ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ Λουκά / Ζακχαίου (28/1/2024)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ:
Α΄προς Τιμόθεον, κεφάλαιο Δ΄, εδάφια 9-15
9 Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος· 10 εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν.
11 Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε. 12 Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ. 13 Ἓως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. 14 Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου. 15 Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν. 16 Ἒπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
9 Το ότι οι αγώνες της ευσεβούς και αγίας ζωής μάς ωφελούν και στη ζωή αυτή και στη μελλοντική είναι λόγος αξιόπιστος και άξιος να τον αποδεχθεί κανείς με όλη του την καρδιά. 10 Κι επειδή ο λόγος αυτός είναι αξιόπιστος, γι’ αυτό ακριβώς κι εμείς υπομένουμε κόπους και δεχόμαστε ονειδισμούς ότι είμαστε δήθεν ανόητοι, επειδή έχουμε στηρίξει τις ελπίδες μας στον ζωντανό Θεό. Αυτός είναι ο σωτήρας όλων των ανθρώπων, τους οποίους συντηρεί με την πρόνοιά Του, προπαντός όμως των πιστών, τους οποίους σώζει από τον αιώνιο θάνατο. 11 Με το κύρος και την εξουσία του αξιώματός σου να προτρέπεις και να διδάσκεις αυτά που σου γράφω. 12 Παρά τη νεότητά σου να έχεις ζωή συνετού και ενάρετου γέροντα, ώστε κανείς να μην καταφρονεί το νεαρό της ηλικίας σου. Αλλά παρ’ όλη τη νεότητά σου να γίνεσαι υπόδειγμα των πιστών και στα λόγια σου και στη συμπεριφορά που θα έχεις στις συναναστροφές μαζί τους, και στην αγάπη που θα δείχνεις προς όλους, και στην πνευματική ζωή που θα ζεις με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, και στην πίστη και στην αγνότητα και καθαρότητα της ζωής σου.
13 Μέχρι να έλθω, σου συνιστώ να επιδίδεσαι με ζήλο και επιμέλεια στην ανάγνωση των Αγίων Γραφών, στην παρηγοριά και νουθεσία των ανθρώπων που θλίβονται και κλονίζονται, στη διδασκαλία όλων των πιστών. 14 Μην παραμελείς το θείο χάρισμα που έχεις μέσα σου και σου δόθηκε με την τοποθέτηση των χεριών του σώματος των πρεσβυτέρων πάνω στο κεφάλι σου, μετά από την εκλογή στην οποία οδηγηθήκαμε με προφητική αποκάλυψη. 15 Σου συνιστώ να μελετάς αυτά που σου γράφω. Ολόκληρη η σκέψη σου και η ύπαρξή σου να είναι μέσα σε αυτά, για να γίνεται φανερή σε όλους η πρόοδός σου και να δίνεις σε όλους το καλό παράδειγμα. 16 Πρόσεχε τον εαυτό σου κι εκείνα που διδάσκεις. Να επιμένεις σε αυτά· διότι όταν το κάνεις αυτό που σε προτρέπω, θα σώσεις και τον εαυτό σου και εκείνους που σε ακούν.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ:
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο ΙΘ΄, εδάφια 1-10
1 Καί εἰσελθὼν διήρχετο τὴν ῾Ιεριχώ· 2 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, 3 καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. 4 Καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. 5 Καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. 6 Καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. 7 Καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι.
8 Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. 9 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς ᾿Αβραάμ ἐστιν. 10 Ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Έπειτα από λίγο ο Ιησούς μπήκε στην Ιεριχώ, και περνούσε μέσα από την πόλη. 2 Εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ζακχαίος. Αυτός ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. 3 Και προσπαθούσε να δει τον Ιησού ποιος είναι, αλλά δεν μπορούσε· διότι υπήρχε μεγάλη συρροή λαού, και αυτός ήταν κοντός στο ανάστημα και σκεπαζόταν από το πλήθος. 4 Έτρεξε λοιπόν μπροστά από το πλήθος που συνόδευε τον Ιησού και ανέβηκε σαν να ήταν μικρό παιδί σε μία συκομουριά για να τον δει, διότι από τον δρόμο εκείνο στον οποίο βρισκόταν το δέντρο αυτό θα περνούσε ο Ιησούς. 5 Αμέσως μόλις έφθασε ο Ιησούς στο σημείο εκείνο, σήκωσε τα μάτια Του και τον είδε˙ και, χωρίς να τον γνωρίζει από παλαιότερα, τον φώναξε με το όνομά του και του είπε: «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου, σύμφωνα με τη θεία βουλή που προετοιμάζει η σωτηρία σου». 6 Τότε ο Ζακχαίος κατέβηκε γρήγορα και τον υποδέχθηκε στο σπίτι του με χαρά. 7Όλοι όμως, όταν είδαν ότι ο Ιησούς προτίμησε το σπίτι του Ζακχαίου, μουρμούριζαν μεταξύ τους με αγανάκτηση και σχολίαζαν περιφρονητικά τον Ιησού, λέγοντας ότι μπήκε να μείνει και να αναπαυθεί στο σπίτι ενός αμαρτωλού ανθρώπου.
8 Ο Ζακχαίος όμως στάθηκε μπροστά στον Κύριο και του είπε: «Ιδού, Κύριε, τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίνω ελεημοσύνη στους φτωχούς, κι αν τυχόν ως τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες και αναφορές για να αδικήσω κάποιον σε κάτι, του το γυρίζω πίσω τετραπλάσιο». 9 Τότε ο Ιησούς στράφηκε προς αυτόν και είπε: «Σήμερα με την επίσκεψή μου στο σπίτι αυτό ήλθε η σωτηρία τόσο στον οικοδεσπότη, όσο και στους δικούς του. Και έπρεπε να σωθεί και ο αρχιτελώνης αυτός, διότι κι αυτός είναι γιος και απόγονος του Αβραάμ, όπως κι εσείς που διαμαρτύρεστε. Και σε αυτόν λοιπόν έδωσε ο Θεός την υπόσχεση της σωτηρίας. 10 Έπρεπε λοιπόν να συντελέσω στη σωτηρία αυτή του Ζακχαίου, διότι ο υιός του ανθρώπου ήλθε από τον ουρανό στην γη για να αναζητήσει και να σώσει όλη την ανθρωπότητα, που σαν χαμένο πρόβατο κινδύνευε να πεθάνει μέσα στην αμαρτία».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ [: Α’ Τιμ. 4,9-16]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος· εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν (: Το ότι οι αγώνες της ευσεβούς και αγίας ζωής μάς ωφελούν και στη ζωή αυτή και στη μελλοντική είναι λόγος αξιόπιστος και άξιος να τον αποδεχθεί κανείς με όλη του την καρδιά. Κι επειδή ο λόγος αυτός είναι αξιόπιστος, γι’ αυτό ακριβώς κι εμείς υπομένουμε κόπους και δεχόμαστε ονειδισμούς ότι είμαστε δήθεν ανόητοι, επειδή έχουμε στηρίξει τις ελπίδες μας στον ζωντανό Θεό. Αυτός είναι ο σωτήρας όλων των ανθρώπων, τους οποίους συντηρεί με την πρόνοιά Του, προπαντός όμως των πιστών, τους οποίους σώζει από τον αιώνιο θάνατο)»[Α΄Τιμ. 4,9-10].
Ο Παύλος κακολογούνταν και εσύ στενοχωριέσαι; Ο Παύλος κοπίαζε και εσύ θέλεις να ζεις με απολαύσεις; Αλλά δεν θα μπορούσε εκείνος να επιτύχει τόσα αγαθά επιδιδόμενος στις απολαύσεις. Γιατί, αν τα κοσμικά πράγματα, που είναι πρόσκαιρα και φθαρτά, δεν αποκτούνται ποτέ από τους ανθρώπους χωρίς κόπους και ιδρώτες, πολύ περισσότερο τα πνευματικά. «Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αλλά πολλοί συχνά τα απέκτησαν από κληρονομιά». Αλλά κι αν αυτά αποκτούνται έτσι, η προσπάθεια να τα φυλάξεις και να τα διασώσεις δεν είναι χωρίς κόπους, αλλά πρέπει να κοπιάζεις και να ταλαιπωρείσαι όχι λιγότερο από εκείνους που τα απέκτησαν. Και δεν λέγω βέβαια ότι πολλοί αν και κοπίασαν πολύ και ταλαιπωρήθηκαν, διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους στην είσοδο του λιμανιού, γιατί έπνευσε κάποιος άνεμος με ορμή, προξενώντας το ναυάγιο των καλών αυτών ελπίδων.
Σε μας όμως δεν συμβαίνει τίποτε παρόμοιο· γιατί ο Θεός είναι Εκείνος που μας έδωσε τις υποσχέσεις και «ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει(:η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει)» [Ρωμ.5,5]. Ή δεν γνωρίζετε και εσείς, ότι από εκείνους που καταγίνονται με τα βιοτικά πράγματα, πόσοι δεν απόλαυσαν τους καρπούς, αν και κατέβαλαν μύριους κόπους, ή επειδή πολλές φορές τους πήρε ο θάνατος πριν από την ώρα τους, ή επειδή συνέβη κάποια μεταβολή των πραγμάτων ή επειδή έπεσε αρρώστια ή επειδή τους επιτέθηκαν συκοφάντες, ή και κάποια άλλη αιτία(γιατί πολλά είναι τα ανθρώπινα), που τους οδήγησε εκεί με άδεια χέρια;
«Τι λοιπόν», θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος, «δεν βλέπεις εκείνους που πέτυχαν, εκείνους που απέκτησαν μεγάλα αγαθά με λίγους κόπους;». Ποια «αγαθά»; Χρήματα και σπίτια, και πλέθρα γης τόσα και τόσα, και κοπάδια από δούλους, και κιλά από χρυσό και άργυρο; Αυτά λες «αγαθά», και δεν σκεπάζεις το πρόσωπό σου, ούτε κρύβεσαι από ντροπή, που, ενώ είσαι άνθρωπος και έχεις λάβει εντολή να φιλοσοφείς για τον ουρανό, εσύ και χάσκεις προς τα γήινα πράγματα, και ονομάζεις αγαθά εκείνα που είναι εντελώς ανάξια λόγου; Αν είναι αυτά αγαθά, τότε πρέπει οπωσδήποτε να ονομάζουμε αγαθούς και εκείνους που τα απέκτησαν· γιατί πώς δεν είναι αγαθός εκείνος που κατέχει κάποιο αγαθό; Τι λοιπόν; Πες μου. Όταν αυτοί που τα απέκτησαν είναι πλεονέκτες και άρπαγες, θα τους ονομάσουμε «αγαθούς»; Γιατί, αν ο πλούτος είναι αγαθό, και μαζεύεται από πλεονεξία, όσο αυξάνεται τόσο περισσότερο «αγαθό» θεωρείται ότι θα κάνει αυτόν που τον έχει. Άρα λοιπόν είναι αγαθός ο πλεονέκτης; Αν όμως είναι αγαθός ο πλούτος και αυξάνεται από πλεονεξία, όσο πιο πλεονέκτης είσαι, τόσο πιο αγαθός θα είσαι…
Είδες την αντίθεση; «Αλλά», λέγει, «αν δεν είσαι πλεονέκτης;». Και πώς είναι δυνατό αυτό να γίνει; Γιατί το πάθος είναι καταστρεπτικό και δεν είναι δυνατό, δεν είναι δυνατό να πλουτίζει κανείς χωρίς να αδικεί. Αυτό το δήλωσε ο Χριστός, λέγοντας: «Ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας(:Κάντε λοιπόν κι εσείς φίλους απ’ τον άδικο πλούτο ευεργετώντας με φιλανθρωπίες τους συνανθρώπους σας, ώστε όταν πεθάνετε, να σας υποδεχθούν οι φίλοι σας αυτοί στις αιώνιες σκηνές του παραδείσου)» [Λουκά 16,9]. «Τι λοιπόν», λέγει ίσως, «αν λάβει την κληρονομιά από τον πατέρα του;». Πήρε αυτά που μαζεύτηκαν με αδικία. Γιατί δεν ήταν βέβαια ο πρόγονος εκείνου από του Αδάμ πλούσιος, αλλά πολλοί άλλοι είναι φυσικό να γεννήθηκαν πριν από εκείνον· έπειτα ανάμεσα στους πολλούς βρέθηκε κάποιος που με αδικίες πήρε εκείνα που ανήκαν στους άλλους και τα καρπούνταν. «Τι λοιπόν», λέγει, «ο Αβραάμ είχε άδικο πλούτο; Τι επίσης ο Ιώβ, ο άμεμπτος, ο δίκαιος, ο αληθινός, ο θεοσεβής, ο οποίος απείχε από κάθε πονηρό πράγμα;». Ο πλούτος εκείνων δεν αποτελούνταν από χρυσό και άργυρο, ούτε από οικοδομήματα, αλλά από κτήνη· άλλωστε αυτός ήταν και θεόπλουτος. Το ότι ο πλούτος του αποτελούνταν από ζώα είναι φανερό και από εκείνο· αναγράφοντας, εκείνος που έγραψε το βιβλίο, εκείνα που συνέβησαν σε εκείνον τον μακάριο, και λέγοντας ότι του ψόφησαν καμήλες και άλογα θηλυκά και όνοι, δεν είπε ότι ήρθαν και του άρπαξαν θησαυρούς από χρυσάφι. Εξάλλου και ο Αβραάμ ήταν πλούσιος· αλλά σε υπηρέτες. «Τι λοιπόν; Δεν τους αγόρασε αυτούς;». Καθόλου. Γι΄αυτό η Γραφή είπε ότι οι τριακόσιοι δεκαοκτώ ήταν γεννημένοι στο σπίτι του. Είχε και πρόβατα και βόδια. «Από πού λοιπόν έστειλε χρυσάφι στη Ρεβέκκα;» Έλαβε δώρα από την Αίγυπτο, χωρίς βία και χωρίς να αδικήσει.
Πες μου λοιπόν, εσύ από πού πλουτίζεις; Από ποιον τα πήρες; Και ο άλλος από πού; «Από τον παππού του», λέγει, «από τον πατέρα του». Θα μπορέσεις λοιπόν, ανεβαίνοντας πολύ μακριά στο γενεαλογικό δένδρο, να αποδείξεις ότι η απόκτηση είναι δίκαιη; Μα δεν θα μπορέσεις, αλλά αναγκαστικά η αρχή και η ρίζα τους είναι από κάποια αδικία. Από πού; Γιατί ο Θεός από την αρχή δεν έκαμε τον ένα πλούσιο και τον άλλο φτωχό· ούτε οδήγησε και έδειξε στον ένα πολλούς θησαυρούς χρυσού, ενώ τον άλλον του στέρησε την έρευνα, αλλά η ίδια γη ανήκε σε όλους. Από πού λοιπόν, ενώ είναι κοινή, εσύ έχεις πλέθρα τόσα και τόσα, ενώ ο πλησίον σου ούτε σπιθαμή γης; «Ο πατέρας μου», λέγει, «μου τα παρέδωσε». Και εκείνος από ποιον τα πήρε; «Από τους προγόνους του». Αλλά οπωσδήποτε είσαι αναγκασμένος να προχωρήσεις προς τα επάνω για να βρεις την αρχή. Έγινε πλούσιος ο Ιακώβ, αλλά έλαβε τον μισθό των κόπων του. Πλην όμως δεν τα εξετάζω αυτά λεπτομερώς. Ας πούμε πως είναι ο πλούτος δίκαιος και απαλλαγμένος από κάθε αρπαγή· γιατί δεν είσαι εσύ υπεύθυνος για εκείνα που ο πατέρας σου έδειξε πλεονεξία· κατέχεις λοιπόν εκείνα που προέρχονται από αρπαγή, αλλά δεν άρπαξες εσύ.
Πλην όμως ας δεχθούμε ότι ούτε εκείνος τα άρπαξε, αλλά κάπου από τη γη ανέβλυσε ο χρυσός που κατέχει. Τι λοιπόν; Και γι΄αυτό είναι αγαθός ο πλούτος; Καθόλου. «Αλλά ούτε πονηρός», λέγει. Εάν δεν προέρχεται από πλεονεξία, δεν είναι πονηρός, εάν προσφέρεται σε εκείνους που τον έχουν ανάγκη· εάν όμως δεν δίνεται, είναι πονηρός και επίβουλος. «Ως το σημείο που δεν κάνει κακό», λέγει, «δεν είναι κακός, έστω κι αν δεν κάνει καλό». Σωστά· αυτό δεν είναι κακό, να κατέχεις δηλαδή μόνος εσύ τα αγαθά του Κυρίου, μόνος να απολαμβάνεις τα κοινά αγαθά; Ή μήπως δεν είναι του Θεού η γη και το πλήρωμα αυτής; Αν λοιπόν τα δικά μας είναι του κοινού Κυρίου, άρα είναι και των συνδούλων μας· γιατί του Κυρίου όλα είναι κοινά. Ή μήπως δεν βλέπουμε και στα μεγάλα σπίτια να είναι ρυθμισμένα αυτά έτσι; Όπως σε όλους δίνεται εξίσου η ίδια μερίδα τροφής, γιατί βγαίνει από τους θησαυρούς του κυρίου· η οικία του κυρίου είναι ελεύθερη για όλους. Κοινά είναι όλα τα βασιλικά, οι πόλεις, οι αγορές· οι περίπατοι σε όλους είναι κοινοί κι όλοι μετέχουμε εξίσου. Πρόσεχε, σε παρακαλώ, οικονομία Θεού· έκαμε μερικά να είναι κοινά, για να καταντραπεί το ανθρώπινο γένος από εκείνα, όπως τον αέρα, τον ήλιο, το νερό, τη γη, τον ουρανό, τη θάλασσα, το φως, τα αστέρια, και όλα τα μοιράζει εξίσου σαν σε αδελφούς· σε όλους έδωσε τα ίδια μάτια, το ίδιο σώμα, την ίδια ψυχή, όμοια την κατασκευή σε όλους, από γη όλα, και από έναν άνδρα όλους, στην ίδια οικία όλους. Και τίποτε από όλα αυτά δεν μας έκαμε να ντραπούμε.
Έκαμε και άλλα κοινά, όπως λουτρά, πόλεις, αγορές, περιπάτους. Και παρατήρησε πως στα κοινά δεν υπάρχει καμία διαμάχη, αλλά όλα είναι ειρηνικά. Όταν όμως κάποιος επιχειρήσει να αποσπάσει κάτι και να το κάνει δικό του, τότε αρχίζει η φιλονικία, σαν να αγανακτεί η ίδια η φύση· και ενώ ο Θεός μας συνενώνει από παντού, εμείς φιλονικούμε για να διαιρούμε τους εαυτούς μας και να τους αποσπούμε, προσπαθώντας να τα κάνουμε δικά μας όλα και να λέμε «το δικό σου» και «το δικό μου», αυτήν την ψυχρή λέξη· γιατί τότε δημιουργείται μάχη, τότε υπάρχει αηδία. Όπου δεν υπάρχει αυτό, ούτε μάχη γεννιέται, ούτε φιλονικία. Ώστε κλήρος μας πολύ περισσότερο είναι αυτό παρά εκείνο, και είναι αυτό η φύση μας. Γιατί κανένας δεν δικάζεται ποτέ για την αγορά; Άραγε όχι επειδή είναι κοινή όλων; Για σπίτια βλέπουμε όλους να δικάζονται, για χρήματα το ίδιο. Και τα αναγκαία βέβαια είναι μπροστά μας κοινά, εμείς όμως δεν φυλάσσουμε το κοινό ούτε στο ελάχιστο. Και όμως γι΄αυτό εκείνα μας τα έδωσε κοινά, για να διδαχθούμε από εκείνα, και αυτά να τα έχουμε κοινά, αλλά εμείς ούτε έτσι διδασκόμαστε.
Αλλά, πράγμα που είπα, πώς είναι δυνατό να είναι αγαθός αυτός που έχει τον πλούτο; Δεν είναι δυνατόν αυτό, αλλά είναι αγαθός εάν τον μεταδώσει σε άλλους. Όταν δεν έχει, τότε είναι αγαθός· όταν δώσει τον πλούτο σε άλλους, τότε είναι αγαθός· ως την στιγμή που τον έχει, δεν μπορεί να είναι αγαθός. Αυτό λοιπόν είναι αγαθό, που όταν το κατέχουμε μας δείχνει πονηρούς, ενώ η απόκτησή του μας κάνει αγαθούς. Άρα δεν είναι αγαθό το να έχεις χρήματα, αλλά το να μην έχεις, σε κάνει να φαίνεσαι αγαθός. Επομένως ο πλούτος δεν είναι αγαθό. Αν πάλι μπορείς να πάρεις, αλλά δεν παίρνεις, πάλι αγαθός είσαι. Αν λοιπόν τον έχουμε τον πλούτο και τον μεταδίδουμε στους άλλους ή μας δίδεται και δεν τον παίρνουμε, τότε είμαστε αγαθοί· αν τον πάρουμε ή τον αποκτήσουμε, δεν είμαστε αγαθοί· πώς είναι δυνατό να γίνει αγαθό ο πλούτος; Μην τον ονομάζεις λοιπόν αγαθό. Γι΄αυτό δεν τον έχεις, επειδή τον θεωρείς αγαθό, επειδή είσαι κυριευμένος από αυτόν. Καθάρισε τη διάνοιά σου, έχε ορθή την κρίση, και τότε θα γίνεις αγαθός· μάθε ποια είναι τα πραγματικά αγαθά. Ποια είναι λοιπόν αυτά; Η αρετή, η φιλανθρωπία· αυτά είναι αγαθά, όχι εκείνος. Σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, εάν είσαι ελεήμονας, όσο πιο πολύ είσαι, τόσο πιο αγαθός είσαι· και είσαι και θεωρείσαι· αν όμως είσαι πλούσιος, καθόλου δεν είσαι αγαθός.
