ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (3/12/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ
Προς Εφεσίους, κεφ. Ε΄, εδάφια 8-19
8 Ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ· ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· 9 ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ· 10 δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. 11 Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· 12 τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ’ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· 13 τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. 14 Διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός.
15 Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, 16 ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. 17 Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. 18 Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, 19 λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν.Τρεμπέλα
8 Σκεφτείτε τι ήσασταν στο παρελθόν. Τόσο πολύ είχε εισχωρήσει μέσα σας ο σκοτισμός της αμαρτίας, ώστε είχατε μεταβληθεί σε σκοτάδι. Τώρα όμως που ενωθήκατε με τον Κύριο γίνατε φως. Να συμπεριφέρεστε λοιπόν σαν παιδιά του φωτός˙ σαν άνθρωποι που όλη τους η ζωή είναι φως, και λάμπουν με την αρετή τους. 9 Οφείλετε λοιπόν, αφού λάβατε το Άγιο Πνεύμα, να έχετε φωτεινή διαγωγή. Διότι καρπός που παράγει το Άγιο Πνεύμα στις ψυχές των ανθρώπων που φωτίζει, φαίνεται εξωτερικά με κάθε είδους εκδηλώσεις καλοσύνης και δικαιοσύνης και φιλαλήθειας. 10 Και να εξετάζετε να μάθετε τι είναι ευάρεστο στον Κύριο.11 Και να μη γίνεστε με την ανοχή σας συγκοινωνοί και συνένοχοι στα αμαρτωλά σκοτεινά έργα, που δεν φέρνουν κανέναν ωφέλιμο καρπό. Αντί να τα σκεπάζετε και να τα ανέχεστε, οφείλετε μάλλον να τα ελέγχετε και να τα βγάζετε στο φως, αποδεικνύοντας πόσο ολέθρια είναι. 12 Ο έλεγχος και η διαφώτιση αυτή είναι επιβεβλημένη και ωφέλιμη· διότι τα έργα που κάνουν κρυφά οι απείθαρχοι αυτοί άνθρωποι είναι τόσο αισχρά, ώστε και μόνο το να μιλά κανείς γι’ αυτά φέρνει ντροπή. 13 Με τον έλεγχο όμως τα έργα αυτά που γίνονται κρυφά φανερώνονται. Γίνεται δηλαδή γνωστός ο αισχρός τους χαρακτήρας και οι ολέθριες συνέπειές τους. Κι όσοι έχουν καλή διάθεση διορθώνονται. Σταματούν πλέον να τα κάνουν αυτά και εργάζονται στο εξής φανερά· διότι κάθε τι που δεν φοβάται τον έλεγχο και δεν δυσκολεύεται να φανερωθεί είναι φως. 14 Επειδή λοιπόν πραγματικά με τον έλεγχο επέρχεται διόρθωση στους καλοδιάθετους, γι’ αυτό και το Άγιο Πνεύμα χρησιμοποιεί τον έλεγχο και φωνάζει σε κάθε αμαρτωλό με το στόμα των προφητών της Καινής Διαθήκης: «Σήκω επάνω εσύ που κοιμάσαι τον ύπνο της αμαρτίας, και αναστήσου από τη νέκρα και τον θάνατο στον οποίο σε έριξε η αμαρτία. Και θα σε φωτίσει ο Χριστός».
15 Έχετε δεχτεί κι εσείς τον φωτισμό αυτόν από τον Χριστό. Λοιπόν προσέχετε πώς να συμπεριφέρεστε με κάθε ακρίβεια, όχι σαν άσοφοι και ασύνετοι, αλλά ως σοφοί και συνετοί. 16 Να αξιοποιείτε πνευματικά κάθε ευκαιρία και να την αρπάζετε αμέσως˙ έτσι θα φαίνεται η σύνεση και η σοφία σας. Δεν πρέπει να χάνετε καμία ευκαιρία, διότι εξαιτίας του κακού που επικρατεί, οι ημέρες είναι γεμάτες σκάνδαλα, και γι’ αυτό, ενώ οι ευκαιρίες για το καλό είναι σπανιότερες, οι αφορμές για το κακό είναι πολύ περισσότερες. 17 Γι’ αυτό λοιπόν προσέχετε να μη γίνεστε ανόητοι, αλλά να εξετάζετε και να κατανοείτε σε κάθε περίπτωση ποιο είναι το θέλημα του Κυρίου. Κι έτσι, αν το εφαρμόζετε αυτό στη ζωή σας, θα γίνεστε πράγματι σοφοί και συνετοί. 18 Και μη μεθάτε με κρασί. Στη μέθη υπάρχει διαφθορά και ασωτία. Αλλά να γεμίζετε μέσα σας με Άγιο Πνεύμα. 19 Και τότε ο θείος ενθουσιασμός που θα γεμίζει τις καρδιές σας θα εξωτερικεύεται. Και θα λέτε μεταξύ σας ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές. Θα τραγουδάτε και θα ψάλλετε στον Κύριο όχι μόνο με το στόμα σας, αλλά και με την καρδιά σας, που θα αισθάνεται και θα συμμετέχει σε αυτά που ψάλλετε.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο ΙΗ΄, εδάφια 18-35
35 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς ῾Ιεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· 36 ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 37 Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. 38 καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με· 39 καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. 40 Σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν 41 λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. 42 Καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. 43 Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
35 Καθώς ο Κύριος πλησίαζε στην Ιεριχώ, κάποιος τυφλός καθόταν κοντά στον δρόμο και ζητιάνευε. 36 Όταν όμως άκουσε τον θόρυβο του πλήθους που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι να ήταν αυτά που άκουγε. 37 Του είπαν ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος περνάει από εκεί. 38 Τότε εκείνος άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Ιησού, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ που σε προανήγγειλαν οι προφήτες, σπλαχνίσου με, ελέησέ με». 39Τότε αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν και τον ανάγκαζαν να σωπάσει, νομίζοντας ότι με τις φωνές του θα ενοχλούνταν ο Ιησούς. Αυτός όμως φώναζε πολύ περισσότερο: «Απόγονε του Δαβίδ, ελέησέ με».
40 Ο Ιησούς τότε διέκοψε την πορεία Του και διέταξε να τον φέρουν κοντά Του. Κι όταν αυτός πλησίασε, ο Κύριος τον ρώτησε 41 και του είπε: «Τι θέλεις να σου κάνω;». Τότε ο τυφλός απάντησε: «Κύριε, θέλω να αποκτήσω και πάλι το φως μου». 42 Και ο Ιησούς του είπε: «Απόκτησε το φως σου! Η πίστη που έχεις ότι είμαι ο απόγονος του Δαβίδ και ότι έχω δύναμη να σου δώσω την υγεία των ματιών σου, σε έσωσε από την αθεράπευτη τύφλωσή σου». 43 Και την ίδια στιγμή ο τυφλός απέκτησε και πάλι το φως του και ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας τον Θεό που τον θεράπευσε διαμέσου του Ιησού. Και όλο το πλήθος του λαού, όταν είδε το θαύμα, δοξολόγησε και ανύμνησε τον Θεό.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ[: Εφ.5,8-16]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
[ Υπομνηματισμός των χωρίων Εφ.5,5-21, Ομιλίες ΙΗ’-ΙΘ΄]
[Ομιλία ΙΗ΄]:«Τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας(:Φυλαχτείτε απ’ όλα αυτά, διότι πρέπει να ξέρετε καλά αυτό, ότι κάθε πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, ο οποίος ουσιαστικά είναι ειδωλολάτρης, αφού η λατρεία του χρήματος απορροφά ολόκληρη την καρδιά του, δεν έχει κανένα δικαίωμα κληρονομιάς στην Βασιλεία του Χριστού και Θεού. Αυτή είναι η μόνο αλήθεια. Κι ας μη σας εξαπατά κανείς με λόγια κούφια και ψεύτικα· διότι για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού πάνω στους απείθαρχους και ανυπότακτους ανθρώπους)» [Εφ.5, 5-6].
Υπήρχαν, όπως φαίνεται, μερικοί και ανάμεσα στους δικούς μας προγόνους, οι οποίοι έλυναν εντελώς τα χέρια του λαού και μετέτρεπαν σε πράξη αυτό που είχε ειπωθεί από τον προφήτη Ιεζεκιήλ, μάλλον δε και εκτελώντας τα παραγγέλματα των ψευδοπροφητών, οι οποίοι βεβήλωναν το όνομα του Θεού μεταξύ του λαού του αντί «δρακὸς κριθῶν(: για μια χούφτα κριθάρι)» [Ιεζ. 13,19: «Καὶ ἐβεβήλουν με πρὸς τὸν λαόν μου ἕνεκεν δρακὸς κριθῶν καὶ ἕνεκεν κλασμάτων ἄρτων τοῦ ἀποκτεῖναι ψυχάς, ἃς οὐκ ἔδει ἀποθανεῖν, καὶ τοῦ περιποιήσασθαι ψυχάς, ἃς οὐκ ἔδει ζῆσαι, ἐν τῷ ἀποφθέγγεσθαι ὑμᾶς λαῷ εἰσακούοντι μάταια ἀποφθέγματα(: Και βεβήλωναν το όνομά μου ενώπιον του λαού μου, διότι διεκήρυσσαν ότι ενεργούσαν εν ονόματί Μου. Τα έκαναν δε αυτά χάριν ελαχίστου κέρδους· για μια χούφτα κριθάρι και λίγα κομμάτια ψωμί ενεργούσαν έτσι, ώστε να θανατώνουν ψυχές που δεν έπρεπε να θανατωθούν, και να περιποιούνται ψυχές που δεν έπρεπε να ζουν. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τα κενά και ψευδή λόγια σας προς τον λαό, ο οποίος τα πρόσεχε, επειδή νόμιζε ότι προέρχονταν από τον Θεό)»]. Το πράγμα αυτό λοιπόν νομίζω ότι και τώρα γίνεται από μερικούς. Όταν λοιπόν λέμε ότι εκείνος που κάλεσε τον αδελφό του μωρόν, μεταβαίνει στη γέεννα του πυρός[πρβ. Ματθ. 5,22: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός(:Εγώ όμως σας λέω ότι καθένας που οργίζεται εναντίον του αδελφού του χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο, διαπράττει έγκλημα ανάλογο με εκείνο το οποίο δικαζόταν άλλοτε από το τοπικό επταμελές δικαστήριο, την «κρίση». Κι εκείνος που θα πει περιφρονητικά στον αδελφό του: «Ανόητε», είναι ένοχος βαρύτερου εγκλήματος, σαν εκείνα που δικάζονται από το ανώτατο δικαστήριο των Ιουδαίων, το Συνέδριο. Κι εκείνος που με μίσος και κακία θα πει στον αδελφό του: «Ηλίθιε», θα είναι ένοχος εγκλήματος που πρέπει να τιμωρηθεί με τη γέεννα του πυρός που βρίσκεται στον Άδη)»], άλλοι λέγουν: «Αλήθεια, εκείνος που κάλεσε τον αδελφό του μωρό μεταβαίνει στη γέεννα του πυρός; Όχι», λέγει.
Και όταν λέμε ότι ο πλεονέκτης είναι ειδωλολάτρης, και αυτό πάλι το απορρίπτουν, λέγοντας ότι αυτό είναι υπερβολικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξευτελίζουν όλες τις εντολές. Υπαινισσόμενος αυτούς λοιπόν ο μακάριος Παύλος, και τότε έγραφε προς τους Εφεσίους τα εξής: «Τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ(:Φυλαχθείτε απ’ όλα αυτά, διότι πρέπει να ξέρετε καλά αυτό, ότι κάθε πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, ο οποίος ουσιαστικά είναι ειδωλολάτρης, αφού η λατρεία του χρήματος απορροφά ολόκληρη την καρδιά του, δεν έχει κανένα δικαίωμα κληρονομιάς στην Βασιλεία του Χριστού και Θεού)»[Εφ.5,5]. Στη συνέχεια προσθέτει: «Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις(:Αυτή είναι η μόνο αλήθεια. Κι ας μη σας εξαπατά κανείς με λόγια κούφια και ψεύτικα· διότι για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού πάνω στους απείθαρχους και ανυπότακτους ανθρώπους)»[Εφ.5,6]. Κούφια είναι εκείνα που έχουν προσωρινώς χάριν και δεν αποδεικνύονται με κανένα τρόπο στα έργα· το πράγμα βέβαια αυτό είναι απάτη. «Διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας(:Διότι για τα αμαρτήματα αυτά έρχεται η οργή του Θεού πάνω στους απείθαρχους και ανυπότακτους ανθρώπους)»[Εφ.5,6]. Ομιλεί για την πορνεία, για την πλεονεξία, για την ακαθαρσία ή και για τα αμαρτήματα αυτά και για την απάτη, επειδή υπάρχουν απατεώνες. «Υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» ονομάζει τους υπερβολικά απειθείς, εκείνους που απειθούν σε Αυτόν.
«Μὴ οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν. Ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ (:Μη γίνεστε λοιπόν συμμέτοχοι των ανθρώπων αυτών στα πονηρά τους έργα. Σκεφθείτε τι ήσασταν στο παρελθόν. Τόσο πολύ είχε εισχωρήσει μέσα σας ο σκοτισμός της αμαρτίας, ώστε είχατε μεταβληθεί σε σκοτάδι. Τώρα όμως που ενωθήκατε με τον Κύριο γίνατε φως. Να συμπεριφέρεστε λοιπόν σαν παιδιά του φωτός˙ σαν άνθρωποι που όλη τους η ζωή είναι φως, και λάμπουν με την αρετή τους)»[Εφ.5,7-8]. Πρόσεχε πώς με σύνεση παρότρυνε αυτούς· κατά πρώτον από τον Χριστό, διότι «αγαπάτε ο ένας τον άλλον, και δεν αδικείτε κανένα»· έπειτα πάλι από την τιμωρία και γέεννα του πυρός.
«Ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ». «Διότι», λέγει, «άλλοτε ήσασταν σκοτάδι, εξαιτίας της πλάνης και της αμαρτίας που κυριαρχούσε μέσα σας· τώρα όμως δια του Κυρίου έχετε φωτιστεί και είστε φως». Πράγμα που λέγει και στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; Τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος (: Ποια ωφέλεια λοιπόν είχατε τότε από τα έργα της αμαρτίας, για τα οποία τώρα, όταν τα θυμάστε, ντρέπεστε; Καμία. Είχατε αντίθετα βλάβη μεγάλη, διότι το τελικό αποτέλεσμα των έργων εκείνων είναι θάνατος πνευματικός)»[Ρωμ.6,21] και τους υπενθυμίζει την προηγούμενη κακία τους· δηλαδή: «Αφού κατανοήσετε τι είστε εσείς άλλοτε, και τι έχετε γίνει τώρα, μην επιστρέφετε στην προηγούμενη κακία σας, ούτε να φέρεστε υβριστικά προς την χάρη του Θεού. «Ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ». Αυτό, λέγει ο Παύλος, έγινε σε σας όχι εξαιτίας της δικής σας αρετής , αλλά δια της χάριτος του Θεού· δηλαδή, «Και σεις ήσασταν άλλοτε άξιοι των ιδίων, αλλά όχι πλέον τώρα».
«Ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε (:Να συμπεριφέρεστε λοιπόν σαν παιδιά του φωτός˙ σαν άνθρωποι που όλη τους η ζωή είναι φως, και λάμπουν με την αρετή τους)». Για να δείξει λοιπόν τι σημαίνει «τέκνα φωτός», προσθέτει στη συνέχεια: «Ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ· δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ(:Οφείλετε, λοιπόν, αφού λάβατε το Άγιο Πνεύμα, να έχετε φωτεινή διαγωγή· διότι ο καρπός που παράγει το Άγιο Πνεύμα στις ψυχές των ανθρώπων που φωτίζει, φαίνεται εξωτερικά με κάθε είδους εκδηλώσεις καλοσύνης και δικαιοσύνης και φιλαλήθειας. Και να εξετάζετε να μάθετε τι είναι ευάρεστο στον Κύριο)»[Εφ.5,9-10]. «Ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ (:Με κάθε είδους εκδηλώσεις καλοσύνης)», λέγει. Αυτό το λέγει προς τους οργιζομένους και προς τους κακούς. «Και με κάθε δικαιοσύνη»· αυτό το λέγει προς τους πλεονέκτες. «Και με φιλαλήθεια»· αυτό το λέγει προς την ψευδή ηδονή. «Όχι εκείνα που είπα», λέγει, «αλλά τα αντίθετα». «Ἐν πάσῃ». Δηλαδή «πρέπει σε όλα να επιδεικνύετε πνευματικό καρπό». «Δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ(:Και να ερευνάτε και να διακρίνετε πάντοτε τι είναι ευάρεστο ενώπιον του Κυρίου)». Επομένως εκείνα ήσαν δείγμα παιδικής και ατελούς διανοίας.
«Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ’ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι (:Και να μη γίνεστε με την ανοχή σας συγκοινωνοί και συνένοχοι στα αμαρτωλά σκοτεινά έργα, που δεν φέρνουν κανέναν ωφέλιμο καρπό. Αντί να τα σκεπάζετε και να τα ανέχεστε, οφείλετε μάλλον να τα ελέγχετε και να τα βγάζετε στο φως, αποδεικνύοντας πόσο ολέθρια είναι. Ο έλεγχος και η διαφώτιση αυτή είναι επιβεβλημένη και ωφέλιμη· διότι τα έργα που κάνουν κρυφά οι απείθαρχοι αυτοί άνθρωποι είναι τόσο αισχρά, ώστε και μόνο το να μιλά κανείς γι’ αυτά φέρνει ντροπή. Με τον έλεγχο, όμως, τα έργα αυτά που γίνονται κρυφά φανερώνονται. Γίνεται δηλαδή γνωστός ο αισχρός τους χαρακτήρας και οι ολέθριες συνέπειές τους. Κι όσοι έχουν καλή διάθεση διορθώνονται. Σταματούν πλέον να τα κάνουν αυτά και εργάζονται στο εξής φανερά· διότι καθετί που δεν φοβάται τον έλεγχο και δεν δυσκολεύεται να φανερωθεί, είναι φως)» [Εφ.5,11-13]. Είπε ότι «γίνατε φως»· το δε φως ελέγχει τα γινόμενα στο σκοτάδι. Ώστε «Αν είστε εσείς», λέγει, «ενάρετοι και θαυμαστοί, δεν θα μπορούν να διαφύγουν την προσοχή σας οι πονηροί άνθρωποι. Διότι, όπως ακριβώς, όταν το λυχνάρι βρίσκεται στη θέση του, όλοι φωτίζονται και δεν θα μπορέσει ο ληστής να εισέλθει στο σπίτι, έτσι όταν λάμπει το δικό σας φως θα αποκαλύπτονται οι πονηροί, επειδή ελέγχονται».
Άρα πρέπει να γίνεται αυστηρός έλεγχος. Πώς λοιπόν τότε λέγει ο Κύριος: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε(:Μην κατακρίνετε με ασπλαχνία τον πλησίον σας, για να μην κατακριθείτε από τον Θεό)»;[Ματθ.7,1]. Είπε «να ελέγχετε», όχι «να κατακρίνετε», δηλαδή, να σωφρονίζετε. Επίσης, το «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» το είπε για τα ασήμαντα πράγματα. Και μάλιστα πρόσθετε: «Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;(:Γιατί λοιπόν βλέπεις το σκουπιδάκι που είναι στο μάτι του αδελφού σου, ενώ το δοκάρι που είναι στο μάτι σου δεν το αισθάνεσαι και δεν το καταλαβαίνεις; Γιατί το μικρό σφάλμα του αδελφού σου το βλέπεις, ενώ μένεις αναίσθητος μπροστά στο δικό σου βαρύτατο σφάλμα;)»[ Ματθ.7,3].
Αυτό λοιπόν που εννοεί είναι το εξής: Όπως το τραύμα ενόσω κρύπτεται μέσα στο σώμα μας καλυπτόμενο από επάνω και εισχωρεί βαθιά, δεν το φροντίζομε καθόλου, έτσι και η αμαρτία, ενόσω μεν μπορεί να κρύπτεται, σαν να βρίσκεται στο σκοτάδι, με μεγάλη ασφάλεια τολμά τα πάντα, όταν όμως φανερωθεί, γίνεται φως· όχι η ίδια αμαρτία- διότι πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό;- αλλά εκείνος που την έπραξε. Διότι όταν προσαχθεί ενώπιον των ανθρώπων, όταν νουθετηθεί, όταν μετανοήσει, όταν λάβει συγχώρηση, δεν καθάρισες εντελώς το σκοτάδι του; Δεν θεράπευσες τότε το τραύμα του; Δεν απέκοψε την ακαρπία για να φέρει καρπό; Ή αυτό εννοεί ή εκείνο, ότι δηλαδή «Ο μεν δικός σας τρόπος ζωής, επειδή είναι φανερός, είναι φως· κανείς βέβαια δεν αποκρύπτει τον καθαρό τρόπο ζωής. Τα κρυπτόμενα, όμως, εξαιτίας του ότι έχουν γίνει σκοτεινά, κρύπτονται». «Διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός (:Επειδή λοιπόν πραγματικά με τον έλεγχο επέρχεται διόρθωση στους καλοδιάθετους, γι’ αυτό και το Άγιο Πνεύμα χρησιμοποιεί τον έλεγχο και φωνάζει σε κάθε αμαρτωλό με το στόμα των προφητών της Καινής Διαθήκης: «Σήκω επάνω εσύ που κοιμάσαι τον ύπνο της αμαρτίας, και αναστήσου από τη νέκρα και τον θάνατο στον οποίο σε έριξε η αμαρτία. Και θα σε φωτίσει ο Χριστός)» [Εφ.5,14]. «Κοιμωμένο» και «νεκρό» εννοεί τον άνθρωπο της αμαρτίας· και είναι αλήθεια ότι αποπνέει δυσωδία, όπως ο νεκρός, και είναι αδρανής, όπως ο κοιμώμενος, και τίποτε δεν βλέπει, όπως εκείνος, αλλά ονειρεύεται και φαντάζεται. Άλλοι μεν λέγουν: «Θα πλησιάσεις τον Χριστό», άλλοι δε: «Θα σε φωτίσει ο Χριστός»· μάλλον αυτό το δεύτερο είναι. Φύγε μακριά από την αμαρτία και θα μπορέσεις να δεις τον Χριστό. «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς(:Διότι καθένας που επιμένει να κάνει έργα πονηρά και κακά, δεν αδιαφορεί απλώς, αλλά αποστρέφεται το φως. Και δεν έρχεται στο φως, για να μη γίνεται φανερή η ασχήμια και η ανηθικότητα των έργων του και προκληθεί έτσι η αποδοκιμασία του και η εξέγερση της συνειδήσεώς του)»[Ιω.3,20]. Αντιθέτως, όμως εκείνος που δεν πράττει έργα πονηρά και κακά, έρχεται στο φως.
Αλλά δεν το λέγει αυτό μόνον για τους απίστους, διότι πολλοί πιστοί προσκολλώνται στην κακία όχι λιγότερο από τους απίστους· υπάρχουν δε και εκείνοι που προσκολλώνται ασυγκρίτως περισσότερο. Για τον λόγο αυτόν και προς αυτούς είναι αναγκαίο να πούμε: «Σήκω επάνω εσύ, που κοιμάσαι τον ύπνο της αμαρτίας, και αναστήσου από τους νεκρούς της αμαρτίας και θα σε φωτίσει ο Χριστός». Προς αυτούς αρμόζει να πούμε και τούτο: «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων(:Δεν είναι ο Θεός Θεός νεκρών, που κατάντησαν σε ανυπαρξία, αλλά είναι Θεός ζωντανών)»[Ματθ.22,32].
Εφόσον ισχυρίζονται ότι είναι υπερβολικό το: «Ὁ πλεονέκτης ἐστιν εἰδωλολάτρης», όμως δεν είναι υπερβολικός ο λόγος, αλλά αληθινός. Πώς και με ποιον τρόπο; Διότι ο πλεονέκτης απομακρύνεται από τον Θεό, όπως ακριβώς ο ειδωλολάτρης. Και για να μη νομίσεις ότι απλώς έχει λεχθεί αυτό, είναι απόφαση του Χριστού που λέγει: «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ(:Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό)»[Ματθ.6,24]. Όσοι δουλεύουν στον μαμμωνά έφυγαν μόνοι τους από την δουλεία του Θεού, εκείνοι όμως που αρνήθηκαν την εξουσία του Θεού και είναι δούλοι του άψυχου χρυσού, είναι ολοφάνερο ότι είναι ειδωλολάτρες.
Αλλά θα πει κάποιος ίσως: «Δεν έκαμα είδωλο, ούτε έστησα βωμό, ούτε θυσίασα πρόβατα, ούτε πρόσφερα ως σπονδή οίνο, αλλά μπήκα στην εκκλησία και ύψωσα τα χέρια μου προς τον Μονογενή Υιό του Θεού, και συμμετέχω στα μυστήρια και λαμβάνω μέρος στην προσευχή και σε όλα τα άλλα που αρμόζουν στον Χριστιανό. Πώς λοιπόν», λέγει, προσκυνώ τα είδωλα;». Αυτό βέβαια είναι το παραδοξότερο από όλα, διότι, αφού έλαβες πείρα και δοκίμασες την φιλανθρωπία του Θεού και αφού είδες ότι ο Κύριος είναι αγαθός, τον μεν αγαθό εγκατέλειψες και αποδέχτηκες τον άγριο τύραννο και προσποιείσαι ότι είσαι δούλος του Κυρίου, στην πραγματικότητα όμως υπέβαλλες τον εαυτό σου στον σκληρό και φοβερό ζυγό της φιλαργυρίας. Δεν μου είπες ακόμη το δικό σου κατόρθωμα, αλλά τα δώρα του Θεού. Διότι πες μου, παρακαλώ, από πού κρίνομε τον πιστό στρατιώτη, όταν είναι σωματοφύλακας του βασιλέως και τρέφεται απ΄ αυτόν και θεωρείται ότι ανήκει σε αυτόν, ή όταν δεν έχει τα ίδια με εκείνον φρονήματα, αλλά προσποιείται ότι ανήκει σε εκείνον και φροντίζει τις υποθέσεις του, όμως αποδέχεται τα έργα των εχθρών; Είναι φανερό ότι είναι πιστός, όταν είναι σωματοφύλακας του βασιλέως. Για τον λόγο αυτόν είσαι άξιος και σκληρότερης τιμωρίας, παρά όταν αποχωριστείς από την υπηρεσία του βασιλέως και προστεθείς στους εχθρούς σου.
Κι εσύ λοιπόν υβρίζεις τον Θεό σαν ειδωλολάτρης, όχι με το ένα στόμα το δικό σου, αλλά με τα πολλά των αδικημένων. «Αλλά δεν είναι ειδωλολάτρης», θα πει ίσως κάποιος. Όταν λοιπόν λένε οι Έλληνες[:οι εθνικοί]: «Ο Χριστιανός ο πλεονέκτης», τότε δεν υβρίζει αυτός μόνο τον Θεό με εκείνα που πράττει, αλλά αναγκάζει και τους αδικημένους να κάνουν πολλές φορές αυτό· εάν όμως δεν το λένε, αυτό πρέπει να καταλογισθεί στην ευσέβεια των Ελλήνων. Ή δεν βλέπουμε να γίνονται έτσι τα πράγματα; Τι άλλο κάνει ο ειδωλολάτρης; Μήπως δεν προσκυνεί πολλές φορές και ο ίδιος τα πάθη, χωρίς να είναι κυρίαρχος του πάθους; Επεξηγώ τι εννοώ: Όταν λέμε ότι δεν προσκυνεί τα είδωλα, αλλά προσκυνεί την Αφροδίτη, τον Άρη. Και αν ρωτήσουμε: «Ποια είναι αυτή η Αφροδίτη;», οι σεμνότεροι απ’ αυτούς απαντούν: «Η ηδονή». «Και ποιος είναι ο Άρης;». « Ο θυμός». Έτσι κι εσύ προσκυνείς τον μαμμωνά. Αν ρωτήσουμε: «Ποιος είναι ο μαμμωνάς;». «Η πλεονεξία». «Και εσύ προσκυνείς αυτήν;». «Δεν την προσκυνώ», θα πει. Γιατί; Μήπως επειδή δεν λυγίζεις το γόνατό σου; Αλλά τώρα προσκυνείς ασυγκρίτως περισσότερο με τα έργα και τα πράγματα, διότι αυτή είναι η μεγαλύτερη προσκύνηση. Και για να μάθεις, πρόσεχε τι συμβαίνει με τον Θεό: Ποιοι προσκυνούν περισσότερο Αυτόν, εκείνοι που απλώς μόνο παραστέκονται στους τόπους προσευχής ή εκείνοι που πράττουν το θέλημά Του; Είναι ολοφάνερο ότι αυτοί που πράττουν το θέλημά Του.
Έτσι συμβαίνει και με τον μαμμωνά· εκείνοι που κάνουν το θέλημά του προσκυνούν περισσότερο αυτόν. Αν και βέβαια εκείνοι που προσκυνούν τα πάθη, πολλές φορές είναι απαλλαγμένοι από αυτά. Θα μπορούσε να δει κανείς τον υπηρέτη του Άρη να είναι πολλές φορές κύριος του θυμού του. Σε σένα όμως δεν συμβαίνει πλέον αυτό, αλλά υποδουλώνεις τελείως τον εαυτό σου στο πάθος. Αλλά δεν σφάζεις πρόβατα; Φονεύεις όμως ανθρώπους και ψυχές λογικές, άλλες μεν με την πείνα, άλλες δε με τις βλασφημίες. Δεν υπάρχει τίποτε το περισσότερο οργιαστικό από την θυσία αυτήν. Ποιος είδε ποτέ σφαζόμενες ψυχές; Επικατάρατος είναι ο βωμός της πλεονεξίας. Διότι εάν πλησιάσεις σε αυτόν τον βωμό των ειδώλων, θα δεις να μυρίζουν αίματα αιγών και βοδιών· αν πλησιάσεις όμως στον βωμό της πλεονεξίας, θα δεις να μυρίζει ανθρώπινα αίματα· και αν σταθείς πλησίον του, δεν θα δεις να καίονται πτερά ορνίθων, ούτε κνίσα και καπνό να ανεβαίνει ψηλά, αλλά σώματα ανθρώπων να καταστρέφονται. Διότι άλλοι μεν έπεσαν στους κρημνούς, άλλοι δε έδεσαν βρόγχο και άλλοι διαπέρασαν το ξίφος στον λαιμό τους. Είδες θυσίες ωμές και ανθρώπους; Θέλεις να δεις φοβερότερες από αυτές; Εγώ θα σου δείξω να σφάζονται με αγριότητα εκεί όχι πλέον σώματα ανθρώπων, αλλά και ψυχές ανθρώπων. Και βέβαια είναι δυνατόν να σφάζεται η ψυχή με την σφαγή που της αρμόζει· διότι όπως ακριβώς υπάρχει θάνατος του σώματος, έτσι υπάρχει και της ψυχής. Διότι «Ἡ ψυχὴ ἡ ἁμαρτάνουσα, (:Κάθε ψυχή η οποία αμαρτάνει)», λέγει,«αὕτη ἀποθανεῖται (:αυτή και μόνο θα πεθάνει)»[Ιεζ.18,4]. Ο θάνατος της ψυχής δεν είναι τέτοιος, όπως ο θάνατος του σώματος, αλλά πολύ φοβερότερος. Διότι αυτός μεν ο σωματικός θάνατος, αφού διαλύσει την ψυχή και το σώμα το ένα από το άλλο, το μεν σώμα το ανέπαυσε από τις πολλές φροντίδες και τους κόπους, την δε ψυχή απέστειλε σε φανερό χώρο· έπειτα με την πάροδο του χρόνου, αφού διαλυθεί και φθαρεί, πάλι συνάγεται το σώμα με αφθαρσία και λαμβάνει την ίδια, την δική του ψυχή.
Ο σωματικός λοιπόν θάνατος είναι τέτοιος, της ψυχής όμως είναι φρικτός και φοβερός. Διότι εάν διαλυθεί, δεν αποστέλλει όπως το σώμα αυτήν, αλλά, αφού συνδεθεί πάλι με το άφθαρτο σώμα, το βάζει μέσα στο πυρ το άσβεστο. Αυτός λοιπόν είναι ο θάνατος της ψυχής. Όπως υπάρχει, λοιπόν, θάνατος της ψυχής, έτσι υπάρχει και σφαγή της ψυχής. Τι είναι του σώματος η σφαγή; Το να νεκρωθεί το σώμα και να αποκοπεί από την επενέργεια της ψυχής. Τι είναι η σφαγή της ψυχής; Και αυτό είναι νέκρωσις. Και τι σημαίνει νέκρωση ψυχής; Όπως βέβαια τότε νεκρώνεται το σώμα, όταν εγκαταλείψει αυτό χωρίς τη δική της ενέργεια η ψυχή, έτσι και η ψυχή νεκρώνεται, όταν εγκαταλείψει αυτήν χωρίς τη δική Του ενέργεια το Άγιο Πνεύμα. Οι σφαγές αυτές γίνονται κυρίως επάνω στον βωμό της πλεονεξίας· δεν προκαλούν κορεσμό, ούτε αρκούνται στο αίμα των ανθρώπων, αλλά αν δεν θυσιάσεις και αυτή την ψυχή, δεν ικανοποιείται ο βωμός της πλεονεξίας, αν δεν δεχτεί τις ψυχές και των δύο, και του θύτη δηλαδή και του θύματος. Εν πρώτοις είναι ανάγκη να θυσιαστεί ο θύτης, και έτσι προσφέρει θυσία, και ο νεκρός θυσιάζει τον μέχρι προ ολίγου ζωντανό. Διότι όταν βλασφημήσει, όταν κακολογεί, όταν δυσανασχετεί, δεν είναι αυτές οι πληγές της ψυχής ανίατες; Είδες ότι δεν είναι υπερβολικός ο λόγος ότι ο πλεονέκτης είναι ειδωλολάτρης;
Θέλεις να ακούσεις και άλλον, και να μάθεις ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία και μάλιστα φοβερότερη από την ειδωλολατρία; Οι ειδωλολάτρες προσκυνούν τα κτίσματα του Θεού. Διότι λέγει: «Καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα(:Αυτοί αντικατέστησαν τον αληθινό Θεό με τους ψεύτικους θεούς των ειδώλων και απέδωσαν το σεβασμό της καρδιάς τους και την εξωτερική λατρεία τους στην κτίση, αντί να σέβονται και να λατρεύουν Εκείνον που την δημιούργησε, ο Οποίος είναι σωστό και δίκαιο να ευλογείται και να δοξάζεται στους αιώνες)»[Ρωμ.1,25]. Εσύ όμως προσκυνείς το δικό σου κτίσμα· διότι ο Θεός δεν δημιούργησε την πλεονεξία, αλλά την επινόησε η δική σου αμέτρητη απληστία. Και πρόσεχε τη μανία και το γέλιο. Οι προσκυνούντες τα είδωλα και τιμούν αυτά που προσκυνούν· και αν τα συκοφαντήσει κανείς ή τα υβρίσει, αυτοί τα υπερασπίζονται. Εσύ όμως, σαν από κάποια μέθη αγόμενος, προσκυνείς πράγμα, το οποίο όχι μόνο δεν είναι απαλλαγμένο από κατηγορία, αλλά είναι και γεμάτο από ασέβεια. Επομένως μάλλον είσαι πολύ χειρότερος από αυτούς, διότι δεν μπορείς να απολογηθείς, ότι δεν είναι κακό. Αν και εκείνοι είναι στον υπέρτατο βαθμό αδικαιολόγητοι, εσύ όμως είσαι απείρως περισσότερο, επειδή κατηγορείς την πλεονεξία και επικρίνεις όλους εκείνους που την υπηρετούν και είναι δούλοι της και την ακολουθούν.
