ΚΥΡΙΑΚΗ ΙA΄ ΛΟΥΚΑ (17/12/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ
Προς Κολοσσαείς, κεφάλαιο Γ΄, εδάφια 4-15
4Ὃταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. 5Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, 6δι’ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, 7ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· 8νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· 9μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ 10καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, 11ὅπου οὐκ ἔνι ῞Ελλην καὶ ᾿Ιουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.
12᾿Ενδύσασθε οὖν, ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πρᾳότητα, μακροθυμίαν, 13ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς ἐάν τις πρός τινα ἔχῃ μομφήν· καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἐχαρίσατο ὑμῖν, οὕτω καὶ ὑμεῖς· 14ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος. 15Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ βραβευέτω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθητε ἐν ἑνὶ σώματι· καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
4Όταν ο Χριστός φανερωθεί, ο αίτιος και χορηγός της πνευματικής αυτής ζωής μας, τότε κι εσείς μαζί με Αυτόν θα φανερωθείτε δοξασμένοι.5 Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος. 6 Για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δεν θέλουν να πιστέψουν. 7 Στα αμαρτήματα αυτά και εσείς κάποτε πορευθήκατε και τα υπηρετήσατε, όταν ζούσατε ανάμεσα σε αυτούς τους άπιστους ανθρώπους. 8 Τώρα όμως βγάλτε και πετάξτε από πάνω σας κι εσείς, σαν ακάθαρτο ένδυμα, όλα αυτά τα κακά, την οργή, τον θυμό, την κακία και πονηριά, την κακολογία, την αισχρολογία από το στόμα σας. 9 Μη λέτε ψέματα ο ένας στον άλλο, αφού πλέον γδυθήκατε τον παλαιό διεφθαρμένο άνθρωπο μαζί με τις πράξεις του 10 και ντυθήκατε τον νέο άνθρωπο που συνεχώς ανανεώνεται και γίνεται καινούργιος, ώστε να προοδεύσει στην τέλεια γνώση του Θεού. Και γίνεται διαρκώς καινούργιος με το να παίρνει την ίδια μορφή με την εικόνα του Χριστού που τον δημιούργησε. 11 Σε αυτόν το νέο άνθρωπο δεν υπάρχει διάκριση Έλληνα και Ιουδαίου, περιτμημένου Ισραηλίτη και απερίτμητου εθνικού, βάρβαρου και Σκύθη, δούλου και ελεύθερου, αλλά και εθνικότητα και καταγωγή και αξίωμα και τα πάντα είναι ο Χριστός, όπως και μέσα σε όλους τους πιστούς πάλι είναι ο Χριστός.
12Σαν εκλεκτοί λοιπόν του Θεού που είστε και αγιασμένοι και αγαπημένοι Του, αποκτήστε και ντυθείτε καρδιά συμπονετική και σπλαχνική, αγαθή και ευεργετική διάθεση, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία. 13 Να ανέχεστε ο ένας τις αδυναμίες του άλλου και να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο, εάν έχει κανείς παράπονο εναντίον του άλλου. Όπως κι ο Χριστός σας έκανε χάρη και σας συγχώρησε, έτσι και εσείς να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο. 14 Και πάνω απ’ όλα αυτά να ντυθείτε την αγάπη, η οποία σαν κρίκος δένει μαζί όλες τις αρετές σε τέλειο σύνολο. 15 Και η ειρήνη που δίνει ο Θεός ας επιστατεί κι ας κυριαρχεί μέσα στις καρδιές σας. Γι’ αυτήν την ειρήνη εξάλλου προσκληθήκατε, ώστε να γίνετε ένα σώμα. Προσπαθείτε, ακόμη, να γίνεστε και ευχάριστοι μεταξύ σας.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο ΙΔ΄, εδάφια 15-24
15᾿Ακούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. 16 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
21 Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. 24 Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
15 Όταν τα άκουσε αυτά κάποιος από εκείνους που κάθονταν στο τραπέζι μαζί με τον Κύριο, Του είπε: «Μακάριος είναι εκείνος που θα πάρει μέρος στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού μαζί με τον Μεσσία και τους Πατριάρχες και τους άλλους δικαίους». 16 Ο Ιησούς τότε, προκειμένου να διδάξει ποιες αρετές πρέπει να έχει κανείς για να συμμετάσχει στην αιώνια ευφροσύνη της βασιλείας του Θεού, του είπε: «Κάποιος άνθρωπος έκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο και κάλεσε πολλούς. 17 Και την ώρα του δείπνου έστειλε τον δούλο του για να πει στους καλεσμένους: «Ελάτε και μην αναβάλλετε, διότι είναι πλέον όλα έτοιμα». 18 Τότε άρχισαν μεμιάς όλοι οι καλεσμένοι, ο ένας μετά τον άλλον, σαν να ήταν συνεννοημένοι, να δικαιολογούν την απουσία τους από το δείπνο. Ο πρώτος του είπε: «Έχω αγοράσει κάποιο χωράφι και πρέπει να βγω έξω και να το δω. Σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο και απαλλαγμένο από την υποχρέωση να έλθω». 19 Άλλος πάλι του είπε: «Έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω. Σε παρακαλώ, συγχώρησε τη δικαιολογημένη απουσία μου». 20 Κι ένας άλλος του είπε: «Είμαι νιόπαντρος και γι’ αυτό δεν μπορώ να έλθω».
21 Όταν λοιπόν γύρισε ο δούλος εκείνος, διηγήθηκε στον κύριό του τα όσα του είπαν οι καλεσμένοι. Τότε ο νοικοκύρης θύμωσε και είπε στον δούλο του: «Βγες γρήγορα στις πλατείες και στα στενά της πόλεως και φέρε εδώ μέσα τους φτωχούς, τους σακάτηδες, τους χωλούς και τους τυφλούς που θα βρεις εκεί». 22 Ύστερα από λίγο επέστρεψε πάλι ο δούλος και είπε: «Κύριε, έγινε όπως διέταξες, και υπάρχει ακόμη τόπος αδειανός στο σπίτι για να προσκληθούν κι άλλοι». 23 Τότε είπε ο κύριος στον δούλο: «Βγες έξω απ’ την πόλη στους δρόμους και στους φράχτες των κτημάτων, όπου συνήθως μαζεύονται οι περιπλανώμενοι, που δεν έχουν σπίτι και μόνιμη κατοικία. Κι επειδή αυτοί θα διστάζουν από συστολή να πάρουν μέρος στο δείπνο μου, παρακίνησέ τους επίμονα να μπουν εδώ, για να γεμίσει το σπίτι μου.24 Διότι σας βεβαιώνω ότι κανένας από τους ανθρώπους εκείνους που κάλεσα όχι μόνο δεν θα καθίσει, αλλά ούτε καν θα γευτεί το δείπνο μου».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ[: Κολ.3,4-15]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ὃταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν(:Όταν ο Χριστός φανερωθεί ο αίτιος και χορηγός της πνευματικής αυτής ζωής μας)»[Κολ.3,4], τότε να ζητείτε τη δόξα, τότε τη ζωή, τότε την απόλαυση. Αυτά είναι προπαρασκευαστικά για να απομακρύνει αυτούς από τις απολαύσεις και τις ανέσεις. Έτσι συνηθίζει ο απόστολος Παύλος, ενώ ομιλεί για άλλα, μεταπηδά σε άλλα· για παράδειγμα, ομιλώντας για εκείνους που τρέχουν έγκαιρα στα δείπνα[Κολ.2.16-23], μεταπήδησε αμέσως στην παρατήρηση των μυστηρίων· διότι έχει μεγάλη δύναμη ο έλεγχος, όταν γίνει σε ανύποπτο χρόνο. «Είναι κρυμμένη», λέγει, «από εσάς». «Τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε(:τότε κι εσείς μαζί με Αυτόν θα φανερωθείτε)». Συνεπώς τώρα δεν φαίνεστε. Πρόσεχε με ποιον τρόπο μετέθεσε αυτούς στον ουρανό. Όπως δηλαδή προανέφερα, πάντοτε προσπαθεί να δείξει ότι έχουν τα ίδια που έχει και ο Χριστός και σε όλες τις επιστολές του το ίδιο θέμα υπάρχει, να δείξει δηλαδή ότι σε όλα είναι μέτοχοι με τον Χριστό. Γι’ αυτό και κεφαλή και σώμα Τον ονομάζει και τα πάντα κάνει για να παρουσιάσει αυτό το πράγμα.
Εάν λοιπόν φανερωθούμε τότε, ας μη στενοχωρούμαστε, όταν τώρα δεν απολαμβάνουμε την τιμή. Εάν η ζωή αυτή δεν είναι ζωή, αλλά είναι κρυμμένη, οφείλουμε να ζούμε αυτή τη ζωή σαν νεκροί. «Τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ(:Τότε κι εσείς μαζί με Αυτόν θα φανερωθείτε δοξασμένοι)», λέγει. «Δοξασμένοι» είπε, όχι έτσι απλώς, αφού και το μαργαριτάρι είναι κρυμμένο, έως ότου είναι μέσα στο στρείδι. Και αν λοιπόν μας υβρίσουν, ας μη θλιβόμαστε, και αν ακόμη παθαίνουμε οτιδήποτε· διότι δεν είναι δική μας ζωή αυτή η ζωή, είμαστε ξένοι και προσωρινοί. «Διότι πεθάνατε», λέγει. Ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε στο νεκρό σώμα που έχει ταφεί ή δούλους να αγοράζει ή σπίτια να κτίζει ή να κάνει πολυτελή ενδύματα; Κανείς. Ας μην είστε λοιπόν ούτε και εσείς, αλλά όπως ακριβώς ένα μόνο ζητούμε, να μη γυμνωθούμε δηλαδή, έτσι και εδώ ας ζητούμε μόνο ένα.
Ενταφιάστηκε ο πρώτος μας άνθρωπος. Ενταφιάστηκε όχι μέσα στη γη, αλλά στο νερό, χωρίς να τον διαλύει ο θάνατος, αλλά αφού διέλυσε το θάνατο, ο οποίος τον θανάτωσε, όχι με τον νόμο της φύσεως, αλλά με το ισχυρότερο από τη φύση πρόσταγμα της εξουσίας του Κυρίου· διότι αυτά που από τη φύση έγιναν θα μπορέσει κάποιος και να τα διαλύσει, αυτά όμως που γίνονται με το πρόσταγμά Του όχι πια. Τίποτε δεν είναι μακαριότερο από την ταφή αυτή, για την οποία όλοι χαίρονται, και άγγελοι και άνθρωποι, και ο Κύριος των αγγέλων. Για την ταφή αυτή δεν χρειάζονται ούτε ενδύματα· ούτε λάρνακα, ούτε τίποτε άλλο από τα παρόμοια.
Θέλεις να δει το σύμβολο; Θα σου δείξω την κολυμβήθρα, μέσα στην οποία ο ένας ενταφιάστηκε και ο άλλος αναστήθηκε[ενταφιάστηκε ο παλαιός μας άνθρωπος, ο άνθρωπος της αμαρτίας και αναστήθηκε ο νέος, ο άνθρωπος της χάριτος]. Στην Ερυθρά Θάλασσα βυθίστηκαν οι Αιγύπτιοι και ανυψώθηκαν οι Ισραηλίτες· στο ίδιο πράγμα αφενός μεν υπάρχει ταφή, αφετέρου δε γέννηση. Μην απορήσεις εάν γίνεται στο βάπτισμα γένεση και φθορά συγχρόνως. Γιατί, πες μου, η διάλυση δεν είναι αντίθετο από τη συγκόλληση; Είναι ολοφάνερο. Αυτό κάνει το πυρ, διότι διαλύει και αφανίζει το κερί, συγκολλά όμως το χώμα που περιέχει μεταλλεύματα και κάνει το χρυσάφι. Έτσι λοιπόν και εδώ, η δύναμη του πυρός αφού εξαφάνισε τον πήλινο ανδριάντα, παρουσίασε στη θέση εκείνου τον χρυσό ανδριάντα· διότι πραγματικά πριν από το λουτρό του βαπτίσματος ήμασταν πήλινοι, ύστερα όμως από αυτό γινόμαστε χρυσοί.
Από πού αποδεικνύεται αυτό; Άκουσε τον Παύλο ο οποίος λέγει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ (:Ο πρώτος άνθρωπος πλάστηκε από τη γη, χωματένιος. Ο δεύτερος άνθρωπος είναι ο Κύριος, ο οποίος κατέβηκε από τον ουρανό και μαζί με τη θεία Του φύση προσέλαβε και την ανθρώπινη)» [Α΄Κορ.15,47]. Είπα λοιπόν ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά του πήλινου από τον χρυσό, βρήκα όμως πιο μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτόν που κατάγεται από τον ουρανό και σε αυτόν που προέρχεται από τη γη. Και δεν είναι τόση η διαφορά πήλινου και χρυσού, όση των γήινων και των ουρανίων. Ήμασταν κέρινοι και πήλινοι πριν από την αναγέννησή μας μέσω του αγίου Βαπτίσματος, διότι η φλόγα της επιθυμίας μάς έλειωσε πολύ περισσότερο από ό,τι το πυρ λειώνει το κερί· και ο τυχαίος ο πειρασμός μάς συνέθλιψε πολύ περισσότερο από ό,τι ο λίθος τους πήλινους. […]
«Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι’ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς(:Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος. Για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δεν θέλουν να πιστεύουν. Στα αμαρτήματα αυτά και εσείς κάποτε πορευθήκατε και τα υπηρετήσατε, όταν ζούσατε ανάμεσα σε αυτούς, τους άπιστους ανθρώπους)»[Κολ.3,5-7].
Ακούσατε τι βροντοφώναξε πριν λίγο ο Παύλος; Τι υπάρχει χειρότερο από μία τέτοια πλεονεξία; Αυτή είναι πιο κακή από κάθε επιθυμία. Αυτό είναι πιο βαρύ από εκείνο που έλεγα, δηλαδή η μανία και η βλακεία για τα χρήματα. «Καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία(:Και την πλεονεξία η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος)».Βλέπετε πού τελειώνει το κακό; Μη λοιπόν δυσανασχετείτε· διότι δεν το κάνω επειδή το θέλω, ούτε απλώς θέλω να έχω εχθρούς, αλλά θα ήθελα να φτάσετε σε τέτοιο σημείο αρετής, ώστε εγώ να ακούω από εσάς τα πρέποντα. Ώστε δεν είναι αυτό αποτέλεσμα αυθεντίας, ούτε αξιώματος, αλλά οδύνης και υπερβολικού πόνου ψυχής. Συγχωρέστε με, συγχωρέστε με· δεν θέλω να ασχημονώ ομιλώντας για τέτοιου είδους πράγματα, αλλά αναγκάζομαι. Δεν λέγω αυτά επειδή θέλω να ανακουφίσω την οδύνη των φτωχών, αλλά για χάρη της δικής σας σωτηρίας. Καθόσον θα χαθούν, θα χαθούν εκείνοι που δεν έθρεψαν τον Χριστό. Διότι τι και αν τρέφεις φτωχό άνθρωπο; Ενόσο κάνεις τέτοιες σπατάλες και ζεις έτσι με απολαύσεις, όλα είναι περιττά. Διότι εκείνο που ζητείται δεν είναι να δώσεις πολλά, όχι ,όμως και το μικρότερο μέρος της περιουσίας σου· διότι αυτό είναι δείγμα ανθρώπου που εμπαίζει, που αστειεύεται.
«Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς(:Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές)». Τι λέγεις, Παύλε; Δεν είπες εσύ ότι ενταφιαστήκατε; Ότι ενταφιαστήκατε μαζί με τον Χριστό; Ότι περιτμηθήκατε; Ότι «γδυθήκαμε το σώμα, που δούλευε στις αμαρτίες της σάρκας»; Πώς λοιπόν λέγεις πάλι: «Νεκρώστε»; Μήπως αστειεύεσαι; Σαν να είναι αυτοί ανάμεσά μας, έτσι ομιλείς; Δεν υπάρχει αντίφαση. Αλλά όπως ακριβώς, εάν κάποιος, αφού καθαρίσει εντελώς ακάθαρτο ανδριάντα, ή καλύτερα, αφού τον κατασκευάσει από την αρχή, και τον παρουσιάσει αστραφτερό πάλι, εάν μεν έλεγε ότι εξαφανίστηκε η σκουριά και έχει χαθεί, και συμβούλευε πάλι να φροντίζουμε να απομακρύνεται η σκουριά, δεν θα αντέφασκε· διότι δεν συμβουλεύει να απομακρυνθεί η σκουριά εκείνη, που καθάρισε, αλλά αυτή που εμφανίζεται ύστερα· έτσι ο Παύλος δεν εννοεί την προηγούμενη νέκρωση, ούτε εκείνες τις πορνείες, αλλά εκείνες που εμφανίζονται αργότερα. Είπε ότι δεν είναι δική μας η παρούσα ζωή, αλλά άλλη που βρίσκεται στους ουρανούς.
Πες μου λοιπόν· επειδή είπε: «Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές», μήπως λοιπόν και η γη έχει διαφθαρεί; Ή με το «ἐπὶ τῆς γῆς» εννοεί αυτά τα αμαρτήματα; «Την πορνεία, την ακαθαρσία», λέγει. Παράβλεψε τα πράγματα, τα οποία ούτε να τα αναφέρει θεώρησε καλό, και με την ακαθαρσία έχει δηλώσει τα πάντα. «Το πάθος», λέγει, «τις κακές επιθυμίες». Να λοιπόν γενικά είπε το καθετί· διότι όλα είναι επιθυμία κακή, δηλαδή η βασκανία, η οργή, η λύπη. «Καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία δι’ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας· δι’ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας (:Και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος. Για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δε θέλουν να πιστεύουν)», λέγει. Διότι γι’ αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε εκείνους που απειθούν.
Με πολλούς τρόπους απομάκρυνε από αυτά· με τις ευεργεσίες που έγιναν στο παρελθόν, με τα μελλοντικά κακά από τα οποία έχουμε απαλλαγεί, ποιοι είμαστε και γιατί. Και όλα εκείνα, όπως ποιοι και σε ποια κατάσταση είμαστε, και ότι έχουμε απαλλαγεί από αυτήν, πώς και με ποιο τρόπο και γιατί, όλα αυτά ήταν αρκετά να τους οδηγήσουν μακριά από αυτά, αλλά το πιο φοβερό από όλα ήταν αυτό, δυσάρεστο μεν να το πούμε, όχι όμως ανωφελές αλλά και ωφέλιμο· «δι’ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας(:Για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δεν θέλουν να πιστεύουν)», λέγει. Δεν είπε «σε σας», αλλά «ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας (:σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δεν θέλουν να πιστεύουν)».«Ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς(:Στα αμαρτήματα αυτά και εσείς κάποτε πορευθήκατε και τα υπηρετήσατε, όταν ζούσατε ανάμεσα σε αυτούς, τους άπιστους ανθρώπους)». «Ελέγχοντας», λέγει, «όταν ζούσατε ανάμεσα σε αυτούς», και εγκωμιάζοντας, διότι τώρα δεν ζουν· τότε μπορούσαν να ζουν ανάμεσά τους.
«Νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα(:Τώρα όμως βγάλτε και πετάξτε από πάνω σας κι εσείς, σαν ακάθαρτο ένδυμα, όλα αυτά τα κακά)». Πάντοτε, λέγει, και γενικά και ειδικά για τον καθένα. Αυτά είναι αποτέλεσμα της διαθέσεως του καθενός· «ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους (:την οργή, τον θυμό, την κακία και πονηριά, την κακολογία, την αισχρολογία από το στόμα σας. Μη λέτε ψέματα ο ένας στον άλλο)»· «αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν(:την αισχρολογία από το στόμα σας)», λέγει με έμφαση, διότι το λερώνει.
«Ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν(:Αφού πλέον γδυθήκατε τον παλαιό διεφθαρμένο άνθρωπο μαζί με τις πράξεις του και ντυθήκατε τον νέο άνθρωπο που συνεχώς ανανεώνεται και γίνεται καινούργιος, ώστε να προοδεύει στην τέλεια γνώση του Θεού. Και γίνεται διαρκώς καινούργιος με το να παίρνει την ίδια μορφή με την εικόνα του Χριστού που τον δημιούργησε)»[Κολ.3,9]. Αξίζει να εξετάσουμε εδώ, γιατί τέλος πάντων καλεί τον ανήθικο βίο «μέλη» και «άνθρωπο» και «σώμα» και τον ενάρετο πάλι το ίδιο. Και εάν ο άνθρωπος είναι οι αμαρτίες, πώς λέγει: «μαζί με τις πράξεις του»; Με το να πει «τον παλαιό άνθρωπο», απέδειξε ότι δεν είναι αυτό ο άνθρωπος, αλλά εκείνο. Η προαίρεση είναι πιο σημαντική από την ουσία, και αυτό είναι μάλλον ο άνθρωπος, παρά εκείνο. Διότι η ουσία δεν ωθεί στην κόλαση, ούτε εισάγει στη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι, και κανένα ούτε αγαπάμε, ούτε μισούμε όταν είναι άνθρωπος, αλλά όταν αυτός είναι καλός ή κακός άνθρωπος.
Εάν λοιπόν η μεν ουσία είναι το σώμα, αυτή δε δεν φέρει ευθύνη για κανένα από τα δύο, πώς λέγει ότι αυτό είναι κακό; Και γιατί λέγει «σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ(:μαζί με τις πράξεις του)»; Εννοεί την προαίρεση μαζί με τα έργα. Αποκαλεί αυτόν παλαιό, επειδή θέλει να δείξει την ατιμία του και την ασχήμια τους και την αδυναμία του. Και τον αποκαλεί νέο, αντί να λέγει «μην περιμένετε ότι και αυτό θα πάθει το ίδιο, αλλά το αντίθετο· διότι όσο προχωρεί η ηλικία του, δεν προχωρεί προς τα γηρατειά, αλλά προς νεότητα, που είναι σπουδαιότερη από την πρώτη». Διότι το να τα αποκτήσει περισσότερη γνώση, αξιώνεται και μεγαλύτερα, και περισσότερο προοδεύει, γίνεται πιο δυνατός, όχι από τη νεότητά του μόνο, αλλά και από το είδος στο οποίο ανήκει. Να, «κτίσις» ονομάζεται ο άριστος τρόπος ζωής. Σύμφωνα με την εικόνα του Χριστού· διότι αυτό σημαίνει «σύμφωνα με την εικόνα Εκείνου που τον δημιούργησε», επειδή και ο Χριστός δεν πέθανε στα γηρατειά, αλλά ήταν τόσο καλός, ώστε ούτε να μπορούμε να Τον περιγράψουμε.
«Ὃπου οὐκ ἔνι ῞Ελλην καὶ ᾿Ιουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός(:Σε αυτόν τον νέο άνθρωπο δεν υπάρχει διάκριση Έλληνα και Ιουδαίου, περιτετμημένου Ισραηλίτη και απερίτμητου εθνικού, βάρβαρου και Σκύθη, δούλου και ελεύθερου, αλλά και εθνικότητα και καταγωγή και αξίωμα και τα πάντα είναι ο Χριστός, όπως και μέσα σε όλους τους πιστούς πάλι είναι ο Χριστός)»[Κολ.3,11]. Ιδού τρίτο εγκώμιο του ανδρός αυτού, όταν δεν ισχύει η διαφορά ούτε της εθνικότητας, ούτε του αξιώματος, ούτε της καταγωγής, όταν δεν έχει τίποτε από τα εκτός της πίστεως, ούτε έχει ανάγκη από αυτά· διότι τέτοια είναι όλα αυτά.
«Δεν υπάρχει διάκριση Έλληνα και Ιουδαίου, περιτετμημένου Ισραηλίτη και απερίτμητου εθνικού, βάρβαρου και Σκύθη, δούλου και ελεύθερου»· «Έλληνας», δηλαδή προσήλυτος· «και Ιουδαίος», από καταγωγή. Αν έχεις Αυτόν μόνο, θα κατορθώσεις τα ίδια με τους άλλους που τα έχουν αυτά. «Τα πάντα είναι ο Χριστός, όπως και μέσα σε όλους τους πιστούς πάλι είναι ο Χριστός», λέγει. «Όλα σε εσάς θα είναι ο Χριστός, και το αξίωμα και το γένος, και σε όλους θα είναι Αυτός ο ίδιος». Ή κάτι άλλο εννοεί, ότι «όλοι έχετε γίνει Χριστός ένας και είστε σώμα Αυτού».
«᾿Ενδύσασθε οὖν, ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι (:Σαν εκλεκτοί λοιπόν του Θεού που είστε και αγιασμένοι και αγαπημένοι Του, αποκτήστε και ντυθείτε)». Αποδεικνύει πόσο εύκολα κατορθώνεται η αρετή, και για να την έχουμε αυτήν πάντοτε και για να την μεταχειριζόμαστε σαν το πιο μεγάλο στολίδι μας. Και μαζί με τον έπαινο γίνεται και η παραίνεση· διότι τότε έχει την πιο μεγάλη δύναμη. Διότι έγιναν άγιοι, αλλά όχι εκλεκτοί. Τώρα όμως έγιναν και εκλεκτοί και άγιοι και αγαπημένοι. «Σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ(:ντυθείτε καρδιά συμπονετική και ευσπλαχνική)». Δεν είπε ευσπλαχνία, αλλά εντονότερα το εξέφρασε με τις δύο λέξεις. Και δεν είπε, όπως συμβαίνει στα αδέλφια, αλλά όπως φέρονται οι πατέρες στα παιδιά. Μη λοιπόν μου πεις ότι έκανε λάθος· γι’ αυτό είπε σπλάχνα. Και δεν είπε, συμπάθεια, για να μην εξευτελίσει εκείνους , αλλά, «καρδιά συμπονετική και ευσπλαχνική».
«χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πρᾳότητα, μακροθυμίαν, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς ἐάν τις πρός τινα ἔχῃ μομφήν· καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἐχαρίσατο ὑμῖν, οὕτω καὶ ὑμεῖς(:αγαθή και ευεργετική διάθεση, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία. Να ανέχεστε ο ένας τις αδυναμίες του άλλου και να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο, εάν έχει κανείς παράπονο εναντίον του άλλου. Όπως και ο Χριστός σας έκανε χάρη και σας συγχώρησε, έτσι κι εσείς να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο)». Πάλι ξεχωριστά τα αναφέρει και αυτό κάνει πάντοτε, διότι από την αγαθότητα προέρχεται η ταπεινοφροσύνη, και από αυτήν η μακροθυμία.
«Να ανέχεστε ο ένας τις αδυναμίες του άλλου», λέγει, δηλαδή, να παραδέχεστε ο ένας τον άλλο. Και πρόσεχε πώς αυτό τίποτε δε φανέρωσε, αφού το ονόμασε παράπονο και είπε «καθώς και ο Χριστός σας συγχώρησε». Είναι μεγάλο το πρότυπο, πράγμα που πάντοτε κάνει, από τον Χριστό προτρέποντας αυτούς. «Παράπονο», λέγει. Εκεί μόνο το παρουσίασε αυτό ασήμαντο, όταν όμως ανέφερε το Πρότυπο, έπεισε ότι και αν ακόμη έχουμε μεγάλα παράπονα, πρέπει να συγχωρούμε. Διότι το «καθώς ο Χριστός», αυτό σημαίνει· και όχι μόνο αυτό, αλλά ότι πρέπει και με όλη μας την καρδιά να συγχωρούμε· και δεν φτάνει αυτό μόνο αλλά ότι πρέπει και να αγαπάμε. Διότι αφού ο Χριστός παρουσιάστηκε για παράδειγμα, παρουσιάζει στη συνέχεια όλα αυτά· και ότι πρέπει να θυσιάζουμε τη ζωή μας γι΄αυτούς, είτε είναι μεγάλα τα αδικήματα είτε δεν έχουμε αδικήσει εμείς πρώτοι, είτε εμείς μεν είμαστε μεγάλοι, εκείνοι δε μικροί, είτε πρόκειται να μας υβρίζουν και ύστερα από αυτά, διότι το, καθώς αυτά απαιτεί· και ότι δεν πρέπει να σταματήσουμε μέχρι τον θάνατο, αλλά εάν είναι δυνατό, να συνεχίσουμε και ύστερα.
«ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος (:Και πάνω από όλα αυτά να ντυθείτε την αγάπη, η οποία σαν κρίκος δένει μαζί όλες τις αρετές σε τέλειο σύνολο)»[Κολ.3,11]. Βλέπεις ότι αυτό εννοεί; Επειδή δηλαδή είναι δυνατό να μην αγαπά κανείς, αν και συγχωρείται, ναι, λέγει, και να αγαπά, και δείχνει τον τρόπο, με τον οποίο είναι δυνατό να συγχωρεί κανείς. Διότι μπορεί κανείς και αγαθός να είναι και πράος και ταπεινόφρονας και μακρόθυμος και να μην επιθυμεί τα πάντα. Γι’ αυτό αρχίζοντας είπε «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ(:καρδιά συμπονετική και ευσπλαχνική)», και αγάπη και ευσπλαχνία. «Και πάνω από όλα αυτά να ντυθείτε την αγάπη, η οποία σαν κρίκος δένει μαζί όλες τις αρετές σε τέλειο σύνολο». Αυτό που θέλει να πει είναι το εξής: ότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από εκείνα, διότι όλα εκείνα διαλύονται, αν δεν γίνονται με αγάπη. Αυτή περισφίγγει όλα εκείνα· οποιοδήποτε αγαθό και αν αναφέρεις, αν δεν υπάρχει αυτή, δεν είναι τίποτε, αλλά εξαφανίζεται. Και όπως στο πλοίο, αν οι αποσκευές είναι μεγάλες, οι δε ταινίες για το δέσιμό τους είναι μικρές, δεν υπάρχει κανένα όφελος· όμοια και στο σπίτι, εάν δεν υπάρχουν οι συνδέσεις ξύλων· αλλά και στο σώμα, και αν ακόμη είναι μεγάλα τα οστά, αν οι σύνδεσμοι δεν υπάρχουν, δεν υπάρχει κανένα όφελος. Διότι οποιαδήποτε κατορθώματα και αν έχει κανείς, όλα είναι μάταια, αν δεν υπάρχει η αγάπη. Δεν είπε ότι είναι η κορυφή των αρετών αλλά εκείνο που είναι σπουδαιότερο, ‘’σύνδεσμος’’· αυτό είναι πιο αναγκαίο, παρά εκείνο· διότι η μεν κορυφή είναι αύξηση της τελειότητας, ενώ ο σύνδεσμος είναι η συνοχή εκείνων που συνιστούν την τελειότητα, σαν να είναι δηλαδή η ρίζα.
«Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ βραβευέτω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθητε ἐν ἑνὶ σώματι· καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε(: Και η ειρήνη που δίνει ο Θεός ας επιστατεί και ας κυριαρχεί μέσα στις καρδιές σας. Γι’ αυτήν την ειρήνη εξάλλου προσκληθήκατε, ώστε να γίνετε ένα σώμα. Προσπαθείτε ακόμη να γίνεστε και ευχάριστοι μεταξύ σας)»[Κολ.3,15]. Η ειρήνη του Θεού, η σταθερή και ασφαλής αυτή είναι. Αν εξαιτίας ανθρώπου έχεις ειρήνη, γρήγορα διαλύεται, αν όμως έχεις ειρήνη εξαιτίας του Θεού, δε διαλύεται. Αν και ανέφερε το γενικό, δηλαδή την αγάπη, όμως έρχεται πάλι στο ιδιαίτερο· διότι υπάρχει και αγάπη χωρίς μέτρο, όπως, όταν από πολλή αγάπη κατηγορεί κανείς χωρίς λόγο και φιλονικεί και δείχνει αποστροφή. «Όχι», λέγει, «δεν θέλω αυτό. Όχι όπως στο παρελθόν, αλλά όπως ο Θεός έκανε ειρήνη προς εσάς, έτσι και εσείς να κάνετε». Πώς έκανε; Επειδή Αυτός θέλησε, χωρίς να λάβει κάτι από εμάς.
Τι σημαίνει «η ειρήνη που δίνει ο Θεός ας επιστατεί και ας κυριαρχεί μέσα στις καρδιές σας»; Εάν αντιμάχονται δύο σκέψεις, μην επιτρέψεις τον θυμό, μην επιτρέψεις την ύβρη να κατέχει το βραβείο, αλλά την ειρήνη. Για παράδειγμα, έστω ότι κάποιος υβρίστηκε άδικα. Από την ύβρη γεννήθηκαν δύο σκέψεις, η μία που προτρέπει να αμυνθεί και η άλλη να υπομείνει την ύβρη, και παλεύουν μεταξύ τους. Εάν η ειρήνη του Θεού βρίσκεται στο μέσο για να κρίνει, δίνει το βραβείο στη σκέψη που προτρέπει την υπομονή, και καταντροπιάζει την άλλη. Με ποιο τρόπο; Πείθοντας ότι ο Θεός είναι ειρήνη, ότι έκανε ειρήνη με εμάς. Δεν δείχνει μόνο μεγάλο τον αγώνα του πράγματος. «Ας μην επιστατεί και να κυριαρχεί», λέγει, «ο θυμός, ούτε η φιλονικία, ούτε η ειρήνη των ανθρώπων, διότι αυτή προέρχεται από την προσπάθεια να αμύνονται οι άνθρωποι, από το να μην παθαίνουν κανένα κακό. Αλλά δεν θέλω αυτήν την ειρήνη», λέγει, «αλλά εκείνη, την οποία και άφησε Αυτός. Έκανε στάδιο μέσα στις σκέψεις μας και αγώνα και άθληση και κριτή».
Έπειτα, πάλι προτροπή: «Εἰς ἣν καὶ ἐκλήθητε(:Γι’ αυτήν την ειρήνη εξάλλου προσκληθήκατε)», λέγει. Υπενθύμισε πόσων αγαθών αιτία είναι η ειρήνη. Γι’ αυτήν σε κάλεσε, σε αυτήν σε κάλεσε, ώστε να δεχτείς αξιόπιστα το βραβείο. Γιατί λοιπόν έκανε ένα σώμα; Όχι για να εξουσιάζει αυτή; Όχι για να έχουμε αφορμή για ειρήνη; Γιατί όλοι είμαστε ένα σώμα; Και πώς είμαστε ένα σώμα; Για την ειρήνη είμαστε ένα σώμα, και επειδή το σώμα είναι ένα, έχουμε ειρήνη. Γιατί όμως δεν είπε «η ειρήνη του Θεού ας νικά», αλλά «ας βραβεύει»; Έκανε περισσότερο αξιόπιστη. Δεν άφησε την πονηρή σκέψη να αγωνίζεται εναντίον της, αλλά να στέκεται πιο κάτω. Και το όνομα του βραβείου εξύψωσε τον ακροατή, διότι αν δώσει το βραβείο στην αγαθή σκέψη, όσες αναισχυντίες και αν κάνει εκείνη, δε θα προκύψει κανένα όφελος στο μέλλον. Άλλωστε και εκείνη αντιλαμβανόμενη, ότι όσα και αν κάνει, δεν θα λάβει το βραβείο όσο και αν εξαγριωθεί και επιχειρήσει να προσβάλλει πιο δυνατά, επειδή ματαιοπονεί, θα απομακρυνθεί.
Και καλώς πρόσθεσε: «καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε(:και να προσπαθείτε να γίνεστε ευχάριστοι μεταξύ σας)». Διότι αυτό σημαίνει να είναι κανείς ευχάριστος και πάρα πολύ υποχωρητικός, το να μεταχειρίζεται τους συνανθρώπους του με όμοιο τρόπο, όπως αυτόν ο Θεός, το να υποχωρεί στον κύριό του, το να υπακούει, το να αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όλα, είτε τον υβρίσει κανείς, είτε τον χτυπήσει· διότι εκείνος που εκφράζει ευγνωμοσύνη στον Θεό, για τα όσα έπαθε, θα υπερασπιστεί τον Δημιουργό του, καθόσον εκείνος που υπερασπίζεται τον εαυτό του, δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη. Αλλά ας μη γίνουμε όπως εκείνος ο δούλος που χρωστούσε τα εκατό δηνάρια, για να μην ακούσουμε το «Πονηρέ δούλε»[Ματθ.18,32: «Δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. Οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;(:Δούλε πονηρέ, όλο το χρέος εκείνο, το τόσο μεγάλο, σου το χάρισα, επειδή με παρακάλεσες. Δεν έπρεπε και εσύ να λυπηθείς και να σπλαχνιστείς τον σύνδουλό σου, όπως και εγώ σε λυπήθηκα και σου έδειξα έλεος, αν και δεν είμαι σύνδουλός σου, αλλά κύριός σου;)»], διότι τίποτε δεν είναι χειρότερο από την αχαριστία αυτή. Ώστε αυτοί που δικαιολογούν τον εαυτό τους είναι αχάριστοι.
Γιατί όμως ανέφερε πρώτα την πορνεία; Διότι αφού είπε «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς(:Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές)», αμέσως λέγει «την πορνεία» και αυτό σχεδόν κάνει παντού. Επειδή αυτό το πάθος προπάντων εξουσιάζει, αφού και στην επιστολή του που έγραφε προς του Θεσσαλονικείς αυτό έκανε: «Τοῦτο γάρ ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν, ἀπέχεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ τῆς πορνείας(:Αυτό είναι το θέλημα του Θεού, ο αγιασμός σας· δηλαδή εσείς οι Χριστιανοί να αγιάζετε τους εαυτούς σας με την αγνότητα και να απέχετε από την πορνεία)»[Α΄Θεσ. 4,3].
Και τι το παράδοξο; Γράφοντας και στον Τιμόθεο λέγει: «Χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει(:Να μη θέτεις γρήγορα τα χέρια σου σε κανένα για να τον χειροτονήσεις, ούτε να γίνεσαι συμμέτοχος και συνυπεύθυνος δε ξένες αμαρτίες, τις οποίες είναι επόμενο να διαπράξει αυτός που χειροτονείται ανάξια. Να διατηρείς τον εαυτό σου καθαρό και από δικές σου αμαρτίες αλλά και από ξένες)» [Α΄Τιμ. 5,22]· και πάλι αλλού λέγει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον(:Επιδιώκετε ειρήνη με όλους. Επιδιώκετε και τον αγιασμό και την καθαρότητα της καρδιάς από κάθε πάθος· διότι χωρίς τον αγιασμό κανείς δεν θα δει τον Κύριο)» [Εβρ. 12,14].
«Νεκρώσατε οὖν (:Νεκρώστε λοιπόν)», λέγει, «τὰ μέλη ὑμῶν(:τα μέλη σας)». Γνωρίζετε πώς είναι το νεκρό, μισητό, αποτρόπαιο, αποσυντεθειμένο. Αν το νεκρώσεις δεν μένει νεκρό, αλλά φθείρεται αμέσως, όπως ακριβώς το σώμα. Σβήσε λοιπόν τη θερμότητα και τίποτε δεν μένει νεκρό. Δείχνει αυτόν να κάνει αυτό, πράγμα που ο Χριστός έκανε στην περίπτωση του βαπτίσματος. Γι’ αυτό και τα ονομάζει μέλη, σαν να παρουσιάζει κάποιον άριστο και να μεταχειρίζεται πιο μεγάλη έμφαση. Και καλώς είπε «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς(:τα ευρισκόμενα επάνω στη γη)», διότι εδώ μένουν και εδώ φθείρονται, πολύ περισσότερο από τα μέλη αυτά. Ώστε δεν είναι τόσο το σώμα γήινο, όσο γήινη είναι η αμαρτία. Διότι αυτό φαίνεται κάποτε και καλό, εκείνα όμως ποτέ. Και τα μέλη αυτά επιθυμούν όλες τις γήινες απολαύσεις. Αν το μάτι είναι τέτοιο, δεν βλέπει τα αγαθά που βρίσκονται στους ουρανούς, αν το αυτί είναι τέτοιο, αν το χέρι ή οποιοδήποτε άλλο μέλος αναφέρεις. Το μάτι βλέπει τα σώματα, τα κάλλη και τα χρήματα, αυτά που είναι από τη γη, με αυτά ευχαριστείται· το αυτί ευχαριστείται με το ηδυπαθές μελωδικό τραγούδι, την κιθάρα και τον αυλό και την αισχρολογία. Αυτά δεν έχουν σχέση με τη γη.
Αφού λοιπόν τοποθέτησε αυτούς στον ουρανό πλησίον του θρόνου, τότε λέγει : «Νεκρώστε τα μέλη σας που βρίσκονται επάνω στη γη». «Διότι δεν είναι δυνατό να σταθείτε στον ουρανό με τα μέλη αυτά· δεν είναι δυνατό εκεί, όπου πρέπει να ενεργούν». Και το χώμα αυτό είναι χειρότερο από εκείνο. Διότι εκείνο το χώμα γίνεται χρυσός· διότι λέγει:«Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν(:Και θα αλλάξουμε, διότι το φθαρτό αυτό σώμα πρέπει να ντυθεί αφθαρσία, και το θνητό αυτό σώμα να ντυθεί αθανασία)» [Α΄Κορ. 15,53], αυτό όμως το χώμα δεν μπορεί πια να αναχωνευτεί. Ώστε αυτά τα μέλη ανήκουν περισσότερο στη γη, παρά εκείνα.
Γι’ αυτό δεν είπε «από τη γη», αλλά «τα ευρισκόμενα επάνω στη γη», διότι μπορεί αυτά να μην είναι επάνω στη γη. Αυτά λοιπόν είναι ανάγκη να είναι επάνω στη γη, εκείνα όμως δεν είναι ανάγκη πια. Διότι όταν το αυτί δεν ακούει τίποτε από όσα λέγονται στη γη, από τα εδώ, αλλά από τους ουρανούς, δε βρίσκεται επάνω στη γη· όταν το στόμα δε λέγει τίποτε από τα εδώ, δε βρίσκεται επάνω στη γη· όταν το χέρι δεν πράττει τίποτε από τα πονηρά, δεν είναι από όσα βρίσκονται επάνω στη γη αυτά, αλλά από τα ευρισκόμενα στους ουρανούς.
Αυτό και ο Χριστός λέγει: «Εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμα σου βληθῇ εἰς γέενναν(: Και αν κάποιο πρόσωπο που είναι χρήσιμο, φιλικό και αγαπητό σε σένα σαν το δεξί σου μάτι σου γίνεται αφορμή εμπαθούς επιθυμίας και αμαρτίας, χωρίσου οριστικά από αυτό και πέταξέ το μακριά από εσένα· όπως θα έκανες και με το μάτι σου εάν κινδύνευε να πάθει και να βλαφτεί από αυτό όλο το σώμα σου· διότι σε συμφέρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου και να μη ριχτεί όλο το σώμα σου στη φωτιά της κολάσεως. Σε συμφέρει να στερηθείς τη φιλία και τη χρησιμότητα του προσώπου αυτού και να μη ριχτείς μαζί με εκείνο στη φωτιά της κολάσεως)»[ Ματθ.5,29], δηλαδή εάν βλέπεις με ακόλαστο τρόπο, «να το βγάλεις», δηλαδή την πονηρή σκέψη. Εγώ όμως νομίζω ότι λέγοντας «πορνεία», «ακαθαρσία», «πάθος», «επιθυμία», εννοεί το ίδιο πράγμα, δηλαδή την πορνεία, απομακρύνοντάς μας με όλα αυτά από αυτήν. Διότι στην πραγματικότητα το πάθος αυτό είναι· και όπως ακριβώς πάσχει το σώμα ή έχει πυρετό ή τραυματίζεται, έτσι και αυτό.
Και δεν είπε «εμποδίστε», αλλά «νεκρώστε», ώστε να μην αναστηθούν στο μέλλον, και «απομακρύνετε». Εκείνο που γίνεται νεκρό το απομακρύνουμε, όπως παραδείγματος χάρη, αν υπάρχουν εξογκώματα στο σώμα, το σώμα είναι νεκρό, και απομακρύνουμε αυτό. Αλλά εάν μεν το κόψεις ενώ είναι ζωντανό, προκαλεί φοβερό πόνο, εάν όμως το κόψεις όταν είναι νεκρωμένο, ούτε καν το αισθανόμαστε. Έτσι λοιπόν συμβαίνει και με τα πάθη· κάνουν ακάθαρτη την ψυχή, κάνουν την αθάνατη ψυχή να υπόκειται σε πάθη.
Πώς έχει ονομαστεί ειδωλολατρία η πλεονεξία, πολλές φορές το έχουμε πει. Διότι εκείνα που υπερβολικά τυραννούν το ανθρώπινο γένος είναι αυτά, η πλεονεξία, η ακολασία και η κακή επιθυμία· «δι’ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας(:για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού σε αυτούς που συστηματικά και με επιμονή δεν θέλουν να πιστεύουν)», λέγει. «Υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» τούς ονομάζει, αποστερώντας αυτούς της συγνώμης και για να δείξει ότι επειδή δεν έχουν πειστεί, είναι ανάμεσα σε αυτούς. «Ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε (:Στα αμαρτήματα αυτά και εσείς κάποτε πορευθήκατε και τα υπηρετήσατε, όταν ζούσατε ανάμεσα σε αυτούς, τους άπιστους ανθρώπους)», λέγει, και πειστήκατε. Παρουσιάζει αυτούς ακόμη και να βρίσκονται ανάμεσα σε αυτούς και τους επαινεί λέγοντας: «Νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν (:Τώρα όμως βγάλτε και πετάξτε από πάνω σας κι εσείς, σαν ακάθαρτο ένδυμα, όλα αυτά τα κακά, την οργή, τον θυμό, την κακία και πονηριά, την κακολογία, την αισχρολογία από το στόμα σας)».
Αλλά σε άλλους μεταφέρει τον λόγο. Τις ύβρεις ονομάζει «πάθη και βλασφημίες», όπως ακριβώς από το θυμό λέγει την πονηρία. Και αλλού λέγει ελέγχοντας: «Διὸ ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ· ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη(: Γι’ αυτό πετάξτε από επάνω σας μια για πάντα το ψέμα, και ο καθένας σας να λέει την αλήθεια στο συνάνθρωπό του· διότι όλοι μας αποτελούμε ένα σώμα και είμαστε μεταξύ μας μέλη ο ένας του άλλου)»[Εφ.4,25]. Παρουσιάζει αυτούς σαν δημιουργούς των ανθρώπων, που άλλον τον απομακρύνουν, άλλον πάλι τον αποδέχονται. Είπε εκεί τα μέλη, εδώ λέγει τα πάντα. Ανέφερε την καρδιά αυτού, τον θυμό, το στόμα, τη βλασφημία, τα μάτια, την πορνεία, την πλεονεξία, τα χέρια και τα πόδια, το ψέμα, αυτήν τη διάνοια και τον παλαιό νου. Έχει μία βασιλική μορφή, τη μορφή του Χριστού. Νόμιζα ότι αυτοί προέρχονται μάλλον από τους εθνικούς· διότι όπως ακριβώς το χώμα που είναι άμμος, αν άλλη είναι πιο μεγάλη σε μέγεθος και άλλη πιο μικρή, έχασε πρώτα τη δική της μορφή και ύστερα γίνεται χρυσή, και όπως τα μαλλιά όποια και αν είναι δέχονται άλλη όψη και έκρυψαν την πρώτη, έτσι λοιπόν και ο πιστός.
«Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων(:Να ανέχεστε ο ένας τις αδυναμίες του άλλου)», λέγει. Έδειξε το δίκαιο, να ανέχεσαι τον άλλο και ο άλλος εσένα, πράγμα που λέγει στην «προς Γαλάτας» επιστολή του: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ(:Για να προστατεύεστε λοιπόν απ΄ τον κίνδυνο να πέσετε κι εσείς, να υπομένετε ο ένας τις ενοχλήσεις του άλλου, που οφείλονται στα ελαττώματα και τις ελλείψεις του· και έτσι, με την υπομονετική αυτή ανοχή, εκπληρώστε τελείως τον νόμο του Χριστού, δηλαδή την εντολή της αγάπης. Άνθρωπος που δεν υπομένει με αγάπη την αδυναμία του άλλου, δε συναισθάνεται ότι έχει και αυτός ελαττώματα, αλλά έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Η ιδέα του όμως αυτή είναι ψεύτικη)» [Γαλ.6,2].
«Καὶ εὐχάριστοι γίνεσθε(:Προσπαθήστε ακόμη να γίνεστε και ευγνώμονες απέναντι στον ευεργέτη Θεό)», λέγει. Διότι αυτό προπάντων επιζητεί παντού, το αποκορύφωμα των αγαθών. Ας Τον ευχαριστούμε λοιπόν για όλα, όπως και αν γίνονται, διότι αυτό είναι ευχαριστία· διότι το να κάνουμε αυτό όταν ευημερούμε, δεν είναι σπουδαίο πράγμα, διότι η ίδια η φύση των πραγμάτων μάς ωθεί σε αυτό· όταν όμως Τον ευχαριστούμε ενώ βρισκόμαστε σε κατάσταση απογνώσεως, τότε είναι αξιοθαύμαστο. Όταν λοιπόν για εκείνα, που άλλοι βλασφημούν και αποθαρρύνονται, εμείς ευχαριστούμε Αυτόν, βλέπε πόση είναι η ευσέβεια. Πρώτο, ευχαρίστησες τον Θεό· δεύτερο, καταντρόπιασες τον διάβολο· τρίτο, και αυτό που έγινε δεν το φανέρωσες. Διότι συγχρόνως και εσύ ευχαριστείς και ο Θεός τη στενοχώρια αφαιρεί, και ο διάβολος υποχωρεί.
Αν λοιπόν αποθαρρυνθείς, επειδή πραγματοποίησε εκείνο που ήθελε, παραμένει αυτός, και ο Θεός επειδή βλασφημήθηκε, σε εγκαταλείπει, και το κακό αυξάνει. Εάν όμως ευχαριστήσεις, επειδή αποχωρείς χωρίς κανένα όφελος, αποχωρεί και ο διάβολος, και ο Θεός, επειδή τιμήθηκε, ανταποδίδει την τιμή πλουσιότερα. Και δεν υπάρχει άνθρωπος, που ευχαριστεί για τα κακά, να αισθάνεται τα κακά. Διότι χαίρεται η ψυχή επειδή πέτυχε, αμέσως καθίσταται γελαστή η συνείδηση, λάμπει από χαρά με τους επαίνους της η ψυχή, η γελαστή ψυχή δεν είναι δυνατό να είναι σκυθρωπή. Και εκεί ενώ μαζί με τη συμφορά έρχεται και η συνείδηση ως τιμωρός, εδώ όμως στεφανώνει και αναγνωρίζει τον νικητή.
