ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (18/8/2024)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Α΄προς Κορινθίους, κεφάλαιο Α΄, εδάφια 10-17
10 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. 11 Ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι.
12 Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ ᾿Απολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. 13 Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; Ἤ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; 14 Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, 15 ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. 16 Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. 17 Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν.Τρεμπέλα
10 Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να ομολογείτε όλοι την ίδια πίστη και να μην υπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις˙ αλλά να είστε αρμονικά ενωμένοι, με τα ίδια φρονήματα όλοι σας και με τις ίδιες γνώμες και αποφάσεις. 11 Και σας κάνω την προτροπή αυτή, διότι πληροφορήθηκα για σας, αδελφοί μου, από το σπιτικό της Χλόης, ότι υπάρχουν μεταξύ σας φιλονικίες. 12 Και με αυτό που λέω εννοώ αυτό, ότι καθένας από σας λέει με καύχηση: «Εγώ είμαι του Παύλου». «Εγώ όμως», λέει ο άλλος, «είμαι θαυμαστής και μαθητής του Απολλώ». Και ένας τρίτος λέει: «Εγώ ανήκω στον Κηφά». Κι άλλος πάλι ισχυρίζεται: «Εγώ είμαι του Χριστού». Έγιναν έτσι ομάδες και μερίδες διάφορες.
13 Έχει κομματιαστεί σε διάφορα τμήματα λοιπόν ο Χριστός; Απευθύνομαι σε όσους λένε: «Εμείς είμαστε του Παύλου», και τους ρωτώ: Μήπως ο Παύλος σταυρώθηκε για την σωτηρία σας; Ή μήπως βαπτιστήκατε στο όνομα του Παύλου, ώστε να ανήκετε πλέον σε αυτόν; 14 Καθώς βλέπω τώρα ποια κατάχρηση του ονόματός μου κάνετε, ευχαριστώ τον Θεό, διότι προνόησε να μη βαπτίσω αυτοπροσώπως κανέναν από σας, εκτός από τον Κρίσπο και τον Γάιο. 15 Κι έτσι τώρα δεν μπορεί κανείς να πει ότι στο δικό μου όνομα βάπτισα. 16 Βάπτισα επίσης και την οικογένεια του Στεφανά. Εκτός απ’ αυτούς, δεν γνωρίζω αν βάπτισα κανέναν άλλον. 17 Και δεν έκανα κύριο έργο μου το βάπτισμα, διότι ο Χριστός δεν μου ανέθεσε την διακονία του Αποστόλου για να βαπτίζω, πράγμα που μπορεί να κάνει κι ένας απλός λειτουργός˙ αλλά με απέστειλε ο Θεός να κηρύττω το Ευαγγέλιο. Και να το κηρύττω όχι με ανθρώπινη τέχνη και απατηλά επιχειρήματα, για να παρουσιάζεται η διδασκαλία μου σοφή και λαμπρή, αλλά να το κηρύττω έτσι ώστε να μη χάσει τη θεία του δύναμη το κήρυγμα για τον σταυρικό θάνατο του Χριστού.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Κατά Ματθαίον, κεφάλαιο ΙΔ΄, εδάφια 14-22
14 Καὶ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. 15 Ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. 16 Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. 17 Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. 18 Ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. 19 Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. 20 Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. 21 Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. 22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
14 Όταν λοιπόν ο Ιησούς βγήκε από το ερημικό καταφύγιό Του, είδε πολύ λαό, και τους σπλαχνίσθηκε και θεράπευσε τους αρρώστους τους. 15 Καθώς όμως πλησίαζε να βραδιάσει, Tον πλησίασαν οι μαθητές Του και Του είπαν: «Είναι έρημος ο τόπος και η ώρα πλέον πέρασε. Δώσε διαταγή να διαλυθούν τα πλήθη του λαού, για να πάνε στα χωριά και να αγοράσουν για τους εαυτούς τους τροφές να φάνε». 16 Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Δεν είναι ανάγκη να φύγουν και να αγοράσουν τρόφιμα. Δώστε τους εσείς να φάνε». 17 Αλλά εκείνοι Του είπαν: «Δεν έχουμε εδώ τίποτε άλλο, παρά μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια». 18 Ο Κύριος τότε είπε: «Φέρτε τά μου εδώ». 19 Και αφού παρακίνησε τα πλήθη του λαού να ανακλιθούν στην πρασινάδα, πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σήκωσε τα μάτια Του στον ουρανό και ευχαρίστησε και επικαλέστηκε τον Πατέρα Του. Και αφού έκοψε τα ψωμιά, τα έδωσε στους μαθητές και οι μαθητές στα πλήθη του λαού. 20 Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν, και μάζεψαν όσα κομμάτια είχαν περισσέψει, δώδεκα δηλαδή κοφίνια γεμάτα. 21 Εκείνοι μάλιστα που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να συνυπολογίζονται στον αριθμό αυτόν οι γυναίκες και τα παιδιά. 22 Και αμέσως ο Ιησούς, για να μην παρασυρθούν οι μαθητές Του από τον ενθουσιασμό του πλήθους που ήθελε να Τον ανακηρύξει βασιλιά, τους ανάγκασε να μπουν στο πλοίο και να περάσουν πριν απ’ Αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ωσότου Αυτός διαλύσει τα πλήθη του λαού.
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Α΄Κορ.1,10-17]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ(:Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να ομολογείτε όλοι την ίδια πίστη και να μην υπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις, αλλά να είστε αρμονικά ενωμένοι με τα ίδια φρονήματα όλοι σας και με τις ίδιες γνώμες και αποφάσεις)»[Α΄Κορ.1,10].
Αυτό ακριβώς που έλεγα πάντοτε, ότι δηλαδή οι επιπλήξεις πρέπει να γίνονται βαθμιαία και με ήρεμο τρόπο, τούτο κάνει εδώ και ο Παύλος· επειδή δηλαδή πρόκειται να εισέλθει σε θέμα, το οποίο είναι πλήρες πολλών κινδύνων και ικανό να καταστρέψει εκ θεμελίων την Εκκλησία, γράφει με περισσότερη πραότητα. Λέγει δηλαδή ότι τους παρακαλεί, και μάλιστα τους παρακαλεί δια του Χριστού, σαν ούτε αυτός μόνος του ο Παύλος να αρκούσε να τους απευθύνει αυτήν την παράκληση και να τους πείσει.
Και τι σημαίνει «Παρακαλῶ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»; Παίρνω ως σύμμαχο τον Χριστό και ως βοηθό το αδικημένο και υβρισμένο όνομά Του κατά τρόπο πολύ ελεγκτικό, ώστε να μην αρνηθούν αναίσχυντα να Τον ακούσουν· διότι η αμαρτία κάνει τους ανθρώπους θρασείς. Για τον λόγο αυτόν, αν μεν επιπλήξεις τον άνθρωπο κατευθείαν και έντονα, συνήθως τον καθιστάς σκληρό και αναίσχυντο· αν όμως τον κάνεις να ντραπεί, συνήθως κάμπτεις τον αυχένα του, ματαιώνεις την αθυροστομία του και τον κάνεις να σκύψει την κεφαλή από ντροπή. Τούτο ακριβώς εφαρμόζει και ο Παύλος και κατά πρώτον τους παρακαλεί δια του ονόματος του Χριστού.
Και τι είναι τέλος πάντων αυτό, για το οποίο τους παρακαλεί; «ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα(:να ομολογείτε όλοι την ίδια πίστη και να μην υπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις)»[Α΄Κορ.1,10]. Η έμφαση στη λέξη «σχίσμα» και ως λέξη και μόνο ήταν αρκετή για να τους θέσει υπό επίκριση· διότι με το σχίσμα δεν παράγονται πολλά ολόκληρα μέρη, αλλά χάνεται και το αρχικό ένα· διότι, εάν μεν υπήρχαν εκκλησίες ολόκληρες, πολλά θα ήταν τα συστήματα· εάν όμως υπάρχουν σχίσματα, αφανίζεται και το αρχικό ένα· διότι το ολόκληρο, όταν διαιρεθεί σε πολλά, όχι μόνο δεν γίνεται πολλά, αλλά καταστρέφεται και το ένα. Τέτοια είναι η φύση των σχισμάτων.
Κατόπιν, επειδή τους κατηγόρησε έντονα με το να χρησιμοποιήσει τη λέξη «σχίσμα», πάλι μετριάζει και πραΰνει τον λόγο του λέγοντας: «Ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ (:Να είστε αρμονικά ενωμένοι με τα ίδια φρονήματα όλοι σας και με τις ίδιες γνώμες και αποφάσεις)». Επειδή δηλαδή είπε: «ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε», «να μην νομίσετε»-λέγει-«ότι είπα πως η ομόνοια βρίσκεται μόνο στους λόγους· διότι επιζητώ τη συμφωνία που βρίσκεται στη σκέψη». Αλλά επειδή είναι δυνατόν να υπάρχει συμφωνία στη σκέψη, αλλά όχι σε όλα τα θέματα, για τον λόγο αυτόν πρόσθεσε και το «να είστε αρμονικά ενωμένοι με τα ίδια φρονήματα όλοι σας»· διότι εκείνος που σε ένα θέμα είναι ενωμένος, ενώ σε άλλο σκέπτεται διαφορετικά, δεν έχει ακόμη ενωθεί, ούτε έχει τελειοποιηθεί σε ομοφροσύνη.
Είναι δυνατόν να συμφωνεί κάποιος με τη σκέψη του, αλλά να μη συμφωνεί καθόλου με την εσωτερική του διάθεση, όπως π.χ. όταν ενώ έχουμε την ίδια πίστη, δεν είμαστε ενωμένοι κατά την αγάπη· έτσι δηλαδή ενωνόμαστε μεν ως προς τον νου- διότι έχουμε τις ίδιες σκέψεις- όχι όμως ακόμη ως προς την εσωτερική διάθεση. Αυτό ακριβώς συνέβη και τότε, διότι άλλος προτιμούσε τον τάδε, ενώ άλλος τον τάδε. Για τον λόγο αυτό λέγει ότι πρέπει να συμφωνούμε και κατά τη σκέψη και κατά την εσωτερική διάθεση· διότι τα σχίσματα δεν συνέβησαν λόγω των διαιρέσεων κατά την πίστη, αλλά λόγω των διαιρέσεων κατά την ψυχική διάθεση, εξαιτίας της τάσεως του ανθρώπου προς έριδες.
Ωστόσο, επειδή ο κατηγορούμενος αρνείται αναίσχυντα την ενοχή του, έως ότου δεν προσάγονται οι μάρτυρες, πρόσεξε πώς προσήγαγε μάρτυρες, επειδή δεν ήθελε να αρνηθούν· «ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης(:και σας κάνω την προτροπή αυτή, διότι πληροφορήθηκα για σας, αδελφοί μου, από το σπιτικό της Χλόης)». Και ούτε είπε αυτό ευθύς εξαρχής, αλλά προηγουμένως ανέφερε την κατηγορία, αφού είχε πιστέψει εκείνους που του την ανέφεραν· εάν δηλαδή δεν είχε συμβεί αυτό, ούτε καν θα διατύπωνε κατηγορία, διότι ο Παύλος δεν θα πίστευε εύκολα. Ούτε λοιπόν ευθύς εξαρχής είπε τι του αναφέρθηκε, για να μην φανεί ότι τους κατηγορεί εξαιτίας εκείνων, ούτε το αποσιώπησε, για να μη φανεί ότι η κατηγορία έχει αυτόν και μόνο ως πηγή.
Και πάλι τους ονομάζει «αδελφούς»· δηλαδή και αν ακόμη είναι φανερό το αμάρτημα, τίποτε δεν τον εμποδίζει να τους ονομάζει ακόμη αδελφούς. Πρόσεξε τη σύνεσή του, πως δεν ανέφερε μεμονωμένο το πρόσωπο της Χλόης, αλλά ολόκληρη την οικία, ώστε να μην τους καταστήσει εχθρούς του πληροφοριοδότη του· έτσι δηλαδή προστάτεψε εκείνον και συγχρόνως χωρίς φόβο αποκάλυψε την κατηγορία· διότι δεν απέβλεψε μόνο στο συμφέρον εκείνου, αλλά και το δικό τους συμφέρον· για τον λόγο αυτό δεν είπε «Μου αναφέρθηκε από κάποιους» αλλά αποκάλυψε και την οικία, ώστε να μη θεωρηθεί ότι μόνος του τα επινοεί. Τι αναφέρθηκε; «ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι (:ότι υπάρχουν μεταξύ σας αντιθέσεις και φιλονικίες)».Όταν λοιπόν τους επιτιμά, λέγει «ἵνα μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα(:να μην υπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα και διαιρέσεις)» αλλά, όταν ανακοινώνει τους λόγους άλλων, τους αναφέρει με ηπιότητα, λέγοντας: «ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι», ώστε να μη δημιουργήσει αντίθεση προς τους πληροφοριοδότες του.
Κατόπιν αναφέρει και το είδος της έριδας: «Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ(:Και με αυτό που λέω εννοώ αυτό, ότι καθένας από σας λέει με καύχηση: “Εγώ είμαι του Παύλου”· “Εγώ όμως”, λέει ο άλλος, “είμαι θαυμαστής και μαθητής του Απολλώ”. Και ο τρίτος λέει: “Eγώ ανήκω στον Κηφά”· και άλλος πάλι ισχυρίζεται: “Eγώ είμαι του Χριστού”. Έγιναν έτσι ομάδες και μερίδες διάφορες)». «Έριδες δηλαδή», λέγει, «δεν εννοώ τις διαφωνίες για ιδιωτικές υποθέσεις, αλλά τις σοβαρότερες από αυτές: «ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει». Η φθορά δηλαδή δεν επεκτάθηκε σε ένα μόνο μέρος, αλλά σε ολόκληρη την εκκλησία. Αν και δεν διαφωνούσαν για τον εαυτό του, ούτε για τον Πέτρο, ούτε για τον Απολλώ, αλλά όμως δείχνει ότι εάν δεν πρέπει να στηρίζονται σε αυτούς, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να στηρίζονται σε άλλους. Ότι δηλαδή ούτε για αυτούς διαφωνούσαν, λέγει στη συνέχεια στην επιστολή του: «Ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τὸ μὴ ὑπὲρ ὃ γέγραπται φρονεῖν, ἵνα μὴ εἷς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς φυσιοῦσθε κατὰ τοῦ ἑτέρου(:Και αυτά που σας είπα, αδελφοί, τα μετέτρεψα ώστε να ταιριάζουν στον εαυτό μου και στον Απολλώ για την δική σας ωφέλεια. Για να μάθετε με το παράδειγμά μου να μην σχηματίζετε φρόνημα περισσότερο από εκείνο που είναι γραμμένο και μας παραγγέλλει η Αγία Γραφή, για να μην καυχιέστε και υπερηφανεύεστε ο ένας μαθητής, επειδή έχει αρχηγό και διδάσκαλο κάποιον εναντίον του άλλου μαθητή που έχει αρχηγό και διδάσκαλο κάποιον άλλο)»[Α΄Κορ.4,6]· διότι, εάν δεν έπρεπε να ιδιοποιούνται τον διδάσκαλο, τον πρώτο των αποστόλων, ο οποίος κατήχησε τόσο λαό, πολύ περισσότερο δεν έπρεπε εκείνους που δεν είχαν καμία αξία. Επειδή λοιπόν επείγεται να απαλλάξει αυτούς από την ασθένεια, χρησιμοποιεί αυτά τα ονόματα. Άλλωστε κάνει τον λόγο του και λιγότερο δυσάρεστο με το να μην αναφέρει ονομαστικά αυτούς που διαιρούν την Εκκλησία, αλλά τους κρύπτει χρησιμοποιώντας ως πρόσωπα τα ονόματα των αποστόλων: «Ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ».
Ανάφερε τον Πέτρο τελευταίο όχι διότι θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο από εκείνον, αλλά απεναντίας, διότι τον Πέτρο τον θεωρούσε πολύ ανώτερο από τον εαυτό του. Προχώρησε δηλαδή τον λόγο του κατά αύξουσα σημασία, για να μη θεωρηθεί ότι το κάνει αυτό από φθόνο και αφαιρέσει από εκείνους την τιμή λόγω βασκανίας. Για τον λόγο αυτόν έχει θέσει τον εαυτό του και πρώτο. Εκείνος δηλαδή που πρώτος αποδοκιμάζει τον εαυτό του, δεν το κάνει, διότι ποθεί τιμή, αλλά διότι τελείως περιφρονεί την δόξα του είδους αυτού. Δέχεται λοιπόν ο ίδιος όλη την επίθεση και μετά αναφέρει τον Απολλώ και στη συνέχεια τον Κηφά. Δεν έκανε βεβαίως αυτό εξυψώνοντας τον εαυτό του, αλλά σε θέματα που δεν έπρεπε να δημιουργηθούν, επιχειρεί τη διόρθωση κατά πρώτον με το δικό του πρόσωπο. Είναι βεβαίως φανερό ότι αμάρταναν όσοι συνέτασσαν τους εαυτούς τους με τον τάδε και τον τάδε, και καλώς τους κατηγόρησε λέγοντας ότι δεν ενεργούν σωστά λέγοντας «ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ».
Για ποιον λόγο πρόσθεσε το «ἐγὼ δὲ Χριστοῦ(:“Εγώ είμαι μαθητής του Χριστού”)»; Διότι εάν αμάρταναν όσοι συνέτασσαν τους εαυτούς τους με ανθρώπους, δεν αμάρταναν βεβαίως και όσοι αφιέρωναν τους εαυτούς τους στον Χριστό. Αλλά δεν κατηγορούσε αυτό, το ότι δηλαδή ιδιοποιούνταν τον Χριστό, αλλά ότι δεν Τον ιδιοποιούνταν όλοι μόνο Αυτόν. Νομίζω ότι ο ίδιος από δική του σκέψη έχει προσθέσει αυτό, επειδή ήθελε να παρουσιάσει βαρύτερο το αμάρτημα και έτσι να δείξει ότι ακόμη και ο Χριστός περιορίστηκε σε ένα μόνο μέρος των Χριστιανών, αν και εκείνοι δεν έπρατταν ακριβώς έτσι· διότι με τους εξής λόγους φανέρωσε ότι έκανε τέτοια νύξη: «Μεμέρισται ὁ Χριστός;(: Έχει κομματιαστεί ο Χριστός;)». Αυτό που λέγει σημαίνει: «Κατακομματιάσατε τον Χριστό και διαιρέσατε το σώμα Του». Βλέπεις θυμό, βλέπει επίπληξη, βλέπεις λόγο γεμάτο από αγανάκτηση; Όταν δηλαδή δεν φέρει αποδείξεις, αλλά ερωτά μόνο, το κάνει διότι είχαν πλέον ομολογήσει το άτοπο. Μερικοί ισχυρίζονται ότι ο Παύλος υπονοεί και κάτι άλλο με το να λέγει: «Μεμέρισται ὁ Χριστός;(:Έχει κομματιαστεί ο Χριστός;)»· δηλαδή χώρισε και διαμοίρασε την εκκλησία με τους ανθρώπους και πήρε ο ίδιος ένα τμήμα, ενώ άλλο τμήμα έδωσε σε εκείνους.
Στη συνέχεια εργάζεται για την εκρίζωση του κακού λέγοντας: «Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;(:Απευθύνομαι σε όσους λένε: “Εμείς είμαστε του Παύλου”, και τους ρωτώ: Μήπως ο Παύλος σταυρώθηκε για τη σωτηρία σας; Ή μήπως βαπτιστήκατε στο όνομα του Παύλου, ώστε να ανήκετε πλέον σε αυτόν;)»[Α΄Κορ.1,13].