Εάν μάλιστα θέλετε, ας εξετάσουμε από ποια αιτία εισήλθε στον κόσμο η ειδωλολατρία. Λέγει κάποιος σοφός[Σοφ. Σολ.14,15-21] ότι ένας πλούσιος βασανιζόμενος από το πρόωρο πένθος του υιού του και μην έχοντας καμία παρηγορία του πένθους, θέλησε να καταπραΰνει τον θάνατο του υιού του με τον ακόλουθο τρόπο: Έκανε άψυχη εικόνα του αποθανόντος και βλέποντας συνεχώς προς αυτήν, νόμιζε ότι με την εικόνα έχει τον αποθανόντα υιό. Μερικοί λοιπόν άνθρωποι κόλακες, των οποίων ο Θεός ήταν η κοιλία, λατρεύοντας την εικόνα για να τιμήσουν εκείνον, προήγαγαν την συνήθεια σε ειδωλολατρία. Επομένως η ειδωλολατρία εισήχθη στον κόσμο από την ασθένεια της ψυχής, από συνήθεια παράλογη, από υπερβολή. Η πλεονεξία όμως δεν εισήχθη έτσι· προήλθε βέβαια και αυτή από ασθενή ψυχή, πλην όμως από χειρότερη. Δεν έχασε κανείς τον υιό του, ούτε επειδή συρόταν από τους κόλακες. Αλλά πώς; Εγώ θα σας πω. Ο Κάιν εξαπάτησε τον Θεό· διότι εκείνα που έπρεπε να δοθούν σε Εκείνον, τα κράτησε κοντά του, ενώ αυτά που έπρεπε να έχει αυτός τα πρόσφερε σε Εκείνον και έκανε αρχή του κακού από τον Θεό· διότι εάν εμείς είμαστε του Θεού, πολύ περισσότερο όσοι έχουν τα πρωτεία των δικών μας κτημάτων.
Πάλι από την πλεονεξία προήλθε η γενετήσια ορμή προς τις γυναίκες. «Εἶδον τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξεκυλίσθησαν πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν(:Παρατήρησαν τις θυγατέρες των ανθρώπων και παρασύρθηκαν ακράτητα προς τη σαρκική επιθυμία)» [Γέν.6,2]· από αυτά πάλι προήλθε η επιθυμία προς τα χρήματα. Διότι το να θέλει κανείς να έχει περισσότερα πράγματα από τον πλησίον του στην παρούσα ζωή δεν προέρχεται από πουθενά αλλού, παρά από το ότι ψυχράνθηκε η αγάπη· το να θέλει να έχει κανείς περισσότερα δεν προέρχεται από άλλη αιτία, παρά από την απόγνωση και την μισανθρωπία και την υπεροψία. Δεν βλέπεις πόσο μεγάλη είναι η γη; Δεν βλέπεις πως είναι μεγαλύτερος από την ανάγκη σου ο αέρας; Ο ουρανός; Για να σβήσει βέβαια την πλεονεξία σου δημιούργησε ο Θεός τα κτίσματα σε τόσο μεγάλο μέγεθος. Εσύ όμως παρ΄όλ’ αυτά αρπάζεις από τον πλησίον σου, και ακούς ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία και ούτε έτσι φρίττεις; Θέλεις να κληρονομήσεις τη γη; Αλλά δεν έχεις στον ουρανό κληρονομία, για να στερήσεις τον εαυτό σου;
Πες μου, εάν σου έδινε κάποιος την εξουσία να τα πάρεις όλα, άραγε δεν θα το ήθελες; Τώρα είναι δυνατόν να τα πάρεις όλα, εάν θέλεις. Αν και μερικοί λέγουν ότι λυπούνται, όταν μεταβιβάζουν την περιουσία τους σε άλλους και θα ήθελαν να είχαν καταφάγει αυτήν μάλλον, παρά να βλέπουν άλλους να γίνονται κύριοι αυτής. Ούτε εγώ σε απαλλάσσω από την ασθένεια αυτήν· διότι και αυτό είναι δείγμα ασθενούς ψυχής· αλλά όμως και αν ακόμη γίνει αυτό, άφησε κληρονόμο στη διαθήκη σου τον Χριστό. Έπρεπε βέβαια να κάνεις αυτό όταν ήσουν ζωντανός, διότι τούτο είναι δείγμα ορθής προαιρέσεως. Αλλά όμως έστω κατ’ ανάγκην γίνε περισσότερο φιλότιμος. Διότι πράγματι ο Χριστός για τον λόγο αυτόν έδωσε εντολή να δίνουμε στους πτωχούς, για να μας καταστήσει φιλοσόφους όταν ζούμε, για να μας πείσει να καταφρονούμε τα χρήματα, για να μας διδάξει να περιφρονούμε όλα τα επίγεια. Δεν είναι περιφρόνηση χρημάτων αυτό, το να δίνει δηλαδή κάποιος στον τάδε και τον τάδε όταν πεθαίνει και δεν είναι πλέον κύριος αυτών· δεν δίνεις πλέον τότε από τα δικά σου, αλλά από αυτήν την ανάγκη· η ευγνωμοσύνη οφείλεται στον θάνατο, όχι σε σένα· αυτό δεν είναι δείγμα φιλοστοργίας, αλλά ενέργειας της ανάγκης. Αλλά όμως και έτσι ας γίνει, έστω και τότε θέσε τέρμα στο πάθος. Θυμήσου πόσα άρπαξες, πόση πλεονεξία έδειξες· επίστρεψε όλα τετραπλάσια· έτσι απολογήσου στον Θεό.
Όμως υπάρχουν μερικοί, που έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο μανίας και τυφλώσεως και ούτε τότε δεν βλέπουν αυτό που πρέπει να γίνει, αλλά σαν να βιάζονται να προκαλέσουν για τον εαυτό τους αυστηρότερη την κρίση του Θεού, ενεργούν τα πάντα έτσι. Για τον λόγο αυτό ο μακάριος Παύλος γράφοντας έλεγε: «Ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε»[Εφ.5,8]. Ο δε πλεονέκτης ζει κατεξοχήν μέσα στο σκοτάδι, και διασκορπίζει πολύ σκοτάδι σε όλα. «Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε (:Και να μη γίνεστε με την ανοχή σας συγκοινωνοί και συνένοχοι)», λέγει, «τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ’ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι (:στα αμαρτωλά σκοτεινά έργα, που δεν φέρνουν κανέναν ωφέλιμο καρπό. Αντί να τα σκεπάζετε και να τα ανέχεστε, οφείλετε μάλλον να τα ελέγχετε και να τα βγάζετε στο φως, αποδεικνύοντας πόσο ολέθρια είναι. Ο έλεγχος και η διαφώτιση αυτή είναι επιβεβλημένη και ωφέλιμη· διότι τα έργα που κάνουν κρυφά οι απείθαρχοι αυτοί άνθρωποι είναι τόσο αισχρά, ώστε και μόνο το να μιλά κανείς γι’ αυτά φέρνει ντροπή. Με τον έλεγχο όμως τα έργα αυτά που γίνονται κρυφά φανερώνονται. Γίνεται δηλαδή γνωστός ο αισχρός τους χαρακτήρας και οι ολέθριες συνέπειές τους. Κι όσοι έχουν καλή διάθεση διορθώνονται. Σταματούν πλέον να τα κάνουν αυτά και εργάζονται στο εξής φανερά· διότι καθετί που δεν φοβάται τον έλεγχο και δεν δυσκολεύεται να φανερωθεί είναι φως)»[Εφ.5,11-5,13].
Ακούστε, παρακαλώ, όλοι όσοι δεν θέλετε να γίνεστε αντικείμενο αδικαιολόγητου μίσους. Αρπάζει κάποιος και δεν τον ελέγχεις, αλλά φοβάσαι το μίσος του; Κι όμως δεν είναι αυτό το να γίνεσαι αντικείμενο αδικαιολόγητου μίσους· αλλά ελέγχεις δίκαια, και φοβάσαι το μίσος του; Έλεγξε τον αδελφό σου, δέξου το μίσος του για την προς τον Χριστό αγάπη· εμπόδισε αυτόν, όταν βαδίζει να πέσει στο βάραθρο. Διότι, το να λάβουμε μέρος σε τραπέζι και σε καλούς λόγους και προσφωνήσεις και απολαύσεις, δεν είναι δείγμα υπερβολικής φιλίας. Ας προσφέρομε στους φίλους μας τέτοια δώρα, ώστε να σώζομε την ψυχή τους από την οργή του Θεού. Βλέποντας αυτούς να κείτονται στην κάμινο της κακίας, ας τους σηκώσουμε. «Όμως δεν διορθώνεται», λέγει. Αλλά πράξε το δικό σου καθήκον, και απολογήθηκες στον Θεό. Να μην κρύψεις το τάλαντο· για τον λόγο αυτόν έχεις ομιλία, για τον λόγο αυτόν έχεις γλώσσα και στόμα, για να διορθώνεις τον πλησίον σου. Τα άλογα ζώα μόνον δεν φροντίζουν για τον πλησίον τους, ούτε έχουν δικαιολογία για τους άλλους. Εσύ όμως που ονομάζεις Πατέρα τον Θεό και βλέπεις σαν αδελφό τον πλησίον σου, όταν αυτός κάνει αμέτρητα κακά, προτιμάς την ευεργεσία από εκείνον, παρά την ωφέλειά του; Μη, παρακαλώ. Τίποτε δεν είναι τόσο δείγμα της φιλίας, όσο το να μην ανεχόμαστε να αμαρτάνουν οι αδελφοί μας.
Είδες εκείνους που μισούνται; Προσπάθησε να τους συμφιλιώσεις. Είδες πλεονέκτες; Προσπάθησε να τους εμποδίσεις. Είδες αδικουμένους; Υπεράσπισέ τους· έτσι κατά πρώτον έπραξες ευάρεστα στον εαυτό σου και όχι σε εκείνους. Για τον λόγο αυτόν είμαστε φίλοι, για να είμαστε χρήσιμοι μεταξύ μας. Διαφορετικά θα ακούσει κανείς τον φίλο και διαφορετικά τον τυχόντα· αυτόν ίσως θα τον υποψιάζεται, ομοίως και τον διδάσκαλο, τον φίλο όμως καθόλου. «Διότι τα έργα», λέγει, «που πράττουν κρυφά αυτοί, είναι αισχρό ακόμη και να τα αναφέρει κανείς. Όλα όμως τα έργα αυτά, κάτω από το φως του ελέγχου, γίνονται φανερά πόσο ολέθρια είναι»[Εφ.5,12], λέγει. Τι θέλει να πει εδώ; Εννοεί το εξής, ότι άλλα μεν αμαρτήματα γίνονται κρυφά στην παρούσα ζωή, άλλα δε φανερά· στην άλλη ζωή όμως δεν συμβαίνει έτσι, διότι όλοι συναισθάνονται ότι είναι ένοχοι για αμαρτήματα. Για τον λόγο αυτόν λέγει: « Όλα όμως τα έργα, κάτω από το φως του ελέγχου, γίνονται φανερά». Τι λοιπόν; «Δεν έχει λεχθεί», λέγει ίσως κάποιος, «και αυτό εδώ περί ειδωλολατρίας;». Όχι, αλλά ο λόγος είναι περί του τρόπου ζωής και των αμαρτημάτων. «Διότι καθετί που φανερώνεται, είναι φως»[Εφ.5,13].
Για τον λόγο αυτόν, παρακαλώ, ούτε εσείς να διστάζετε να ελέγχετε, ούτε να δυσφορείτε όταν σας ελέγχουν. Διότι ενόσω κάτι γίνεται στο σκοτάδι, γίνεται με περισσότερη ασφάλεια, όταν όμως υπάρχουν πολλοί μάρτυρες, φωτίζεται. Για τον λόγο αυτόν ας πράττουμε τα πάντα, για να αποτρέπουμε την πνευματική νέκρωση των αδελφών μας, για να διαλύουμε το σκοτάδι, για να προσελκύουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Διότι αν είναι πολλοί όσοι εκπέμπουν φως, και γι’ αυτούς θα είναι εύκολος ο δρόμος της αρετής και οι ευρισκόμενοι στο σκοτάδι ευκολότερα θα αποκαλύπτονται, όταν το φως αυξάνεται και το σκοτάδι εξαφανίζεται. Αν όμως συμβεί το αντίθετο, υπάρχει φόβος μήπως σβηστούν και αυτοί, όταν η πυκνότητα, που δημιουργεί το σκοτάδι και τα αμαρτήματα, επικρατήσει του φωτός και απομακρύνει την λάμψη αυτού. Ας συμπεριφερόμαστε λοιπόν κατά τέτοιο τρόπο, σαν να ωφελούμε τους εαυτούς μας, για να αναπέμψουμε με όλα τα έργα μας δόξα στον φιλάνθρωπο Θεό, με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, με τον Οποίο ταυτόχρονα στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα πρέπει δόξα, κράτος και τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΟΜΙΛΙΑ ΙΘ΄, Εφ.5,15-21
«Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, 16 ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου (:Έχετε δεχτεί κι εσείς τον φωτισμό αυτόν από τον Χριστό. Λοιπόν προσέχετε πώς να συμπεριφέρεστε με κάθε ακρίβεια, όχι σαν άσοφοι και ασύνετοι, αλλά ως σοφοί και συνετοί. Να αξιοποιείτε πνευματικά κάθε ευκαιρία και να την αρπάζετε αμέσως˙ έτσι θα φαίνεται η σύνεση και η σοφία σας. Δεν πρέπει να χάνετε καμία ευκαιρία, διότι εξαιτίας του κακού που επικρατεί, οι ημέρες είναι γεμάτες σκάνδαλα, και γι’ αυτό, ενώ οι ευκαιρίες για το καλό είναι σπανιότερες, οι αφορμές για το κακό είναι πολύ περισσότερες. Γι’ αυτό λοιπόν προσέχετε να μη γίνεστε ανόητοι, αλλά να εξετάζετε και να κατανοείτε σε κάθε περίπτωση ποιο είναι το θέλημα του Κυρίου. Κι έτσι, αν το εφαρμόζετε αυτό στη ζωή σας, θα γίνεστε πράγματι σοφοί και συνετοί)» [Εφ.5, 15-17].
Ακόμη περισσότερο καθαρίζει ο Παύλος την αιτία της κακίας, ακόμη περισσότερο αποκόπτει την βάση της οργής. Τι λέει, λοιπόν; «Προσέχετε πώς να συμπεριφέρεστε με κάθε ακρίβεια». Γνώριζε τον Διδάσκαλό του, διότι όταν απέστειλε τους μαθητές σαν πρόβατα ήμερα ανάμεσα σε αιμοβόρους λύκους, επιπλέον προέτρεψε αυτούς να είναι και σαν τα περιστέρια. Διότι λέγει: «Καὶ ἀκέραιοι ἔσεσθε ὡς αἱ περιστεραί (:και φροντίστε να είστε φρόνιμοι άκακοι και απλοί σαν τα περιστέρια)» [Ματθ.10,16]. Επειδή λοιπόν ήσαν και ανάμεσα σε λύκους και επιπλέον είχαν προσταγή να μην αμύνονται, αλλά να υποφέρουν τα πάντα, για τον λόγο αυτόν ακριβώς χρειάζονταν αυτήν την προτροπή. Μολονότι βέβαια και η πρώτη προτροπή ήταν αρκετή για να τους κάνει σθεναρότερους· όταν όμως είναι η προσθήκη και των δύο, σκέψου την υπερβολή. Πρόσεχε λοιπόν και πώς με επιμέλεια προφυλάσσει αυτούς λέγοντας: «Προσέχετε πώς να συμπεριφέρεστε». Πόλεις ολόκληρες είχαν πόλεμο προς αυτούς, εισήλθε δε ο πόλεμος αυτός και στις οικίες· ο πατέρας εναντίον του υιού, ο υιός εναντίον του πατρός, η μητέρα εναντίον της θυγατέρας, η θυγατέρα εναντίον της μητέρας ήσαν διαιρεμένοι. Τι λοιπόν; Από ποια αιτία προέκυψαν οι διαιρέσεις αυτές; Άκουσαν τον Χριστό, που λέγει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος (:Εκείνος που αγαπά τον πατέρα του ή τη μητέρα του περισσότερο από Εμένα, και με αρνείται για να μη χωριστεί από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα· και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του περισσότερο από Εμένα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου)»[Ματθ.10,37].
