦν τούς ἀνθρώπους, ἀπογυμνώνουν τις ψυχές τους ἀπό τά θεϊκά ἱμάτια τοῦ φόβου, τῆς πίστης καί τῆς ἀφοσίωσης, πληγώνουν τις ψυχές τους μέ ἁμαρτίες καί κακίες κι ἔπειτα τίς έγκαταλείπουν πρόσκαιρα, τήν ὥρα πού οἱ ψυχές βρίσκονται σέ ἀπόγνωση δίπλα στο δρόμο τῆς ζωῆς, ἀνίκανες να βαδίσουν μπροστά ἤ πίσω. Ὁ Ἱερέας κι ὁ Λευΐτης ὑποδηλώνουν την Παλαιά Διαθήκη: ὁ ἱερέας τό Νόμο του Μωυσῆ κι ὁ Λευΐτης τούς προφῆτες.
Ὁ Θεός ἔστειλε δυό γιατρούς στήν ἀνθρωπότητα, πού ἦταν πληγωμένη καί τραυματισμένη, μέ ὁρισμένα γιατρικά. Τό ἕνα ἦταν ὁ Νόμος και τό ἄλλο οἱ προφῆτες. Οὔτε ὁ ἕνας γιατρός ὅμως οὔτε ὁ ἄλλος δέν μποροῦσαν νά θεραπεύσουν τις βαθιές καί ἀπειλητικές γιά τή ζωή τῆς ἀνθρωπότητας πληγές, πού τῆς εἶχαν προξενήσει οἱ δαίμονες. Ὁ Κύριος εἶπε πώς καί ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος εἶδαν τήν κακή κατάσταση τοῦ πληγωμένου, ἀλλά τόν προσπέρασαν. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ εἶδε τήν ανθρωπότητα σάν ἕναν πληγωμένο ἄνθρωπο ἀλλά τόν προσπέρασε, ἀντιπαρῆλθε. Οἱ προφῆτες ὄχι μόνο εἶδαν τόν πληγωμένο αλλά τόν πλησίασαν, τόν εἶδαν καί μετά τόν προσπέρασαν κι ἐκεῖνοι. Τα πέντε βιβλία τοῦ Μωυσῆ ἀναφέρονται στις ἀρρώστιες τοῦ ἀνθρώπινου γένους και βεβαιώνουν πώς δέν ὑπάρχει θεραπεία γι’ αὐτές στη γῆ. Ἡ πραγματική θεραπεία βρίσκεται μόνο στο Θεό, στόν οὐρανό. Οἱ προφῆτες πλησίασαν λίγο τήν ἡμιθανή ψυχή τῆς ἀνθρωπότητας. Βεβαίωσαν κι αὐτοί μιά μεγαλύτερη ἀρρώστια, ἀλλά ἀρκέστηκαν στο να παρηγορήσουν τόν ἄνθρωπο. «Δέν ἔχουμε φάρμακο, τοῦ εἶπαν, ἀλλά ὑπάρχει κάποιος πού θά ‘ρθει μετά από μᾶς, ὁ Μεσσίας, ὁ οὐράνιος ἰατρός». Καί τόν προσπέρασαν κι ἐκεῖνοι. Ἔπειτα ἦρθε ὁ πραγματικός Ιατρός.
«Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτόν, καί ἰδών αὐτόν ἐσπλαγχνίσθη. καί προσελθών κατέδεσε τα τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον και οἶνον, ἐπιβιβάσας δέ αὐτόν ἐπί τό ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτόν εἰς πανδοχεῖον καί ἐπεμελήθη αὐτοῦ. καί ἐπί τήν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλών δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καί εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καί ὅ,τι ἄν προσδαπανήσης, ἐγώ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί μέ ἀποδώσω σοι» (Λουκ. ι’ 33-35). Ποιός εἶναι ὁ Σαμαρείτης; Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Γιατί ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν ἑαυτό του Σαμαρείτη; Επειδή οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Ἱερουσαλήμ περιφρονοῦσαν τους Σαμαρείτες, τούς λογάριαζαν ἀκάθαρτους εἰδωλολάτρες. Δέν εἶχαν ἐπικοινωνία μεταξύ τους. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος που ἡ Σαμαρείτιδα εἶπε στον Κύριο, στο φρέαρ του Ἰακώβ: «Πῶς σύ, Ἰουδαῖος ὤν, παρ ̓ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικός Σαμαρείτιδος;» (Ἰωάν. δ’ 9). Οἱ Σαμαρείτες ἔβλεπαν το Χριστό σάν Ἰουδαῖο, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι τόν λογάριαζαν Σαμαρείτη. «Σαμαρείτης εἶ σύ καί δαιμόνιον ἔχεις» (Ἰωάν. η 48), τοῦ εἶπαν. Λέγοντας τήν παραβολή αυτή σ’ ἕναν Ἰουδαῖο νομικό, ὁ Κύριος παρουσιάστηκε ὡς Σαμαρείτης ἀπό ἄκρα ταπείνωση, γιά νά μᾶς διδάξει πώς μποροῦμε κι ἐμεῖς νά κάνουμε το καλό, ὅσο περιφρονημένο καί νά ‘ναι τό ὄνομα κι ἡ φήμη μας, μερικές φορές μάλιστα μεγαλύτερο καλό ἀπ’ αὐτό πού κάνουν ὅσοι ἔχουν ἔνδοξο ὄνομα καί φήμη.