Τέτοιοι λοιπόν αγαθοί ας γίνουμε, ώστε και για να είμαστε πραγματικά αγαθοί, και για να επιτύχουμε τα μελλοντικά αγαθά με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως και στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΟΜΙΛΙΑ ΙΓ΄
«Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε. μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ. ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου (:Με το κύρος και την εξουσία του αξιώματός σου να προτρέπεις και να διδάσκεις αυτά που σου γράφω. Παρά τη νεότητά σου να έχεις ζωή συνετού και ενάρετου γέροντα, ώστε κανείς να μην καταφρονεί το νεαρό της ηλικίας σου. Αλλά παρ’ όλη τη νεότητά σου να γίνεσαι υπόδειγμα των πιστών και στα λόγια σου και στη συμπεριφορά που θα έχεις στις συναναστροφές μαζί τους, και στην αγάπη που θα δείχνεις προς όλους, και στην πνευματική ζωή που θα ζεις με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, και στην πίστη και στην αγνότητα και καθαρότητα της ζωής σου. Μέχρι να έλθω, σου συνιστώ να επιδίδεσαι με ζήλο και επιμέλεια στην ανάγνωση των Αγίων Γραφών, στην παρηγοριά και νουθεσία των ανθρώπων που θλίβονται και κλονίζονται, στη διδασκαλία όλων των πιστών. Μην παραμελείς το θείο χάρισμα που έχεις μέσα σου και σου δόθηκε με την τοποθέτηση των χεριών του σώματος των πρεσβυτέρων πάνω στο κεφάλι σου, μετά από την εκλογή στην οποία οδηγηθήκαμε με προφητική αποκάλυψη)»[Α΄προς Τιμόθεον, Δ΄11-14].
Από τα πράγματα μερικά βέβαια έχουν ανάγκη από διδασκαλία, ενώ άλλα από προσταγή. Αν λοιπόν διατάσσεις εκείνα που πρέπει να τα διδάσκεις, θα είσαι καταγέλαστος· αν πάλι διδάσκεις εκείνα που πρέπει να διατάσσεις, παθαίνεις όμοια το ίδιο. Με αυτό που λέγω εννοώ το εξής· το να μην είναι κανείς πονηρός, αυτό δεν πρέπει να το διδάσκει, αλλά να το διατάσσει και να το απαγορεύει με πολλή αυθεντία, ενώ το να μην ιουδαΐζει κανείς, χρειάζεται διαταγή. Αν όμως λες ότι πρέπει να δίνεις τα υπάρχοντά σου, ότι πρέπει να παρθενεύεις, αν ομιλείς για την πίστη, εδώ χρειάζεται διδασκαλία. Γι΄αυτό ο Παύλος λέγει και τα δύο: «Παράγγελλε καὶ δίδασκε (:Nα προτρέπεις και να διδάσκεις)», λέγει. Δηλαδή, αν κάποιος έχει φυλακτά ή κάτι άλλο, εάν αυτά τα χρησιμοποιούν, αν και γνωρίζουν ότι είναι πονηρά, χρειάζεται μόνο παραγγελία· όταν τα χρησιμοποιούν χωρίς να γνωρίζουν, χρειάζεται διδασκαλία.
«Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω(:Παρά τη νεότητά σου να έχεις ζωή συνετού και ενάρετου γέροντα, ώστε κανείς να μην καταφρονεί το νεαρό της ηλικίας σου)», λέγει. Βλέπεις ότι ο ιερέας πρέπει και να διατάσσει και να ομιλεί περισσότερο με αυθεντία, και όχι πάντα να διδάσκει; Γιατί η νεότητα έχει γίνει λόγω κοινής προλήψεως, πράγμα κάπως ευκαταφρόνητο· γι΄αυτό, λέγει: «Mηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω (:Kανένας ας μην περιφρονεί τη νεότητά σου)». Γιατί ο δάσκαλος δεν πρέπει να είναι ευκαταφρόνητος.
«Πού είναι λοιπόν η επιείκεια;», λέγει. «Πού είναι η πραότητα, αν δεν καταφρονείται;». Για ό,τι βέβαια αφορά τον εαυτό σου, ας καταφρονείται και ας δείχνει υπομονή· έτσι η διδασκαλία σημειώνει επιτυχία με τη μακροθυμία· σε ό,τι αφορά όμως τους άλλους, καθόλου· γιατί αυτό δεν είναι επιείκεια, αλλά ψυχρότητα. Αν βέβαια εκδικείται για τις ύβρεις προς τον εαυτό του, αν για τις κακολογίες, αν για τις επιβουλές, σωστά τον κατηγορείς· αν όμως πρόκειται για τη σωτηρία των άλλων, δίνε διαταγές και δείχνε την πρόνοιά σου με αυθεντικότητα· εδώ δεν χρειάζεται πια επιείκεια, αλλά αυθεντία, για να μη βλάπτεται η κοινότητα. Ή αυτό εννοεί, ή εκείνο.
«Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω(:Παρά τη νεότητά σου να έχεις ζωή συνετού και ενάρετου γέροντα, ώστε κανείς να μην καταφρονεί το νεαρό της ηλικίας σου)»· γιατί, όσο θα δείχνεις αντάξιο τρόπο ζωής, κανένας δεν θα σε καταφρονήσει εξαιτίας της ηλικίας σου, αλλά μάλλον θα σε θαυμάσει. Γι΄αυτό και προσθέτει, λέγοντας: «Ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ(:Αλλά παρ’ όλη τη νεότητά σου να γίνεσαι υπόδειγμα των πιστών και στα λόγια σου και στη συμπεριφορά που θα έχεις στις συναναστροφές μαζί τους, και στην αγάπη που θα δείχνεις προς όλους, και στην πνευματική ζωή που θα ζεις με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, και στην πίστη και στην αγνότητα και καθαρότητα της ζωής σου)», παρέχοντας τον εαυτό σου πρότυπο καλών έργων σε όλα. Δηλαδή, το παράδειγμα της ζωής γίνε εσύ, στεκόμενος μπροστά σαν μια εικόνα, σαν νόμος έμψυχος, σαν κανόνας και υπόδειγμα καλού βίου. Γιατί εκείνος πρέπει να είναι ο δάσκαλος· «πρότυπο στον λόγο», δηλαδή να ομιλεί με ευκολία· «στη συναναστροφή, στην αγάπη, στην πίστη, στην αγνότητα» τη σωστή, στη σωφροσύνη.
«Ἓως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ (:Μέχρι να έλθω, σου συνιστώ να επιδίδεσαι με ζήλο και επιμέλεια στην ανάγνωση των Αγίων Γραφών, στην παρηγοριά και νουθεσία των ανθρώπων που θλίβονται και κλονίζονται, στη διδασκαλία όλων των πιστών)»[Α΄Τιμ.4,13]. Προτρέπει τον Τιμόθεο να ασχολείται με την ανάγνωση. Ας ακούμε όλοι και ας διδασκόμαστε να μην αμελούμε τη μελέτη των θείων Γραφών. Να πάλι «ἕως ἔρχομαι (:μέχρι που να έλθω)», λέγει. Πρόσεχε πώς τον παρηγορεί· γιατί φυσικό ήταν, επειδή έμεινε ορφανός, να αναζητούσε τον Παύλο. «Μέχρι να έλθω», λέγει, «πρόσεχε να μην ξεχνάς την ανάγνωση» των Θείων Γραφών, «την παράκληση», την παρηγοριά στους θλιμμένους, «τη διδασκαλία» προς όλους.
«Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας (:Μην παραμελείς το θείο χάρισμα που έχεις μέσα σου και σου δόθηκε)»[Α΄Τιμ.4,14]. «Προφητεία» εδώ ονομάζει τη διδασκαλία. «μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου (:με την τοποθέτηση των χεριών του σώματος των πρεσβυτέρων πάνω στο κεφάλι σου, μετά από την εκλογή στην οποία οδηγηθήκαμε με προφητική αποκάλυψη)». Δεν μιλάει εδώ για πρεσβυτέρους, αλλά για επισκόπους· γιατί τον επίσκοπο δεν τον χειροτονούσαν πρεσβύτεροι.
«Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι (:Σου συνιστώ να μελετάς αυτά που σου γράφω. Ολόκληρη η σκέψη σου και η ύπαρξή σου να είναι μέσα σ’ αυτά)». Βλέπεις πως πολλές φορές του παραγγέλλει για τα ίδια πράγματα, θέλοντας να δείξει ότι περισσότερο από όλα ο δάσκαλος πρέπει να σπουδάζει σε αυτά. «Πρόσεχε τον εαυτό σου», λέγει, «και τη διδασκαλία, επίμενε σε αυτά». Δηλαδή τον εαυτό σου να προσέχεις και να διδάσκεις τους υπόλοιπους· «ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν. ἔπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου (:για να γίνεται φανερή σε όλους η πρόοδός σου και να δίνεις σε όλους το καλό παράδειγμα. Πρόσεχε τον εαυτό σου κι εκείνα που διδάσκεις. Να επιμένεις σε αυτά· διότι όταν το κάνεις αυτό που σε προτρέπω, θα σώσεις και τον εαυτό σου κι εκείνους που σε ακούν)»[Α΄Τιμ.4,15-16]. Σωστά είπε «και τον εαυτό σου». Γιατί αυτός που τρέφεται με τα λόγια της διδασκαλίας, προηγουμένως ο ίδιος απολαμβάνει την ωφέλεια· γιατί, συμβουλεύοντας τους άλλους, και ο ίδιος διεγείρεται.
Αυτά δεν λέχθηκαν μόνο για τον Τιμόθεο, αλλά για όλους. Αν λοιπόν παραγγέλλει τέτοια σε αυτόν που ανασταίνει νεκρούς, τι θα πούμε εμείς; Και ο Χριστός αυτά υπαινίσσεται μιλώντας για τους δασκάλους: «Διὰ τοῦτο πᾶς γραμματεὺς μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ ὅστις ἐκβάλλει ἐκ τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά(:Κάθε άνθρωπος που εντρύφησε στον μωσαϊκό νόμο και συγχρόνως διδάχθηκε και τις αλήθειες της βασιλείας των ουρανών, μοιάζει με άνθρωπο νοικοκύρη ο οποίος απ’ το θησαυροφυλάκιό του βγάζει καινούργια και παλιά. Έτσι κι αυτός όταν θα διδάσκει, θα χρησιμοποιεί, ανάλογα με τις ανάγκες που θα του παρουσιάζονται, γνώσεις από την Παλαιά Διαθήκη και από τη νέα διδασκαλία μου)» [Ματθ.13,52].
Και πάλι ο μακάριος Παύλος συμβουλεύοντας το ίδιο, λέγει: «Ὅσα γὰρ προεγράφη, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν(:Και σας φέρω τη μαρτυρία αυτή της Αγίας Γραφής, διότι όσα κατά το παρελθόν γράφτηκαν από τους θεόπνευστους άντρες, γράφτηκαν από πρωτύτερα για τη δική μας διδασκαλία, για να κρατούμε στερεά την ελπίδα με την υπομονή και την παρηγοριά και ενίσχυση που δίνουν οι Γραφές)»[Ρωμ. 15,4]. Και μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλον, αυτός το έκανε αυτό, διδασκόμενος τον πατρώο νόμο δίπλα στα πόδια του Γαμαλιήλου, ώστε και μετά από αυτά φυσικό ήταν και αυτός να δίνει προσοχή στην ανάγνωση· γιατί, αυτός που παραγγέλλει στους άλλους αυτά, οπωσδήποτε προηγουμένως θα τα παράγγειλε στον εαυτό του. Βλέπεις λοιπόν αυτόν που χρησιμοποιεί συνέχεια τις μαρτυρίες των προφητών και εξετάζει τα λεγόμενα αυτών; Έπειτα ο Παύλος βέβαια προσέχει την ανάγνωση(γιατί δεν είναι μικρή η ωφέλεια που μπορεί κανείς να καρπωθεί από τις Γραφές), ενώ εμείς δείχνουμε αδιαφορία και τα ακούμε σαν να είναι πάρεργο; Πόσης τιμωρίας δεν θα ήμασταν άξιοι;
«ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ (:για να γίνεται φανερή σε όλους η πρόοδός σου)», λέγει, «ἐν πᾶσιν (:και να δίνεις σε όλους το καλό παράδειγμα φανερή η προκοπή σου σε όλους)». Βλέπεις ότι αυτός ήθελε να γίνει μέγας και θαυμαστός και σε αυτό; Γι΄αυτό έτσι μίλησε, δείχνοντας ότι είχε ακόμη ανάγκη από αυτόν. Τι σημαίνει «για να είναι φανερή η προκοπή σου σε όλους»; «Όχι μόνο στη ζωή», λέγει, «αλλά και στον διδασκαλικό λόγο».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Α’ προς Τιμόθεον επιστολήν, ομιλίες ΙΒ΄ και ΙΓ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 23, σελίδες 319 -334 .
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 19,1-10]
Ομιλία αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου,
«Εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν τελώνην»
Όσοι ποθούν έντονα καθετί καλό, καθόλου δεν διαφέρουν από όσους αισθάνονται δίψα, αγαπητοί μου. Όσο πιο πολύ δεν βρίσκουν αυτό που η ψυχή τους επιζητεί, τόσο περισσότερο ανάβει η δίψα τους για αυτά που ποθούν· και τη νύχτα ονειρεύονται σαν διψασμένοι τις πηγές των όσων ποθούν να βρουν· και όταν ξημερώσει, περιερχόμενοι από τόπο σε τόπο, με αεικίνητα μάτια κοιτάζοντας ερευνητικά γύρω, αναζητούν αυτά που ποθεί η καρδιά τους· και είναι όπως ακριβώς οι οδοιπόροι που σε ώρα μεσημεριάτικου καύσωνα διασχίζουν την άνυδρη γη, πιεσμένοι από τη δίψα, και που εξετάζουν γύρω τους να βρουν πηγές να δροσιστούν και να ξεδιψάσουν και πολλές φορές θα τους δεις να ανεβαίνουν αυτοί ακόμη και βουνά, για να φτάσουν όπου υπάρχει κάποια πηγή· κι όταν από μακριά τη δουν, χαίρονται και σπεύδουν να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν την πορεία τους προς αυτήν· έπειτα φθάνουν στην πηγή και σβήνουν με το νερό τη δίψα τους· τέτοιοι είναι και οι άνθρωποι που είναι φίλοι του Χριστού. Την ημέρα αναζητούν τον ποθούμενό τους Χριστό με καλά έργα και τη νύχτα συνομιλούν μαζί Του με την προσευχή και όταν κοιμούνται βλέπουν στο όνειρό τους ότι περπατούν μαζί Του· όταν στα οράματά τους Τον δουν από μακριά, χαίρονται και αναγαλλιάζουν, όπως ακριβώς οι διψασμένοι, όταν βρουν τις πηγές που ποθούν· και πάλι όταν ξυπνήσουν, θέλουν να ξανακοιμηθούν, για να αντικρύσουν στον ύπνο τους την ίδια πάλι οπτασία.
Τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο Ζακχαίος που διαβάσαμε πριν από λίγο στο Ευαγγέλιο. Δες τον, σε παρακαλώ, που και τρέχει και από τον πόθο φλέγεται τον θείο και επάνω στο δέντρο σκαρφαλώνει και τον Ιησού ψάχνει ολόγυρα, για να δει τη ζωοδότρια πηγή. Κι όταν ο Ζακχαίος αντίκρισε τον Κύριο, την όρασή του βέβαια την ανάπαυσε, την καρδιά του όμως περισσότερο εξήψε ο πόθος να μείνει για πάντα κοντά Του.
«Έπειτα από λίγο ο Ιησούς μπήκε στην Ιεριχώ », λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «και περνούσε μέσα από την πόλη. Εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ζακχαίος. Αυτός ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. Και προσπαθούσε να δει τον Ιησού », επειδή επρόκειτο να περάσει από εκεί, «αλλά δεν μπορούσε».
Πρόσεξε, αγαπητέ μου, σε παρακαλώ, τον πόθο του ανθρώπου αυτού: «Καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν (: και δεν μπορούσε να Τον δει, διότι υπήρχε μεγάλη συρροή λαού, και αυτός ήταν κοντός στο ανάστημα και καλυπτόταν από το πλήθος)». «Καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι (: Έτρεξε λοιπόν μπροστά από το πλήθος που συνόδευε τον Ιησού και ανέβηκε σαν να ήταν μικρό παιδί σε μία συκομουριά για να τον δει, διότι από το δρόμο εκείνο στον οποίο βρισκόταν το δέντρο αυτό θα περνούσε ο Ιησούς)». Ο Ζακχαίος που στο σωματικό του ανάστημα ήταν μικρός, ενώ στη φρόνηση του πνεύματος ήταν μέγας, ζητούσε να δει τον Ιησού, επιθυμούσε να δει τον Θεό ανάμεσα στους ανθρώπους να χαρίζει τα ουράνια· ζητούσε να δει Εκείνον που έπλασε τους αγγέλους και φωτοδότησε το ουράνιο και το υπέργειο φως, με βήματα ανθρώπινα να περιπατεί· ζητούσε να δει πώς ο Ήλιος της δικαιοσύνης, στη νεφέλη του σώματος καθισμένος, πλημμύρισε με φως τα ψυχικά μάτια των πιστών. Ζητούσε να δει τον Θεό Ιησού, τον Ωραίο στη μορφή, τον Ποθητό, Αυτόν, που με το γλυκύ όνομά Του Ιησούς, δηλώνει και την πράξη της σωτηρίας· επιθυμούσε να δει το πορφυρόμαλλο πρόβατο, που το αίμα Του εξαγόρασε τις αμαρτίες της οικουμένης και τον Αμνό που η προβιά Του σκέπασε όσους γυμνώθηκαν εξαιτίας των αμαρτιών τους από την εποχή του Αδάμ ως το τέλος.
Επιθυμούσε να δει ο αιχμάλωτος στρατιώτης τον δικό του τον Βασιλέα, το πρόβατο τον Ποιμένα του, ο περιπλανημένος και χαμένος ταξιδιώτης τον Δρόμο του, ο σκοτισμένος το Φως. Επιθυμούσε να δει τον κήρυκα της ευσεβείας, αυτός που δεν είχε γευτεί τη γλυκύτητα της θεογνωσίας· ζητούσε να δει ο άρρωστος την υγεία του, ο πεινασμένος την ουράνια τροφή, ο διψασμένος την ζωοδότρια πηγή· επιθυμούσε να δει τον εμψυχωτή των ιερέων και Εκείνον που ξύπνησε τον Λάζαρο από τον ύπνο του θανάτου. Ω, τι έρωτας θεϊκός, ω τι επιθυμία αγαθή!
Ω, τον έρωτα τον χρυσόφτερο, ή καλύτερα τον έρωτα του Χριστού, που ανεβάζει στους ουρανούς την ψυχή που τον αισθάνεται. Ήδη ο θεϊκός έρωτας, αυτός που τον σήκωσε από τη γη, τον έκαμε κιόλας να ανέβει στο δένδρο. Ήδη δεν τον άφησε να εξακολουθήσει να βλέπει πια τα επίγεια, ούτε και να συναναστρέφεται πια τους ανθρώπους· αλλά στρέφοντας το βλέμμα του προς τη θεία αγάπη, δεχόταν τα ουράνια αγαθά. Από τα γήινα έτρεχε προς τα ουράνια, που προκαλούσαν την προθυμία του να τα αναζητήσει, και αφού σκαρφάλωσε στο δέντρο, έψαχνε γύρω αναζητώντας τον Χριστό και με τη διάνοιά του βρισκόταν επάνω στη νεφέλη.
Και όταν είδε ο Ζακχαίος τον Χριστό, Τού μίλησε όπως άρμοζε: «Πρός σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ(:Σ’ Εσένα σήκωσα τα μάτια μου που κατοικείς στον ουρανό)»[Ψαλμ.122,1]. Είδε ο Ζακχαίος τον Κύριο και ακόμη περισσότερο δυνάμωσε η επιθυμία του· τον άγγιξε στην ψυχή και έγινε ολότελα διαφορετικός άνθρωπος· από τελώνης έγινε ζηλωτής, από άπιστος πιστός, από λύκος πρόβατο σφραγισμένο για σφαγή. Ποιος νιώθει τέτοια επιθυμία για τον πατέρα και την μητέρα του, ποιος τόσο πολύ ποτέ αγάπησε τη γυναίκα ή τα παιδιά του, όπως ο Ζακχαίος τον Κύριο, όπως φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα; Έδωσε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς για χάρη του Χριστού και τετραπλάσια τα επέστρεψε σε όποιους συκοφάντησε. Συμπεριφορά άριστη μαθητή και δασκάλου επιείκεια και δύναμη θεϊκή· από τη θέα Του και μόνο ο Ιησούς οδηγεί στην πράξη την καλοπροαίρετη ψυχή!
Κανένα διδακτικό λόγο δεν είχε πει ο Κύριος στο Ζακχαίο, παρουσιάστηκε μόνο σε αυτόν που Τον ποθούσε και από το βάθος της καρδιάς του ανελκυόταν προς τα επάνω η δύναμη της πίστεως. Κάτι παρόμοιο έγινε και στην αιμορροούσα· ήρθε κοντά στον Κύριο και ζητούσε να τη θεραπεύσει, μα δεν περίμενε να Του αγγίξει το χέρι, αλλά αφού πλησίασε, Του αγγίζει κρυφά με πίστη την άκρη απ’ τα ρούχα Του· και της θεραπείας τη δύναμη σαν σφουγγάρι με το γεμάτη πίστη άγγιγμά της την τράβηξε.