Για να μη νομίσουν λοιπόν ότι απλώς εισάγει πολέμους και μάχες επειδή επρόκειτο να επακολουθήσει μεγάλη οργή, εξαιτίας αυτού λέγει: «Προσέχετε πώς να συμπεριφέρεστε με κάθε ακρίβεια». Δηλαδή, εκτός από το κήρυγμα, να μη δώσετε πουθενά αλλού αφορμή για την εναντίον σας έχθρα. Αυτή μόνο ας είναι η αιτία της έχθρας. Κανείς σας ας μην ρίχνει την αιτία της έχθρας σε κάτι άλλο, αλλά να δείχνετε κάθε τιμή και υπακοή, όταν τίποτε δεν ζημιώνει το κήρυγμα, όταν τίποτε δεν εμποδίζει την ευσέβεια. Διότι λέγει: «Ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος (:Αποδώστε λοιπόν σε όλους όσους κατέχουν εξουσία ό,τι τους οφείλετε ως χρέος και καθήκον. Σε εκείνον που εισπράττει τον φόρο για τα εισοδήματα και τον κεφαλικό φόρο, αποδώστε το φόρο. Σε εκείνον που εισπράττει τους τελωνειακούς δασμούς, αποδώστε τον τελωνειακό δασμό. Σε εκείνον που ανήκει ο βαθύς σεβασμός, αποδώστε τον βαθύ σεβασμό. Σε εκείνον που ανήκει η τιμή, αποδώστε την τιμή)» [Ρωμ.13,7]. Διότι όταν θα μας δουν επιεικείς στην άλλη συμπεριφορά μας, θα ντραπούν. «Μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν(:Όχι σαν άσοφοι και ασύνετοι, αλλά ως σοφοί και συνετοί. Να αξιοποιείτε πνευματικά κάθε ευκαιρία και να την αρπάζετε αμέσως˙ έτσι θα φαίνεται η σύνεση και η σοφία σας. Δεν πρέπει να χάνετε καμία ευκαιρία)»[Εφ.5,15]. Δεν προτρέπει αυτά, επειδή θέλει να είμαστε πολυμήχανοι και άστατοι, αλλά εκείνο που εννοεί είναι αυτό: «Δεν είναι δικός σας ο καιρός· στην παρούσα ζωή είστε πάροικοι και προσωρινοί και φιλοξενούμενοι και ξένοι· να μη ζητείτε τιμές, να μην επιζητείτε την εξουσία, ούτε την εκδίκηση· τα πάντα να υποφέρετε και με αυτό να εκμεταλλεύεστε τον χρόνο· πολλά να εγκαταλείψετε, οτιδήποτε θα ήταν δυνατόν να θελήσουν».
Είναι ασαφές αυτό που ελέχθη. Εμπρός λοιπόν, ας το κάνω φανερό με ένα παράδειγμα. Υπόθεσε, παρακαλώ, κάποιον που έχει λαμπρή οικία· έπειτα μερικούς να επιτίθενται στην οικία για να φονεύσουν αυτόν τον ίδιο και εκείνον να προσφέρει πολλά και να σώζει τον εαυτό του. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι εξαγόρασε τον εαυτό του. Έτσι και εσύ έχεις μεγάλη οικία και την αληθινή πίστη· επιτίθεται εναντίον σου για να τα αρπάξουν όλα· δώσε οτιδήποτε θα απαιτήσει κανείς, μόνο διάσωσε το σπουδαιότερο που έχεις, δηλαδή την πίστη· «ὅτι αἱ ἡμέραι (:διότι, εξαιτίας του κακού που επικρατεί, οι ημέρες)», λέγει, «πονηραί εἰσι (:είναι γεμάτες σκάνδαλα, και γι’ αυτό, ενώ οι ευκαιρίες για το καλό είναι σπανιότερες, οι αφορμές για το κακό είναι πολύ περισσότερες)».
Τι είναι «κακία τῆς ἡμέρας»; Η κακία της ημέρας οφείλει να είναι για την ημέρα. Αν μάθεις τι είναι κακό για το καθένα που συμβαίνει σε εμάς, θα γνωρίσεις και τι είναι κακία της ημέρας. Ποια είναι η κακία του σώματος; Η ασθένεια. Και ποια είναι η πονηρία της ψυχής; Η κακία. Ποια είναι η κακία του ύδατος; Η πικρία. Και η κακία του καθετί είναι η φαυλότητα για εκείνη τη φύση, της οποίας είναι η κακία. Επομένως, εάν η κακία είναι για την ημέρα, οφείλει να είναι για αυτήν την ημέρα, για τις ώρες και για το φως της ημέρας. Έτσι και ο Χριστός λέγει: «Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς (:Μην κυριευτείτε λοιπόν από ανήσυχη φροντίδα για όσα ενδέχεται να παρουσιαστούν αύριο· διότι η αυριανή ημέρα θα φροντίσει για όλα όσα θα σας συμβούν τότε. Αρκεί για την κάθε ημέρα η δική της σκοτούρα και ταλαιπωρία)» [Ματθ.6,34]. Απ΄ αυτό θα γνωρίσουμε και εκείνο. Πώς λοιπόν καλεί τις ημέρες πονηρές; Πώς τον καιρό τον ονομάζει πονηρό; Δεν καλεί την ουσία, ούτε τα κτίσματα, αλλά για τα όσα γίνονται κατά τη διάρκειά τους, όπως ακριβώς υπάρχει και σε μας η συνήθεια να λέμε: «Πέρασα δυσάρεστη και κακή ημέρα». Αν και πώς θα μπορούσε να γίνει δυσάρεστη, εκτός από τα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια αυτής; Όσα πάλι συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι αγαθά μεν τα ενεργούμενα από τον Θεό, κακά δε τα πραττόμενα από κακούς ανθρώπους. Επομένως οι άνθρωποι είναι οι δημιουργοί των πονηρών έργων που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του χρόνου, και για τον λόγο αυτόν ονομάζονται και «καιροί πονηροί». Έτσι και εμείς ονομάζουμε τους καιρούς «πονηρούς».
«Διὰ τοῦτο, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι(:Γι’ αυτό λοιπόν)», λέγει, «μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία (:προσέχετε να μη γίνεστε ανόητοι, αλλά να εξετάζετε και να κατανοείτε σε κάθε περίπτωση ποιο είναι το θέλημα του Κυρίου. Κι έτσι, αν το εφαρμόζετε αυτό στη ζωή σας, θα γίνεστε πράγματι σοφοί και συνετοί. Και μη μεθάτε με κρασί. Στη μέθη υπάρχει διαφθορά και ασωτία)» [Εφ.5,17-18]. Και του οίνου η υπέρμετρη χρήση κάνει τους ανθρώπους θυμώδεις και θρασείς και ασταθείς και οργίλους και δυστρόπους. Ο οίνος έχει δοθεί για να προκαλεί ευθυμία και όχι μέθη. Τώρα όμως θεωρείται ότι είναι δείγμα ανανδρίας και γέλωτος το να μη μεθάτε.
Ποια, λοιπόν, υπάρχει ελπίδα σωτηρίας; Είναι άξιο γέλωτος, πες μου, το να μη μεθάτε, όπου έπρεπε να είναι προπαντός η μέθη αιτία γέλωτος; Βέβαια είναι καλό και ο ιδιώτης να απέχει της μέθης· πολύ δε περισσότερο ο στρατιώτης, ο οποίος περιστρέφεται ανάμεσα σε ξίφη, αίματα και σφαγές· είναι καλό κατά πολύ περισσότερο να απέχει της μέθης ο στρατιώτης, όταν ο θυμός του διεγείρεται και από άλλη αιτία, από την εξουσία, την τυραννία, από το ότι βρίσκεται συνεχώς σε επιβουλές και μάχες. Θέλεις να μάθεις πού είναι καλός ο οίνος; Άκου την Γραφή που λέγει: «Δότε οἶνον τοῖς ἐν λύπαις καὶ πίνειν μέθην τοῖς ἐν ὀδύναις(:Δώστε οίνο σε εκείνους που βρίσκονται σε λύπη και δυστυχίες και οίνο πολύ σε όσους βρίσκονται υπό το κράτος πολλών θλίψεων)» [Παροιμ.31,6]. Και είναι πολύ φυσικό αυτό, διότι γνωρίζει να καταπραΰνει την κατάθλιψη και τη σκυθρωπότητα και να απομακρύνει την κατήφεια. «Οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου(:Ο οίνος ευφραίνει την καρδία του ανθρώπου)» [Ψαλμ.103,15], λέγει ο Ψαλμωδός. Πώς λοιπόν από τον οίνο προέρχεται το μεθύσι; Διότι δεν είναι δυνατόν να προκαλεί ο ίδιος τα αντίθετα στον εαυτό του. Άρα δεν προέρχεται από τον οίνο η μέθη, αλλά από την υπέρμετρο χρήση αυτού. Ο οίνος έχει δοθεί σε μας για την υγεία του σώματος και για κανένα άλλο λόγο. Αλλά και προς τον σκοπό αυτόν η υπερβολική χρήση του οίνου στέκει εμπόδιο. Άκουε δε και τον μακάριο Παύλο που γράφει και λέγει στον Τιμόθεο: «Οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας(:Να μην πίνεις πλέον μόνο νερό όταν τρως το φαγητό σου, αλλά να χρησιμοποιείς και λίγο κρασί για το στομάχι σου και τις συχνές ασθένειές σου)»[Α΄Τιμ.5,23].
Για τούτο βέβαια δημιούργησε ο Θεός τα σώματά μας μέτρια και να ικανοποιούνται από τα ολίγα, θέλοντας να μας διδάξει απ’ αυτό, ότι μας δημιούργησε οικείους προς μια άλλη ζωή. Και ήθελε μεν αμέσως από την αρχή να δώσει την ζωή αυτήν, επειδή όμως καταστήσαμε τους εαυτούς μας αναξίους, ανέβαλε την απόφασή Του για άλλο χρόνο. Και ούτε κατά τον χρόνο, κατά τον οποίο ανέβαλε, μας επιτρέπει να απολαμβάνομε υπέρμετρα τα αγαθά, διότι ένα μικρό ποτήρι οίνου και ένας άρτος είναι αρκετά για να γεμίσουν την κοιλία του ανθρώπου. Και τον κυρίαρχο όλων των ζώων, τον δημιούργησε αναλόγως ολιγαρκέστερο από αυτά και το σώμα βραχύ, υποδηλώνοντας τίποτε άλλο παρά αυτό, ότι δηλαδή σπεύδουμε προς μια άλλη ζωή.
«Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ (:Και μη μεθάτε με κρασί)», λέγει, «ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία(:καθώς στη μέθη υπάρχει διαφθορά και ασωτία)» -διότι η μέθη δεν σώζει, αλλά καταστρέφει όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή- «ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ, εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπὲρ πάντων ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῷ Θεῷ καὶ πατρί, ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ (:αλλά να γεμίζετε μέσα σας με Άγιο Πνεύμα. Και τότε ο θείος ενθουσιασμός που θα γεμίζει τις καρδιές σας θα εξωτερικεύεται. Και θα λέτε μεταξύ σας ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές. Θα τραγουδάτε και θα ψάλλετε στον Κύριο όχι μόνο με το στόμα σας, αλλά και με την καρδιά σας, που θα αισθάνεται και θα συμμετέχει σε αυτά που ψάλλετε. Να ευχαριστείτε πάντοτε για όλα τον Θεό και Πατέρα, όχι μόνο για τα ευχάριστα αλλά ακόμη και για τα δυσάρεστα, ως δούλοι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Κι ενώ με τους ύμνους και τις ευχαριστίες σας αυτές θα επιτελείτε ένα ιερό έργο προς τον Θεό, ως προς τους αδελφούς σας έχετε χρέος να υποτάσσεστε ο ένας στον άλλο με φόβο Χριστού)»[Εφ.5,18-21]. Θέλεις, λέγει, να ευφραίνεσαι; Θέλεις να ξοδεύεις την ημέρα; Εγώ προσφέρω σε σένα πνευματικό συμπόσιο, διότι η μέθη καταστρέφει και την ευδιάκριτη φωνή της δικής μας γλώσσας και την κάνει να ψελλίζει, και διαστρέφει τα μάτια και τα πάντα χωρίς εξαίρεση. Μάθε να ψάλλεις και θα δεις την ευχαρίστηση του πράγματος, διότι εκείνοι που ψάλλουν γεμίζουν με το Άγιο Πνεύμα, όπως ακριβώς εκείνοι που ψάλλουν τις ωδές του διαβόλου, γεμίζουν με πνεύμα ακάθαρτο.
Τι σημαίνει: «ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ (:με όλη σας την καρδιά στον Κύριο)»; Δηλαδή να προσέχετε με σύνεση, διότι εκείνοι που δεν προσέχουν απλώς μόνο ψάλλουν, λέγοντας τα λόγια, ενώ η καρδιά τους περιπλανάται αλλού. «Πάντοτε», λέγει, «και για όλα να ευχαριστείτε εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τον Θεό και Πατέρα. Να υποτάσσεστε ο ένας στον άλλο με φόβο Χριστού». Δηλαδή, «τα αιτήματά σας να τα γνωρίζετε με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, διότι τίποτε δεν ευφραίνει έτσι τον Θεό, όπως όταν είναι κανείς ευγνώμων». Προπάντων μάλιστα μπορούμε να είμαστε ευγνώμονες, όταν απομακρύνουμε την δική μας ψυχή από εκείνα που έχουν λεχθεί προηγουμένως, και όταν καθαρίζουμε αυτήν με εκείνα που είπε.
«Ἀλλὰ πληροῦσθε (:Αλλά να γεμίζετε το εσωτερικό σας)», λέγει, «ἐν Πνεύματι (:με Άγιο Πνεύμα)». Άραγε Αυτό είναι μέσα μας; Και βεβαιότατα είναι μέσα μας. Διότι όταν εξαφανίσουμε το ψεύδος, την πικρία, την πορνεία, την ακαθαρσία, την πλεονεξία από την ψυχή μας, όταν γίνουμε προς τους άλλους ευεργετικοί, με συμπονετική καρδιά, συγχωρούμενοι μεταξύ μας, όταν δεν υπάρχει η απρεπής αστειότητα, όταν θα καταστήσουμε αξίους τους εαυτούς μας, τι εμποδίζει το Άγιο Πνεύμα για να έλθει και να πετάξει προς εμάς; Και δεν θα εισέλθει απλώς μέσα μας, αλλά θα γεμίσει την καρδιά μας. Εφόσον λοιπόν θα υπάρχει μέσα μας τόσο πολύ φως, ούτε η αρετή θα είναι πλέον σε μας δυσκολοκατόρθωτη, αλλά εύκολη και ευκατόρθωτη.
«Εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπὲρ πάντων(:Να ευχαριστείτε πάντοτε και για όλα)», λέγει. Τι λοιπόν, πρέπει να ευχαριστούμε για όλα όσα συμβαίνουν σε μας; Βεβαιότατα, έστω και αν μας συμβεί ακόμη ασθένεια ή ανέχεια. Διότι εάν στην Παλαιά Διαθήκη προέτρεπε κάποιος σοφός λέγοντας: «Πᾶν ὃ ἐὰν ἐπαχθῇ σοι, δέξαι καὶ ἐν ἀλλάγμασι ταπεινώσεώς σου μακροθύμησον(:Κάθε δοκιμασία και περιπέτεια που θα πέσει επάνω σου, δέξου την με υπομονή· και στις μεταβολές και μεταπτώσεις της ζωής, οι οποίες θα σου επιφέρουν ταπείνωση και χειροτέρευση της μέχρις εκείνης της στιγμής καταστάσεως, δείξε υπομονή και μακροθυμία)»[Σοφ. Σειρ.2,4], κατά πολύ περισσότερο πρέπει να συμβαίνει αυτό στην Καινή Διαθήκη. Και αν ακόμη δεν γνωρίζεις τον λόγο, να ευχαριστείς, διότι αυτό σημαίνει ευχαριστία. Αν βέβαια ευχαριστείς, όταν ευεργετηθείς και ευδοκιμείς και ευημερείς και είσαι ευτυχής, δεν κάνεις τίποτε το σπουδαίο, το αξιοθαύμαστο· εκείνο που ζητείται είναι να ευχαριστείς όταν είσαι στενοχωρημένος και λυπημένος. Να μη λέγεις τίποτε πριν τις λέξεις αυτές: «Σε ευχαριστώ, Κύριε».
