ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (10/11/2024)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ΛΟΥΚΑ
Προς Γαλάτας, κεφάλαιο Α΄, εδάφια 11-19
11 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· 12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 13 ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, 14 καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. 15 ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ 16 ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, 17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. 18 ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· 19 ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
11 Σας γνωστοποιώ λοιπόν, αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιο που σας κήρυξα δεν αποτελεί ανθρώπινη επινόηση.12 Διότι όχι μόνο οι υπόλοιποι απόστολοι, αλλά κι εγώ δεν το παρέλαβα ούτε το διδάχθηκα από κάποιον άνθρωπο, αλλά το παρέλαβα με αποκάλυψη του Θεού, ο Οποίος απευθείας μου φανέρωσε και μου αποκάλυψε τον Κύριο Ιησού. 13 Και το ότι το Ευαγγέλιο μού παραδόθηκε με υπερφυσική αποκάλυψη από τον Ίδιο τον Θεό, αποδεικνύεται από τη δράση μου στο παρελθόν. Διότι ασφαλώς έχετε ακούσει για τη διαγωγή που έδειξα κάποτε, όταν ακολουθούσα τον νόμο και τα έθιμα των Ιουδαίων. Ακούσατε δηλαδή ότι καταδίωκα υπερβολικά την Εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την καταστρέψω. 14Και προόδευα στον Ιουδαϊσμό περισσότερο από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου και έδειχνα περισσότερο ζήλο απ’ αυτούς για τις παραδόσεις που κληρονομήσαμε από τους πατέρες μας.
15 Όταν όμως ευαρεστήθηκε ο Θεός, ο Οποίος με ξεχώρισε και με διάλεξε από τον καιρό ακόμη που ήμουν στην κοιλιά της μητέρας μου, και με κάλεσε με τη χάρη Του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μία τέτοια εκλογή, 16 να αποκαλύψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό του, για να Τον κηρύττω στα έθνη, αμέσως δεν συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο, 17 ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να συναντήσω τους αποστόλους που είχαν κληθεί πριν από μένα στο αποστολικό αξίωμα, αλλά πήγα στην Αραβία και πάλι επέστρεψα στη Δαμασκό. 18 Έπειτα, μετά από τρία χρόνια από τότε που είχα επιστρέψει στο Χριστό, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσω από κοντά τον Πέτρο, κι έμεινα μαζί του δεκαπέντε μέρες. 19 Άλλον από τους αποστόλους δεν είδα, παρά μόνο τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου.
H EYAΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο Ι΄, εδάφια 25-37
25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις; 27 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
30 ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 Ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
25 Εκεί που κάθονταν, ιδού, σηκώθηκε κάποιος νομοδιδάσκαλος για να δοκιμάσει τον Χριστό και να αποδείξει ότι δεν γνώριζε τον νόμο, και του είπε: «Διδάσκαλε, ποιο έργο αρετής ή ποια θυσία πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω τη μακάρια και αιώνια ζωή;». 26 Και ο Κύριος τού είπε: «Στον μωσαϊκό νόμο τι έχει γραφεί; Εσύ που σπουδάζεις και ερευνάς τον νόμο, τι διαβάζεις εκεί για το ζήτημα αυτό; Και πώς το αντιλαμβάνεσαι;». 27 Ο νομικός τότε του αποκρίθηκε: «Στον νόμο είναι γραμμένο το εξής: ‘’Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε σε Αυτόν να είσαι ολοκληρωτικά παραδομένος, με όλα τα βάθη της εσωτερικής και πνευματικής υπάρξεώς σου˙ και με όλη σου την ψυχή, ώστε Αυτόν να ποθείς με όλο το συναίσθημά σου˙ και με όλη τη θέληση και τη δύναμή σου, ώστε καθετί που θα κάνεις να είναι σύμφωνο με το θέλημά Του. Και με όλη σου τη δύναμη και με δραστηριότητα ακούραστη να εργάζεσαι για την εφαρμογή του θελήματός Του. Να Τον αγαπάς και με το νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Να αγαπάς επίσης και τον πλησίον σου, τον συνάνθρωπό σου, όσο και όπως αγαπάς τον εαυτό σου. 28 Του είπε τότε ο Κύριος: «Σωστή απάντηση έδωσες. Να κάνεις πάντοτε αυτό που είπες, και θα κληρονομήσεις τη βασιλεία του Θεού και θα ζήσεις σε αυτή». 29 Ο νομοδιδάσκαλος όμως θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, επειδή, όπως αποδείχθηκε, έθεσε στον Ιησού ένα ερώτημα πάνω στο οποίο του ήταν γνωστή η απάντηση, είπε στον Ιησού: «Και ποιον πρέπει να θεωρώ ‘’πλησίον’’ μου σύμφωνα με την Αγία Γραφή;».