Ὁ Κύριος ὀνόμασε τόν ἑαυτό του Σαμαρείτη ἀπό ἀγάπη γιά τούς ἁμαρτωλούς. Ἡ λέξη «Σαμαρείτης» ἰσοδυναμοῦσε μέ τή λέξη «ἁμαρτωλός». Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἀποκάλεσαν Σαμαρείτη, ὁ Κύριος δέν πρόβαλε καμιά αντίρρηση. Μπήκε σε σπίτια ἁμαρτωλῶν, ἔφαγε καί ἤπιε μαζί τους. Μίλησε ἀνοιχτά, πώς ἦρθε στον κόσμο γιά νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς τούς ἁμαρτωλούς, ὄχι τούς δίκαιους. Υπάρχει ἄνθρωπος ὅμως πού μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ δίκαιος ἐνώπιόν Του; Δεν καλύπτει ἡ ἁμαρτία ὅλους τούς ἀνθρώπους, σάν σκοτεινό σύννεφο; Δέν ἔχουν όλες οι ψυχές αλλοιωθεῖ ἀπό τά πονηρά πνεύματα; Ὁ Κύριος ὀνόμασε τόν ἑαυτό Του Σαμαρείτη, γιά νά μᾶς διδάξει πώς δέν πρέπει να περιμένουμε ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θά ἔρθει ἀπό τούς μεγάλους καί τούς ἐνδόξους τῆς γῆς, ἀλλά ν’ ἀκούσουμε με σεβασμό αὐτά πού μᾶς λένε οἱ ταπεινοί και περιφρονημένοι τοῦ κόσμου.
Συχνά ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ ἕνα καλάμι γιά να γκρεμίσει σιδερένια τείχη, ψαράδες γιά νά ντροπιάσει βασιλιάδες, τους ταπεινούς γιά νά ταπεινώσει ἐκείνους πού φαίνονται μεγάλοι στα μάτια τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος: «Τα μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα καταισχύνη τα ισχυρά» (Α’ Κορ. α’ 27).
Αὐτοονομαζόμενος Σαμαρείτης ὁ Κύριος, ἔδωσε ἕνα μάθημα πώς ὁ κόσμος μάταια περίμενε τή σωτηρία του ἀπό τήν ἰσχυρή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καί τόν Τιβέριο Καίσαρα. Ὁ Θεός δέ εἶχε την πρόθεση να προέλθει ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου ἀπό τό πιό περιφρονημένο ἔθνος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τούς Ἰουδαίους. Πολύ περισσότερο δέ θά προέλθει ἀπό τούς πιό περιφρονημένους ἀπό τούς Ἰουδαίους, τους ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, πού οἱ ἀλαζόνες γραμματεῖς τοὺς ὑποτιμοῦσαν καί τούς κατηγοροῦσαν ὡς εἰδωλολάτρες Σαμαρεῖτες. Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «ὅπου θέλει πνεί» (Ἰωάν.γ’ 8), δέ λογαριάζει την τάξη καί τή θέση τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖνο πού οἱ ἄνθρωποι λογαριάζουν σπουδαῖο, γιά τό Θεό δέν εἶναι τίποτα. Αὐτό πού οἱ ἄνθρωποι περιφρονοῦν, γιά τό Θεό ἀξίζει περισσότερο.
Ὁ Κύριος ἦρθε στον κόσμο – εἰς τά ἴδια ἦλθε. Ὁ ἄνθρωπος κείτονταν ἄρρωστος, σέ ἀπόγνωση κι ὁ Ἰατρός εἰς τά ἴδια ἦλθε. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἁμαρτωλοί, κείτονται στό ἔδαφος, εἶναι κολλημένοι στή γῆ. Μόνο ὁ ἀναμάρτητος Κύριος, ὁ ἁγνός καί ἄφθαρτος Ἰατρός, στέκεται ὄρθιος. Εἰς τά ἴδια ἦλθε, για να δείξει πώς ἦρθε ντυμένος μέ τήν ἀνθρώπινη σάρκα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Εξωτερικά δέν εἶχε καμιά διαφορά ἀπό τούς ἄλλους, τούς ἁμαρτωλούς θνητούς. Αὐτό σημαίνει τό εἰς τά ἴδια ἦλθε. Γιά νά δείξει τη διαφορά ἀνάμεσα σ’ Ἐκεῖνον – τόν ἰσχυρό, ὑγιή, ἀθάνατο κι ἁμαρτωλό – καί τούς ἄρρωστους κι ἁμαρτωλούς θνητούς.