Τίποτε δεν είναι αγιότερο από τη γλώσσα εκείνη που στα κακά ευχαριστεί τον Θεό. Πράγματι, δεν υπολείπεται καθόλου της γλώσσας των μαρτύρων, όμοια και αυτή και εκείνος στεφανώνονται. Καθόσον και σε αυτήν στάθηκε ο δήμιος αναγκάζοντάς την να αρνηθεί τον Θεό με βλασφημίες, στάθηκε ο διάβολος ενοχλώντας με βασανιστικές σκέψεις, προκαλώντας σύγχυση με στενοχώριες. Αν λοιπόν υποφέρει τις θλίψεις και ευχαριστήσει τον Θεό, έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-colossenses.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Κολοσσαείς επιστολή, επιστολές Ζ΄και Η΄(κατ΄επιλογήν), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 22, σελίδες 215-219 και 240-251.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 14,16-24]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ [:Ματθ.22,1-14]
Αντιλήφθηκες και στην προηγούμενη παραβολή του υιού του νοικοκύρη εκείνου που, εκτός από τους απεσταλμένους δούλους του για τη συγκομιδή τω καρπών στο αμπέλι που τους εμπιστεύτηκε να καλλιεργούν, θανάτωσαν οι κακοί γεωργοί[βλ. Ματθ.21,33-46]και σε αυτήν εδώ την παραβολή του υιού και των απεσταλμένων δούλων, το ενδιάμεσο κεντρικό νόημα; Αντιλήφθηκες ότι υπάρχει βέβαια μεγάλη συγγένεια ανάμεσα στις δύο αυτές παραβολές, αλλά και πολύ μεγάλη διαφορά ταυτόχρονα; Καθόσον και αυτή δείχνει και του Θεού τη μεγάλη μακροθυμία και την πρόνοια, αλλά και την ιουδαϊκή αγνωμοσύνη.
Αυτή όμως η παραβολή, η παραβολή των βασιλικών γάμων, έχει και κάτι επιπλέον από την παραβολή των κακών γεωργών· διότι προλέγει βέβαια και την έκπτωση των Ιουδαίων ως περιούσιου λαού του Θεού και την κλήση των εθνικών, αλλά μαζί με αυτά δείχνει και την ορθότητα του βίου και πόση τιμωρία επιφυλάσσεται για εκείνους που θα επιδείξουν αδιαφορία. Και πολύ ορθά αυτή η παραβολή αναφέρεται μετά από εκείνη των κακών γεωργών· διότι, επειδή μετά από εκείνη την παραβολή τούς είπε ότι «ἀρθήσεται ἀφ᾿ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς(: θα αφαιρεθεί από εσάς η βασιλεία και η ιδιαίτερη προστασία του Θεού, και θα δοθεί σε έθνος το οποίο θα παράγει τα αγαθά έργα, που είναι οι καρποί της βασιλείας αυτής)»[Ματθ.21,43], αποκαλύπτει λοιπόν εδώ και σε ποιο έθνος θα δοθεί.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά δείχνει και πάλι την απερίγραπτη πρόνοια του Θεού προς τους Ιουδαίους· διότι σε εκείνη μεν την παραβολή φαίνεται να τους καλεί πριν από την σταύρωση Του, ενώ σε αυτήν και μετά τη σφαγή Του φροντίζει να τους προσκαλεί κοντά Του. Και τότε που έπρεπε αυτοί να υποστούν την πιο φοβερή τιμωρία, ακριβώς τότε και στους γάμους τούς προσκαλεί και τους τιμά με την ανωτάτη τιμή. Και πρόσεχε ότι και στην παραβολή των κακών γεωργών δεν προσκαλεί πρώτα τους εθνικούς, αλλά τους Ιουδαίους για να Του αποδώσουν τους καρπούς του αμπελώνα και να τους ανταμείψει, το ίδιο επίσης κάνει και εδώ με την πρόσκληση στους βασιλικούς γάμους πρώτα σε αυτούς. Αλλά όπως ακριβώς εκεί τότε έδωσε τον αμπελώνα στους άλλους, όταν δεν θέλησαν να Τον δεχθούν αλλά και Τον σφαγίασαν όταν ήλθε, έτσι και εδώ, τότε κάλεσε άλλους στους γάμους, όταν δεν θέλησαν αυτοί να έλθουν. Τι λοιπόν θα μπορούσε να θεωρηθεί μεγαλύτερο από αυτήν την αχαριστία τους, από τη στιγμή που αποσκιρτούν την ώρα που προσκαλούνται στους γάμους; Διότι ποιος δεν θα προτιμούσε να έλθει σε γάμους βασιλέως και μάλιστα σε γάμους του υιού του βασιλέως;
«Και γιατί», θα πει κάποιος, «ονομάστηκε το γεγονός αυτό ‘’γάμος’’»; Για να γνωρίσεις τη φροντίδα του Θεού, τη μεγάλη αγάπη Του προς εμάς, το χαρμόσυνο του γεγονότος, διότι τίποτε το λυπηρό δεν υπάρχει εκεί ούτε δυσάρεστο, αλλά όλα είναι γεμάτα από πνευματική χαρά. Για τον λόγο αυτό και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τον Κύριο Τον ονομάζει «νυμφίον»[Ιω.3,29: «Ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμφίος ἐστίν· ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ ἑστηκὼς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου. αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται(:Μην παραξενεύεστε εάν όλοι πηγαίνουν σε Αυτόν και Τον ακολουθούν. Γαμπρός είναι Εκείνος που τον ακολουθεί η νύφη και πηγαίνει κοντά Του ως δική Του. Και ο φίλος του γαμπρού, ο παράνυμφος και κουμπάρος που μεσίτευσε για το γάμο αυτό και στέκεται κοντά Του στο γάμο και Τον ακούει, χαίρεται υπερβολικά να ακούει τη φωνή του γαμπρού να εκδηλώνει την αγάπη του προς τη νύφη και την ευχαρίστησή του για το γάμο του με αυτήν. Χαίρομαι λοιπόν και εγώ ως φίλος του ουρανίου νυμφίου, στον οποίο πηγαίνουν τώρα όλοι όσοι μετά από λίγο θα αποτελέσουν τη νύφη Του, την Εκκλησία. Αυτή είναι η δική μου χαρά και την αισθάνομαι πλήρη και τέλεια· διότι πέτυχε ο πνευματικός αυτός γάμος, στον οποίο μεσίτευσα)»].
Για τον ίδιο λόγο αυτό επίσης και ο Παύλος λέγει: «Ἡρμοσάμην γὰρ ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρί, παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι τῷ Χριστῷ(:Σας έχω ενώσει με δεσμούς αρραβώνα προς ένα άνδρα, δηλαδή τον Χριστό, για να παρουσιάσω τον καθένα σας ως παρθένο αγνή σε Αυτόν· δηλαδή να παρουσιάσω τις ψυχές σας αγνές και καθαρές από κάθε πλάνη και αμαρτία, ενωμένες με την πίστη και την αγάπη σε μία πνευματική νύμφη, οποίας νυμφίος είναι ο Χριστός)»[: Β΄Κορ.11,2]· και αλλού πάλι λέγει: «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν(: Και η αλήθεια αυτή για την Εκκλησία είναι ένα μυστήριο μεγάλης σημασίας, το οποίο, ενώ ήταν άγνωστο μέχρι τώρα μας αποκαλύφθηκε από τον Θεό. Και το μεγάλο αυτό μυστήριο αναφέρεται στην πνευματική ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας. Ό,τι δηλαδή είπε ο Θεός στην αρχή της δημιουργίας για τον άνδρα και τη γυναίκα, το ίδιο εκπληρώθηκε και πραγματοποιήθηκε με τη μυστική ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας)»[Εφ.5,32]. Γιατί λοιπόν η νύμφη-Εκκλησία δεν αρραβωνίζεται με τον Πατέρα, αλλά με τον Υιό; Διότι η νύμφη που αρραβωνιάζεται με τον Υιό, συνδέεται και με τον Πατέρα. Καθόσον η Γραφή αναφέρει αυτό ή εκείνο χωρίς καμία διάκριση, διότι ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατέρα.
Με αυτήν επίσης την παραβολή προείπε και την ανάσταση. Επειδή δηλαδή προηγουμένως μίλησε για τον θάνατό Του, δείχνει τώρα ότι και μετά τον θάνατο, τότε θα γίνουν οι γάμοι, τότε θα έλθει ο νυμφίος. Αλλά όμως ούτε και έτσι γίνονται οι Ιουδαίοι καλύτεροι, ούτε ημερότεροι· τι θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από αυτό; Και αυτό είναι η τρίτη κατηγορία. Η πρώτη είναι ότι φόνευσαν τους προφήτες· η δεύτερη ότι φόνευσαν και τον Υιό· στη συνέχεια, αν και φόνευσαν τον Υιό, και καλούνται στους γάμους του φονευθέντος Υιού από τον ίδιο τον φονευθέντα, δεν προσέρχονται, αλλά προβάλλουν δικαιολογίες, «ζεύγη βοδιών», «αγρούς» και «γυναίκες»[Λουκ.14,18-20:«Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν»]. Μολονότι βέβαια οι προφάσεις δείχνουν ευλογοφανείς, όμως από εδώ διδασκόμαστε ότι και αν ακόμη είναι αναγκαίες οι βιοτικές ενασχολήσεις μας, πρέπει από καθετί άλλο να προηγείται η εκτέλεση των πνευματικών καθηκόντων μας.
Και η πρόσκληση δεν γίνεται την τελευταία στιγμή, αλλά έχει γίνει πριν από πολύ χρόνο· διότι λέγει: «Εἴπατε τοῖς κεκλημένοις(:Πείτε σε αυτούς που έχουν προσκληθεί)»[Ματθ.22,4]· και πάλι: «καλέσαι τοὺς κεκλημένους(:να καλέσουν αυτούς που έχουν προσκληθεί)»[Ματθ.22,3], πράγμα που έκανε μεγαλύτερη την κατηγορία. Και πότε καλέστηκαν; Αρχικά με όλους τους προφήτες και έπειτα με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο· διότι προς τον Χριστό τούς παρέπεμπε όλους, λέγοντας: «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι(:Σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, που με απέστειλε, Εκείνος πρέπει να αυξάνει σε επιρροή και δόξα, κι εγώ να μικραίνω· για να μην ακολουθούν πλέον εμένα οι άνθρωποι, αλλά Εκείνον)» [Ιω.3,30]. Αλλά και με τον ίδιο τον Υιό Του έχουν προσκληθεί· διότι λέγει: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς(:Ελάτε κοντά μου όλοι όσοι μοχθείτε και κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι από το βάρος των αμαρτιών και των θλίψεων και των πλανών και εγώ θα σας αναπαύσω και θα σας ξεκουράσω)»[Ματθ.11,28]·και πάλι: «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω(:Εάν κάποιος διψά, ας έλθει προς εμένα και ας πιει)»[Ιω.7,37].
Και δεν τους καλούσε μόνο με λόγια, αλλά και με έργα και μετά την Ανάληψη μέσω του Πέτρου και των συνεργατών του: «Ὁ γὰρ ἐνεργήσας Πέτρῳ(:διότι αυτός που ενήργησε στον Πέτρο)», λέγει, «εἰς ἀποστολὴν τῆς περιτομῆς ἐνήργησε καὶ ἐμοὶ εἰς τὰ ἔθνη(:ώστε να γίνει απόστολος των περιτμημένων, ενήργησε και εμένα, ώστε να γίνω απόστολος στα έθνη)»[Γαλ.2,8]· διότι επειδή οργίσθηκαν μόλις είδαν τον Υιό και Τον φόνευσαν, στη συνέχεια τούς προσκαλεί δια των δούλων. Και για ποιο πράγμα τους καλεί; Για μόχθους και κόπους και ιδρώτες; Όχι, αλλά για απόλαυση· διότι λέγει: «Ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους(:Οι ταύροι μου και τα καλοθρεμμένα θρεφτάρια έχουν σφαγεί)»[Ματθ.22,4]. Πρόσεχε πόσο πολύ πλούσιο είναι το συμπόσιο, πόσο μεγάλη η τιμή που τους γίνεται. Και όμως ούτε και έτσι φιλοτιμήθηκαν, αλλά όσο μεγαλύτερη μακροθυμία έδειχνε, τόσο μεγάλωνε η σκληρότητά τους. Και δεν ήλθαν όχι επειδή ήταν απασχολημένοι, αλλά από αδιαφορία.
Πώς λοιπόν άλλοι μεν προβάλλουν ως δικαιολογία γάμους και άλλοι ζεύγη βοδιών; Ασφαλώς αυτά είναι βιοτική απασχόληση. Δεν είναι καθόλου απασχόληση· διότι όταν υπάρχει πρόσκληση για πνευματικά πράγματα, δεν είναι αναγκαία καμία άλλη απασχόληση. Έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποίησαν αυτές τις προφάσεις για να τις προβάλουν ως προκαλύμματα της αδιαφορίας τους. Και δεν είναι μόνο αυτό το φοβερό, το ότι δεν ήλθαν δηλαδή, αλλά το πιο φοβερό και το μεγαλύτερο δείγμα της παραφροσύνης τους είναι το ότι έδειραν χωρίς κανένα οίκτο αυτούς που ήλθαν, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν· αυτό ήταν χειρότερο από το προηγούμενο· διότι εκείνοι μεν [:οι υπηρέτες του γαιοκτήμονα που θανάτωσαν οι κακοί γεωργοί στην προηγούμενη παραβολή] ήλθαν για να ζητήσουν τη σοδειά και τους καρπούς και σφαγιάστηκαν, ενώ αυτοί καλώντας αυτούς στους γάμους αυτού που σφαγιάστηκε μέσω της σταυρικής Του θυσίας από αυτούς, φονεύονται και αυτοί. Τι μπορεί να εξισωθεί με αυτή τη μανία; Γι’ αυτό το πράγμα κατηγορώντας τους ο Παύλος, έλεγε: «Τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων(:Αυτοί οι οποίοι και τον Κύριο φόνευσαν και τους ίδιους τους προφήτες και κατεδίωξαν κι εμάς σκληρά)»[Α΄Θεσ.2,15].
Έπειτα για να μη λένε ότι «είναι αντίθεος και για τούτο δεν προσερχόμαστε», άκουσε τι λένε αυτοί που τους προσκαλούν: «Ο Πατήρ είναι αυτός που κάνει τους γάμους και ο Ίδιος τους προσκαλεί». Τι ακολουθεί στη συνέχεια μετά από την άρνηση αυτή των Ιουδαίων; Επειδή δεν θέλησαν να έλθουν, αλλά και φόνευσαν αυτούς που ήλθαν να τους καλέσουν, κατακαίει τις πόλεις τους, και αφού απέστειλε στρατό, τους εξολόθρευσε. Και αυτά τα λέγει, προλέγοντας τα όσα συνέβησαν επί Βεσπασιανού και επί Τίτου[:οι καταστροφές της Ιερουσαλήμ έγιναν η πρώτη το 71 μ. Χ. και η δεύτερη το 134 μ. Χ.], και ότι και τον Πατέρα εξόργισαν, επειδή δεν πίστεψαν σε Αυτόν· διότι Αυτός είναι εκείνος που επέτρεψε την καταστροφή τους. Για τον λόγο αυτόν και η άλωση της Ιερουσαλήμ δεν έγινε αμέσως μετά την σταύρωση του Χριστού, αλλά μετά σαράντα χρόνια, για να δείξει την μακροθυμία Του· η καταστροφή έγινε αφού φόνευσαν τον Στέφανο, αφού φόνευσαν τον Ιάκωβο, αφού κακοποίησαν τους αποστόλους. Είδες πραγματοποίηση προφητειών και ταχύτητα πραγματοποιήσεως αυτών; Διότι αυτά συνέβησαν ενώ ζούσε ακόμη ο Ιωάννης ο ευαγγελιστής και πολλοί άλλοι από αυτούς που συναναστράφηκαν τον Χριστό και ήσαν μάρτυρες των όσων συνέβησαν αυτοί που τα άκουσαν αυτά.
Πρόσεχε λοιπόν απερίγραπτη κηδεμονία. Φύτεψε αμπελώνα και όλα τα έκανε και τα τακτοποίησε· και μολονότι φονεύθηκαν οι δούλοι, έστειλε άλλους δούλους· και όταν και εκείνοι σφαγιάστηκαν, έστειλε τον Υιό Του· και όταν και Εκείνος φονεύτηκε επάνω στον Σταυρό, τους καλεί και πάλι στους γάμους· αλλά δεν θέλησαν να έλθουν. Στη συνέχεια αποστέλλει άλλους δούλους· αυτοί όμως και αυτούς τους φόνευσαν. Τότε λοιπόν πια τους καταστρέφει, επειδή ήταν αθεράπευτη η ασθένειά τους. Το ότι βέβαια ήταν αθεράπευτη η ασθένειά τους, το απέδειξαν όχι μόνο τα όσα συνέβησαν, αλλά και το ότι, αν και πίστευαν και οι πόρνες ακόμη και οι τελώνες, αυτοί διέπραξαν όλα αυτά. Ώστε κατακρίνονται όχι μόνο από όσα διέπραξαν οι ίδιοι, αλλά και από όσα κατόρθωσαν οι άλλοι.
Εάν όμως κάποιος ήθελε να πει ότι δεν κλήθηκαν τότε οι εθνικοί, όταν δηλαδή μαστιγώθηκαν οι απόστολοι και έπαθαν τόσα πολλά, αλλά αμέσως μετά την ανάσταση( διότι τότε λέγει σε αυτούς: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη(:πηγαίνετε και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη)»[Ματθ.28,19]),θα μπορούσαμε να του πούμε, ότι και πριν από τη σταύρωσή Του και μετά από αυτήν με αυτούς εξαρχής είχε συνδιαλλαγές. Καθόσον πριν από την σταύρωσή Του λέγει προς αυτούς: «Πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ(:Πηγαίνετε προς τα πρόβατα τα χαμένα που κατάγονται από το γένος του Ισραήλ)»[Ματθ.10,6]· και μετά από τον σταυρό δεν τους εμπόδισε, αλλά έδωσε εντολή προς αυτούς να κηρύσσουν το ευαγγέλιο.
Μολονότι βέβαια είπε, «κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη», όταν όμως επρόκειτο να ανεβεί στον ουρανό, είπε σε εκείνους να κηρύξουν πρώτα. Διότι λέγει: «Λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς(:Θα λάβετε όμως ενίσχυση και δύναμη, όταν θα έλθει το άγιο Πνεύμα σε εσάς, και θα γίνετε μάρτυρές μου και στην Ιερουσαλήμ και σε όλη την Ιουδαία και μέχρι το τελευταίο και το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης)»[Πράξ. 1,8].Και ο Παύλος πάλι: «Ὁ γὰρ ἐνεργήσας Πέτρῳ εἰς ἀποστολὴν τῆς περιτομῆς ἐνήργησε καὶ ἐμοὶ εἰς τὰ ἔθνη(: Διότι ο ίδιος Κύριος που ενήργησε στον Πέτρο, στέλνοντάς τον σε αποστολή γι’ αυτούς που έχουν την περιτομή, ενήργησε και σε εμένα στέλνοντάς με στους εθνικούς)»[Γαλ. 2,8].Για τούτο και οι απόστολοι αρχικά μετέβησαν προς τους Ιουδαίους και αφού διέμειναν επί πολύ χρόνο στην Ιερουσαλήμ, στη συνέχεια, αφού εκδιώχθηκαν από αυτούς, τότε διασκορπίσθηκαν στα έθνη.
Εσύ λοιπόν πρόσεχε και στην περίπτωση αυτή την φιλοτιμία του Κυρίου: «Ὃσους ἐὰν εὕρητε(:Όσους θα βρείτε)», λέγει, «καλέσατε εἰς τοὺς γάμους(:καλέστε τους στους γάμους)»· διότι πριν από αυτό που προανέφερα, κήρυτταν και προς τους Ιουδαίους και προς τους εθνικούς, και περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους διαμένοντας στην Ιουδαία, επειδή όμως επέμεναν οι Ιουδαίοι να τους επιβουλεύονται, άκουσε τον Παύλο που ερμηνεύει αυτή την παραβολή και λέγει τα εξής: «Ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη(:Σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, ο οποίος κάλεσε στη σωτηρία τον Ισραήλ πριν από όλους τους άλλους λαούς, ήταν αναγκαίο και επιβεβλημένο να κηρυχθεί ο λόγος του Θεού πρώτα σε σας τους Ιουδαίους. Αφού όμως τον αποδιώχνετε και δεν τον δέχεστε και αφού εσείς οι ίδιοι βγάζετε για τους εαυτούς σας την απόφαση ότι δεν είστε άξιοι της αιώνιας ζωής, ιδού στρεφόμαστε πλέον στους εθνικούς)»[Πράξ.13,46].
Για τον λόγο αυτό λέγει και ο Δεσπότης: «Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, οι καλεσμένοι όμως δεν ήσαν άξιοι ». Βέβαια αυτό το γνώριζε και πριν να συμβεί, αλλά όμως για να μην τους αφήσει καμία πρόφαση αναίσχυντης αντιλογίας, μολονότι τα γνώριζε, προς αυτούς πρώτα και ο ίδιος ήλθε, και άλλους απέστειλε στη συνέχεια και αποστομώνοντας έτσι εκείνους και διδάσκοντάς μας να κάνουμε ό,τι εξαρτάται από μας, και αν ακόμη πρόκειται κανείς να μην κερδίσει τίποτε από αυτό.
Επειδή λοιπόν δεν ήσαν άξιοι, «Πηγαίνετε», λέγει, «όπου βγάζουν οι δρόμοι και καλέστε όσους θα βρείτε» και αυτούς που θα βρίσκονται εκεί κατά τύχη και τους περιφρονημένους. Επειδή δηλαδή συνεχώς έλεγε ότι «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(:οι τελώνες και οι πόρνες, οι οποίες στην αρχή έδειξαν απείθεια στον νόμο του Θεού, πηγαίνουν πριν από σας τους Φαρισαίους και γραμματείς στην Βασιλεία του Θεού. Διότι εσείς με λόγια μόνο δείξατε υπακοή στον Θεό, στην πραγματικότητα όμως υπήρξατε απειθείς και άπιστοι)» [Ματθ.21,31] και «Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι(:Οι πρώτοι θα γίνουν τελευταίοι και οι τελευταίοι πρώτοι)»[Ματθ.19,30] αποδεικνύει ότι αυτά δικαίως γίνονται, πράγμα που κατεξοχήν ενοχλούσε τους Ιουδαίους και τους πείραζε πολύ φοβερότερα αυτό και από την κατακρήμνιση του ναού, το να βλέπουν δηλαδή να εισάγονται οι εθνικοί και μάλιστα πολύ περισσότερο στη θέση εκείνη που ανήκε σε αυτούς.
Στη συνέχεια για να μην επαναπαυθούν και αυτοί απλώς και μόνο στην πίστη, τους ομιλεί και περί της κρίσεως για τις πονηρές πράξεις, των μεν απίστων για το ότι δεν προσήλθαν ακόμη στην πίστη, των δε πιστών για την ανάλογη φροντίδα που έδειξαν στη ζωή τους· διότι στην περίπτωση αυτή «ένδυμα» είναι ο τρόπος ζωής και οι πράξεις. Και βέβαια η κλήση είναι έργο της χάριτος. Γιατί όμως ομιλεί με τόση ακρίβεια; Για το ότι η μεν κλήση και η κάθαρση είναι έργο της χάριτος, το να παραμείνει όμως κανείς από αυτούς που κλήθηκαν και ενδύθηκαν καθαρά ενδύματα με τέτοια ενδύματα, οφείλεται στη φροντίδα αυτών που εκλήθησαν. Η κλήση δεν έγινε εξαιτίας της αξίας τους, αλλά κατά θεία χάρη. Έπρεπε λοιπόν η χάρις να αμείψει αυτόν που υπάκουσε και να μη δείξει ο τιμημένος τόση κακία μετά την τιμή που του έγινε.
«Αλλά», θα πει κάποιος, «δεν απήλαυσα αυτά που απήλαυσαν οι Ιουδαίοι». Και όμως απήλαυσες πολύ περισσότερα αγαθά. Διότι αυτά που ετοιμάζονταν για εκείνους, αυτά τα έλαβες εσύ. Για τον λόγο αυτό και ο Παύλος λέγει: «Τὰ δὲ ἔθνη ὑπὲρ ἐλέους δοξάσαι τὸν Θεόν, καθὼς γέγραπται· διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἔθνεσι, Κύριε, καὶ τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ(:και συγχρόνως και οι εθνικοί, που συμμετέχουν στη σωτηρία αυτή, να δοξάσουν τον Θεό για το έλεος που έδειξε σε αυτούς σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένο στους ψαλμούς, όπου ο Χριστός λέει στον Πατέρα Του: ‘’Γι αυτό θα Σε δοξάσω ανάμεσα στα έθνη και θα ψάλω ύμνο στο όνομά Σου’’)»[Ρωμ.15,9]· διότι αυτά που προετοιμάζονταν για εκείνους σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, αυτά εσύ τα έλαβες σε μία στιγμή χωρίς να είσαι άξιος. Για τον λόγο αυτό και αναμένει μεγάλη τιμωρία εκείνους που θα δείξουν αδιαφορία. Καθόσον, όπως ακριβώς εκείνοι τον προσέβαλαν που δεν προσήλθαν, έτσι και εσύ Τον προσβάλλεις με το να καθίσεις στην τράπεζα με τέτοιο διεφθαρμένο βίο. Διότι αυτό σημαίνει η είσοδος με ρυπαρά ενδύματα το να φύγει δηλαδή κανείς από αυτήν τη ζωή με βίο ακάθαρτο και ακριβώς για τον λόγο αυτό και «αυτός που δεν φορούσε ένδυμα γάμου» σιωπούσε, όντας αναπολόγητος.