Πρόσεξε την φιλόχριστο σκέψη, ότι τα πάντα τα αναφέρει στο δικό του όνομα, δείχνοντας πληρέστατα ότι σε κανέναν άνθρωπο δεν ανήκει αυτή η τιμή· και για να μη φανεί ότι τα λέγει αυτά κινούμενος από φθόνο, για τον λόγο αυτόν συνεχώς επαναφέρει τον εαυτό του. Και πρόσεξε τη σύνεση· δεν είπε δηλαδή: «Μήπως ο Παύλος δημιούργησε τον κόσμο; Μήπως ο Παύλος σας έδωσε ζωή;», αλλά τονίζει μόνο όσα είναι για τους πιστούς εξαίρετα και χρειάζονται πολλή επιμέλεια, δηλαδή τον σταυρό και το βάπτισμα και τα αγαθά που απορρέουν από αυτά· διότι την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο την δείχνει μεν και η δημιουργία του κόσμου, προπαντός όμως η συγκατάβαση δια του σταυρού.
Και δεν είπε: «Μήπως ο Παύλος πέθανε για σας;», αλλά «μήπως ο Παύλος σταυρώθηκε για σας;», προσδιορίζοντας το είδος του θανάτου· «ή στο όνομα του Παύλου βαπτιστήκατε;»· και δεν είπε «Μήπως ο Παύλος σας βάπτισε;», διότι βάπτισε πολλούς· αλλά δεν ήταν αυτό το ζητούμενο, δηλαδή από ποιον βαπτίστηκαν, αλλά στο όνομα τίνος βαπτίστηκαν. Επειδή δηλαδή και τούτο έγινε αίτιο σχισμάτων, το να ονομάζονται οι πιστοί από το όνομα εκείνων που τους βάπτισαν, διορθώνει και αυτό λέγοντας: «Μήπως βαπτιστήκατε στο όνομα του Παύλου;». «Μη μου πεις δηλαδή», λέγει, “ποιος σε βάπτισε, αλλά στο όνομα Τίνος βαπτίστηκες»· ζητείται δηλαδή όχι εκείνος που βάπτισε, αλλά Εκείνος τον Οποίο επικαλούνται στο βάπτισμα· διότι Αυτός συγχωρεί τα αμαρτήματα.
Μέχρις αυτού του σημείου μίλησε πάνω σε αυτό και δεν προχώρησε πλέον στη συνέχεια· διότι δεν λέγει: «Μήπως ο Παύλος σας υποσχέθηκε τα μελλοντικά αγαθά; Μήπως ο Παύλος σας υποσχέθηκε βασιλεία των ουρανών;».Γιατί λοιπόν δεν προσθέτει και αυτά; Διότι το να υποσχεθείς βασιλεία δεν είναι ίσο με το να σταυρωθείς· το πρώτο μεν ούτε κίνδυνο περιείχε ούτε έφερε αισχύνη, το δεύτερο όμως τα είχε όλα αυτά· άλλωστε και εκείνα τα αποδεικνύει από αυτά· αφού είπε δηλαδή «ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;(:Αυτός ο Οποίος δεν λυπήθηκε τον ίδιο τον Μονογενή Υιό Του, αλλά για χάρη όλων μας Τον παρέδωσε σε θάνατο, πώς δεν θα μας χαρίσει μαζί με Αυτόν και όλες τις χάριτες που είναι απαραίτητες για τη σωτηρία μας; Αφού χάρισε σε μας τον Υιό Του, δεν θα μας χαρίσει και όλα τα άλλα που χρειαζόμαστε για να σωθούμε;)» [Ρωμ.8,32], πρόσθεσε: «Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ(:διότι εάν συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό με τον θάνατο του Υιού Του όταν ήμασταν εχθροί, πολύ περισσότερο τώρα που συμφιλιωθήκαμε θα σωθούμε διαμέσου του Χριστού, ο Οποίος δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να πεθάνει, αλλά ζει ένδοξος στους ουρανούς ως μεσίτης δικός μας)»[Ρωμ. 5,10]. Για τον λόγο αυτόν δεν πρόσθεσε εκείνα και διότι άλλα μεν δεν τα κατείχαν ακόμη, ενώ άλλα τα είχαν γευθεί· άλλα μεν ήταν ακόμη υποσχέσεις, άλλα όμως ήσαν πλέον γεγονότα.
«Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον (:Καθώς βλέπω τώρα ποια κατάχρηση του ονόματός μου κάνετε, ευχαριστώ τον Θεό, διότι προνόησε να μη βαπτίσω αυτοπροσώπως κανέναν από εσάς, εκτός από τον Κρίσπο και τον Γάιο)»[Α΄Κορ. 1,14]. «Γιατί μεγαλοφρονείτε για το ότι βαπτίζετε, ενώ εγώ απεναντίας ευχαριστώ τον Θεό επειδή δεν το έκανα αυτό;». Και λέγοντας αυτά, αφαιρεί με επιμέλεια την αλαζονεία για την εκτέλεση του βαπτίσματος, όχι τη δύναμη του βαπτίσματος– μη γένοιτο- αλλά τη μωρία όσων μεγαλοφρονούσαν για το βάπτισμα, πρώτα μεν με το να δείχνει ότι δεν είναι δικό του δώρο και δεύτερο με το να ευχαριστεί τον Θεό για αυτό· διότι είναι μεν το βάπτισμα μέγα, αλλά το καθιστά μέγα όχι αυτός που βαπτίζει αλλά Εκείνος που καλεί στο βάπτισμα· το βάπτισμα βεβαίως απαιτεί σημαντικό ανθρώπινο κόπο, αλλά είναι πολύ ευκολότερο από τον ευαγγελισμό. Είναι δηλαδή μέγα μεν το βάπτισμα -το επαναλαμβάνω- και χωρίς το βάπτισμα είναι αδύνατον να επιτύχει ο άνθρωπος τη Βασιλεία· αλλά αυτό δύναται να το πραγματοποιήσει και άνθρωπος που δεν είναι πολύ γενναίος, ο ευαγγελισμός όμως χρειάζεται πολύ κόπο.
Λέει επίσης και την αιτία, για την οποία ευχαριστεί ότι κανέναν δεν βάπτισε. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Λέει: «ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. Και έτσι τώρα δεν μπορεί κανείς να πει ότι στο δικό μου όνομα βάπτισα)» [Α΄Κορ. 1,15]. Έλεγαν λοιπόν αυτό για εκείνους; Καθόλου; «Αλλά φοβούμαι», λέγει, «μήπως το νόσημα προχωρήσει μέχρις αυτού του σημείου. Εάν δηλαδή έχει γίνει εκλογή μεταξύ ευτελών ανθρώπων που βαπτίζουν χωρίς οι ίδιοι να έχουν καμία αξία, εάν εγώ που κήρυξα το βάπτισμα βάπτισα πολλούς, θα ήταν φυσικό αυτοί αφού συνενωθούν όχι μόνο να ονομάζονται από το όνομά μου, αλλά και να ταυτίζουν το βάπτισμα με εμένα»· διότι εάν προκλήθηκε τόσο μεγάλο κακό από δευτερεύοντα θέματα, ίσως θα δημιουργούνταν χειρότερες καταστάσεις από σοβαρότερες αιτίες.
Αφού λοιπόν έλεγξε όσους είχαν αμαρτήσει στο θέμα αυτό και αφού πρόσθεσε: «Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον(:Βάπτισα επίσης και την οικογένεια του Στεφανά)», πάλι ελαττώνει την αλαζονεία τους λέγοντας: «Λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα (:Εκτός από αυτούς, δεν γνωρίζω αν βάπτισα κανέναν άλλον)»[Α΄Κορ.1,16]· εδώ δηλαδή δείχνει ότι καθόλου δεν τον ενδιέφερε το να τον τιμούν οι πολλοί· για τον λόγο αυτόν ούτε βάπτιζε για να αποκτήσει δόξα.
Και όχι μόνο αυτά, αλλά και με τα εξής περιορίζει πολύ την ένταση της ασθένειάς τους, λέγοντας: «Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι (:Και δεν έκανα κύριο έργο μου το βάπτισμα, διότι ο Χριστός δεν μου ανέθεσε τη διακονία του Αποστόλου για να βαπτίζω, πράγμα που μπορεί να κάνει και ένας απλός λειτουργός· αλλά με απέστειλε ο Θεός να κηρύττω το Ευαγγέλιο)»[Α΄Κορ. 1,17]. Αυτό δηλαδή ήταν το πλέον επίπονο που ήθελε πολύ μόχθο και σιδηρά ψυχή και το οποίο περιλάμβανε τα πάντα· για τον λόγο αυτόν και ο Παύλος αυτό το έργο αναλάμβανε.
Και για ποιο λόγο βάπτιζε, ενώ δεν απεστάλη να βαπτίζει; Το έκανε όχι εναντιούμενος προς Εκείνον που τον απέστειλε, αλλά από περίσσεια ζήλου· διότι δεν είπε ότι του είχε απαγορευθεί να βαπτίζει, αλλά ότι δεν απεστάλη αποκλειστικά για το έργο αυτό, αλλά γι’ αυτό που ήταν το πλέον αναγκαίο· ο ευαγγελισμός δηλαδή θα μπορούσε να είναι έργο ίσως ενός ή δύο ανθρώπων, ενώ το βάπτισμα μπορούσε να το κάνει οποιοσδήποτε είχε την ιεροσύνη· το να πάρει δηλαδή κανείς έναν κατηχούμενο που είχε πειστεί στα της πίστεως και να τον βαπτίσει θα είχε τη δυνατότητα να το κάνει οποιοσδήποτε· διότι η βούληση εκείνου που προσερχόταν στην πίστη και η χάρη του Θεού εργάζονται στη συνέχεια τα πάντα· όταν όμως πρέπει να κατηχήσει κανείς απίστους, χρειάζεται πολύς κόπος και πολλή σοφία· τότε μάλιστα διέτρεχε κανείς και κίνδυνο.
Στο βάπτισμα δηλαδή έχει ήδη συντελεστεί όλη η προεργασία και έχει πειστεί αυτός που πρόκειται να βαπτιστεί και δεν είναι καθόλου δύσκολο το να βαπτίσει κάποιος έναν που πείστηκε· η κατήχηση όμως έχει πολύ κόπο, ώστε να μεταπείσει κανείς τη βούληση, να μεταβάλει τον νου, να αναταράξει την πλάνη, να εμφυτεύσει καλώς την αλήθεια. Αυτά όμως δεν τα λέει χωρίς λόγο, ούτε επινοεί και ισχυρίζεται ότι το βάπτισμα δεν έχει κανέναν κόπο, αλλά η κατήχηση· διότι γνωρίζει πάντοτε να τηρεί το μέτρο, αλλά κατά τη σύγκριση της πίστεως με την κοσμική σοφία απευθύνει έντονες ερωτήσεις όπου μπορούσε να χρησιμοποιήσει ορμητικότερο λόγο.
Δεν βάπτιζε λοιπόν εναντιούμενος σε Εκείνον που τον έστειλε, αλλά όπως ακριβώς στην περίπτωση των χηρών, ενώ οι απόστολοι είπαν «Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις (:Δεν μας φαίνεται σωστό να αφήσουμε εμείς το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να υπηρετούμε σε τραπέζια φαγητού)» [Πράξ.6,2], εργάστηκε χειρωνακτικά όχι από αντίθεση προς εκείνους, αλλά ενεργώντας από περίσσεια ζήλου, έτσι και στην περίπτωση αυτήν.
Εξάλλου και τώρα στους μεν απλοϊκότερους από τους πρεσβύτερους αναθέτουμε αυτό, ενώ τη διδασκαλία την αναθέτουμε στους περισσότερο μορφωμένους, διότι εκεί υπάρχει ο κόπος και ο ιδρώτας· για τον λόγο αυτόν και ο ίδιος λέγει: «Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ(:Όσοι από εκείνους που έχουν το αξίωμα του πρεσβυτέρου είναι καλοί προεστοί και κοπιάζουν για το ποίμνιο, είναι άξιοι να ανταμείβονται διπλά για τη συντήρησή τους. Προπαντός εκείνοι που κοπιάζουν στο κήρυγμα και τη διδασκαλία)» [Α΄Τιμ. 5,17]. Όπως ακριβώς δηλαδή η διδασκαλία της πάλης είναι έργο γενναίου ανδρός και σοφού παιδοτρίβη, το να στεφανωθεί όμως ο νικητής είναι έργο και εκείνου ακόμη που δεν μπορεί να παλεύει, αν και βέβαια ο στέφανος καθιστά λαμπρότερο τον νικητή, έτσι και σχετικά με το βάπτισμα: είναι δηλαδή αδύνατον να σωθεί κανείς χωρίς αυτό, εκείνος όμως που βαπτίζει δεν κάνει καθόλου δύσκολο έργο, διότι λαμβάνει προετοιμασμένη τη βούληση.
«Οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ (:Και να το κηρύττω όχι με ανθρώπινη τέχνη και απατηλά επιχειρήματα, για να παρουσιάζεται η διδασκαλία μου σοφή και λαμπρή, αλλά να το κηρύττω έτσι ώστε να μη χάσει την θεία του δύναμη το κήρυγμα για τον σταυρικό θάνατο του Χριστού)»[Α΄Κορ.1,17]. Αφού κατέστειλε την αλαζονεία όσων μεγαλοφρονούσαν για το ότι βάπτιζαν, στη συνέχεια ασχολείται με όσους κόμπαζαν για την κοσμική σοφία τους και οπλίζεται περισσότερο εναντίον τους· διότι προς μεν όσους υπερηφανεύονταν για το ότι βάπτιζαν έλεγε «Ευχαριστώ επειδή κανέναν δεν βάπτισα» και ότι «δεν με απέστειλε ο Χριστός για να βαπτίζω», και δεν ομίλησε ούτε με σφοδρότητα, ούτε με νέα επιχειρήματα, αλλά παρέκαμψε το θέμα, αφού απλώς έθιξε όσα ήθελε με λίγες λέξεις· εδώ όμως από το προοίμιο ακόμη επιτίθεται με σφοδρότητα λέγοντας «ώστε να μη χάσει τη θεία του δύναμη το κήρυγμα για τον σταυρικό θάνατο του Χριστού». Γιατί λοιπόν μεγαλοφρονείς για θέμα για το οποίο έπρεπε να ντρέπεσαι;
Εάν δηλαδή η σοφία αυτή πολεμάει τον σταυρό και μάχεται τα ευαγγέλια, δεν πρέπει να επαίρεσαι για αυτήν, αλλά αντίθετα να αισθάνεσαι ντροπή· διότι η αιτία για την οποία οι απόστολοι δεν υπήρξαν κατά κόσμον σοφοί δεν είναι η αδυναμία του χαρίσματος, αλλά η πρόνοια να μη αποβεί αυτό σε βάρος του κηρύγματος. Επομένως εκείνοι δεν καλλιεργούσαν τον ρητορικό λόγο, αλλά αντιθέτως παραβίαζαν τους κανόνες του· οι ιδιώτες ήσαν εκείνοι που τον ενίσχυαν. Η πρόνοια αυτή δύναται να καταδικάσει την αλαζονεία, να αναχαιτίσει την ασθένεια, να πείσει για μετριοφροσύνη.
«Και αν είναι αληθές ότι δεν κήρυτταν με κοσμική σοφία λόγου, για ποιο λόγο έστειλαν τον Απολλώ, που ήταν λόγιος;» θα έλεγε κάποιος. Τον έστειλαν όχι διότι είχαν εμπιστοσύνη στη δύναμη των λόγων του, αλλά διότι ήταν πολύ καταρτισμένος στις Γραφές και έλεγχε τους Ιουδαίους. Αντίθετα, άλλο επιδίωκαν, το να μην είναι δηλαδή λόγιοι οι ηγέτες και όσοι έσπειραν πρώτοι τον λόγο· διότι αυτοί χρειάζονταν πολλή δύναμη, ώστε ευθύς εξαρχής να απωθήσουν την πλάνη και στην αρχή αυτής της προσπάθειας χρειαζόταν πολλή δύναμη.Αυτός λοιπόν που δεν χρειάστηκε μορφωμένους στην αρχή, εάν κατόπιν γνώριζε λογίους, δεν θα ήταν κάτι που θα το χρειαζόταν, αλλά κάτι που δεν θα του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση· όπως δηλαδή δεν χρειαζόταν σοφούς, για να κατορθώσει όσα ήθελε, έτσι ούτε θα τους απέκλειε γι΄αυτόν τον λόγο, εάν κατόπιν τους είχε.
Εσύ λοιπόν απόδειξέ μου το εξής, εάν δηλαδή ο Πέτρος και ο Παύλος ήσαν λόγιοι· δεν θα μπορούσες διότι ήσαν κοινοί και αγράμματοι άνθρωποι. Λοιπόν όπως ακριβώς ο Χριστός, όταν έστελνε τους μαθητές Του στην οικουμένη, αφού προηγουμένως τους έδειξε την δύναμή Του στην Παλαιστίνη και αφού τους είπε: «Ὃτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε; Οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός(:Όταν στην πρώτη σας περιοδεία σάς έστειλα χωρίς χρήματα και χωρίς ταξιδιωτικό σάκο και υποδήματα, μήπως στερηθήκατε τίποτε;” Και αυτοί απάντησαν: “Όχι. Δεν στερηθήκαμε τίποτε”)»[Λουκά 22,35], τότε στην συνέχεια τους επέτρεψε να έχουν και σάκο και βαλάντιο· το ίδιο έκανε και εδώ· ο αντικειμενικός δηλαδή σκοπός ήταν να δειχθεί η δύναμη του Χριστού και όχι εξαιτίας της κοσμικής σοφίας να αποκλείονται της πίστεως οι προσερχόμενοι.
Όταν λοιπόν οι Έλληνες κατηγορήσουν τους μαθητές ως απλοϊκούς, εμείς τους κατηγορούμε περισσότερο από εκείνους. Και ας μη λέγει κανείς ότι ο Παύλος ήταν σοφός· αλλά ενώ εξαίρουμε τους δικούς τους μεγάλους που θαυμάστηκαν για την σοφία και την ευγλωττία τους, ας λέμε ότι όλοι οι δικοί μας υπήρξαν κοινοί άνθρωποι, διότι και σε αυτό το σημείο θα υπερισχύσουμε αυτών, και έτσι η νίκη μας θα είναι λαμπρή.