Εἶδε τόν πληγωμένο ἄνθρωπο ὅπως τόν εἶδε κι ὁ ἱερέας. Πήγε κοντά στον πληγωμένο, ὅπως ἔκανε κι ὁ Λευΐτης. Ἔκανε ὅμως κάτι παραπάνω, κάτι πολύ περισσότερο, κάτι πού δέν ἔκανε οὔτε ὁ ἱερέας οὔτε ὁ Λευΐτης. Ὁ Κύριος ἰδών αὐτόν ἐσπλαγχνίσθη. καί προσελθών κατέδεσε τα τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καί οἶνον, ἐπιβιβάσας δέ αὐτόν ἐπί τό ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτόν εἰς πανδοχεῖον καί ἐπεμελήθη αὐτοῦ. Πλήρωσε τόν πανδοχέα γιά νά συνεχίσει νά τόν φροντίζει κι ὑποσχέθηκε να καλύψει το κόστος γιά τήν περαιτέρω φροντίδα του. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ ἱερέας σταμάτησε για λίγο κι εἶδε ἁπλά τόν πληγωμένο κι ὁ Λευΐτης σταμάτησε κι αυτός γιά λίγο να τόν δεῖ, ὁ Μεσσίας, ὁ οὐράνιος Ιατρός, φρόντισε τόσο τήν ἄμεση ὅσο καί τή μελλοντική περιποίησή του. Ἔδειξε τήν πληρότητα τῆς φροντίδας καί τῆς ἀγάπης πού ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔχει γιά τή σωτηρία μας. Δέν ἔδεσε ἁπλά τίς πληγές του κι ἔπειτα τόν ἄφησε στήν ἄκρη τοῦ δρόμου. Αυτή δέ θά ἦταν πλήρης φροντίδα. Δέν τόν ἔφερε ἁπλά στο πανδοχεῖο καί τόν ἄφησε ἐκεῖ. Ἴσως τότε ὁ πανδοχέας νά τοῦ εἶχε πεῖ πώς δέν εἶχε τά μέσα να φροντίσει τόν πληγωμένο καί θά τόν πέταγε ἔξω. Τόν πλήρωσε προκαταβολικά γιά τή φροντίδα και γιά τά ἔξοδά του. Ο πιο στοργικός και σπλαχνικός ἄνθρωπος θά εἶχε σταματήσει ὡς ἐκεῖ. Ὁ Κύριος ὅμως προχώρησε περισσότερο. Υποσχέθηκε πώς θα φροντίσει και στη συνέχεια τόν πληγωμένο, πώς θά ξαναγυρίσει νά τόν ἐπισκεφτεῖ καί νά πληρώσει στον πανδοχέα ὅ,τι ἄλλα ἔξοδα ἔκανε.
Αὐτό λέγεται πληρότητα ἀγάπης. Ὅταν διαπιστώνεται πώς αὐτό δέν τό ἔκανε ἀδερφός σέ ἀδερφό, ἀλλά ἕνας Σαμαρείτης σέ Ἰουδαῖο, ἕνας ἐχθρός σέ ἐχθρό, πρέπει νά ποῦμε πώς ἡ ἐνέργεια αὐτή ἦταν ὑπερφυσική, οὐράνια, θεϊκή ἀγάπη. Αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιά τό ἀνθρώπινο γένος.
Τί σημαίνει ἡ ἐπίδεση τῶν πληγῶν, ἡ ἐπάλειψη με λάδι και κρασί, καθώς καί ἡ ἐπιβίβαση στο κτήνος του; Ποιό ἦταν τό νόημα τῶν δύο δηναρίων, τοῦ πανδοχείου, τοῦ πανδοχέα καί ἡ ἐπάνοδος τοῦ Σαμαρείτη;
Ἡ ἐπίδεση τῶν πληγῶν σημαίνει τήν ἄμεση ἐπαφή τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἄρρωστη ἀνθρωπότητα. Μέ τά πάναγνά Του χείλη μίλησε στα αυτιά τῶν ἀνθρώπων. Μέ τά ἁγνά Του χέρια άγγιξε τυφλά μάτια, κουφά αὐτιά, λεπρά σώματα και νεκρά κορμιά. Οἱ πληγές δένονται μέ βάλσαμο. Ὁ Κύριος εἶναι τό οὐράνιο βάλσαμο γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Ἐπιδέθηκε ὁ ἴδιος γιά νά γειάνει τις πληγές τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὁ οἶνος καί τό ἔλαιον σημαίνουν τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαχνία. Ο καλός Ιατρός πρῶτα συγχώρεσε τόν ἄρρωστο ἄνθρωπο κι ὕστερα τοῦ ἔδωσε φαρμακευτική αγωγή. Τό ἔλεος κι ἡ εὐσπλαχνία εἶναι ἕνα καλό μέσο θεραπείας, ὅπως εἶναι κι ἡ διδασκαλία. Ὁ Κύριος πρῶτα λέει «Χαρείτε! » κι ἔπειτα διδάσκει, προειδοποιεῖ καί ἀπειλεῖ. «Μή φοβοῦ» εἶπε στὸν ἄρχοντα Ιάειρο. Κι ἔπειτα ἐπανέφερε τήν κόρη του στη ζωή. «Μή κλαῖε», εἶπε στη χήρα τῆς Ναΐν καί μετά ἀνάστησε τό γιό της. Ὁ Κύριος πρῶτα ἔδειξε τό ἔλεός Του κι ἔπειτα θυσιάστηκε. Ἡ ἔλευσή του στον κόσμο μέ ἀνθρώπινη σάρκα, εἶναι τό μεγαλύτερο ἔλεος ἀπ’ ὅλα τά ἔργα ἀγάπης. Ἡ θυσία Του στο σταυρό εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τίς θυσίες πού ἔγιναν ἤ θά γίνουν ἀπό τήν ἀρχή ὡς τή συντέλεια τοῦ κόσμου.