Βλέπεις πως αν και είναι τόσο ολοφάνερο το πράγμα, δεν τιμωρεί από την αρχή, προτού ο ίδιος ο αμαρτωλός γίνει αίτιος της καταδίκης του; Διότι, με το να μην έχει να πει τίποτε, κατέκρινε τον εαυτό του και έτσι οδηγείται προς τις απερίγραπτες τιμωρίες. Μη νομίσεις όμως ακούγοντας τη φράση «σκότος το πυκνότατο» ότι αυτός τιμωρείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, οδηγούμενος δηλαδή απλώς και μόνο οδηγούμενος σε σκοτεινό μέρος, αλλά οδηγείται εκεί όπου είναι το κλάμα και ο τριγμός των δοντιών. Αυτό λοιπόν το λέγει για να δείξει τα ανυπόφορα βάσανα.
Ακούστε όσοι απολαύσατε των μυστηρίων και περιβάλλετε την ψυχή σας με ρυπαρές πράξεις, αν και προσήλθατε στους γάμους. Ακούσατε από πού προσκληθήκατε. Από τα σταυροδρόμια. Τι ήσαστε προηγουμένως; Χωλοί και ψυχικά ανάπηροι, πράγμα που είναι κατά πολύ χειρότερο από τον ακρωτηριασμό του σώματος. Σεβασθείτε την φιλανθρωπία Αυτού που σας κάλεσε και κανείς ας μη συνεχίσει να μένει με ρυπαρά ενδύματα, αλλά ο καθένας ας φροντίζει για την στολή της ψυχής του. Ακούστε, γυναίκες· ακούστε, άνδρες. Δεν χρειαζόμαστε αυτά τα χρυσοΰφαντα ενδύματα, που μας στολίζουν εξωτερικά, αλλά εκείνα που μας στολίζουν εσωτερικά. Ενόσο θα έχουμε αυτά, είναι δύσκολο να ενδυθούμε εκείνα. Δεν είναι δυνατόν να καλλωπίζουμε συγχρόνως και την ψυχή και το σώμα. Δεν είναι δυνατό και στον μαμωνά να δουλεύεις και στον Χριστό να υπακούς όπως πρέπει.
Ας εκδιώξουμε λοιπόν από πάνω μας αυτή τη φοβερή τυραννίδα· διότι ούτε θα το ανεχόσουν με ευχαρίστηση εάν κάποιος την μεν οικία του την στόλιζε κοσμώντας την με χρυσά παραπετάσματα, εσένα όμως σε προσκαλούσε να καθίσεις στο τραπέζι του κουρελιάρη και γυμνό. Αλλά να, τώρα εσύ το κάνεις αυτό στον εαυτό σου την μεν οικία της ψυχής σου, δηλαδή το σώμα, το καλλωπίζεις με άπειρα παραπετάσματα, την δε ψυχή σου την αφήνεις να κάθεται μέσα σε αυτό με κουρέλια. Δεν γνωρίζεις ότι ο βασιλεύς της πόλεως πρέπει προπάντων να στολίζεται; Και ακριβώς για τον λόγο αυτόν για μεν την πόλη έχουν κατασκευαστεί παραπετάσματα από λινό, για δε τον βασιλέα αλουργίδα και στέμμα. Έτσι και εσύ, το μεν σώμα ντύσε το με πολύ ασήμαντη στολή, τον δε νου ένδυσέ τον με αλουργίδα και βάλε επάνω σε αυτόν στεφάνι και βάλε τον να καθίσει επάνω σε όχημα υψηλό και περίλαμπρο. Τώρα όμως κάνεις το αντίθετο την μεν πόλη την καλλωπίζεις ποικιλοτρόπως, τον βασιλέα όμως νου τον αφήνεις να σύρεται δεμένος οπίσω από τα παράλογα πάθη. Δεν σκέπτεσαι ότι κλήθηκες σε γάμο και μάλιστα γάμο Θεού; Δεν αναλογίζεσαι πώς πρέπει να εισέρχεται σε αυτούς τους νυφικούς θαλάμους η καλεσμένη ψυχή, ενδεδυμένη δηλαδή με χρυσά κροσσωτά και καλλωπισμένη;
Θέλεις να σου δείξω αυτούς που είναι έτσι στολισμένοι; Αυτοί που έχουν ένδυμα γάμου; Ενθυμήσου εκείνους τους αγίους, τους ασκητές, περί των οποίων σας μίλησα παλαιότερα, που φορούν τρίχινα ενδύματα και κατοικούν στις ερήμους. Αυτοί κατεξοχήν είναι εκείνοι που φορούν τα ενδύματα εκείνων των γάμων· και αυτό γίνεται φανερό από το εξής· όσα δηλαδή βασιλικά ενδύματα και αν τους δώσεις, δεν θα προτιμούσαν να τα λάβουν· αλλά όπως ακριβώς ένας βασιλιάς, εάν κάποιος αφού λάμβανε το κουρελιασμένα ενδύματα του πτωχού, προέτρεπε αυτόν να ενδυθεί αυτά, θα βδελυσσόταν την στολή, έτσι και εκείνοι σιχαίνονται την βασιλική στολή. Και συμβαίνει αυτό σε αυτούς όχι για κάποια άλλη αιτία, αλλά για το ότι γνωρίζουν το κάλλος της δικής τους στολής. Για τον λόγο αυτό και το βασιλικό εκείνο ένδυμα το περιφρονούν σαν αράχνη. Και όλα αυτά βέβαια τους τα δίδαξε ο σάκος που φορούν· καθόσον είναι πολύ υψηλότεροι και λαμπρότεροι και από αυτόν τον ίδιο τον βασιλέα. Και αν μπορέσεις να ανοίξεις τις πύλες του νου τους και να εξετάσεις την ψυχή τους και όλο τον εσωτερικό τους κόσμο και αν ακόμη καταπέσεις στη γη, δε θα μπορέσεις να αντέξεις τη λαμπρότητα της ομορφιάς τους και τη λάμψη των ενδυμάτων εκείνων και την απαστράπτουσα συνείδησή τους.
[…]Τι λοιπόν; Δεν θα προσφύγουμε προς μία τόσο μεγάλη μακαριότητα; Δεν θα φορέσουμε καθαρά ενδύματα για να ακολουθήσουμε τους γάμους αυτούς, αλλά θα παραμείνουμε επαίτες, χωρίς να βρισκόμαστε σε καλύτερη μοίρα από τους ζητιάνους των δρόμων, μάλλον δε σε πολύ χειρότερη και αθλιότερη κατάσταση; Καθόσον είναι πολύ χειρότεροι από εκείνους όσοι πλουτίζουν παράνομα, και είναι προτιμότερο να ζητιανεύει κανείς, παρά να αρπάζει διότι το μεν πρώτον είναι δυνατόν να συγχωρηθεί, το δεύτερο όμως είναι άξιο κατηγορίας και ο μεν ζητιάνος καθόλου δεν αντιστρατεύεται προς τον Θεό, αυτός που πλουτίζει αρπάζοντας τα αγαθά των άλλων όμως, παρανομεί και έναντι των ανθρώπων και έναντι του Θεού· και τους μεν κόπους της αρπαγής τούς υφίσταται, την ευχαρίστηση όμως της αρπαγής πολλές φορές την καρπώθηκαν ολόκληρη άλλοι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά και απορρίπτοντας την πλεονεξία εξ ολοκλήρου, ας προσπαθούμε να συγκεντρώνουμε περισσότερο ουράνιο πλούτο, αρπάζοντας με πολλή προθυμία την ουράνια βασιλεία. Διότι δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν κάποιος που είναι ράθυμος να εισέλθει σε αυτήν. Είθε, λοιπόν, αφού όλοι γίνουν πρόθυμοι και επάγρυπνοι να επιτύχουν αυτήν, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμις στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΞΘ΄, σελίδες 401-419 και σελ. 431.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 68, σελ. 90-104 και σελ. 110-111.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 14,16-24]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ
«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα (:Κάποιος άνθρωπος έκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο και κάλεσε πολλούς. Και την ώρα του δείπνου έστειλε το δούλο του για να πει στους καλεσμένους: “Ελάτε και μην αναβάλλετε, διότι είναι πλέον όλα έτοιμα”)»[Λουκ.14,16-17].
Ας εξετάσουμε με λεπτομέρεια πριν από τα άλλα, ποια ακριβώς ήταν η αιτία, ώστε να μην καλεί σε γεύμα μάλλον, αλλά σε δείπνο πολλούς και μάλλον πριν από αυτό, ποιος άνθρωπος μπορεί να εννοηθεί από εμάς ο οποίος έστειλε τον υπηρέτη του να καλέσει για το δείπνο και ποιος είναι εκείνος που κάλεσε στο δείπνο, και ποιοι είναι γενικά εκείνοι που κλήθηκαν βέβαια, αλλά περιφρόνησαν την πρόσκληση.
Λοιπόν ως οικοδεσπότης «άνθρωπος» μπορεί να εννοηθεί ο Θεός και Πατέρας, γιατί οι εικόνες στην παραβολή πλάθονται βέβαια να ομοιάζουν προς την πραγματικότητα, αλλά οπωσδήποτε δεν είναι αυτές η ίδια η αλήθεια. Ο ίδιος λοιπόν ο Δημιουργός και Πατέρας της δόξας παρέθεσε δείπνο μεγάλο, δηλαδή ετοίμασε οικουμενική πανήγυρη, φυσικά προς τιμήν του Χριστού, κατά τους εσχάτους καιρούς του αιώνα, όταν ήρθε σε εμάς ο Υιός, τότε και που υπέστη τον θάνατο για εμάς, και μας έδωσε να φάμε την σάρκα Του, επειδή είναι άρτος από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο. Κατά το βράδυ όμως και κάτω από το φως των λύχνων σφαζόταν επίσης αμνός, σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσή. «Δείπνο» λοιπόν εύλογα ονομάσθηκε η κλήση στον Χριστό.
Έπειτα ποιος είναι ο απεσταλμένος, ο οποίος λέγει ότι είναι και δούλος; Ο ίδιος ασφαλώς ο Χριστός· γιατί, ενώ ήταν Θεός από τη φύση Του και αληθινός Υιός του Θεού και Πατέρα, ταπείνωσε τον εαυτό Του, παίρνοντας μορφή δούλου. Είναι λοιπόν Κύριος βέβαια των όλων, ως Θεός που γεννήθηκε από Θεό, την ονομασία όμως του «δούλου» θα μπορούσε κανείς να την εφαρμόσει εύλογα στα μέτρα της ανθρώπινης φύσης Του.
Πότε όμως στάλθηκε; «Κατά την ώρα του δείπνου», λέγει· γιατί δεν ήρθε στις αρχές τούτου του αιώνα ο μονογενής Λόγος του Πατέρα και έλαβε τη μορφή τη δική μας, αλλά σε καιρούς που θέλησε ο Εξουσιαστής, δηλαδή τους εσχάτους, όπως είπαμε παραπάνω. Και ποιος ήταν ο λόγος εκείνου που τους κάλεσε; «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα(:Ελάτε και μην αναβάλλετε, διότι είναι πλέον όλα έτοιμα)». Γιατί ο Θεός και Πατέρας ετοίμασε για τους ανθρώπους στη γη με τον Χριστό τα αγαθά που έχουν δωριστεί στον κόσμο, την άφεση των αμαρτιών, την κοινωνία του αγίου Πνεύματος, τη λαμπρότητα της υιοθεσίας, τη βασιλεία των ουρανών. Σε αυτά κάλεσε ο Χριστός με τις ευαγγελικές εντολές, και πριν από τους άλλους, τον Ισραήλ.
«Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν»(:Και άρχισαν όλοι οι καλεσμένοι, ο ένας μετά τον άλλον, μεμιάς , σαν να ήταν συνεννοημένοι, να δικαιολογούν την απουσία τους από το δείπνο. Ο πρώτος του είπε: ‘’Έχω αγοράσει κάποιο χωράφι και πρέπει να βγω έξω και να το δω. Σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο και απαλλαγμένο από την υποχρέωση να έλθω’’. Άλλος πάλι του είπε: ‘’Έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω. Σε παρακαλώ, συγχώρησε τη δικαιολογημένη απουσία μου’’. Κι ένας άλλος του είπε: ‘’Είμαι νιόπαντρος και γι’ αυτό δεν μπορώ να έλθω’’. Δηλαδή οι προσκεκλημένοι όλοι απορροφήθηκαν από τις βιοτικές και τις σαρκικές τους μέριμνες και αδιαφόρησαν για την πρόσκληση του Θεού, ο οποίος τους καλούσε να γίνουν μέτοχοι και κληρονόμοι της βασιλείας Του)»[Λουκ.14,18-20].
Μήπως λοιπόν σκέφθηκαν κάτι χρήσιμο για τον εαυτό τους; Μήπως θαύμασαν την αγαθότητα Εκείνου που τους κάλεσε, τη φροντίδα Του με την πρόσκληση του δούλου Του; Όχι, βέβαια, αλλά περιφρόνησαν και Αυτόν που τους καλούσε, και Εκείνον που έστειλε να τους καλέσει, και άρχισαν ένας ένας να παραιτούνται όλοι, δηλαδή με ένα σχεδόν σύνθημα.
Βλέπεις ότι έχοντας συγκατανεύσει απερίσκεπτα προς τα πλέον γήινα, δεν βλέπουν τα νοητά και δεν κάνουν κανένα λόγο για τα προσδοκώμενα από τον Θεό. Έπειτα, ποιοι πρέπει να θεωρηθούν αυτοί που παραιτήθηκαν εξαιτίας των χωραφιών και της γεωργικής εργασίας και της σαρκικής τεκνογονίας, παρά οι προϊστάμενοι της ιουδαϊκής Συναγωγής; Άνθρωποι με γεμάτα βαλάντια, που είναι κυριευμένοι από τη φιλοκέρδεια και συγκεντρώνουν όλη τη φροντίδα τους σε αυτό· γιατί από όλη τη θεόπνευστη Γραφή, όπως φαίνεται, μπορούμε να δούμε γι’ αυτά ακριβώς να κατηγορούνται.
Και όταν ακούσεις ότι έστειλε αυτός που παρέθετε το δείπνο τον δούλο του, να σκέφτεσαι την ένσαρκη οικονομία και τη δουλεία και την αποστολή. Και τι λοιπόν στάλθηκε να πει στους Ιουδαίους που προσκλήθηκαν με τον νόμο; «Ελάτε, ήδη όλα είναι έτοιμα». Εκείνοι όμως προβάλλοντας ο καθένας από κάποια δικαιολογία, αρνήθηκαν την πρόσκληση αυτή.
«Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε(:Όταν λοιπόν γύρισε ο δούλος εκείνος, διηγήθηκε στον κύριό του τα όσα του είπαν οι καλεσμένοι. Τότε οργίστηκε ο οικοδεσπότης εναντίον των ανάξιων προσκαλεσμένων και είπε στον δούλο του: ‘’Βγες γρήγορα στις πλατείες και τους δρόμους της πόλεως και φέρε εδώ μέσα τους πτωχούς και τους αναπήρους και τους χωλούς και τους τυφλούς που θα βρεις εκεί. Κάλεσε δηλαδή όσους είναι περιφρονημένοι μεταξύ των Ισραηλιτών, αφού οι επίσημοι άρχοντες του Ισραήλ αρνούνται να δεχτούν τη σωτηρία που τους προσφέρει ο Μεσσίας’’)»[Λουκ. 14,21].
Επειδή όμως λοιπόν οι άρχοντες των Ιουδαίων απέρριψαν την πρόσκληση, καθώς έλεγαν οι ίδιοι: «Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων;(:μήπως πίστεψε σε Αυτόν κάποιος από τους άρχοντες, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τα θρησκευτικά ζητήματα, ή από τους Φαρισαίους, που είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της αληθινής πίστεως;)»[Ιω.7,48], οργίσθηκε ο οικοδεσπότης, επειδή ήταν άξιοι να υποστούν τις συνέπειες του θυμού και της οργής Του. Τότε δηλαδή οργίστηκε ο οικοδεσπότης εναντίον των Ιουδαίων αρχόντων επειδή περιφρόνησαν το μεγάλο δείπνο, και έτσι αντί για εκείνους κλήθηκαν εκείνοι από το πλήθος των Ιουδαίων που βρίσκονταν στις πλατείες και στα σοκάκια, και είχαν ασθενή και ταπεινό τον νου, χωρίς πνευματική διαύγεια και αρτιότητα. Γιατί αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν τυφλοί και χωλοί, αλλά όμως έγιναν δυνατοί και υγιείς με τον Χριστό, διδάχθηκαν να ορθοποδούν και δέχθηκαν στον νου τους το θείο φως.
Ότι όμως επίστεψαν όχι και λίγοι από τους Ιουδαίους, μπορεί να το μάθει κανείς διαβάζοντας τις Πράξεις των αγίων Αποστόλων. Γιατί σε αυτές λέγεται ότι όταν μίλησε ο Πέτρος μπροστά στο λαό, πίστεψαν στην αρχή τρεις χιλιάδες, και ύστερα πολύ πλήθος. Αλλά από τη μια διδάσκοντας αυτά και από την άλλη θαυματουργώντας, οδηγούσαν το άδολο πλήθος στον Χριστό και πολλοί από τους Ιουδαίους πίστεψαν σε Αυτόν, τους οποίους μάλιστα οι Φαρισαίοι τους ονόμαζαν και «καταραμένους», απλά και μόνο επειδή πίστευαν στον Χριστό. Γιατί έλεγαν: «μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!(:Μήπως πίστεψε κάποιος από άρχοντες ή τους Φαρισαίους σ’ Αυτόν; (Κανείς δεν πίστεψε, διότι αυτοί τάχα μόνοι γνωρίζουν την αλήθεια και έχουν ορθή κρίση…).Αλλά πίστεψε αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)»[Ιω. 7,48-49]. Εδώ γίνονται φανερά και τα δύο, και ότι οι άρχοντες δεν πίστεψαν, και ότι πολλοί από το πλήθος πίστεψαν, τα οποία και τα δύο υπαινίχθηκε η παραβολή, παρουσιάζοντας τους πρώτους να παραιτούνται, και τους άλλους να καλούνται και να υπακούουν.
«Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου(:Ύστερα από λίγο επέστρεψε πάλι ο δούλος και είπε: ‘’Κύριε, έγινε όπως διέταξες, και υπάρχει ακόμη τόπος αδειανός στο σπίτι για να προσκληθούν κι άλλοι’’. Τότε είπε ο κύριος στον δούλο: ‘’Βγες έξω από την πόλη στους δρόμους και στους φράχτες των κτημάτων, όπου συνήθως μαζεύονται οι περιπλανώμενοι που δεν έχουν σπίτι και μόνιμη κατοικία. Κι επειδή αυτοί θα διστάζουν από συστολή να πάρουν μέρος στο δείπνο μου, παρακίνησέ τους επίμονα να μπουν εδώ για να γεμίσει το σπίτι μου. Προσκάλεσε δηλαδή και τους εθνικούς να πάρουν μέρος στα αγαθά της Βασιλείας μου· διότι σας βεβαιώνω ότι κανένας από τους ανθρώπους εκείνους που κάλεσα και αρνήθηκαν την πρόσκλησή μου δε θα καθίσει, αλλά ούτε και θα γευθεί το δείπνο μου’’)»[Λουκ.14,22-24].
Εδώ πρόσεχε σε παρακαλώ την κλήση των εθνικών, οι οποίοι έχουν εισέλθει με την πίστη μετά από τους εξ αίματος Ισραηλίτες. Γιατί παλαιότερα οι εθνικοί ήταν ακαλλιέργητοι στο μυαλό, εξαγριωμένοι στον νου και ζούσαν κατά κάποιο τρόπο έξω από την πόλη, επειδή δεν ζούσαν σύμφωνα με τις εντολές του νόμου, αλλά μάλλον με τρόπο κτηνώδη και με πολλή απερισκεψία, γι’ αυτό και εκείνος που προσκαλούσε στο δείπνο στάλθηκε και σε εκείνους που βρίσκονταν στους αγρούς και στους φράκτες έξω από την πόλη.
Διατάχθηκε όμως από εκείνον που τον έστειλε, όχι απλώς να τους καλέσει αλλά ακόμη και να τους αναγκάσει. Κι όμως εφόσον βέβαια η πίστη είναι σε όλους προαιρετική και είναι δεκτό αυτό από τον Θεό, τότε γιατί αναγκάζονται κάποιοι; Ναι, και αυτό έγινε κατ’ οικονομία. Γιατί έπρεπε, ναι έπρεπε, επειδή οι εθνικοί ήταν υποδουλωμένοι στην ανυπόφορη πλεονεξία και βρίσκονταν κάτω από τον διαβολικό ζυγό, και κατά κάποιο τρόπο ήταν δεμένοι με τις αδιάσπαστες αλυσίδες των αμαρτημάτων τους και δεν γνώριζαν τον από τη φύση Του και αληθινό Θεό των όλων, χρειάζονταν εντονότερη πρόσκληση που έμοιαζε με εξαναγκασμό, για να μπορέσουν να αναβλέψουν προς τον Θεό και να γευθούν τα ιερά μαθήματα, ώστε να απομακρυνθούν από την αρχαία απάτη και να ξεφύγουν κατά κάποιο τρόπο από το χέρι του διαβόλου.
Και πράγματι είπε ο Χριστός: «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(:Κανείς δεν μπορεί να έλθει σε μένα πιστεύοντας στη θεϊκή μου προέλευση και αποστολή, εάν ο πατέρας μου, που με έστειλε στον κόσμο, δε μεταβάλει την ψυχή του και δεν τον ελκύσει με τη θεϊκή του δύναμη και χάρη. Και όταν αυτός ελκυστεί προς εμένα, εγώ θα ολοκληρώσω το έργο της σωτηρίας του και θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα της Κρίσεως)»[Ιω.6,44]. Αλλά και η λέξη γενικά εμφανίζει την κλήση ως έργο δύναμης που ταιριάζει στον Θεό.
Κάτι τέτοιο βρίσκουμε να λέγει και ο Δαβίδ στον Θεό γι’ αυτούς: «Μὴ γίνεσθε ὡς ἵππος καὶ ἡμίονος, οἷς οὐκ ἔστι σύνεσις, ἐν κημῷ καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξαις τῶν μὴ ἐγγιζόντων πρὸς σέ(:και όπως με σιδερένιο φίμωτρο και χαλινάρι συσφίγγονται οι σιαγόνες των αγρίων ζώων, έτσι και Εσύ, Κύριε, ας σφίξεις με χαλινάρι και ας περιορίσεις τους αμαρτωλούς, οι οποίοι μένουν αμετανόητοι και δεν θέλουν να πλησιάσουν προς Εσένα)»[Ψαλμ.31,9]. Βλέπεις ότι σαν με κάποιο χαλινάρι επιστρέφει προς τον εαυτό Του ο Θεός των όλων, εκείνους που αποσκίρτησαν με τρόπο άγριο; Γιατί είναι αγαθός και φιλάνθρωπος ο Θεός, «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν(:ο Οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και με την πίστη να γνωρίσουν βαθύτερα και πληρέστερα την αλήθεια)» [Α΄Τιμ. 2,4].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία».
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Β΄», κεφάλαιο 14ο, τόμος 26, σελ. 59-67.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ[: Κολ.3,4-11]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 11-12-1983]
[Β105]
Στην σημερινή αποστολική περικοπή, αγαπητοί μου, ο απόστολος Παύλος θέλει να μας δείξει ότι ανάμεσα σε έναν σπουδαίο προορισμό, σε μία σπουδαία κλήση που μας κάνει ο Χριστός και στην δική μας την στάση πρέπει να υπάρχει μία συνέπεια. Ότι δηλαδή Εκείνος θα δώσει αυτά· εμείς ποιοι πρέπει να σταθούμε έναντι εκείνων που Εκείνος θα μας δώσει; Συγκεκριμένα: «Ὃταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ». «Όταν ο Χριστός θα φανερωθεί, κατά την Δευτέρα Του παρουσία, που ο Χριστός είναι η ζωή μας, τότε κι εσείς μαζί με Εκείνον θα φανερωθείτε ένδοξοι».
«Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς». «Ώστε λοιπόν, προκειμένου να φθάσετε σε εκείνη την ένδοξη κατάσταση, νεκρώσατε τα μέλη σας, τα μέλη του σώματός σας και ό,τι αφορά στην ψυχή σας, νεκρώσατέ τα αυτά, που υπηρετούν την αμαρτία επάνω εδώ εις την γη».