Και ο μεν Ζακχαίος ενεργούσε ασυναίσθητα και κινούμενος από ζήλο θεϊκό και από πνευματικό έρωτα φλεγόμενος, ανέβαινε στη μουριά· ο Κύριος όμως βλέποντας με τους θεϊκούς οφθαλμούς Του τον μυστικό θησαυρό της ψυχής του καλοπροαίρετου Ζακχαίου, του λέει: «Κατέβα· Γνώρισα την ψυχή σου, γνώρισα τον όσιο έρωτά σου· Κατέβα. Θυμήσου ότι και ο Αδάμ όταν ένιωσε τη γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσω από τη συκιά· και εσύ που θέλεις να σωθείς, μην τρέχεις πάνω στη συκομουριά. Πρέπει να την ξηράνω αυτή τη μουριά και να φυτέψω άλλη, τον σταυρό. Εκείνος είναι το ευλογημένο δέντρο και σε αυτό να οδηγείς τα βήματα της ψυχής σου. Από αυτό ακοντίζεσαι αμέσως στον ουρανό· ενώ σε τούτου του δέντρου τα φύλλα και το φίδι περιπλέκεται, και σε αυτό κρύβεται και σε αυτήν κλώσησε τα μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτού αρχίσει να ψιθυρίζει στην ψυχή σου, όπως και στην Εύα που την έπεισε να δοκιμάσει τη γλυκιά ηδονή. Κατέβα γρήγορα. Όσο στέκομαι εγώ, κατέβα απ’ αυτή· όταν εγώ βλέπω τον όφι, εκείνος φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δε θέλω να σ’ αφήσω πάνω στη συκομουριά, δε θέλω να χαθείς. Δικό μου πρόβατο είσαι, σ’ Εμένα έτρεξες. Κατέβα γρήγορα και περίμενέ με στο σπίτι σου. Πρέπει να έρθω εγώ να ξεκουραστώ εκεί. Όπου υπάρχει πίστη, εκεί αναπαύομαι. Όπου υπάρχει αγάπη, εκεί πηγαίνω. Ξέρω τι θα κάμεις σε λίγο· ξέρω ότι θα δώσεις όλα τα υπάρχοντά σου στους φτωχούς και πρώτα ότι θα επιστρέψεις το τετραπλάσιο σ’ όσους συκοφάντησες. Σε τέτοιους ανθρώπους με ευχαρίστηση φιλοξενούμαι».
Και ο Ζακχαίος έσπευσε να κατεβεί και πήγε στο σπίτι του και υποδέχτηκε τον Ιησού. Και γεμάτος χαρά, είπε αφού στάθηκε –ούτε περπατώντας, ούτε καθισμένος, αλλά αφού στάθηκε,για να δείξει την αμετάθετη απόφαση της ψυχής του· και αφού στάθηκε, μίλησε, όταν με θερμή ψυχή και αμεταμέλητη απόφαση, αποδυόταν στον αγώνα· ήξερε πού σπέρνει και πού επρόκειτο να θερίσει και είπε· «Ιδού, Κύριε, τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίνω ελεημοσύνη στους φτωχούς, κι αν τυχόν ως τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες και αναφορές για να αδικήσω κάποιον σε κάτι, του το γυρίζω πίσω τετραπλάσιο».
Ω εξομολόγηση καθαρή, που προέρχεται από καρδιά καθαρή. Εξομολόγηση ανεπαίσχυντη, που παρίσταται μπροστά στην ανεπαίσχυντη δόξα του Θεού, εξομολόγηση που αποπνέει πίστη και ανθοφορεί δικαιοσύνη. Αυτής της δικαιοσύνης ας μας καταξιώσει ο των όλων Θεός, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
μετάφραση και ηλεκτρονική επιμέλεια κειμένου:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell- scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκ. 19,1-10]
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΛΩΝΗ ΖΑΚΧΑΙΟΥ
Για προηγούμενες ομιλίες πνευματικού περιεχομένου που απευθύναμε προς τη δική σας αγάπη πήραμε αφορμή από όσα εξιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς σχετικά με τη θεραπεία ανθρώπων που ήταν ως προς το σώμα λεπροί και τυφλοί. Σήμερα, ωστόσο, ως θέμα της ομιλίας μας θα έχουμε τον κάτοικο της Ιεριχούς Ζακχαίο, που ήταν τυφλός ως προς την ψυχή και την ανάβλεψή του ως προς αυτήν .
Μεγάλο επίσης είναι και το θαύμα που διενεργήθηκε σε αυτόν και καθόλου μικρότερο από όσα επιτελέστηκαν σε εκείνους. Διότι και αυτός είχε στο σκοτάδι τους εσωτερικούς οφθαλμούς της καρδιάς, όπως ο τυφλός εκείνος (της Ιεριχούς) είχε στο σκοτάδι τους οφθαλμούς που εξωτερικά είχε στο πρόσωπό του· διότι ούτε αυτός δεν μπορούσε, σύμφωνα με όσα μας ιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς, να δει τον Ιησού, και απαλλάχθηκε και αυτός από το πνευματικό του σκοτάδι, με μόνο τον λόγο Εκείνου που και στην αρχή του κόσμου με μόνο τον λόγο Του δημιούργησε το φως και καταύγασε όλη την αισθητή κτίση. Όπως δηλαδή τότε, πριν να πει ο Θεός: «Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς(:ας γίνει φως, και έγινε φως)»[Γέν.1,3], υπήρχε βαθύ σκοτάδι επάνω από την άβυσσο, έτσι και τώρα, πριν να πει προς τον Ζακχαίο ότι «σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι (:σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου)»[Λουκ.19,5], το φοβερό σκοτάδι της φιλαργυρίας ήταν καθισμένο επάνω στην ψυχή αυτού του ανθρώπου, ενώ η διάνοιά του ήταν οπωσδήποτε παραχωμένη μαζί με τον χρυσό σε σκοτεινούς τόπους, όπου θησαυρίζεται από τους φιλάργυρους ο χρυσός και ο άργυρος· «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν(:διότι εκεί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας)»[Ματθ.6,21 και Λουκ.12,34], λέγει ο Κύριος.
Ας δούμε λοιπόν πρώτα όσα αναφέρει η διήγηση του ευαγγελίου σχετικά με αυτόν. «Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν Ἱεριχώ(:έπειτα από λίγο ο Ιησούς μπήκε στην Ιεριχώ, και περνούσε μέσα από την πόλη)». Τι είχε προηγηθεί; Αφού πρώτα καθάρισε τους λεπρούς από την αρρώστιά τους, αφού έδωσε φως στους τυφλούς, αφού με τη φήμη που απέκτησε μέσω των θαυματουργικών θεραπειών που επιτέλεσε σε τέτοιους ασθενείς ανθρώπους, μαζί με πολλούς άλλους προσείλκυσε και τον Ζακχαίο στον πόθο για να Τον δει. «Αφού λοιπόν μπήκε μέσα στην Ιεριχώ ο Ιησούς, περνούσε μέσα από την πόλη»· και όχι βέβαια μόνο την Ιεριχώ, αλλά και την Ιουδαία διερχόταν ο Κύριος, και τη Γαλιλαία και γενικώς τη γη· διότι δεν ήλθε εδώ για να παραμείνει σωματικώς, αν και έλαβε σώμα σαν το δικό μας για να σώσει εμάς, όπως ευδόκησε, αλλά και για να διέλθει και να ανεβεί προς τον ουρανό από όπου κατήλθε, ανεβάζοντας μαζί και το δικό μας φύραμα και τοποθετώντας το επάνω από κάθε αρχή και εξουσία· αλλά και κατά τον καιρό της διδασκαλίας Του διερχόταν περιοδεύοντας όλο τον τόπο της Παλαιστίνης.
Όπως δηλαδή στην αρχή της Δημιουργίας συνήγαγε σε ένα δίσκο όλο το φως της ημέρας και κατέστησε βασιλιά της τον ήλιο, δεν τον άφησε όμως να στέκεται ακίνητος, αλλά τον έχει κάνει να περιπολεί· έτσι, συνάπτοντας το πλήρωμα της θεότητας με το σώμα και υποδεικνύοντας τον εαυτό Του ως βασιλέα του παντός πραγματικά επίγειο και επουράνιο, ορατό και αόρατο, με αρχή και αιώνιο, δεν δέχθηκε να κάθεται επάνω σε ένα τόπο, αλλά ευδόκησε να περιέρχεται έως ότου απεργασθεί σωτηρία μόνιμη και αδιάκοπη στο μέσο της γης, καθώς προανήγγειλε ο Δαβίδ λέγοντας: «Ὁ δὲ Θεὸς βασιλεὺς ἡμῶν πρὸ αἰώνων, εἰργάσατο σωτηρίαν ἐν μέσῳ τῆς γῆς(:Και όμως, παρόλο που μας εγκατέλειψε ο Θεός, Αυτός είναι ο προαιώνιος βασιλιάς μας. Αυτός εργάστηκε με θαύματα τη σωτηρία μας ολοφάνερα πάνω στη γη, ώστε να γίνει ξακουστή σε όλο τον κόσμο)»[Ψαλμ.73,12]· διότι αυτήν την σωτηρία επιτέλεσε ο Κύριος περιερχόμενος από τόπο σε τόπο. Επειδή λοιπόν ο ήλιος δεν περιπολεί γενικά όλον τον ουρανό, αλλά το μεσαίο μέρος του ζωδιακού άξονα, έτσι λοιπόν και «ο Ήλιος της δικαιοσύνης» Χριστός[βλ.Μαλαχ.4,1: «Καὶ ἀνατελεῖ ὑμῖν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά μου ἥλιος δικαιοσύνης καὶ ἴασις ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτοῦ(:Για σας όμως, οι οποίοι ευλαβείστε το Όνομά μου, θα ανατείλει ο Ήλιος της δικαιοσύνης και στις ακτίνες Του, που απλώνονται σαν πτέρυγες, θα υπάρχει θεραπεία και θα εξέλθετε χαρούμενοι και θα σκιρτήσετε σαν τα μοσχάρια, τα οποία αφέθηκαν ελεύθερα από τους δεσμούς τους)»], περιερχόμενος σε όση έκταση χρειαζόταν το μέσο της κατοικούμενης από τις ζωντανές υπάρξεις, διερχόταν τα μέρη Του, και έτσι αφού εισήλθε, διερχόταν την Ιεριχώ.
Λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής: «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν(:Εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ζακχαίος. Αυτός ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. Και προσπαθούσε να δει τον Ιησού ποιος είναι, αλλά δεν μπορούσε. Διότι υπήρχε μεγάλη συρροή λαού, και αυτός ήταν κοντός στο ανάστημα και σκεπαζόταν από το πλήθος)»[Λουκ.9,2-3]. Και όχι μόνο ήταν μικρόσωμος, αλλά βρισκόταν και μακριά από τον Ιησού• διότι αν πλησίαζε, έστω και μικρόσωμος, δεν θα δυσκολευόταν να Τον δει. Εγώ μάλιστα νομίζω ότι αυτός και ελκυόταν και ανακοπτόταν με άρρητο τρόπο από τη θεία δύναμη του Ιησού· ελκυόταν δηλαδή, επειδή είχε τρόπο χρηστό και ψυχή κατάλληλη για την καλλιέργεια της αρετής, γι’ αυτό κι επιθυμούσε κι επιχειρούσε να δει τον Ιησού· παρεμποδιζόταν όμως ταυτόχρονα και από τη θεία δύναμη, διότι αιχμαλωτίσθηκε από όσα είναι αντίθετα με όσα ορίζει ο Χριστός να πολιτευόμαστε στη ζωή μας, δηλαδή από την εξάσκηση του αισχροκερδούς επαγγέλματος του τελώνη και τον πλούτο.
Αυτά νομίζω υποδεικνύοντας και ο ευαγγελιστής στους συνετούς με λίγα λόγια, εφόσον μεν ο Ζακχαίος ήταν θαυμάσιος στους τρόπους, είπε γι’ αυτόν: «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος (:Εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ζακχαίος)», εφόσον όμως ήταν πιασμένος στους βρόχους της κακίας, πρόσθεσε «καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος (:και αυτός ήταν αρχιτελώνης, και αυτός ήταν βέβαια πλούσιος)». Πραγματικά, από τη μία πλευρά η φράση: «Εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος» λέγεται στις περιπτώσεις των αξιόλογων ανθρώπων που δεν ανήκουν στους πολλούς. Και προς αυτό τείνει η αναφορά του ονόματος του ανδρός· διότι δεν ήταν από εκείνους, για τους οποίους λέγει ο Δαβίδ: «Οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου(:Τα ονόματα των ασεβών αυτών ανθρώπων αλλά και των μισητών θεών τους, δε θα τα θυμηθώ ποτέ και ούτε θα τα αναφέρω με τα χείλη μου)»[Ψαλμ.15,4].
Το ότι όμως ο ευαγγελιστής έδωσε μαρτυρία ότι δεν ήταν μονάχα ένας απλός τελώνης, αλλά και αρχιτελώνης και γι’ αυτό πλούσιος, έδειξε ότι αυτός ξεχώριζε πάρα πολύ για την κακία του. Αλλά επειδή ο Ζακχαίος, ως μικρόσωμος και απομακρυσμένος από εκεί που βρισκόταν ο Ιησούς, δεν μπορούσε να Τον δει, λέγει ο ευαγγελιστής ότι «καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι(:και έτρεξε λοιπόν μπροστά από το πλήθος που συνόδευε τον Ιησού και ανέβηκε σαν να ήταν μικρό παιδί σε μία συκομουριά για να Τον δει, διότι από το δρόμο εκείνο στον οποίο βρισκόταν το δέντρο αυτό θα περνούσε ο Ιησούς)»[Λουκ. 19,4]. Παρατήρησε την σφοδρότητα του πόθου και αναλογίσου από αυτό ποιος ήταν ο τρόπος του. Όταν δηλαδή δεν μπόρεσε να διασπάσει τον όχλο, δεν απογοητεύθηκε, αλλά περισσότερο προσέτρεξε και δεν απομακρύνθηκε από τον πόθο, αλλά από τον όχλο· και αφού προπορεύθηκε, ανέβηκε σε μία συκομορέα που ήταν φυτεμένη κοντά στο δρόμο, για να δει από εκεί τον Ποθούμενο.
Και εκείνος έκανε αυτές τις ενέργειες με σαφή συγχρόνως και φιλόθεο τρόπο, με κεντρίσματα πόθου πληττόμενος και προτρέχοντας στην οδό, με φτερά πόθου ανυψούμενος και ανεβαίνοντας στο δένδρο. Και τι έκανε ο Ιησούς, η Ενυπόστατη σοφία του ανάρχου Πατρός, Αυτός που λέγει μέσω του Σολομώντος: «Ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν(: Εγώ αγαπώ όσους με αγαπούν· και όσοι με αγαπούν, με βρίσκουν. Και έτσι αποκτούν χάρη εκ μέρους του Θεού και δόξα εκ μέρους των ανθρώπων)»[Παροιμ.8,17]· «ὅτι τοὺς ἀξίους αὐτῆς αὕτη περιέρχεται ζητοῦσα καὶ ἐν ταῖς τρίβοις φαντάζεται αὐτοῖς εὐμενῶς καὶ ἐν πάσῃ ἐπινοίᾳ ὑπαντᾷ αὐτοῖς(:επειδή η ίδια η σοφία του Θεού περιέρχεται εδώ και εκεί και αναζητεί τους αξίους της. Ολόλαμπρη και ευμενής παρουσιάζεται στους δρόμους της ζωής τους, και σε κάθε σκέψη τους τούς βοηθάει πάντοτε)»[Σοφ.Σολ.6,16];
Φθάνει τον Ζακχαίο, τον βλέπει πρώτος, τον προσφωνεί με πολύ φιλικό τρόπο και του υπόσχεται ότι θα τον επισκεφτεί και θα μείνει στο σπίτι του. Διότι, όπως λέγει ο ευαγγελιστής: «Καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον(:Αμέσως μόλις έφθασε στο σημείο εκείνο)», όπου δηλαδή η συκομορέα βάσταζε τον Ζακχαίο σαν ουράνιο καρπό λόγω του ενθέου πόθου του, «ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι (:σήκωσε τα μάτια Του ο Ιησούς και τον είδε˙ και χωρίς να τον γνωρίζει από παλαιότερα τον φώναξε με το όνομά του και του είπε: ‘’Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου, σύμφωνα με τη θεία βουλή που προετοιμάζει η σωτηρία σου’’)».
Μου φαίνεται ότι δεν αναγνώριζαν εύκολα τον Ιησού ανάμεσα στον όχλο απλά και μόνο αν Τον έβλεπαν, αυτοί που δεν Τον είχαν δει προηγουμένως, διότι περπατούσε με σεμνότητα και δεν είχε τίποτε διαφορετικό από τους πολλούς, αλλά και ότι δεν ήταν δυνατό να επιτύχει κανείς να Τον δει κατά πρόσωπο από ψηλά, διότι συνήθως έσκυβε ταπεινά προς τον εαυτό Του. Γι’ αυτό και Εκείνος που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων και που είδε τον ενδόμυχο πόθο του Ζακχαίου, τον προσφωνεί και καλεί με το όνομά του αυτόν που δεν είχε δει ποτέ προηγουμένως πρόσωπο με πρόσωπο, για να του δείξει την όψη Του από φιλανθρωπία και να γνωρίσει με ευγένεια τον εαυτό Του σε εκείνον που Τον ποθούσε και να του δείξει ότι δεν ποθεί αυτός μόνο να δει τον Δημιουργό, αλλά και ποθείται και ο ίδιος από τον Δημιουργό του. Και επιπλέον μάλιστα και τον παροτρύνει να σπεύσει στο σπίτι του, ώστε με αφθονία να πράξει και να αποκομίσει τα τέλη της θεοφιλίας από Αυτόν που δίνει με το παραπάνω όσα ζητούμε ή σκεπτόμαστε.
«Καὶ σπεύσας κατέβη(:Τότε ο Ζακχαίος)», λέγει, «καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων(: κατέβηκε γρήγορα και Τον υποδέχθηκε στο σπίτι του με χαρά)»[Λουκ.19,6]. Διότι αυτός που πριν Τον δει, τρέχει προκειμένου να Τον δει και πράττει τα πάντα, ώστε να το επιτύχει, πώς δεν θα έσπευδε, όταν Τον είδε και Τον άκουσε, και μάλιστα όταν δέχθηκε τέτοια επαγγελία; Μόλις λοιπόν είδε ότι και η επαγγελία πραγματοποιήθηκε, αυτός ο ίδιος χαιρόταν που βρισκόταν μαζί με Εκείνον που ποθούσε να συναντήσει και ήδη γευόταν τις άφθαρτες χάριτες από την ίδια την Πηγή· αυτοί όμως που έβλεπαν όσα συνέβαιναν, επειδή δεν έβλεπαν με σύνεση, λέγει ο ευαγγελιστής: «καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι(:μουρμούριζαν μεταξύ τους με αγανάκτηση και σχολίαζαν περιφρονητικά τον Ιησού λέγοντας ότι μπήκε να μείνει και να αναπαυθεί στο σπίτι ενός αμαρτωλού ανθρώπου)»[Λουκ.19,7].
Αλλά ο τελώνης, συναγωνιζόμενος σε φιλοτιμία Αυτόν που όχι μόνο κατέβηκε έως εμάς με σάρκα, αλλά και από άφατη φιλανθρωπία σήκωσε τον ονειδισμό μας: «Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον (:Στάθηκε μπροστά στον Κύριο και είπε)»[Λουκ.19,8]· το ότι μάλιστα στάθηκε όρθιος είναι δείγμα βέβαιης γνώμης, θαρραλέας και ταπεινής συγχρόνως· αφού λοιπόν στάθηκε και αποστόμωσε με παρρησία τους κατηγόρους, είπε προς τον Ιησού: «Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν(:Ιδού, Κύριε, τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίνω ελεημοσύνη στους φτωχούς, και αν τυχόν ως τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες και αναφορές για να αδικήσω κάποιον σε κάτι, του το γυρίζω πίσω τετραπλάσιο)»[Λουκ.19,8]. Και παρουσιαζόμενος με αυτόν τον τρόπο δίκαιος, διέλυσε τον ονειδισμό όσων γόγγυζαν προς τον Κύριο που έλεγαν «ότι μπήκε να μείνει και να αναπαυθεί στο σπίτι ενός αμαρτωλού ανθρώπου»· διότι, αφού απέδωσε νομίμως τετραπλάσια όσα με εκβιασμό είχε μαζέψει, απομακρύνθηκε πραγματικά από το κακό, ενώ αφού διένειμε τα μισά από τα υπάρχοντά του στους πτωχούς έπραξε το αγαθό και φάνηκε ότι σε όλα είχε καθαριστεί.
Επομένως, ο Κύριος προς μεν τους Φαρισαίους έλεγε: «Πλὴν τὰ ἐνόντα δότε ἐλεημοσύνην, καὶ ἰδοὺ ἅπαντα καθαρὰ ὑμῖν ἔσται(:Δώστε όμως ελεημοσύνη εκείνα που είναι μέσα στο ποτήρι και την πιατέλα, και γίνετε ευεργετικοί στους άλλους με τα αγαθά σας˙ κι έτσι, όλα όσα τρώτε τότε θα σας γίνουν καθαρά, έστω κι αν τα τρώτε χωρίς να πλυθείτε προηγουμένως)»[Λουκ.11,41], τώρα όμως αποφασίζοντας σε σχέση με τέτοιες πράξεις έμπρακτης μετάνοιας και παίρνοντας από τον ίδιο τον μετανοημένο και ελεήμονα πλέον Ζακχαίο την απολογία προς όσους γόγγυζαν εναντίον του, λέγει: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν(:Σήμερα με την επίσκεψή μου στο σπίτι αυτό ήλθε η σωτηρία τόσο στον οικοδεσπότη όσο και στους δικούς του. Και έπρεπε να σωθεί και ο αρχιτελώνης αυτός, διότι κι αυτός είναι γιος και απόγονος του Αβραάμ, όπως κι εσείς που διαμαρτύρεστε. Και σ’ αυτόν λοιπόν έδωσε ο Θεός την υπόσχεση της σωτηρίας)», ως ένας άνθρωπος που έγινε τώρα πιστός, ως ένας άνθρωπος πλέον δίκαιος και φιλόξενος και φιλόπτωχος. Διότι «ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός(:έπρεπε λοιπόν να συντελέσω στη σωτηρία αυτή του Ζακχαίου, διότι ο Υιός του ανθρώπου ήλθε από τον ουρανό στη γη για ν’ αναζητήσει και να σώσει όλη την ανθρωπότητα, που σαν χαμένο πρόβατο κινδύνευε να πεθάνει μέσα στην αμαρτία)»[Λουκ.19,10], λέγοντας εκείνο ακριβώς προς όσους γόγγυζαν, ότι «εισήλθα μεν στο σπίτι αμαρτωλού για να βρω κατάλυμα, αλλά το έκανα για να τον μεταβάλλω και να τον σώσω, αποδεικνύοντάς τον σε όλους αντί φιλάργυρο που ήταν πριν, τώρα φιλόθεο, αντί άδικο που ήταν πριν, τώρα δίκαιο, αντί αφιλόξενο που ήταν πριν, τώρα φιλόξενο, αντί ασυμπαθή που ήταν πριν, τώρα πλέον ελεήμονα, όπως τον βλέπετε να γίνεται τώρα».