«Ἔλεος καί κρίσιν ἄσομαί σοι, Κύριε» (Ψαλμ. ρ’1), λέει ὁ προφητάνακτας Δαβίδ. Τό ἔλεος εἶναι ἁπαλό, σάν τό λάδι. Ἡ δικαιοσύνη, ἡ κρίση, εἶναι καλή γιά τόν ἁμαρτωλό, εἶναι ὅπως τό κρασί γιά τόν ἄρρωστο. Ὅπως τό λάδι μαλακώνει τις σωματικές πληγές, ἔτσι καί τό ἔλεος τοῦ Κυρίου μαλακώνει καί ἁπαλύνει τή βασανισμένη και πικραμένη ἀνθρώπινη ψυχή. Όπως τό κρασί εἶναι ὀξύ στα έντερα, ταυτόχρονα ὅμως τά θερμαίνει, ἔτσι ἡ ἀλήθεια κι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὀξείες στήν ἁμαρτωλή ψυχή ὅταν τη διαπερνοῦν, μά τη θερμαίνουν καί τή δυναμώνουν.
Το κτήνος ὑποδηλώνει τό ἀνθρώπινο σώμα πού ἔλαβε ὁ Κύριος γιά νά προσεγγίσει καί νά γίνει πιό κατανοητός στόν ἄνθρωπο. Ὅπως ὁ καλός ποιμένας, ὅταν βρίσκει το χαμένο πρόβατο το βάζει στους ώμους του καί τό φέρνει με χαρά στο μαντρί, ἔτσι κι ὁ Κύριος πῆρε στους ώμους Του τούς ἁμαρτωλούς καί τούς ἔφερε μαζί του στο οὐράνιο μαντρί, ὥστε νά ζήσουν ἐκεῖ μαζί Του. Στον κόσμο αὐτόν οἱ ἄνθρωποι ζοῦν ἀνάμεσα στούς δαίμονες ὅπως τά πρόβατα ανάμεσα στους λύκους. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Καλός Ποιμένας πού ἦρθε γιά ν’ ἀναζητήσει το χαμένο πρόβατο καί νά τό προστατέψει από τους λύκους μέ τό Σῶμα Του. Ἦρθε στούς ἀνθρώπους μέ ἀγάπη καί συμπάθεια, ἐπειδή «ἦσαν ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα» (Μάρκ. στ’ 34). Ἡ ἀνθρώπινη σάρκα παρομοιάζεται ἐδῶ μέ τό κτήνος, γιά νά δείξει την ἀλογία τοῦ σώματος, ὅταν λείπει ἡ λογική ψυχή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ντυμένος μ’ αὐτό τό σῶμα πού μοιάζει κτηνώδες, από τότε πού ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ. «Καί ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ καί τῇ γυναικί αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους και ἐνέδυσεν αὐτούς» (Γέν. γ’ 21). Αὐτό ἔγινε ὅταν ὁ Αδάμ μέ τήν παρακοή του ανακάλυψε πώς ήταν τελείως γυμνός και κρύφτηκε ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀθάνατος Κύριος ὅμως, μέ τήν ἄπειρη ταπείνωση καί τήν ἀγάπη Του γιά τήν πληγωμένη καί ἡμιθανή ἀνθρωπότητα, φόρεσε αὐτό τό ἄλογο σαρκικό δερμάτινο ἔνδυμα, ὥστε ὡς Θεός νά εἶναι πιό προσιτός στούς ἀνθρώπους, ὡς Ιατρός καί Ποιμένας πιό γνωστός στο ποίμνιό του.
Πανδοχεῖο εἶναι ἡ ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Εκκλησία. Πανδοχέας εἶναι οἱ ἀπόστολοι κι οἱ διάδοχοί τους, οἱ ἱερεῖς κι οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἱδρύθηκε στη διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Σαμαρείτης πῆρε τόν πληγωμένο στο πανδοχεῖο καί τόν περιποιήθηκε. Ιδρυτής τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Ὅσο φρόντιζε ὁ ἴδιος τόν πληγωμένο ἄνθρωπο, ὁ πανδοχέας δέν ἀναφέρεται. Μόνο την ἄλλη μέρα, πού ἔφτασε τό τέλος τῆς ἐπίγειας που ρείας Του, Ἐκεῖνος πῆγε στόν πανδοχέα καί τοῦ παρέδωσε τόν πληγωμένο στη δική του φροντίδα.
Τά δύο δηνάρια, σύμφωνα με μερικούς έρμηνευτές, σημαίνουν τίς δύο Διαθῆκες πού ἔδωσε ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους. Τήν Παλαιά Διαθήκη και τήν Καινή. Αὐτή εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἐλέους καί τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Κανένας δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τίς πληγές που προξενούνται στην ψυχή, ἄν δέν ἔχει κάποια ἔστω καί στοιχειώδη γνώση τοῦ ἐλέους καί τῆς ἀλήθειας πού ἀποκαλύπτεται στήν Ἁγία Γραφή. Μόνο κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ δυνατοῦ ἥλιου βλέπει ὁ ἄνθρωπος ὅλους τούς δρόμους που βρίσκονται μπροστά του και διαλέγει ἐκεῖνον πού θέλει να βαδίσει. Μόνο στο δυνατό φῶς τῆς Ἁγίας Γραφῆς βλέπει ὁ ἄνθρωπος τούς δρόμους τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί διαλέγει αὐτόν πού θέλει.