Και γιατί λέγω να ευχαριστείς για τις θλίψεις της παρούσης ζωής; Πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό για την γέεννα του πυρός, για τις τιμωρίες της άλλης ζωής, για τις ποινές. Διότι το πράγμα αυτό εμάς, που προσέχομε, ωφέλησε πάρα πολύ, επειδή αντί χαλινού ετέθη στις καρδιές μας ο φόβος της γεέννης. Επομένως ας μην ευχαριστούμε μόνο για τις φανερές ευεργεσίες, αλλά και για τις αφανείς και για εκείνα με τα οποία ευεργετούμαστε παρά τη θέλησή μας· διότι μας ευεργετεί ο Θεός πολλά και όταν δεν θέλουμε και όταν δεν γνωρίζουμε. Εάν όμως δυσπιστείτε, θα το κάνω φανερό σε σας. Άκουσέ με λοιπόν: Δεν αποδίδουν το παν οι μιαροί και άπιστοι Έλληνες [ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ: Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες το όνομα των Ελλήνων έχει χάσει κάθε ίχνος εθνικής προσηγορίας και μετέπεσε σε θρησκευτική έννοια. Έτσι κατά τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο ο όρος «Έλληνες» σήμαινε τους ασεβείς, τους ειδωλολάτρες. Η εθνική αποκατάσταση του ονόματος έγινε πολύ αργότερα] στον ήλιο και τα είδωλά τους; Τι λοιπόν; Δεν ευεργετεί και αυτούς; Δεν ανήκει στην πρόνοια Εκείνου και η ζωή και η υγεία αυτών, καθώς και η τεκνοποίηση αυτών και όλα τα παρόμοια; Και τι πράττουν οι λεγόμενοι Μαρκιωνιστές[Οπαδοί της ιδρυθείσας από τον Μαρκίωνα κατά τον 2ο αιώνα θρησκευτικής αιρέσεως]; Τι δε οι Μανιχαίοι [Οπαδοί του μανιχαϊσμού, χριστιανικής θρησκευτικής αιρέσεως, ιδρυθείσης κατά τον 3ο αιώνα από τον Πέρση Μάνη]; Δεν βλασφημούν ακόμη και τον Θεό; Τι λοιπόν; Δεν ευεργετεί αυτούς καθημερινά; Εάν λοιπόν ευεργετεί εκείνους, που δεν γνωρίζουν αυτά, ασυγκρίτως περισσότερο ευεργετεί εμάς. Διότι ποιο άλλο είναι το έργο του Θεού παρά αυτό, το να ευεργετεί δηλαδή το ανθρώπινο γένος και με τιμωρίες και με απολαύσεις αγαθών;
Ας μην ευχαριστούμε λοιπόν μόνο όταν μπορούμε, διότι αυτό δεν είναι καθόλου σπουδαίο. Και ο διάβολος γνωρίζει αυτό, για τον λόγο αυτόν και έλεγε: «Μὴ δωρεὰν Ἰὼβ σέβεται τὸν Κύριον; Οὐ σὺ περιέφραξας τὰ ἔξω αὐτοῦ καὶ τὰ ἔσω τῆς οἰκίας αὐτοῦ καὶ τὰ ἔξω πάντων τῶν ὄντων αὐτοῦ κύκλῳ; Τὰ δὲ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ εὐλόγησας καὶ τὰ κτήνη αὐτοῦ πολλὰ ἐποίησας ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀλλὰ ἀπόστειλον τὴν χεῖρά σου καὶ ἅψαι πάντων, ὧν ἔχει· ἦ μὴν εἰς πρόσωπόν σε εὐλογήσει(:Μήπως ο Ιώβ σέβεται τον Κύριο δωρεάν και χωρίς να αμείβεται; Δεν έβαλες Εσύ προστατευτικό φράκτη τριγύρω από τα υποστατικά, που έχει έξω στην ύπαιθρο, αλλά και σε όσα περιλαμβάνει εσωτερικά η οικία του, και δεν κύκλωσες εξωτερικά όλα τα υπάρχοντά του ώστε να είναι όλα ασφαλισμένα; Ευλόγησες δε και τα έργα, με τα οποία καταπιάνονται τα χέρια του, και τα ζώα του τα πλήθυνες στη γη. Αλλά στείλε την χείρα Σου και αρκεί να αγγίσεις με Αυτήν όλα όσα έχει και στέρησέ τον απ΄ όλα τα υπάρχοντά του· ορκίζομαι ότι τότε θα σε βλασφημήσει κατά πρόσωπον)» [Ιώβ, 1,9-11]. Όμως δεν έγινε τίποτε περισσότερο σε αυτόν τον μιαρό, ούτε να γίνει, ούτε για εμάς να γίνει κάτι περισσότερο σε αυτόν. Αλλά και όταν είμαστε πτωχοί, και όταν είμαστε ασθενείς και όταν είμαστε περιφρονημένοι, τότε ας επιτείνουμε την ευχαριστία. Και εννοώ ευχαριστία, όχι με λόγια και με την γλώσσα μόνο, αλλά με πράξεις και έργα, και με τη διάνοια και με την καρδιά μας. Ας ευχαριστούμε Αυτόν με όλη την ψυχή μας. Περισσότερο από τους γονείς μάς αγαπά· και όση διαφορά υπάρχει μεταξύ κακίας και αγαθότητας, τόσο μεγάλη είναι η διαφορά της αγάπης του Θεού από την αγάπη των δικών μας πατέρων.
Και τα λόγια αυτά δεν είναι δικά μου, αλλά του ίδιου του Χριστού, που μας αγαπά. Άκουε Αυτόν να λέγει: «Τίς ἐστιν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὃν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; Καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ; Εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;(: Ποιος άνθρωπος από σας, εάν του ζητήσει ο γιος του ψωμί, είναι δυνατόν να του δώσει πέτρα αντί για ψωμί; Και εάν του ζητήσει ψάρι, μήπως θα του δώσει φίδι αντί για ψάρι; Εάν, λοιπόν, εσείς, ενώ είστε ατελείς και διεφθαρμένοι από το προπατορικό αμάρτημα, γνωρίζετε να δίνετε στα παιδιά σας ωφέλιμα πράγματα, πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώσει καλά και ωφέλιμα σ’ εκείνους που Του ζητούν;)» [Ματθ.7,9-11]. Και πάλι άκου να λέγει αλλού: «Μὴ ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδίου αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτῆς; Εἰ δὲ καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου, εἶπε Κύριος (:Είναι δυνατόν να λησμονήσει η γυναίκα να ελεήσει τα τέκνα της κοιλίας της; Ακόμη και αν θα τα λησμονήσει η γυναίκα, Εγώ δεν θα σε λησμονήσω, λέγει ο Κύριος)»[Ησ. 49,15]. Εάν λοιπόν δεν μας αγαπά, γιατί μας δημιούργησε; Μήπως είχε καμία ανάγκη; Μήπως ικανοποιούμε καμία ανάγκη Του και υπηρεσία; Μήπως έχει ανάγκη κάτι από τα δικά μας; Άκου τον προφήτη που λέγει: «Εἶπα τῷ Κυρίῳ· Κύριός μου εἶ σύ, ὅτι τῶν ἀγαθῶν μου οὐ χρείαν ἔχεις(: Είπα στον Κύριο: ‘’Εσύ είσαι ο πραγματικός κυρίαρχος και δεσπότης μου, διότι δεν έχεις ανάγκη των δώρων μου και των θυσιών μου, αλλά ό,τι αγαθό και αν έχω, Εσύ μου το έδωσες και είναι δικό Σου’’)»[Ψαλμ.15,2].
Αλλά οι αγνώμονες και αναίσθητοι λέγουν: «Είναι τούτο δείγμα της αγαθότητος του Θεού, το να υπάρχει ισοτιμία σε όλους;». Πες μου, αχάριστε άνθρωπε, ποια λέγεις ότι δεν είναι δείγμα της αγαθότητας του Θεού και ποια εννοείς ισοτιμία; «Ο τάδε», λέγει, «έχει γίνει ανάπηρος από παιδί, ο άλλος είναι μανιακός και κατέχεται από δαίμονα, άλλος που έφτασε σε βαθιά γηρατειά πέρασε όλη του τη ζωή μέσα στην ανέχεια, άλλος στις πλέον φοβερές ασθένειες· είναι αυτά έργα πρόνοιας του Θεού; Άλλος μεν είναι κωφός, άλλος δε άφωνος, άλλος πτωχός, άλλος μιαρός και μιαρότατος πάντων και γεμάτος μυρίων κακών, απολαμβάνει χρήματα και συντηρεί πόρνες και παρασίτους, και έχει πολυτελή οικία και ζει βίο ανενόχλητο». Και πολλά παρόμοια λένε, παρασκευάζοντας εκτενή λόγο κατηγορίας εναντίον της πρόνοιας του Θεού.
Τι λοιπόν; Γίνονται χωρίς πρόνοια αυτά; Τι λοιπόν θα απαντήσουμε προς αυτούς; Εάν μεν ήσαν ειδωλολάτρες και μας έλεγαν ότι ο κόσμος διοικείται από κάποιον, πάλι και εμείς θα κάνουμε την ίδια ερώτηση προς αυτούς: Τι λοιπόν, γίνονται χωρίς πρόνοια; Πώς, λοιπόν, σέβεστε εσείς τους θεούς και προσκυνείτε τους δαίμονες και τους ήρωες; Εάν βέβαια υπάρχει πρόνοια, την έχει θέσει κάποιος σε όλα. Εάν πάλι υπάρχουν μερικοί, είτε Χριστιανοί είτε και ειδωλολάτρες, οι οποίοι απελπίζονται και διασαλεύονται, τι θα πούμε προς αυτούς; Πες μου, ήταν δυνατόν να γίνουν τόσο πολλά αγαθά κατά τύχη; Το φως της ημέρας, η αρμονία και η τάξη στα όντα, η κίνηση των άστρων, η ισοδύναμη διάρκεια της νύκτας και της ημέρας, η συνεχής διαδοχή της φύσεως και στα φυτά και στα ζώα και στους ανθρώπους; Ποιος, πες μου, είναι Εκείνος που διευθύνει αυτά; Εάν κανείς δεν την έθεσε, αλλά κατά τύχη είχε εκδηλωθεί, ποιος έστησε αυτήν την αψίδα την τόσο ωραία και τόσο μεγάλη, τον ουρανό, αφού την περιέστρεψε επάνω στη γη ή και επάνω στα ύδατα; Ποιος έδωσε τις καρποφόρους εποχές του έτους; Ποιος έθεσε τόσο μεγάλη δύναμη στα σπέρματα και στα φυτά; Διότι αυτό που γίνεται κατά τύχη είναι οπωσδήποτε χωρίς τάξη, εκείνο όμως που έχει καλή τάξη γίνεται με επιδεξιότητα.
Τι, λοιπόν, πες μου, εκείνα που γίνονται από εμάς κατά τύχη δεν είναι γεμάτα από πολλή αταξία και πολύ θόρυβο και ταραχή; Και δεν εννοώ τυχαία, αλλά με κάποιο τεχνίτη, χωρίς όμως επιδεξιότητα. Επί παραδείγματι, έστω ότι υπάρχουν ξύλα και λίθοι, ακόμη δε και ασβέστης· και αυτά τα έλαβε άνθρωπος χωρίς πείρα για την ανέγερση της οικοδομής, κτίζει και προσπαθεί να την κατασκευάσει· άραγε δεν θα καταστρέψει και θα αχρηστεύσει όλα αυτά; Άλλο παράδειγμα, έστω ότι είναι ένα πλοίο χωρίς τεχνίτη, δεν εννοώ ακατασκεύαστο, αλλά κατασκευασμένο· μήπως θα μπορέσει να πλεύσει; Και τόσο μεγάλη γη, που στέκεται επάνω στο ύδωρ, χωρίς να τη συγκρατεί καμία δύναμη, πες μου, ήταν δυνατόν να σταθεί σταθερή επί τόσο πολύ χρόνο; Και θα ήταν δυνατόν να έχουν αυτά δικαιολογία; Και δεν είναι απείρως άξιο γέλιου το να σκέπτεται κανείς αυτά; Και εάν μεν βαστάζει και τον ουρανό, ιδού και άλλο βάρος· εάν όμως και ο ουρανός φέρεται μέσα στα ύδατα, πάλι δημιουργείται άλλο ζήτημα. Αλλά το καθετί είναι έργο της προνοίας του Θεού. Τα φερόμενα βέβαια επάνω στα ύδατα δεν πρέπει να καθίστανται κυρτά, αλλά κοίλα. Για ποιον λόγο λοιπόν; Διότι το μεν σώμα του κοίλου βυθίζεται όλο εντός των υδάτων, όπως ακριβώς συμβαίνει στο πλοίο· του κυρτού όμως το μεν σώμα είναι όλο υπεράνω, τα δε άκρα εφάπτονται μόνο στο ύδωρ. Επομένως πρέπει να έχει σώμα τραχύ και σκληρό και να μπορεί να συγκρατεί το φορτίο. Μήπως ο αέρας συγκρατεί τον ουρανό; Αλλά αυτός είναι περισσότερο μαλακός και χαλαρός από το νερό και δεν μπορεί να συγκρατήσει τίποτε, ούτε από τα λεπτότατα αντικείμενα, ούτε βέβαια τόσο μεγάλο όγκο. Εάν μάλιστα θέλουμε να εξαντλήσουμε εντελώς τον περί προνοίας του Θεού λόγο, και στα γενικώς και στα επιμέρους δεν θα μας επαρκέσει ολόκληρη η ζωή μας.
Θα ρωτήσω λοιπόν σε εκείνον που ζητεί να μάθει τώρα αυτό. Είναι αυτά δείγμα πρόνοιας ή απρονοησίας; Και αν πει ότι δεν είναι δείγμα πρόνοιας, και πάλι θα τον ρωτήσω: Πώς λοιπόν έχουν γίνει; Αλλά δεν θα έχει να πει καμία δικαιολογία. Επομένως πολύ περισσότερο περί των ανθρωπίνων πραγμάτων δεν είσαι υποχρεωμένος να ζητείς να μάθεις, ούτε να τα περιεργάζεσαι. Γιατί τέλος πάντων; Διότι ο άνθρωπος είναι τιμιότερος από όλα αυτά και αυτά έχουν γίνει χάριν εκείνου, όχι εκείνος χάριν αυτών.
Εάν λοιπόν δεν γνωρίζεις μόνο την σοφία κα την οικονομία του Θεού, που εκδηλώνεται στην πρόνοια, πώς θα μπορέσεις να γνωρίζεις τους λόγους που αναφέρονται στον Ίδιο; Πες μου λοιπόν, γιατί δημιούργησε τόσο μικρό αυτόν και τόσο πολύ να απέχει από το ύψος το ουρανού, ώστε και να αμφιβάλλει ακόμη για τα φαινόμενα που συμβαίνουν σε αυτόν; Για ποιο λόγο είναι ακατοίκητα τα βόρεια και τα νότια τμήματα της γης; Πες μου λοιπόν, γιατί έχει γίνει η νύκτα κατά τον μεν χειμώνα μεγαλύτερη, κατά το καλοκαίρι μικρότερη; Γιατί υπάρχει τόσο πολύ ψύχος, γιατί ο καύσωνας, γιατί το σώμα είναι θνητό; Και άπειρες άλλες ερωτήσεις θα σου κάνω και εάν θέλεις, δεν θα πάψω να σε ρωτώ και σε όλα θα έχεις απορίες. Ώστε αυτό είναι ιδίως δείγμα προνοίας, το να είναι απόρρητοι σε μας οι λόγοι. Βέβαια θα ήταν δυνατόν να θεωρήσει κανείς και τον άνθρωπο αίτιο του παντός, αν αυτό δεν θα κατέβαλλε την διάνοιά μας.
«Όμως ο τάδε», λέγει ίσως κάποιος, «είναι πένης και η πενία είναι κακό πράγμα». Τι λοιπόν είναι η ασθένεια και τι η αναπηρία; Τίποτε δεν είναι αυτά, άνθρωπε. Ένα μόνον είναι το κακό, η αμαρτία, και αυτό μόνο οφείλουμε να εξετάζουμε. Όμως, αφού παραλείψαμε να ερευνούμε τις αιτίες των πραγματικών κακών, ασχολούμαστε με άλλα. Γιατί κανείς μας δεν εξετάζει ποτέ, γιατί αμάρτησε; «Άραγε η αμαρτία εξαρτάται από εμένα; Άραγε δεν εξαρτάται από εμένα; Και γιατί πρέπει να αναφέρω πολλούς λόγους; Θα προσπαθήσω να ερευνήσω το πράγμα μέσα μου· άραγε νίκησα ποτέ τον θυμό μου; Άραγε νίκησα ποτέ την οργή μου ή εξαιτίας της ντροπής ή εξαιτίας του φόβου των ανθρώπων;». Έπειτα όταν βρω αυτό από πού γίνεται, θα βρω ότι το να αμαρτάνω εξαρτάται από εμένα.
Κανείς δεν εξετάζει αυτά, κανείς δεν ασχολείται με αυτά, αλλά απλώς μόνο κατά τον Ιώβ: «Ἂνθρωπος δὲ ἄλλως νήχεται λόγοις(: ενώ ο Θεός είναι απείρως σοφός και δίκαιος, ο άνθρωπος αντίθετα κολυμπά μέσα σε λόγους ματαίους και ξένους προς την πραγματική αλήθεια)»[Ιώβ, 11,12]. Για ποιον λόγο λοιπόν σε ενδιαφέρει αυτό, εάν ο τάδε είναι τυφλός και ο τάδε πένης; Δεν σε διέταξε ο Θεός να παρατηρείς αυτό, αλλά γιατί λοιπόν εσύ το κάνεις αυτό; Διότι, εάν μεν έχεις αμφιβολίες, ότι υπάρχει κάποια δύναμη στον κόσμο, είσαι ο ανοητότερος όλων· εάν όμως έχεις πειστεί γι’αυτό, γιατί έχεις αμφιβολίες, ότι πρέπει να αρέσεις στον Θεό; «Πάντοτε να ευχαριστείτε για όλα τον Θεό», λέγει. Πήγαινε στο ιατρείο και θα δεις τον ιατρό, όταν βρεθεί κάποιος τραυματίας, να κάνει σε αυτόν εγχείρηση και καυτηρίαση. Δεν λέγω όμως αυτό σε σένα, αλλά πήγαινε στο ξυλουργείο· και δεν εξετάζεις εκεί την αιτία, αν και βέβαια δεν γνωρίζεις τίποτε από τα γινόμενα εκεί και σου φαίνεται ότι έχεις πολλές απορίες· όπως επί παραδείγματι, όταν τορνεύει το ξύλο, όταν μεταβάλλει το σχήμα του. Μάλλον δε αν σε μεταφέρω σε ευκολότερη τέχνη, όπως τη ζωγραφική, και εκεί θα μείνεις έκθαμβος. Πες μου λοιπόν, δεν σου φαίνεται ότι ο ζωγράφος κάνει άσκοπα εκείνα που κάνει; Τι χρησιμεύουν σε αυτόν οι γραμμές και οι περιστροφές των γραμμών; Όταν όμως επιθέσει τα χρώματα, τότε θα σου φανεί καλή η τέχνη, και όμως ούτε έτσι θα μπορέσεις να μάθεις ακριβώς κάτι.