30 Τότε ο Ιησούς με την αφορμή αυτή πήρε τον λόγο και είπε: «Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ και έπεσε σε ενέδρα ληστών. Αυτοί δεν αρκέστηκαν μόνο να του πάρουν τα χρήματά του, αλλά και τον έγδυσαν, τον τραυμάτισαν, τον γέμισαν με πληγές και έφυγαν, αφού τον άφησαν μισοπεθαμένο. 31 Κατά σύμπτωση τότε, κατέβαινε στον δρόμο εκείνο κάποιος ιερεύς, και ενώ τον είδε, τον προσπέρασε από το απέναντι μέρος του δρόμου χωρίς να του δώσει σημασία ή κάποια βοήθεια. 32 Το ίδιο και κάποιος Λευίτης που περνούσε από το μέρος εκείνο, ενώ πλησίασε και είδε τον πληγωμένο, απομακρύνθηκε αμέσως και τον προσπέρασε και αυτός από το απέναντι μέρος του δρόμου. 33 Ένας Σαμαρείτης όμως που περνούσε από τον δρόμο εκείνο, ήλθε στο μέρος όπου ήταν ξαπλωμένος, και όταν τον είδε τον σπλαχνίστηκε και τον πόνεσε. 34 Τον πλησίασε τότε και του έδεσε με επιδέσμους τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε με λάδι και με κρασί. Και έπειτα τον ανέβασε στο ζώο του, τον πήγε σε κάποιο πανδοχείο και τον περιποιήθηκε, διακόπτοντας έτσι το ταξίδι του.
35 Την άλλη μέρα το πρωί, φεύγοντας από το πανδοχείο που είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο και του είπε: «Περιποιήσου τον για να γίνει καλά. Και ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ καθώς θα επιστρέφω στην πατρίδα μου και θα ξαναπεράσω από εδώ, θα σου τα πληρώσω». 36 Λοιπόν, ρώτησε συμπερασματικά ο Ιησούς, ποιος από τους τρεις αυτούς σου φαίνεται ότι έκανε το καθήκον του προς τον συνάνθρωπο και αποδείχθηκε στην πράξη ‘’πλησίον’’ και αδελφός εκείνου που έπεσε στα χέρια των ληστών;». 37 Και αυτός είπε: «‘’Πλησίον’’ του αποδείχθηκε αυτός που τον σπλαχνίστηκε και τον ελέησε». Του είπε λοιπόν ο Ιησούς: «Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο. Δείχνε, δηλαδή, συμπάθεια σε κάθε άνθρωπο που πάσχει, χωρίς να εξετάζεις αν αυτός είναι συγγενής σου ή συμπατριώτης σου, και χωρίς να λογαριάζεις τις θυσίες και τους κόπους και τις δαπάνες που θα υποστείς για να βοηθήσεις και να συντρέξεις αυτόν που πάσχει, έστω κι αν αυτός είναι εχθρός σου». Έτσι κι ο Χριστός, που οι εχθροί Του τον έβριζαν «Σαμαρείτη», στην καταπληγωμένη και μισοπεθαμένη από τις αμαρτίες ανθρωπότητα έγινε ο καλός και αγαθός Σαμαρείτης. Και για να την θεραπεύσει απ’ τις πληγές της, όχι μόνο υπέστη κόπους, αλλά υποβλήθηκε και σε θάνατο σταυρικό.
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ[: Γαλ.1,11-19]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ(:Σας γνωστοποιώ λοιπόν,αδελφοί, ότι το Ευαγγέλιο που σας κήρυξα δεν αποτελεί ανθρώπινη επινόηση· διότι όχι μόνο οι υπόλοιποι απόστολοι, αλλά κι εγώ δεν το παρέλαβα ούτε το διδάχθηκα από κάποιον άνθρωπο, αλλά το παρέλαβα με αποκάλυψη του Θεού, ο Οποίος απευθείας μου φανέρωσε και μου αποκάλυψε τον Κύριο Ιησού)»[Γαλ.1,11-12].
Πρόσεξε ότι με κάθε τρόπο υποστηρίζει αυτό θερμώς, ότι έγινε μαθητής του Χριστού, όχι με την μεσολάβηση ανθρώπου, αλλά αφού ο Ίδιος αυτοπροσώπως τον έκρινε άξιο να αποκαλύψει σε αυτόν όλη την αλήθεια. Και ποια απόδειξη υπάρχει για όσους απιστούν, Παύλε, ότι ο Θεός σου αποκάλυψε αυτοπροσώπως, και όχι διαμέσου κάποιου άλλου, εκείνα τα απόρρητα μυστήρια; «Η μεταστροφή μου από την προηγούμενη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν», λέγει· «διότι αν εκείνος που ενήργησε την αποκάλυψη δεν ήταν ο Θεός, δεν θα δεχόμουνα τόσο ακαριαία μεταβολή· διότι εκείνοι μεν οι οποίοι διδάσκονται από ανθρώπους, όταν είναι διακαείς και φανατικοί στα αντίθετα, χρειάζονται χρόνο και επινοητικότητα πολλή για να πενθούν· εκείνος όμως ο οποίος μεταβλήθηκε τόσο ακαριαία και ανένηψε και σε αυτό ακόμη το αποκορύφωμα της μανίας στο οποίο βρισκόταν καταδιώκοντας τους Χριστιανούς, είναι ολοφάνερο ότι επειδή αξιώθηκε θεϊκής οράσεως και διδασκαλίας, για τον λόγο αυτόν αμέσως επανήλθε στην τέλεια υγεία».