Τά δύο δηνάρια υποδηλώνουν ἐπίσης τις δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη. Ὁ Χριστός είχε καί τίς δύο φύσεις Του ὅσο ζοῦσε στον κόσμο καί τίς ἔθεσε καί τίς δύο στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου. Κανένας δέν μπορεῖ νά προστατευτεῖ ἀπό τίς ὀδυνηρές πληγές τῆς ἁμαρτίας, ἄν δέν ἀναγνωρίσει κι ὁμολογήσει τις δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πληγές τῆς ἁμαρτίας θεραπεύονται τόσο μέ τό ἔλεος ὅσο καί μέ τήν ἀλήθεια. Τό ἕνα δέ λειτουργεί χωρίς τό ἄλλο. Δέ θά μποροῦσε ὁ Κύριος να δείξει τέλειο ἔλεος στόν ἄνθρωπο, ἄν δέν εἶχε προσλάβει ἀνθρώπινη σάρκα. Οὔτε καί θα μποροῦσε ὡς ἄνθρωπος ν’ ἀποκαλύψει τέλεια τήν ἀλήθεια, ἄν δέν ἦταν ταυτόχρονα και Θεός.
Τα δύο δηνάρια ὑποδηλώνουν ἀκόμα τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού στήν Ἐκκλησία θεραπεύουν και συντηροῦν τοὺς ἁμαρτωλούς. Στόν πληγωμένο ἄνθρωπο οἱ ἐπίδεσμοι εἶναι ἀπαραίτητοι, ὅπως οἱ ἀλοιφές καί ἡ τροφή. Αὐτή εἶναι ὁλοκληρωμένη θεραπεία. Χρειάζεται επίσης και φαγητό – καλό φαγητό. Το καλό φαγητό που συνιστοῦν οἱ γιατροί στον πληγωμένο ἄνθρωπο, πού κείτεται δεμένος μέ ἐπιδέσμους καί ἀλειμμένος μέ αλοιφές στο κρεβάτι του, δυναμώνει τόν ἄνθρωπο καί καθαρίζει τό αἷμα του (ὅλα αὐτά δηλαδή πού ἀποτελοῦν τη βάση γιά τήν ὀργανική ζωή τοῦ ἀνθρώπου). Τό ἴδιο γίνεται μέ τή θεϊκή τροφή, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καθαρίζει και δυναμώνει τήν ψυχή του. Ὅλη ἡ διαδικασία τῆς σωματικῆς θεραπείας τοῦ ἄρρωστου ἀνθρώπου, εἶναι εἰκόνα τῆς πνευματικῆς θεραπείας. Ὅπως τίποτα δέ βοηθάει στη σωματική θεραπεία, ἄν δέν τραφεῖ ὁ ἄρρωστος, τό ἴδιο γίνεται καί μέ τήν πνευματική θεραπεία. Τίποτα δέ θά τόν ὠφελήσει ὁλοκληρωτικά, ἄν ὁ μετανοημένος ἁμαρτωλός δέ λάβει καλή πνευματική τροφή, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού ὑποδηλώνουν καί τά δύο τό ἔλεος καί τήν ἀλήθεια.
Ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με. Τα λόγια αὐτά ὑποδηλώνουν τη δεύτερη έλευση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἔρθει ξανά ὡς Κριτής, ὄχι μέ τό ταπεινό ἔνδυμα τῆς σάρκας, ἀλλά μέ ἀκτινοβολία καί δόξα, τότε οἱ πανδοχεῖς, οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας Του, θά τόν ἀναγνωρίσουν ὡς τόν Καλό Σαμαρείτη τοῦ παλιοῦ καιροῦ, πού παρέδωσε στη φροντίδα τους τίς ἄρρωστες ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν. Τώρα δέ θά εἶναι πιά ὁ Καλός Σαμαρείτης, ἀλλ’ ὁ δίκαιος Κριτής, πού θ’ ἀποδώσει σέ ὅλους κατά τά ἔργα τους. Ἄν βέβαια ὁ Κριτής δίκαζε μέ πραγματικά μέτρα, λίγοι θά ἦταν αὐτοί πού θ’ ἀπέφευγαν τό πῦρ τό αἰώνιο. Ὁ Κριτής ὅμως γνωρίζει τήν ἀδυναμία καί τήν ἀρρώστια μας καί θά μᾶς κρίνει μέ μεγάλη ἐπιείκεια. Ακόμα καί ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος πού θά δοθεῖ σ’ ἕνα διψασμένο στό ὄνομά Του, θά λογιστεί σάν ἀρετή. (βλ. Ματθ. ι’42). Γι’ αὐτό δέν πρέπει να πλανηθοῦμε καί νά πέσουμε σέ ἀδιαφορία. Ἐδῶ ἐξετάζονται κι οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πνευματικοί ἡγέτες. Σ’ αὐτούς δόθηκε περισσότερη ἐξουσία, πλουσιότερη χάρη. Ἔτσι ἀπ’ αὐτούς θα ζητηθούν περισσότερα. Αὐτοί εἶναι τό ἁλάτι τῆς γῆς. Κι ἄν τό ἁλάτι χάσει τήν οὐσία του «εἰς οὐδέν ἰσχύει ἔτι εἰ μή βληθῆναι ἔξω καί καταπατεῖσθαι ὑπό τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. ε’ 13). Ὁ Κύριος εἶπε ἐπίσης πώς «πολλοί ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καί ἔσχατοι πρῶτοι» (Ματθ. ιθ’ 30).