Βλέπετε λοιπόν όλοι τον Ζακχαίο, πώς αγάπησε και ζήτησε, και αγαπήθηκε και προσηλώθηκε και εξοικειώθηκε με τον Χριστό; Όποιος επομένως είναι τελώνης ή αρχιτελώνης που πλουτίζει από το έργο του με κακό και άνομο τρόπο και συνάζει άδικα πλούτη, ας μιμηθεί την πορεία του αρχιτελώνη αυτού προς την σωτηρία, και ας επιστρέφει και σκορπίζει με τρόπο θεάρεστο και ψυχοσωτήριο, όσα θησαύρισε με τρόπο εφάμαρτο και ολέθριο για την ψυχή του. Όποιος είναι πτωχός, επειδή έγινε θύμα αρπαγής ή για άλλον λόγο, ας είναι ευχαριστημένος· διότι έχει την σωτηριώδη πτωχεία, και μάλλον ας την κάνει αυτός σωτηριώδη μέσω της ευχαριστίας, προς την οποία καταφεύγοντας με προθυμία και ο πλούσιος τελώνης σώθηκε, όπως ακούσατε τώρα σχετικά με αυτόν στη διήγηση του ευαγγελίου. Αυτά λοιπόν ως προς την διήγηση.
Στη συνέχεια λοιπόν παρακολουθείστε με προσοχή όσοι έχετε διεισδυτικότερο τρόπο σκέψης. Επειδή δηλαδή το όνομα Ζακχαίος σημαίνει «δικαιούμενος», παρακαλώ κατανόησε από αυτό τους Φαρισαίους που δικαιώνουν τους εαυτούς τους, που είναι σαν να ασκούν και αυτοί το αισχροκερδές επάγγελμα του τελώνη κατά κάποιον τρόπο, όπως λέγει ο Κύριος στα ευαγγέλια, «κατατρώγοντας τα σπίτια και την περιουσία των χηρών και προσευχόμενοι επιδεικτικά πολλή ώρα» [βλ.Ματθ.23,13:«Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρῖμα(:Αλίμονο σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, διότι κατατρώτε τα σπίτια και την περιουσία των χηρών, εσείς που με πρόσχημα και ευλάβεια για σκοπούς συμφεροντολογικούς κάνετε μεγάλες προσευχές˙ γι’ αυτό θα έχετε μεγαλύτερη καταδίκη απ΄ τους άλλους αδίκους και κλέφτες)».
Όταν λοιπόν κάποιος από αυτούς ποθήσει να οδηγηθεί σε επίγνωση της αλήθειας, ζητεί να δει και να γνωρίσει, όπως ζητούσε ο Ζακχαίος, τον Ιησού, αφού Αυτός είναι η αλήθεια· μην μπορώντας όμως ως μικρόσωμος και μικρόνους, κατά το παράδειγμα του μικρόσωμου Ζακχαίου, ανεβαίνει σε μια συκομορέα, δηλαδή στην ακρίβεια του μωσαϊκού νόμου και των ιουδαϊκών συνηθειών, νομίζοντας ότι από εκεί θα επιτύχει την αλήθεια, τόσο κατά τη γνώση όσο και κατά την πράξη. Και ο Κύριος, που διερχόταν από την νόμιμη πολιτεία, σαν από κάποια οδό, αφού είδε τον αγαθό του σκοπό και τον πόθο του για την αλήθεια, αποκαλύπτει σε αυτόν τον εαυτό Του, και τον προσφωνεί προσκαλώντας και τον διατάσσει να κατέβει από τη συκομορέα, δηλαδή να εγκαταλείψει τον μωσαϊκό νόμο που δεν καρποφορεί τίποτε σπουδαίο, και να σπεύσει στην χάρη και την κατά το ευαγγέλιο διαγωγή, από τα οποία μπορεί να λάβει ένοικο τον Θεό και να καρπωθεί τη σωτηρία.
Αυτός λοιπόν, επειδή υπάκουσε στο Λόγο καθώς δίδασκε και καλούσε, όπως εκείνος ο Ναθαναήλ (διότι και αυτόν τον είδε ο Χριστός να είναι κάτω από τη σκιά, δηλαδή να ζει κατά τον σκιώδη βίο[βλ. Ιω.1,49: «Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε(:Του λέει ο Ναθαναήλ: ‘’Από πού με ξέρεις; Και πώς γνωρίζεις την ειλικρίνεια των μυστικών μου σκέψεων και ελατηρίων;’’. Του αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς: ‘’Πριν ακόμη σε φωνάξει ο Φίλιππος, όταν ήσουν κάτω από τη συκιά και προσευχόσουν μακριά από κάθε μάτι ανθρώπου, εγώ με το υπερφυσικό και θείο μου βλέμμα σε είδα’’)»] ή ο μέγας Παύλος (διότι και αυτόν, που όπως λέγει για τον εαυτό του: «Κατὰ ζῆλον διώκων τὴν ἐκκλησίαν, κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ γενόμενος ἄμεμπτος(:Από πραγματικό ζήλο καταδίωκα την Εκκλησία, και αποδείχθηκα άμεμπτος ως προς τη δικαιοσύνη που προέρχεται από την αυστηρή τήρηση του νόμου. Κανείς δεν μπορούσε να με κατηγορήσει για την παραμικρή παράβαση)»[Φιλιπ.3,6], πρώτος τον κοίταξε και τον προσκάλεσε ο Χριστός)· όποιος λοιπόν υπακούσει έτσι τον Λόγο που προσκαλεί και διδάσκει, γίνεται ακριβώς Ζακχαίος· και τα μισά των διδαγμάτων από τον νόμο που κατείχε προηγουμένως, αφήνει στους Ιουδαίους τους πτωχούς κατά τη διάνοια, δηλαδή περιτομές, σαββατισμούς, βαπτισμούς, ζωοθυσίες και γενικώς όλα τα ταιριαστά στο χαμαίζηλο γράμμα. Παριστώντας μάλιστα και συνάγοντας από τα λόγια και τα παραγγέλματα του νόμου ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού, και αν ποτέ συκοφάντησε κάποιον από τους πιστούς αποκαλώντας τον άπιστο ή σαν τέτοιον τον κακοποίησε ανοικτά, αποδίδει πολλαπλάσια θεραπεύοντας πολλούς πιστούς και οδηγώντας πολλούς απίστους προς την πίστη στον Χριστό. Έχουμε με συντομία και την αλληγορική ερμηνεία.
Επειδή ο Ζακχαίος κατά τη διήγηση προηγουμένως ήταν φιλάργυρος (διότι και σύναζε τον χρυσό ασκώντας το έργο του τελώνη και κοντά του το κρατούσε πλουτίζοντας), ύστερα όμως παρουσιάσθηκε φιλόπτωχος, ή μάλλον πτωχός και ακτήμονας εκουσίως, αφού άλλα τα έδωσε και άλλα τα επέστρεψε ως οφειλόμενα, τώρα εμείς θα επαινέσουμε την αρετή ή θα γίνουμε κατήγοροι της κακίας; Διότι ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου για την ομιλία αυτή δεν επιτρέπει να τα κάνουμε και τα δύο. Αλλά επειδή ο λόγος είναι για μας τους παριστάμενους εδώ, από τους οποίους δεν γνωρίζω αν είναι κανείς εκούσιος κάτοχος της ακτημοσύνης, αλλά στη φιλαργυρία υποχωρούμε σχεδόν όλοι, ας πούμε λοιπόν λίγα και ανάλογα με την ώρα περί φιλαργυρίας, για να φανερώσουμε την φθορά που προκύπτει από αυτήν, απαλλάσσοντάς μας από αυτήν κατά το μέτρο που μας είναι δυνατόν. Η φιλαργυρία είναι αιτία όλων των κακών: της αισχροκέρδειας, της τσιγκουνιάς, της ρηχότητας, της αστοργίας, της απιστίας, της μισανθρωπίας, της αρπαγής, της αδικίας, της πλεονεξίας, του τόκου, του δόλου, του ψεύδους, και όλων των ομοίων με αυτά.
Εξαιτίας της φιλαργυρίας γίνονται ιεροσυλίες, λωποδυσίες και κάθε είδος κλοπής· εξαιτίας της φιλαργυρίας δεν υπάρχουν μόνο στους δρόμους και στην ξηρά και στα πελάγη άρπαγες και ληστές και πειρατές, αλλά και μέσα στην πόλη άδικα σταθμά και ζύγια και διπλά μέτρα και περίεργη κουρά και παραχάραξη νομισμάτων, υπέρβαση ορίων, πονηροί ανταγωνισμοί γειτόνων. Αυτή φέρει έθνη εναντίον εθνών και διαλύει δυνατές φιλίες και μερικές φορές διασπά τους στενούς δεσμούς της συγγένειας· εξαιτίας αυτής προδίδει κανείς και την πατρίδα, άλλος στρατόπεδο ομόφυλο, άδικος δικαστής τον νόμο και μάρτυρας την αλήθεια, και πριν από όλα ο καθένας προδίδει την ψυχή του. Έτσι κατά τον θείο απόστολο: «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς(:γιατί ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία, για την οποία επειδή μερικοί την ορέγονται, αποπλανήθηκαν από την πίστη και κατατρύπησαν τους εαυτούς τους με οδύνες πολλές)»[Α΄Τιμ.6,10].
Αλλά προσέξτε με σύνεση τη φωνή του αποστόλου· διότι δεν είπε ότι «όσοι πλουτίζουν, αποπλανήθηκαν και απομακρύνθηκαν από την πίστη», αλλά «όσοι ορέγονται διακαώς τον πλούτο», όπως και αλλού λέγει ότι «οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν(: εκείνοι όμως που θέλουν να πλουτίζουν, πέφτουν σε πειρασμό και παγίδα και επιθυμίες πολλές, ανόητες και βλαβερές, οι οποίες βυθίζουν τους ανθρώπους σε όλεθρο και σε απώλεια)»[Α΄Τιμ.6,9]. Να μην πείτε λοιπόν: «Φτωχοί είμαστε οι περισσότεροι εδώ· τι ομιλείς ενάντια στη φιλαργυρία προς ανθρώπους που δεν έχουμε σχεδόν καθόλου χρήματα;». Το πράττω διότι έχουμε την νόσο μέσω της επιθυμίας στην ψυχή και χρειαζόμαστε γι’ αυτήν θεραπεία. Εάν πάλι μου πεις ότι δεν έχεις την νόσο, δείξε ότι δεν ζητείς ν’ απαλλαγείς από την πτωχεία, αλλά ότι την θεωρείς ποθεινότερη και πολυτιμότερη από τον πλούτο και χαίρεσαι και ευχαριστείς τον Θεό γι’ αυτήν, με την πεποίθηση ότι σου καθιστά ευκολότερη τη σωτηρία. Αν επίσης είναι κανείς πλούσιος, ας ακούει μεν ότι δύσκολα θα εισέλθει πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, αλλά ας γνωρίζει επίσης ότι και ο Αβραάμ ήταν πλούσιος, και όμως σώθηκε (διότι ήταν φιλόξενος και φιλόπτωχος, αλλά όχι φιλάργυρος) και ο Ιώβ που δοκιμάσθηκε και σε περίοδο πλούτου και σε περίοδο φτώχειας, όταν ήταν πλούσιος λέγει για τον εαυτό του: «Εἰ ἔταξα χρυσίον εἰς χοῦν μου, εἰ δὲ καὶ λίθῳ πολυτελεῖ ἐπεποίθησα(:Ποτέ δεν έκρυψα για αποθησαυρισμό και ασφάλεια εντός της γης το χρυσάφι, ποτέ δε στήριξα την ελπίδα μου στους πολύτιμους λίθους)»[Ιώβ, 31,24].
Επομένως ο έρωτας προς τον πλούτο είναι κακό, που αν δεν προσέχει, και ο φτωχός και ο πλούσιος τον παθαίνει ματαίως. Επειδή μάλιστα ο πονηρός πλούτος μερικές φορές προσλαμβάνει μαζί του και συζυγία πονηρότερη, δηλαδή την υψηλοφροσύνη και την πεποίθηση στον πλούτο, γι’ αυτό γράφοντας προς τον Τιμόθεο ο θείος Παύλος λέγει: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰῶνι παράγγελλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν, μηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ’ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἡμῖν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν(: Στους πλούσιους του τωρινού αιώνα παράγγελλε να μην υψηλοφρονούν μήτε να έχουν ελπίσει στην αβεβαιότητα του πλούτου, αλλά στον Θεό που μας παρέχει όλα πλούσια προς απόλαυση)»[Α΄Τιμ.6,17].
Διότι η ταπείνωση ανάμεσα στους ανθρώπους είναι επίγνωση αληθείας· και όποιος καυχάται για τον πλούτο που είναι περισσότερα από όλα τα υπάρχοντά μας αληθινά γήινος και ελπίζει σε αυτόν, είναι πραγματικά άφρων και κατά τίποτε ανόμοιος από τους πλουσίους που προέβαλε ο Κύριος σε παραβολή· από τους οποίους ο μεν ένας πλούσιος έχοντας στα πρόθυρα του σπιτιού του τον φτωχό και άρρωστο Λάζαρο ούτε καν τον κοίταζε από την έπαρση που τον διακατείχε, ενώ ο άλλος, ο άφρονας πλούσιος, διαλεγόμενος με την ψυχή του σχετικά με τα θησαυρισμένα για πολλά έτη αγαθά του παρέστησε ποια είναι η ελπίδα στον πλούτο· γι’ αυτό τον μεν ένα δέχθηκε άσβεστη φλόγα, τον δε άλλο η αναπόφευκτη απαίτηση της ψυχής του από τους εναντίους.
Βλέπετε το τέλος όσων προσηλώνονται στον πλούτο; Γι’ αυτό λέγει ο Δαβίδ: «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ᾿ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν(:Εσείς οι άνθρωποι, μη στηρίζετε τις ελπίδες σας στον πλούτο και στην αδικία. Μη φλογίζεστε από τον πόθο για πλούτη, που προέρχονται από αρπαγές. Και αν δείτε σαν ποτάμι να ρέει ο πλούτος μπροστά σας, μην προσκολλάτε σε αυτόν την καρδιά σας)»[Ψαλμ.61,11] · ο Σολομώντας επίσης λέγει: «Ὁ πεποιθὼς ἐπὶ πλούτῳ οὗτος πεσεῖται, ὁ δὲ ἀντιλαμβανόμενος δικαίων οὗτος ἀνατελεῖ(:Εκείνος που έχει πεποίθηση και ελπίδα στον πλούτο του, θα πέσει και θα καταστραφεί. Εκείνος όμως που βοηθάει και υποστηρίζει τους αναξιοπαθούντες δικαίους, αυτός θα ανατείλει σαν λαμπρός ήλιος)»[Παροιμ.11,28]· σε άλλο σημείο πάλι παρομοιάζει όσους χάσκουν στα κέρδη με άδη και καταστροφή, λέγοντας: «Καὶ σὺ δὲ ἀπόγραψαι αὐτὰ σεαυτῷ τρισσῶς εἰς βουλὴν καὶ γνῶσιν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου(:Και εσύ γράψε εντός σου αυτούς τους λόγους τρεις φορές, σε τρεις θέσεις της ψυχής σου. Στη θέλησή σου, για να είναι αγαθή, στη γνώση σου, για να είναι αληθής, στο πλάτος της καρδιάς σου, ώστε να πλημμυρίζουν ολόκληρη την ψυχή σου)»[Παροιμ.27,20]· και ο Κύριος λέγει: «Πλὴν οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν(:Αλίμονο όμως σε σας τους πλουσίους, που χρησιμοποιείτε εγωιστικά τον πλούτο σας για να υπηρετείτε τις σαρκικές σας ανέσεις και απολαύσεις. Αλίμονό σας, διότι, αφού στη ζωή αυτή βρίσκετε πλήρη και τέλεια παρηγοριά στον πλούτο, δεν μένει να ελπίζετε τίποτε στην άλλη ζωή)»[Λουκ.6,24].
Αλλά εμείς, αδελφοί, ας πλουτίσουμε σε αγαθά έργα· ας γεμίσουμε με όσα έχουμε τα στομάχια των φτωχών, ώστε να αξιωθούμε την επηγγελμένη φωνή και ευλογία και να κληρονομήσουμε την ουράνια βασιλεία. Και είθε όλοι μας να την αποκτήσουμε με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα, κράτος, μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το ζωοποιό Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Άπαντα τα έργα, τόμος 11, ομιλία ΞΒ΄,σελ.562-583,πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1986.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος Θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Άπαντα τα έργα, τόμος 11, ομιλία ΞΒ΄,σελ.562-573,πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1986
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος Θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκ.19,1-10]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΖΑΚΧΑΙΟ
«Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν Ἱεριχώ·καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι (:Έπειτα από λίγο ο Ιησούς μπήκε στην Ιεριχώ, και περνούσε μέσα από την πόλη. Εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ζακχαίος. Αυτός ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. Και προσπαθούσε να δει τον Ιησού ποιος είναι, αλλά δεν μπορούσε·διότι υπήρχε μεγάλη συρροή λαού, και αυτός ήταν κοντός στο ανάστημα και σκεπαζόταν από το πλήθος. Έτρεξε λοιπόν μπροστά από το πλήθος που συνόδευε τον Ιησού και ανέβηκε σαν να ήταν μικρό παιδί σε μία συκομουριά για να Τον δει, διότι από τον δρόμο εκείνο, στον οποίο βρισκόταν το δέντρο αυτό, θα περνούσε ο Ιησούς)»[Λουκ.19,1-4].
Ο Ζακχαίος ήταν αρχιτελώνης με πάρα πολύ μεγάλη ροπή προς τη φιλαργυρία, και σκοπός του ήταν να εισπράττει όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα · με αυτό άλλωστε ασχολούνταν οι τελώνες· και αυτήν την πλεονεξία ο Παύλος την ονομάζει «ειδωλολατρία», επειδή προφανώς ταιριάζει μόνο σε αυτούς που δεν γνωρίζουν τον Θεό[Κολ. 3,5 :«Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία δι’ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»(:Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος)» · επίσης, Εφ. 5,5: « Τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ(:Φυλαχθείτε από όλα αυτά, διότι πρέπει να ξέρετε καλά το εξής, ότι κάθε πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, ο οποίος ουσιαστικά είναι ειδωλολάτρης, αφού η λατρεία του χρήματος, απορροφά ολόκληρη την καρδιά του, δεν έχει κανένα δικαίωμα κληρονομιάς στη βασιλεία του Χριστού και Θεού)».
Γι’ αυτό, και πολύ εύλογα, επειδή οι τελώνες είχαν περιβληθεί στην όψη και τη συμπεριφορά τους με μεγάλη αναίδεια, ο Κύριος τούς είχε συμπεριλάβει στην ίδια κατηγορία μαζί με τις πόρνες, λέγοντας τα εξής στους διδασκάλους των Ιουδαίων: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(:Αληθινά σας λέω ότι οι τελώνες και οι πόρνες, οι οποίες στην αρχή έδειξαν απείθεια στο νόμο του Θεού, πηγαίνουν πριν από σας τους Φαρισαίους και γραμματείς στη βασιλεία του Θεού· διότι εσείς με λόγια μόνο δείξατε υπακοή στο Θεό, στην πραγματικότητα όμως υπήρξατε απειθείς και άπιστοι)»[ Ματθ. 21,31].
Πλην όμως ο Ζακχαίος δεν έμεινε σε αυτά, αλλά κρίθηκε άξιος της ευσπλαχνίας από τον Χριστό· γιατί Αυτός είναι Εκείνος που καλεί κοντά Του αυτούς που βρίσκονται μακριά, και φωτίζει αυτούς που είναι σκοτισμένοι. Εμπρός λοιπόν να δούμε ποιος υπήρξε ο δρόμος της επιστροφής για τον Ζακχαίο. Επιθύμησε να δει τον Ιησού, γιατί βλάστησε μέσα του σπόρος σωτηρίας. Αυτό το είδε ο Χριστός με τα θεϊκά Του μάτια και σηκώνοντας το βλέμμα Του, τον είδε και με τα ανθρώπινα μάτια· και επειδή σκοπός Του ήταν να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, προσφέρει την αγαθότητα και, ενθαρρύνοντάς τον, του λέγει: «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι(: Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα)»[Λουκ. 19,5]· επειδή προσπαθούσε να δει τον Ιησού, και τον εμπόδιζε το πλήθος, όχι τόσο πολύ των ανθρώπων, όσο των αμαρτιών του. Αλλά ήταν και μικρός στο ανάστημα, όχι μόνο το σωματικό, αλλά και το πνευματικό· και δεν θα μπορούσε να Τον δει με άλλο τρόπο, αν δεν ανέβαινε σε κάποιο ύψος από το έδαφος της γης και δεν ανέβαινε στη συκομουριά, μπροστά από την οποία επρόκειτο να περάσει ο Χριστός.