Ώστε υπάρχει μια συνέπεια, αγαπητοί. Ναι. Διότι το θέμα της σωτηρίας δεν είναι ένα θέμα που προσφέρεται κατά παθητικό τρόπο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν θα δεχθεί να σωθεί, απλώς αν πει ένα «ναι» ή ίσως κι αυτό το «ναι» να μην είναι και δικό του. Αλλά ο άνθρωπος θα σωθεί εάν πει το «ναι», δηλαδή πιστέψει, αποδεχθεί και αγωνισθεί. Φυσικά εκείνα τα οποία ο άνθρωπος έχει να προσφέρει έναντι εκείνων που πρόκειται να του προσφερθούν είναι πολύ λίγα. Γι’αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος ότι δεν είναι άξια τα παθήματα τούτου του καιρού, αυτής της παρούσης ζωής, μπροστά στην «μέλλουσαν ἀποκαλυφθῆναι δόξαν». Μπροστά σε εκείνη την δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί. Συνεπώς είναι σαν να μην προσφέρομε τίποτε. Αλλά σαν να μην προσφέρομε τίποτε. Στην πραγματικότητα πρέπει να προσφέρομε. Συγκριτικά σαν να μην προσφέρομε τίποτε.
Αλήθεια, έχετε σκεφθεί αυτόν τον μεγάλο προορισμό μας; Όχι απόλυτος προορισμός. Όχι, θέλομε δεν θέλομε θα γίνει αυτό. Αλλά εκείνο που ο Θεός έχει ετοιμάσει για μας κι εφόσον εμείς αποδεχθούμε αυτό το κάτι; Το έχετε σκεφθεί; Το ξαναδιαβάζω: «Ὃταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ». Πράγματι. Η ζωή του πιστού είναι κρυμμένη μέσα στην ζωή του Χριστού. Και δεν φαίνεται η ζωή του πιστού. Και η ζωή του πιστού είναι καταρχάς πνευματική. Βεβαίως η πνευματική ζωή φαίνεται, αλλά μόνον ένα μικρό της μέρος. Όπως ένα παγόβουνο στο μεγαλύτερό του μέρος είναι βυθισμένο μέσα στον ωκεανό. Έτσι, η ζωή του πνευματικού ανθρώπου φαίνεται, αλλά όχι ολόκληρη. Δεν μπορεί να προσμετρηθεί η ζωή η πνευματική του ανθρώπου. Αλλά πλάι στην πνευματική ζωή είναι και η ζωή εκείνη που θα είναι ζωή οντολογική. Δηλαδή ολόκληρος ο άνθρωπος θα ξαναζήσει! Αυτό το «θα ξαναζήσει ολόκληρος ο άνθρωπος, με ολόκληρη την ύπαρξή του, την οντολογία του», αυτό είναι ολότελα κρυμμένο μέσα στην ζωή του Χριστού. Και δεν φαίνεται. Έτσι ο πιστός τον βλέπομε να πεθαίνει, όπως και ο άπιστος, να θάπτεται, όπως και ο άπιστος, και να διαλύεται μέσα στο χώμα της γης, όπως και ο άπιστος. Έτσι αν δούμε τα οστά του πιστού και του απίστου, θα δούμε ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα εις τα πρώτα και εις τα δεύτερα. Και όμως υπάρχει τρομακτικά μεγάλη διαφορά. Διότι η ζωή του πιστού είναι κρυμμένη μέσα στη ζωή του Χριστού.
Ο Χριστός είναι η ζωή μας. Η ζωή μας όχι η πνευματική μόνο. Αλλά και η οντολογική ζωή μας. Δηλαδή αυτό που λέμε «ύπαρξη». Όχι απλώς μία αφηρημένη, ιδεατή κατάσταση. Αλλά αυτό που λέμε ύπαρξη. Αν το θέλετε, είναι αυτό που τόσο πεινάει και διψά πάντοτε ο άνθρωπος, ιδιαίτερα στην εποχή μας που, επειδή δεν δέχτηκε την παρουσία του Χριστού και δεν δέχτηκε το πρόσωπό Του και την Θεανθρωπίνη Του φύση, κατασκευάζει με το μυαλό του φιλοσοφικά συστήματα, για να λύσει ακριβώς αυτό το πρόβλημά του. Το λεγόμενον «υπαρξιακόν». Γι’αυτό τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα είναι υπαρξιακά, είναι υπαρξιστικά. Γιατί αυτό θέλει ο άνθρωπος να επιτύχει· να διατηρήσει την ύπαρξή του. Άλλο ότι αυτά τελικά, τα κατ’ επίνοιαν ρεύματα, τα κατ’ επίνοιαν συστήματα, τελικά οδηγούν σε έναν μηδενισμόν. Άλλη παράγραφος. Γιατί ο άνθρωπος είναι σκοτισμένος και δεν γνωρίζει ακριβώς εκείνο που θα τον κάνει να διατηρηθεί στην ύπαρξη. Όχι όμως σε μια ύπαρξη αιωνίου κολάσεως, αλλά σε μια ύπαρξη ζωής, αληθινής ζωής, μακαριότητος.
Αυτή λοιπόν η ζωή, η μακαρία ζωή, η οντολογική, που αφορά, θα το ξαναπώ άλλη μία φορά, σε ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου, είναι κρυμμένη μέσα στην ζωή του Χριστού· στην ζωή του Χριστού. Προσέξτε αυτό. Ο Χριστός ζει. Ο Χριστός ζει με την ανθρωπίνη Του φύση. Όχι απλώς γιατί ο Θεός ζει. Αλλά και η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού ζει. Ο Χριστός στον ουρανό ανέβηκε με την ανθρωπίνη Του φύση. Και η ζωή η δική μου είναι κρυμμένη μέσα στην Θεανθρωπίνη δική Του φύση. Πώς είναι; Όταν κοινωνώ το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Τότε, τότε η ζωή η δική μου είναι μέσα εις την ζωή του Χριστού. Κι επειδή ακριβώς έγινα μέλος Του και το σώμα του Χριστού αυξάνει, ο Χριστός, Αυτός καθ’ εαυτόν, είναι η κεφαλή ενός μεγάλου σώματος, του σώματος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι το σώμα Του. Όχι το ηθικόν σώμα Του, όχι το πνευματικόν σώμα Του, αλλά το οντολογικόν σώμα Του, το πραγματικό Του σώμα. Είμαι εγώ, είσαι εσύ, είσαι εσύ, είσαι εσύ. Είμαστε όλοι μαζί. Όλοι μαζί αποτελούμε το σώμα Του. Γιατί ο καθένας είναι μέλος του σώματος του Χριστού.
Όπως λέγει ο Απόστολος, είμεθα «μέλη ἐκ μέρους». Συνεπώς η ζωή μας είναι κρυμμένη μέσα στον Χριστό. Πραγματικά. Όταν ο Χριστός θα ξανάρθει και θα φανερωθεί, κατά την Δευτέρα Του παρουσία, θα φανερωθεί ως υιός ανθρώπου,ε; «Ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», λέγει εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, θα έρθει με την ανθρωπίνη Του φύση, τότε θα αναστηθώ κι εγώ, θα αναστηθείτε κι εσείς. Και τότε η ύπαρξίς μας, που δέχτηκε το σώμα Του και το αίμα Του και είμεθα μέλη Του αδιάσπαστα, τόσο αδιάσπαστα, όπως λέει ο Καβάσιλας, ότι τα πάντα μπορεί να τα χάσουμε – κι ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός το λέγει αυτό, λέγει: «μπορεί να σας πάρουν τα ρούχα, τα σπίτια, την περιουσία, να σας βγάλουν και το πετσί, να σας συντρίψουν τα κόκαλα, τον Χριστό δεν μπορούν να σας Τον βγάλουν». Η ένωση με τον Χριστό είναι ακατανόητα ισχυρά. Τότε, όταν εγώ θα αναστηθώ και θα σταθώ μπροστά Του, θα μου πει: «Ευλογημένο παιδί… δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, έλα στην Βασιλεία μου». Και θα ζήσω στην μακαριότητά Του. Να πού είναι η ζωή μου κρυμμένη και πώς θα φανερωθεί.
Μπροστά σε αυτόν τον θαυμάσιον προορισμόν που έχει ο άνθρωπος, έρχεται τώρα ο Απόστολος Παύλος να μας πει: «Εσείς, τι πρέπει να κάνετε; Πώς πρέπει να ανταποκριθείτε μπροστά σε εκείνο που ο Χριστός εργάστηκε για σας;». «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία». «Αυτά», λέγει, «όλα αφήσατέ τα. Νεκρώσατέ τα. Όχι αφήσατέ τα· νεκρώσατέ τα». Στη συνέχεια: «Νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν(:Αποθέσατε –λέει- όλα αυτά. Την οργή, τον θυμό, την κακία, την βλασφημία, την αισχρολογία από το στόμα σας)· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους(:μη λέτε ψέματα ο ένας με τον άλλον), ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ(:γδυθείτε τον παλαιόν άνθρωπο μαζί με τις πράξεις του) καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν(:και ντυθείτε τον καινούριο άνθρωπο, αυτόν που θα σας οδηγήσει στη βαθιά γνώση του Ιησού Χριστού, που είμαστε φτιαγμένοι κατά την εικόνα τη δική Του)».
Τρία ρήματα: «Νεκρώσατε», «ἀπόθεσθε», «ἀπεκδύσασθε». Το «νεκρώσατε» αναφέρεται στα σαρκικά αμαρτήματα. Ο άνθρωπος, ο ζωικός άνθρωπος, ο άνθρωπος ο οποίος βρίσκεται κάτω μόνον από τους βιολογικούς νόμους και όχι από τον νόμο του Αγίου Πνεύματος, ο άνθρωπος αυτός, μόνο που θα ακούσει «νέκρωση» των δυνάμεών του αυτών, και δη των σαρκικών του δυνάμεων, συγκεκριμένα το «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος» και μόνον γιατί θα ακούσει την νέκρωσιν των εδρών της ηδονής όπου εδράζει η ηδονή, μόνο γιατί θα το ακούσει, ταράσσεται και απορρίπτει το Ευαγγέλιο. Είναι ο άνθρωπος της σάρκας. Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει… δεν στοιχεί τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ. Δεν έχει γνώση, γεύση του Αγίου Πνεύματος. Ο άνθρωπος αυτός είναι βιολογικός άνθρωπος, ζωικός άνθρωπος. Όπως λέει ο Απόστολος, «ψυχικός». «Ψυχικός» θα πει ζωικός άνθρωπος.
Το πρώτο λοιπόν είναι το «Νεκρώσατε». Το άλλο είναι το «ἀπόθεσθε». Αποθέτω. Κάτι που με βαραίνει και το βγάζω και το αφήνω κάπου αλλού. «Ἀποθέσασθε». Τι «ἀποθέσασθε»; Τα ψυχικά τώρα αμαρτήματα: θυμόν, οργήν, κακίαν κ.τ.λ. Και το τρίτο. «Ἀπεκδύσασθε». «Γδυθείτε, βγάλετε, ολόκληρον τον παλιόν άνθρωπο και ντυθείτε τον καινούριον».
Επειδή, αγαπητοί μου, είναι πολλά και σπουδαία όλα αυτά και ο χρόνος πρέπει να είναι πολύς για όλα αυτά, επιτρέψατέ μου να πούμε λίγα λόγια πάνω στο «ἀπόθεσθε», αναφερόμενοι στα ψυχικά αμαρτήματα· τα οποία, όπως μας λέγει εδώ ο Απόστολος, είναι η οργή, ο θυμός, η κακία, η βλασφημία και η αισχρολογία. Με πάρα πολύ σύντομη ματιά, θα τα δούμε αυτά, γιατί είναι ανάγκη να τα δούμε.
Και πρώτα είναι ο θυμός. Ο θυμός είναι καρπός του εγωισμού. Γιατί θυμώνει ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος θυμώνει γιατί δεν γίνεται αυτό που θέλει. Βέβαια πρόκειται περί μιας παρεκτροπής. Ποιας παρεκτροπής; Ότι ο θυμός είναι ιδιότητα της ψυχής φτιαγμένη από τον Θεό. Με σκοπό ο άνθρωπος να θυμώσει, θα πει: «να τανύσει το νεύρο της ψυχής», να γίνει νευρώδης η ψυχή του, νευρώδης, όταν θα σταθεί μπροστά του το κακό, να πει το «όχι». Δηλαδή όταν ήρθε ο διάβολος μέσα στον Παράδεισον και αρχίζει την απάτη του με μαεστρία, αντιλαμβανόμενοι οι πρωτόπλαστοι την απάτη, θα έπρεπε να ορθώσουν το ανάστημά τους, να θυμώσουν, κατά τον Μέγα Βασίλειον, να θυμώσουν, δηλαδή να τανύσει το νεύρο της ψυχής και να του πουν, ό,τι είπε ο Χριστός, ο νέος Αδάμ, εις τον διάβολον, που πήγε να τον πειράξει στην έρημον. «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ». Τι θα πιστεύατε, ο πράος Κύριος, που είπε «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» στη φράση αυτή όπως είναι διατυπωμένη στην Αγία Γραφή, το «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» το είπε ήρεμα-ήρεμα; Η διατύπωσις της φράσεως δείχνει το νεύρο. Δεν θα είπε ασφαλώς «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (ο γέροντας μιλάει αργά-αργά). Όχι τέτοιο πράγμα. Με νευρώδη τρόπο το είπε ο Κύριος. «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ!». Το ξανάπε ο Κύριος αυτό, στον απόστολο Πέτρο- καλύτερα, στον διάβολο πάλι, που εμφανίζεται στο πρόσωπο του Αποστόλου Πέτρου. Και του λέγει: «Κύριε, μην πας στα Ιεροσόλυμα να σταυρωθείς». «Σατανά», του λέει ο Κύριος, «οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων. Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ». Άλλη μία φορά το είπε ο Κύριος. Το είπε με νεύρο εκεί. Λοιπόν; Ο θυμός; Έπαθε διαστροφή. Αντί να θυμώσουμε εναντίον της αμαρτίας, θυμώνομε εναντίον των αδελφών, εναντίον των αντικειμένων της δημιουργίας, εναντίον του Θεού. Αυτό είναι μία παρεκτροπή του θυμού. Δεν τον χρησιμοποιούμε εκεί που πρέπει να τον χρησιμοποιήσουμε και τον χρησιμοποιούμε εκεί που δεν πρέπει να τον χρησιμοποιήσουμε. Συγκεκριμένα, έρχεται να υπηρετήσει τον εγωισμό μας και όχι την σωτηρία μας.
Η οργή. «Αποθέσατε», λέει, «τον θυμόν, την οργήν…». Τι είναι η οργή; Η οργή είναι ο παρατεταμένος θυμός. Ο θυμός που δεν έχει ξεθυμάνει· που παραμένει. Ο άνθρωπος ο οποίος μπορεί να έχει μέσα του θυμό, όχι με την έννοια της εξάψεως αλλά με την έννοια της μνήμης. Να κάνει τις δουλειές του ήρεμα, να κοιμάται ήρεμα, αλλά να μην ξεχνάει ένα ζήτημα. Και όταν το ζήτημα αυτό αναζωπυρούται, επανέρχεται, τότε να γίνεται θηρίο. Ώστε να λέει κανείς: «Ο άνθρωπος αυτός ξεθύμανε;». Αυτό λέγεται οργή. Δηλαδή ο χρονισμένος θυμός είναι η οργή. Η οργή, καταλαβαίνετε, είναι ένα πάθος της ψυχής δεμένο με την μνησικακία, δεμένο με πολλά πράγματα και που είναι φοβερόν, όταν έχει κανείς μπροστά του έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει οργήν.
Κατόπιν η κακία. Βέβαια όλα αυτά κακίες είναι. Με μία ονομασία, θα λέγαμε, «η αρετή και η κακία». Παρά ταύτα έχει και μία ειδική σημασία, όταν λέγει εδώ ο Απόστολος «κακία». Και εννοεί τα πάθη του νου και της καρδιάς. Ακούσατέ τα πολύ πολύ γρήγορα, εκείνα που στο τέλος λέμε τον άλλον ότι είναι «κακός άνθρωπος». Το λέμε αυτό. Τον πόρνο τον λέμε κακόν άνθρωπο; Τον μπεκρή τον λέμε κακόν άνθρωπο; Τον φιλάργυρο τον λέμε κακόν άνθρωπο; Δεν τους λέμε κακούς ανθρώπους αυτούς. Λέμε «αμαρτωλός άνθρωπος, έχει τα πάθη του». Αλλά πότε λέμε έναν άνθρωπο ότι είναι κακός; Λέμε «είναι κακός». Ή λέμε πολλές φορές, «θυμώνει, αρπάζεται, φωνάζει, αλλά δεν είναι κακός». Άρα λοιπόν η έννοια του κακού, της κακίας έχει μία διαφοροποίηση εδώ. Δεν είναι γενικά ό,τι είναι αμαρτία.
Τι είναι λοιπόν αυτή η κακία, όπως εδώ μας την λέγει στην επιστολή του ο Απόστολος Παύλος; Είναι πρώτα πρώτα η στρεβλότης της ψυχής. Αυτός που είναι θυμώδης άνθρωπος, μπορεί να είναι ευθύς. Ο στρεβλός άνθρωπος μπορεί να μην είναι θυμώδης. Αλλά είναι αυτός που έχει στραβή ψυχή, τεθλασμένη ψυχή, στραβωμένη ψυχή. Ο άνθρωπος που αντιδρά, ο άνθρωπος ο οποίος κινείται ανάποδα απ’ ό,τι πρέπει, ανά πάσα στιγμή ανάποδα, εσύ λες άσπρο, εγώ μαύρο, εσύ λες μαύρο, εγώ άσπρο, στραβή ψυχή. Παράξενο πράγμα, παράξενο πράγμα! Είναι κάτι φοβερό! Μάλιστα η εποχή μας έχει αυτό το θέμα εις υπερθετικόν βαθμόν. Βλέπετε τους ανθρώπους πώς αντιδρούν. Και αντιδρούν με πάθος. Έτσι που να πούμε: «Είναι κακός άνθρωπος αυτός».
Μετά είναι η υποψία, η καχυποψία. Όταν πάντοτε λέμε: «Αυτός τι σκέπτεται για μένα;». Και είμαι ο περίεργος, να πάω να μάθω, τι λέει, τι σκέπτεται. Και βάζω με το μυαλό μου πράγματα, που ο άλλος ούτε καν τα εσκέφτηκε για μένα. Και αυτό είναι στην κατηγορία της κακότητος.
Ακόμα είναι η ανυπομονησία. Σας φαίνεται παράξενο; Δεν είναι η ανυπομονησία που καμία φορά βιαζόμαστε για κάτι. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος, όταν τον πειράξουν, δεν μακροθυμεί. Και πάει αμέσως να εκδικηθεί. Έχω προσέξει και έχω τρομάξει: υπάρχουν άνθρωποι ή θα γράψουν γι’ αυτούς στην εφημερίδα κάτι ή θα τους πουν κάτι προσωπικά ή θα μάθουν κάτι, θα πάρουν το τηλέφωνο αμέσως να βρίσουν! Θα πάρουν το μολύβι αμέσως να γράψουν επιστολή, να απαντήσουν! Και θα μιλήσουν με βρασμό ψυχής! Άνθρωποι, περιμένετε λιγάκι, δείξατε μία μακροθυμία λιγάκι, μια… έτσι, άνεση ψυχής έναντι των άλλων. Όχι! Δεν χαρίζουν στον άλλον τίποτα. Και θέλουν ό,τι θα κάνουν, τώρα, τώρα, τώρα, τώρα! Αυτό λέγεται ανυπομονησία. Αλλά είναι κακότητα της ψυχής.
Και η κακοβουλία. Ο άνθρωπος που κακώς σκέπτεται, κακώς επιθυμεί, κακώς ενεργεί. Δηλαδή μέσα του ελατήριο και κίνητρο έχει το κακό. Γιατί; Έτσι. Κοιτάξτε τι είπα: Έτσι. Δηλαδή όπως πολλές φορές λέμε: «Αγαπώ να είμαι καλός άνθρωπος, γιατί αγαπώ να είμαι καλός άνθρωπος». Και ο κακός: «Θέλω να είμαι κακός». Σκοπός σου, ποιος; «Έτσι».
«Δηλαδή;». «Έτσι, θέλω να είμαι κακός!». Δηλαδή είσαι διάβολος. Μόνο ο διάβολος το λέει αυτό. «Έτσι. Θέλω εγώ έτσι». Φοβερό πράγμα. Αγαπητοί μου, βάθος δυσθεώρητον το της ανθρωπίνης ψυχής το βάθος, όταν έχει κακία. Είναι φοβερό πράγμα. Γι΄αυτό λέγει ο Απόστολος «ἀπόθεσθε». «Αποθέσατέ τα όλα αυτά τα πάθη της ψυχής· την οργήν, τον θυμόν, την κακίαν, την βλασφημίαν, την αισχρολογία από το στόμα σας».
Α, είναι και η βλασφημία! Χμ. Ποια είναι η βλασφημία; Η βλασφημία, αγαπητοί μου, δεν είναι μόνον εκείνο που οι άνθρωποι βλασφημούν. Η ρίζα «βλασ-» είναι από το ρήμα βλάπτω. Βλασφημία είναι το «βλάπτω την φήμη του άλλου». Και βλάπτω την φήμη του άλλου…πολλά πράγματα σημαίνει: συκοφαντώ, κατηγορώ, διαστρέφω… Κι έτσι τον άλλον τον σκοτώνω με κάθε τρόπο. Βλασφημώ ακόμη τον Θεόν. Πώς; Τίνι τρόπω; Οι κοινές βλασφημίες; Ναι, αναμφισβήτητα είναι και οι κοινές βλασφημίες. Είναι ανατριχιαστικό να ακούς έναν άνθρωπο να βλασφημά τα θεία. Σημαίνει δεν ξέρει ποιος είναι ο Θεός. Πωπω! Φρίκη! Φρίκη! Να βλασφημάς Ποίον; Συ ποιος είσαι; Και βλασφημάς Ποίον, αδελφέ μου; Ποίον; Συνέλαβες Ποιος είναι ο Θεός και ποιος είσαι εσύ; Αλλά καθετί που αποδίδεται στην κακή φήμη του Θεού… όταν πω «ο Θεός δεν είναι δίκαιος», όταν πω ότι «ο Θεός μεροληπτεί», όταν πω ότι «ο Θεός είναι αδύναμος», ότι «ο Θεός δεν είναι αγαθός», είναι βλασφημία. Γιατί; Του αφαιρώ εκείνα που είναι. Και Του αποδίδω εκείνα που δεν είναι. Συνεπώς βλάπτω, προσβάλλω την φήμη Του, το όνομά Του. Είναι βλασφημία.
Και η αισχρολογία από το στόμα σας. Γιατί λέγει «ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν»; Αισχρολογούμε μήπως και με τα φρύδια μας; Αγαπητοί μου, εδώ υπάρχει ένας υπαινιγμός. Καταρχάς είναι βεβαίως η αισχρολογία όλα εκείνα τα σόκιν που θα πούμε, είναι όλες εκείνες οι αθυροστομίες που μπορούμε να πούμε, εκείνα τα χοντρά πράγματα, τα χοντρά, τα βρώμικα. Εκείνα που πολλές φορές κοιτάζομε μήπως μας άκουσε η μάνα μας, η γυναίκα μας, το παιδί μας, για να τα πούμε στην παρέα μας. Δηλαδή που φοβόμαστε να μην μας ακούσει κάποιος που δεν θα θέλαμε. Όλη αυτή η αισχρολογία βγαίνει σαν οχετός από το στόμα. Γιατί λέγει «από το στόμα σας»; Γιατί αυτό το στόμα είναι εκείνο που δέχεται το σώμα και το αίμα του Χριστού.
Το λέγει πιο σαφέστερα ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. «Από το στόμα», λέει, «αυτό που υμνείς και ευλογείς τον Θεόν, βγάζεις και βόρβορον; Είδες πουθενά καμία πηγή να ρέει και γλυκό και αλμυρό νερό; Αλλά τι; Ενώ δεν υπάρχει στη φύση αυτό, εσύ μετέβαλες το στόμα σου που ρέει από κει και το αγαθόν και το κακόν». Αν θέλετε, δέχεσαι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και βγάζεις από μέσα ό,τι βρώμικο, ό,τι βορβορώδες. «Όχι», λέει ο απόστολος Παύλος σε μία άλλη του επιστολή, «πᾶς λόγος σαπρὸς (: κάθε σάπιος λόγος) ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω – σάπια είναι τα λόγια τα βρώμικα- (: κάθε σάπιος λόγος απ’ το στόμα σας να μην βγαίνει) ἀλλ᾿ εἴ τις ἀγαθὸς (:μόνο καλά λόγια να βγαίνουν) πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας(:για να οικοδομήσει, να ωφελήσει την στιγμή εκείνη, την ανάγκη της παρούσης εκείνης στιγμής) ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι(:για να δώσει χάρη, να δώσει ωφέλεια, να δώσει ομορφιά, ευχαρίστηση σε εκείνους που ακούν)». Διότι εκείνος που θέλει να ακούει βρώμικα πράγματα, δεν έχει μόνο διεστραμμένο στόμα· και διεστραμμένα αυτιά. Κάποτε οι ίδιοι οι άνθρωποι που λένε βρώμικα πράγματα, έχουν διεστραμμένα αυτιά και θέλουν να ακούν τα ίδια τους τα λόγια. Έτσι, χοντρά χοντρά. Χοντροί άνθρωποι που -σκέπτεται κανείς- λείπει κάθε καλλιέργεια. Είναι φοβερό πράγμα. Αγαπητοί μου, είτε μόνοι μας είμαστε, είτε με πολύ οικείους μας, είτε με ευρύ κοινό, να έχομε καθαρό στόμα. Και έτσι το στόμα μας, όταν είναι καθαρό θα βγάζει και πάντοτε αγαθά πράγματα. Απ΄ την καρδιά μας, όταν κι αυτή είναι καθαρή, θα βγαίνουν από το στόμα πάντοτε καθαρά πράγματα.