Οἱ ἱερεῖς εἶναι οἱ πρῶτοι στο πνευματικό πανδοχεῖο τοῦ Χριστοῦ. Κλήθηκαν να φροντίσουν τους ἄρρωστους, να περιποιηθοῦν τίς πληγές τους και νά τούς θεραπεύσουν, να τους δώσουν τή ζωοποιό τροφή τοῦ Χριστοῦ στήν ἁγία τράπεζα τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους πού δέν εἶναι συνεπεῖς σ’ αὐτό. Μπορεῖ νά εἶναι πρῶτοι στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, μά δέ θά ἔχουν θέση στήν αἰώνια. Ὁ Κύριος εἶπε επίσης: «οὐαί τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι ̓ οὗ τό σκάνδαλον ἔρχεται» (Ματθ. ιη’ 7). Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος στον κόσμο πού νά προξενεί τέτοιο σκάνδαλο, ὅσο ὁ ἀμελής κι ἀπρόσεχτος ἱερέας. Μια μικρή δική του άμαρτία δημιουργεί μεγαλύτερο σκάνδαλο ἀπ’ ὅ,τι ἡ ἁμαρτία κάποιου ἄλλου ανθρώπου. Μακάριοι εἶναι οἱ πνευματικοί πατέρες που τηροῦν πιστά τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσαν στον Καλό Σαμαρείτη, Ἐκεῖνον πού ἔβαλε στα χέρια τους τα δύο δηνάρια μ’ ἐμπιστοσύνη. Θά ‘ρθει μέρα πού ὁ Κύριος θά πεῖ στόν καθένα ἀπ’ αὐτούς: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ! ἐπί ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. κε’ 21).
Ἀφοῦ τέλειωσε τήν παραβολή αυτή μέ τό σπουδαῖο περιεχόμενο καί τά βαθιά νοήματα, ὁ Κύριος ρώτησε τό νομικό: «Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τούς ληστάς; ὁ δέ εἶπεν· ὁ ποιήσας τό ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. ι36,37).
Ὁ νομικός σίγουρα δέν εἶχε κατανοήσει όλο τό πλάτος καί τό βάθος τῆς παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ. Θά εἶχε ἀντιληφθεῖ ὅμως τήν ἀλήθεια πού κρυβόταν μέσα της μέ μιά εξωτερική αἴσθηση. Δέν ἦταν ἱκανός να κατανοήσει πώς ὁ Καλός Σαμαρείτης ἦταν ὁ μόνος πραγματικός πλησίον τοῦ πληγωμένου ἀνθρώπου. Δέν μποροῦσε νά πεῖ πώς ὁ ἱερέας ἦταν ὁ πλησίον του, ἀφοῦ τόσο ὁ ἱερέας ὅσο κι ὁ ἴδιος ἦταν Ἰουδαῖοι. Οὔτε θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ πώς πλησίον του ἦταν ὁ Λευΐτης, ἀφοῦ κι οἱ δυό τους εἶχαν τήν ἴδια καταγωγή, φυλή καί γλώσσα. Κι αὐτό θά ἦταν πολύ γιά τήν ὑπνωτισμένη του συνείδηση. Η συγγένεια τοῦ ὀνόματος, τῆς φυλῆς, τῆς ἐθνικότητας ἤ τῆς γλώσσας εἶναι ἄχρηστη, ἐκεῖ πού τό μόνο που χρειάζεται, εἶναι μόνο ἡ εὐσπλαχνία. Ἡ ἀγάπη εἶναι τό νέο κριτήριο συγγένειας που θέσπισε ὁ Χριστός στους ἀνθρώπους. Ὁ νομικός δέν τό ἤξερε αυτό. Ήταν ἀναγκασμένος να δεχτεῖ αὐτό πού ἔκρινε ὁ νοῦς του σε κάθε περίπτωση.
Πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως, τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Ήταν δηλαδή σά νά τοῦ ἔλεγε: Ἄν θέλεις να κληρομήσεις τήν αἰώνια ζωή, πρέπει να διαβάσεις τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀγάπη, ὄχι ὅμως μέ τόν τρόπο που διαβάζουν οἱ νομικοί κι οἱ γραμματεῖς. Βλέπεις τήν ἐντολή αυτή σά νά ‘ταν χρυσός μόσχος, τήν θεοποιεῖς σάν εἴδωλο, χωρίς να γνωρίζεις τό θεϊκό και σωστικό περιεχόμενό της. Τήν βλέπεις και λογαριάζεις πώς πλησίον σου εἶναι μόνο ὁ Ἰουδαῖος, ἐπειδή ἔχετε τό ἴδιο ὄνομα, τό ἴδιο αἷμα και μιλᾶτε τήν ἴδια γλώσσα. Οὔτε κάν ὅλους τούς Ἰουδαίους δέ λογαριάζεις πλησίον σου, ἀλλά μόνο εκείνους πού ἀνήκουν στο συνάφι σου – τούς νομικούς, τους Φαρισαίους και τούς Σαδδουκαίους. Δέν τούς ὑπολογίζεις ὅλους δικούς σου, ἀλλά μόνο ἐκείνους πού μπορεῖς νά χρησιμοποιήσεις γιά τή δική σου τιμή καί γιά τή δική σου δόξα. Ἔτσι, ἑρμηνεύεις τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀγάπη μέ ὅρους φιλαυτίας. Ἡ θεϊκή αὐτή ἐντολή γιά σένα ἔχει μεταβληθεί σ’ ἕνα γνήσιο χρυσό μόσχο, σάν κι ἐκεῖνον πού εἶχαν καί προσκυνοῦσαν οἱ πρόγονοί σου κάτω ἀπό τό ὄρος Χωρήβ. Τήν λατρεύεις αὐτή τήν ἐντολή, μά δέν τήν κατανοεῖς καί δέν τήν τηρεῖς.