Και γιατί ομιλώ για τους ξυλουργούς και ζωγράφους και τους ομοδούλους; Πες μου, πώς κατασκευάζει η μέλισσα την κυψέλη, και τότε θα πεις περί του Θεού. Παρατήρησε καλά την εργασία των μυρμηγκιών, της αράχνης, της χελιδόνος, και τότε θα πεις περί του Θεού. Αν είσαι σοφός, απάντησέ μου αυτά· αλλά δεν θα μπορέσεις. Δεν θα πάψεις λοιπόν άνθρωπε να ζητείς τα περιττά; Διότι αυτά είναι πράγματι περιττά. Δεν θα πάψεις να είσαι χωρίς λόγο πολυπράγμονας; Τίποτε δεν είναι σοφότερο από την άγνοια αυτή· εκείνοι που διαβεβαιώνουν ότι δεν γνωρίζουν τίποτε, είναι οι σοφότεροι όλων, εκείνοι δε που περιεργάζονται τα πάντα είναι οι ανοητότεροι όλων. Ώστε το να διαβεβαιώνει κανείς ότι γνωρίζει δεν είναι παντού δείγμα σοφίας, αλλά ενίοτε είναι και μωρία.
Πες μου λοιπόν, εάν από δύο ανθρώπους ο μεν ένας διαβεβαιώνει ότι μπορεί, απλώνοντας τους σχοίνους [:Ο σχοίνος ήταν αρχαία μετρική μονάδα, το μήκος της οποίας ποίκιλλε. Με το μέτρο αυτό μετρώνταν οι κυριευόμενες χώρες και διανέμονταν σε νέους εποίκους] να μετρήσει τον αέρα που διατρέχει από τη γη στον ουρανό, ο δε άλλος ενώ περιγελά παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει, ποιον θα περιγελάσουμε; Πες μου: Εκείνον που λέγει ότι γνωρίζει ή εκείνον που λέγει ότι αγνοεί; Είναι φανερό ότι θα περιγελάσουμε εκείνον που λέγει ότι γνωρίζει. Επομένως εκείνος που αγνοεί είναι σοφότερος από εκείνον που βεβαιώνει ότι γνωρίζει. Τι όμως, αν κανείς υπόσχεται να λέγει πόσους κυάθους[Ο κύαθος ήταν μέτρο χωρητικότητας υγρών, κύπελλο] έχει η θάλασσα, άλλος δε ότι αγνοεί, δεν είναι η άγνοια σοφότερη από τη γνώση; Πάρα πολύ βέβαια. Γιατί τέλος πάντων; Επειδή και η άγνοια εκείνη είναι ισχυρότερη. Διότι εκείνος που λέγει ότι αγνοεί, γνωρίζει κάτι. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Ότι είναι ακατάληπτο στον άνθρωπο· και βεβαίως δεν είναι μικρό αυτό. Εκείνος όμως που λέγει ότι γνωρίζει, εκείνος προπάντων δεν γνωρίζει, εκείνο που λέγει ότι γνωρίζει, και για αυτόν τον λόγο κυρίως είναι άξιος χλευασμού.
Αλίμονο, με πόσα παραδείγματα διδασκόμαστε την άκαιρη πολυπραγμοσύνη και περιέργεια να συγκρατούμε και δεν δεχόμαστε, αλλά είμαστε περίεργοι για τη ζωή των άλλων, γιατί ο τάδε είναι ανίκανος, γιατί ο τάδε είναι πτωχός; Λοιπόν με τον λόγον αυτόν θα πέσουμε και σε άλλη φλυαρία: «Γιατί η τάδε είναι γυναίκα και δεν είναι όλοι άνδρες; Γιατί ο όνος; Γιατί το βόδι; Γιατί ο σκύλος; Γιατί ο λύκος; Γιατί είναι ο λίθος; Γιατί τα ξύλα;» Και ο λόγος θα πάρει αμέτρητο μήκος. Για τον λόγο αυτόν βέβαια ο Θεός όρισε σε μας τα μέτρα της γνώσεως και τα έβαλε μέσα στη φύση μας. Και πρόσεχε, σε παρακαλώ, την υπερβολική περιέργεια· διότι αν και βλέπουμε να υπάρχει τόσο πολύ ύψος από τη γη έως τον ουρανό, δεν πάσχουμε τίποτε, όταν όμως ανερχόμαστε σε πύργο υψηλό και θελήσουμε να κάνουμε νεύμα προς τα κάτω με το να σκύψουμε λίγο, μας καταλαμβάνει αμέσως κάποιος ίλιγγος και σκοτοδίνη. Πες μου λοιπόν την αιτία αυτού του φαινομένου· αλλά δεν θα μπορέσεις να την βρεις· γιατί έχει το μάτι μεγαλύτερη δύναμη και συγκρατείται από όσα βρίσκονται πολύ μακριά;
Ομοίως και στην ακοή το ίδιο θα μπορούσε να δει κανείς. Διότι κανείς δεν θα μπορέσει να φωνάξει τόσο δυνατά, ώστε να γεμίσει τον αέρα, όσο θα μπορέσει να συγκρατήσει το μάτι, ούτε να ακούσει από τόσο μεγάλη απόσταση. Γιατί δεν είναι όλα τα μέλη του σώματος ισότιμα; Γιατί δεν έλαβαν μία χρήση, ούτε μία θέση όλα αυτά; Και ο Παύλος εξέτασε αυτά, μάλλον δεν εξέτασε, διότι ήταν σοφός, αλλά αφού έπεσε μέσα σε αυτήν την περίπτωση, λέγει: «Νυνὶ δὲ ὁ Θεὸς ἔθετο τὰ μέλη ἓν ἕκαστον αὐτῶν ἐν τῷ σώματι καθὼς ἠθέλησεν(:Τώρα όμως ο Θεός σοφά τοποθέτησε στο σώμα καθένα από τα μέλη ακριβώς, όπως θέλησε σύμφωνα με την αγαθότητα και την πανσοφία Του, πάντοτε για το συμφέρον και την εξυπηρέτηση ολόκληρου του σώματος)»[Α΄Κορ.12,18]. Με τη θέλησή Του ο Θεός επέτρεψε το παν.
Και εμείς λοιπόν, αφού παύσουμε να ζητούμε αυτά, ας ευχαριστούμε μόνο για όλα. Αυτό αποδεικνύει άνθρωπο ευγνώμονα και σοφό και συνετό· το άλλο δε άνθρωπο φλύαρο και οκνηρό και περίεργο. Δεν βλέπεις τι συμβαίνει στους υπηρέτες; Οι μεν βδελυροί δεν είναι χρήσιμοι πουθενά και είναι πολυλόγοι και φλύαροι και περιεργάζονται τις υποθέσεις των κυρίων τους, που εκείνοι θέλουν να αποκρύπτουν, οι δε συνετοί και ευγνώμονες υπηρέτες αποβλέπουν προς ένα μόνο, πώς να εκπληρώσουν την υπηρεσία τους. Εκείνος που λέγει πολλά, τίποτε δεν κάνει· και εκείνος που εργάζεται πολλά, τίποτε το άκαιρο δεν λέγει. Για τούτο ο Παύλος έλεγε, όταν έγραφε περί των χηρών: «Ἅμα δὲ καὶ ἀργαὶ μανθάνουσι περιερχόμεναι τὰς οἰκίας, οὐ μόνον δὲ ἀργαί, ἀλλὰ καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα(:Συγχρόνως όμως οι νεότερες αυτές χήρες κακομαθαίνουν να είναι αργόσχολες και να τριγυρνούν από σπίτι σε σπίτι. Κι όχι μόνο γίνονται αργόσχολες αλλά και φλύαρες και περίεργες, λέγοντας λόγια που δεν πρέπει)»[Α΄Τιμ.5,13].
Πες μου λοιπόν ποια είναι μεγαλύτερη διαφορά, η διαφορά της δικής μας ηλικίας προς την ηλικία των τέκνων μας ή η διαφορά του Θεού προς την ηλικία των ανθρώπων; Η δική μας διαφορά προς τα κουνούπια ή του Θεού προς εμάς; Είναι ολοφάνερο ότι μεγαλύτερη διαφορά είναι η διαφορά του Θεού προς εμάς. Για ποιον λόγο, λοιπόν, εσύ περιεργάζεσαι τόσο πολύ; Να ευχαριστείς για όλα. Τι λοιπόν; «Αν ρωτά», λέγει, «Έλληνας, πώς θα απαντήσω; Θέλει να μάθει από εμένα, αν υπάρχει η πρόνοια, διότι αυτός ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κανείς που να προνοεί για όλα». Λοιπόν αφού μεταβάλλεις την ερώτηση, ρώτησέ τον και εσύ. Αλλά δεν ισχυρίζεται ότι υπάρχει η πρόνοια. Ότι μεν υπάρχει πρόνοια, είναι φανερό απ’ αυτά που είπες· ότι επίσης είναι ακατάληπτη, είναι φανερό απ’ εκείνα που δεν βρίσκουμε την αιτία. Διότι εάν σε εκείνα που διοικούν οι άνθρωποι, δεν γνωρίζουμε πολλές φορές τον τρόπο της διοικήσεως, αν και πολλά απ’ αυτά μας φαίνονται και άτοπα και εντούτοις συγκατατιθέμεθα, πόσο μάλλον πρέπει επί των έργων του Θεού; Αλλά κανένα έργο του Θεού δεν είναι άτοπο, ούτε φαίνεται τέτοιο στους πιστούς. Για τον λόγο αυτόν ας ευχαριστούμε για όλα, ας δοξάζουμε Αυτόν για όλα.
«Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Θεοῦ(:Ως προς τους αδελφούς σας έχετε χρέος να υποτάσσεστε ο ένας στον άλλο με φόβο Χριστού)»[Εφ. 5,21], λέγει. Εάν βέβαια υποτάσσεσαι εξαιτίας του άρχοντα ή των χρημάτων ή της ντροπής, πολύ περισσότερο πρέπει να υποτάσσεσαι εξαιτίας του φόβου του Θεού. Ας είναι ανταπόδοση δουλείας και υποταγής, διότι έτσι δεν θα είναι δουλεία. Ας μην κάθεται ο μεν στην θέση του ελευθέρου, ο δε στη θέση του δούλου, αλλά είναι πρέπον να υπηρετούνται μεταξύ τους οι κύριοι και οι δούλοι· πολύ καλύτερα είναι να είναι έτσι δούλος ή κατ’ άλλον τρόπον ελεύθερος.
Και γίνεται φανερό από το εξής: Ας υποτεθεί ότι κάποιος έχει εκατό υπηρέτες και κανείς από αυτούς δεν προσφέρει τις υπηρεσίες του· επίσης ότι είναι εκατό φίλοι υπηρετούμενοι μεταξύ τους· ποιοι θα ζήσουν καλύτερα; Ποιοι με περισσότερη ηδονή, με περισσότερη χαρά; Δεν υπάρχει εκεί οργή, ούτε φιλονικία, ούτε θυμός, ούτε τίποτε άλλο από τα παρόμοια· εδώ υπάρχει φόβος και δειλία· και εκεί μεν τα πάντα γίνονται εξ ανάγκης, εδώ δε εκ προαιρέσεως· και εκεί μεν εξαναγκαζόμενοι, εδώ δε αισθανόμενοι ευγνωμοσύνη υπηρετούνται μεταξύ τους. Έτσι θέλει ο Θεός· για τον λόγο αυτόν ο Χριστός ένιψε τα πόδια των μαθητών. Μάλλον δε, εάν θέλεις να εξετάσεις με ακρίβεια, και στους κυρίους υπάρχει ανταπόδοση δουλείας. Και τι, εάν η αλαζονεία δεν αφήνει να φανεί η ανταπόδοση; Διότι όταν αυτός μεν προσφέρει τη σωματική υπηρεσία, εσύ δε τρέφεις το σώμα σου, και το περιποιείσαι με τροφή και ενδύματα και υποδήματα, και αυτός είναι τρόπος δουλείας· διότι εάν δεν προσφέρεις και εσύ την δική σου υπηρεσία, ούτε εκείνος τη δική του, αλλά είναι ελεύθερος, κανένας νόμος δεν θα τον αναγκάσει και χωρίς να τρέφεται να κάνει αυτό.
Εάν λοιπόν αυτό συμβαίνει στους δούλους, για ποιον λόγο είναι άτοπο, εάν αυτό γίνεται και στους ελεύθερους; «Με τον φόβο Χριστού να υποτάσσεστε», λέγει. Πόση είναι η χάρη, όταν έχουμε και ανταμοιβή; Αλλά δεν θέλει να υποταγεί σε σένα; Εσύ όμως να υποταγείς· όχι απλώς να υπακούσεις, αλλά να υποταγείς· να συμπεριφέρεσαι έτσι, σαν να είναι όλοι κύριοί σου· διότι έτσι θα έχεις αυτούς σύντομα δούλους, υποδουλωμένους στην πλέον τυραννική δύναμη της δουλείας. Διότι μάλλον αυτούς θα νικήσεις, όταν, χωρίς να λαμβάνεις τίποτε από τα δικά τους, εσύ προσφέρεις τα δικά σου. Αυτό σημαίνει «Να υποτάσσεστε ο ένας στον άλλο με φόβο Χριστού», για να νικούμε όλα τα πάθη μας, για να υπηρετούμε τον Θεό, για να διατηρούμε την αγάπη ο ένας προς τον άλλον. Και τότε θα μπορέσουμε να αξιωθούμε και της φιλανθρωπίας του Θεού, με τη χάρη και τους οικτιρμούς του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα ταυτόχρονα και στο Άγιο Πνεύμα πρέπει δόξα, κράτος, τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-ephesios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Εφεσίους επιστολήν, ομιλίες ΙΗ΄ και ΙΘ’ ,πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 21, σελίδες 138-191.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Τελειώνει στην 191.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ [Λουκ. 18,35-43]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ
(από το «Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον», ομιλία ΞΣΤ΄)
«Καὶ ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Ἱεριχὼ ἠκολούθησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς. καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκούσαντες ὅτι Ἰησοῦς παράγει, ἔκραξαν λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ. ὁ δὲ ὄχλος ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα σιωπήσωσιν· οἱ δὲ μεῖζον ἔκραζον λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ(: Και ενώ αυτοί έβγαιναν από την Ιεριχώ, Τον ακολούθησε πλήθος λαού πολύ. Και ιδού δύο τυφλοί που κάθονταν κοντά στο δρόμο, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς περνά, άρχισαν να φωνάζουν και να λένε: “Ελέησέ μας, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ, που για σένα μίλησαν οι προφήτες”. Το πλήθος όμως του λαού τούς μάλωσε για να σιωπήσουν, για να μην ενοχληθεί ο Ιησούς με τις φωνές τους. Αυτοί όμως πιο πολύ φώναζαν και έλεγαν: “Ελέησέ μας, Κύριε, απόγονε του Δαβίδ”)»[Ματθ.20,29-34].
Ας ακούσουμε, αδελφοί μου, τους τυφλούς αυτούς που ήταν ανώτεροι από πολλούς που βλέπουν. Πραγματικά, αν και δεν είχαν κανένα για να τους οδηγήσει, ούτε μπορούσαν να δουν τον Ιησού, εντούτοις είχαν μεγάλη προθυμία να έλθουν κοντά Του και άρχισαν να φωνάζουν με δυνατή φωνή και όσο τους εμπόδιζαν, τόσο περισσότερο φώναζαν. Έτσι είναι η καρτερική ψυχή. Ανυψώνεται από τα εμπόδια. Και ο Χριστός επέτρεπε να τους παρεμποδίζουν από το να φωνάζουν, για να αποκαλύπτεται σε μεγαλύτερο βαθμό η προθυμία τους και για να μάθεις ότι επάξια απόλαυσε τη θεραπεία του. Γι’ αυτό και ο Κύριος δεν τους ρωτά: «Πιστεύεις;», όπως ακριβώς είχε κάνει σε πολλούς άλλους, διότι η κραυγή και ο ερχομός τους εκεί, ήταν αρκετά για να αποκαλύψουν σε όλους την πίστη τους.
Από την περίπτωση αυτή μάθε, αγαπητέ, ότι κι αν ακόμη είμαστε πολύ ασήμαντοι και περιφρονημένοι, όταν με προθυμία πλησιάζουμε τον Θεό, θα μπορέσουμε και μόνοι μας να επιτύχουμε ό,τι ζητούμε. Κοίταξε, λοιπόν, και αυτοί, χωρίς να έχουν κανένα από τους αποστόλους ως συνήγορο, αλλά αντίθετα, πολλοί τους εμπόδιζαν να φωνάζουν, κατόρθωσαν όμως να υπερνικήσουν τα εμπόδια και να φθάσουν στον ίδιο τον Ιησού. Μολονότι ο ευαγγελιστής δεν μαρτυρεί καμία ενάρετη και αξιέπαινη πράξη που να έδινε στους τυφλούς αυτούς παρρησία και θάρρος ενώπιον του Ιησού, εντούτοις αντί όλων αυτών ήταν αρκετή απλά και μόνο η προθυμία τους.
Αυτούς λοιπόν κι εμείς ας μιμηθούμε. Κι αν ακόμη ο Θεός αναβάλλει να μας δώσει αυτό που Του ζητούμε, κι αν ακόμη είναι πολλοί εκείνοι που προσπαθούν να μας απομακρύνουν από κοντά Του, ας μη σταματήσουμε να ζητούμε· διότι έτσι προπάντων θα αποσπάσουμε τη βοήθεια του Θεού. Πρόσεξε, άλλωστε, και στο παρόν περιστατικό κατά ποιο τρόπο ούτε η φτώχεια, ούτε η τύφλωση, ούτε το ενδεχόμενο να μην εισακουστούν, ούτε η επιτίμηση του όχλου, ούτε τίποτε άλλο δεν παρεμπόδισε τη μεγάλη τους προθυμία. Τέτοια είναι η ψυχή που κατακαίγεται από τη θερμή πίστη και δεν αποφεύγει τους κόπους και τις δυσκολίες.
Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; «Καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς ἐφώνησεν αὐτοὺς καὶ εἶπε· τί θέλετε ποιήσω ὑμῖν;(:Τότε στάθηκε ο Ιησούς, τους κάλεσε και τους είπε: ‘’Τι θέλετε να σας κάνω;’’)». Του απαντούν: «Κύριε, ἵνα ἀνοιχθῶσιν ἡμῶν οἱ ὀφθαλμοί (:Κύριε, θέλουμε να ανοιχθούν τα μάτια μας)». Για ποιον λόγο τούς ρωτάει; Για να μη νομίσει κανείς ότι αυτοί μεν άλλα θέλουν να λάβουν, ενώ ο Ιησούς τους δίνει άλλα· καθόσον ο Κύριος συνηθίζει κάθε φορά στην αρχή να καθιστά ολοφάνερη την αρετή αυτών που θεραπεύονται και να την αποκαλύπτει σε όλους και έπειτα να παρέχει τη θεραπεία, αφενός μεν για να οδηγήσει και τους άλλους ανθρώπους στη μίμησή τους, αφετέρου δε για να αποδείξει ότι επάξια απολαμβάνουν τη δωρεά.
Το ίδιο έκανε και στη Χαναναία γυναίκα[Ματθ.15,21-28], το ίδιο και στον εκατόνταρχο[Ματθ.8,5-13], το ίδιο και στην αιμορροούσα, μάλλον όμως η θαυμάσια εκείνη γυναίκα πρόφθασε την ερώτηση του Κυρίου και άγγιξε το κράσπεδο του ιματίου Του αναζητώντας τη θεραπεία της πριν τη ζητήσει με λόγια[Ματθ.18,19-26]. Αλλά όμως, παρά το γεγονός αυτό, ο Ιησούς δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη, αλλά και ύστερα από τη θεραπεία την αποκαλύπτει σε όλους. Έτσι απέδιδε μεγάλη σημασία στο να διακηρύσσει τα κατορθώματα εκείνων που Τον πλησίαζαν και να τα παρουσιάζει μεγαλύτερα από ό,τι ήταν. Το ίδιο, λοιπόν, κάνει και εδώ.
Έπειτα, αφού του είπαν οι τυφλοί τι ακριβώς ήθελαν, τους λυπήθηκε και άγγιξε τα μάτια τους[ Ματθ.20,34: «Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ εὐθέως ἀνέβλεψαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ(:Και ο Ιησούς τούς σπλαχνίστηκε και τους άγγιξε τα μάτια. Και αμέσως τα μάτια τους απέκτησαν και πάλι το φως τους και από ευγνωμοσύνη Τον ακολούθησαν και οι δύο)»]. Το άγγιγμα αυτό βέβαια είναι η μόνη αιτία της θεραπείας για την οποία και ήλθε στον κόσμο. Μολονότι όμως η θεραπεία αυτή ήταν έλεος και χάρις, εντούτοις ζητεί να βρει εκείνους που αξίζουν να την λάβουν. Επίσης το ότι οι τυφλοί αυτοί ήταν άξιοι γι’ αυτήν, αποδεικνύεται από το ότι φώναξε δυνατά και από το γεγονός ότι, όταν θεραπεύθηκαν, δεν απομακρύνθηκαν από τον Κύριο, όπως κάνουν πολλοί άλλοι, που ύστερα από τις ευεργεσίες φέρονται με αγνωμοσύνη. Αυτοί, όμως, δεν ήταν τέτοιοι άνθρωποι, αλλά και πριν από τη δωρεά ήταν καρτερικοί και ύστερα από τη θεραπεία ευγνώμονες. Πραγματικά, από τότε και οι δύο ακολούθησαν τον Ιησού.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΞΣΤ΄, σελίδες 307-311.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 68, σελ. 35- 37(ή: 14 -15 του PDF)
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην απλή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκ. 18,35-43]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ
«Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με (:Ιησού, υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με)»[Λουκ.18,38].
Προσήλθε, λοιπόν, αυτός ο τυφλός με την πεποίθηση ότι προσερχόταν στον Θεό που είναι σε όλα ισχυρός· και αποκαλεί τον Ιησού «υἱόν Δαυΐδ», διότι έχοντας ανατραφεί μέσα στον ιουδαϊσμό και έχοντας γεννηθεί εκεί ως εντόπιος, δεν αγνόησε όσα είχαν ειπωθεί εκ των προτέρων γι’ Αυτόν μέσω του νόμου βέβαια και των αγίων προφητών και ότι κατά σάρκα προερχόταν από τη γενιά του Δαβίδ. Επομένως, επειδή ήδη είχε πιστέψει ότι, όντας Θεός ο Λόγος, υπέμεινε με τη θέλησή Του την κατά σάρκα γέννησή Του, εννοώ από την αγία Παρθένο, πλησιάζει τον Ιησού ως Θεό, λέγοντάς Του: «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Πράγματι, μια πρόσθετη μαρτυρία ότι απηύθυνε αυτήν την ικεσία στον Κύριο, έχοντας αυτήν την πεποίθηση, αποτελούν τα ίδια τα λόγια του Χριστού: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:Η πίστη σου σε έχει σώσει)».
Ας τον μιμηθούν, λοιπόν, αυτόν που ήταν ασθενής στους οφθαλμούς, όσοι διαιρούν στα δύο τον ένα Κύριο Ιησού Χριστό, καθώς ο τυφλός πλησιάζει τον Σωτήρα των πάντων Χριστό ως Θεό και Τον ονομάζει και Κύριο και υιό του Δαβίδ. Μαρτυρεί επίσης τη δόξα Του, με το να επιζητεί από Αυτόν μια ενέργεια που ταιριάζει απόλυτα στον Θεό. Ας θαυμάζουν επίσης το σθένος της ομολογίας του˙ μερικοί πράγματι τον επιτιμούσαν, επειδή ομολογούσε την πίστη του, αυτός όμως δεν υποχωρούσε, ούτε και μειωνόταν η παρρησία του από όσους τον εμπόδιζαν. Ήξερε ότι η πίστη μάχεται με τα πάντα και τα πάντα νικάει˙ για τον λόγο αυτό τον επιτιμούσαν, αλλά αυτός, πιστός, δεν υποχωρούσε, αλλά ακολουθούσε τον Δεσπότη, γνωρίζοντας ότι είναι καλή η υπέρ της ευσεβείας «αναίδεια»˙ γιατί αν για τα χρήματα υπάρχουν πολλοί αναιδείς, για τη σωτηρία της ψυχής δεν χρειάζεται να ενδύεται κανείς την καλή αναίδεια;
Σταματάει τον Κύριο η φωνή εκείνου που Τον επικαλείται με πίστη˙ και έχει δίκαια τιμηθεί από τον Χριστό ο τυφλός˙ διότι έχει κληθεί από Αυτόν και έχει δεχθεί εντολή να έρθει κοντά, με σκοπό αυτός που Τον προσέγγισε προηγουμένως με την πίστη του, να Τον πλησιάσει και με το σώμα του˙ και εμάς λοιπόν η πίστη μάς παρουσιάζει και μας φέρνει κοντά στον Χριστό, ώστε να αξιωθούμε και λόγια που να προέρχονται από Αυτόν. Διότι αφού έφεραν κοντά Του τον τυφλό, τον ρωτούσε λέγοντας: «Τί σοί θέλεις ποιήσω; (:Τι θέλεις να κάνω για σένα;)». Άραγε λοιπόν αγνοούσε ο Κύριος το αίτημα που θα υπέβαλε ο τυφλός; Και πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί αυτό; Ρωτούσε λοιπόν κατ’ οικονομίαν, για να μάθαιναν ιδιαίτερα οι παριστάμενοι, δηλαδή όσοι βάδιζαν μαζί του, ότι όχι για χρήματα μάλλον Τον παρακαλεί, αλλά για μια ενέργεια θεϊκή που μπορεί να προέλθει από τον Θεό. Άρα λοιπόν απαλλασσόταν βέβαια από το να νοσεί ο τυφλός, παραμελούσε όμως εντελώς το να είναι φίλος του Χριστού; Με κανέναν τρόπο· αλλά αποδείκνυε την ευγνωμοσύνη του με τα έργα του. Και απελευθερώθηκε από μια διπλή τυφλότητα, και τη σωματική, και την τυφλότητα του νου και της καρδιάς· διότι δεν θα Τον δόξαζε ως Θεό, εάν όντως δεν είχε αποκτήσει την όρασή του. Και επίσης έχει γίνει και για άλλους λογική αιτία για να Τον δοξάζουν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf,σελ. 138
Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον»,Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Β΄», σελ. 163-165
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 18, 35-43]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΕΝΑ ΚΟΡΥΦΑΙΟΝ ΑΙΤΗΜΑ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 23-1-1994]
[Β 291]
Εκπληκτικό, όντως, αγαπητοί μου, το θαύμα της θεραπείας του τυφλού της Ιεριχούς. Και η έκπληξις προέρχεται τόσο από τον Κύριον, όσο και από τον τυφλόν. Και οι δύο πλευρές εκπλήσσουν. Παρατηρούμε τον Κύριον, με πόσην ευκολία δίδει αυτό που του ζητείται. Λέγει ένας ερμηνευτής: «Ὅρα τήν ἐξουσίαν». «Δες», λέγει, «την εξουσίαν». «’’Ἀνάβλεψον’’. Τίς γάρ τῶν προφητῶν οὕτως ἐθεράπευσεν, ἐν τοσαύτῃ, φημί, ἐξουσίᾳ;». Τι είπε; «Ἀνάβλεψον». Δηλαδή «Να δεις». «Ποιος», λέγει, «από τους προφήτας ποτέ εθεράπευσε με τόσην εξουσίαν;».
Αλλά και ο τυφλός υπήρξε εκπληκτικός. Με τα μάτια του, δεν είδε κανένα θαύμα του Χριστού. Μόνο άκουσε. Επιμένει όμως στο αίτημά του, γιατί πιστεύει ότι θα μπορέσει να δει. Και το σημαντικότατον, ότι κάθε του εκφώνησις προς τον Κύριον, είναι και ένας –προσέξατε- κολοσσός θεολογίας. Τον απεκάλεσε «υἱόν Δαυΐδ». «Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Τον απεκάλεσε λοιπόν «υἱόν Δαυΐδ» ·που είναι ταυτόσημον με το «Μεσσίας», με το «Χριστός». Τον απεκάλεσε «Κύριον». «Κύριε Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»· που «Κύριος» είναι ταυτόσημον με το «Θεός». Του είπε και το όνομα Ιησούς. Το όνομα της ανθρωπίνης Του φύσεως. Και τι είπε; «Ἐλέησόν με». Αν ό,τι εξεφώνησε, το θέσομε σε μία παράταξη, τότε τούτο βγάζομε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Να λοιπόν που ο τυφλός αυτός ήδη διετύπωσε αυτήν την μονολόγιστον ευχήν, που έχει σαφώς την κατάθεσή της μέσα εις αυτήν την Αγίαν Γραφήν. Δεν επενοήθη αυτή η ευχή του Ιησού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», δεν επενοήθη από τους, έστω, εκκλησιαστικούς. Δεν θα πείραζε. Αλλά όμως δεν επενοήθη, αλλά ήδη είναι κατατεθειμένη μέσα εις την Καινή Διαθήκη.
Έτσι αποδεικνύεται ο τυφλός της Ιεριχούς, τρανός θεολόγος. Γιατί; Διότι, όταν είπε «Κύριε», εννοούσε την θεότητα του Χριστού. Όταν είπε «Ἰησοῦ», εννοούσε την ανθρωπίνη φύση του Χριστού, κι όταν είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ Δαυίδ», το ίδιο είναι, ομολογούσε τη μεσσιανικότητα του Ιησού. Συνεπώς εδώ έχομε στα τρία αυτά ονόματα, όλην την θεολογικήν πληρότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού. Ότι είναι Θεός, ότι είναι άνθρωπος, συνεπώς Θεάνθρωπος, κι έχει ένα έργον, το μοναδικό έργο, του ότι είναι Χριστός, δηλαδή χρισμένος, κεχρισμένος για έναν σκοπό. Κι αυτός ο σκοπός είναι η σωτηρία του ανθρώπου. Να γιατί αυτός ο τυφλός -ο τυφλός!- αποδεικνύεται τρανός, όπως σας είπα, θεολόγος. Κι αν λογαριάσομε την επαινεθείσα πίστη του, που του είπε ο Κύριος: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», τότε μένομε αληθινά έκπληκτοι με την παρουσία και το πρόσωπο αυτού του τυφλού της Ιεριχούς.
Μας κατέπληξε λοιπόν τόσον ο Κύριος, όσο και ο τυφλός. Ας δούμε όμως καταρχάς το αίτημα του τυφλού. «Τι θέλεις;», του είπε ο Κύριος. «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». «Κύριε, τι θέλω; Να δω. Είμαι τυφλός. Να δω». Αλήθεια, υπάρχει πιο κορυφαίον αίτημα, τουλάχιστον από τα φυσικά προσόντα ενός ανθρώπου από την όραση; Που λέγεται μάλιστα και βασιλική αίσθησις;
Αλλά δεν είναι η όρασις μόνον των ματιών. Είναι και η όρασις της ψυχής. Συνεπώς μια όραση τόσο αισθητή, όσο και πνευματική. Και του σώματος και της ψυχής. Εκείνο όμως που μας καταπλήσσει ακόμα είναι ότι αυτός ο τυφλός, τα μάτια της ψυχής του τα είχε ορθάνοιχτα. Όλο εκείνο το πλήθος που ηκολούθει τον Χριστόν, πηγαίνοντας εις την Ιεριχώ, δεν είχε τα μάτια του ανοιχτά· αν και ήσαν ανοιχτομάτηδες. Αλλά δεν είχε τα μάτια του ανοιχτά, της ψυχής τα μάτια. Μάλιστα εκεί οι Φαρισαίοι γόγγυζαν. «Μπα», λέει, «τι, και να μείνει στο σπίτι ενός αμαρτωλού;». Τίνος; Του Ζακχαίου. Δεν είχαν τα μάτια τους ανοιχτά. Δεν έβλεπαν. Και να βλέπει αυτός ο τυφλός! Μα είναι καταπληκτικό!
Γιατί, αλήθεια, όμως, ο Κύριος άνοιγε τα των τυφλών; Τα μάτια των τυφλών και του σώματος και της ψυχής. Για να δουν -να δουν!- με τα μάτια του σώματος, αλλά και της ψυχής, τον Θεόν Λόγον που ενηνθρώπησε. Λέγει ο Ωριγένης, σχολιάζοντας το προοίμιον του Ευαγγελίου του Λουκά ότι «Τον Ιησούν όλοι τον είδαν, τον Λόγον μόνον όσοι επίστεψαν». Διότι για να δεις τον Λόγον, που είναι ο Ιησούς, έπρεπε να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά. Τα μάτια της ψυχής. Ο Κύριος λοιπόν άνοιγε και τα μάτια του σώματος και τα μάτια της ψυχής.
Στη Βασιλεία του Θεού, μετά την ανάσταση των νεκρών και με τα μάτια του σώματος και με τα μάτια της ψυχής, θα βλέπομε εις το διηνεκές το πρόσωπον του Χριστού· εις το διηνεκές. Μας το βεβαιώνει η Αγία Γραφή. Μας λέγει ο Ευαγγελιστής- Αποκάλυψις, 22,4: «Καί οἱ δοῦλοι αὐτοῦ λατρεύσουσιν αὐτῷ καί ὄψονται τό πρόσωπον αὐτοῦ(:Και θα ίδουν το πρόσωπον αυτού) καί τό ὄνομα αὐτοῦ ἐπί τῶν μετώπων αὐτῶν». Για να πει ο αυτός Ευαγγελιστής στην πρώτη του επιστολή ότι «Τεκνία», λέει, « παιδάκια, δεν έχομε ακόμα φθάσει να δούμε τι θα απογίνομε· ξέρομε όμως ότι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστίν». «Θα τον δούμε όπως είναι». Είναι καταπληκτικό. Και η θεωρία του προσώπου του Χριστού, είναι το ύψιστον αγαθόν. Επειδή από κει, από τη θεωρία του προσώπου Του, απορρέει η υψίστη μακαριότης. Γι΄αυτό ύψιστον αίτημα είναι η όρασις και η σωματική και η πνευματική.
Πρέπει όμως από την παρούσα ζωή να δει κανείς το πρόσωπον του Χριστού! Όταν το πρωτοδιάβασα, εις τον άγιον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τρόμαξα. «Γιατί», λέγει, «αν δεν Τον δεις εδώ στη Γη, μην περιμένεις, ούτε στον ουρανό δεν θα Τον δεις τον Χριστόν». Και ποιος δεν θα δει το πρόσωπον του Χριστού; Μόνο οι κολασμένοι. Είναι φοβερό. Αλλά πώς μπορούμε να το πούμε αυτό; Τι θα πει «βλέπω τον Χριστόν από την παρούσα ζωή;». Πρέπει από δω να Τον αναγνωρίσεις ότι είναι ο Ιησούς Χριστός ο Κύριος· ότι είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Με τα μάτια της ψυχής. Δηλαδή με την πίστη. Αυτό θα πει «αν δεν δεις από την παρούσα ζωή τον Ιησούν Χριστόν, δεν Τον αναγνωρίσεις, ούτε εκεί θα Τον αναγνωρίσεις, στον ουρανό, μετά θάνατον, μετά την ανάσταση των νεκρών». Δηλαδή πρέπει να αναγνωρισθεί η ταυτότητα του Ιησού Χριστού.