Τα είπα αυτά, επειδή κάποτε άκουσαν κάποιον Χριστιανό να συζητεί με έναν Έλληνα κατά τρόπο γελοίο και στον αγώνα τους ο καθένας από αυτούς εξουδετέρωνε τα ίδια τα επιχειρήματά του· διότι όσα έπρεπε να πει ο Χριστιανός, αυτά τα έλεγε ο Έλληνας και όσα ήταν φυσικό να πει ο Έλληνας, αυτά τα προέβαλλε ο Χριστιανός. Η συζήτηση δηλαδή ήταν για τον Παύλο και τον Πλάτωνα και ο μεν Έλληνας προσπαθούσε να αποδείξει ότι ο Παύλος ήταν αμαθής και απλοϊκός, ο δε Χριστιανός από αφέλεια προσπαθούσε να παρουσιάσει ότι ο Παύλος ήταν λογιότερος του Πλάτωνα. Και έτσι νικητής ήταν ο Έλληνας, διότι ο λόγος του ήταν ισχυρότερος· εάν δηλαδή ο Παύλος ήταν λογιότερος του Πλάτωνα, θα ήταν επόμενο πολλοί να υποστηρίζουν ότι υπερίσχυσε όχι με τη χάρη, αλλά με την ευγλωττία· ώστε τα όσα έλεγε ο Χριστιανός ήσαν υπέρ του Έλληνα και ό,τι έλεγε ο Έλληνας ήταν υπέρ του Χριστιανού· εάν δηλαδή ο Παύλος ήταν απαίδευτος και όμως υπερίσχυσε του Πλάτωνα- πράγμα που το υποστήριζαν- η νίκη ήταν λαμπρή διότι ο αμαθής, όταν συνάντησε όλους τους μαθητές Εκείνου, τους έπεισε και τους κέρδισε. Και έτσι είναι φανερό ότι το κήρυγμα δεν έχει γίνει με την ανθρώπινη σοφία, αλλά με την χάρη του Θεού.
Για να μην παθαίνουμε λοιπόν αυτά και να μη μας περιγελούν, όταν έτσι συζητάμε με Έλληνες και αγωνιζόμαστε εναντίον τους, ας κατηγορούμε τους αποστόλους ως αμαθείς, διότι η κατηγορία αυτή είναι εγκώμιο. Και όταν εκείνοι πουν ότι οι απόστολοι ήταν αγροίκοι, ας προσθέσουμε και εμείς και ας πούμε ότι ήσαν και αμαθείς και αγράμματοι και πτωχοί και ευτελείς και ασύνετοι και αφανείς. Αυτά δεν είναι βλασφημία για τους αποστόλους, αλλά δόξα, το ότι τέτοιοι άνθρωποι αποδείχτηκαν λαμπρότεροι όλης της οικουμένης. Αυτοί δηλαδή οι απλοϊκοί και αγροίκοι και αμαθείς κατανίκησαν τους σοφούς και δυνατούς και τους τυράννους και όσους κόμπαζαν για τον πλούτο και τη δόξα και όλα τα εξωτερικά, τους εξουδετέρωσαν πλήρως σαν να μην ήσαν άνδρες. Έτσι έγινε φανερό ότι η δύναμη του σταυρού είναι μεγάλη και ότι αυτά δεν γίνονταν με ανθρώπινη ισχύ. Τα όσα συνέβησαν και κατορθώθηκαν δεν ήσαν φυσικά, αλλά υπερέβαιναν την φύση· και όταν κάτι γίνει παρά τη φύση, και μάλιστα πάρα πολύ παρά τη φύση, και συγχρόνως είναι πρέπον και ωφέλιμο, είναι σαφές ότι τούτο γίνεται με κάποια θεϊκή δύναμη και βοήθεια.
Και πρόσεξε το εξής: ο ψαράς, ο σκηνοποιός, ο τελώνης, ο απλοϊκός, ο αγράμματος, ήλθαν από την Παλαιστίνη, μια μακρινή χώρα, και αφού απώθησαν από την ίδια τους τη χώρα τους φιλοσόφους, τους ρήτορες, τους δεινούς ομιλητές, εντός ολίγου χρόνου και με πολλούς κινδύνους τους νίκησαν, αν και τους επιτίθεντο λαοί και βασιλείς, η ίδια η φύση τους μαχόταν, αν και η παλαιότητα του χρόνου και η πολλή συνήθεια με σφοδρότητα τους ανταγωνίζονταν, αν και οι δαίμονες ήσαν οπλισμένοι και ο διάβολος είχε παραταχτεί και κινούσε εναντίον τους τα πάντα, βασιλείς, άρχοντες, λαούς, έθνη, πόλεις, βαρβάρους, εθνικούς, φιλοσόφους, ρήτορες, σοφιστές, δικηγόρους, νόμους, δικαστήρια, ποικίλες τιμωρίες, αναρίθμητους και παντός είδους θανάτους· αλλά όμως όλα αυτά με το κήρυγμα των αλιέων ανασκευάζονταν και υποχωρούσαν όπως η λεπτή σκόνη δεν μπορεί να αντέξει την ορμή των ανέμων.
Ας μάθουμε λοιπόν έτσι να συζητούμε με τους εθνικούς, για να μην είμαστε σαν ζώα και βοσκήματα, αλλά να είμαστε προετοιμασμένοι για την υπεράσπιση της ελπίδας μας. Προηγουμένως ας μελετήσουμε αυτό το θέμα που δεν είναι μικρό και ας λέμε προς αυτούς: Πώς οι ασθενείς νίκησαν τους ισχυρούς, οι δώδεκα την οικουμένη, ενώ δεν χρησιμοποιούσαν τα ίδια όπλα, αλλά πολεμούσαν γυμνοί εναντίον ενόπλων;
Πες μου δηλαδή, εάν δώδεκα άντρες άπειροι από πολεμικά πράγματα βρίσκονταν αιφνιδίως σε πολύ μεγάλη και οπλισμένη παράταξη στρατιωτών, και αυτοί οι ίδιοι ήσαν όχι μόνο άοπλοι, αλλά και με ασθενικό σώμα, και όμως δεν πάθαιναν τίποτε από εκείνους και ούτε τραυματίζονταν, αν και με άπειρα βέλη τους χτυπούσαν οι εχθροί, και ενώ τα βέλη είχαν διατρυπήσει το γυμνό σώμα, αυτοί κατανίκησαν όλους χωρίς να χρησιμοποιούν όπλα, αλλά χτυπώντας με το χέρι τους τελικά άλλους φόνευσαν, άλλους συνέλαβαν αιχμαλώτους, χωρίς οι ίδιοι να τραυματιστούν· άραγε θα έλεγε κανείς ότι το αποτέλεσμα είναι ανθρώπινο;
Και όμως η νίκη των αποστόλων είναι πολύ πιο αξιοθαύμαστη από εκείνο· διότι από το να μην πληγωθεί κάποιος γυμνός, πολύ παραδοξότερο είναι ο απλοϊκός και αγράμματος και ψαράς να νικήσει τόσο δεινούς αντιπάλους και να μην εμποδιστεί ούτε από τον μικρό αριθμό τους, ούτε από την πενία, ούτε από τους κινδύνους, ούτε από τη μακροχρόνια συνήθεια, ούτε από τη μεγάλη αυστηρότητα των διαταγών, τις οποίες έπαιρναν, ούτε από τους καθημερινούς θανάτους, ούτε από το πλήθος των απατηθέντων, μήτε από το αξίωμα αυτών που τους εξαπάτησαν.
Έτσι λοιπόν ας νικήσουμε αυτούς και ας πολεμούμε εναντίον εκείνων και αντί με λόγους ας τους καταπλήξουμε με τη ζωή μας· η μεγάλη μάχη, το ακαταγώνιστο επιχείρημα είναι η παρουσίαση έργων, διότι ακόμη και αν φιλοσοφήσουμε πάρα πολύ με τα λόγια, δεν παρουσιάζουμε όμως ζωή καλύτερη από εκείνους, τίποτε δεν είναι το κέρδος· διότι δεν προσέχουν σε όσα λέμε, αλλά εξετάζουν τις πράξεις μας και λένε: «Εσύ πρώτα πείσου στα λόγια σου και τότε συμβούλευε άλλους. Εάν όμως λες ότι υπάρχουν μύρια αγαθά στο μέλλον, εσύ όμως φαίνεσαι προσηλωμένος στα παρόντα σαν να μην υπάρχουν τα μέλλοντα, τότε τα έργα σου είναι για εμένα πιο πιστευτά. Όταν δηλαδή σε δω να αρπάζεις τα ξένα, να θρηνείς υπερβολικά για τους νεκρούς και να κάνεις πολλά άλλα σφάλματα, πώς να πιστέψω σε σένα ότι υπάρχει ανάσταση;». Και αν δεν τα λένε αυτά, τα σκέφτονται και τα γυρίζουν στον νου τους, και αυτό είναι που εμποδίζει τους απίστους να γίνουν Χριστιανοί.
Ας προτρέψουμε λοιπόν αυτούς με τη ζωή μας. Πολλοί απλοϊκοί άνθρωποι έτσι κατέπληξαν τον νου των φιλοσόφων με το να δείξουν τη φιλοσοφία των έργων και με το να χρησιμοποιήσουν δια της ζωής και της ασκήσεώς τους φωνή λαμπρότερη από τη σάλπιγγα· και αυτή είναι ισχυρότερη από τη γλώσσα. Όταν λοιπόν πω ότι δεν πρέπει να μνησικακούμε και κατόπιν κάνω άπειρα κακά στον εθνικό, πώς θα μπορέσω να τον προτρέψω με τα λόγια, ενώ τον αποτρέπω με τα έργα μου;
Ας θηρεύσουμε λοιπόν αυτούς με τη ζωή μας και με τις ψυχές τους ας οικοδομούμε την Εκκλησία και αυτόν τον πλούτο ας συγκεντρώσουμε. Τίποτε δεν είναι ισάξιο της ψυχής· ούτε ο κόσμος όλος. Ώστε και αν δώσεις άπειρα χρήματα στους φτωχούς, δεν κάνεις τίποτε ισάξιο αυτού που κάνει κάποιος που συντελεί στην επιστροφή μιας ψυχής. «Ἐὰν ἐξαγάγῃς τίμιον ἀπὸ ἀναξίου, ὡς τὸ στόμα μου ἔσῃ(:Εάν από ανάξιο κάνεις κάποιον πολύτιμο θα είσαι ως το στόμα μου)», λέγει [Ιερ.15,19]. Είναι μεν μεγάλη αρετή η ελεημοσύνη προς τους φτωχούς, αλλά δεν είναι καθόλου το ίδιο με το να απαλλάσσει κάποιος τους ανθρώπους από την πλάνη· διότι όποιος κάνει αυτό, μοιάζει με τον Παύλο και τον Πέτρο.
Είναι δηλαδή δυνατόν να δεχτήκαμε το κήρυγμα εκείνων, όχι για να κινδυνεύουμε όπως εκείνοι και να υποφέρουμε πείνα και ασθένειες και άλλα- διότι ζούμε σε ειρηνική περίοδο- αλλά για να δείξουμε τη μεγάλη προθυμία μας· και μάλιστα είναι δυνατόν να μένουμε στην οικία τους και συγχρόνως να αλιεύουμε ψυχές. Όποιος έχει φίλο, συγγενή και γνωστό, έτσι ας ενεργεί, αυτά ας τους λέει και θα είναι με τον Πέτρο και τον Παύλο. Και τι λέω με τον Πέτρο και τον Παύλο; Θα είναι στόμα του Χριστού. «Διότι εκείνος που από ανάξιο κάνει κάποιον πολύτιμο θα είναι ως το στόμα μου», λέγει. Και αν δεν πείσεις σήμερα, θα πείσεις αύριο· και αν δεν πείσεις ποτέ, εσύ θα έχεις πλήρη τον μισθό· και αν δεν πείσεις τους πάντες, θα μπορέσεις να πείσεις λίγους από τους πολλούς· διότι και οι απόστολοι δεν έπεισαν όλους τους ανθρώπους, αλλά όμως κήρυξαν προς όλους, και έχουν μισθό για όλο το έργο τους. Ο Θεός δηλαδή ορίζει τους στεφάνους όχι από το αποτέλεσμα των ενεργειών, αλλά από τη διάθεση όσων ενεργούν. Και αν προσφέρεις δύο οβολούς, τους δέχεται, και ό,τι έκανε στην περίπτωση της χήρας, αυτό πράττει και στην περίπτωση όσων διδάσκουν τον λόγο Του.
Μη λοιπόν περιφρονείς και τους λίγους επειδή δεν μπορείς να σώσεις την οικουμένη, ούτε να αποσπάσεις τον εαυτό σου από τα μικρά, επειδή επιθυμείς τα μεγάλα. Και αν δεν μπορείς να πείσεις εκατό, φρόντισε για τους δέκα· και αν δεν μπορείς δέκα, μην περιφρονήσεις τους πέντε· και αν δεν μπορείς να πείσεις πέντε, μην αδιαφορήσεις για τον ένα· και αν δεν μπορέσεις τον ένα, ούτε τότε να στενοχωριέσαι και να μην εμποδίζεις τον εαυτό σου από το έργο αυτό. Δεν βλέπεις ότι και στις συναλλαγές όχι μόνο με χρυσό αλλά και με άργυρο εμπορεύονται αυτοί που ασχολούνται με το εμπόριο; Αν δηλαδή δεν περιφρονούμε ούτε τα μικρά, θα επιτύχουμε και στα μεγάλα· αν όμως αδιαφορήσουμε για τα μικρά, ούτε εκείνα θα τα επιτύχουμε εύκολα. Έτσι γίνεται πλούσιος ο καθένας, με το να συλλέγει δηλαδή και μικρά και μεγάλα. Έτσι ας κάνουμε και εμείς, για να πλουτίσουμε σε όλα και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δια του οποίου και μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμη, τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολήν,ομιλία Γ΄,πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2015, τόμος 18, σελίδες 56-83.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ. 14,14-22]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΧΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΕΝΤΑΚΙΣΧΙΛΙΩΝ
«Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν· καἰ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων(:Όταν λοιπόν τα άκουσε αυτά ο Ιησούς, αναχώρησε από εκεί με πλοίο σε κάποιον ερημικό τόπο, για να μείνει μόνος Του με τους μαθητές Του. Και όταν άκουσαν τα πλήθη του λαού ότι αποχώρησε σε ερημικό τόπο, Τον ακολούθησαν πεζοί από τις πόλεις)»[Ματθ. 14,13].
Πρόσεξε το ότι ο Κύριος σε κάθε περίπτωση αναχωρεί, και όταν παραδόθηκε ο Ιωάννης και όταν αποκεφαλίστηκε και όταν πληροφορήθηκαν οι Ιουδαίοι ότι οι μαθητές Του γίνονται όλο και περισσότεροι· διότι θέλει τα περισσότερα να τα τακτοποιεί κατά τρόπο πιο ανθρώπινο και να κινείται ως επί το πλείστον μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια, επειδή δεν ήταν ακόμη καιρός να αποκαλύψει με σαφήνεια τη θεότητά Του. Για τον λόγο αυτόν και στους μαθητές Του έλεγε να μην πουν σε κανένα ότι Αυτός είναι ο Χριστός· διότι ήθελε αυτό να γίνει περισσότερο γνωστό μετά την Ανάστασή Του. Για τον λόγο αυτόν δεν ήταν αρχικά πολύ αυστηρός προς τους Ιουδαίους εκείνους που έδειξαν δυσπιστία, αλλά ήταν περισσότερο επιεικής.
Αφού λοιπόν αναχώρησε από εκεί, δεν μεταβαίνει σε κάποια πόλη, αλλά πηγαίνει στην έρημο και μάλιστα ταξιδεύει με πλοίο, ώστε να μην Τον ακολουθήσει κανείς. Εσύ όμως, σε παρακαλώ, πρόσεξε ότι οι μαθητές του Ιωάννη αισθάνονται πλέον περισσότερο οικείοι προς τον Ιησού, καθόσον αυτοί είναι εκείνοι που είχαν αναγγείλει σε Αυτόν το γεγονός του αποκεφαλισμού του Ιωάννη του Βαπτιστού· και πράγματι, αφού εγκατέλειψαν τα πάντα, καταφεύγουν στο εξής προς τον Ιησού. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα και της συμφοράς από τον θάνατο του Προδρόμου, αλλά και της απαντήσεως που τους έδωσε ο Ιησούς, η οποία και πέτυχε να τους φέρει κοντά Του.
Γιατί όμως δεν έφυγε από το μέρος εκείνο πριν Του αναγγείλουν τον θάνατο του Ιωάννη, μολονότι βέβαια τον γνώριζε και πριν Του τον αναγγείλουν; Επειδή ήθελε με όλες τις ενέργειές Του να αποκαλύπτει την αλήθεια της θείας οικονομίας· διότι πράγματι δεν ήθελε μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα να το κάνει αυτό πιστευτό, καθώς γνώριζε την κακουργία του διαβόλου και ότι αυτός θα μεταχειριζόταν κάθε μέσο για να διαλύσει αυτήν την εκτίμηση και αντίληψη.
Ο Ιησούς λοιπόν γι’ αυτόν τον λόγο φεύγει από το μέρος εκείνο, τa πλήθη του λαού όμως και πάλι δεν απομακρύνονται από κοντά Του, αλλά Τον ακολουθούν με αφοσίωση, χωρίς να τους φοβίσει καθόλου το δραματικό τέλος του Ιωάννου του Βαπτιστού. Τόσο έντονος είναι ο πόθος να βρίσκονται κοντά στον Ιησού και να ακούνε τη διδασκαλία Του, τόσο μεγάλη είναι η δύναμη της αγάπης τους και ακριβώς γι΄αυτόν τον λόγο τα πάντα η αγάπη αυτή κατανικά και αποκρούει τους κινδύνους. Γι’ αυτό έλαβαν και αμέσως την αμοιβή τους. «Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς(:Και όταν βγήκε ο Ιησούς από το ερημικό καταφύγιό Του)», λέει ο ευαγγελιστής, «εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀῤῥώστους αὐτῶν(:είδε πολύ λαό, και τους σπλαχνίστηκε και τους θεράπευσε τους αρρώστους τους)»[Ματθ.14,14].
Αν και η προθυμία του λαού ήταν μεγάλη, εντούτοις τα όσα έπραττε σε αυτούς ο Ιησούς ήσαν ανώτερα από την αμοιβή κάθε προθυμίας και σπουδής εκ μέρους του λαού. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής αναφέρει ως αιτία της θεραπείας των ασθενών την ευσπλαχνία του Ιησού και μάλιστα την ευσπλαχνία Του εκείνην που επεκτείνεται προς όλους και για τον λόγο αυτό θεραπεύει όλους τους ασθενείς χωρίς να ζητεί στην περίπτωση αυτή πίστη από τους ασθενείς· διότι το γεγονός ότι έτρεξαν κοντά Του, ότι εγκατέλειψαν τις πόλεις, ότι Τον ζήτησαν και Τον βρήκαν με μεγάλη προθυμία και με κάθε επιμέλεια και το ότι παρέμειναν μαζί Του αν και η πείνα τους πίεζε, όλα αυτά φανερώνουν ξεκάθαρα την πίστη τους.
Πρόκειται επίσης να τους δώσει ως αμοιβή για την πίστη και την αφοσίωσή τους και υλική τροφή. Και δεν το κάνει αυτό με δική Του πρωτοβουλία, αλλά περιμένει να Του το ζητήσουν, διότι, όπως είπα και άλλοτε, τηρεί σε κάθε περίπτωση την αρχή αυτή, δηλαδή δεν σπεύδει να θαυματουργήσει, εάν προηγουμένως δεν Του το ζητήσουν. Και γιατί δεν Τον πλησίασε κάποιος από το πλήθος για να Του μιλήσει εξ ονόματος όλων των άλλων; Διότι έτρεφαν προς Αυτόν υπερβολικό σεβασμό, αλλά και δεν ένιωθαν πείνα εξαιτίας του πόθου τους να βρίσκονται διαρκώς κοντά Του.