Εἶναι πιθανό ὁ νομικός τῆς παραβολῆς νά ἔδωσε αὐτό τό νόημα στην παραβολή τοῦ Χριστοῦ καί νά ‘φυγε ντροπιασμένος. Ποιός; Αὐτός πού ἦρθε να ντροπιάσει το Χριστό. Πόσο πιο ντροπιασμένος θά ἔνιωθε ὅμως ἄν καταλάβαινε πώς ή παραβολή αὐτή ἐφαρμοζόταν στόν ἴδιο προσωπικά; Ὁ ἴδιος ἦταν ἕνας παρόμοιος ταξιδιώτης ἀπό τήν οὐράνια Ἱερουσαλήμ καί πήγαινε πρός τή ρυπαρή ἐπίγεια Ιεριχώ. Ἦταν ἕνας ταξιδιώτης πού οἱ δαίμονες τόν ξεγύμνωσαν ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν χτύπησαν, τόν πλήγωσαν καί τόν ἄφησαν ἡμιθανή στο δρόμο. Ο Νόμος τοῦ Μωυσῆ κι οἱ προφῆτες πέρασαν δίπλα του, ανήμποροι να τον βοηθήσουν. Τότε, τήν ὥρα πού ὁ Κύριος ἔλεγε τήν παραβολή, ὁ Καλός Σαμαρείτης είχε σκύψει κιόλας πάνω ἀπό τήν ἄρρωστη ψυχή του, τήν ἔδεσε καί τήν ἄλειψε μέ λάδι καί κρασί. Ὁ νομικός τό ἔνιωσε αὐτό, διαφορετικά δέ θά κατανοοῦσε τήν ἀλήθεια τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ. Κατά πόσο τώρα ἤθελε ὁ ἴδιος να μεταφερθεῖ ἔπειτα σ’ ἕνα πανδοχείο (στήν Ἐκκλησία) γιά νά θεραπευτεί τελείως, μόνο ὁ παντοδύναμος Θεός γνωρίζει. Τό εὐαγγέλιο δέ μᾶς λέει τίποτα γι’ αυτό.
Ἔτσι, μ’ ἕναν πλάγιο τρόπο, ὁ Χριστός ἔκανε τό νομικό νά τόν ἀναγνωρίσει ἀσυναίσθητα μέσα του ὡς τόν κοντινό του πλησίον καί συγγενή. Τό ἔκανε αυτό χρησιμοποιώντας τά λόγια: Αγάπα τόν πλησίον σου ὥς σεαυτόν. Ἦταν σά νά τοῦ ἔλεγε: «Αγάπα τον Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὅπως τόν ἑαυτό σου». Σέ μᾶς μένει νά τό κάνουμε αυτό συνειδητά. Ὁ πιο κοντινός πλησίον μας εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς καί μέσω Εκείνου ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ὅλοι ἐκεῖνοι πού βρίσκονται σέ ἀνάγκη κι ἐμεῖς μποροῦμε νά τούς προσφέρουμε μέ ἀγάπη βοήθεια στό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς σκύβει πάνω ἀπό τόν καθένα μας, ἄφησε γιά ὅλους μας τά δύο δηνάρια που μποροῦν νά μᾶς θεραπεύσουν, ὅσο καιρό περιμένουμε τη δεύτερη ἔλευσή Του. Κι αυτό ωσότου προσεγγίσει τις καρδιές μας, ωσότου δέν τόν βλέπουμε σκυμμένο πάνω μας, αλλά κατοικεῖ μέσα στις καρδιές μας. Μόνο τότε θά ‘χουμε θεραπευτεῖ, ἀφοῦ ἡ πηγή τῶν ἰάσεων θά βρίσκεται στην καρδιά μας.