Ο λόγος βέβαια έχει και αλληγορική σημασία: δεν μπορεί δηλαδή κανείς με άλλον τρόπο να δει τον Χριστό και να πιστέψει σε Αυτόν, παρά μόνο εάν ανεβεί στη συκομουριά, καταδικάζοντας ως ανόητα τα γήινα μέλη του, δηλαδή την πορνεία, την ακαθαρσία και καθετί που τα ακολουθεί. «Επρόκειτο», λέγει, «ο Χριστός να περάσει μπροστά από τη συκομουριά»: αφού δηλαδή εφάρμοσε τον τρόπο ζωής που όριζε ο μωσαϊκός νόμος, πράγμα το οποίο συμβολίζει η «συκιά», προτίμησε τα «μούρα», όσα δηλαδή ο κόσμος θεωρεί ανόητες επιλογές, δηλαδή τον σταυρό και τον θάνατο. Και καθένας που σηκώνει τον σταυρό του και ακολουθεί τον τρόπο ζωής του Χριστού σώζεται, εφόσον εφαρμόζει με σύνεση τον νόμο του Θεού, ο οποίος είναι μια συκιά που δεν κάνει άνοστα σύκα, αλλά εύγευστα μούρα · γιατί στους Ιουδαίους φαίνεται μωρία η κρυμμένη στους πιστούς πνευματική εργασία, όσον αφορά την αποκοπή της κακίας και την αποχή από κάθε κακή πράξη, χωρίς όμως να κάνουν αισθητά την περιτομή στο δέρμα τους και χωρίς να τηρούν την αργία του Σαββάτου.
Κατάλαβε λοιπόν ο Ιησούς ότι αυτός ήταν έτοιμος προς υπακοή και θερμός στην πίστη και έτοιμος εύκολα να μετανοήσει από την κακία και να στραφεί προς την αρετή· και αυτός «σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων(:τότε ο Ζακχαίος κατέβηκε γρήγορα και Τον υποδέχθηκε στο σπίτι του με χαρά)»[Λουκ.19,6] όχι μόνο επειδή Τον είδε όπως επιδίωκε, αλλά και επειδή κλήθηκε από Αυτόν με το όνομά του, και Τον υποδέχθηκε στο ίδιο του το σπίτι, κάτι που δεν θα το περίμενε ποτέ.
«Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι(:Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου, σύμφωνα με τη θεία βουλή που προετοιμάζει η σωτηρία σου)»[Λουκά 19,5].
Ήταν θεϊκή πρόγνωση αυτή, ήξερε καλά αυτό που επρόκειτο να συμβεί· είδε ότι η ψυχή του ανθρώπου ήταν πανέτοιμη να κλίνει στο να επιλέξει να ζήσει με τρόπο άγιο, και την μετέστρεψε στην ευσέβεια· «ὑπεδέξατο», λέει, «αὐτὸν χαίρων(:Τον υποδέχτηκε στο σπίτι του με χαρά)», επειδή έτυχε τιμής που δεν την περίμενε. Αλλά ίσως θα μπορούσε κάποιος να πει στον Σωτήρα όλων μας Χριστό: « Μπαίνεις στην αυλή του Ζακχαίου που είναι αρχηγός των τελωνών και ο οποίος δεν απέβαλε ακόμα τη συνήθεια της φιλοκέρδειας;». «Ναι», λέγει· «Το γνωρίζω αυτό, αφού από τη φύση μου είμαι Θεός και παρακολουθώ τις πορείες του καθενός επάνω στη γη, και επιπλέον γνωρίζω αυτά που θα συμβούν. Τον κάλεσα για μετάνοια, επειδή είναι πρόθυμος γι’ αυτό».
«Καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν (:Όλοι όμως, όταν είδαν ότι ο Ιησούς προτίμησε το σπίτι του Ζακχαίου, μουρμούριζαν μεταξύ τους με αγανάκτηση και σχολίαζαν περιφρονητικά τον Ιησού λέγοντας ότι μπήκε να μείνει και να αναπαυθεί στο σπίτι ενός αμαρτωλού ανθρώπου. Ο Ζακχαίος όμως στάθηκε μπροστά στον Κύριο και του είπε: ‘’Ιδού, Κύριε, τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίνω ελεημοσύνη στους φτωχούς, κι αν τυχόν ως τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες και αναφορές για να αδικήσω κάποιον σε κάτι, του το γυρίζω πίσω τετραπλάσιο’’)» [Λουκ. 19,7-8].
Βλέπεις πως ο προϊστάμενος των τελωνών, ο φιλάργυρος, έγινε αμέσως ελεήμονας και ένθερμος υποστηρικτής της φιλοπτωχίας, υποσχόμενος ότι θα μοιράσει τον πλούτο του στους φτωχούς, και απολογούμενος στους αδικημένους, σύμφωνα με τον νόμο ο οποίος διέτασσε να δίνουν τέσσερα πρόβατα αντί ενός, σύμφωνα με την απόφαση του Δαβίδ, για εκείνον ο οποίος έχει λεχθεί ότι έκλεψε την προβατίνα του φτωχού· διότι λέγει: «καὶ τὴν ἀμνάδα ἀποτίσει ἑπταπλασίονα, ἀνθ᾿ ὧν ὅτι ἐποίησε τὸ ῥῆμα τοῦτο καὶ περὶ οὗ οὐκ ἐφείσατο(: και θα επιστρέψει σε εκείνον που αδικήθηκε επτά προβατίνες, διότι έκανε την κακή αυτήν πράξη, δεν λυπήθηκε δηλαδή τον φτωχό ιδιοκτήτη της μιας προβατίνας)»[Β΄Βασ. 12,6].
«Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο , καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός(:Σήμερα με την επίσκεψή μου στο σπίτι αυτό ήλθε η σωτηρία τόσο στον οικοδεσπότη, όσο και στους δικούς του. Και έπρεπε να σωθεί και ο αρχιτελώνης αυτός, διότι κι αυτός είναι γιος και απόγονος του Αβραάμ, όπως κι εσείς που διαμαρτύρεστε. Και σε αυτόν λοιπόν έδωσε ο Θεός την υπόσχεση της σωτηρίας. Έπρεπε λοιπόν να συντελέσω στη σωτηρία αυτή του Ζακχαίου, διότι ο υιός του ανθρώπου ήλθε από τον ουρανό στη γη για ν’ αναζητήσει και να σώσει όλη την ανθρωπότητα, που σαν χαμένο πρόβατο κινδύνευε να πεθάνει μέσα στην αμαρτία)»[Λουκ.19,9-10].
Όπου δηλαδή μπαίνει ο Χριστός, εκεί οπωσδήποτε υπάρχει και σωτηρία. Όχι με αναβολές, ούτε με υποσχέσεις, αλλά σήμερα ο Χριστός προσφέρει στον Ζακχαίο τη σωτηρία, γιατί και αυτός πραγματοποίησε αμέσως εκείνο που υποσχέθηκε. Γιατί δεν είπε: «Θα δώσω στο μέλλον τα μισά μου υπάρχοντα για ελεημοσύνη στους φτωχούς, και σε εκείνους που αδίκησα, θα τους επιστρέψω στο μέλλον τα τετραπλάσια», γιατί άκουσε τον Σολομώντα που λέγει: «Μὴ εἴπῃς· ἐπανελθὼν ἐπάνηκε, αὔριον δώσω, δυνατοῦ σου ὄντος εὖ ποιεῖν· οὐ γὰρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα (:Ποτέ να μην του πεις του φτωχού: “ξαναέλα αύριο να σου δώσω”, εφόσον μπορείς να κάμεις το καλό αμέσως· διότι δεν γνωρίζεις τι θα παρουσιάσει για εσένα και για εκείνον η αυριανή ημέρα)»[Παρ.3,28], αλλά είπε: «Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν(:Ιδού (σήμερα) δίνω τα μισά μου υπάρχοντα στους φτωχούς, Κύριε, και αν τυχόν, σαν τελώνης που είμαι, αδίκησα με ψευδείς μαρτυρίες κάποιον και εισέπραξα περισσότερα, του τα επιστρέφω αμέσως τετραπλάσια)»[Λουκ.19, 9-10].
Γι΄ αυτό και ο Χριστός λέγει: «Σήμερα δίνεις, σήμερα σε σένα και η σωτηρία». Έπρεπε λοιπόν οι Ιουδαίοι να αισθάνονταν χαρά για τον Ζακχαίο που είχε σωθεί με τρόπο πέρα από κάθε προσδοκία, γιατί και αυτός συμπεριλαμβανόταν στα τέκνα του Αβραάμ, στα οποία ο Θεός υποσχέθηκε μέσω προφητών αγίων τη λύτρωση μέσω του Χριστού.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf,
σελ. 138)
Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Β΄», σελ. 163-165.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ[: Α΄Τιμ. 4,9-15]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 28-1-1990]
[Β231]
Ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, στέλνοντας την πρώτη του επιστολή στον πολύ αγαπημένο του μαθητή, τον Τιμόθεο, του σημειώνει και του γράφει: «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». «Ο λόγος του Θεού», λέγει, «είναι πιστός, αξιόπιστος. Και συνεπώς, αφού είναι αξιόπιστος, είναι άξιος κάθε αποδοχής». «Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν». «Γι’ αυτόν τον λόγο κουραζόμαστε και κοπιάζουμε και υφιστάμεθα ονειδισμούς, γιατί έχουμε ελπίσει σε Θεό ζωντανό, ο Οποίος είναι σωτήρας όλων των ανθρώπων, ιδιαίτερα δε, σωτήρας των πιστών». «Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε». «Αυτά που σου γράφω να τα παραγγέλλεις και στους άλλους και να τα διδάσκεις». «Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω». «Κανείς να μην πει ότι είσαι νέος στην ηλικία και συνεπώς να μην σε προσέξει. Αντιθέτως θα σε προσέξουν όταν θα γίνεις τύπος των πιστών».
«Τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ». «Να γίνεις υπόδειγμα των πιστών στον λόγο, στη συναναστροφή σου, στην αγάπη σου, στην πνευματική σου όλη ζωή, στην πίστη, στην αγνεία». «ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ»· έως ότου σε συναντήσω, να προσέχεις εις την μελέτην του λόγου του Θεού, εις την παρηγορία του λαού, εις την διδασκαλία του λαού. «Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου». «Μην αφήνεις να μένει ανενέργητο το χάρισμα που πήρες, το χάρισμα της ιερωσύνης· μην το αφήνεις ανενέργητο, αυτό που πήρες, δια των χειρών ολοκλήρου του πρεσβυτερίου, δηλαδή όλων των πρεσβυτέρων, εννοείται στην Έφεσο, τότε». «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν». «Αυτά να τα μελετάς, σε αυτά να βρίσκεσαι, σε αυτά να είσαι, αυτά να ζεις, για να είναι η προκοπή σου φανερή σε όλα και σε όλους». «Ἔπεχε σεαυτῷ». «Πρόσεχε τον εαυτό σου»· «καὶ τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς». «Να επιμένεις εις αυτούς»· «τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου». «Γιατί κάνοντας αυτό και τον εαυτό σου θα σώσεις, αλλά κι εκείνους οι οποίοι σε ακούουν».
Βλέπετε, αγαπητοί μου, μια ανθοδέσμη παραινέσεων, συμβουλών προς τον νεαρόν τότε επίσκοπον της Εφέσου, τον Τιμόθεον. Ήτο θαυμάσιος άνθρωπος ο Τιμόθεος. Αλλά δεν έχει σημασία. Του τα υπενθυμίζει αυτά. Γιατί είναι καλός πατέρας ο Παύλος και θέλει να φυλάξει το παιδί του, τον Τιμόθεον. Και ο καθένας από μας όταν τιμά τον Θεό, είναι ένας μικρός Τιμόθεος. Και συνεπώς, αυτά που γράφει στον Τιμόθεο, τα γράφει και εις τον καθένα από μας.
Βέβαια θα έπρεπε κάθε του λόγο, κάθε του σημείο, να μας απησχόλει και ιδιαιτέρως. Επιτρέψατέ μου να μείνω μόνο σε ένα σημείο. Εκεί που λέει: «Τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ». «Να γίνεις», λέει, «τύπος των πιστών στα λόγια σου». Οι Πατέρες λένε ότι η αρχή της πνευματικής ζωής είναι η συγκράτηση της γλώσσης, είναι η καλλιέργεια της γλώσσης. Να μπορεί κανείς να διαθέτει μίαν καλλιεργημένη γλώσσα. Όχι βεβαίως συντακτικά και γραμματικά. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα, που μπορεί να δώσει την εικόνα ενός αγραμμάτου ή εγγραμμάτου ανθρώπου. «Αλλά από πλευράς ήθους, πρόσεχε», λέγει, «πρόσεχε τα λόγια σου». Να γίνεις υπόδειγμα στα λόγια σου. Γι΄αυτό σας είπα, πράγματι οι Πατέρες τονίζουν αυτό και λέγουν, διότι το θέμα, το πρώτο βήμα της πνευματικής ζωής είναι να καλλιεργήσουμε τη γλώσσα μας. Μα και το δείγμα της τελειότητος της πνευματικής μας ζωής, είναι πάλι η γλώσσα μας.
Γι΄αυτό λέγει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος: «Εἰ τὶς οὗ πταιει ἐν λόγῳ, οὗτος τέλειος ἀνήρ». «Εκείνος ο οποίος», λέγει, «δεν έχει πταίσματα στον λόγον, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος». Και πράγματι, σας ξαναλέγω, το θέμα της γλώσσης είναι το να χαλιναγωγηθεί. Έχει ολόκληρη παράγραφο ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος στο θέμα της χαλιναγωγήσεως της γλώσσας. Την παρουσιάζει τη γλώσσα ότι είναι ένα φοβερό κακό, ένα φοβερό κακό και ταυτόχρονα είναι ένα όργανο με το οποίο ευλογούμε και δοξάζουμε τον Θεό. Γι΄αυτόν τον λόγο θα πρέπει να προσέχουμε πολύ στο θέμα της γλώσσα. Στη γλώσσα μας έχουμε πολλά θέματα, τα οποία τώρα θα δούμε με πάρα πολύ σύντομο τρόπο.
Και πρώτα πρώτα η γλώσσα μπορεί να φταίξει σε κάτι που το ξέρουμε όλοι μας, και λέγεται ψέμα. Υπάρχει άνθρωπος που δεν είπε ψέμα; Δεν υπάρχει. Όλοι έχουν πει το ψέμα. Βέβαια το ψέμα είναι ένας μικρός δόλος. Αλλά δεν είναι μόνο δόλος το μικρό ψέμα· ο δόλος είναι κάτι πολύ μεγάλο. Όταν ο Κύριος είδε τον Ναθαναήλ και του είπε: «Να ένας αληθινός Ισραηλίτης, που δεν υπάρχει δόλος εις το στόμα του», δεν εννοούσε βέβαια ότι ο Ναθαναήλ δεν είπε ποτέ ψέματα. Ασφαλώς θα επρόσεχε να μη λέγει ψέματα. Αναμφισβήτητα. Όμως ο δόλος είναι κάτι βαθύτερο. Σας είπα όμως ότι το ψέμα είναι ένας μικρός δόλος. Γιατί θέλομε να αλλάξουμε τα πράγματα και να δώσουμε μία διαφορετική εικόνα εις τους άλλους για εκείνο το οποίο εμείς δεν θέλουμε να μιλήσουμε. Να διαστρέψουμε την αλήθεια, να αποκρύψουμε την αλήθεια, να αποκρύψομε την αλήθεια κ.ο.κ.
Πάντως το ψέμα στον άνθρωπο δυστυχώς υπάρχει. Αρκεί να σκεφτούμε ποιος είναι εκείνος ο οποίος πρωτογέννησε το ψέμα, αγαπητοί μου. Είναι ο διάβολος. Είναι το αμάρτημα που έγινε, ακούστηκε μέσα εις τον Παράδεισον. Ήρθε ο διάβολος και είπε εις τους πρωτοπλάστους: «Αλήθεια, είπε ο Θεός να μην φάτε από κανέναν καρπό μέσα εις τον Παράδεισον;». «Όχι», λέγει η Εύα, «παρά μόνον από τους καρπούς αυτού του δένδρου». Είπε ψέμα ο διάβολος. Ή μάλλον, έτσι το έφερε το πράγμα, για να υποσκελίσει τους πρωτοπλάστους. Και κατόπιν τους είπε εκείνο το μεγάλο ψέμα. Ότι «ο Θεός σας είπε να μη δοκιμάσετε από τον καρπόν αυτόν, για να μη γίνετε θεοί». Παμμέγιστο, αγαπητοί μου, ψέμα. Γιατί ο Θεός πράγματι, σκοπός στο πρόγραμμά Του ήταν να κάνει τον άνθρωπο θεό. Αλλά να γίνει θεός, ένας μικρός, κατά χάριν θεός, αλλά εφόσον όμως θα έδειχνε αρετή. Και πρώτη αρετή θα ήταν η υπακοή. Έτσι αν οι πρωτόπλαστοι υπήκουον στην εντολή του Θεού να μη δοκιμάσουν από τον καρπόν αυτόν, ο οποίος επιτέλους δεν είχε τίποτε, ένας συνήθης καρπός, δεν είχε τον θάνατο, ο θάνατος δεν ήταν στον καρπό, ο θάνατος ήταν στην παρακοή, στην αθέτηση της εντολής του Θεού. Κι ο διάβολος κατάφερε να υποσκελίσει τους πρωτοπλάστους, λέγοντας αυτό το πελώριο ψέμα. Ο Κύριος μάς είπε ότι το ψέμα έχει πάτρωνά του τον διάβολο. Ότι είναι ο πατήρ του ψεύδους. Ότι πάντοτε ψεύδεται ο διάβολος. Κι αν καμιά φορά ο διάβολος δεν ψεύδεται, το κάνει για να πετύχει ένα μεγαλύτερο ψέμα. Αλλά πάντοτε ψεύδεται. Και είναι ο πατήρ αυτού, λέγει ο Κύριος, ο πατέρας, ο επινοητής του ψεύδους. Οι πρωτόπλαστοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι θα μπορούσε κανείς να κάνει χρήση του ψεύδους. Να αλλάξει δηλαδή τα πράγματα.
Αλλά, αγαπητοί μου, δεν είναι μόνο το ψέμα. Στη γλώσσα υπάρχει κι ένα άλλο πράγμα, που είναι ακόμη πιο κάτω. Είναι η βωμολοχία. Βωμολοχία… Το να λέει κανείς βρώμικα πράγματα. Όχι η βλασφημία. Η βωμολοχία. Το να λέει κανείς βρώμικα, ακάθαρτα πράγματα. Μάλιστα αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι θεωρείται προνόμιο σε εκείνον που έχει βρώμικη γλώσσα. Προνόμιο. Και είναι περιζήτητος στις παρέες, γιατί μπορεί να λέγει βρώμικα πράγματα, ανέκδοτα διεφθαρμένα, για να γελούν οι άλλοι. Αυτή είναι η βρώμικη γλώσσα. Ακόμη η γλώσσα η οποία λέγει απρεπείς λέξεις· ή βάναυσες λέξεις. Η γλώσσα που μιλάει βάναυσα, δείχνει πρώτα- πρώτα έναν άνθρωπο που δεν έχει καλλιεργηθεί, δεν έχει λεπτότητα. Η γλώσσα δείχνει κατά πόσο είσαι καλλιεργημένος και πολιτισμένος. Έξω όμως από αυτό, αγαπητοί μου, είναι φοβερή αμαρτία. Λέει ο απόστολος Παύλος: «Πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω». «Κάθε», λέγει, «σάπια κουβέντα, σάπιος λόγος, από το στόμα σας να μη βγαίνει». Είδατε; Σαπρός λόγος, σάπια κουβέντα· διότι πράγματι αυτές οι κουβέντες είναι σάπιες.
Αλλά, ένα σκαλοπάτι πιο κάτω να κατεβούμε. Στα πταίσματα της γλώσσης και στις παρεκτροπές της γλώσσας είναι, αγαπητοί μου, η βλασφημία. Είναι η βλασφημία. Είναι φοβερό πράγμα η βλασφημία. Είναι όταν κανείς βλάπτει την φήμην ή του Θεού ή του άλλου, του πλησίον του. Αυτό θα πει «βλασφημώ», βλάπτω + φήμη, βλασφημία. Όταν βλάπτω, υποτιμώ, υποβιβάζω, υποστέλλω τη φήμη του άλλου ή του Θεού. Έτσι έχουμε βεβαίως τη βλασφημία κατά του Θεού και τη βλασφημία κατά των ανθρώπων. Ο Κύριος μάς είπε ότι δεν μπορείς να πεις στον άλλον «μωρέ» ή «ρακά». Είναι το ίδιο. «Μωρέ άνθρωπε»-από το ο μωρός, του μωρού- θα πει: «εσύ που είσαι μωρός», δηλαδή ανόητος. Αλλά, έτσι, είπε ο Κύριος, ότι προσβάλλομε την εικόνα του Θεού εις τον άλλον άνθρωπον. Δεν πρέπει να πούμε τον άλλον ούτε «μωρέ». «Γιατί», λέγει, «είναι υπεύθυνος του συνεδρίου, δηλαδή θα δώσει δίκη δια την εκφορά αυτού του χαρακτηρισμού, αυτής της βλασφημίας.» Έτσι, καταλαβαίνετε, δεν μπορούμε να εξαπολύομε βλασφημίες κατά του Θεού και κατά των άλλων ανθρώπων.
Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Δεν φθάνει, άνθρωπε, που μένεις εις τα του Θεού –Η Γη τι είναι; Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. Η Γη είναι του Κυρίου. Και ό,τι υπάρχει επάνω στη Γη είναι δικό Του-, δεν φθάνει λοιπόν ότι είσαι εις τα του Κυρίου, δεν φθάνει ότι δεν πληρώνεις –χαριτωμένο– ενοίκιον, υβρίζεις και τον ιδιοκτήτη;». Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε: «Βρίσε μου τη μάνα μου, βρίσε μου τον πατέρα μου, θα σε συγχωρήσω. Αν μου βρίσεις τον Κύριό μου και τον Θεό μου, δεν θέλω να σε βλέπω στα μάτια μου». Κι ακόμα, ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει το εξής- σε μετάφραση σας το λέγω: «Αν ο παλαιός νόμος, κατά του κακολογούντος πατέρα ή μητέρα, επέβαλε ποινήν θανάτου, τι άραγε πρέπει να πούμε εμείς για εκείνους που κακολογούν όχι πλέον πατέρα ή μητέρα, αλλά Αυτόν τον Πατέρα όλων, τον Θεόν; Ποια κόλαση θα θεωρηθεί αρκετή για την άμετρη κακία τους; Ποιος πύρινος ποταμός, ποιο σκουλήκι ακοίμητο, ποιο ατέλειωτο σκοτάδι;»-δηλαδή κόλασις. Ποια κόλασις θα δεχθεί τον βλάσφημον;
Πολλοί επικαλούνται την συνήθειαν. Ότι «η βλασφημία δεν έχει», λέει, «βάθος εις αυτούς». Απλώς είναι μία συνήθεια, την οποίαν άρπαξαν από το περιβάλλον τους και το λένε. Τι λέτε; Αυτό είναι ελαφρυντικό; Θα μπορούσε ο άλλος να βρίσει τη μάνα σου και τον πατέρα σου και να σου πει: επειδή βρίζει τη δική του τη μάνα και τον δικό του τον πατέρα, γι΄αυτό από συνήθεια η γλώσσα του έτρεξε και έβρισε τους δικούς σου τους γονείς, θα το θεωρούσες, θα του έδινες ελαφρυντικό τη συνήθειά του να βρίζει ή θα εθύμωνες εναντίον του γιατί έβρισε τους γονείς σου; Δεν είναι, αγαπητοί μου, επιχείρημα αυτό· δεν είναι! Γι΄αυτό, κάποτε, όταν οι Εβραίοι πέρασαν την Ερυθράν Θάλασσα και ήρθαν εις την έρημο, κάποιος, που είχε πατέρα Αιγύπτιο και μάνα Εβραία, ακολούθησε βέβαια τον λαόν του Θεού· διαπληκτίστηκε με έναν άλλον άνθρωπο, Εβραίον, κι εκεί έβρισε. Μάλιστα, ξέρετε, στην Παλαιά Διαθήκη, το ρήμα «ὑβρίζω» δεν υπάρχει. Ούτε το ρήμα «βλασφημῶ». Υπάρχει, ακούστε, το ρήμα «εὐλογῶ». Λέγει: «Ηὐλόγησε τόν Θεόν». Δεν τολμάει ο Εβραίος να γράψει στην Αγία Γραφή, ο κάθε ιερός συγγραφεύς, το ρήμα «υβρίζω» ή «βλασφημώ». Δεν τολμά. Και βάζουν ευφήμως το : «εὐλογῶ τό ὃνομα τοῦ Θεοῦ». Μα «εὐλογῶ» θα μου πείτε, θα πει «δοξάζω». Ναι. Όπως λέμε… το ξύδι, το λέμε γλυκάδι. Και όπως λέμε τη Μαύρη Θάλασσα, «Εύξεινον Πόντον». Δηλαδή θάλασσα που είναι όμορφη, ειρηνική, που μπορούν εκεί να πλέουν και τα μικρά βαρκάκια. Αντί να πούμε «Μαύρη Θάλασσα». Για λόγους ευφήμους. Το αυτί μας να μην ακούσει άσχημο χαρακτηρισμό. Αυτός λοιπόν ο Αιγύπτιος, ο επίμεικτος, θα λέγαμε, ύβρισε το όνομα του Θεού. Τον έπιασαν οι άλλοι, τον πήγαν στον Μωυσή και του λένε… και ξέρετε, μετά που δόθηκε ο νόμος, δεν υπήρχε όμως καμία εντολή που να λέγει τι έπρεπε να κάνουν αυτόν τον βλάσφημον. Γι΄αυτό και τον έβαλε φυλακή. Ο Μωυσής ηρώτησε τον Θεόν: «Τι να τον κάνουμε αυτόν; Πώς θα τον τιμωρήσουμε;». Και ο Θεός απήντησε: «Με θάνατο!».
Αγαπητοί μου, είναι φοβερό πράγμα η βλασφημία. Να σας πω και κάτι: Στην Καινή Διαθήκη, στους Κανόνες της Εκκλησίας μας, δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να κανονίζει, δηλαδή να επιτιμά τον βλάσφημον. Έχει για τον ανήθικο, έχει για τον κλέφτη, έχει για τον μέθυσο, έχει, έχει, έχει, έχει, αλλά για τον βλάσφημο δεν υπάρχει κανένας κανόνας. Γιατί; Είναι πολύ απλό. Γιατί είναι ακατανόητο και αδιανόητο άνθρωπος που βαφτίστηκε στο όνομα του Αγίου Τριαδικού Θεού και είναι Χριστιανός, να βλασφημά τον Κύριό του. Είναι ακατανόητο. Αμέσως εκπίπτει από το όνομα «Χριστιανός». Αγαπητοί μου, αυτά πρέπει να μας κάνουν να σκεφθούμε πολύ σοβαρά και να τρομάξομε πραγματικά.
Αλλά ας πούμε ακόμη δύο λόγια γι’ αυτά τα αλλεπάλληλα κατεβάσματα της γλώσσης μας, αυτό το ασυγκράτητον κακόν, που λέγει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Έρχεται τώρα η γλώσσα μας να δημιουργήσει έναν πνευματικόν κανιβαλισμόν. Να φάει τον άλλον, να τον φάει με τα δόντια της συκοφαντίας. Λέγει κάπου ο Ιερός Χρυσόστομος: «Λες ότι νηστεύεις. Ναι. Δεν τρως», λέει, «κρέας, αλλά μπήγεις τα δόντια σου με την κατηγορία, σε αδελφικά κρέατα. Δηλαδή στους αδελφούς σου. Τους κατηγορείς· και, χειρότερα, τους συκοφαντείς». Συνεπώς, αγαπητοί μου, βλέπετε ότι εδώ η συκοφαντία είναι κάτι φοβερό. Τι είναι; Έρχεται να εκθέσει ονόματα άψογα, να στιγματίσει υπολήψεις ανεπίληπτες, να καταρρακώσει υπάρξεις. Είναι τόσο φοβερό πράγμα η συκοφαντία, ώστε να λέγει ο Ψαλμωδός: «Φύλαξόν με ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων, καὶ φυλάξω τόν νόμον Σου». Κύριε, κάνω μια συμφωνία μαζί σου. Εσύ φύλαξέ με από τη συκοφαντία των ανθρώπων κι εγώ θα τηρήσω τις εντολές Σου.
Και ξέρετε, όταν φύγει η συκοφαντία, δεν γυρίζει πίσω. Κάνει φτερά και φεύγει. Είναι πασίγνωστο εκείνο το ανέκδοτο… με δυο λόγια μόνο, που μια γυναίκα πήγε κι εξομολογήθηκε και είπε ότι συκοφαντεί! Πώς να αποκαταστήσει τώρα; Της λέει ο πνευματικός: «Πήγαινε να αγοράσεις μία κότα από την αγορά. Ώσπου να έρθεις εδώ, θα την μαδάς στον δρόμο την κότα». Την μαδούσε αυτή την κότα και όταν ήρθε, του έφερε την κότα χωρίς φτερά. Της λέγει: «Τώρα πήγαινε σε όλο το μήκος του δρόμου που μαδούσες την κότα, να μου μαζέψεις τα φτερά!». «Πάτερ μου, δεν μαζεύονται τα φτερά». «Έτσι δεν μαζεύεται η συκοφαντία!», της λέγει ο πνευματικός. Τι να περισώσεις; Τι να πεις; «Άνθρωποι, ξέρετε, εγώ ήμουνα συκοφάντης και είπα για εκείνον και για εκείνον;». Δεν θα σε πιστέψουν. Θα πιστέψουν τη συκοφαντία σου. Είναι φοβερό πράγμα, αγαπητοί μου η συκοφαντία. Είναι φοβερό.
Αλλά κι ακόμη κάτι άλλο. Είναι η κολακεία. Ξέρετε η κολακεία τι είναι; Εκείνος που σε πλησιάζει, σου λέει γλυκά λόγια. Δεν τα έχεις αυτά, δεν τα αξίζεις. Διότι αποσκοπεί από σένα κάτι. Κάτι θέλει να βγάλει. Μέχρι ακόμα και να σε υποσκελίσει, να σε ανατρέψει. Ο κόλακας είναι ένα πρόσωπο χαμερπέστατον. Κάποτε ρώτησαν ποια θηρία δαγκώνουν θανάσιμα. Κι αυτός απήντησε: «Στα βουνά», λέγει, «είναι οι λύκοι και οι τίγρεις και οι ύαινες. Αλλά στις πόλεις είναι οι κόλακες». Είναι φοβερό πράγμα η κολακεία και χαϊδεύει τον εγωισμό, τη ματαιοδοξία του ανθρώπου, γι΄αυτό ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται εύκολα την κολακεία. Κι αν ο κόλακας είναι και μάστορας, τότε ξέρει πόσο θα πει, πότε θα πει, πώς θα το πει, για να επιτύχει τελικά του σκοπού του.
Αγαπητοί μου, βλέπετε, βλέπετε τι πτώσεις υπάρχουν της γλώσσης; Πρέπει να προσέχουμε. Πρέπει η γλώσσα μας να είναι μαζεμένη. «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου». «Βάλε», λέγει, «πόρτα, φυλακή, φύλακα, σκοπό, σκοπιά στο στόμα μου, «καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου» και πόρτα στα χείλη μου να μπορώ να την κλείνω και να την ανοίγω όποτε πρέπει και όποτε θέλω». Και όχι να είναι ξέφραγο αμπέλι το στόμα μου και να ξεφουρνίζει ό,τι κατέβη από το μυαλό μου και από τη βρώμικη καρδιά μου στη γλώσσα μου, για να το πετάξω έξω.
Αγαπητοί μου, σήμερα η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του αγίου Εφραίμ του Σύρου· που είναι η δόξα της Συριακής Εκκλησίας. Μαζί με τον άγιον Ισαάκ τον Σύρον, είναι οι δύο δόξες της συριακής Εκκλησίας. Ορθόδοξοι Πατέρες. Τα κείμενά τους κυκλοφορούν. Και ευτυχείς εκείνοι που διαβάζουν τα κείμενά τους. Είναι θαυμάσια, βαθύτατα και πνευματικότατα. Επιτρέψατέ μου, λοιπόν, μια που γιορτάζει σήμερα ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, να κλείσουμε το θέμα μας με κάτι που λέγει σε μία παραίνεσή του, είναι η 43η παραίνεσίς του. Ακούσατέ την. Σε μετάφραση:
«Τολμάς, άνθρωπε, να ανοίγεις το στόμα σου άφοβα και να αφήνεις βλάσφημα λόγια κατά του ουρανού; Και δεν φοβάσαι μήπως πύρινο δρεπάνι πέσει στο σπιτικό σου, όπως στο όραμα που είδε ο προφήτης, ωσότου σε εξαφανίσει; Ή μήπως νομίζεις ότι με τον τρόπον αυτόν δείχνεις παλικαριά; Σε βεβαιώνω όχι! Γιατί με τον τρόπον αυτόν στην καταστροφή ολοταχώς φθάνεις. Μολύνεις ακόμη και τις ψυχές εκείνων που σε ακούν, και γίνεσαι του διαβόλου συνεργάτης. Το στόμα αυτό που ο Θεός σου εδημιούργησε για να Τον δοξολογείς, εσύ το γέμισες με της γλώσσας την πικράδα.
Πάψε λοιπόν άνθρωπε. Μήπως ο Λόγος, που εσύ καταφρονείς, ο Ιησούς Χριστός, που εσύ καταφρονείς, γίνει φλόγα και σε κατακάψει. Μην απατάσαι, άνθρωπε, γιατί δεν θα μπορέσεις να ξεφύγεις από τα χέρια του Πλάστου σου, που τώρα εσύ βρίζεις. Ως πότε λοιπόν θα παροργίζομε Εκείνον που μας έδωσε τόσα αγαθά; Αυτόν που από το χώμα μας έπλασε και μας έδωκε το φύσημα το δικό Του και μας έκανε κυρίους της δημιουργίας Του; Αυτός που μας φυλάει όταν κοιμόμαστε; Αυτός που μας σκεπάζει όταν ξυπνάμε; Αυτός που μας τρέφει όταν πεινάμε και μας ντύνει όταν είμαστε γυμνοί; Μας παρηγορεί όταν λιποψυχούμε, μας παιδαγωγεί και μας ελεεί. Αυτός, τέλος, και τον μονογενή Του Υιόν παρέδωκε για όλων μας την ζωήν. Ας μετανοήσουμε λοιπόν, αδελφοί μου. Ως πότε θα πικραίνουμε τον Πλάστη μας; Αν χάσουμε το λιμάνι, πώς θα σωθούμε όταν ξεσπάσει η φουρτούνα; Αν παροργίσουμε τον Κύριο, πού θα καταφύγομε σε ώρα θλίψεως και ανάγκης; Ας προσέλθουμε από δω και μπρος στον φιλάνθρωπο και αμνησίκακο Κύριο, ζητώντας φύλαγμα στο στόμα μας και θύραν περιοχής στα χείλη μας».
Αυτά, αγαπητοί μου, λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος. Και ο Κύριος βεβαιώνει: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν, ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι», μια μάταιη κουβέντα, «ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως», θα δώσουν λόγο στον Θεό. «Ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ». Γιατί από τα λόγια σου ή θα δικαιωθείς ή θα καταδικαστείς.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_468.mp3
Όποιος θέλει να δεῖ τό Χριστό, πρέπει να σκαρφαλώσει πνευματικά, νά ὑπερβεῖ τή φύση, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ἀνώτερος ἀπ’ αὐτήν. Εἶναι πιό εὔκολο νά δεῖς ἕνα βουνό ὅταν εἶσαι πάνω σ’ ἕνα λόφο, παρά ὅταν βρίσκεσαι σέ μιά κοιλάδα. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν κοντόσωμος ἄνθρωπος. Επειδή ἤθελε πολύ νά δεῖ τό Χριστό ὅμως, σκαρφάλωσε σ’ ἕνα ψηλό δέντρο.
Ἐκεῖνος πού θέλει να πλησιάσει τό Χριστό πρέπει νά ἐξαγνιστεῖ, γιατί θα συναντήσει τόν Ἅγιο τῶν ἁγίων, τόν Ἱερό τῶν ἱερῶν. Ὁ Ζακχαῖος εἶχε μολυνθεῖ ἀπό τή φιλοχρηματία καί τήν ἀσπλαχνία.
Ἔτσι ὅταν ἀποφάσισε να συναντήσει το Χριστό, ἔσπευσε νά ἐξαγνιστεῖ μέ μετάνοια καί μέ ἔργα ἐλέους.
Μετάνοια εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπ’ ὅλους τούς παλιούς δρόμους πού πατοῦν τά πόδια τῶν ἀνθρώπων, αὐτούς πού ἀκολουθοῦν οἱ σκέψεις κι οἱ ἐπιθυμίες τους, καί ἡ ἐπιστροφή σ’ ἕναν καινούργιο δρόμο: στο μονοπάτι τοῦ Χριστοῦ. Πῶς ὅμως μπορεῖ νά μετανοήσει ἕνας ἁμαρτωλός ἄν ἡ καρδιά του δέ συναντήσει τό Χριστό καί δέν ἀναγνωρίσει τήν ἁμαρτωλότητά του; Προτοῦ ὁ κοντόσωμος Ζακχαῖος δεῖ τόν Κύριο μέ τά σωματικά μάτια του, τόν συνάντησε ἐσωτερικά, μέ τήν καρδιά του, καί μετανόησε γιά ὅλες τίς πράξεις του.
Μετάνοια εἶναι ὁ πόνος τῆς αὐταπάτης, ὅπου εἶχε παρασυρθεῖ γιά πολύ καιρό ὁ ἁμαρτωλός, γιά πάρα πολύ καιρό, ωσότου νιώσει τόν πόνο αὐτόν. Ἀπό μόνος του ὅμως ὁ πόνος αὐτός ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία, στόν αὐτοαφανισμό, ἄν δέ συνοδευτεῖ ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Μόνο τότε ὁ πόνος τῆς αὐταπάτης γίνεται θεραπευτικός κι ὄχι καταστροφικός. Ὁ ἱερός Αὐγουστίνος πρῶτα ἔνιωσε τόν πόνο τῆς αὐταπάτης, πού ἄν δέν εἶχε προχωρήσει στο φόβο τοῦ Θεοῦ, θά τόν εἶχε ὁδηγήσει στην ψυχική απώλειά του.
Μετάνοια εἶναι ἡ ξαφνική διαπίστωση τῆς λέπρας τοῦ ἀνθρώπου, μια κραυγή στόν Θεραπευτή γιά θεραπεία. Εἶναι ὅπως ὁ μελαχροινός ἄνθρωπος πού γιά πολύ καιρό δέν ἔχει κοιταχτεί σε καθρέφτη κι ἔπειτα, ξαφνικά, ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τήν εἰκόνα του και διαπιστώνει πώς τα μαλλιά του ἔχουν γκριζάρει. Μέ τόν ἴδιο τρόπο σκέφτεται ὁ ἀμετανόητος ἁμαρτωλός καί γιά πολύ καιρό ἐπιμένει πώς ἡ ψυχή του εἶναι ὑγιής κι ἀναμάρτητη, ὡσότου τα πνευματικά του μάτια ἀνοίγουν ξαφνικά καί βλέπει πώς ἡ ψυχή του ἔχει προσβληθεί ἀπό λέπρα. Πῶς θά μποροῦσε νά δεῖ τή λέπρα τῆς ψυχῆς του ἄν δέν εἶχε κοιταχτεί σ’ ἕναν καθρέφτη; Καθρέφτης εἶναι ὁ Χριστός. Σ ̓ Αὐτόν βλέπει ὁ καθένας μας καθαρά πῶς εἶναι. Ὁ μοναδικός αὐτός καθρέφτης δόθηκε στούς ἀνθρώπους για να βλέπουν μέσα του καί νά διαπιστώνουν τήν πνευματική τους κατάσταση. Μπροστά στο Χριστὸ βλέπει κάθε ἄνθρωπος, σάν σε πεντακάθαρο καθρέφτη, τόν ἑαυτό του ἄρρωστο καί ἄσχημο. Βλέπει ὅμως καί τήν πρωταρχική εἰκόνα του – πῶς ἦταν κάποτε καί πῶς πρέπει να ξαναγίνει. Ὁ ἁμαρτωλός Ζακχαῖος ἐξωτερικά ἦταν ὑγιής, ὄμορφος. Ὅταν πήγε να γνωρίσει τόν Κύριο Ἰησοῦ εἶδε τη φοβερή λέπρα του κι ἔνιωσε τόν τρομερό πόνο, πού δέν μπορεῖ νά γιατρέψει κανένας ἐπίγειος γιατρός, παρά μόνο ὁ Χριστός.
Μετάνοια εἶναι ἡ ἀρχή τῆς θεραπείας ἀπό τό ἐγωιστικό θέλημα, ἡ ἀρχή τῆς ὑποταγῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέ τό δικό του θέλημα, γρήγορα χάνει τη βασιλική αξία του μέσα σ’ ἕνα σταῦλο ζώων καί σέ φωλιά ἀγριμιῶν.
Κανένας ἄνθρωπος στή γῆ δέν μπόρεσε νά ζήσει μέ τό δικό του θέλημα καί νά παραμείνει σωστός ἄνθρωπος. Ὁ «ἄνθρωπος» δέν μπορεῖ νά γίνει συνώνυμος μέ τό «Εγωιστικό θέλημα». Ἄνθρωπος, ἀληθινός ἄνθρωπος, σημαίνει ὁλοκληρωτική ὑποταγή σ’ ἕνα ἀνώτερο καί ὑψηλότερο θέλημα, στο διακριτικό κι αλάθητο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεληματάρηδες ζοῦν σέ ἄσυλα φρενοβλαβῶν, σέ σπίτια ὁλοσκότεινα. Τα σώματά τους εἶναι σκοτεινά, ὅπως κι οἱ ψυχές τους. Τό θέλημα ἀνοίγει τήν πόρτα στό ἀκοίμητο σκουλήκι, που κατατρώει την ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Μετάνοια εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἴδιας τῆς φωλιάς τοῦ σκουληκιοῦ. Ὅταν τά μάτια τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνοίγουν καί βλέπει τί ἔχει μέσα του, κραυγάζει: «Αλίμονό μου! Πῶς ἀναπτύχθηκε τόσο μεγάλο πλῆθος σκουληκιῶν μέσα μου; Αλίμονό μου! Ποιός θα μ’ ἐλευθερώσει ἀπ’ αὐτόν τόν ἑσμό τῶν κακῶν σκουληκιῶν;»
Η σημερινή εὐαγγελική περικοπή περιγράφει ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανόησε. Μιλάει για τόν κοντόσωμο Ζακχαῖο, πού ἐξαγνίστηκε μέ τή μετάνοια καί σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο για νά δεῖ τό Χριστό, τόν Ὕψιστο πού θεραπεύτηκε ἀπό τήν πνευματική λέπρα τῆς πλεονεξίας καί τῆς φιλοχρηματίας μέ τή δύναμη τοῦ παντοδύναμου Χριστοῦ. Ὁ Κύριος ἔφερε πολλούς στη μετάνοια· βρῆκε κι ἔσωσε πολλούς «ἀπολωλότες» κάλεσε κοντά Του πολλούς πού εἶχαν ξεστρατίσει καί τούς ἔβαλε στο σωστό δρόμο. Η θεία πρόνοια ὅμως θέλησε να καταγραφούν στο εὐαγγέλιο λίγα παραδείγματα μετανοίας, ἐκεῖνα πού εἶναι χαρακτηριστικά και διδακτικά γιά ὅλες τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων. Τό παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου δείχνει μιά επανειλημμένη πτώση γιά τό φόβο τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί μετάνοια από αγάπη γιά τό Θεό. Τό παράδειγμα τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας φανερώνει τη λέπρα τῆς ἀνηθικότητας καί τή θεραπεία της. Τό παράδειγμα τοῦ Ζακχαίου δείχνει τή λέπρα τῆς πλεονεξίας καί τή θεραπεία της. Το παράδειγμα τοῦ μετανιωμένου ληστή στο σταυρό δείχνει τη δυνατότητα και τη σωστική δύναμη τῆς μετάνοιας ἀκόμα καί στό μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, ὡς καί τήν ὕστατη στιγμή τῆς ζωῆς, μόλις πριν ἀπό τό θάνατο.