Αλλά ας κλείσουμε, αγαπητοί. Λέει ο Κύριος, λέγει εδώ ο απόστολος Παύλος, «ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ». «Ελάτε, λοιπόν», λέγει, «ελάτε να γδυθούμε τον παλιόν άνθρωπον μαζί με τις πράξεις του. Μην κοιτάζομε να διορθώσουμε αυτό ή εκείνο, σε ένα ρούχο που είναι βρώμικο, έχει τρύπες. Δεν καθόμαστε εκεί να το πλύνομε σε μιαν ακρίτσα. Το βγάζομε ολόκληρο. Έτσι, βγάλτε τα όλα αυτά, βγάλτε τα όλα. Γίνετε καινούριοι άνθρωποι. Όχι μπαλωμένοι, αλλά καινούριοι άνθρωποι». Και «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις», λέγει ο Απόστολος Παύλος. «Όποιος είναι μες στον Χριστό είναι καινούρια δημιουργία». Έτσι, αν κάποτε συνειδητοποιήσομε ότι η ζωή μας είναι κρυμμένη μες στον Χριστό και ότι θα φανερωθεί όταν κι Εκείνος θα φανερωθεί, τότε αναμφισβήτητα, αγαπητοί μου, θα καθαρίζομε τον εαυτόν μας, θα νεκρώνομε τα σαρκικά μας πάθη, θα αποθέτομε τα ψυχικά μας αμαρτήματα και θα γδυνόμαστε διαρκώς τον παλιόν άνθρωπο, για να ντυνόμεθα τον καινούριο, τον ανακαινισμένο, τον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_213.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 14, 16-24]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Ο ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΟΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 16-12-2001]
(Β 449) Έκδοσις Β΄
Κάποτε ο Κύριος, αγαπητοί μου, εκλήθη σε ένα δείπνο από κάποιον Φαρισαίον. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο Κύριος είπε στον οικοδεσπότη να μην καλεί φίλους και συγγενείς στο τραπέζι του, αλλά αναγκεμένους ανθρώπους, που δεν θα είχαν τη δυνατότητα να του ανταποδώσουν την ευεργεσία. Μάλιστα προσέθεσε ο Κύριος: «Ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων». Δηλαδή «Θα έχεις την αμοιβή σου κατά την ανάσταση των νεκρών. Τώρα μην περιμένεις αμοιβή, γιατί το κάλεσμα συγγενών και φίλων δεν θα είναι τίποτε άλλο, παρά γεμάτο επαίνους: ‘’Ήταν ωραίο το φαγητό. Σε ευχαριστούμε που μας κάλεσες’’» και άλλα τέτοια. Κάποιος ανακείμενος ενθουσιάστηκε και είπε εις τον Κύριον: «Μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή είναι ευτυχισμένος εκείνος ο οποίος θα καθίσει στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού. Και τότε ο Κύριος, σαν απάντηση και εις επήκοον, μάλιστα, πάντων, είπε την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου, που σήμερα ακούσαμε σαν ευαγγελική περικοπή.
Λέγει: «Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα…». Βέβαια δεν θα επαναλάβουμε την περικοπή, γιατί θα μας καταναλώσει χρόνον. Πιστεύω την προσέξατε την παραβολήν.
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που ἐποίησεν, έκανε δείπνον μέγα, μεγάλο δείπνο; Ο άνθρωπος της παραβολής, αγαπητοί μου, είναι ο Θεός· που στρώνει το μεγάλο δείπνο στη γη και που είναι η Βασιλεία Του. Είδατε, λέμε «Αγία Τράπεζα», «Σώμα και Αίμα Χριστού», «τά παρατιθέμενα ἐπί τῆς ἁγίας τραπέζης». Πραγματικά είναι ένα δείπνον.
Και ο «παρατιθέμενος μόσχος» που λέγει, ποιος είναι; Ή ο αμνός; Είναι η θυσία του Υιού Του, που με αυτήν βέβαια στρώνεται το τραπέζι. Είναι το δείπνον μέγα, γιατί μεγάλος είναι Εκείνος που το παραθέτει. Είπαμε, ο Θεός. Μεγάλα δε και τα παρατιθέμενα. Όπως είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Αλλά και όλα τα άλλα· η Θεία Χάρις, η άφεσις των αμαρτιών, η υιοθεσία, τα μυστήρια της Εκκλησίας, όλα που απορρέουν από αυτήν την τράπεζα, όλα είναι μεγάλα και φοβερά.
Αλλά είναι μεγάλο το δείπνο ακόμη γιατί είναι και οικουμενικό, είναι και παγκόσμιον. Μην το ξεχνούμε αυτό. «Ἀεί παρατιθέμενον»· το οποίον παρατίθεται πάντοτε. Βλέπετε; Έως ότου έλθει ο Κύριος ξανά εις τον κόσμον αυτόν, το δείπνο αυτό θα παρατίθεται. Και πάντα θα είναι εκείνο που χορταίνει και ευφραίνει και αιωνίζει όποιον σε αυτό το τραπέζι όντως καθίσει.
«Και το δείπνον ετοιμάστηκε», όπως μας λέγει η παραβολή. Και εδώ αρχίζει τώρα το δεύτερο μέρος. Αυτά, το πρώτο μέρος, όσον αφορά τον οικοδεσπότη· τώρα εδώ, στο κάλεσμα των συνδαιτυμόνων. Εδώ έχομε μία περίεργη, αγαπητοί μου, συμπεριφορά, όπως θα δούμε και θα εκπλαγούμε πραγματικά.
«Ἢρξαντο», λέγει η παραβολή, «ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». «Απ’ την πρώτη στιγμή, οι καλεσμένοι άρχισαν να παραιτούνται». Δηλαδή να ζητούν να μη μετέχουν εις το τραπέζι αυτό. Η αιτία; Λέγει ο πρώτος καλεσμένος: «Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον». Λέγει: «Αγόρασα ένα χωράφι και έχω ανάγκη να βγω να πάω να το δω το χωράφι αυτό. Γι΄αυτό, σε παρακαλώ, άφησέ με. Δεν θα μπορέσω να έλθω εις το δείπνον που με καλείς». Ο δεύτερος απήντησε εις τον δούλον εκείνον που έστειλε ο οικοδεσπότης βέβαια για το κάλεσμα. Και εκείνος με ανάλογο τρόπο απήντησε ότι είχε να κάνει κάτι αγορές ζώων. Ήθελε με τον τρόπον αυτόν να πάει να τα δοκιμάσει τα βόδια του, ας το πούμε, αν είναι καλά, γερά το όργωμα κ.λπ. Και ο τρίτος; Και ο τρίτος, ο ταλαίπωρος ο τρίτος, έκανε καινούρια οικογένεια και τώρα είχε πολλές βιοτικές ανάγκες τις οποίες έπρεπε να καλύπτει και φυσικά δεν είχε καιρό, δεν είχε δυνατότητα να ανταποκριθεί εις το μεγάλο αυτό δείπνο…
Πάντως, έτσι, δειγματοληπτικά, αναφερομένη η παραβολή, όλοι δεν ανταποκρίθηκαν εις αυτήν την πρόσκλησιν. Ας προσέξομε τη διατύπωση, γιατί πάνω στην διατύπωση μιας προτασούλας θα μείνομε και θα αναλύσομε το θέμα μας σήμερα, αγαπητοί μου.
«Ἒχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν»· που θα πει: «Έχω ανάγκη να βγω». Ο πρώτος. «Να πάω να δω το χωράφι που θα αγοράσω». Ο δεύτερος: «Να πάω να δω τα ζώα». Ο τρίτος: «Να πάω να δουλέψω, γιατί πώς θα ζήσω την καινούρια μου οικογένεια;». «Ἀνάγκη ἐξελθεῖν». Αυτό το «έχω ανάγκη» μας θυμίζει έναν εξαναγκασμό ακούσιον· που μας ωθεί να πραγματοποιήσομε κάτι. Και αυτό είναι κάθε μέρα, όλη τη μέρα. Είναι κάθε μέρα όλη τη μέρα. Ένας εξαναγκασμός μέσα εις την καθημερινότητα, που κάπου μας θυμίζει την καταναγκαστική ψύχωση. Έχετε ακούσει περί καταναγκαστικής ψυχώσεως;
Η καταναγκαστική ψύχωσις είναι μία ψυχική αρρώστια πολύ βασανιστική. Αυτός που πάσχει από την αρρώστια αυτή, δεν είναι σίγουρος για τις ενέργειές του και διαρκώς επιθεωρεί τις ενέργειές του κατά έναν βασανιστικό τρόπο. Αυτό είναι η καταναγκαστική ψύχωσις. Π.χ. «Έκλεισα το πετρογκάζ;». Πάμε να κοιμηθούμε. «Έκλεισα το πετρογκάζ; Μπας και το άφησα ανοιχτό; Και τότε κάπου καμία διαρροή και πεθάνομε;». «Κλείδωσα την πόρτα; Μη καμιά φορά ξεχάσομε την πόρτα του σπιτιού μας ανοιχτή και μπει κάποιος κλέφτης;»· κ.ο.κ. Όλα αυτά μας βασανίζουν. Αυτό λέγεται «καταναγκαστική ψύχωσις». Έτσι και ο άνθρωπος της πολλής μερίμνης, σαν να πάσχει από καταναγκαστική ψύχωση, κινείται όλη την ημέρα στις βιοτικές του μέριμνες, κατά έναν βασανιστικό τρόπο. Βέβαια, η εργασία είναι νόμος πνευματικός και βιολογικός, αν το θέλετε. Και εδόθη στον άνθρωπο μέσα εις τον Παράδεισον. Αυτό το «ἐδόθη» είναι σύμφωνο βέβαια με τη δομή του ανθρώπου να εργάζεται.
Υπάρχει όμως και ένα αλλά. Είπε μεν ο Θεός εις τον Παράδεισον εις τους πρωτοπλάστους: «Ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν τόν Παράδεισον». Και ο Χριστός είπε: «Ὁ Πατήρ μοῦ ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι». Όμως δεν πρόκειται για την εργασία καθ’ εαυτήν. Αλλά για έναν ανόητο και επικίνδυνο καταναγκασμό στην εργασία. Είναι γνωστό ότι μετά την απώλεια του Παραδείσου, η εργασία έγινε δουλεία. Γι΄αυτό και το λέμε στη νεοελληνική μας γλώσσα· λέμε: «Έχω δουλειά». Δηλαδή είμαι δούλος σε μία υπόθεση. Αυτό θα πει δουλειά. Είμαι στη δουλεία. Πάω στο χωράφι, πάω στο κατάστημα, πάω οπουδήποτε, από έναν εξαναγκασμόν. Αυτή η δουλεία στην εργασία, γίνεται στον άνθρωπο μία τρόπον τινά και πρέπει να το πούμε, καταναγκαστική ψύχωση. Όχι ότι θα είχαμε τόση προθυμία να δουλέψομε, αλλά γιατί κάτι μας σπρώχνει. Σημαίνει ότι ο κύριος της εργασίας δεν είναι ο άνθρωπος. Αντίστροφα. Η εργασία είναι η αφεντικίνα και ο άνθρωπος είναι δούλος· που θα πάει τώρα σε αυτή τη δουλεία, σε αυτή τη δουλειά. Πώς αλλιώτικα θα μπορούσε να ερμηνευθεί η συμπεριφορά και των τριών καλεσμένων στον δείπνο που έβαλαν πιο πάνω από το σπουδαίο δείπνο, την εργασία που ο καθένας είχε; Πώς αλλιώτικα μπορεί αυτό να εξηγηθεί; Σαν ένας νόμος να αναγκάζει τον άνθρωπο να μένει μόνον στη μέριμνα του βίου και να μην ατενίζει στον ουρανό, να μη βλέπει την σωτηρία Του.
Και αυτός ο παράσιτος νόμος είναι η πλεονεξία στον πλουτισμό. Είδατε τι ακούσαμε σήμερα στην αποστολική περικοπή που λέει ο Απόστολος Παύλος, Κολοσσαείς, ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία. Και δεν μπορείς, όταν είσαι πλεονέκτης και φυσικά αποδεικνύεσαι ότι είσαι ειδωλολάτρης, να μπορείς να εκτιμήσεις τα πνευματικά αγαθά. Δεν είναι δυνατόν.
Είναι ακόμη και η προσκόλληση στην ικανοποίηση των αισθήσεων. Όπως λέμε «Πάω να δω, να δοκιμάσω τα βόδια μου». Οι Πατέρες ερμηνεύουν ότι είναι η υπηρεσία που κάνει ο άνθρωπος στις πέντε του αισθήσεις. Να ικανοποιεί τις πέντε του αισθήσεις. Αλλά και η ειδωλοποίηση της οικογενείας. «Α, οικογένεια» σου λέει. «Ιερόν πράγμα». Ιερό πράγμα κάνουν και την εργασία, όλα ιερά σαν δικαιολογία, να μην κοιτάξουν, να μην ατενίσουν τίποτε απ’ ό,τι ανήκει εις τον ουρανόν και την σωτηρία.
Η εργασία, αγαπητοί μου, είναι νόμιμος. Αρκεί να μένει στα όριά της. Εκεί που πρέπει να μένει. Στους όρους της, χωρίς να γίνεται σκοπός της ζωής. Το καταλάβαμε; Δεν είναι σκοπός της ζωής η εργασία. Η εργασία είναι ένα μέσον για να υπάρχομε. Είτε βιολογικά, είτε ακόμη και πνευματικά. Και όταν επιτελείται η εργασία, θα γίνεται βεβαίως πάντοτε με την μνήμη του Θεού. Λέμε: «Μπορείς να εργάζεσαι οτιδήποτε. Διανοητική ή χειρονακτική εργασία και να λες την μονολόγιστη ευχή: ‘’Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με’’»; Ή να έχεις την μνήμη του Θεού διαρκώς. Όταν μάλιστα μας λένε οι Πατέρες λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «πιο συχνότερο πρέπει να είναι η μνήμη του Θεού από την αναπνοή!».Τότε βεβαίως δεν παραδοθήκαμε στην εργασία.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι δεν ομιλεί εδώ η παραβολή περί γεύματος. Προσέξτε κάτι. Μια λεπτομέρεια είναι. Αλλά περί δείπνου. Γεύμα στην ελληνική γλώσσα λέμε το τραπέζι που στρώνεται για το μεσημέρι. Δείπνο λέμε το τραπέζι που στρώνεται για το βραδινό φαγητό. Εδώ λέει ότι έκανε δείπνο μέγα. Άρα λοιπόν η τράπεζα εδώ είναι βραδινή. Προσέξτε, είναι βραδινή. Όταν εσύ λες: «Πάω να δω το χωράφι μου, πάω να δω τα βόδια μου», άνθρωπε, το βράδυ θα πας γι’ αυτά; Το βράδυ θα πας γι’ αυτά; Αφού υποτίθεται ότι έχει τελειώσει η εργασία η ημερινή, για να βρεθείς σε ένα δείπνο. Αυτό σημαίνει μας έχει πάρει ο στρόβιλος της μερίμνης και έχομε παραθεωρήσει το δείπνο της Βασιλείας του Θεού. Ο Κύριος μάς παρήγγειλε: «Προσέχετε ἑαυτοῖς(:Προσέχετε τους εαυτούς σας) μήποτε (:μήπως) βαρυνθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐκ κραιπάλει καί μέθη καί μερίμναις βιοτικαῖς». «Προσέξτε», λέει, «μη βαρύνουν οι καρδιές σας με την κραιπάλη και τη μέθη». Πράγματι γίνεται μία μέθη η βιοτική φροντίδα και μέριμνα, που ο άνθρωπος δεν μπορεί από εκεί να ξεκολλήσει.
Πρέπει ακόμη να αναφέρομε και μερικές περιπτώσεις που μας εξαναγκάζουν ή αν θέλετε, καταναγκάζουν, ώστε να μην έχομε ούτε καιρό ούτε διάθεση για πνευματική ζωή. Και πρώτα είναι ο βιοπορισμός αυτός καθ’ εαυτόν. Έχομε την εντύπωση ότι δεν μας φθάνουν τα χρήματα του μισθού και πρέπει να κάνομε και μία δεύτερη δουλειά. Ακόμη… ω, πω, πω, να βγει και η γυναίκα έξω να δουλέψει. Και ναι μεν η γυναίκα βγήκε στο χωράφι μαζί με τον άνδρα της για να βοηθήσει. Τώρα η γυναίκα δεν είναι πια στο χωράφι με τον σύζυγον. Ή στο κατάστημα να βοηθήσει. Αλλά είναι σε ξεχωριστή δουλειά, με ξεχωριστή σύνταξη. Να, αυτές τις μέρες λογαριαζόταν… αν , λέει, ο άνδρας παίρνει σύνταξη, η γυναίκα θα πρέπει να παίρνει κι αυτή; Και το Συμβούλιο της Επικρατείας είπε: «Βεβαίως». Και πολύ σωστά. Διότι είναι ξεχωριστόν πρόσωπον και πρέπει να πάρει ξεχωριστή σύνταξη. Βλέπετε λοιπόν τι γίνεται εδώ; Ο βιοπορισμός. Κι όμως αν ήξεραν, το ζεύγος, να οργανώνουν τη ζωή τους από πλευράς οικονομικής, δεν θα χρειαζόταν η γυναίκα να βγει έξω να δουλέψει. Πάντως, το ότι βγαίνει και η γυναίκα έξω, εδώ υπάρχει μία δικαιολογία αποφυγής της πνευματικής ζωής. «Δεν έχω καιρό», σου λέει. «Να πάω στην εκκλησία δεν έχω καιρό. Να ακούσω λόγο Θεού δεν έχω καιρό». Κ.λπ. κλπ.
Μετά είναι η μόρφωσίς μας και η μόρφωση των παιδιών μας. Εκεί δα υπάρχει ένας κυριολεκτικά πυρετός. Φροντιστήρια, μουσικές.. «Το παιδί να μην πάρει και μουσικήν κατάρτισιν, να μην πάει στο Ωδείον;». Μετά, γυμναστικές επιδόσεις, ξένες γλώσσες και βάλε και βάλε και βάλε. Όλα αυτά δεν αφήνουν χρόνον ούτε για μας ούτε για τα παιδιά μας. Κι αυτά, δεν νομίζετε ότι αποτελούν μία καταναγκαστικήν ψύχωσιν, ένα φαύλο κύκλο, από τον οποίον δεν μπορούμε να ξεφύγομε για κάτι το πνευματικόν; Εκείνο που μου κάνει εντύπωση πολλές φορές, παίρνει τηλέφωνο, ας πούμε, κάποιος, πατέρας ή μητέρα, για να ‘ρθει το παιδί για εξομολόγηση, να το δούμε εμείς ιδιαιτέρως…· γιατί το παιδί την ημέρα που έχομε εξομολόγηση έχει φροντιστήριο, έχει ξένες γλώσσες, έχει να πάει στο Γυμναστήριο. Α, δηλαδή εγώ, που είμαι πνευματικός, να υποβληθώ εις τον κόπον να δεχθώ το παιδί σου μία άλλη μέρα και μία άλλη ώρα, μόνο και μόνο για να μην χάσει το …φροντιστήριό του. Βλέπετε παρακαλώ; Κι αν πω εγώ –είναι πολύ φυσικό- «Δεν μπορώ άλλη μέρα», τότε το παιδί θα μείνει χωρίς εξομολόγηση. Φταίω εγώ που είπα: «Δεν μπορώ;». Ή φταις εσύ που δεν θυσιάζεις το φροντιστήριο του παιδιού σου, μόνο και μόνο για να μην το χάσει;
Μετά, οι κοσμικές ενασχολήσεις. Εκεί δα, τελειωμό δεν υπάρχουν. Και οι ψυχαγωγίες. Έχομε να πάμε εδώ, έχομε να πάμε εκεί, ταξίδια, και δεν μπορούμε να σκεφθούμε καν για θέματα πνευματικής ζωής και σωτηρίας.
Μετά, η ικανοποίηση των αισθήσεων. «Πολύ ωραίο έργο προβάλλει ο κινηματογράφος, πρέπει να το δούμε, να πάμε να δούμε». Κι εκείνο, κι εκείνο. «Η τηλεόραση προβάλλει τούτο, πρέπει κι εκεί να το δούμε». Και δεν έχομε χρόνο να κοιτάξομε την πνευματική μας ζωή.
Βέβαια η άρνηση των καλεσμένων δεν σημαίνει και ματαίωσις του δείπνου. Δεν σημαίνει επειδή κάποιοι αρνούνται και τον δείπνο του Θεού, μπορεί αυτό να ματαιωθεί. Αν είναι δυνατόν αυτό ποτέ. Γιατί; Απλούστατα υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι οι οποίοι περιμένουν την κλήσιν. Δεν είναι όλοι οι οποίοι θα πουν το «όχι». Με μύριες δικαιολογίες «όχι». Υπάρχουν κι εκείνοι που μπορούν και ανταποκρίνονται. Και αυτό είναι βέβαια ένα ευτυχές γεγονός. Είναι οι αποδεχόμενοι λοιπόν το δείπνον της Βασιλείας του Θεού. Και παρακάθηνται εις αυτό το δείπνο. Είναι η μυστηριακή ζωή. Είναι ο εκκλησιασμός. Είναι η μελέτη του λόγου του Θεού. Είναι η άσκησις. Κι αυτοί δουλεύουνε. Δεν είναι τεμπέληδες. Κι αυτοί έχουν οικογένεια. Κι αυτοί έχουν επάγγελμα. Αλλά σου λέει: «Άλλο αυτό, άλλο εκείνο· όλα με τη σειρά τους. Θα πάω και στο μαγαζί, θα πάω και στο χωράφι, αλλά θα πάω και στην Εκκλησία».
Μάλιστα το θέμα της αργίας είναι πάρα πολύ σημαντικό. Η Εκκλησία μας έχει αρκετές αργίες μέσα εις το έτος. Το κάνει αυτό, για να σου δώσει την ευκαιρία να αφήσεις τις ενασχολήσεις σου τις βιοτικές και να πας στην Εκκλησία. Και να ακούσεις τον λόγο του Θεού. Θυμούμαι, στη Λάρισα, είχα πει κάποτε στα παιδιά του Κατηχητικού σχολείου.. ένα παιδί το εφήρμοσε, ένα παιδί· ήταν στο Λύκειο. Τι έκανε; Σε μία αργία… σχολείο βέβαια είχαν, γιατί και οι αργίες έχουν δυστυχώς καταργηθεί. Στην εποχή μου είχαμε πολλές αργίες. Αγίου Δημητρίου, να είναι το σχολείο ανοιχτό; Αγίου Αντωνίου; Μπα! Είχαμε αργία. Τι λοιπόν; Το παιδί, όπως του είχα πει…-είχα πει σε όλα τα παιδιά, ένα το εφήρμοσε- τι έκανε το παιδί αυτό; Έπαιρνε τη σάκα του, έτρωγε πρωινό, ερχότανε στην Εκκλησία, όταν έχομε μία αργία, και δεν είναι αργία που να ‘ναι κλειστά όλα, δυστυχώς εκεί βλέπετε, δεν πανηγυρίζει ο ναός, εκεί τελειώνομε και γρήγορα, 9 η ώρα έχει τελειώσει η Εκκλησία. Ε, τότε, τι; Ερχότανε με τη σάκα του το πρωί, εκκλησιαζόταν το παιδί, ευθύς μετά έφευγε και πήγαινε στο σχολείο. Έχανε μόνο μία ώρα. Το πρωί. Μόνο μία ώρα. Ελάτε να μου πείτε τώρα, που καταργήσαμε τις αργίες…-γιατί ξέρετε τι λένε οι εχθροί του Θεού; Είναι στο Ψαλτήρι γραμμένο. «Δεῦτε καταργήσωμεν τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς». «Δεῦτε καταργήσωμεν τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς»! Δεν μου λέτε, πόσες ώρες τα παιδιά σήμερα είναι εκτός σχολείου; Πάρα πολλές… Δεκάδες ώρες χάνουν. Γιατί; Γιατί θυσιάζουν αυτές τις πέντε ώρες να πάνε στην Εκκλησία. Και έτσι, από άλλο μέρος πληρώνομε τα σπασμένα. Αγαπητοί μου, έτσι είναι. Καταργείς εκείνο που θεσμοθετεί ο Θεός; Αλίμονό σου…
Αγαπητοί, σε λίγες ημέρες θα γιορτάσομε το μεγάλο γεγονός, το μεγαλύτερο γεγονός που είναι η Ενανθρώπησις του Θεού Λόγου. Εκείνος που δημιούργησε τα πάντα, τώρα θα γίνει άνθρωπος. Και θα ΄ρθει ανάμεσά μας. Η παρουσία Του στη γη είναι το δείπνον της Βασιλείας του Θεού. Ορατόν σημείον της Βασιλείας του Θεού στη γη επάνω είναι η Εκκλησία. Και μάλιστα η τέλεσις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Πόσοι όμως από μας γνωρίζουμε το νόημα της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου; Πόσοι από μας έχομε δημιουργήσει προϋποθέσεις υποδοχής, όπως είναι μία Τεσσαρακοστή, όπως τώρα που διερχόμεθα; Πόσοι από μας ετοιμάσαμε την οδόν Κυρίου και κάναμε «εὐθείας τάς τρίβους αὐτοῦ», όπως ειδοποιεί ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος; Μη νομίσομε ότι Χριστούγεννα σημαίνει φαγοπότι και ευκαιρίες ταξιδίων και δώρων και ψυχαγωγίας. Χριστούγεννα σημαίνει ότι κατανοήσαμε Ποιος ήλθε ανάμεσά μας. Αυτό θα πει Χριστούγεννα. Και βέβαια και Τον δεχθήκαμε. Να μη μείνομε λοιπόν σε εκείνο το μελαγχολικό και απογοητευτικό, που καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στο Α΄ του κεφάλαιο: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». «Ήλθε ανάμεσά μας, ήλθε στο σπίτι μας, ήλθε στη γη μας και εμείς δεν Τον παραλάβαμε. Του γυρίσαμε την πλάτη».