Ο Χριστός μέ τήν παραβολή αυτή βλέπετε πώς ἕνωσε καί τίς ἐντολές γιά τήν ἀγάπη σέ μία. Ὅταν ἀγαπᾶμε Ἐκεῖνον ὡς τόν κοντινότερο Πλησίον μας, ἀγαπᾶμε ταυτόχρονα καί τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ὡσότου ἔρθει ὁ Χριστός σωματικά στή γῆ, οἱ δύο ἐντολές αυτές ἦταν χωρισμένες. Μέ τήν ἔλευσή Του ὅμως ἀλληλοπεριχωρήθηκαν, ἡ μία συγχωνεύτηκε μέ τήν ἄλλη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ἡ πραγματική ἀγάπη δέν μπορεῖ νά διαιρεθεῖ, δέν μπορεῖ νά χωριστεί στα δύο. Εἶναι χωρισμένες στην Παλαιά Διαθήκη, γιατί ἡ Διαθήκη αὐτή λειτουργοῦσε ὡς προπαρασκευαστικό σχολεῖο στο μάθημα τῆς ἀγάπης. Στο προπαρασκευαστικό σχολεῖο εἶναι χωρισμένα πράγματα πού ὀργανικά εἶναι ἑνιαῖα. Ὅταν ὁ ἑνωμένος και σαρκωμένος ὀργανισμός τῆς ἀγάπης ἀποκαλύφτηκε στον Κύριο Ἰησοῦ, τότε ξαφνικά αὐτός ὁ χωρισμός κι ἡ διαίρεση τῆς ἀγάπης ἦταν σά νά μήν ὑπῆρξε ποτέ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ σαρκωμένη Αγάπη τόσο πρός τό Θεό ὅσο καί πρός τόν ἄνθρωπο. Δέν ὑπάρχει ἀγάπη μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτήν σ’ ὁλόκληρο το σύμπαν, στο χρόνο ή στην αἰωνιότητα. Ἔτσι στον κόσμο ἦρθε μιά ἐντελῶς καινούργια αρχή αγάπης. Μια μοναδική εντολή γιά τήν ἀγάπη, πού θά μποροῦσε νά διατυπωθεῖ ὡς ἑξῆς: «Αγάπα τον Κύριο Ἰησοῦ, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, μέ ὅλη τήν καρδιά σου, μέ ὅλη τήν ψυχή σου, μέ ὅλη τή δύναμή σου καί μ’ ὅλη σου τη διάνοια. Αγάπησέ τόν ὅπως ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου. Μέ αὐτή τή μοναδική κι αδιαίρετη ἀγάπη, θ’ ἀγαπήσεις καί τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο».
Θνητέ ἄνθρωπε! Ξέχνα την ψεύτικη ἐλπίδα πώς εἶναι δυνατό ν’ αγαπήσεις ποτέ τό Θεό, χωρίς τό Χριστό ἤ χώρια ἀπό Ἐκεῖνον. Μήν παρασύρεσαι ἀπό τό ψέμα πώς θα μπορέσεις ν’ ἀγαπήσεις ποτέ τόν ἄνθρωπο χωρίς τό Χριστό ή χώρια από Ἐκεῖνον. Ὁ Χριστός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ἔσκυψε πάνω σου, ὅταν ἤσουν πληγωμένος κι ἄρρωστος. Κοίταξε το πρόσωπό Του γιά νά γνωρίσεις τήν πρωταρχική σου εἰκόνα. Κοίταξε τό μεγαλύτερο και κοντινότερο πλησίον και συγγενή σου. Μόνο μέσα ἀπό Ἐκεῖνον μπορεῖς νά γίνεις πραγματικός συγγενής τοῦ Θεοῦ καί στοργικός συγγενής τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν συνειδητοποιήσεις τη συγγένεια πού ἔχεις μαζί Του, κάθε ἄλλη συγγένεια στή γῆ θα σοῦ φανεῖ σάν σκιά, σάν μιά χλωμή εἰκόνα τῆς ἀληθινῆς κι ἀθάνατης συγγένειας. Τότε θά πᾶς καί θά κάνεις ὅ,τι ἔκανε κι Ἐκεῖνος. Θά δεῖς τούς ἄπορους καί τούς ἐνδεείς, τούς θλιμμένους, τους γυμνούς, τους πληγωμένους, τούς δαρμένους που κείτονται «παρά τήν ὁδόν». Θά τούς δεῖς ὅλους σαν συγγενείς, στενότερους ἀπό τούς ἄλλους συγγενεῖς σου. Καί τότε θά σκύψεις πάνω τους, ὄχι τόσο χαμηλά ὅσο Ἐκεῖνος. Θα δέσεις τις πληγές τους μέ τούς ἐπιδέσμους Του καί θά τούς ἀλείψεις μέ τό λάδι καί τό κρασί Του.
Ἡ παραβολή αυτή, ἀπό τήν ὁποία ὁ νομικός κατάλαβε και χρησιμοποίησε ἕνα πολύ μικρό μέρος, περιέχει μέσα της ολόκληρη τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν ἀρχή ως το τέλος, καθώς κι ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς σωτηρίας μας, ἀπό τήν ἀρχὴ ὥς τό τέλος. Μ’ αὐτήν ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει πώς μόνο μαζί Του μποροῦμε να γίνουμε φίλοι και συγγενεῖς τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο η συγγένεια τοῦ Χριστοῦ μᾶς φέρνει κοντά σε κάθε ἄλλη συγγένεια, ὅπου μᾶς καλεῖ ἡ γέννηση κι ὁ κύκλος μας. Μᾶς καλεῖ νά τόν ἀγαπήσουμε βαθιά, μέ μιά ἀγάπη πού μᾶς φωτίζει μπροστά σε Θεό καί ἀνθρώπους, ἀκόμα καί στούς εχθρούς μας. Ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς μόνο ἔτσι εἶναι δυνατή, μόνο ἀπό τήν ἴδια τήν πηγή τῆς ἀγάπης, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, το Θεάνθρωπο καί Σωτήρα μας.
Δόξα καί αἶνος στόν Κύριο καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.