Ὅλα τά παραδείγματα αὐτά εἶναι ἀνθρώπων πού μετανόησαν ἀλλά εἶχαν ἐλπίδα, πού ὁδηγεῖ στη ζωή. Εἶναι εἰκόνες μετάνοιας που μπαίνουν μπροστά μας, ὥστε ἀνάλογα μέ τήν ἁμαρτωλή μας κατάσταση, να διαλέξουμε το δρόμο ἤ τόν τρόπο τῆς σωτηρίας μας. Υπάρχει ὅμως καί μετάνοια πού εἶναι νεκρική, ἀπελπισμένη καί αὐτοκτονική. Τέτοια ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ προδότη Ἰούδα: «Ήμαρτον παραδούς αἷμα ἀθῶον…καί ἀπελθών ἀπήγξατο» (Ματθ. κζ’ 4,5). Τέτοια μετάνοια, πού ὁδηγεῖ στήν ἀπόγνωση καί τήν αὐτοκτονία, δέν ἔχει σχέση μέ τήν εὐλογημένη χριστιανική μετάνοια. Εἶναι σατανική καί αὐτοκαταστροφική ὀργή που στρέφεται κατά τοῦ κόσμου, ἀλλά καί κατά τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Τέτοια μετάνοια είναι σατανική ἀποστροφή και περιφρόνηση πρός τόν ἄνθρωπο, πρός τόν κόσμο καί τή ζωή. Σήμερα ὅμως ἄς σταθοῦμε στο ὑπέροχο παράδειγμα τῆς σωστικῆς μετάνοιας τοῦ Ζακχαίου, πού διαβάζουμε στο σημερινό εὐαγγέλιο:
«Καί εἰσελθών (ὁ Ἰησοῦς) διήρχετο τήν Ἱεριχώ. καί ἰδού ἀνήρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καί αὐτός ἦν ἀρχιτελώνης, καί οὗτος ἦν πλούσιος καί ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καί οὐκ ἠδύνατο ἀπό τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικία μικρός ἦν· καί προσδραμών ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι δι ̓ ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι» (Λουκ. ιθ’ 1-4). Αὐτό ἔγινε τόν καιρό πού ὁ Κύριος ἔκανε κι ἄλλο ἕνα θαῦμα στήν Ἱεριχώ· τή θεραπεία τοῦ τυφλοῦ Βαρτιμαίου. Αὐτό πού ἔκανε ὁ Χριστός στο Ζακχαῖο δέν ἦταν καθόλου μικρότερο ἀπό τή θεραπεία τοῦ τυφλοῦ. Ἄνοιξε τα σωματικά μάτια τοῦ Βαρτιμαίου καί τά πνευματικά μάτια τοῦ Ζακχαίου. Εξάλει με την τυφλότητα ἀπό τά μάτια τοῦ Βαρτιμαίου κι ἀπό τήν ψυχή τοῦ Ζακχαίου. Στον Βαρτιμαῖο ἄνοιξε τά παράθυρα γιά νά δεῖ τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ στόν ὁρατό κόσμο, στο Ζακχαῖο ἄνοιξε τα παράθυρα τῆς ψυχῆς, γιά νά δεῖ τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ στόν οὐράνιο, τόν πνευματικό κόσμο. Τό θαῦμα πού ἔκανε στο Βαρτιμαῖο ἐνισχύεται ἀπ’ αὐτό πού ἔκανε στο Ζακχαῖο. Ἡ ἀπόδοση τῆς σωματικῆς ὅρασης λειτουργεί καί γιά τήν ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς ὅρασης. Κάθε θαῦμα πού ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶχε κυρίως πνευματικό στόχο, πού γενικά ἀφοροῦσε στην πνευματική ὅραση τῆς τυφλῆς ἀνθρωπότητας, ὥστε νά δεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν παντοδυναμία καί τήν ἀγαθότητά Του. Ο στόχος αὐτός ἐπιτεύχθηκε κατά ἕνα μέρος στη θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν, ἀφοῦ ὁ ἕνας τους μόνο, μαζί μέ τή σωματική θεραπεία, θεραπεύτηκε καί πνευματικά καί γύρισε γιά νά εὐχαριστήσει τόν Κύριο (βλ. Λουκ. ιζ’ 12-19). Στήν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ Βαρτιμαίου ὅμως, ὅπως καί στή πλειονότητα τῶν ἄλλων θαυμάτων, ὁ στόχος ἐπιτεύχθηκε απόλυτα. Ὁ Βαρτιμαῖος εἶδε ἀπό τη στιγμή πού μίλησε ὁ Κύριος κι ἀμέσως ἀποκαταστάθηκε κι ἡ πνευματική του όραση, ἀφοῦ τήν ἴδια στιγμή βεβαιώθηκε γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν παντοδυναμία καί τήν ἀγαθότητά Του «καί παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καί ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τόν Θεόν» (Λουκ. ιη’ 43).
Ὁ τυφλός Βαρτιμαῖος ἔλαβε τήν όρασή του, ἀλλά μαζί του ἔλαβαν τήν πνευματική τους όραση καί πολλοί ἄλλοι πού εἶδαν τό θαῦμα τοῦ Κυρίου. Διαβάζουμε στό ἴδιο εδάφιο πώς «καί πᾶς ὁ λαός ἰδών ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ». Τό θαῦμα αὐτό εἶναι πολύ πιθανό νά ἐπηρέασε καί τόν Ζακχαῖο τόν τελώνη, ν ̓ ἄνοιξε τήν πνευματική του όραση. Σίγουρα θά εἶχε ἀκούσει από πρίν ἀρκετά πράγματα γιά τά θαυμαστά ἔργα καί τό θεϊκό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἔτσι γεννήθηκε μέσα του ἡ ἀνυποχώρητη ἐπιθυμία νά τόν δεῖ. Ἔσπρωξε τούς ἀνθρώπους πού ἦταν ψηλότεροι ἀπό ἐκεῖνον γιά ν’ ἀνοίξει δρόμο, μά δέν μπόρεσε και τελικά σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο γιά νά ἐκπληρώσει τήν ἐπιθυμία του.
Οἱ τελῶνες λογαριάζονταν ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι, ἀκάθαρτοι. Μαζεύοντας τούς φόρους τοῦ κράτους, γέμιζαν καί τις δικές τους τσέπες. Γι’ αὐτό καί τούς τοποθετοῦσαν κοντά στους εἰδωλολάτρες (βλ. Ματθ. ιη’ 17). Ὅταν οἱ εἰσπράκτορες τῶν φόρων γενικά, οἱ τελῶνες, είχαν τέτοια κακή φήμη, τί υπόληψη θα μποροῦσε νά ἔχει ἕνας ἀρχιτελώνης; Ὁ κοντόσωμος Ζακχαῖος ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Ἦταν ἀρχιτελώνης, ἑπομένως ἦταν καί πλούσιος. Γι’ αὐτό λοιπόν τόν περιφρονοῦσαν καί τόν φθονοῦσαν. Ἡ περιφρόνηση κι ὁ φθόνος ἦταν οἱ δυό τοῖχοι ἀνάμεσα στούς ὁποίους συμπιεζόταν ἡ ψυχή τοῦ πλούσιου ἁμαρτωλοῦ σ’ αὐτή τή ζωή. Μέσα ἀπό τόν ἁμαρτωλό Ζακχαῖο ὅμως ξεπήδησε ὁ ἄνθρωπος Ζακχαίος, πού ἀντιπάλευε τόν ἁμαρτωλό πού εἶχε μέσα του. Ἔτσι ἔτρεξε ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσε νά βρεθεί μπροστά και να σκαρφαλώσει ψηλά γιά νά δεῖ τό Χριστό, νά δεῖ ἕναν ἄνθρωπο ἀναμάρτητο, ν’ ἀτενίσει τή δική του πρωταρχική κι ἀμόλυντη εικόνα. Ὁ ἄνθρωπος Ζακχαῖος τότε κατόρθωσε να σκαρφαλώσει ψηλά, να χρησιμοποιήσει σαν σκάλα τή συκομορέα πού ἦταν δίπλα στο δρόμο ἀπ’ ὅπου περνοῦσε ὁ Κύριος.
«Καί ὡς ἦλθεν ἐπί τόν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καί εἶπε πρός αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι» (Λουκ. ιθ’ 5). Από τά λόγια αυτά φαίνεται πώς ὥς τη στιγμή ἐκείνη ὁ Ζακχαῖος δέν εἶχε δεῖ τόν Κύριο. Ὁ Κύριος τόν εἶδε πρῶτος. Ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καί τόν κάλεσε. Μέ τήν πνευματική του όραση ὁ Κύριος είχε δεῖ τόν Ζακχαῖο νωρίτερα. Μέ τά σωματικά Του μάτια τόν εἶδε ὡς ἦλθεν ἐπί τόν τόπον.
Ἄν κι ὁ κοντόσωμος Ζακχαῖος εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό πλῆθος κι είχε σκαρφαλώσει στο δέντρο, ὁ Κύριος τόν εἶχε δεῖ ἀπό τήν ὥρα πού βρισκόταν ανάμεσα στο πλῆθος, προτοῦ ἀνεβεῖ στη συκομορέα. Πόσο διακριτικός εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός μας! Ἐκεῖνος μᾶς βλέπει, ἐνῶ ἐμεῖς δέν καταλαβαίνουμε τίποτα. Ὅταν τόν ἀναζητοῦμε καί κάνουμε πολλές προσπάθειες γιά νά τόν βροῦμε καί νά τόν δοῦμε, Ἐκεῖνος μᾶς ἔχει ἤδη δεῖ. Ὅταν κατευθύνουμε τήν πνευματική μας ματιά προς Αὐτόν ἀναζητῶντας Τόν, τότε θά ἐμφανιστεῖ και θά μᾶς καλέσει μέ τ’ ὄνομά μας, να κατεβοῦμε ἀπό τά ὑψηλά καί ἐπικίνδυνα βράχια τῆς λογικῆς καί νά διεισδύσουμε μέ τήν προσευχή στις καρδιές μας, στόν ἀληθινό μας τόπο. Καί τότε θα μᾶς πεῖ ὁ Κύριος: σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου κατεβεί στην καρδιά του κι ἐκεῖ βαπτιστεί στα δάκρυά του, προσπαθώντας να προσεγγίσει τό Θεό, τότε ἡ καρδιά γίνεται τόπος συνάντησης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Αὐτό εἶναι τό πνευματικό νόημα τῆς διήγησης τοῦ Ζακχαίου.
«Καί σπεύσας κατέβη, καί ὑπεδέξατο αὐτόν χαίρων» (Λουκ. ιθ’ 6). Πῶς νά μή βιαστεῖ ὁ Ζακχαῖος καί νά τρέξει πρός τή φωνή πού ἀνάσταινε νεκρούς, ἠρεμοῦσε τούς ανέμους, θεράπευε τούς δαιμονισμένους και λύτρωνε τίς καρδιές τῶν ἁμαρτωλῶν πού δάκρυζαν; Πῶς νά μήν ὑποδεχτεῖ Ἐκεῖνον πού ἐπιθυμοῦσε ἔστω νά τόν δεῖ λίγο ἀπό μακριά; Πῶς νά μή νιώσει ἀνέκφραστη χαρά ὅταν τόν εἶδε στο σπίτι του, ὅπου μόνο διάσημοι ἁμαρτωλοί σύχναζαν;
Ἔτσι ἀγαπάει ὁ Κύριος. Ἔτσι δίνει τά δῶρα Του. Γέμισε ἀσφυκτικά τά δίχτυα τῶν ἀπογοητευμένων ψαράδων με ψάρια. Ἔθρεψε χιλιάδες πεινασμένους ανθρώπους στήν ἔρημο, ὥστε περίσσεψαν καί πολλά κοφίνια με ψωμιά. Δέν ἔδινε μόνο τή σωματική υγεία, ἀλλά καί τήν πνευματική, στούς ἄρρωστους πού τοῦ ζητοῦσαν νά τούς βοηθήσει. Δε συγχωροῦσε κάποιες ἀπό τίς ἁμαρτίες τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλά ὅλες. Ἔκανε ἀπό κάθε ἄποψη ἔργα βασιλικά, χορηγούσε βασιλική εὐσπλαχνία, τά ‘δινε ὅλα μέ βασιλική ἀφθονία. Τό ἴδιο ἔκανε καί στήν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου. Ὁ ἀρχιτελώνης ἤθελε μόνο νά τόν δεῖ. Ὁ Κύριος ὅμως δέν τόν περιόρισε ἐκεῖ. Τον κάλεσε πρῶτος καί μετά τόν ἐπισκέφτηκε στο σπίτι του. Ἔτσι συμπεριφερόταν ὁ Κύριος. Προσέξτε τώρα τή συμπεριφορά των συνηθισμένων ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, ἐκείνων πού κομπάζουν μέ αὐτοθαυμασμό καί αὐτοεκτίμηση:
«Καί ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρά ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι» (Λουκ. ιθ’ 7). Εἶναι ἀνυπολόγιστη δυστυχία το γεγονός ὅτι ἡ γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου «προτρέχει τῆς διανοίας του». Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, πού ἡ ψυχή τους εἶχε κλίση προς τήν κακία κι ὁ νοῦς τους ἦταν ἀδύναμος, διαμαρτύρονταν, γόγγυζαν καί παραπονοῦνταν, χωρίς να γνωρίζουν τις διαθέσεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, οὔτε καί τήν πιθανότητα νά εἶχε ἀλλάξει ὁ ἁμαρτωλός Ζακχαίος, να εἶχε μετανοήσει. Μέ τόν κοντόφθαλμο νοῦ τους σκέφτονταν, πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς πήγαινε στο σπίτι τοῦ Ζακχαίου, ἐπειδή δέν ἤξερε πόσο μεγάλος ἁμαρτωλός ἦταν ὁ ἀρχιτελώνης. Οἱ Φαρισαῖοι ἔκαναν μιά ἐξίσου κοντόφθαλμη κριτική κι ὅταν ὁ Κύριος ἄφησε τήν ἁμαρτωλή γυναίκα να πλύνει τα πόδια του: «Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκε ἄν τίς καί ποταπή ἡ γυνή ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι» (Λουκ. ζ ́ 39). Ἔτσι ἔκριναν τότε, ἔτσι κρίνουν καί σήμερα ὅσοι ἔχουν σαρκική ἀντίληψη, αὐτοί πού κρίνουν ἀπό τά ἐξωτερικά σημεία καί δέ γνωρίζουν τά βάθη τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ ἤ τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Χριστός εἶπε ἀρκετές φορές πώς στον κόσμο ἦρθε για χάρη τῶν ἁμαρτωλῶν, ἰδιαίτερα μάλιστα τῶν μεγάλων ἁμαρτωλῶν. Ὅπως ο γιατρός δέν ἐπισκέπτεται τούς ὑγιεῖς ἀλλά τούς ἄρρωστους, ἔτσι κι ὁ Κύριος ἐπισκέπτεται ἐκείνους πού ἔχουν προσβληθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, ὄχι τούς δίκαιους. Στο εὐαγγέλιο δέν ἀναφέρεται γιά τήν περίπτωση αὐτή πώς ὁ Κύριος ἐπισκέφτηκε στην Ιεριχώ κάποιον δίκαιο ἄνθρωπο, αλλά πώς βιάστηκε να ἐπισκεφτεῖ τό σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ Ζακχαίου. Ἔτσι συμπεριφέρεται κάθε συνειδητός γιατρός στο νοσοκομείο. Επισκέπτεται ἀμέσως το κρεβάτι τοῦ πιό βαριά ἄρρωστου.
Ὁ κόσμος ὁλόκληρος ἀντιπροσωπεύει ἕνα μεγάλο νοσοκομεῖο, ὅπου νοσηλεύονται ἄρρωστοι ἄντρες καί γυναῖκες πού τούς ἔχει μολύνει ἡ ἁμαρτία. Σε σύγκριση τώρα μέ τό Χριστό, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄρρωστοι. Εἶναι ἀδύναμοι σε σχέση μέ τή δύναμή Του· ἄσχημοι σε σύγκριση μέ τό κάλλος Του. Ανάμεσα στούς ἀνθρώπους ὅμως ὑπάρχουν οἱ ἄρρωστοι κι οἱ βαριά ἄρρωστοι, οἱ ἀδύνατοι κι οἱ πιό ἀδύνατοι, οἱ ἄσχημοι κι οἱ πιό ἄσχημοι. Οἱ πρῶτοι λογαριάζονται ὑγιεῖς, οἱ τελευταῖοι, ἁμαρτωλοί. Ὁ οὐράνιος Ιατρός δέν ἦρθε στον κόσμο γιά δική Του ἱκανοποίηση, ἀλλά γιά τή θεραπεία καί τή σωτηρία τῶν ἀρρώστων. Ἔτσι ἔτρεξε ἀμέσως σ ̓ ἐκεῖνον πού εἶχε μολυνθεί περισσότερο. Γι’ αὐτό τό λόγο συνέτρωγε καί συνέπινε μέ ἁμαρτωλούς, ἄφησε τους ἁμαρτωλούς να δακρύζουν στα πόδια Του και μπήκε στο σπίτι τοῦ Ζακχαίου.
Ὁ Ζακχαῖος, τη στιγμή πού ὁ Χριστός μπήκε στο σπίτι του, σίγουρα δέν ἦταν ὁ πιό βαριά ἄρρωστος ἄνθρωπος στην Ιεριχώ. Η καρδιά του εἶχε ἀλλάξει σέ μιά στιγμή. Τήν ἴδια αὐτή στιγμή ὁ Ζακχαῖος εἶχε μεταβληθεί σ’ ἕναν ἄνθρωπο ἀπόλυτα ὑγιῆ, πιο δυνατό καί πιό δίκαιο ἀπ’ ὅλους ἐκείνους που διαμαρτύρονταν καί γόγγυζαν, γιατί είχε μετανοήσει γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του κι ἡ καρδιά του εἶχε ἀλλοιωθεῖ. Κι ἡ ἀλλοίωση αὐτή τῆς καρδιᾶς του φαίνεται ἀπό τά παρακάτω λόγια του:
«Σταθείς δέ Ζακχαῖος εἶπε πρός τόν Κύριον· ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καί εἴ τινος ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» (Λουκ. ιθ’ 8). Τοῦ τό ζήτησε αυτό κανείς; Ὄχι, κανένας. Ποιός τόν κατηγόρησε πώς εἶχε ἀδικήσει ἄλλους; Κανένας. Μπροστά στην παρουσία τοῦ πάναγνου κι ἀναμάρτητου Κυρίου, ὁ Ζακχαῖος ἔνιωσε μόνος του τήν ἁμαρτία του. Η παρουσία αὐτή τόν διέγειρε καί χωρίς λόγια κι εξηγήσεις προχώρησε σ’ αὐτό το βῆμα. Ἡ καρδιά που μετανόησε δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό λόγια γιά νά προσεγγίσει τό Θεό. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει ἄμεσα στο μετανοημένο ἁμαρτωλό αὐτό πού πρέπει να κάνει. Φτάνει ὁ ἄνθρωπος να μετανοήσει γιά τίς ἁμαρτίες του μέ τήν καρδιά του. Κι ἀμέσως τότε ὁ Θεός θά τόν σηκώσει μέ τή δύναμή Του γιά νά παρουσιάσει καρπούς μετανοίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔδειξε στούς ἀνθρώπους ὁλόκληρο το δρόμο τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας: «Μετανοεῖτε! » Κι ἀμέσως συνέχισε: «ποιήσατε οὖν καρπόν ἄξιον μετανοίας» (Ματθ. γ’ 2,8). Μπροστά μας τώρα ἔχουμε ἕναν ἁμαρτωλό πού βαδίζει γρήγορα τό δρόμο αυτό κι ἐφαρμόζει τήν ἐντολή.
Μέ τό πού ἄκουσε γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ, ὁ Ζακχαῖος ἀναστατώθηκε. Ὅταν τόν εἶδε, μετανόησε ειλικρινά γιά τίς ἁμαρτίες του. Κι ἔπειτα, ὅταν ὁ γλυκύς Ιατρός ἔδειξε τόση συμπάθεια καί κατανόηση καί μπήκε στο σπίτι του, ἔδειξε τούς καρπούς τῆς μετάνοιάς του. Αναγνώρισε κι ὁμολόγησε τήν ἀρρώστια του κι ἀμέσως πῆρε τό καλλίτερο φάρμακο ἐναντίον της.
Ἔλεγαν τόν παλιό καιρό: «Αγαπῶν ἀργύριον, οὐ πλησθήσεται ἀργυρίου» (Εκκλ. ε’ 9). Ὁ Ζακχαίος ήταν φιλάργυρος. Εἶχε περάσει ὅλη τήν ὥς τότε ζωή του μαζεύοντας χρήματα μέ ὁποιονδήποτε τρόπο. Καί συνήθως οἱ τρόποι αυτοί ἦταν ἁμαρτωλοί. Αὐτή εἶναι μιά ἀρρώστια πού ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀπώλεια. Εἶναι μιά φωτιά που καίει τόσο περισσότερο τόν ἄνθρωπο, ὅσο πιό πολλά χρήματα μαζεύει. Δέν ὑπάρχει ποσότητα χρημάτων πού θά ἱκανοποιήσει τόν φιλάργυρο. Ὅπως ἡ φωτιά δέ θά πεῖ ποτέ, «μή μέ ταΐζετε μ’ ἄλλα ξύλα, αρκετά εἶναι αὐτά», ἔτσι καί τό πάθος τῆς φιλαργυρίας δέ θά πεῖ ποτέ «φτάνει, ἀρκετά».
Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ἀπό τό πάθος αὐτό από μόνος του, μέ τις δικές του προσπάθειες. Μόνο η παρουσία τοῦ Θεοῦ, πού προκαλεί ντροπή καί φόβο στην καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, καί μαζί της ἡ γνώση κάποιας αξίας μεγαλύτερης από το ασήμι καί τό χρυσό, μπορεῖ νά τό ξεπεράσει. Χωρίς τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὁ Ζακχαῖος θά εἶχε περάσει ὅλη τή ζωή του μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὅλοι οἱ τελῶνες. Καί θά εἶχε πεθάνει περιφρονημένος, καταραμένος και ξεχασμένος. Τό ὄνομά του δέ θά το βρίσκαμε γραμμένο στο εὐαγγέλιο στή γῆ, οὔτε καί στή Βίβλο τῆς Ζωῆς στόν οὐρανό. Η παρουσία τοῦ Κυρίου ὅμως διέγειρε την ψυχή του, πού ὡς τότε τήν εἶχε νεκρώσει το πάθος τῆς φιλαργυρίας, καί τόν ἔκανε καινούργιο ἄνθρωπο, ἀναγεννημένο κι ἀναστημένο. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀθάνατο μάθημα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, πώς κανένας θνητός δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία χωρίς τή βοήθεια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Προσέξτε με ποιό τρόπο ἐξομολογήθηκε την ἁμαρτία του ὁ Ζακχαῖος. Δέν εἶπε, «Κύριε, εἶμαι ἁμαρτωλός!» ἤ «ἁμαρτία μου εἶναι ἡ φιλαργυρία!». Ἔδειξε πρῶτα τούς καρπούς τῆς μετάνοιας του κι ἔπειτα ὁμολόγησε τήν ἁμαρτία του: Ιδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοίς. Δέν εἶναι μιά καθαρή ὁμολογία αυτή πώς τά πλούτη ἦταν τό πάθος του; καί εἴ τινος ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. Δέν εἶναι μιά καθαρή ὁμολογία αὐτή πώς εἶχε ἀποκτήσει τα πλούτη του μέ ἄδικο τρόπο; Δέν εἶπε πρίν ἀπ’ αὐτό πώς «εἶμαι ἁμαρτωλός, Κύριε, μετανοῶ». Αὐτό τό ὁμολόγησε στον Κύριο μυστικά, μέ τήν καρδιά του. Κι ὁ Κύριος δέχτηκε μυστικά την ἐξομολόγηση καί τή μετάνοιά του. Γιά τόν Κύριο ἀξίζει περισσότερο ν’ ἀναγνωρίσει ὁ ἄνθρωπος καί νά ἐξομολογηθεῖ τήν ἁμαρτία του και να ζητήσει βοήθεια μέ τήν καρδιά του, παρά νά τό πεῖ αὐτό μέ τή γλώσσα του. Ἡ γλώσσα μπορεί καί να ξεγελάσει, ν’ ἀπατήσει, ἡ καρδιά ὅμως ὄχι.
Προσέξτε ἐπίσης πῶς ἀπαρνήθηκε ὁ Ζακχαῖος τήν ἁμαρτία του, τί προσπάθειες έκανε γιά νά μετακινηθεῖ στό φῶς, ἀπό τή σκιά τοῦ ὀλέθριου πάθους τῆς φιλαργυρίας. Μοίρασε ἀμέσως τη μισή περιουσία του στους φτωχούς. Ποιός; Εκείνος πού ἀγαποῦσε κάθε δεκάρα που μάζευε καί τήν ἔκρυβε νά μή τήν δοῦν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτός πού δέν εἶχε νιώσει ποτέ τήν ἡδονή τῆς προσφορᾶς.
Ὅλ’ αὐτά ὅμως δέν ἦταν ἀρκετά. Κατέβαλε κάθε προσπάθεια για ν’ αποδώσει δικαιοσύνη, να κάνει καλό στούς ἄλλους και προσφέρθηκε ν’ ἀποζημιώσει στο τετραπλάσιο ὅλους εκείνους που ἀδίκησε. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ εἶναι πολύ πιό ἐπιεικής μέ τούς ἁμαρτωλούς ἀπ’ ὅ,τι ἦταν ὁ Ζακχαῖος μέ τόν ἑαυτό του. Στο Νόμο λέει ὁ Μωυσῆς: «ἀνήρ ή γυνή, ὅς τις ἄν ποιήσῃ ἀπό πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρωπίνων, καί παριδών παρίδη καί πλημμελήσῃ ἡ ψυχή ἐκείνη, ἐξαγορεύσει την ἁμαρτίαν ἥν ἐποίησε, καί ἀποδώσει την πλημμέλειαν τό κεφάλαιον καί τό ἐπίμεμπτον αὐτοῦ προσθήσει ἐπ’ αὐτῷ, καί ἀποδώσει, τίνι ἐπλημμέλησεν αὐτῷ» (Ἀριθ. ε’ 6-7). Αὐτά ὅρισε ὁ Μωυσῆς γι’ αὐτούς πού ἀναγνώρισαν τήν ἁμαρτία τους. Ὁ Ζακχαῖος λοιπόν, πού ἀναγνώρισε τήν ἁμαρτία του, ἔπρεπε σύμφωνα μέ τό Νόμο να επιστρέψει σέ ὅλους ὅσους ἀδίκησε ὁλόκληρο το ποσό που ἔκλεψε, καί ἕνα πέμπτο τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ περισσότερο. Ἐκεῖνος ὅμως στάθηκε πιο σκληρός στόν ἑαυτό του ἀπ’ ὅ,τι ἀπαιτοῦσε ὁ Νόμος. Θέλησε να ἐφαρμόσει στόν ἑαυτό του αυτό που προβλέπει ὁ Νόμος γιά τούς κλέφτες καί τούς ληστές που δέν ἀναγνωρίζουν καί δέν ὁμολογοῦν τό ἔγκλημά τους, μ’ ὅλο πού τούς ἔπιασαν ἐπ ̓ αὐτοφόρω. Ἤθελε ν’ ἀποδώσει στο τετραπλάσιο αὐτά πού εἶχε ἀφαιρέσει ἀπό τόν καθένα (βλ. Ἔξ. κβ’ 1). Ἔτσι εἶναι ὅλοι ὅσοι μετανοοῦν. Εὔσπλαγχνοι πρός τούς ἄλλους κι αυστηροί μέ τόν ἑαυτό τους.
«Εἶπε δέ πρός αὐτόν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι και αὐτός υἱός Αβραάμ ἐστιν» (Λουκ. ιθ’ 9). Αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στο Ζακχαίο, σέ ἀνταπόκριση τῆς καρδιακῆς μετάνοιάς του, ὡς ἀνταπόδοση στην πνευματική χαρά καί τούς καρπούς μετανοίας πού ἐπέδειξε. Τα τελευταία λόγια, «ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός» (Λουκ. ιθ’ 10), ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στους σοφούς ἐπικριτές πού ὀργίστηκαν μαζί Του ἐπειδή πήγε στο σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἐνῶ βάδιζαν το δρόμο πρός τό σπίτι τοῦ Ζακχαίου, ἐνῶ γόγγυζαν καί θρηνοῦσαν γιά τήν ἀκαταλληλότητα τῆς ἐπίσκεψης αὐτῆς, ὁ Κύριος κρατοῦσε σιωπή, δέ μιλοῦσε, ἁπλά περίμενε. Τί περίμενε; Νά δεῖ τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων πού γόγγυζαν καί μεμψιμοιροῦσαν μέ μίσος για τούς ἀνθρώπους, καθώς και κείνην τοῦ μετανιωμένου Ζακχαίου, νά ἐκτεθοῦν πλήρως στό φῶς τῆς μέρας. Ἔδωσε τα ηνία στους δαίμονες της κακίας να φτάσουν στα όριά τους, ὥστε ἡ ἀπώλειά τους νά εἶναι καθαρή καί προφανής.
Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος τῆς νίκης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέ βιάζεται να δείξει τήν ἀδυναμία τοῦ πονηροῦ καί τή δική του δύναμη στην πρώτη αντίθεσή Του μέ τόν πονηρό. Περιμένει να δεῖ τόν πονηρό νά επαίρεται στους οὐρανούς κι ἔπειτα νά σκορπίζεται ἡ δύναμή του στη στιγμή.
Τόσο ἀδύναμος εἶναι μπροστά στον παντοδύναμο ὁ πονηρός, ὥστε ἄν ὁ Θεός δέν τοῦ ἐπέτρεπε να ἐνεργεῖ σέ κάποιο βαθμό κι ἔπειτα να περιορίζεται πάλι, οἱ ἄνθρωποι δέ θ’ ἀποκτοῦσαν ποτέ καθαρή εἰκόνα γιά τή μεγαλοσύνη Του. Ὁ Θεός ἄφησε τις δυνάμεις της κόλασης καί τῆς γῆς νά ἐνεργήσουν στο Γολγοθά, ὥστε ν’ ἀποδείξει μετά και στις δυό αυτές δυνάμεις τήν ἀκατανίκητη δύναμή Του.
Τήν ἴδια μέθοδο χρησιμοποίησε καί στήν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου ὁ Κύριος. Αρχικά πήγε στο σπίτι του. Οἱ θορυβοποιοί ξέσπασαν σε φωνές, οἱ γογγυστές γόγγυζαν, οἱ ἐμπαίζοντες ἐνέπαιξαν. Ἐκεῖνος ὅμως ἔμεινε ἤρεμος κι ατάραχος κι ἀκολούθησε τό δρόμο του. Μπήκε στο σπίτι τοῦ Ζακχαίου. Οἱ αὐτοθεωρούμενοι δίκαιοι ἔμειναν ἔξω ἀπό τό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀπό φόβο μή μιανθοῦν. Οἱ θορυβοποιοί εξακολούθησαν νά θορυβοῦν ὅλο καί πιό δυνατά, οἱ γογγυστές νά γογγύζουν κι οἱ περιπαίζοντες να περιπαίζουν. Ὁ θρίαμβος τῆς κακίας ἔφτασε στο ἀπόγειό του. Ὅλοι οἱ ἐναντίοι εἶχαν πειστεί πώς εἶχαν ἀπόλυτα δικαιωθεῖ, πώς ὁ Χριστός εἶχε νικηθεῖ. Ἐκεῖνοι γνώριζαν το Ζακχαῖο, ἐνῶ ὁ Χριστός δέν τόν ἤξερε. Ἐκεῖνοι τηροῦσαν πιστά τό Νόμο, ἐνῶ ὁ Χριστός τόν ἀθετοῦσε, ἀφοῦ πέρασε το κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἐκεῖνοι δέν μποροῦσαν ν ̓ ἀπατηθοῦν, ἐνῶ ὁ Χριστός μποροῦσε. Καί ἀπατήθηκε.
Οἱ ἐχθροί Του ἔφτασαν ἔτσι ἀβίαστα και λογικά στο συμπέρασμα, πώς ὁ Χριστός οὔτε ἀληθινός διδάσκαλος ἦταν, οὔτε προφήτης, οὔτε Μεσσίας. Ἄν εἶχε όλες αυτές τις ιδιότητες, ἤ ἔστω μερικές ἀπ’ αὐτές, θά γνώριζε ποιός ἦταν ὁ Ζακχαῖος καί δέ θά ἔμπαινε στο σπίτι του. Επομένως ἐμεῖς, οἱ κάτοικοι τῆς Ἱεριχούς, παγιδέψαμε σήμερα τό Χριστό κι ἔτσι θα σώσουμε τόν κόσμο ἀπό ἀπό τή μεγάλη αὐταπάτη πώς Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ἕνας θρίαμβος, μιά μεγάλη νίκη.
Αὐτό πού πέτυχαν οἱ ἐχθροί Του ἦταν ν’ ἀνυψώσουν τήν κακία τους στόν οὐρανό. Κι ὅλη αὐτή τήν ὥρα ὁ Ζακχαῖος ωρίμαζε κι ἐξελισσόταν σ’ ἕναν καλλίτερο κι ἀναγεννημένο ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός πρόσεχε λιγότερο αὐτή τήν ἑτερογενή και μοχθηρή μάζα και περισσότερο τήν ἀνανεωμένη καρδιά τοῦ Ζακχαίου. Περίμενε να τελειώσουν ὅλα αὐτά καί μετά θα μιλοῦσε. Ὅταν ἡ μοχθηρία εἶχε φτάσει στόν οὐρανό κι ἡ σκληρή κρούστα τῆς μούχλας είχε ξεφύγει ἀπό τίς φθαρμένες καρδιές τῶν ἁμαρτωλῶν, τότε ὁ Ζακχαῖος ἄνοιξε το στόμα του κι εἶπε λόγια, πού μόνο ἀπό τό Χριστό θά περίμενε κανείς ν ̓ ἀκούσει: ιδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς.
Αὐτός ἦταν ἕνας ξαφνικός κεραυνός πού ξέσκισε τα σύννεφα. Γιατί γίνατε ξαφνικά σιωπηλοί, ὅλοι ἐσεῖς οἱ κάτοικοι τῆς Ἱεριχούς; Γιατί δέν ἐξακολουθείτε να θορυβεῖτε, να περιπαίζετε και να γογγύζετε; Γιατί τά λόγια σας πνίγηκαν στο λαιμό σας; Ποιός απατήθηκε, ὁ Χριστός ἤ ἐσεῖς; Ποιός γνώριζε καλύτερα το Ζακχαῖο, ἐσεῖς ἤ ὁ Χριστός; Ποιός εἶναι πιό δίκαιος τώρα, ἐσεῖς ἤ ὁ Ζακχαῖος;
Πόσο ταπεινός καί πράος εἶναι ὁ Κύριος! Ὅπως σε προηγούμενες περιπτώσεις, ἔτσι καί τώρα στέκεται σάν τό ἄκακο αρνί μπροστά σε ανθρώπους πού ἀόρατοι λύκοι τούς ἔχουν κάνει πονηρούς. Πόσο σίγουρος, πόσο ἤρεμος εἶναι στη νίκη του, τώρα ὅπως καί πάντα. Περιμένει πολύ ειρηνικά την κατάλληλη στιγμή. Κι ὅταν αὐτή ἔρθει, στρέφεται στον ἄρρωστο ἄνθρωπο, πού γιά χάρη του ἄλλαξε δρόμο καί πῆγε στο σπίτι του. Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο.
Μέ τά λόγια αὐτά ὁ οὐράνιος Θεραπευτής βεβαιώνει τόν ἄρρωστο πώς ἡ ὑγεία του ἀποκαταστάθηκε. Τώρα εἶναι ἕτοιμος να βγεῖ ἀπό το νοσοκομεῖο καί παίρνει τη θέση του ἀνάμεσα στούς ὑγιεῖς. Ἡ τυφλότητα ἐξαφανίστηκε ἀπό τά μάτια του, ὅπως κι ἀπό τά μάτια τοῦ Βαρτιμαίου. Τώρα μπορεῖ νά βαδίζει ἐλεύθερα στο δρόμο τῆς δικαιοσύνης καί τοῦ ἐλέους. Γιά νά πείσει καθαρότερα ὅμως καί τούς ἄλλους πού παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ὁ Κύριος πρόσθεσε: καθότι καί αὐτός υἱός Ἀβραάμ ἐστιν. Αληθινός υἱός Αβραάμ κατά πνεῦμα καί κατ’ ἀλήθεια, ὄχι μόνο στό ὄνομα καί τό αἷμα, σάν τούς ἄλλους πού περηφανεύονταν ὅτι ἦταν υἱοί Ἀβραάμ μόνο κατ’ ὄνομα, ἐπειδή προέρχονταν ἀπό ἐκεῖνον.
Ὁ Ἀβραάμ ἀγαποῦσε τό συνάνθρωπό του κι εἶχε φόβο Θεοῦ. Ἦταν φιλόξενος, πιστός, δέν ἦταν φιλάργυρος, αναπαυόταν στο πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Ζακχαῖος ἔγινε ἕνας ἄλλος Ἀβραάμ. Μέ τά μεγάλα και καλά ἔργα του ὁ Ἀβραάμ, ἔγινε προπάτορας ὅλων τῶν δικαίων. Μέ τή μετάνοιά του ὁ Ζακχαῖος ἔγινε γνήσιος απόγονός του, πνευματικός γιός του. Αὐτό τό ἀποκάλυψε ὁ Κύριος γιά να παρηγορήσει τό Ζακχαῖο καί να προβληματίσει τούς ἐχθρούς του.
Στα τελευταία αὐτά λόγια Του πρόσθεσε ὁ Κύριος: ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός. Ἦρθε για ν’ αναζητήσει τούς ἁμαρτωλούς ἐκείνους πού δέν τούς ἀναζητεῖ κανένας, πού ὅλοι τούς ἀπορρίπτουν. Ἦρθε να σώσει αὐτούς πού τόσο ὁ κόσμος ὅσο κι οἱ ἴδιοι λογαριάζουν χαμένους. Ὁ Μεγάλος Ήρωας δέν κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό γιά νά θεραπεύσει ἐκείνους πού ὑποφέρουν από κάποιο κρυωματάκι, ἀλλά γιά νά σώσει τους λεπρούς καί τούς τυφλούς, τούς δαιμονισμένους καί τούς παράλυτους, ν’ ἀναστήσει νεκρούς ἀπό τούς τάφους τους. Είχε πεῖ σέ μιά ἄλλη περίπτωση ὁ Κύριος: «Οὐ γάρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. θ’ 13).
Αδελφοί μου! Συνειδητοποιεῖτε ὅτι τά παραπάνω λόγια εφαρμόζονται σέ μᾶς; Γνωρίζετε πώς εἴμαστε ἁμαρτωλοί πού γιά χάρη μας ὁ Κύριος κατέβηκε στή γῆ; Τόν ἔφερε κοντά μας ἀπό τόν οὐρανό ἡ ἀπερινόητη αγάπη Του γιά μᾶς, γιά ν’ αναζητήσει τό απολωλός καί νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς. Προσέξτε τον κοντόσωμο Ζακχαίο. Στη μεγάλη του ἐπιθυμία γιά νά δεῖ τόν Κύριο, ἔγινε μέγας. Ὁ Χριστός προσεγγίζει κι ἐμᾶς τώρα ὅπως τότε το Ζακχαῖο, περιτριγυρισμένος ἀπό πλήθη λαοῦ, ἕν’ ἀμέτρητο πλῆθος ἀπό δίκαιους και κατήγορους. Ολόκληρη ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου τα τελευταῖα δύο χιλιάδες χρόνια ὀρύεται ἐναντίον Του, γύρω του, μᾶς κατακλύζει. Δέν ἀκοῦτε το μούγκρισμα, τό βρυχηθμό της; Σέρνει πάνω της ολόκληρο τό παρελθόν καί τό ἀκουμπάει δίπλα σου. Κι ἀνάμεσα στο πλῆθος τῶν πολλῶν ἑκατομμυρίων, βαδίζει ὁ ταπεινός Κύριος καί Σωτήρας μας.
Ἄς σπεύσουμε λοιπόν, ἄς ἀνεβοῦμε ψηλά γιά νά δοῦμε τόν Κύριο. Τίποτ’ ἄλλο ἀπ’ ὅσα ἔχουν ὑπάρξει ἢ ὑπάρχουν, δέν εἶναι ἄξια προσοχῆς. Ἄς σηκωθοῦμε ἀπό τή λάσπη τοῦ δρόμου πού βαδίζαμε ὥς τώρα. Ἄς σκαρφαλώσαμε σ’ ἕνα ψηλό δέντρο. Ἐκεῖνος θά ἔρθει νά μᾶς συναντήσει. Μακάριος εἶναι αὐτός πού θά τόν καλέσει ἡ γλυκύτατη φωνή Του. Η φωνή που τη γλυκύτητά της ἀπολαμβάνουν οἱ ἄγγελοι μέχρι πλησμονῆς.
Ἡ μετάνοια εἶναι πραγματικά τό πρῶτο σκαλί τῆς κλίμακας πού μᾶς ὁδηγεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κανένας ὥς σήμερα δεν κατόρθωσε να ἀνεβεί στο δεύτερο σκαλί, χωρίς να πατήσει στο πρώτο. Στην κενότητα της παρούσας ζωῆς, ἡ μετάνοια εἶναι ὁ πρῶτος και μοναδικός τρόπος για να κρούσει κανείς τήν πόρτα τοῦ οὐρανοῦ. Μπορείς να χτυπᾶς μέ τό χέρι σου ἕναν τοίχο ὅσο θέλεις. Κανένας δέ θ ̓ ἀκούσει γιά νά σοῦ ἀνοίξει. Χτύπα τήν πόρτα ὅμως καί θά σοῦ ἀνοίξει. Ἡ μετάνοια εἶναι τό χτύπημα ὄχι στον τοίχο, αλλά στην πόρτα πού ὁδηγεῖ στό φῶς καί στή σωτηρία. Αὐτός πού μετανοεῖ εἰλικρινά καί θέλει να μπει στο σπίτι τοῦ οὐράνιου Πατέρα, ἔχει ἤδη χτυπήσει μιά ἀπό τίς πόρτες πού ὁδηγοῦν μέσα στο σπίτι.
Ἡ φιλαργυρία τυφλώνει. Μόνο ὁ Χριστός δίνει τό φῶς στους τυφλούς. Η φιλαργυρία ἀπομονώνει τόν ἄνθρωπο, τόν δένει μέ τά δεσμά τῆς δουλείας. Ὁ Χριστός τόν βγάζει ἀπό τήν ἀπομόνωση καί τόν βάζει στη συντροφιά τῶν ἀγγέλων, ελευθερώνει τόν δοῦλο. Σ’ ὅλους αὐτούς πού μετανοοῦν κι ἀγωνίζονται νά δοῦν τόν Κύριο, φανερώνεται. Καί σ’ ἐκείνους πού φανερώνεται, ἀποκαλύπτει ὅλα τα μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὅλες τίς ἀμέτρητες και σταθερές εὐλογίες που παρέχει ὁ Θεός, αὐτές πού ἔχει προετοιμάσει ἀπό καταβολῆς κόσμου γι’ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν.
Δόξα καί αἶνος στον Κύριο καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.