Αλλά ούτε και οι μαθητές Του, όταν Τον πλησίασαν, δεν Του είπαν «δώσε τροφή στο πλήθος του κόσμου», διότι η γνώση τους για τη δύναμη του Ιησού ήταν ακόμη ατελής. Αλλά τι λέγουν στον Κύριο καθώς πια πλησίαζε να βραδιάσει; «Ἒρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα(:Είναι έρημος ο τόπος και η ώρα πλέον πέρασε. Δώσε διαταγή να διαλυθούν τα πλήθη του λαού, για να πάνε στα χωριά και να αγοράσουν για τους εαυτούς τους τροφές να φάνε)»· διότι αφού και μετά το θαύμα λησμόνησαν τα όσα συνέβησαν και μετά από τα κοφίνια που γέμισαν από τα περισσεύματα, νόμιζαν ότι τους ομιλεί για το ψωμί, όταν αποκάλεσε «ζύμη» την διδασκαλία των Φαρισαίων[βλ.Ματθ.16,6: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων(:Ο Ιησούς τότε τους είπε: “Ανοίξτε τα μάτια σας και προσέχετε από την κακή επίδραση της υποκριτικής διδασκαλίας των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, που μοιάζει με κακό προζύμι”)»],πολύ περισσότερο τώρα, που δεν είχαν ακόμη δει τέτοιο θαύμα, δεν ήλπιζαν ότι ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο(να τραφούν δηλαδή 5000 άνθρωποι με μόλις πέντε ψωμιά και δύο ψάρια).Αν και πριν από αυτό βέβαια είχε θεραπεύσει πολλούς αρρώστους, εντούτοις δεν περίμεναν το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Σε τέτοιο βαθμό πνευματικής ατέλειας βρίσκονταν ακόμη.
Εσύ, όμως, πρόσεξε, σε παρακαλώ, τη σοφία του Διδασκάλου, με ποιο ολοφάνερο τρόπο τους προσκαλεί στο να πιστέψουν. Δηλαδή, δεν τους είπε ευθύς εξαρχής «εγώ θα τους δώσω τροφή», εφόσον αυτό δεν επρόκειτο να το δεχθούν εύκολα. Τι έκανε λοιπόν; Αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν(:Ο Ιησούς τούς είπε: ‘’Δεν είναι ανάγκη να φύγουν και να αγοράσουν τρόφιμα. Δώστε τους εσείς να φάνε’’)». Δεν είπε «Δίνω Εγώ σε αυτούς» αλλά «Δώστε τους εσείς να φάνε»· διότι ακόμη Τον θεωρούσαν ως άνθρωπο.
Αυτοί όμως ούτε και μετά από όλα αυτά υψώθηκαν πνευματικά, αλλά εξακολουθούν ακόμη να συνομιλούν μαζί Του σαν να ήταν άνθρωπος(και όχι Θεάνθρωπος-δεν το είχαν ακόμη εννοήσει) και Του λέγουν: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας(:Δεν έχουμε εδώ τίποτε άλλο παρά μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια)».Γι΄αυτό και ο ευαγγελιστής Μάρκος λέγει ότι «καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτούς, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον.καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη(:και ανέβηκε μαζί τους στο πλοίο και τότε ακαριαία ησύχασε ο άνεμος. Και κυριεύτηκαν μέσα τους από υπερβολική έκσταση, ώστε να μην μπορούν να εκφράσουν ό,τι αισθάνονταν. Και θαύμαζαν, παρόλο που ο Ιησούς πριν από λίγο είχε κάνει και το άλλο καταπληκτικό θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ψαριών. Θαύμαζαν όμως τώρα πάρα πολύ, διότι δεν είχαν καταλάβει τι είχε γίνει με τα ψωμιά και δεν είχαν εκτιμήσει βαθιά το θαύμα εκείνο. Έπρεπε βέβαια να το είχαν καταλάβει, αλλά η διάνοιά τους ήταν ακόμη πωρωμένη και βραδυκίνητη, επειδή δεν είχαν δεχθεί ακόμη τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και ήταν η διάνοιά τους προσκολλημένη ακόμη στην ύλη)» [:Μάρκ 6,51-52]· [ πρβ. και Μάρκ. 8,17: «Καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν;(: Ο Ιησούς τότε που ως Θεάνθρωπος κατάλαβε τις απόκρυφες σκέψεις τους, τους είπε: ‘’Γιατί πέσατε σε συλλογισμούς και σκέψεις, επειδή δεν έχετε ψωμιά; Ακόμη και τώρα, ύστερα από τόσα θαύματα που είδατε και ακούσατε, δεν εννοείτε και δεν καταλαβαίνετε; Έχετε ακόμη τόσο δυσκίνητη και πωρωμένη την καρδιά και την διάνοιά σας και τόσο σαρκικές τις σκέψεις σας;’’)»].
Επειδή λοιπόν ακόμη ήσαν προσκολλημένοι στην ύλη και στα γήινα, τότε πλέον παίρνει πρωτοβουλία ο Κύριος και προσφέρει την βοήθειά Του και τους λέγει: «Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε (:Φέρτε τα μου εδώ)»· διότι και αν ακόμη ο τόπος είναι έρημος, είναι όμως παρών Αυτός που τρέφει ολόκληρη την οικουμένη· κι αν η ώρα έχει περάσει και βραδιάζει, συνομιλεί μαζί σας Αυτός που βρίσκεται πάνω και πέρα από τον χρόνο και δεν υπόκειται σε ώρες, καθώς κυριαρχεί και σε αυτές. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μάλιστα αναφέρει ότι τα ψωμιά ήσαν κρίθινα[βλ. Ιω.6,9: «Λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου. ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους;(:Λέγει σε Αυτόν ένας από τους μαθητές Του, ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνος Πέτρου: “είναι εδώ κάποιος νέος, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά τα λίγα μπροστά σε τόσο πλήθος ανθρώπων;”)»].Και δεν παραθέτει τυχαία την λεπτομέρεια αυτή, αλλά την προσθέτει για να μας διδάξει να αποφεύγουμε την αλαζονεία της πολυτελείας. Άλλωστε τόσο λιτό ήταν και το τραπέζι των προφητών.
«Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων(:Και αφού παρακίνησε τα πλήθη του λαού να καθίσουν πάνω στα χόρτα, ύψωσε το βλέμμα Του στον ουρανό, ευχαρίστησε και επικαλέστηκε τον Πατέρα Του. Αφού ευλόγησε τα ψωμιά, τα έκοψε σε κομμάτια, τα έδωσε στους μαθητές και οι μαθητές στα πλήθη του λαού. Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν, και μάζεψαν όσα κομμάτια είχαν περισσέψει, δώδεκα δηλαδή κοφίνια γεμάτα. Εκείνοι μάλιστα που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να συνυπολογίζονται στον αριθμό αυτό οι γυναίκες και τα παιδιά)»[Ματθ.14,19-21].
Για ποιο λόγο σήκωσε τα μάτια Του προς τον ουρανό και επικαλέστηκε τον Πατέρα Του; Διότι έπρεπε να πιστέψουν οι άνθρωποι ότι είναι απεσταλμένος από τον Πατέρα Του και ότι είναι ίσος με Αυτόν. Τα στοιχεία όμως που απεδείκνυαν αυτά, έδιναν εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι ήταν αλληλοσυγκρουόμενα· διότι την ισότητα την απεδείκνυε το γεγονός ότι έπραττε τα πάντα με απόλυτη εξουσία ο Κύριος. Το ότι, όμως, προερχόταν από τον Πατέρα δεν μπορούσαν να το πιστέψουν διαφορετικά, εάν δεν έπραττε τα πάντα αναφέροντας και αποδίδοντας αυτά με μεγάλη ταπείνωση στον Πατέρα και επικαλούμενος τη βοήθειά Του. Για τον λόγο αυτό, ούτε το ένα έκανε μόνο, ούτε το άλλο, για να αποδεικνύονται και τα δύο. Και άλλοτε μεν επιτελεί τα θαύματα με εξουσία, ως απόλυτος Κύριος, ενώ άλλοτε θαυματουργεί, αφού πρώτα επικαλεστεί και προσευχηθεί στον Πατέρα.
Επίσης, για να μην σχηματιστεί η εντύπωση ότι όσα πράττει δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους, όταν μεν επιτελεί τα μικρότερα θαύματα, υψώνει το βλέμμα Του προς τον ουρανό, όταν ωστόσο επιτελεί μεγαλύτερα θαύματα, το κάνει αυτό με απόλυτη εξουσία, ώστε να αντιληφθείς ότι και τα μικρότερα δεν τα επιτελεί λαμβάνοντας δύναμη από κάποιον άλλον, αλλά ότι ενεργεί έτσι για να αποδώσει τιμή στον Πατέρα Του που Τον γέννησε. Όταν λοιπόν συγχώρησε τις αμαρτίες, όταν άνοιξε τον παράδεισο και εισήγαγε εκεί τον ληστή, όταν κατήργησε τον παλαιό νόμο στις περισσότερες εντολές του, όταν ανέστησε πολλούς νεκρούς, όταν σταμάτησε την τρικυμία στη θάλασσα, όταν έλεγξε τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων, όταν χάρισε το φως στα μάτια των εκ γενετής τυφλών, πράξεις που αποκλειστικά ανήκουν στον Θεό και μόνον και σε κανέναν άλλον, σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν φαίνεται να επικαλείται τον Πατέρα Του. Όταν όμως πολλαπλασίασε τους άρτους, πράγμα που ήταν κατά πολύ μικρότερο ως θαύμα από όλα τα άλλα, τότε ανυψώνει τα μάτια Του προς τον ουρανό, προσεύχεται και επικαλείται την βοήθεια του Πατέρα Του, αφενός μεν για να αποδείξει αυτά που είπα προηγουμένως, αφετέρου δε για να μας διδάξει να μην αρχίζουμε προηγουμένως το φαγητό μας, εάν πρώτα δεν ευχαριστήσουμε Εκείνον που μας δίδει την τροφή.
Και για ποιον λόγο δεν δημιουργεί τροφή χωρίς αυτή να υπάρχει εκ των προτέρων, αλλά πολλαπλασιάζει την τροφή από την ήδη υπάρχουσα(τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια); Για να αποστομώσει τους κατοπινούς αιρετικούς Μαρκίωνα και Μανιχαίο, που με τη βλάσφημη διδασκαλία τους, επιδίωκαν να αποξενώσουν τον άγιο Τριαδικό Θεό από την δημιουργία και την κτίση, και να διδάξει με τις πράξεις Του ότι και τα ορατά όλα είναι έργα και κτίσματα δικά Του, όπως επίσης ότι Αυτός είναι που δίδει τους καρπούς και Αυτός είναι που είπε κατά την αρχή της δημιουργίας: «Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου(:Να βλαστήσει η γη βοτάνη χόρτου)»[Γέν.1,11] και «Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν(:Να βγάλουν τα ύδατα των θαλασσών ζωντανούς υδρόβιους οργανισμούς)»[Γέν.1,20]·ούτε και βέβαια ήταν μικρότερο το παρόν θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων από εκείνο που αναφέρει η Γένεση, εφόσον και εκείνα, μολονότι τα δημιούργησε από μη υπάρχοντα, εντούτοις τα έπλασε από το νερό. Δεν ήταν μικρότερο θαύμα το ότι από πέντε άρτους δημιούργησε τόσους πολλούς, καθώς επίσης και από τα δύο ψάρια τόσα πολλά, από το να παράγει από τη γη τους καρπούς και από το νερό τους υδρόβιους οργανισμούς· αυτό ήταν απόδειξη ότι ήταν Κύριος και της ξηράς και της θάλασσας.
Επειδή όμως με τα θαύματα που έκανε θεράπευε συνεχώς ασθενείς, στην περίπτωση αυτή προβαίνει σε μια καθολική θαυματουργική ευεργεσία, ώστε να μην είναι μόνο οι πολλοί άνθρωποι θεατές των θαυμάτων που γίνονταν στους άλλους, αλλά να απολαύσουν και οι ίδιοι τη δωρεά των θαυμάτων Του. Και εκείνο ακριβώς που κάποτε στην έρημο(καθώς όδευαν προς τη γη της Επαγγελίας) προκαλούσε τον θαυμασμό στους Ιουδαίους(διότι έλεγαν: «Μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι ἢ ἑτοιμάσαι τράπεζαν τῷ λαῷ αὐτοῦ;(:Μήπως μπορεί να μας δώσει και άρτους ή να ετοιμάσει τράπεζα με φαγητά για τον λαό του στην έρημο;)»[Ψαλμ.77,20]) με το μάννα που έπεφτε από τον ουρανό και τους έτρεφε καθημερινά, αυτό το αποδεικνύει τώρα εμπράκτως. Για τον λόγο αυτό και τους οδηγεί στην έρημο, ώστε να απαλλάξει τελείως το θαύμα από κάθε υποψία και να μη νομίσει κανένας ότι κάποια πόλη, που βρισκόταν εκεί κοντά, πρόσφερε τα απαραίτητα για την τροφή των πέντε χιλιάδων αυτών ανθρώπων. Γι’ αυτό ακριβώς άλλωστε ο ευαγγελιστής αναφέρει όχι μόνο τον τόπο, αλλά και την ώρα που έγινε το θαύμα.
Αλλά και κάτι άλλο διδασκόμαστε από το γεγονός αυτό, την φιλόσοφη αντίληψη των μαθητών για την κάλυψη μόνο των εντελώς απαραίτητων αναγκών και την αδιαφορία τους για την τροφή. Πραγματικά, αν και ήσαν δώδεκα άτομα, είχαν μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια. Τόσο επουσιώδεις θεωρούσαν τα σωματικές ανάγκες και φρόντιζαν μονάχα για τα πνευματικά. Και δεν κράτησαν τα ολίγα αυτά τρόφιμα για τον εαυτό τους, αλλά τα προσέφεραν, όταν τους το ζήτησε ο Ιησούς. Από αυτό ακριβώς πρέπει να διδαχτούμε ότι, και αν ακόμη έχουμε λίγα, και αυτά να τα δίνουμε σε όσους έχουν ανάγκη.
Όταν λοιπόν, τους έδωσε εντολή ο Κύριος να φέρουν τα πέντε ψωμιά, δεν λένε: ’’Και τι θα φάμε εμείς; Πώς θα καταπραΰνουμε την πείνα μας;’’, αλλά υπακούουν αμέσως με προθυμία. Πέρα από όσα ελέχθησαν, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, για τον λόγο αυτό θαυματουργεί με βάση τα υπάρχοντα ψωμιά και τα ψάρια, για να οδηγήσει τους μαθητές Του στην πίστη, διότι ήταν ακόμα η πίστη τους πολύ ασθενής. Γι’ αυτόν τον λόγο και υψώνει το βλέμμα Του στον ουρανό· διότι από μεν τα άλλα θαύματα είχαν πολλά παραδείγματα, ενώ δεν είχαν δει τίποτε παρόμοιο με αυτό.
Αφού λοιπόν ο Κύριος έλαβε τους άρτους, τους έκοψε σε κομμάτια και τα έδιδε στα πλήθη του κόσμου μέσω των μαθητών Του τιμώντας τους με αυτήν την ενέργειά Του. Και δεν το κάνει αυτό μόνο για να τους τιμήσει, αλλά και για να μην δείξουν απιστία, όταν θα γίνει το θαύμα, ούτε να το λησμονήσουν με το πέρασμα του χρόνου, αφού θα είχαν ως μάρτυρες τα ίδια τα χέρια τους που είχαν μοιράσει τα πολλαπλασιασμένα ψωμιά και ψάρια. Για τον λόγο αυτό αφήνει προηγουμένως και τα πλήθη του κόσμου να πεινάσουν καλά και περιμένει να έλθουν πρώτα οι μαθητές Του και να Τον ρωτήσουν και μέσω αυτών βάζει τα πλήθη να καθίσουν και τους μοιράζει τα κομμάτια των άρτων και των ψαριών, επειδή ήθελε να εξασφαλίσει του καθενός την ομολογία και τις πράξεις του. Γι΄αυτό και λαμβάνει τους άρτους από τους μαθητές για να έχουν πολλές αποδείξεις των όσων συνέβησαν και πολλά στοιχεία να τους υπενθυμίζουν το θαύμα· διότι εάν, μολονότι συνέβησαν αυτά, το λησμόνησαν αργότερα, τι δεν θα πάθαιναν, εάν δεν προέβαινε σε όλες αυτές τις ενέργειες;
Και δίνει εντολή στα πλήθη να καθίσουν επάνω στα χόρτα με σκοπό να τους διδάξει ότι πρέπει να αντιμετωπίζουν καρτερικά τις δύσκολες περιστάσεις· διότι ήθελε να θρέψει όχι μόνο τα σώματά τους, αλλά να διδάξει και την ψυχή τους. Και από τον τόπο λοιπόν, και από το ότι δεν τους έδωσε τίποτε περισσότερο παρά ψωμί και ψάρια, και από το ότι σε όλους προσέφερε τα ίδια και τα έκανε κοινά, και από το ότι δεν έδωσε σε κανένα περισσότερο από τον άλλο, τους δίδασκε την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια, την αγάπη, το να επιδεικνύουν αμερόληπτα όμοια στάση προς όλους και το να θεωρούν ότι τα πάντα είναι κοινά.
«Καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις (:Και αφού έκοψε τα ψωμιά ο Κύριος, τα έδωσε στους μαθητές Του και οι μαθητές στα πλήθη του κόσμου)»[Ματθ.14,19].Τους πέντε άρτους έκοψε και οι πέντε αυτοί άρτοι πολλαπλασιάζονταν στα χέρια των μαθητών Του. Και δεν σταματά το θαύμα σε αυτό μόνο το σημείο, αλλά έκαμε ώστε και να περισσεύσουν οι άρτοι. Και δεν περίσσευσαν ολόκληροι άρτοι, αλλά κομμάτια, με σκοπό να δείξει ότι αυτά ήσαν υπολείμματα εκείνων των άρτων, ώστε όλοι να πληροφορηθούν το γεγονός. Και ακριβώς για τον λόγο αυτό άφησε τον κόσμο να πεινάσει, για να μη θεωρήσει κανείς ότι ήταν φαντασία αυτό που συνέβη. Γι’ αυτό έκανε να περισσεύσουν και δώδεκα κοφίνια, για να κρατήσει και ο Ιούδας ένα. Βέβαια μπορούσε να σβήσει την πείνα τους, αλλ΄ όμως δεν θα γνώριζαν τότε οι μαθητές Του την δύναμή Του, πράγμα βέβαια που έγινε και στην περίπτωση του Ηλία. Τόσο πολύ λοιπόν κατεπλάγησαν οι Ιουδαίοι από το θαύμα αυτό, ώστε θέλησαν και βασιλέα να Τον ανακηρύξουν, πράγμα βέβαια που δεν έκαναν σε κανένα από τα άλλα θαύματά Του.
Ποια λόγια λοιπόν θα μπορέσουν να παραστήσουν το πώς πολλαπλασιάζονταν οι άρτοι; Το πώς έρρεαν τα πλήθη στην έρημο; Το πώς έφτασαν για τόσο πλήθος κόσμου; Διότι πράγματι ήσαν πέντε χιλιάδες άνθρωποι χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά, πράγμα που αποτελεί τον πιο μεγάλο έπαινο του λαού, διότι και γυναίκες και παιδιά περιέβαλλαν τον Κύριο. Το πώς περίσσευσαν τα κομμάτια; Καθόσον και αυτό δεν είναι μικρότερο θαύμα από το προηγούμενο. Και το πώς έμειναν τόσα υπολείμματα, ώστε να γεμίσουν ισάριθμα κοφίνια με τους μαθητές, και να μην είναι ούτε περισσότερα, ούτε λιγότερα; Και αφού λοιπόν έλαβε τα υπολείμματα δεν τα έδωσε στα πλήθη του κόσμου, αλλά στους μαθητές, καθόσον το πλήθος του κόσμου βρισκόταν σε πολύ χαμηλότερο πνευματικό επίπεδο από ό,τι οι μαθητές.