Αδελφοί, Χριστούγεννα, και το τραπέζι της Βασιλείας στρώθηκε. Μη χάνομε καιρό. Οι βιοτικές μέριμνες ποτέ δεν τελειώνουν· γιατί είναι ένας φαύλος κύκλος. Η ζωή μας είναι μία ευθεία. Από τη γη στον ουρανό. Όλες οι συστροφές είναι εκ του πονηρού. Και τώρα μας δίδεται η ευκαιρία. Ο Θεός Πατήρ έστρωσε Μέγα Δείπνον και εκάλεσε πολλούς. Ανάμεσα στους πολλούς, να σπεύσομε και εμείς. Ίσως αύριο, κατόπιν μιας αναβολής, να είναι πολύ αργά. Ίσως τελεσίδικα αργά… Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_904.mp3
Ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρωπο νὰ πιστεύει σ’ Ἐκεῖνον, περισσότερο ἀπ’ ὁποιονδήποτε ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο στὸν κόσμο.
Ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐλπίζει σ’ Ἐκεῖνον, περισσότερο ἀπ’ ὁποιονδήποτε ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο στὸν κόσμο.
Ὁ Θεὸς ζητάει ὅμως καὶ κάτι παραπάνω: θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ προσκολληθεῖ μὲ ἀγάπη μόνο σ’ Ἐκεῖνον. Καὶ τότε, μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ θ’ ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ μέσα του, θὰ γίνει ἕνα καὶ μὲ τὴν κτίση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ το Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μνηστεία τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χριστό. Κάθε ἄλλη ἕνωση εἶναι μοιχεία καὶ πορνεία. Μόνο τέτοια στενὴ ἕνωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χριστό, ποῦ σ’ ἐμᾶς ἀπεικονίζεται πιὸ καθαρὰ μὲ τὸν ἐπίγειο γάμο, μπορεῖ νὰ κάνει τὴν ψυχὴ πλούσια καὶ καρποφόρα. Ὅλες οἱ ἄλλες σχέσεις ποὺ μπορεῖ νὰ συνάψει ἡ ψυχὴ εἶναι ἀγκάθια καὶ ζιζάνια, ποὺ εἶναι γυμνὰ καὶ ἄγονα ἀπὸ κάθε ἀγαθό. Ἄν αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὸ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ χριστιανοὶ ὅμως πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουν, ἰδιαίτερα οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Εἶναι στὸ πνεῦμα καὶ τὴν παράδοσή μας νὰ κατανοήσουμε τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Νὰ κατανοήσουμε τὴν αἰωνιότητα πιὸ σωστὰ ἀπὸ τοὺς λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς, νὰ κατανοήσουμε το χρόνο πιὸ σωστὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Δύσης.
Μὲ ὅ,τι εἶναι πιὸ στενὰ δεμένη ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, μ’ αὐτὸ κι ἔχει δεσμευτεῖ, εἴτε αὐτὸ εἶναι ζωντανὸ εἴτε νεκρὸ πρᾶγμα, εἴτε πρόκειται γιὰ σῶμα εἴτε γιὰ κάποιο ροῦχο, γιὰ χρυσὸ ἢ ἄργυρο ἢ γιὰ ὁποιοδήποτε ἐπίγειο ἀγαθό, ἐγκόσμια δόξα ἢ τιμή, πάθος ἢ ὅ,τι ἄλλο στὴν κτίση, ὅπως γιὰ παράδειγμα κόσμημα, τρόφιμο, ποτό, χορό, φύση ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Κάθε τέτοια δέσμευση τῆς ψυχῆς εἶναι ἄνομη κι ἐπισύρει ἀτέλειωτη δυστυχία γιὰ τὴν ψυχή, τόσο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅσο καὶ στὸν ἄλλον. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὴν ἄνομη σχέση ἀνάμεσα στὸν ἄντρα καί τη γυναῖκα, ποὺ ἐπιφέρει στενοχώριες ὄχι μόνο σ’ αὐτοὺς τοὺς δύο, ἀλλὰ καὶ στὰ τυχὸν παιδιὰ ποὺ θ’ ἀποκτήσουν. Δὲν πρέπει νὰ κρύβουμε ἐκεῖνο ποῦ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέει πεντακάθαρα: πῶς ὁ Θεὸς εἶναι ζηλωτὴς (Ἔξ. κ’ 5, Δευτ. δ’ 24). Ὁ ζῆλος τοῦ Θεοῦ δὲ στρέφεται ἐναντίον ἄλλου στὴ γῆ, παρὰ μόνον στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς θέλει ἀποκλειστικότητα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν θέλει πιστὴ μὲ καθαρότητα καὶ εἰλικρίνεια. Κι αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ θέλει γιὰ τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς. Ἡ ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ γνωρίζει – ὅπως πρέπει καὶ μεῖς νὰ γνωρίζουμε μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ – πῶς ἂν ἡ πίστη τῆς ψυχῆς στὸ Θεό, το Δημιουργό, εἶναι ἐλλιπής, πῶς ἂν ἑνωθεῖ μὲ ἀπόλυτη ἀγάπη μὲ κάποιον ἄλλον ἢ κάτι ἄλλο στὸν κόσμο, τότε σιγὰ σιγὰ θὰ ὑποδουλωθεῖ, θὰ γίνει σκλάβα, θὰ εἶναι σὰν μιὰ σκοτεινὴ κι ἀπελπισμένη σκιὰ καὶ τελικὰ θὰ καταλήξει σὲ μιὰ ἐλεεινὴ εἰκόνα ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ὁ τρυγμὸς κι ὁ βρυγμός των ὀδόντων.
Ἡ θερμὴ ἀγάπη τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ Θεὸ εἶναι ὁ μόνος νόμιμος δεσμός. Κάθε ἄλλη ἀγάπη, ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπό το Θεὸ ἢ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, εἶναι εἰδωλολατρεία. Μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ σῶμα, ὁ ἄνθρωπος μετατρέπει τὸ σῶμα σ’ ἕναν ψεύτικο θεό, ἕνα εἴδωλο. Μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ κάθε ἐπίγειο ἀγαθὸ ἢ κόσμημα, ὁ ἄνθρωπος εἰδωλοποιεὶ τὰ ἀντικείμενα αὐτά. Μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ ὁποιονδήποτε ἢ γιὰ ὁτιδήποτε, ὁ ἄνθρωπος εἰδωλοποιεὶ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ὁ ἄνθρωπος καθοδηγεῖ τὴν ἀγάπη, ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸ Θεό, σὲ κάτι μικρότερο καὶ ὑποδεέστερο ἀπὸ τὸ Θεό, σὲ κάτι λιγότερο ἄξιο ν’ ἀγαπηθεῖ. Σὲ ὁτιδήποτε πιστεύει ὁ ἄνθρωπος, ἐλπίζει ἢ ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ τὸ Θεό, παίρνει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ, καθίσταται εἴδωλο, ἕνας ψεύτικος θεὸς τῆς ψεύτικης ψυχῆς. Κάθε τέτοια ειδωλολατρεία οἱ προφῆτες τὴν ὀνόμασαν μοιχεία καὶ πορνεία (Ἰερ. γ 1, Ἰεζεκ. κγ’ 7).
Τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα εἶναι ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες ταυτίζονται μὲ τὰ εἴδωλά τους. Σὲ κάθε ἀγάπη, ὁ ἄνθρωπος χάνεται σταδιακὰ στὸ ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης του. Ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται συχνότερα, ἐκεῖνο ποὺ ἀγαπᾶ κι ἐπιθυμεῖ περισσότερο, σιγὰ σιγὰ θὰ γίνει ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς ὕπαρξής του, εἴτε τρόφιμο εἶναι αὐτὸ εἴτε ποτό, χρυσὸς ἢ ἀσήμι, κόσμημα ἢ ροῦχο, σπίτια ἢ κτήματα, τιμὴ ἢ δύναμη. Αὐτὸ τὸ διαβάζουμε καὶ στὴν Ἁγία Γραφή: «Επορεύθησαν ὀπίσω τῶν ματαίων καὶ ἐματαιώθησαν» (Δβασ. ἴζ’ 15).
Ἡ ἐπιθυμία ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἄντρα καὶ μιὰ γυναῖκα εἶναι κάτι φυσικό, δὲν εἶναι ἐξαίρεση. Ὁ ἄνθρωπος ταυτίζεται μὲ ὅ,τι ἀγαπᾶ. Ἄν αὐτὸ ποὺ ἀγαπᾶ εἶναι ὁ Θεός, γίνεται Θεός. Ἄν εἶναι ὁ πηλός, γίνεται πηλός. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται ἢ κολάζεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Μιὰ μόνο σωστικὴ ἀγάπη ὑπάρχει, ἡ ἀγάπη γιά το Θεό. Κάθε ἄλλη ἀγάπη εἶναι ἀπώλεια. Ἕνας μόνο νόμιμος καὶ σωστικὸς γάμος ὑπάρχει γιά την ψυχή: ὁ γάμος της μέ το Θεό. Κάθε ἄλλος γάμος ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ γάμο αὐτό, ὅπως οἱ ἀκτῖνες ἀπὸ τὸν ἥλιο, εἶναι κολάσιμος.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς δίνει τὴν πιὸ καθαρὴ εἰκόνα τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ μυστηρίου. Μᾶς λέει δηλαδὴ πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου στεφανώνεται μέ το Θεό, ὡς πιστὴ νύμφη: πῶς σὰν τυφλὸς προδότης καὶ ἄπιστος σύζυγος ἀπὸ τὴν ἄλλη, παρασύρεται στὸν ὄλεθρο καὶ στὸ σκοτάδι, στὰ ζιζάνια καὶ τὴν κακία τῆς εἰδωλολατρείας.
«Ώμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τὼ υἱῷ αὐτοῦ» (Ματθ. κβ’ 2). Ὅπως καὶ στὶς ἄλλες παραβολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι κι ἐδῶ ἀναφέρεται σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὼς τὸ τέλος. Ἄνθρωποι σοφοὶ δουλεύουν σκληρὰ γιὰ νὰ γράψουν μεγάλα καὶ πολλὲς φορὲς ἀκατανόητα βιβλία γιὰ νὰ ἐξηγήσουν τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ νὰ πετύχουν σ’ αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦν νὰ κάνουν, συχνὰ ὅμως μπλέκουν τὴ διάρθρωση τοὺς καὶ συγχέουν τὰ νοήματα. Ὁ Χριστὸς ὅμως, μὲ μιὰ σύντομη καὶ ἁπλῆ παραβολή, τὰ λέει ὅλα καθαρὰ καὶ κατανοητά. Πράγματι, «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. ζ’ 46).
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ μὲ λόγια. Μόνο μὲ κάτι ποὺ εἶναι οἰκεῖο σε μᾶς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ. Ἀνάμεσα στ’ ἄλλα, μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ καὶ μ’ ἕνα γάμο. Ὁ γάμος εἶναι μιὰ εὐκαιρία χαρᾶς στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἀπὸ μόνη της χαρά, μπορεῖ ἑπομένως νὰ περιγραφεῖ μ’ ἕνα γάμο. Ὁ βασιλιᾶς τῆς παραβολῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Υἱός Του εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀποκάλυψε πῶς Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Νυμφίος (Ἰωάν. γ’ 29). Κι αὐτὸ τὸ ἐπιβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (Ματθ. θ’ 15). Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ξεκινῶντας μὲ τὴν ἔξωση τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, εἶναι ἡ πορεία προετοιμασίας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου γιά το γάμο της μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἡ πραγματικὴ ἀρχὴ τῆς γιορτῆς τοῦ γάμου. Ὁλόκληρη ἡ περίοδος ἀπὸ τὴν ἔλευσὴ Τοῦ ώς το θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, εἶναι ἡ συνέχιση τῆς γαμήλιας γιορτῆς στὸν κόσμο. Ἡ χαρὰ ὅμως θὰ φτάσει στὸ ἀπογαιό της μόνο στὴ μέλλουσα ζωή. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο εἶναι τὸ πιὸ εὐφρόσυνο γεγονὸς γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος γενικὰ καὶ γιὰ κάθε ψυχὴ ξεχωριστά, ὅπως ἡ ἔλευση τοῦ νυμφίου στὴ νύμφη.
Ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ὁ πιὸ χαρούμενος λαὸς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, ποῦ δέχτηκαν τὸ Χριστὸ ὡς Νυμφίο, ἀφοῦ τὸ ἔθνος αὐτὸ εἶχε προπαρασκευαστεὶ καλύτερα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ Τὸν δεχτεῖ. Τὸ ἔθνος αὐτὸ εἶχε την ἐπιπλέον χαρά νὰ εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ συνάντησε τὸ Χριστό, τὸ πρῶτο ποὺ τὸν γνώρισε καὶ τὸν ὑποδέχτηκε, γιὰ ν’ ἀναγγείλει τὴ χαρὰ τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν λαῶν τῆς γῆς. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποῦ, στὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ εὐαγγελίου, χρησιμοποεῖται πληθυντικός: ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. Ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας ἦρθε στὸ λαὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν Ἰουδαίων. Ὁ νυμφίος κάθε ψυχῆς ποὺ ἀναζητοῦσε σωτηρία, ζωὴ καὶ χαρά, εἶχε ἔρθει. Ὁ νυμφίος ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶχε ἔρθει γιὰ ὅλους τοὺς λαούς, ὅλα τὰ ἔθνη. Ὅσο μεγάλη κι ἂν ἦταν ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλῃ τόσῃ ἦταν ἡ τυφλότητα κι ἡ κακία τῶν ἁμαρτωλῶν στὴ γῆ. «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον» (Ἰωάν. ἅ’ 11), γράφει ὁ εὐαγγελιστής. Ἦρθε λοιπὸν πρῶτα σ’ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ πολὺ προσεχτικὰ εἶχε προετοιμάσει ὡς νύμφη Τοῦ: στὸν Ἰουδαϊκὸ λαό. Ὁ λαὸς αὐτὸς ὅμως δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἀντίθετα, τὸν περιφρόνησε καὶ τὸν ἀπόρριψε.
Συνεχίζει ἡ παραβολή: «Καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν» (Ματθ. κβ’ 3). Θέλοντας νὰ προετοιμάσει τὴ γιορτὴ γιὰ τοὺς γάμους τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ Θεὸς ἔστελνε πρῶτα γιὰ πολλοὺς αἰῶνες τοὺς προφῆτες, γιὰ ν’ ἀναγγείλουν τὴ γιορτὴ ποὺ πλησίαζε καὶ νὰ καλέσουν τὸν ἑβραϊκὸ λαὸ νὰ προετοιμαστεῖ κι ἐκεῖνος, ὥστε νά ὑποδεχτεῖ τὸ Νυμφίο Χριστό. Οἱ προφῆτες ἦταν οἱ πρῶτοι ὑπηρέτες ποὺ ἔστειλε γιὰ νὰ καλέσει τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶχε ἤδη ἐμφανιστεῖ στὸν κόσμο, στάλθηκε ὡς ἀγγελιαφόρος ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, γιὰ ν’ ἀναγγείλει κι αὐτός, νὰ κραυγάσει δυνατὰ καὶ νὰ καλέσει. Ὅπως ὅμως ἕνας πολὺ μικρὸς ἀριθμὸς ἀνθρώπων ἄκουσε τοὺς ἀρχαίους προφῆτες, ἔτσι καὶ τώρα πολλοὶ λίγοι πρόσεξαν τὸν κήρυκα τῆς ἐρήμου, τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν.
«Πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων: εἴπατε τοῖς κεκλημένοις: ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροι μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα δεῦτε εἰς τοὺς γάμους» (Ματθ. κβ’ 4). Οἱ ἄλλοι ὑπηρέτες ἦταν οἱ ἀπόστολοι κι οἱ συνεργάτες τους. Προσκεκλημένοι ἦταν πάλι οἱ ἴδιοι: οἱ Ἑβραῖοι. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πεῖ παλιότερα: «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. ἰε’ 24). Στὴν ἀρχὴ ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἐντολὴ στοὺς ἀποστόλους: «Πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. ἰ’ 6). Αὐτὸ πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ὅταν ὅμως οἱ Ἑβραῖοι τὸν ἀπόρριψαν, ὅταν οἱ κακοὶ γεωργοὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη καὶ τὸν θανάτωσαν, τότε, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ἔδωσε καινούργια ἐντολή: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κή’ 19).
Ὁ Θεὸς ἔμεινε πιστὸς στὴν ἐπαγγελία Του, οἱ Ἑβραῖοι ὅμως τὴν καταπάτησαν. Ὁ Θεὸς ἔμεινε πιστὸς στὴ νύμφη Του, στὴν ἐκλεκτή Του, στὸ λαὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πιστὸς ὡς τὸ τέλος. Ἡ νύμφη ὅμως δὲ στάθηκε πιστὴ στὸ Νυμφίο της, συνῆψε ἀμέτρητους ἄνομους δεσμοὺς μὲ εἴδωλα καὶ θεοὺς ψεύτικους, ποῦ δὲν τοὺς ἄφηνε γιὰ νὰ γυρίσει στὸν προδομένο Νυμφίο της.
Ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα. Ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ὅλα ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἀνατροφὴ καὶ τὴν ἀνανέωση τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ τρέφεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Τὴν ἀλήθεια ἀποκάλυψε στὴν πληρότητά της μὲ τὸ πλούσιο συμπόσιο τοῦ βασιλιᾶ. Ἡ νίκη ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἐναντίον τῆς ἀρρώστιας καὶ τῆς μέριμνας, ἡ νίκη ἐνάντια στὴ φύση – ὅλες αὐτὲς οἱ νῖκες ποὺ τρέφουν κι ἀνανεώνουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἐδῶ, μπροστά μας. Γι’ αὐτὸ προσέλθετε.
Ὁ οὐρανὸς ὡς τότε ἔμοιαζε κλεισμένος μὲ σιδερένιες μπάρες γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἔμοιαζαν μὲ ἐλεεινὲς νύμφες, κλεισμένες μέσα σὲ ὑγρὴ φυλακή. Τώρα ὅμως ὁ οὐρανὸς εἶναι ὀρθάνοιχτος. Στὴ γῆ ἐμφανίστηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἐμφανίστηκαν οἱ ἄγγελοι, οἱ νεκροὶ ἐμφανίστηκαν ζωντανοὶ κι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ἔφτασε στὸν οὐρανό. Πόσο γλυκιὰ εἶναι ἡ τροφὴ ποὺ προσφέρει ὁ Θεός! Πόσο πλούσιο εἶναι τὸ τραπέζι Του! Προσέλθετε!
Οἱ τυφλὲς ψυχὲς ποὺ ζοῦσαν μέσα στὴ σκοτεινή καὶ νοτερὴ φυλακή, ἀντὶ νὰ δεχτοῦν τὴν πρόσκληση στοὺς γάμους, ἔκαναν ἕνα πολὺ φοβερὸ ἔγκλημα: θανάτωσαν τὸ Σωτῆρα, το Νυμφίο τους. Κι αὐτὸ ἀκόμα ὅμως δὲν ἐξάντλησε τὴν ὑπομονὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μετέτρεψε τὸ ἔγκλημά τους σὲ πηγὴ χαρᾶς καὶ ἡδονῆς. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ σταυρωμένου Κυρίου, ποὺ ἦταν ἀσύγκριτα γλυκύτερα ἀπὸ τὰ στέατα, προσφέρονται στὸ τραπέζι τοῦ Βασιλιᾶ. Προσέλθετε! Κοινωνῆστε τὴ γλυκύτητα ποὺ ζηλεύουν ἀκόμα κι οἱ ἄγγελοι. Οἱ ποταμοὶ χαρίτων τοῦ παντοδύναμου καὶ Ζωοποιοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἐλεύθεροι. Πάντα ἕτοιμα. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα, τὰ πάντα. Ὅλα ὅσα χρειάζεται ἡ μολυσμένη νύμφη γιὰ νὰ καθαριστεῖ, οἱ πεινασμένοι νὰ τραφοῦν, οἱ πληγωμένοι νὰ γιατρευτοῦν, οἱ γυμνοὶ νὰ ντυθοῦν, οἱ παράφρονες νά ‘ρθοὺν στὰ λογικά τους, οἱ μέθυσοι νὰ γίνουν νηφάλιοι, οἱ νεκροὶ ν’ ἀναστηθοῦν. Ἐδῶ ὑπάρχει τὸ βάπτισμα μὲ νερό, μὲ φωτιά, μὲ πνεῦμα. Ἐδῶ θὰ βρεῖτε τὴν ἀνάπαυση μετὰ τὴ νηστεία, τὰ φτερὰ τῆς προσευχῆς. Ἐδῶ εἶναι τὸ λάδι, ὁ ἄρτος κι ὁ οἶνος. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ βασιλικὴ ἱερωσύνη γιὰ νὰ σᾶς καθοδηγήσει, ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἀγάπης. Ὅλες αὐτὲς τίς δωρεὲς φέρνει ὁ Νυμφίος στὴ νύμφη Του καὶ τίς τοποθετεῖ στὸ τραπέζι τοῦ Βασιλιᾶ. Προσέλθετε, λοιπόν, στοὺς γάμους.
«Οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς την ἐμπορίας αὐτοῦ οἱ δέ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν» (Ματθ. κβ’ 5,6). Δὲν ὠφελεῖ νὰ προσφέρεις νόμιμο γάμο σὲ μιὰ ἐπαγγελματία πόρνη. Δὲ θὰ δώσει καμιὰ σημασία στὸ νόμιμο σύζυγό της. Ἔχει τόσο πολὺ συνηθίσει στὰ εἴδωλά της, ὥστε δὲν μπορεῖ νὰ κόψει τοὺς δεσμοὺς τῆς μαζί τους. Τὸ εἴδωλο μιᾶς ἄσωτης ψυχῆς εἶναι ὁ ἀγρός, μιᾶς ἄλλης εἶναι τὸ ἐμπόριο, μιᾶς τρίτης κάτι ἄλλο. Ὁ ἀγρὸς ὑποδηλώνει τὸ σῶμα μὲ τὰ σαρκικὰ πάθη του, τὸ ἐμπόριο τὴν ἀπληστία, δηλαδὴ τὴν ἀπόκτηση ἢ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῶν φθαρτῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ καθένας κατευθύνθηκε πρὸς τὸ εἴδωλό του, δὲν ἤθελε ν’ ἀκούσει τίποτα γιὰ τὸ Νυμφίο. Ἄλλοι ἔνιωσαν προσβολὴ μὲ τὴν πρόσκληση καὶ πῆραν τοὺς ὑπηρέτες τοῦ Βασιλιᾶ, τοὺς ἔβρισαν ἢ τοὺς σκότωσαν. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, σύντομα μετά το Γολγοθᾶ, μυκτήρισαν καὶ κακοποίησαν τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη (Πράξ. δ’ 3) κι ἀργότερα θανάτωσαν τὸν ἀρχιδιάκονο Στέφανο, τὸν ἀπόστολο Ἰάκωβο καὶ πολλοὺς ἄλλους.
«Ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὀργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε» (Ματθ. κβ’ 7). Βασιλιᾶς εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ὀργή Του εἶναι ἡ ἔσχατη ἐξάντληση τῆς ὑπομονῆς Του, ἡ ὥρα ποὺ ἡ εὐσπλαχνία Του μετατρέπεται σὲ δικαιοσύνη. Στρατεύματα εἶναι ὁ ρωμαϊκὸς στρατός, φονεῖς εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ πόλις αὐτῶν εἶναι ἡ Ἱερουσαλήμ. Ἡ ὑπομονὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέτρητη, ἀνεξάντλητη. Δὲν τιμώρησε ἀμέσως τοὺς Ἰουδαίους μετά το θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, περίμενε ἄλλα σαράντα χρόνια. Ὅπως ὁ Κύριος εἶχε ἀναλάβει νὰ κάνει νηστεία γιὰ σαράντα μέρες, ἔτσι ὁ Δημιουργὸς τῆς ἀνθρωπότητας μετά το Γολγοθᾶ ἔκανε νηστεία ὑπομονῆς γιὰ σαράντα χρόνια. Δὲ βιαζόταν νὰ τιμωρήσει τὰ ἐγκλήματα ποὺ διέπραξαν οἱ ἄνθρωποι ἐναντίον Του, γιὰ νὰ μὴν ποῦν ἔπειτα: «Δές, ὁ Θεὸς εἶναι ἐκδικητικός. Ἄς ἐκδικηθοῦμε κι λοιπόν». Ὄχι. Ὁ Θεὸς μόνο μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἐπέτρεψε νὰ τιμωρηθεῖ τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων γιὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔκαναν οἱ ἄρχοντες τοῦ ἐναντίον τῶν δούλων Του.