Όταν ο Κύριος ερωτούσε: «Τίνα με λέγουσιν εἶναι τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου;», έλεγε στους μαθητάς Του. «Οι άνθρωποι για μένα τι λένε;». Ο Απόστολος Πέτρος απήντησε: «Σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Ενώ οι άλλοι όλοι έλεγαν: «Μπορεί να είναι ο προφήτης Ιερεμίας»· «μπορεί να είναι ο Ηλίας»· «μπορεί…»· «μπορεί…». Δεν τον είχαν αναγνωρίσει. Ο Πέτρος τον αναγνωρίζει. Και λέγει: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος». Και εμακαρίσθη ο Πέτρος. Συνεπώς ο Πέτρος είδε τον Ιησούν. Τι είδε; Τον Θεόν Λόγον. Ο Ηρώδης είδε τον Ιησούν; Ο Πιλάτος είδε τον Ιησούν; Ο Άννας, ο Καϊάφας, οι άρχοντες, οι Φαρισαίοι, είδαν τον Ιησούν ως Λόγον Θεού; Ως Ιησούν άνθρωπον, ναι. Ως Λόγον όχι. Αυτό θα πει αν δεν δεις από την παρούσα ζωή τον Ιησούν Χριστόν, δεν Τον αναγνωρίσεις, ούτε εκεί θα τον δεις. Και εμακαρίσθη ο Πέτρος.
Έτσι, αγαπητοί, και στον κάθε πιστό, στον κάθε πιστό. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Ὅθεν καί φῶς τῷ κάμνοντι γέγονεν ἡ φωνή, ἐκ φωτός τοῦ ἀληθινοῦ προϊοῦσα». Δηλαδή, ότι εις τον ασθενή, εις τον κάμνοντα, εις τον τυφλόν δηλαδή, η φωνή εκείνη του Χριστού, έγινε φως. Και αυτό το φως ήτο εκ Φωτός του αληθινού. Από εκεί προήλθε. «Προϊούσα». Από εκεί προήλθε. Προσέξτε: Η φωνή έγινε φως. Είναι η ιδία φωνή που είπε κάποτε, ως φωνή: «Γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς». Αυτό είναι μεγαλειώδες. Η φωνή έγινε φως. Τότε και τώρα εις τον τυφλόν, η φωνή του Χριστού γίνεται φως στα μάτια Του και φως στην ψυχή Του. Άρα λοιπόν, ποιος είναι ο Ιησούς, που με τόσο απλό τρόπο, τόσο εύκολα λέγει στον τυφλόν, που του είπε «ἵνα ἀναβλέψω»: «Να αναβλέψεις!». Τόσο απλά. Τόσο εύκολα. Ποιος είναι; Είναι ο Θεός Λόγος· που εδημιούργησε το φως. Είναι ο ίδιος που τώρα ανοίγει τα μάτια του τυφλού και του δίδει το φως. Είναι εκπληκτικό, αγαπητοί μου! Αυτό θα πει ανά πάσα στιγμή να αναγνωρίζεις δια των Γραφών και δια της εμπειρίας, να αναγνωρίζεις Ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός. Δηλαδή, να Τον δεις από την παρούσα ζωή.
Και με τα μάτια της ψυχής κυριότατα, τι μπορείς να βλέπεις; Να βλέπεις τα όντως όντα. Να βλέπεις εκείνα που πράγματι υπάρχουν. Αυτό είναι τώρα μία συνέπεια του πράγματος. Είναι ένας καρπός. Γιατί αν δεις τον Χριστόν, τότε βλέπεις και τα όντως όντα. Δηλαδή εκείνα που πράγματι υπάρχουν. Ότι τα κτιστά, όλα τα κτιστά, δεν είναι όντως όντα. Είναι απλώς όντα. Δηλαδή δεν είναι πραγματικώς πράγματα, αλλά είναι απλώς πράγματα. Τι πράγματα; Εικόνες των όντων. Εικόνες, όντως, των όντων. Εικόνες. Τι είναι; Εκείνο που λέμε στις κηδείες: «Σκιᾶς ὄναρ ὁ βίος»! «Σκιᾶς ὄναρ ὁ βίος». «Είναι ένα όνειρο, μια σκιά ο βίος. Τι είναι; Έφαγα, ήπια, γλέντησα, πλούτισα. Πού είναι αυτά; Πού», λέει, «ο πλούτος; Πού ετούτο; Πού εκείνο;». Λέει πάλι ένα τροπάριο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, στις κηδείες: «Δεν συνοδεύει τίποτε απ’ αυτά». Άρα, αυτά όλα δεν είναι όντως όντα. Είναι απλώς όντα.
Δεν αρνούμεθα την ύπαρξιν του σύμπαντος. Προσέξτε. Γιατί υπήρξαν φιλόσοφοι που αρνήθηκαν και την ύπαρξιν του σύμπαντος. Όχι. Ή την ύπαρξιν της ύλης. Όχι. Γιατί «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο», πραγματικά. Αλλά ότι τα όντα δεν είναι όντως όντα. Τι είναι; Αντίτυπα των αληθινών, που λέγει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Εβραίους επιστολή του, 9, 24. Εκεί, που βλέπουν οι άγιοι και προσδοκούν και επιθυμούν. Αυτά είναι τα όντως όντα. Αγαπούν και την κτίσιν, βεβαίως. Δεν την αρνούνται. Σαν έργα των δαχτύλων του Θεού, του Θεού Λόγου. Κυριότατα όμως αγαπούν και θέλουν τα αόρατα του Θεού, Αυτόν τον Ίδιον τον Θεόν, τον Θεόν Λόγον. Έτσι, κανείς άγιος δεν είναι ειδωλολάτρης. Γιατί δεν κόλλησε επάνω εις τα όντα. Τα ξεπέρασε κάθε άγιος, φθάνοντας εις τα όντως όντα. Μην σας μπερδεύει η έκφρασις. Διαμέσου δε της κτίσεως κάθε άγιος βλέπει τον Κτίστην. Και σε Αυτόν μένει. Και Αυτόν λατρεύει. Όλα είναι στη χρήση μας. Αλλά δεν είναι ο προορισμός μας. Όλα. Και το σπίτι μας και τα χρήματα και η συζυγία και τα παιδιά. Όλα είναι στην χρήση μας. Αλλά δεν σταματάμε σε αυτά.
Ακόμη ο πιστός που έχει μάτια, μάτια, μάτια της ψυχής, βλέπει και τους λόγους των όντων. Γιατί υπάρχουν όλα αυτά; Γιατί υπάρχει το σύμπαν; Γιατί υπάρχει ετούτο ή εκείνο ή εκείνο; Γιατί υπάρχω εγώ; Λέγει ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Τούς λόγους τῶν ὄντων – προσέξατέ το, είναι πολύ ωραίο. «Οἱ λόγοι τῶν ὄντων». Δηλαδή για ποιον λόγο υπάρχουν τα όντα. Ποια είναι η αιτία που υπάρχουν τα όντα- δηλαδή, λέγει ο ίδιος «τόν σκοπόν, δι’ ὄν ἐγένετο ἕκαστον πρᾶγμα, πρός τό φωτίζειν τόν νοῦν – για να φωτίζεται ο νους- εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ (:Να φθάσω δια των όντων εις την αγάπην του Θεού. Γιατί έκανε ο Θεός τούτο, εκείνο, εκείνο, εκείνο, τα πουλιά, τα φυτά, τα κρινάκια, τον ουρανό, την θάλασσα, τις πέτρες, τα κοχύλια, τα πετραδάκια, τα κοχυλάκια… Απ’ αυτά, διαμέσου αυτών να φθάσω στον Κτίστην. Εκεί είναι οι λόγοι των όντων συγκεντρωμένοι· στον Χριστόν, στον Δημιουργόν) καί γινώσκειν τήν μεγαλωσύνην αὐτοῦ καί τήν ἀνέκφραστον αὐτοῦ σοφίαν, καί πρόνοιαν (:πώς φροντίζει) ἐκ τῆς ἐπιμελείας αὐτοῦ περί τῶν κτισμάτων(:με την φροντίδα Του για τα κτίσματα) ἵνα ἐκ τῆς γνώσεως ταύτης(:ώστε από την γνώση αυτή) φοβῆται τήν παράβασιν τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ καί τήν ἰδίαν ἀσθένειαν καί ἀγνωσίαν καταγινώσκει (:βλέπει την αγνωσία Του, βλέπει την ασθένειά Του. Αδύναμος εγώ ο άνθρωπος. Δεν μπορώ όμως να αμαρτάνω, όταν καταλάβω τους λόγους των όντων), κἀντεῦθεν(:κι από δω) ταπεινοφρονεῖ καί ἀγαπᾶ τόν Θεόν καί οὐ καταφρονεῖ τῶν ἐντολῶν Αὐτοῦ». Είναι ωραιότατο απόσπασμα. Να σας βοηθήσω, Πέτρου Δαμασκηνού, 3ος τόμος της Φιλοκαλίας στη σελίδα 164.
Μόνον έτσι είναι ο άνθρωπος κυριολεκτικά βασιλιάς της Δημιουργίας μέσα στην οποία καθρεπτίζεται το πρόσωπο του Θεού και το πρόσωπο το δικό Του. Αν κατακτήσει την κτίση για να κάνει κατάχρηση, τότε έγινε δούλος της κτίσεως και όχι αφεντικό της Δημιουργίας. Έτσι «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται», όπως λέγει ο Ψαλμωδός. Και η μία άβυσσος είναι ο Θεός, το πρωτότυπον. Η δευτέρα άβυσσος(άβυσσος θα πει κάτι που δεν έχει τέρμα, δεν έχει βυθόν) είναι ο άνθρωπος, η εικόνα του Θεού. Έτσι επικαλείται η μία άβυσσος την άλλην άβυσσον. Και λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος ότι «Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐστίν τό ποιοῦν ἑτέρους ὀφθαλμούς». «Το Πνεύμα το Άγιον είναι εκείνον το οποίον», λέει, «κάνει τα άλλα μάτια». Αυτά τα άλλα μάτια, τα μάτια της ψυχής, βλέπουν τα όντως συμφέροντα. Όταν οι άνθρωποι συζητούν και διαπληκτίζονται και χωρίζουν μεταξύ των για πράγματα, για χωράφια, για χρήματα, για κληρονομιές, που τα βλέπουν βεβαίως σπουδαία και συμφέροντα, αυτά όλα, τα μάτια του πιστού, τα βλέπει τιποτένια. Αυτό θα πει να έχεις τα μάτια του Αγίου Πνεύματος. Θα περάσουν. Αξίζει να μαλώσω με τον αδελφό μου; Θα περάσουν αυτά…
Ποτέ δεν μπορείς να περιφρονήσεις αυτόν τον κόσμον και να σταθείς πιο πάνω από τον κόσμον -εκείνη η υπερφρόνησις…-, αν δεν έχεις δει τα αγαθά κάποιου άλλου κόσμου. Και τα βλέπεις με σιγουριά. Γιατί αλλιώτικα δεν δίδεις, αγαπητέ, τη ζωή σου, για πράγματα που δεν βλέπεις. Βλέπεις ότι ετοίμασε ο Θεός, εκείνο που λέγει ο Απόστολος Παύλος, «ὅ,τι ἑτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν». Εκείνους που Τον αγαπούν. Αν δεν έβλεπε έτσι ο Παύλος, δεν θα έγραφε: «Λογίζομαι –λογαριάζω- γάρ ὅτι οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ – Τι παθαίνομε; Μας κυνηγούν οι άνθρωποι, πάσχομε, πληγές, τόσα, κ.λπ. παθήματα. Δεν είναι σπουδαία πράγματα- πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». «Μπροστά σε εκείνα που θα αποτελέσουν την αληθινή δόξα, όταν θα μας αποκαλυφθεί».
Ακόμη δεν θα έγραφε ο Παύλος: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». «Δεν έχομε εδώ πατρίδα μόνιμη. Την μελλοντική επιζητούμε». Το ίδιο και ο Μωυσής. Αυτά τα μάτια διέθετε ο Μωυσής. Ναι. Για να προτιμά 15 αιώνες προ Χριστού, για να προτιμά τα αληθώς συμφέροντα. Μας το σημειώνει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους 11,24, όταν λέγει εκείνον τον μυστηριώδη λόγον, ο οποίος είναι πρωθύστερος. Δηλαδή μιλάει για τον Μωυσή και τον Χριστό, που ο Χριστός ήρθε 15 αιώνες μετά. Και λέγει: «Μωυσῆς ἠρνήσατο(:αρνήθηκε) λέγεσθαι υἱός θυγατρός Φαραώ(:να ονομάζεται, να ονοματίζεται: ο γιος της θυγατρός του Φαραώ) μᾶλλον ἐλόμενος (:μάλλον προτιμών) συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ(:να συγκακουχείται με τον λαό του Θεού) ἤ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν(:παρά να έχει την πρόσκαιρη απόλαυση της αμαρτίας) μείζονα πλοῦτον ἠγησάμενος(: «θεωρών», λέει, «μέγιστον πλούτον· ακούστε) τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν(:από τους θησαυρούς της Αιγύπτου· μια μέρα ο Μωυσής θα εγίνετο βασιλιάς, αφού ήταν ο γιος της θυγατρός του Φαραώ. Τι προτίμησε; Ακούστε, ακούστε) τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ(:έβλεπε την σταύρωση του Χριστού, έβλεπε τον Χριστό στον Σταυρό. Και προτίμησε τον Χριστό επάνω στον Σταυρό)· ἀπέβλεπε γάρ εἰς τήν μισθαποδοσίαν». Και ποια είναι η «μισθαποδοσία»; Η Βασιλεία του Θεού. Τα ίδια μάτια διαθέτει, αγαπητοί, και ο κάθε πιστός, μέσα στους αιώνες. Ότι προτιμά να είναι σωστός και ακέραιος Χριστιανός, από τα θέλγητρα του κόσμου τούτου. Και οι μάρτυρες αυτά τα μάτια είχαν. Αλλιώς; Δεν μπορούσαν να μαρτυρήσουν.
Με τα μάτια αυτά που σου άνοιξε Εκείνος, που είπε να γίνει φως και έγινε φως, βλέπεις και τα μυστήρια του Θεού. Γι΄αυτό ο Κύριος είπε: «Ὑμῖν δέδοται(:Σε σας εδόθη) γνῶναι τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνοις δέν τοῖς ἔξω(:τους άλλους, τους απέξω, τους κοσμικούς) ἵνα βλέποντες βλέπωσι καί μή ἴδωσι(:να βλέπουν, αλλά να μη βλέπουν, να μην καταλαβαίνουν). Ὑμῶν δέ μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί ὅτι βλέπουσι». «Για σας; Είσαστε ευτυχείς, γιατί τα μάτια σας βλέπουν».
Aυτά τα μάτια σήμερα στερείται ο κόσμος, αγαπητοί. Και δεν μπορεί να ιδεί τον Δημιουργό του και σωτήρα του, τον Ιησούν Χριστόν. Γι΄αυτό δεν πιστεύουν οι άνθρωποι στον Χριστόν. Δεν έχουν τα μάτια αυτά. Και αυτά τα μάτια ανοίγουν, όχι δημιουργούνται, γιατί υπάρχουν, ανοίγουν με την πίστη. Γι΄αυτό και ο Κύριος είπε στον τυφλό… τι του είπε; «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». «Εκείνη που σε έσωσε είναι η πίστις σου». Κι ο κόσμος, δεν πιστεύει. «Οὐ γάρ πάντων ἡ πίστις», θα σημειώσει ο Απόστολος σε μια του επιστολή. Ο κόσμος με τα πάθη του σκοτίζει και τυφλώνει και καθιστά ανυπόπτους τους ανθρώπους δια τα ωραία του Θεού. Γι΄αυτό συνιστά ο Κύριος στον άγγελο της Λαοδικείας στην Αποκάλυψη, και του λέγει: «Καί οὐκ οἴδας ὅτι σύ εἶ ὁ ταλαίπωρος(:και δεν γνωρίζεις ότι συ είσαι ο ταλαίπωρος) καί ὁ ἐλεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός, συμβουλεύω σοί (:σε συμβουλεύω) ἀγοράσαι παρ’ ἐμοῦ(:να αγοράσεις από μένα) κολλύριον – είναι το φάρμακον των ματιών – ἵνα ἐγχρίσῃ τούς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς». «Να βάλεις στα μάτια σου για να βλέπεις». Και ποιο είναι αυτό το κολλύριον; Είναι το Πνεύμα το Άγιον, που δίδει μόνον ο Χριστός. Γι’ αυτό λέγει «ἀγοράσαι παρ’ ἐμοῦ». «Να το αγοράσεις από μένα». Και το οποίον, Πνεύμα Άγιον, «ποιεῖ(:κάνει) ἑτέρους ὀφθαλμούς(:άλλα μάτια)».
Αγαπητοί, σήμερα οι άνθρωποι δεν έχουν το Πνεύμα το Άγιον. Ή το λυπούν ή το αφήνουν ανενέργητο με τα πάθη των, αφού το πήραμε κατά το βάπτισμά μας. Το αφήνουν όμως ανενέργητο. Γι΄αυτό μένουν τυφλοί. Και δεν μπορούν να ιδούν τα του Θεού. Πολλά μπορούμε να ζητάμε από τον Κύριο. Πολλά μπορούμε. Αλλά το κορυφαίον που έχομε να ζητήσομε είναι η πνευματική όρασις. Γι΄αυτό να λέμε: «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, δός μοί του ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα», κλπ. κλπ. Δώσ’ μου να βλέπω, να βλέπω. Να έχω τα μάτια της ψυχής, να βλέπω καλά τον εαυτό μου. Να έχω επίγνωση του εαυτού μου. Να βλέπω τους λόγους των όντων και να Σε αγαπώ. Να βλέπω τα μυστήρια της βασιλείας Σου και να ελπίζω. Να βλέπω το Θεανθρώπινο πρόσωπό Σου και να χαίρομαι. Προπαντός το Θεανθρώπινο πρόσωπό Σου, που είναι για μένα το φως, η αληθινή μακαριότητα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_587.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.