Αφού λοιπόν έκανε το θαύμα, «εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους(:και αμέσως ο Ιησούς, για να μην παρασυρθούν οι μαθητές Του από τον ενθουσιασμό του πλήθους που ήθελε να Τον ανακηρύξει βασιλιά, τους ανάγκασε να μπουν στο πλοίο και να περάσουν πριν απ’ Αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ωσότου Αυτός διαλύσει τα πλήθη του λαού)»[Ματθ.14,21]· διότι αν και όταν ήταν παρών, θεωρούνταν τα επιτελούμενα απ΄ Αυτόν ως φαντασία και όχι ως πραγματικότητα, οπωσδήποτε λοιπόν θα συνέβαινε το ίδιο εφόσον θα απουσίαζε. Γι΄ αυτό λοιπόν προκειμένου να εξεταστεί με ακρίβεια το συμβάν, έδωσε εντολή να φύγουν από κοντά Του εκείνοι που έλαβαν τα υπολείμματα και τα αποδεικτικά στοιχεία του θαύματος.
Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, όταν επιτελεί μεγάλα έργα, αποφεύγει το πλήθος του κόσμου και τους μαθητές Του, με σκοπό να μας διδάξει να μην επιδιώκουμε σε καμία περίπτωση την δόξα των ανθρώπων και να μην παρασυρόμαστε από τον κόσμο. Και όταν ο ευαγγελιστής λέγει ότι «τους ανάγκασε», φανερώνει τη μεγάλη επιθυμία των μαθητών να μείνουν κοντά στον Κύριο. Και απέστειλε τους μαθητές Του έχοντας αυτό ως πρόσχημα για το πλήθος, ώστε να διαλυθεί, ενώ ο Ίδιος ήθελε να ανεβεί στο όρος. Και αυτό το έκανε για να μας διδάξει να μην αναμειγνυόμαστε συνεχώς με τον κόσμο, ούτε πάλι να τον αποφεύγουμε πάντοτε, αλλά και τα δύο να τα κάνουμε προς ωφέλεια, το ένα μετά το άλλο, ανάλογα προς την εκάστοτε ανάγκη.
Ας μάθουμε λοιπόν κι εμείς να μένουμε πάντοτε κοντά στον Ιησού χωρίς να αποβλέπουμε στην υλική ανταπόδοση, για να μη συμβεί να κατηγορηθούμε, όπως συνέβη και με τους Ιουδαίους. Καθόσον λέγει ο Κύριος: «Ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε(:Αληθινά σας λέω ότι ζητείτε να με βρείτε όχι επειδή είδατε θαύματα που σας έπεισαν για τη θεϊκή μου αποστολή και τη σωτηριώδη αλήθεια της διδασκαλίας μου, και θέλετε έτσι να ωφεληθείτε πνευματικά, αλλά επειδή φάγατε από τους άρτους και χορτάσατε, και θέλετε πάλι να σας δώσω υλικά αγαθά)»[Ιω.6,26]. Για τον λόγο αυτόν δεν κάνει συνεχώς αυτό εδώ το θαύμα, αλλά το θέτει σε δεύτερη μοίρα, με σκοπό να τους διδάξει να μην είναι δούλοι της κοιλιάς τους, αλλά να επιδιώκουν διαρκώς να αποκτήσουν τα πνευματικά αγαθά.
Επομένως και εμείς ας επιδιώκουμε αυτά και ας ζητούμε τον Άρτο τον ουράνιο και λαμβάνοντάς τον, ας απαλλασσόμαστε από κάθε βιοτική φροντίδα· διότι, εάν εκείνοι άφησαν και τα σπίτια τους και τις πόλεις και τους συγγενείς και τα πάντα και έμεναν στην έρημο χωρίς να απομακρύνονται από εκεί, αν και πιέζονταν από την ανάγκη της πείνας, πολύ περισσότερο πρέπει να συμβαίνει αυτό σε εμάς που πλησιάζουμε μία τέτοια είδους Τράπεζα, οι οποίοι πρέπει να δείξουμε περισσότερη ευσέβεια και να ζητούμε με πολύ πόθο πρώτα τα πνευματικά αγαθά, και ύστερα τα υλικά. Καθόσον και οι Ιουδαίοι κατηγορούνταν, όχι επειδή ζήτησαν τον Κύριο για τον άρτο, αλλά επειδή Τον ζήτησαν γι΄ αυτόν και μόνο τον σκοπό και μάλιστα πρώτα γι’ αυτόν· διότι εάν κάποιος περιφρονεί μεν τις μεγάλες δωρεές, επιδιώκει όμως τις μικρές, τότε ο Δωρεοδότης τον καταφρονεί και έτσι χάνει και εκείνα που αυτός επιθυμεί. Ενώ αντιθέτως, εάν επιδιώκουμε με πόθο τα πνευματικά, μας προστίθενται μαζί με αυτά και τα υλικά· καθόσον αυτά αποτελούν προσθήκη στα πνευματικά. Αυτά είναι τόσο ασήμαντα και μικρά, συγκρινόμενα προς τα πνευματικά, έστω και αν ακόμη θεωρούνται ότι είναι μεγάλα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΜΘ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11, σελίδες 302-321.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 66, σελ. 174-183 .
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
ΚΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗΣ
Εντελώς απαραίτητο για εμάς τους ανθρώπους είναι με ζήλο να επιδιώκουμε τα πνευματικά αγαθά και να ζητούμε τον Άρτο τον ουράνιο και λαμβάνοντάς τον, να απαλλασσόμαστε από κάθε βιοτική φροντίδα. Συνεπώς ας μην ασχολούμαστε με τα υλικά αγαθά, αλλά να θεωρούμε τελείως ασήμαντα και την απόκτηση και την απώλειά τους. Όπως ακριβώς βέβαια και ο Ιώβ, ο οποίος ούτε ήταν προσκολλημένος σε αυτά όταν τα είχε, ούτε τα ζητούσε όταν τα έχασε. Καθόσον για τον λόγο αυτόν ονομάζονται «χρήματα», όχι για να τα παραχώσουμε στη γη, αλλά για να τα χρησιμοποιήσουμε όπου είναι ανάγκη. Και όπως ακριβώς ο καθένας από τους τεχνίτες έχει τη δική του τέχνη και γνώση, έτσι και αυτός που έχει πολλά πλούτη δεν γνωρίζει να επεξεργάζεται τον χαλκό, ούτε να κατασκευάζει πλοία, ούτε να υφαίνει, ούτε να κτίζει οικίες, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο με αυτά. Κατά συνέπεια ας μάθει να χρησιμοποιεί τον πλούτο εκεί όπου είναι ανάγκη και να ελεεί τους πτωχούς και θα γνωρίσει τότε τέχνη πολύ ανώτερη από όλες αυτές που προαναφέρθηκαν.
Πράγματι αυτή η τέχνη της ελεημοσύνης είναι ανώτερη από όλες εκείνες τις τέχνες. Το εργαστήριο αυτής έχει κτιστεί στους ουρανούς. Τα εργαλεία της δεν είναι κατασκευασμένα με σίδηρο και χαλκό, αλλά από αγαθότητα και καλή διάθεση. Διδάσκαλος αυτής της τέχνης είναι ο Χριστός και ο Πατήρ Αυτού. Διότι λέγει: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί(:Να γίνεστε λοιπόν σπλαχνικοί προς τον συνάνθρωπό σας και συμπονετικοί στις δυστυχίες του και στις ανάγκες του, όπως και ο ουράνιος Πατέρας σας είναι σπλαχνικός σε όλους)»[Λουκά 6,36].Και το αξιοθαύμαστο βέβαια είναι ότι μολονότι είναι τόσο πολύ ανώτερη από τις άλλες τέχνες, δεν χρειάζεται ούτε κόπος, ούτε χρόνος για να την ασκήσει κανείς επιτυχώς. Αρκεί να το θελήσει κανείς και το παν κατορθώνεται.
Αλλά ας δούμε και ποιο είναι το τέλος αυτής της τέχνης. Ποιο λοιπόν είναι το τέλος της; Ο ουρανός, τα ουράνια αγαθά, η απερίγραπτη εκείνη δόξα, οι πνευματικοί εκείνοι θάλαμοι, οι λαμπρές λαμπάδες, η συμβίωση με τον Νυμφίο και όλα τα άλλα, τα οποία κανένας ανθρώπινος λόγος, ούτε νους μπορεί να το περιγράψει. Άρα λοιπόν και ως προς αυτά είναι πάρα πολύ μεγάλη η υπεροχή της τέχνης αυτής· διότι οι περισσότερες από τις τέχνες μάς είναι ωφέλιμες στην παρούσα ζωή, ενώ αυτή είναι χρήσιμη και για τη μέλλουσα ζωή. Εάν αυτή λοιπόν είναι τόσο ανώτερη από τις τέχνες που μας είναι απαραίτητες για την παρούσα ζωή μας, όπως επί παραδείγματι από την ιατρική, την οικοδομική και όλες τις παρόμοιες τέχνες, οπωσδήποτε θα είναι ανώτερη από όλες τις άλλες, τις οποίες εάν κανείς ήθελε να τις εξετάσει με ακρίβεια, θα ήταν δυνατόν να μην τις ονομάσει ούτε καν «τέχνες».
Συνεπώς, εγώ τουλάχιστον, δεν μπορώ τις άλλες τις περιττές, ούτε καν να τις ονομάσω «τέχνες». Αλήθεια σε τι μας χρησιμεύουν η μαγειρική και η καρυκευτική; Σε τίποτε. Αντιθέτως μάλιστα μας είναι και πάρα πολύ άχρηστες και βλαβερές, επειδή βλάπτουν και το σώμα και την ψυχή μας, εφόσον εισάγουν σε αυτά με πολλή αφθονία την τρυφή, που είναι η μητέρα όλων γενικώς των νοσημάτων και των παθημάτων. Και όχι μόνο αυτές, αλλά ούτε τη ζωγραφική, ούτε και τη διακοσμητική, εγώ τουλάχιστον, θα μπορούσα να ονομάσω τέχνες, καθόσον μας δημιουργούν απλώς και μόνο περιττή δαπάνη· ενώ οι τέχνες πρέπει να μας παρέχουν και να μας κατασκευάζουν εκείνα που μας είναι αναγκαία και μας κρατούν στη ζωή. Και ακριβώς για τον λόγο αυτόν ο Θεός μας έδωσε και σοφία, για να βρούμε μεθόδους με τις οποίες θα μπορέσουμε να ρυθμίσουμε κατά τρόπο αρμονικό τη ζωή μας.
Πες μου, σε τι μας χρησιμεύουν οι ζωγραφιές που γίνονται στους τοίχους ή τα ενδύματα; Για τον ίδιο λόγο μάλιστα πρέπει να αφαιρεθούν πολλά από την τέχνη και των υποδηματοποιών και των υφαντουργών. Καθόσον τα περισσότερα στοιχεία της η κάθε μία τέχνη από αυτές τις μετέβαλε σε βάναυσα, αφού αγνόησαν τις ανάγκες και ανέμιξαν την κακοτεχνία με την τέχνη, πράγμα που συνέβη και με την οικοδομική τέχνη. Αλλά όπως ακριβώς αυτή εφόσον κατασκευάζει οικίες και όχι θέατρα, πράττει τα αναγκαία και όχι τα περιττά, την ονομάζω τέχνη, κατά όμοιο τρόπο και την υφαντική, εφόσον κάνει ενδύματα και συμπληρώματα αυτών και δεν μιμείται τις αράχνες, ώστε να προκαλεί τον γέλωτα και απερίγραπτη βλακεία, την ονομάζω τέχνη. Ακόμη και την τέχνη των υποδηματοποιών, εφόσον κάνει υποδήματα, δεν θα της αφαιρέσω το όνομα της τέχνης. Όταν όμως δίνει στους άντρες τη μορφή των γυναικών και τους κάνει με τα υποδήματα να συμπεριφέρονται όπως οι γυναίκες κάνοντας αυτούς θηλυπρεπείς, θα την κατατάξουμε τότε μεταξύ των βλαβερών και περιττών και ούτε καν «τέχνη» δε θα την ονομάσουμε. Και βέβαια γνωρίζω ότι σε πολλούς θα φανώ ότι λεπτολογώ τα πράγματα, επειδή ασχολούμαι με αυτά. Αλλά όμως ακριβώς για τον λόγο αυτόν δεν θα παύσω να το κάνω αυτό· διότι η αιτία όλων γενικώς των κακών είναι αυτό, το ότι δηλαδή τα αμαρτήματα αυτά θεωρούνται ασήμαντα και για τούτο και παραμελούνται.
«Και ποιο αμάρτημα», ίσως ρωτήσει κάποιος, «θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο ασήμαντο, από το να φορεί δηλαδή κάποιος καλλωπισμένα υποδήματα, γυαλιστερά και καλοπροσαρμοσμένα στα πόδια, εάν βέβαια είναι δυνατόν να το ονομάσουμε αυτό και αμαρτία;». Θέλετε λοιπόν να απαντήσω σε αυτόν και να αποδείξω το πόσο μεγάλη είναι η ασχημοσύνη αυτής της πράξης, χωρίς φυσικά να σας κυριεύσει η οργή; Μάλλον δε και αν ακόμη οργίζεστε, δεν δίνω και μεγάλη σημασία. Καθόσον εσείς είστε αίτιοι αυτής της ανοησίας, οι οποίοι δεν τη θεωρείτε ούτε καν αμάρτημα, και για τον λόγο αυτόν αναγκάζομαι να προχωρήσω στην κατηγορία αυτής της ασωτίας.
Εμπρός λοιπόν ας εξετάσουμε αυτό και ας δούμε πόσο μεγάλο κακό είναι. Πράγματι λοιπόν, όταν τα μεταξωτά νήματα, που δεν πρέπει ούτε στα ενδύματα να υφαίνονται, τα προσράπτετε επάνω στα υποδήματα, πόσου εμπαιγμού και πόσου γέλωτος δεν είναι άξια αυτά; Εάν πάλι περιφρονείς τη δική μου γνώμη, άκουσε τότε τα λόγια του Παύλου, ο οποίος με πολύ αυστηρό τόνο τα απαγορεύει αυτά, και τότε θα αντιληφθείς πόσο γελοίο είναι το πράγμα. Τι λέγει λοιπόν εκείνος; «Ὡσαύτως καὶ τὰς γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ, μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεῖ(:Το ίδιο θέλω και οι γυναίκες να προσεύχονται με ενδυμασία σεμνή, να στολίζουν τον εαυτό τους με συστολή και σωφροσύνη και όχι με τα φιλάρεσκα πλεξίματα των μαλλιών τους ή με χρυσά ή μαργαριταρένια κοσμήματα ή με πολυτελή ρούχα)»[Α΄Τιμ.2,9]. Ποιας συγχωρήσεως λοιπόν θα μπορούσες να τύχεις, όταν ο Παύλος δεν επιτρέπει ούτε στη σύζυγο να φορεί πολυτελή ενδύματα, ενώ εσύ χρησιμοποιείς την ανοησία αυτήν και στα υποδήματα και κάνεις τόσα πολλά για την αλαζονική αυτήν πράξη που είναι άξια γέλωτος;
Καθόσον και πλοίο ναυπηγείται κα κωπηλάτες εκλέγονται και συνοδηγός και κυβερνήτης κα πανιά ανοίγονται και το πέλαγος διασχίζεται και εγκαταλείπει ο έμπορος τη γυναίκα του, τα παιδιά του και την πατρίδα του και παραδίδει τη ζωή του στα κύματα και μεταβαίνει στη χώρα των βαρβάρων και υπομένει αμέτρητους κινδύνους για τα νήματα αυτά, ώστε μετά από όλα αυτά, αφού τα πάρεις εσύ, να τα ράψεις στα υποδήματα και να στολίσεις το δέρμα. Και τι θα μπορούσε να θεωρηθεί χειρότερο από αυτήν την ανοησία; Δεν συνέβαιναν όμως παλαιότερα παρόμοια πράγματα, αλλά αυτά που πρέπουν στους άντρες. Βάσει αυτών λοιπόν εγώ τουλάχιστον περιμένω ότι με το πέρασμα του χρόνου οι νέοι μας θα φορέσουν και γυναικεία υποδήματα και δεν θα ντρέπονται καθόλου. Και το πιο φοβερό είναι ότι οι πατέρες, αν και τα βλέπουν αυτά, όμως δεν αγανακτούν, αλλά και θεωρούν το πράγμα ως τελείως αδιάφορο και χωρίς καμία σημασία.
Θέλετε να σας πω και το ακόμη χειρότερο, ότι δηλαδή γίνονται αυτά, ενώ γύρω υπάρχουν πολλοί πτωχοί; Θέλετε να σας παρουσιάσω τον πεινασμένο και γυμνό από ενδύματα Χριστό, τον περιπλανώμενο παντού και φυλακισμένο; Και πόσων κεραυνών δεν είστε άξιοι όταν παραβλέπετε μεν εκείνον που στερείται και την αναγκαία τροφή του, ενώ καλλωπίζετε με τόση φροντίδα τα δέρματα; Και ο μεν Κύριος, όταν έδινε τις εντολές Του στους μαθητές Του, δεν τους επέτρεπε ούτε καν υποδήματα να έχουν, ενώ εμείς όχι μόνο δεν ανεχόμαστε να βαδίζουμε με γυμνά πόδια, αλλά ούτε να φορούμε τα υποδήματα εκείνα που πρέπει να φορούμε για να μας προστατεύουν μόνο από τα τραχιά εδάφη και το κρύο.
Τι λοιπόν θα μπορούσε να θεωρηθεί χειρότερο από αυτήν την ακοσμία; Τι χειρότερο από αυτήν την γελοιότητα; Καθόσον αυτό το πράγμα πηγάζει από ψυχή θηλυπρεπή, σκληρή, ωμή, περίεργη και ματαιόπονη· διότι πότε θα μπορέσει να ασχοληθεί με κάτι το αναγκαίο αυτός που ασχολείται με αυτά τα περιττά πράγματα; Πότε θα ανεχτεί ο νέος αυτού του είδους να φροντίσει για την ψυχή του, ή και να αντιληφτεί έστω ότι έχει και ψυχή; Διότι πράγματι θα είναι μικρολόγος αυτός που αναγκάζεται να θαυμάσει τα πράγματα αυτού του είδους και σκληρός εκείνος που εξαιτίας αυτών παραμελεί τους φτωχούς, και στερείται αρετής εκείνος που ξοδεύει όλη τη φροντίδα του σε αυτά.
Καθόσον αυτός που κατασπαταλά τον χρόνο του στην ποιότητα των νημάτων, τη λαμπρότητα των χρημάτων και στα σχέδια που γίνονται με αυτά τα υφάσματα, πότε θα μπορέσει να υψώσει τα μάτια του προς τον ουρανό; Πότε θα θαυμάσει το κάλλος που βρίσκεται στον ουρανό, αυτός που έχει κατακυριευτεί από το κάλλος των δερμάτων και έχει το βλέμμα του στραμμένο προς τη γη; Και ο μεν Θεός άπλωσε τον ουρανό και άναψε τον ήλιο με σκοπό να προσελκύσει τα μάτια σου προς τα άνω, ενώ εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να κοιτάζει προς τα κάτω και προς τη γη, όπως οι χοίροι και εκτελείς τα παραγγέλματα του διαβόλου. Καθόσον αυτήν την ασχημοσύνη επινόησε ο πονηρός δαίμονας, για να σε αποξενώσει από εκείνο το ουράνιο κάλλος.