Ἀπ’ αὐτὸ πρέπει νὰ διδαχτοῦμε πῶς δὲν πρέπει νὰ ζητᾶμε ἐκδίκηση γιὰ ἀδικίες ποὺ ἔγιναν προσωπικὰ σ’ ἐμᾶς. Πρέπει νὰ προσπαθοῦμε ὅσο γίνεται περισσότερο νὰ διορθώνουμε τοὺς ἄδικους. Γιατί ὁ Θεὸς ὀνομάζει στρατεύματά Του το ρωμαϊκὸ στρατό; Ἐπειδὴ χρησιμοποίησε τὸ στρατὸ αὐτὸν γιὰ νὰ τιμωρήσει τὸν ἀχάριστο περιούσιο λαό Του. Ὅπως παλιότερα εἶχε χρησιμοποιήσει τὰ εἰδωλολατρικὰ στρατεύματα τῆς Ἀσσυρίας, τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Βαβυλώνας γιὰ νὰ τιμωρήσει καὶ νὰ προειδοποιήσει τοὺς Ἰσραηλῖτες, ἔτσι καὶ τώρα χρησιμοποίησε τὰ στρατεύματα τῆς Ρώμης γιὰ νὰ τιμωρήσει τὸ ἀχάριστο αὐτὸ ἔθνος. Οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες Βεσπασιανὸς καὶ Τίτος, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, κυριάρχησαν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν κατέκαψαν, σκότωσαν πολλοὺς Ἰουδαίους καὶ σκόρπισαν τοὺς ὑπόλοιπους στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ γνωστοῦ τότε κόσμου. Αὐτὸ ποῦ προφήτεψε ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Γάμου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Βασιλιᾶ, ἐκπληρώθηκε στὸ ἀκέραιο. Ἄς δοῦμε τώρα τί κάνει ὁ βασιλιᾶς μετὰ τὴν τιμωρία καὶ τὸν διωγμὸ τῶν Ἰουδαίων:
«Τότε λέγει τοὺς δούλους αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμὸς ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι: πορεύεσθε οὔν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους» (Ματθ. κβ’ 8,9). Ὁ γάμος έτοιμὸς ἐστιν, εἶπε ὁ Θεὸς στοὺς καινούργιους δούλους Του. Ἀπὸ τὴν πλευρά μου, λέει ὁ Θεός, εἶναι ὅλα ἕτοιμα. Οἱ πρῶτοι καλεσμένοι ὅμως δὲν ἦταν ἄξιοι καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ ἔρθουν. Κοίταξαν μὰ δὲν εἶδαν, γι’ αὐτὸ καὶ δὲ χάρηκαν. Ἀφουγκράστηκαν μὰ δὲν ἄκουσαν, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀνταποκρίθηκαν. Ἀγάπησαν περισσότερο τὰ εἴδωλα τὰ σωματικά, τὸ μαμμωνᾶ, τὰ πλούτη, γι’ αὐτὸ καὶ ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση. Ἠταν δεμένοι μὲ τίς ἁλυσίδες τῆς δουλείας στὰ κατώτερα, στὰ ὑποδεέστερα, γι’ αὐτὸ καὶ σήκωσαν τὰ χέρια τους ἐναντίον τοῦ Ὕψιστου.
Τώρα, λοιπόν, πορεύεσθε ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν καὶ καλέστε ὅποιον βρεῖτε μπροστά σας. Ὁ Ἰσραὴλ εἶναι σὰν ἕνα περιφραγμένο ἀμπέλι. Ἀποδείχτηκε ἄκαρπο ὅμως. Γι’ αὐτὸ βγεῖτε ἀπό τὸν ἀμπελῶνα αὐτόν, πηγαίνετε στὰ ἀπερίφραχτα ἀμπέλια τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ καλέστε τοὺς ὅλους. Ὁ Ἰσραὴλ μοιάζει μὲ ἕνα κλειστὸ ἐνυδρεῖο, φίδια ὅμως ἔχουν ἀφήσει ἐκεῖ τ’ αὐγά τους. Πηγαίνετε λοιπὸν στὰ ἀνοιχτὰ καὶ ρῖξτε τὰ δίχτυα στὴ θάλασσα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ Ἰσραὴλ δείχνει νὰ εἶναι ἕνα φυτώριο, βαλμένο μέσα στὸν ἀγρό του Θεοῦ, ἀπ’ ὅπου θὰ μεταφυτεύονταν εὐγενῆ φροῦτα στὸν ἀγρὸ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸ φυτώριο ὅμως ἔμεινε ἄγονο. Πηγαίνετε λοιπὸν στὸν ἀνοιχτὸ ἀγρὸ τῆς γῆς καὶ φυτέψτε εὐγενεῖς καρπούς.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν λόγων ποὺ εἶπε μετὰ ὁ Χριστός: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κή’ 19). Ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν οδών, ἐννοοῦσε τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο, ἐκεῖ ποῦ οἱ δρόμοι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ἀνηφορικοὶ καὶ δύσβατου. Τὰ δρομάκια ἔχουν ἀγκάθια κι οἱ μεγάλοι δρόμοι ἔχουν κροκάλες γλιστερές. Οἱ σπόροι τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ εἶναι ἐκτεθειμένοι σὲ κάθε κίνδυνο. Ὁ Θεὸς κοίταζε αὐτὸν τὸν μεγάλο καὶ πυκνοκατοικημένο κόσμο μὲ τὴν ἴδια πατρικὴ ἀγάπη καὶ μέριμνα ὅπως καί τον Ἰσραήλ. Τὸν φρόντιζε κι αὐτόν, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Τὸν Ἰσραὴλ τὸν καθοδηγοῦσε μὲ ἀποκαλύψεις, μὲ προφῆτες καὶ σημεῖα. Τὰ ἄλλα ἔθνη τὰ καθοδηγοῦσε μὲ τὸ νὰ τοὺς χαρίζει ἐσωτερικὴ δύναμη συνείδησης καὶ ἀντίληψης. Ἦταν πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ σώθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες, ὅσοι ἦταν πιστοὶ καὶ ὑπάκουοι.
Ἦταν πολλοὶ ὅμως καὶ ἀνάμεσα στοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς – ὅσοι ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴ συνείδηση καὶ τὴν ἀντίληψή τους. Τώρα, ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦρθε στὴ γῆ καὶ τὸν ἀπέρριψε τὸ προηγούμενο ἔθνος, ὁ Θεὸς ἄνοιξε διάπλατα σὲ ὅλους τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ δρόμο.
«Καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηροὺς τε καὶ ἀγαθοὺς καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων» (Ματθ. κβ’ 10). Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα Διαθήκη ποὺ κάνει ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο στὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζεύει (ἡ Ἐκκλησία) ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ κάτω ἀπὸ τίς φτεροῦγες της, ἀπὸ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἀπὸ Βορρᾶ καὶ Νότο, ἀπ’ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ἀπ’ ὅλες τίς γλῶσσες καὶ τίς τάξεις ἀνθρώπων. Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ καινούργια γενιά του δίκαιου Ἀβραάμ. Ὁ παλαιὸς Ἰσραὴλ ἀπίστησε, ἀφοῦ ἔπαιξε το ρόλο του ὡς περιούσιος λαὸς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Τώρα ὁ Θεὸς δημιούργησε ἕνα καινούργιο κανάλι γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: τὸ νέο Ἰσραήλ. Γιὰ νὰ ἐξηγήσουν τὴ στροφὴ τοὺς ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸ λαὸ στοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας εἶπαν στοὺς πρώτους: «Ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτούς της αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη» (Πράξ. ἴγ’ 46). Ἔτσι ἔγινε ἡ καινούργια ἐπιλογὴ μιᾶς νέας ἀνθρωπότητας, μιὰ νέα ἱστορία, νέα σωτηρία μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους, καθὼς ἡ παλιὰ ἐπιλογὴ ξεκίνησε καὶ πραγματοποιήθηκε μὲ τοὺς πατριάρχες, τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ γέμισε μὲ καλοὺς καὶ κακούς, ἀφοῦ ὅλοι κλήθηκαν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχε χωρίσει τὸν κόσμο σὲ Ἰουδαίους καὶ μὴ Ἰουδαίους. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης χωρίζει σὲ καλοὺς καὶ κακούς. Ὅλοι κλήθηκαν, καλοὶ καὶ κακοί. Δὲ σώζονται ὅλοι ὅμως ἐκεῖνοι ποὺ ἁπλᾶ γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ βάπτισμα. Ὁ Πολυεύσπλαχνος Κύριος φανερώνει τὴν ὑπομονή Του στὴν Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως ἔκανε καὶ στὴν παλιὰ Ἐκκλησία. Ὁ σοφὸς οἰκοδεσπότης λέει στοὺς ὑπηρέτες τοῦ νὰ μὴν ξεριζώσουν τὰ ζιζάνια τοῦ σίτου ἀμέσως, ἀλλὰ νὰ τὸ ἀφήσουν νὰ ὡριμάσουν καὶ τὰ δύο καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμα γιά το θερισμό. Μέσα στὰ μεγάλα δίχτυα τοῦ Χριστοῦ μπαίνουν καλὰ καὶ κακὰ ψάρια κι ὅλα τ’ ἀδειάζουν στὴν παραλία. Τότε μόνο ξεχωρίζουν τὰ καλὰ ψάρια ἀπὸ τὰ κακά. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς προσθέτει τὰ ἑξῆς στὴν ἐντολὴ τοῦ βασιλιᾶ: «Ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ τυφλοὺς καὶ χωλοὺς εἰσάγαγε ὧδε» (Λουκ. ιδ’ 21).
Οἱ Ἰουδαῖοι θὰ σκέφτηκαν ὅτι ἔτσι ὁ Χριστός ἔκανε μιὰ σωστὴ περιγραφὴ ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Στὴν πραγματικότητα ἔτσι ἦταν ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ τὰ ἔθνη στὴ γῆ, ὡσότου γνώρισαν τὸ Χριστὸ καὶ κάθησαν στὴν πλούσια τράπεζα ποὺ τοὺς παράθεσε μὲ ὅλα τ’ ἀγαθὰ ποὺ χορηγοῦσε κι ἐξακολουθεῖ νὰ χορηγεῖ στὸν κόσμο. Χωρὶς τὸ Χριστὸ εἴμαστε ὅλοι φτωχοί, ἀνάπηροι, χωλοὶ καὶ τυφλοί. Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει πλούσιους μὲ τ’ ἀληθινὰ πλούτη Του. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπ’ ὅλες τίς ἀρρώστιες μᾶς, νὰ μᾶς στρέψει πρὸς τὰ ἀγαθὰ ἔργα καὶ νὰ ὁδηγήσει τὰ πόδια μας στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μᾶς δώσει τὸ φῶς γιὰ νὰ δοῦμε τὸν αἰώνιο προορισμό μας, ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ γαμήλια δῶρα, ἀπὸ κάθε χαρὰ κι εὐφροσύνη.
«Εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου. καὶ λέγει αὐτῷ’ ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἔφιμώθη» (Ματθ. κβ’11,12). Ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ ἔνδυμα γάμου; Τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου τῆς ψυχῆς εἶναι πρώτ’ ἀπ’ ὅλα ἡ ἁγνότητα. Γράφει στοὺς πιστοὺς καὶ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡρμοσάμην ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρί, παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι το Χριστῷ» (Βκορ. ἰα’ 2). Ἡ παρθενικὴ ἁγνότητα καὶ καθαρότητα εἶναι τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς. Στὴ συνέχεια ὁ ἴδιος ἀπόστολος λέει καὶ σὲ ἄλλους πιστοὺς ποιό ἔνδυμα πρέπει νὰ φορᾶνε: «Ἐνδύσασθε οὖν, ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν…επί πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολ. γ’ 12,14). Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, ὅταν συνάπτει γάμο μὲ τὸν ἀθάνατο Χριστό.
Τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ τελειότητα ἁγνείας τῆς ψυχῆς, ἀπ’ ὅλες τίς ἐπίγειες ὑπάρξεις, τὴν ἔδειξε ἢ πάναγνη καὶ παναγία Παρθένος Μητέρα τοῦ Θεοῦ, Ἐκείνη ποὺ ἔδωσε σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα της στὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα μας. Κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ Χριστὸ στὴν καρδιά του, ἂν ἡ καρδιὰ αὐτὴ δὲν εἶναι ἐντελῶς καθαρῆ, ἂν δὲν εἶναι ἀμέριστα καὶ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένη στὸ Χριστό. Σὰν ἁγνὴ παρθένος ἔχει μιὰ μόνο ἀγάπη: τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸν Κύριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου της, φτιαγμένο ἀπὸ ὕφασμα καὶ χρυσό. Ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ ἀγάπη κυοφοροῦν καὶ πολλὲς ἄλλες ἀρετές, εἴτε τίς ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος εἴτε ὄχι, ποῦ καρποφοροῦν πλούσια καλὰ ἔργα. Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι τὰ στολίδια καὶ τὰ διαμάντια ποὺ στολίζουν τὸ ἱμάτιο τῆς ἁγνότητας καὶ τὸ χρυσοποίκιλτο ἔνδυμα τῆς ἀγάπης.
Ὁ ὅσιος Μακάριος γράφει στὴν 15η Ὁμιλία τοῦ: «Μὲ τὸ ἔνδυμα γάμου κατανοοῦμε τη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ἄξιος νὰ φορέσει τὸ ἔνδυμα αὐτό, δὲν μπορεῖ νὰ σύμμετάσχει στὴ γαμήλια τελετὴ καὶ στὸ συμπόσιο».
Ὅταν ὁ βασιλιᾶς πῆγε καὶ εἶδε τοὺς καλεσμένους, εἶδε κι ἕναν ποῦ δὲ φοροῦσε αὐτὸ τὸ ἔνδυμα γάμου. Ἑταῖρε, τοῦ εἶπε. Γιατί τὸν ὀνόμασε «ἑταῖρο», φίλο Του; Πρῶτο, γιὰ νὰ δείξει πόσο ἐκτιμᾶ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Δεύτερο, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, εἶναι πραγματικὰ φίλος κάθε ἀνθρώπου, χωρὶς διάκριση, ἐκτὸς ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἀνάξιος κι ἀπορρίπτει τὴ φιλία Του. «Ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν» (Ἰωάν. ἰε’ 14), εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στοὺς ἀποστόλους. Ἀλήθεια, πόση συγκατάβαση καὶ πόση μεγαλοκαρδία δείχνει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους! Ὁ παντοδύναμος Δημιουργὸς καὶ Κύριος τῶν πάντων, ὀνομάζει φίλους Τοῦ τοὺς ἀδύναμους ἀνθρώπους! Μὲ τὴν προϋπόθεση βέβαια πῶς ἐκτελοῦν τίς ἐντολές Του.
Ὁ φιλοξενούμενος αὐτὸς ὅμως δὲ φοροῦσε ἔνδυμα γάμου. Δὲν ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διαφορετικὰ θὰ εἶχε βρεῖ τέτοιο ἔνδυμα γιὰ νὰ φορέσει. Γιατί λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν ὀνομάζει φίλο Του; Ἐπειδὴ εἶναι βαφτισμένος κι ἔτσι συγκαταλέγεται μὲ τοὺς πιστούς, λογαριάζεται ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ. Καλῶντας τὸν φίλο, ὁ Θεὸς τὸν ἐπιτιμᾶ ἐπειδὴ δὲν ἔμεινε πιστὸς στὴ φιλία του. Αὐτὸς δὲν ἔμεινε πιστὸς στὴ φιλία του μέ το Θεό, ὄχι ὁ Θεὸς ἀπέναντί του. Ὁ δὲ ἔφιμώθη.
Τί θὰ μποροῦσε ν’ ἀπαντήσει; Πῶς δὲν μποροῦσε ν’ ἀγοράσει τέτοιο ἔνδυμα; Ἢ πῶς δέν μποροῦσε ν’ ἀγοράσει ὕφασμα γιὰ νὰ τὸ κόψει καὶ νὰ τὸ ράψει στὰ μέτρα του; Ὅλα θὰ ἦταν μάταια. Ὁ Θεὸς εἶχε προμηθεύσει ὅλους τοὺς καλεσμένους μ’ ἕνα ἕτοιμο ἔνδυμα. Μόνο ἡ καλὴ θέληση τοῦ ἔλειπε, γιὰ νὰ βγάλει τὰ παλιὰ καὶ βρώμικα ροῦχα του τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ φορέσει τὸ καινούργιο ἔνδυμα τῆς σωτηρίας, τὸ χρυσοποίκιλτο γαμήλιο ἔνδυμα. Δὲν τὸ ἔκανε αὐτὸ ὅμως καὶ τώρα ἔμεινε σιωπηλός, δὲν εἶχε τίποτα νὰ πεῖ.
«Τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμός των ὀδόντων» (Ματθ. κβ’ 13). Τὰ χέρια του τὰ εἶχε κιόλας δέσει μὲ τίς ἁμαρτίες του, ὅπως καὶ τὰ πόδια του, μὲ τὸ νὰ βαδίζει το δρόμο τῆς ἀνομίας καὶ τῆς ἀδικίας. Ἀπό την παροῦσα ζωὴ εἶχε κιόλας διαλέξει τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φώς, τὸν βρυγμὸ καὶ τὸν τρυγμό των ὀδόντων, ἀντὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Εἶχε καταδικάσει τὸν ἑαυτό του στὴν ἀπώλεια. Στὸ Θεὸ δὲν ἀπέμενε παρὰ ν’ ἀπαγγείλει τὴ δίκαιη κρίση Του. Ὁ ἄθεος «σειραις τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν σφίγγεται» (Παρ. ἔ’ 22), μας λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὅπως ἦταν δεμένος καὶ συρόταν ἀπὸ τίς ἁμαρτίες του ὁ ἁμαρτωλὸς αὐτός, ἔτσι θὰ εἶναι δεμένος καὶ στὸν ἄλλο κόσμο. Στὴν ἄλλη ζωὴ δὲν ὑπάρχει μετάνοια. Τὸ δέσιμο τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν αὐτὸ δείχνει. Πῶς δὲν ὑπάρχει μετάνοια, πῶς δὲν ὑπάρχει καμιὰ δυνατότητα νὰ κάνει κάτι ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ κερδίσει τὴ σωτηρία του καὶ τὴν εἴσοδό του στὴν οὐράνια βασιλεία.
Ὁ Κύριος τέλειωσε τὴν ὑπέροχη καὶ προφητικὴ παραβολή του μέ το ἀκόλουθα λόγια: «Πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί» (Ματθ. κβ’ 14). Τὰ λόγια αὐτὰ ἰσχύουν τόσο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς χριστιανούς. Ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους ἦταν λίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ὅπως λίγοι ὑπάρχουν κι ἀνάμεσα στοὺς χριστιανούς. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ βαφτισμένοι εἴμαστε καλεσμένοι στὸ τραπέζι τοῦ Βασιλιᾶ, μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει ὅμως ποιοὶ εἶναι οἱ ἐκλεκτοί. Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ἀπὸ μᾶς ποὺ θ’ ἀκούσουν τὸν Ὕψιστο Βασιλιᾶ νὰ τοῦ λέει ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων: ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; Τί ντροπή, τί ἀνώφελη ντροπή! Τί ἀπώλεια, τί ἀναπότρεπτη ἀπώλεια! Εἶναι ἀλήθεια πῶς ὁ Θεὸς μᾶς ἀπευθύνει τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τώρα, κάθε φορὰ ποὺ πλησιάζουμε στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ κοινωνήσουμε, νὰ ἑνωθοῦμε πνευματικὰ μὲ τὸ Νυμφίο Χριστό. Ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; Ἄς τεντώσουμε τ’ αὐτιὰ καὶ τὴ συνείδησή μας ὅταν πλησιάζουμε τὸ ἅγιο ποτήριο καὶ θ’ ἀκούσουμε σίγουρα τὰ λόγια αὐτά, αὐτὴν τὴν ἐπίπληξη. Εὔχομαι τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν ἐπιφέρουν τὸν κλαυθμὸ καὶ τὸ βρυγμό των ὀδόντων, στὸ σκότος ποὺ θ’ ἀκολουθήσει τὰ τελευταῖα λόγια Του.
Ποιός μπορεῖ νὰ μᾶς ἐγγυηθεῖ πῶς ὁ Θεὸς δὲ θὰ μᾶς πεῖ τὰ λόγια αὐτὰ σήμερα, γιὰ τελευταία φορὰ στὴν ἐπίγεια ζωή μας; Ποιός μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ πῶς ἡ ψυχή του δὲ θὰ βρεθεῖ τὴν ἴδια αὐτη νύχτα στὴν πανένδοξη οὐράνια σύναξη, γύρω ἀπὸ τὸ βασιλικὸ τραπέζι, φορῶντας τὸ λερωμένο ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας; Ποιός θνητὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γνωρίζει πῶς ἡ σημερινὴ μέρα δὲν εἶναι καθοριστικὴ γι’ αὐτόν, γιὰ ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα; Λίγα δευτερόλεπτα ἦταν ἀποφασιστικὰ γιὰ τὴν τύχη τῶν δύο λῃστῶν στὸ σταυρό. Ὁ ἕνας τοὺς στάθηκε ἀνίκανος νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὰ λίγα αὐτὰ δευτερόλεπτα καὶ ὁδηγήθηκε στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι. Ὁ ἄλλος χρησιμοποίησε μὲ σοφία καὶ σύνεση τὰ λίγα αὐτὰ δευτερόλεπτα: μετάνιωσε, ὁμολόγησε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ζήτησε τὴ σωτηρία του: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σοῦ» (Λουκ. κγ’ 420. Τὴν ἴδια ἐκείνη στιγμὴ ἡ ψυχή του ἀπεκδύθηκε τὸ παλιὸ ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας καὶ φόρεσε τὸ ὑπέροχο ἔνδυμα τοῦ γάμου. Ὁ μετανιωμένος λῃστὴς παρουσιάστηκε στὸ βασιλικὸ τραπέζι στὸν παράδεισο, μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς.
Ἄς μὴν καθυστερήσουμε λοιπὸν οὔτε γιὰ μιὰ μόνο στιγμὴ τὴ μετάνοιά μας. Κάθε στιγμὴ ποὺ περνάει ἴσως νὰ εἶναι ἡ τελευταία ποὺ μᾶς συγκαταριθμεὶ μὲ τοὺς κατοίκους αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἄς καθαρίσουμε κι άς πλύνουμε γρήγορα την ψυχή μας, τουλάχιστο με τον ίδιο ζήλο που καθαρίζουμε το σώμα μας, που αύριο θ’ αποτελέσει τροφή για τα σκουλήκια. Ἄς την καθαρίσουμε με μετάνοια και δάκρυα, ἄς την πλύνουμε με νηστεία και προσευχή. Ἄς την ντύσουμε με ένδυμα υφασμένο με αγνότητα κι αγάπη, στολισμένο με καλά έργα, με συγχωρητικότητα και συμπάθεια. Ας κάνουμε αυτό το λόγο που ζητάει από μάς ο Θεός. Εκείνος θά κάνει τα υπόλοιπα.
Όταν ένα παιδί φωνάζει στη μαμά του πώς λερώθηκε, εκείνη το καθαρίζει, το πλένει και το αλλάζει. Πόσο ποιό εύσπλαχνος όμως είναι ο ουράνιος Πατέρας μας απ’ όσο είναι οποιαδήποτε μητέρα στα παιδιά της! Η αλήθεια είναι πώς η ψυχή όλων των ανθρώπων είναι τόσο λεκιασμένη, που από μόνη της δε θα μπορούσε ποτέ να καθαριστεί και να γίνει άξια γιά νά παρουσιαστεί μπροστά στο Θεό.
Άς συνειδητοποιήσει λοιπόν κάθε άνθρωπος τόν πνευματικό του ρύπο. Ἄς νιώσει απέχθεια γι’ αυτόν μ’ όλη του την καρδιά κι ας κάνει αυτό το λίγο πού μάς ζητά ο Θεός. Τό σπουδαιότερο που έχει να κάνει, είναι να κραυγάσει στο Θεό, να ζητήσει να τον καθαρίσει Εκείνος εν πυρί και πνεύματι. Ο Θεός περιμένει τέτοιες κραυγές από τά μετανιωμένα παιδιά Του, κρατώντας το καλλίτερο αγγελικό ένδυμα στα χέρια Του. Περιμένει πάντα για να καθαρίσει, να πλύνει, να φωτίσει, νὰ χρίσει μὲ μύρο καὶ νὰ ντύσει ὅλους ἐκείνους ποὺ μετανοοῦν καὶ κραυγάζουν.
Ἄς ἔχει δόξα καὶ πανεύσπλαχνός Θεός μας! Δόξα καὶ αἶνος στὸν οὐράνιο Νυμφίο τῶν ψυχῶν μας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.