Για τον λόγο αυτόν και σε έφερε σε αυτήν την κατάσταση, να παραμελείται ο Θεός που δείχνει τον ουρανό και να προτιμάς τον διάβολο που δείχνει τα δέρματα. Ή μάλλον ούτε τα δέρματα δείχνει, καθόσον και αυτά είναι έργα του Θεού, αλλά σου προβάλλει βλακεία και κακοτεχνία. Και ο νέος που έλαβε την εντολή να φιλοσοφεί τα ουράνια πράγματα, περνά τον καιρό του προσηλωμένος στη γη, και πολύ περισσότερο καυχάται γι΄αυτά, παρά εάν είχε κάνει κάποιο μεγάλο κατόρθωμα, κα περιφερόμενος επιδεικτικά στην αγορά, δημιουργεί στον εαυτό του περιττές λύπες και στενοχώριες, προσπαθώντας να μην τα λερώσει με τη λάσπη, όταν είναι χειμώνας ή να μη γεμίσουν από σκόνη, όταν είναι καλοκαίρι. Τι λέγεις, άνθρωπέ μου; Ολόκληρη την ψυχή σου την έριξες στη λάσπη με αυτή την ασωτία σου και, αν και σύρεται στο χώμα, εσύ αδιαφορείς και αγωνιάς τόσο πολύ για τα υποδήματά σου; Σκέψου σε τι χρησιμεύουν αυτά και νιώσε ντροπή για τη γνώμη που έχεις για αυτά· διότι βέβαια τα υποδήματα έγιναν για να πατούν τη λάσπη και τον βούρκο και κάθε ακαθαρσία του εδάφους. Εάν λοιπόν δεν το ανέχεσαι αυτό, πάρε τα και κρέμασέ τα στον λαιμό σου ή βάλε τα επάνω στο κεφάλι σου.
Και εσείς βέβαια γελάτε ακούγοντας αυτά. Εμένα όμως μου έρχεται να δακρύσω για την μανία αυτών και τη φροντίδα τους για αυτά. Καθόσον αυτοί θα ήταν δυνατόν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση να μολύνουν το σώμα τους με λάσπη, παρά εκείνα τα δέρματα. Και με αυτόν μεν τον τρόπο γίνονται οι άνθρωποι αυτοί μικροπρεπείς, ενώ κατά άλλον τρόπο γίνονται φιλοχρήματοι· διότι αυτός που έχει κυριευτεί από μανία για αυτά, και έχει συνηθίσει να φροντίζει για αυτά, χρειάζεται και για τα ενδύματά του και για όλα τα άλλα μεγάλα έξοδα και κατά συνέπεια και πολλά έσοδα. Και αν τύχει να έχει γενναιόδωρο πατέρα, γίνεται περισσότερο αιχμάλωτος σε αυτά, αυξάνοντας την παράλογη αυτήν επιθυμία του, εάν όμως έχει φειδωλό πατέρα, τότε αναγκάζεται να κάνει άλλες απρεπείς πράξεις, ώστε να αποκτήσει χρήματα για τις δαπάνες αυτού του είδους. Εξαιτίας αυτού πολλοί από τους νέους και τα νιάτα τους πούλησαν και έγιναν παράσιτα των πλουσίων και άλλες δουλοπρεπείς εργασίες υπέμειναν με αποκλειστικό αντάλλαγμα την ικανοποίηση των επιθυμιών αυτού του είδους.
Το ότι λοιπόν ο παρόμοιος άνθρωπος θα γίνει φιλοχρήματος και μικροπρεπής και ο πιο αδιάφορος από όλους για τα αναγκαία πράγματα και ότι θα αναγκαστεί να διαπράξει πολλές αμαρτίες, γίνεται φανερό από τα όσα είπα. Το ότι όμως θα είναι και σκληρός και κενόδοξος και αυτό δεν θα το αμφισβητήσει κανείς. Σκληρός μεν, όταν βλέποντας πτωχό, εξαιτίας του πόθου του καλλωπισμού του νομίζει ότι δεν τον βλέπει και ενώ τα ενδύματα και υποδήματά του τα καλλωπίζει με χρυσό, αδιαφορεί όμως για εκείνον που πεθαίνει από την πείνα, ενώ κενόδοξος θα είναι όταν και για τα ασήμαντα πράγματα επιδιώκει να συγκεντρώνει τη δόξα των πολλών· διότι έχω την εντύπωση ότι ένας στρατηγός δεν καυχάται τόσο για τον στρατό του και τις νίκες του, όσο καυχώνται αυτοί οι ακόλαστοι νέοι για τα καλλωπισμένα υποδήματά τους, για τα ενδύματά τους, που σύρονται στη γη, και για την κουρεμένη κεφαλή τους, αν και όλα αυτά είναι έργα ξένων τεχνιτών. Εφόσον λοιπόν δεν παύουν να κενοδοξούν για τα έργα των άλλων, πότε θα πάψουν να καυχώνται για τα δικά τους;
Να σας πω και άλλα φοβερότερα από αυτά ή μήπως αυτά σας είναι αρκετά; Πρέπει λοιπόν εδώ να τελειώσω τον λόγο· διότι και αυτά τα είπα για αυτούς που προβάλλουν αντιρρήσεις και υποστηρίζουν ότι η ενέργεια αυτή δεν είναι καθόλου παράλογη. Και γνωρίζω μεν πολύ καλά ότι πολλοί από τους νέους δε θα προσέξουν καθόλου τα λόγια μου αυτά, επειδή τους έχει μεθύσει άπαξ δια παντός το πάθος. Και ακριβώς για τούτο δεν έπρεπε να σιωπήσω· διότι οι πατέρες που έχουν ακόμη μυαλό και σκέπτονται ορθά θα μπορέσουν να τους επαναφέρουν και χωρίς την θέλησή τους στην πρέπουσα κοσμιότητα.
Άρα λοιπόν να μη λέγει ότι δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος ούτε από τη μία ούτε από την άλλη κατάσταση· διότι έπρεπε και από αυτά να διδάσκουν τους νέους και από εκείνα που θεωρούνται ότι είναι μικρά να τους κάνουν σεμνούς, μεγαλόψυχους και ανώτερους, από τους εξωτερικούς τύπους, διότι έτσι θα τους κάνουμε σπουδαίους και στα μεγάλα πράγματα· διότι ποιο πράγμα είναι πιο ασήμαντο από τα στοιχεία της μαθήσεως; Και όμως από αυτά γίνονται και οι ρήτορες και οι σοφοί και οι φιλόσοφοι. Και αν αυτά δεν τα μάθουν ποτέ, ούτε και εκείνα θα τα γνωρίσουν.
Και αυτά δεν τα είπα μόνο για τους νέους, αλλά και για τις γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια. Καθόσον και αυτές διαπράττουν τις ίδιες αμαρτίες και μάλιστα σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό, όσο περισσότερο σπουδαίο πράγμα είναι η κοσμιότητα για την παρθένο. Επομένως τα όσα ειπώθηκαν προς τους νέους να τα θεωρείτε ότι ειπώθηκαν και προς εσάς για να μην επαναλάβουμε και πάλι τα ίδια. Καθόσον είναι ώρα να τελειώσω την ομιλία μου με μία ευχή. Όλοι λοιπόν μαζί με εμένα ευχηθείτε, ώστε οι νέοι και μάλιστα αυτοί που ανήκουν στην Εκκλησία να μπορέσουν να ζήσουν με κοσμιότητα και να φτάσουν σε καλά γηρατειά. Αυτοί όμως που, αν και νέοι, έχουν τη γεροντική σύνεση εύχομαι να φτάσουν σε βαθιά γηρατειά και να γίνουν πατέρες καλών και σπουδαίων παιδιών και τους γονείς τους να χαρίσουν χαρά και πριν από όλα βέβαια τον δημιουργό τους Θεό και να εξαφανίσουν κάθε νόσο, όχι μόνο αυτήν που έχει σχέση με τα υποδήματα και τα ενδύματα, αλλά και οποιανδήποτε άλλη. Καθόσον ό,τι είναι η γη που είναι ακαλλιέργητη, το ίδιο είναι και η νεότητα που είναι παραμελημένη, διότι βλαστάνει πολλά αγκάθια από παντού.
Ας εκπέμψουμε λοιπόν το πυρ του Πνεύματος και ας κατακάψουμε τις πονηρές αυτές επιθυμίες και ας καλλιεργήσουμε τα ράφια και ας τα προετοιμάσουμε να υποδεχτούν τον σπόρο και ας κάνουμε τους νέους μας πιο συνετούς από τους εκτός της εκκλησίας γέροντες. Καθόσον αυτό είναι το πιο αξιοθαύμαστο, όταν λάμπει η σωφροσύνη στους νέους, διότι ο σώφρονας γέροντας δεν χρειάζεται και μεγαλύτερη αμοιβή, αφού η ίδια η ηλικία του παρέχει σίγουρη ασφάλεια. Και το παράδοξο μάλιστα είναι να απολαμβάνει κανείς γαλήνη μέσα στην τρικυμία, να βρίσκεται μέσα στο καμίνι και να μην καίγεται και να μη διαπράττει ασέλγειες όταν είναι νέος.
Αφού λοιπόν τα βάλουμε αυτά καλά στον νου μας, ας μιμηθούμε τον μακάριο εκείνον Ιωσήφ, ο οποίος έλαμψε μέσω όλων αυτών, για να λάβουμε τους ίδιους στεφάνους με αυτόν, τους οποίους εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μαζί με τον οποίο ανήκει στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα η δόξα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΜΘ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11, σελίδες 322-337.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 66, σελ. 182-190 .
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ματθ.14,14-22]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 2-8-1998]
[Β381] [Β΄έκδοσις]
Σήμερα, αγαπητοί μου, μας διηγήθηκε ο ευαγγελιστής Ματθαίος το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων. Ένα θαύμα που μας το διηγούνται και οι τέσσερις Ευαγγελισταί.
Ας δούμε όμως πώς ο ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος μας το καταγράφει, σε μία απόδοση. «Εκείνον τον καιρό, ανεχώρησε ο Ιησούς από εκεί με πλοίο σε έναν έρημο τόπο, μόνος μαζί με τους δώδεκα μαθητάς Του. Όταν το πληροφορήθη το πλήθος του κόσμου, τον ηκολούθησαν πεζοπορώντες από διάφορες πόλεις. Τότε ο Ιησούς, εβγήκε από το έρημο καταφύγιό Του και είδε πολύ κόσμο. Τους λυπήθηκε και εθεράπευσε τους αρρώστους των. Όταν άρχισε να σουρουπώνει Τον πλησιάζουν οι μαθηταί και Του λέγουν: ’’Ο τόπος είναι ερημικός και η ώρα περασμένη. Απόλυσε τον κόσμο, για να πάνε στα γύρω χωριά και να αγοράσουν κάτι για να φάνε’’. Ο Ιησούς όμως τους είπε: ‘’Δεν έχουν ανάγκη να πάνε πουθενά. Δώσατέ τους εσείς να φάνε’’. Κι εκείνοι Του απαντούν: ‘’Δεν έχομε μαζί μας παρά μόνον πέντε ψωμιά και δύο ψάρια’’. Και ο Ιησούς τους λέγει: ‘’Φέρτε τα μου εδώ’’. Και αφού έδωσε εντολή στον κόσμο να καθίσουν για φαγητό πάνω στο χορτάρι, επήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε τα μάτια Του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητάς Του και εκείνοι στο πλήθος. Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Και εσήκωσαν τα περισσεύματα από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Και αυτοί που έφαγαν, ήσαν περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά».
Η όλη περικοπή, αγαπητοί, είναι σπουδαιοτάτη. Και είναι γεμάτη από θεολογικές θέσεις. Θα μείνομε, όμως, μόνο σε μία. Στο σημείο που λέγει: «Ἒδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις». Δηλαδή αφού ευλόγησε, έδωσε κομμένα ψωμιά, τους πέντε άρτους που είχαν, εις τους μαθητάς Του και οι μαθηταί με την σειρά τους εις τους όχλους. Σ’ αυτό το σημείο θα μείνομε.
Παρατηρούμε μία παράδοση της τροφής. Από τα χέρια του Χριστού στα χέρια των μαθητών. Και από τα χέρια των μαθητών στα χέρια του πλήθους. Δηλαδή μεσολαβούν μεταξύ του πλήθους και του Ιησού, μεσολαβούν οι μαθηταί. Εδώ βλέπει κανείς μίαν κατά κυριολεξίαν παράδοσιν. Παραδίδω, συ παραδίδεις παρακάτω. Μίαν παράδοσιν. Αυτό θα είναι το θέμα μας σήμερα και θα παρακαλέσω πολύ να το προσέξομε.
Αυτή η παράδοσις στο σκηνικό του χορτασμού των πεντακισχιλίων, ήταν μία μικρογραφία της όλης αποστολικής παραδόσεως, που θα εγίνετο και το θεμέλιον της Εκκλησίας. Λέμε στο Σύμβολον της Πίστεως: « … Πιστεύω εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Δηλαδή μίαν Εκκλησίαν που ιδρύθηκε στους δώδεκα Αποστόλους ή που έχει θεμέλιό της η Εκκλησία τους δώδεκα Αποστόλους. Η αποστολικότητα της Εκκλησίας είναι ένα από τα βασικά θεμέλια της Εκκλησίας. Και σημαίνει ότι στηρίζεται στην διδασκαλία των Αποστόλων που παρέλαβαν ζωντανά από τον ίδιο τον Χριστό. Ο Κύριος δεν έγραψε, είναι γνωστό, τίποτα. Οι Απόστολοι έγραψαν. Εδίδαξε μόνον ο Κύριος και οι μαθηταί παρέλαβαν την διδασκαλία Του, την οποίαν και κατεχώρησαν, όπως είναι τα λεγόμενα τέσσερα υπομνήματα. Έτσι λέγονται. Δηλαδή τους τέσσερις Ευαγγελιστάς. Όπως είναι και οι επιστολές του Παύλου και των λοιπών επιστολών.
Οι μαθηταί κατοπινά διδάσκουν ό,τι εδιδάχθησαν. Με βάση αυτά που έγραψαν. Αυτή η παράδοση της Εκκλησίας, σας είπα, είναι θεμελιώδους σημασίας. Στην Παλαιά Διαθήκη διατυπούται ως εξής αυτή η παράδοσις. Και πολύ συχνά μάλιστα αναφέρεται αυτή η φράση που θα σας πω: «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι, τούς πρεσβυτέρους σου καί ἐροῦσι σοι». Δηλαδή να ρωτήσεις τον πατέρα σου και θα σου πει. Να ρωτήσεις τους ηλικιωμένους και θα σου απαντήσουν.
Μάλιστα, για την εορτή του Πάσχα, φυσικά εκείνοι που πέρασαν από την Ερυθρά Θάλασσα, ήσαν οι μάρτυρες. Λέει, λοιπόν, γράφει εκεί ο Μωυσής: «Όταν σε ρωτήσει το παιδί σου». Γιατί γιόρταζαν κάθε χρόνο την εορτή του Πάσχα, λέει, την διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης. Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια. Μάλιστα από την εποχή του Χριστού, από την εποχή του Μωυσέως ως την εποχή του Χριστού, πέρασαν 1500 χρόνια. Λοιπόν λέγει: «Εάν σε ρωτήσει το παιδί σου· πατέρα, γιατί τρώμε πικρά χόρτα; Πατέρα, γιατί τρώμε άζυμο ψωμί; Εσύ θα εξηγήσεις». Συνεπώς πώς διετηρήθη αυτή η παράδοσις του Πάσχα της Ερυθράς Θαλάσσης; Από γενεά σε γενεά. Από πατέρα σε παιδί. Γι΄αυτό λέγει: «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι, τούς πρεσβυτέρους σου καί ἐροῦσι σοι». «Και θα σου πουν οι πρεσβύτεροι».
Θα μπορούσε ο Θεός βέβαια να αποκαλύπτεται σε κάθε γενεά. Μια γενεά λογαριάζεται σε 30 χρόνια. Θα μπορούσε, δηλαδή, ο Θεός να αποκαλύπτεται κάθε τριάντα χρόνια. Και να μην υπάρχει αυτή η παράδοσις. Όμως ο Θεός θέλει να υπάρχει αυτή η παράδοσις. Αν ερωτήσετε, γιατί; Διότι στην Παράδοσιν διατηρείται ένα θεμελιωδέστατον στοιχείον· που λέγεται πίστις. Δηλαδή διατηρείται η πίστις. Θα πιστέψεις. Εμείς δεν βλέπομε στην ζωή μας τίποτα θαύματα ή όλα αυτά που περιγράφονται στην Παλαιά Διαθήκη κ.λπ. κ.λπ. Τίποτα. Αλλά τι κάνομε; Αφού μας παρεδόθησαν, τα πιστεύομε. Έτσι διατηρείται, επιπλέον, όπως σας είπα, αναδεικνύεται αυτό που λέγεται πίστις.
Εκείνο το «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου», να ρωτήσεις τον πατέρα σου, είναι το θεμέλιον –προσέξτε- της πατερικής παραδόσεως. Όχι της αποστολικής. Αλλά της πατερικής παραδόσεως. Γι΄αυτό και στην εορτή των οικουμενικών Συνόδων που έχομε κάποιες φορές μέσα στον χρόνο, χρησιμοποιείται ως ανάγνωσμα αποβραδίς στον Εσπερινό εκείνο που λέγει ό,τι αφορά σε αυτό: «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου».
Βέβαια η αποστολική παράδοσις διαφέρει από την πατερική παράδοση. Πρέπει αυτά να τα διακρίνομε. Η αποστολική παράδοσις είναι οι Απόστολοι σαν αυτόπται και σαν αυτήκοοι· είδαν με τα μάτια τους, άκουσαν με τ’ αυτιά τους και τώρα παραδίδουν ό,τι είδαν και ό,τι άκουσαν. Αυτό λέγεται αποστολική παράδοσις.
Ο Κύριος είπε στους μαθητάς Του: «Καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». «Να σταθείτε», λέει, «μάρτυρές μου, στην Ιουδαία, στην Σαμάρεια, σε όλη την Γη». Όπου βγείτε, θα πείτε: «Εμείς Τον είδαμε, εμείς Τον ακούσαμε τον Ιησούν». Θα γράψει δε ακόμη κάτι περισσότερο ο απόστολος Πέτρος: «Φάγαμε και ήπιαμε μαζί Του». Κι αν το θέλετε, η αιτία που εξελέγη ο δωδέκατος μαθητής, παρότι δεν κατέλαβε βέβαια ο Παύλος την θέση του δωδεκάτου μαθητού, απλώς είναι ο δέκατος τρίτος μαθητής, κι αυτός είναι αυτήκοος και αυτόπτης, θα σας το πω μετά, διότι έπρεπε… το λέει εκεί, εις το πρώτο κεφάλαιο των Πράξεων: «για να γίνει ένας με μας τους ένδεκα μάρτυρας της Αναστάσεως του Χριστού». «Εγώ τον είδα τον Ιησούν, τον αναστημένον Ιησούν». Βλέπετε λοιπόν ότι έχομε εδώ την αυτοψία, έχομε την αυτηκοΐα. Ο απόστολος Παύλος λέει κάπου, παρότι είναι μεταγενέστερος, είναι όμως ίσος με τους Αποστόλους. Τελείως ίσος. Το λέει ο ίδιος. Και έτσι είναι. Αν δεν ήτανε, τότε τα συγγράμματά του, οι επιστολές του, δεν θα ήσαν μέσα στην Αγία Γραφή. Και θα ήταν συγγράμματα δευτέρας σειράς. Και θα ήταν ο ίδιος απόστολος δευτέρας σειράς. Όχι αυτήκοος και αυτόπτης. Αλλά τι λέει; «Οὐχὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν ἑώρακα;». «Εγώ δεν είδα», λέει, «τον Κύριον Ιησούν;» Πού τον είδε; Προς Δαμασκόν που πήγαινε. Μέσα σε εκείνη τη φοβερή λάμψη. Και Τον είδε και Τον άκουσε. Είναι λοιπόν ίσος, ισότιμος με τους άλλους μαθητάς.
Και είναι η τελευταία παραγγελία που έδωσε ο Χριστός: «Πηγαίνετε, πείτε ό,τι ακούσατε και είδατε από μένα». «Καὶ ταῦτα εἰπὼν» –λέγει- «ἐπήρθη». Και αφού είπε αυτά, μας γράφει το Βιβλίο των Πράξεων, «ἐπήρθη», ανελήφθη. Ήταν η τελευταία παραγγελία. Εκείνο το «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες» περικλείει όλο το πνεύμα της αποστολικής παραδόσεως. Για να λέμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ο ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει: «Πορευθέντες– που τους είπε ο Κύριος- μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Ώστε παράδοσις αποστολική σημαίνει η παράδοση- βλέπετε, επιμένω να το ξαναλέω, ε;- η παράδοση των Αποστόλων, ό,τι είδαν και άκουσαν από τον Κύριον.
Αντίθετα, η πατερική παράδοσις, η παράδοσις των Πατέρων, όχι των αποστόλων, όπως την σημειώνει η Παλαιά Διαθήκη, είναι η ερμηνεία σαν γράμμα και σαν ζωή του Ευαγγελίου από τους Πατέρες και τους αγίους. Ο Ιερός Χρυσόστομος είναι Πατήρ και συνεπώς μας διατηρεί την πατερικήν παράδοσιν. Είναι 3-4 αιώνες μετά Χριστόν. Κ.ο.κ. Και οι άγιοι. Οι πατέρες και οι άγιοι της Εκκλησίας μας διατηρούν την λεγομένην πατερικήν παράδοσιν. Πώς την διατηρούν; Τι ακριβώς διατηρούν; Προσέξτε, την ορθήν ερμηνείαν του κειμένου του Ευαγγελίου. Την ορθήν ερμηνείαν· την οποίαν ορθήν ερμηνείαν διατηρούν όχι με το στόμα, αλλά και με την ζωή τους· διότι η ζωή τους είναι έκφρασις αυτής της ορθής ερμηνείας του γράμματος του Ευαγγελίου.
Έχομε λοιπόν δύο παραδόσεις. Την αποστολικήν και την πατερικήν. Φυσικά η πατερική είναι απολύτως απολύτως σύμφωνη, ταυτίζεται, ούτως ειπείν, με την αποστολικήν παράδοσιν. Η πατερική παράδοσις είναι γνησία ερμηνεία του παραδοθέντος αποστολικού υλικού. Η πατερική παράδοσις είναι σημαντική όσο και η αποστολική παράδοσις, όπως σας είπα. Και τούτο φαίνεται από το φαινόμενο του Προτεσταντισμού. Οι Προτεστάνται πέταξαν την πατερικήν παράδοσιν, είπαν «δεν έχει αξία και σημασία» κι έγιναν κάπου 400-500 κομμάτια! Κάθε παραφυάδα διατηρεί μια δική της παράδοση. Επειδή πέταξαν την παράδοση των Πατέρων και των Αγίων. Να το αποτέλεσμα. Είναι πολύ μεγάλης σημασίας, τεραστίας σημασίας.
Όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης βλέπει την Άνω Ιερουσαλήμ στο όραμά του εκεί στην Αποκάλυψη, να κατέρχεται, λέγει, από τον ουρανό, ήτο, λέγει, τετράγωνο το τείχος αυτής και άλλα πολλά, μεταξύ των άλλων που περιγράφει από τα χαρακτηριστικά της, λέει και τούτο: «Καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα», -είχε, λέει, δώδεκα θεμέλια το τείχος της– (σημειώσατε δε ότι η Άνω Ιερουσαλήμ είναι η Εκκλησία) καὶ ἐπ’ αὐτῶν δώδεκα -ποίων; Των δώδεκα θεμελίων- δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου». Σαφέστατα.
Αποστολική παράδοσις είναι ακόμη και κάτι άλλο, αγαπητοί μου. Είναι η παράδοσις –κι αυτό να το προσέξομε- αυτής καθ’ εαυτήν της Εκκλησίας. Δηλαδή; Δηλαδή όταν ο Κύριος ενεχειρίζετο τους άρτους στους μαθητάς Του, στο θαύμα των πεντακισχιλίων, που ακούσαμε σήμερα, ενεχείριζε το σώμα Του, που είναι η Εκκλησία. Διότι… προσέξτε, το όλο θαύμα του χορτασμού είναι μία σκιαγραφία, αλλά και μία πρώτη προσέγγισις και βίωσις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Είναι φανερό, από την περιγραφή που μας κάνει ο Ιωάννης, ευθύς την επομένη, που αναζητούν τον Χριστόν οι Καπερναΐτες, και τους λέει ο Χριστός: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με (:με ζητάτε), οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα (:όχι γιατί είδατε κάποιο θαύμα), ἀλλ’ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε (:φάγατε ψωμί και χορτάσατε)». «Καλός είναι Αυτός». Να το πούμε έτσι; «Να τον κάνουμε και βασιλιά». Εκεί στην έρημο μάλιστα ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλιά, γι΄αυτό – ακούστε μία λεξούλα που μας την εξηγεί ο Ιωάννης σήμερα είπαμε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον- ο Χριστός, λέει, «ἠνάγκασε» τους μαθητάς να μπουν στο πλοίο. Το «αναγκάζω» θα πει με το ζόρι. Τους ζόρισε. «Μπείτε μες το καΐκι. Και πηγαίνετε απέναντι να με περιμένετε». Γιατί τους ηνάγκασε; Γιατί κυκλοφορούσε στην έρημο, που ‘φάγαν μόνον οι άνδρες 5000: «Να τον αρπάξομε και να τον κάνομε βασιλιά». Και συνεπώς και τους μαθητάς υπουργούς. Άρεσε στους μαθητάς. Άρεσε στους μαθητάς. Και τους έπιασε –ας μου επιτραπεί η έκφρασις- από το αυτί ο Χριστός, ηνάγκασε. «Μπείτε στο πλοίο, πηγαίνετε απέναντι». Κι ο Κύριος πέρασε πρωινή ώρα, περπατώντας πάνω στη θάλασσα. Εκείνο το γνωστό. Το γνωστό θαύμα.
Λοιπόν, είδατε; Είδατε; Όχι λοιπόν γιατί είδατε κάποιο σημείο αλλά γιατί φάγατε και χορτάσατε. Και λέει τώρα ο Χριστός: «Ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην(:Μην εργάζεσθε το φαγητό εκείνο το οποίο… ξαναπεινάμε πάλι και ξανατρώμε), ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον(:αλλά το φαγητό εκείνο το οποίο θα σας κάνει αθανάτους)». Και συμπληρώνει: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς». Είδατε; «Εγώ», λέει, «είμαι ο άρτος της ζωής». Όχι μεταφορικά. «Καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω (:και το ψωμί που εγώ θα δώσω), ἡ σάρξ μού ἐστιν». «Είναι η σάρκα μου». Το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας.
Μάλιστα οι Καπερναΐται που ήρθαν να του τα πουν αυτά όλα, αηδίασαν! Δοξάζομε τον Θεό, που το Πνεύμα το Άγιον επέτρεψε να καταχωρηθεί αυτή η αηδία τους, η αηδία τους. Ξέρετε γιατί; «Μπα», λέει, «θα μας δώσει να φάμε την σάρκα Του, το σώμα Του! Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; (:Ποιος αντέχει να ακούει τέτοια λόγια;)». Και τον άφησαν κι έφυγαν. Ο Χριστός επιμένει. «Εάν δεν φάτε την Σάρκα μου και δεν πιείτε το Αίμα μου, δεν έχετε ζωήν αιώνιον». Έφθασε να πει στους μαθητάς Του: «Αν σκανδαλιστήκατε, πηγαίνετε κι εσείς μαζί με τους Καπερναΐτες. Εγώ επιμένω σε εκείνο το οποίο σας λέγω». Δηλαδή ήτανε μία εικόνα, ένα σκιαγράφημα το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων, του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Και όταν έδωσε ο Χριστός τα κομμάτια τα ψωμιά, αργότερα θα τους δώσει την σάρκα Του. Δηλαδή, τι θα πει αυτό; Θα τους δώσει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Προσέξτε, ακόμη τις ευχαριστιακές λέξεις στο θαύμα του χορτασμού. Που διατηρείται αυτό πώς; Ξέρετε; Με την ιερωσύνη. Ακούστε τι λένε οι ευχαριστιακές λέξεις: «Λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν καὶ κλάσας (:έκοψε κομμάτια) ἔδωκεν τοῖς μαθηταῖς Αὐτοῦ». Ακούστε τι μας λέει τώρα ο Ματθαίος· στην Θεία Ευχαριστία, στο μυστήριον: «Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου». Αὐταῖς λέξεσι, με τις ίδιες λέξεις. Σας κάνει εντύπωση αυτό;
Ώστε παράδοσις αποστολική δεν είναι μόνον ό,τι είδαν και άκουσαν οι μαθηταί, αλλά και η παραλαβή του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Αν θέλετε, κι άλλοι μπορούσαν να διατηρήσουν ό,τι είδαν και άκουσαν από τον Ιησούν. Αλλά δεν παρέλαβον την Εκκλησίαν. Η παραλαβή του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας είναι ταυτόσημη με την παραλαβή της ιερωσύνης! Και συνεπώς ταυτόσημη με την Εκκλησία. Μέγα θέμα!
Εκκλησία υπάρχει όπου υπάρχει διαδοχή ιερωσύνης. Οι Προτεστάνται δεν έχουν Εκκλησία. Είναι απλώς –προσέξτε- θρησκευτικές κοινότητες. Η Εκκλησία είναι Μία. Γιατί δεν έχουν; Γιατί κατήργησαν, πέταξαν το μυστήριον της ιερωσύνης. Γι΄αυτό και όταν τελούν την Θεία Ευχαριστία, ξέρετε πώς την τελούν; Χμ, πώς την τελούν! Πιστεύουν πως είναι μία ανάμνησις και ότι είναι μία υπενθύμησις και ένα σύμβολον. Αφού θα κοινωνήσουν οι πιστοί, ό,τι περισσέψει, το χύνουν στον νεροχύτη! Και καλά κάνουν που το χύνουν στον νεροχύτη, γιατί δεν είναι ούτε σώμα, ούτε αίμα Χριστού. Το ακούτε παρακαλώ; Για να μην παρασυρθούμε καμιά φορά από κάτι Προτεστάντες, Ευαγγελικούς, Πεντηκοστιανούς κλπ. κλπ. Συνεπώς Εκκλησία υπάρχει όπου υπάρχει διαδοχή ιερωσύνης. Ιερωσύνη, μυστήριον Θείας Ευχαριστίας και Εκκλησία είναι ταυτόσημα. Αυτά τα τρία. Γι΄αυτό και το μυστήριον της ιερωσύνης τελείται κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, κατά την διάρκεια του μυστήριου της Θείας Ευχαριστίας. Αυτά τα τρία διατηρούν την όντως παράδοση, που σώζει, αναγεννά, εισάγει εις την Βασιλείαν του Θεού.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους· προσέξτε: «Ἐγὼ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου». «Διότι εγώ παρέλαβα από τον Κύριον», δηλαδή απευθείας. Είναι εκείνο που είπε ο Χριστός εις τον μαθητήν Ανανία. «Εσύ», λέει, «μόνον θα βαφτίσεις τον Παύλον· δεν θα του κάνεις κήρυγμα. Δεν θα του κάνεις κατήχηση. Αυτό είναι δικό μου έργον», λέει ο Χριστός. Βλέπετε; Να κι ένα άλλο σημείο που ο Χριστός διδάσκει απευθείας τον Παύλον. Πώς; Μην ξεχνάτε ότι ο Παύλος απεσύρθη τρία χρόνια εις την έρημον της Αραβίας. Κι εκεί είχε αποκαλύψεις. Και μετά ήλθε έξω εις τον κόσμον. Λοιπόν γράφει: «Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου -απευθείας εννοείται-, ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν (:Eκείνο που και σας παρέδωσα) –να η παράδοσις- ὅτι ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο, ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον». Το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Δηλαδή, «μου παρέδωσε την Εκκλησίαν. Κι εγώ σας την παραδίδω». Δηλαδή παράδοσις είναι εδώ επιπλέον και το σημαντικότατον, το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας.
Αγαπητοί, γιατί τα είπαμε αυτά όλα; Όχι βέβαια για να σας κουράσομε. Γιατί αποτελούν το θεμέλιον της σωτηρίας μας. Γράφει πάλι ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους: Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον (:Σας κάνω γνωστό το ευαγγέλιο – δηλαδή ό,τι είπε ο Χριστός και έπραξε. Αυτό είναι το Ευαγγέλιο) ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν(:που εγώ σας το μετέδωσα), ὃ καὶ παρελάβετε(:το οποίο και παραλάβατε), ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε(:επί του οποίου και στηρίζεστε), δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε(:και με το οποίο σώζεστε)». Είδατε; «Σας παρέδωσα, σεις παραλάβατε, δεχθήκατε δια της πίστεως το περιεχόμενον του Ευαγγελίου, το εφαρμόσατε και τώρα σωθήκατε».
Ώστε πράγματι η παράδοσις είναι το θεμέλιον της σωτηρίας μας. Είναι μία παράδοσις ζώσα. Αν θέλετε, Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός είναι η Παράδοσις. Γιατί παραδίδεται από γενεά σε γενεά. Με το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Όταν ο Κύριος παρέδιδε τον άρτον και τα ψάρια, εκεί, στο θαύμα των πεντακισχιλίων, στα χέρια των μαθητών Του παρέδιδε, τον Εαυτόν Του παρέδιδε, γιατί Αυτός είναι ο Αληθινός Άρτος, που θα το έλεγε την επομένη, που ήταν οι Καπερναΐται μαζί Του, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, και ήταν ακόμη και ο μυστικός Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Διότι η ακροστιχίδα της ελληνικής λέξεως -κι αυτό προς τιμήν της ελληνικής γλώσσης- Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Θα πει: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ(Ι.Χ.Θ.Υ.Σ).
Το Πνεύμα το Άγιον δια γραφίδος Αποστόλου Παύλου μας παραγγέλλει: «Ἀδελφοί, στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν». Είτε με την επιστολή μας. «Στήκετε καὶ κρατεῖτε». Σημαίνει να ζείτε και να βιώνετε. Τι; «Τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε». Όποιος δέχεται την αποστολική και πατερική παράδοση, παίρνει στα χέρια του τον Αληθινόν Άρτον και τον Μυστικόν Ι.Χ.Θ.Υ.Ν. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_768.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ.14,14-22]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΕΝΤΑΚΙΣΧΙΛΙΩΝ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 1-8-1993]
[Β284]
Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας με την προβολή του θαύματος του χορτασμού των πεντακισχιλίων, όπως μας διηγείται ο ευαγγελιστής Ματθαίος, θέλει να μας διδάξει πολλά. Ο Κύριος, όταν επετέλει ένα θαύμα, πάντοτε με αυτό ήθελε να διδάξει. Έτσι το θαύμα γίνεται διδασκαλία αλλά και η διδασκαλία φανερώνεται σαν ένα θαύμα.
Φυσικά, όταν ο Κύριος επιτελεί ένα θαύμα, το πρώτο επίπεδο είναι να υπηρετηθεί ένας άμεσος σκοπός. Όπως επί παραδείγματι, ο τυφλός να δει το φως του, ο άρρωστος να θεραπευθεί, ο παράλυτος να ανορθωθεί. Έτσι και εις το σημερινό θαύμα, ο Κύριος δεν ήθελε να αφήσει αυτό το πλήθος των ανθρώπων – μόνον οι άνδρες πέντε χιλιάδες- δεν ήθελε να τους αφήσει να φύγουν πεινασμένοι και να αποκάμνουν, να ταλαιπωρηθούν. Γράφει: «Καί ἀπολῦσαι αὐτούς νήστεις οὐ θέλω (:Και να τους απολύσω νηστικούς και να φύγουν – λέγει ο Κύριος- δεν θέλω) μήπωτε ἐκλυθῶσι ἐν τῇ ὁδῷ(:μήπως στον δρόμο αποκάμνουν από την ταλαιπωρία, την κούραση, την πείνα)»· γιατί ειπώθηκε: «Πώς θα τους ταΐσουμε; Έχουμε», λέγει, μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια. Πώς θα τους ταΐσουμε;». «Δεν θέλω να αποκάμνουν εις τον δρόμον».
Ώστε τι βλέπομε εδώ; Βλέπομε ότι στο πρώτο επίπεδο, ένα θαύμα εξυπηρετεί μια αμεσότατη ανάγκη. Αλλά, όπως είπαμε, πάντοτε ένα θαύμα, είναι μία διδασκαλία. Ή ακόμη ανοίγει τον δρόμο για μία διδασκαλία. Και πράγματι, πολλοί από τους Καπερναΐτας, επειδή εχόρτασαν εκείνη την ημέρα ψωμί και ψάρια στην έρημο, δωρεάν, τώρα Τον αναζητούν. Και μάλιστα ήθελαν να τον κάνουν και βασιλέα. Κάπου εκεί περίπου αναγνωρίζουν τη μεσσιανικότητά Του, μόνο γιατί έφαγαν. Μόνο γιατί έφαγαν. Και τότε, όταν ηύραν τον Κύριον και του λέγουν «Εδώ είσαι, Κύριε;» κι ο Κύριος τους λέγει: «Με αναζητάτε όχι γιατί άλλο γιατί χορτάσατε ψωμί. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα(:όχι γιατί είδατε θαύματα – διότι όλη την ημέρα ο Κύριος και δίδασκε και θαύματα έκανε, εθεράπευε όλες τις αρρώστιές τους), ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε(:αλλά γιατί φάγατε, λέγει, από τα ψωμιά και χορτάσατε· γι’αυτό με γυρεύετε)· ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει». «Να εργάζεσθε», λέγει, «για να κερδίσετε όχι το φαγητό που χάνεται. Κι εσείς θα χαθείτε. Αλλά το φαγητό εκείνο, την βρώσιν εκείνην που μένει εις αιώνιον ζωήν, την οποίαν θα σας δώσει ο Υιός του ανθρώπου».
Ολοφάνερα, αγαπητοί, βλέπομε ότι το θαύμα εκείνο του χορτασμού των πεντακισχιλίων, ανοίγει τον δρόμο για τη διδασκαλία περί του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Ολοφάνερα. Έχομε λοιπόν μία αναγωγή από τον φυσικόν χορτασμόν του λαού, στον χορτασμό από το σώμα και το Αίμα του Χριστού. Να τι είπε ο Κύριος: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς». «Τι είπατε; Θέλετε ψωμί, ε; Σας είπα ότι χορτάσατε με ψωμί. Έκανα το θαύμα και χορτάσατε. Ε, τούτο σας λέγω: Εγώ είμαι το ψωμί το ζωντανό». Είδατε αναγωγή; «Που κατέβηκα από τον ουρανόν». «Ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα(:Και όποιος φάγει από αυτό το ψωμί, θα ζήσει αιωνίως). Καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω(:Το ψωμί αυτό που εγώ θα δώσω) ἡ σάρξ μού ἐστιν (:είναι η σάρκα μου). Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις». «Είναι η Σάρκα μου, λοιπόν, που θα σας θρέψει. Αυτό είναι το ψωμί -και το Αίμα μου. Σας βεβαιώνω αλήθεια ότι η Σάρκα μου είναι πραγματικά κάτι που τρώγεται και το Αίμα μου πραγματικά είναι κάτι που πίνεται».
Ώστε ο Κύριος προετοίμασε την διδασκαλία Του δια το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, με εκείνο το θαύμα, του χορτασμού των πεντακισχιλίων. Κατά σοφόν τρόπον. Πραγματικά βλέπομε να αναβαθμίζεται η υπόθεσις, για να οδηγηθεί εις την διδασκαλίαν του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό δε δεν ήταν μία προετοιμασία-εικόνα, αλλά μία προετοιμασία – βίωμα. Ο λαός έζησε και οι μαθηταί Του έζησαν, ότι έφαγαν ψωμί απ’ τα χέρια του Κυρίου με καταπληκτικόν τρόπον. Αυτό δεν ήταν λοιπόν μία εικόνα, αλλά ένα βίωμα. Το έζησαν. Ήταν το πρώτο βίωμα. Τόσο για τον λαό, όσο και δια τους μαθητάς.
Το δεύτερο βίωμα είναι όταν πλέον ο Κύριος, χωρίς εικόνες, χωρίς προτυπώσεις, θα επιτελέσει το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας κατά τον Μυστικόν Δείπνον. Θα πει: «Καὶ λαβὼν ἄρτον –λέγει εκεί- εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων –επήρε το ψωμί, έκανε προσευχή, το κομμάτιασε(κλάω-ῶ) όχι με μαχαίρι, με τα χέρια Του, όχι κόπτω (κλάω- ῶ) και τους το έδωσε και τους είπε:- Τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου -Αυτό είναι το Σώμα μου-. Ὡσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων: Τοῦτο τό ποτήριον, ἡ Καινή Διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τό ὑπέρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον –Αυτό είναι το Αίμα μου». Το δεύτερο βίωμα βλέπομε να ολοκληρούται λοιπόν κατά τον Μυστικόν Δείπνον.
Έχομε και μία τρίτη βίωση του μυστηρίου. Θα είναι όταν πλέον οι μαθηταί μετά την Ανάληψη του Κυρίου, θα είναι μόνοι και θα τελούν μέσα στην Εκκλησία το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Διότι αυτό το μυστήριο είναι εκείνο, είπα μέσα στην Εκκλησία, διότι αυτό είναι το μυστήριον το οποίον συνιστά την Εκκλησίαν. Διότι τι είναι η Εκκλησία; Το Σώμα του Χριστού. Τι είναι η Θεία Κοινωνία; Το Σώμα του Χριστού.
Είναι γνωστό ότι μετά την Ανάσταση, πάλι κοντά στην ίδια λίμνη – γιατί αυτά έγιναν εκεί κοντά στη λίμνη- όταν ο Κύριος είπε εις τους μαθητάς Του «Δεῦτε ἀναπαύσεσθε ὀλίγον», «πάμε σε έναν ήσυχο τόπο να ξεκουραστείτε», είπε στους μαθητάς και επεσυνέβη ο όχλος, είδαν πού, πώς, ψάξαν, τους βρήκαν κι έγινε ό,τι έγινε· πάλι στην ίδια λίμνη· εκεί, επτά μαθηταί του Κυρίου, επήγαν να ψαρέψουν. Μετά την Ανάστασιν, προ της Αναλήψεως. Εκεί διημείφθη ένας διάλογος ανάμεσα στον Κύριο και τους επτά μαθητάς· που ήσαν, έφθασαν πια με το πλοιάριό τους, κουβαλώντας το δίχτυ μετά ψάρια, γνωρίζετε βέβαια την ιστορία, και όταν βγήκαν στην παραλία, στην ακρολιμνιά, είδαν «ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον». Ενώ τους είπε: «Παιδία, ἔχετε τι προσφάγιον;». «Έχετε τίποτα να φάει κανείς; Να προγευματίσει;». Κι εκείνοι είπαν βαριεστημένοι, γιατί δεν είχαν, – δεν Τον εγνώρισαν- γιατί δεν είχαν πιάσει ούτε ένα ψάρι, ένα μονολεκτικόν «Οὐ». Όχι. Τώρα βγαίνουν και βλέπουν μία ανθρακιά, κάρβουνα αναμμένα, επάνω ένα ψάρι να ψήνεται και δίπλα ψωμί. Εκπληκτικόν! Αλλά το πιο εκπληκτικόν είναι ότι «οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτὸν σὺ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν». Περίεργο… Κανείς δεν τολμούσε να του πει: «Ποιος είσαι;». Γιατί εγνώριζαν ότι είναι ο Κύριος. Δεν Τον εγνώρισαν; Άλλαξε μορφή; Βεβαίως άλλαζε μορφή, διότι δεν θα ήταν πια ο ιστορικός Ιησούς, αλλά ο Ιησούς που θα ήταν μέσ’ το μυστήριον· δηλαδή ο Ιησούς της πίστεως. Ο Ιησούς της πίστεως. Τον είδαν ιστορικά. Τον άγγιξαν, Τον έπιασαν, έφαγαν μαζί Του, Τον είδαν, Τον ξαναείδαν, έζησαν τρία χρόνια μαζί Του. Πια δεν θα είναι μαζί τους. Και θα ήταν ο Ιησούς της πίστεως κι όχι των αισθήσεων. Έτσι λοιπόν τους προπαιδεύει και εις το σημείον αυτό. Συνεπώς οι μαθηταί ζουν στην ατμόσφαιρα ενός μυστηρίου, για το οποίον είναι βεβαιότατοι ότι είναι ο Ιησούς. Και ταυτόχρονα ότι ο Ιησούς ανήκει σε έναν άλλον χώρον. Στον χώρο του ουρανού. Τι ήταν δίπλα; Επιτρέψατέ μου να το πω. Το σήμα κατατεθέν -επιτρέψατέ μου, σας είπα, ως έκφραση. Το σήμα κατατεθέν του Ιησού. Είναι Εκείνος και πλάι Του είναι το ψάρι και το ψωμί. Το ψάρι και το ψωμί. Άρτος και ιχθύς. Το σήμα κατατεθέν του Ιησού. Ούτως ειπείν: «Εκεί θα με βρείτε». Είναι ο μυστικός ΙΧΘΥΣ. Ιχθύς θα πει ψάρι. Ο μυστικός Ιχθύς ἐν τῷ ἄρτῳ.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι κατά την ευλογία των πέντε άρτων που έκανε ο Κύριος στον χορτασμό, σε εκείνο το θαύμα, και των ιχθύων δίνοντας ο Κύριος τα κλάσματα, τα κομμάτια των άρτων στους μαθητάς Του για να τα μοιράσουν, δεν γίνεται λόγος για την επίδοση ψαριών. Ότι τους έδωσε τα ψωμιά, τα κομμάτια. Δεν λέει «και τα ψάρια». Τα οποία βεβαίως και ευλόγησε, βεβαίως και ο λαός έφαγε, βεβαίως έφθασαν και εχόρτασαν. Γιατί; Πώς το λέγει; «Καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους -Δεν λέει «τούς ἰχθῦς»-, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις». Οι δε μαθηταί εις τους όχλους. Σκοπίμως εδώ αποσιωπάται ότι έδωσε και τους ιχθύς, τα ψάρια. Διότι ο ΙΧΘΥΣ -με κεφαλαία γράμματα- μένει κεκρυμμένος, μένει κρυμμένος. Είναι ο μυστικός άρτος του Ιχθύος. Δηλαδή το Σώμα του Χριστού. Είναι ο ΙΧΘΥΣ ἐν τῷ ἄρτῳ. Είναι ο Χριστός εις τον άρτον. Το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Η αρχαία Εκκλησία θα κατανοήσει βαθύτατα όλα αυτά, όπως τα κατενόησαν και τα εβίωσαν οι μαθηταί του Χριστού. Ώστε πλέον η λέξις ΙΧΘΥΣ να γίνει σύμβολον σε ό,τι αναφέρεται εις τον Ιησούν Χριστόν και εις το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Είπα «το σήμα κατατεθέν» που το έβαλε δίπλα, δηλαδή «Αμφιβάλλετε για μένα ότι είμαι ή δεν είμαι;» εκεί παρά την λίμνην Γενησαρέτ. Να ο άρτος και ο ιχθύς. «Θέλετε να με δείτε; Εγώ ταυτίζομαι με το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας». Προσέξτε: ταυτίζομαι. Έχει σημασία. Θα το δούμε λίγο πιο κάτω.
Έτσι, η λέξις ΙΧΘΥΣ, στην ελληνική γλώσσα βεβαίως, αποτελείται, από των αρχαιοτάτων χρόνων, δηλαδή από τους αρχαίους μαθητάς, τους Χριστιανούς, είναι ελληνική λέξις, ΙΧΘΥΣ, αυτή η λέξις ακροστιχείται…- ξέρετε τι θα πει ακροστιχίδα, παίρνω το πρώτο γράμμα μίας λέξεως ή μιας προτάσεως, παίρνω το δεύτερο γράμμα της δευτέρας προτάσεως, βάζω τα γράμματα κάθετα και από εκεί βγάζω τώρα μία άλλη λέξη ή άλλες λέξεις ή ολόκληρη πρόταση. Αυτό λέγεται ακροστιχίς. Έτσι η λέξις ΙΧΘΥΣ ακροστιχείται: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ. ΙΧΘΥΣ. Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, που είναι Σωτήρας. Έτσι το σύμβολον του ψαριού, του ιχθύος, θα το δούμε, αγαπητοί μου, σε πολλά πρωτοχριστιανικά έργα. Σε τάφους, σε οτιδήποτε, θα δούμε αυτό το σύμβολον. ΙΧΘΥΣ.
Κάποτε βρέθηκε, προ ετών μία επιτάφια πλάκα εις το Οτούν, βορείως της Λυών της Γαλλίας· που ανάγεται εις τα τέλη του 3ου αιώνος η πλάκα αυτή η επιτάφια. Είναι γραμμένη Ελληνικά, σε αρχαίον ύφος και σε δακτυλικό εξάμετρο. Κάποιος, του οποίου οι γονείς και τ’ αδέλφια είχαν πεθάνει, άγνωστον γιατί, ετάφησαν εις τον αυτόν τάφον και έβαλαν από πάνω αυτήν την πλάκα, την επιτάφια πλάκα, η οποία έγραφε:
«Ἰχθύος οὐρανίου ἅγιον γένος, ἤτορι σεμνῷ
Χρῆσαι λαβῶν ζωήν ἄμβροτον ἐν βροταίοις
Θεσπεσίων ὑδάτων, τήν σήν φίλε θάλπε ὦ ψυχή,
Ὕδασιν ἀενάοις πλουτοδότου σοφίοις
Σωτῆρος δ’ ἁγίων μελιιδέαν λάμβανε βρῶσιν
ἒσθιε πεινάων ἰχθύν ἔχων παλάμαις».
Ο κάθε στίχος είναι ακροστοιχισμένος και λέει: ΙΧΘΥΣ. Πλην του τελευταίου. Γιατί ακολουθούν και κάποιοι άλλοι στίχοι. Λέει και τα ονόματα των κεκοιμημένων και το όνομα εκείνου ο οποίος συνέθεσε αυτό το επιτύμβιο επίγραμμα, αλλά δεν τα λέγω όλα αυτά. Να σας το μεταφράσω:
«Ω αγία γενεά, δηλαδή εσείς που βρίσκεστε κάτω από την επιτάφια πλάκα, ω αγία γενεά του ουρανίου Ιχθύος· γέμισε από σεμνή ευφροσύνη τα στήθη σου τώρα συ, ω αγία γενεά, από χαρά. Αν και είσαι μεταξύ των θνητών, έχετε πεθάνει. Εδέχθης συ, ω γενεά, εδέχθης από τα θεσπέσια νερά –δηλαδή τα νερά του αγίου Βαπτίσματος- την αθάνατη ζωή. Θάλπε, αγαπητέ, την ψυχήν σου εις τα αέναα ύδατα της πλουτοδότου σοφίας. Λάμβανε την μελισταγή βρώσιν του Σωτήρος των αγίων. -Μελισταγής… είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που στάζει μέλι-. Τρώγε με όρεξη τον ιχθύν – το ψάρι, τον Ιησούν Χριστόν– που τον κρατάς στις παλάμες σου –Γιατί οι αρχαίοι κοινωνούσαν όπως σήμερα εμείς οι ιερείς, παίρνοντας το Σώμα του Χριστού εδώ στην δεξιά μας παλάμη-. Ναι, χόρταινε μέσα σε αυτόν τον ιχθύν, να χορταίνεις μέσα σε αυτόν τον ιχθύν». Και ακολουθούν και μερικά άλλα. Και ολοκληρούται αυτή η επιτύμβιος επιγραφή. Βλέπετε τον ιχθύν. Πώς κατενόησε η αρχαία Εκκλησία τον ιχθύν· που ο Κύριος προετοίμασε προοδευτικά.
Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, αγαπητοί, ήρθε σαν ουράνιος άρτος. Ήρθε εις τον κόσμον, ώστε με το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας να ενωθεί με τους ανθρώπους. Προσέξτε την αγάπη Του και προσέξτε την σοφία Του. Δια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, δυνάμει της Ενανθρωπήσεως, να ενωθεί με τους ανθρώπους. Και να τους δώσει την αιώνια ζωή. Θα πει ο Κύριος: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις(:Είναι πράγματι κάτι που τρώγεται η σάρκα μου), καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις(:πράγματι κάτι που πίνεται)». Υπαινίσσεται τον μυστικόν άρτον και τον μυστικόν οίνον. Τρόμαξαν δε τότε που τον άκουγαν οι Καπερναΐται και είπαν: «Πωω… Τι; Να φάμε τη σάρκα Του; Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; Σκληρός ο λόγος. Τι πράγματα είναι αυτά;». Δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα», λέγει ο Κύριος, «καὶ πίνων μου τὸ αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ». «Αυτός που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, μένει μέσα σε μένα κι Εγώ μέσα σ’ αυτόν». Μία αλληλοπεριχώρησις. Μια καταπληκτική, απερινόητη, πάνω απ’ το μυαλό του ανθρώπου αλληλοπεριχώρησις.
Αγαπητοί, ο Κύριος, όπως είδαμε, προοδευτικά εργάστηκε την ένωσή μας μαζί Του, αφότου ενηνθρώπησε -γιατί δυνάμει της Ενανθρωπήσεως γίνονται όλα αυτά- κάνοντας αρχή με το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων. Τότε από τους πολλούς βεβαίως δεν κατενοήθη. Και όχι μόνον δεν κατενοήθη, αλλά και παρενοήθη. Πλην των μαθητών. Έφθασε ο Κύριος να πει: «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;». Γιατί λέει έφυγαν. «Σκληρός ἐστίν ὁ λόγος οὗτος. Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;». Γύρισαν την πλάτη τους κι έφυγαν. Και λέγει στους δώδεκα: «Μήπως κι εσείς θέλετε να φύγετε;». Και είπε ο Απόστολος Πέτρος: «Τι λες, Κύριε; Έχεις λόγια ζωής αιωνίου, ρήματα ζωής αιωνίου. Πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Ποιον θα ακολουθήσομε;».
Οι άλλοι γιατί έφυγαν; Γιατί είχαν μία παχυλή, υλιστική σκέψη και ζωή. Δεν κατενόησαν. Παρενόησαν. Και σήμερα, σήμερα, πάμπολλοι, πάμπολλοι Χριστιανοί μας δεν κατανοούν, αγαπητοί μου, αυτό το αγιότατον μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Δεν κατανοούν ότι αυτό τούτο είναι το Σώμα Του και αυτό τούτο είναι το Αίμα Του. Νομίζουν ότι είναι ένα σύμβολον, ότι εικονίζει, ένας εικονισμός. Και όχι ότι αυτό τούτο, δηλαδή αυτό το ίδιο είναι το Σώμα Του και αυτό το ίδιο είναι το Αίμα Του, ἐν μυστηρίῳ. Δεν έχει σημασία ότι δεν γίνεται αντιληπτό στις αισθήσεις. Διότι αν εγίνετο αντιληπτό –Αλήθεια, να σας ερωτούσα, τι θα μ’ απαντούσατε;– θα κατηργείτο η πίστις. Αλλά η πίστις δεν πρέπει να καταργηθεί. Γι’αυτό δεν είναι αισθητό στις αισθήσεις μας. Το λέγει σαφώς ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων.
Γι’αυτό λοιπόν επειδή είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού πραγ-μα-τι-κά, δεν συμβολίζει, πραγματικά, γι΄αυτό, την τελευταία στιγμή που πηγαίνουμε να κοινωνήσουμε, υπάρχει μία ευχή που λέγει να ενισχυθεί η πίστις μας και λέμε: «Ἔτι πιστεύω ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ ἄχραντον Σῶμά σου καὶ τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ τίμιον Αἷμά σου». «Πιστεύω ότι Αυτό είναι». Γι’αυτό πρέπει, όταν έρχεται ο ιερεύς με το άγιο ποτήριο και λέγει: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε», πρέπει με φόβο Θεού αλλά και με πίστη. Τι πίστη; Ότι αυτό που θα πάρω είναι το Σώμα και το Αίμα Του Χριστού.
Έτσι, το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας είναι σκοπός της πνευματικής μας ζωής. Το Βάπτισμά μας είναι το μέσον, είναι η πύλη της πνευματικής ζωής. Η πύλη. Η Θεία Ευχαριστία είναι ο σκοπός και το τέρμα της πνευματικής ζωής. Γι’ αυτό πρέπει συχνά να κοινωνούμε. Και για να κοινωνούμε πρέπει να είμεθα προσεκτικοί στη ζωή μας. Να τηρούμε τον λόγο του Θεού, ό,τι είπε, το Ευαγγέλιον. Το είπε ο ίδιος ο Χριστός. Και να Τον αγαπούμε. «Εκείνος που με αγαπά» λέγει, «τηρεί τον λόγον μου, εφαρμόζει τον λόγον μου». Έτσι το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας είναι το μυστήριον της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο, αλλά και το μυστήριον της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος ανταποκρίνεται εις την αγάπην του Θεού. Και η Θεία Λειτουργία, που το πλαισιώνει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι ό,τι αγιότερον, είναι ό,τι υψηλότερον που μπορεί να υπάρχει στη ζωή και στην ιστορία του κόσμου τούτου.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_573.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.