Για τον λόγο αυτόν αναγκάζεται να διηγηθεί την προηγούμενη του μεταστροφή και καλεί αυτούς ως μάρτυρας των όσων έγιναν· «διότι για το ότι μεν ο μονογενής Υιός του Θεού με έκρινε άξιο για να με καλέσει ο ίδιος αυτοπροσώπως από τον ουρανό, εσείς δεν γνωρίζετε- διότι πώς είναι δυνατόν, εφόσον δεν ήσασταν παρόντες; Αλλά το ότι ήμουν φανατικός διώκτης το γνωρίζετε · διότι μέχρι και εσάς διαδόθηκε ο φανατισμός μου, αν και ήταν μεγάλη η απόσταση μεταξύ Παλαιστινίων και Γαλατών· ώστε δεν θα έφθανε τόσο μακρά η φήμη εάν αυτά που συνέβησαν δεν γίνονταν με τόση πολλή και ανυπόφορη σε όλους υπερβολή».
Για τούτο και λέγει: «Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν(:Και το ότι το Ευαγγέλιο μου παραδόθηκε με υπερφυσική αποκάλυψη από τον ίδιο τον Θεό, αποδεικνύεται από τη δράση μου στο παρελθόν·, διότι ασφαλώς έχετε ακούσει για τη διαγωγή που έδειξα κάποτε, όταν ακολουθούσα τον νόμο και τα έθιμα των Ιουδαίων. Ακούσατε δηλαδή ότι καταδίωκα υπερβολικά την Εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξολοθρεύσω)»[Γαλ.1,13]. Βλέπεις πως το καθένα το γράφει με έμφαση και δεν ντρέπεται; Όχι λοιπόν απλώς εδίωκε, αλλά και με κάθε υπερβολή, και όχι μόνο εδίωκε αλλά και πολεμούσε, δηλαδή επιχειρούσε να σβήσει την εκκλησία, να την καταστρέψει και να την κατακρημνίσει, να την αφανίσει· διότι αυτό είναι έργο εκείνου που πολεμάει για κάτι.
«Καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων(:Και προόδευα στον ιουδαϊσμό περισσότερο από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου και έδειχνα περισσότερο ζήλο απ’ αυτούς για τις παραδόσεις που κληρονομήσαμε από τους πατέρες μας)»[Γαλ.1,14]. Για να μη νομίσεις λοιπόν ότι το πράγμα προερχόταν από θυμό, δείχνει ότι από ζήλο τα έκανε όλα, αν και όχι κατ’ επίγνωση, ούτε από κενοδοξία, ούτε για να εκδικηθεί κάποια έχθρα, αλλά «από υπερβολικό ζήλο για τις παραδόσεις που κληρονομήσαμε από τους πατέρες μας».
Εκείνο λοιπόν το οποίο εννοεί εδώ, είναι αυτό· «εάν όσα έκανα εναντίον της εκκλησίας, τα έκανα κινούμενος όχι από ανθρώπινα πάθη, αλλά από ζήλο θεϊκό- εσφαλμένο μεν, αλλά πάντως ζήλο-, πώς τώρα που τρέχω υπέρ της εκκλησίας και έχω γνωρίσει την αλήθεια είναι δυνατόν να ενεργώ από κενοδοξία; Διότι εάν όταν έσφαλα δεν επικρατούσε σε μένα τέτοιο πάθος, αλλά ο ζήλος του Θεού με οδήγησε σε αυτό πολύ περισσότερο, όταν γνώρισα την αλήθεια, δικαίως θα έπρεπε να απαλλαγώ από κάθε τέτοια υπόνοια· διότι συγχρόνως μεταστράφηκα προς την πίστη της εκκλησίας και αποστράφηκα κάθε ιουδαϊκή προκατάληψη, και επέδειξα εδώ πολύ περισσότερο ζήλο· πράγμα το οποίο είναι σημείο ότι αληθώς μεταστράφηκα, και ότι κατέχομαι από θείο ζήλο· διότι, εάν δεν ήταν αυτό, τι άλλο, πες μου, θα προκαλούσε τόσο μεγάλη μεταβολή ώστε να αλλάξω την τιμή με την ατιμία, την άνεση με τους κινδύνους και την ανάπαυση με την ταλαιπωρία; Τίποτε άλλο δεν είναι, παρά μόνο ο έρωτας της αλήθειας».
«Ὃτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι (:Όταν όμως ευαρεστήθηκε ο Θεός, ο οποίος με ξεχώρισε και με διάλεξε από τον καιρό ακόμη που ήμουν στην κοιλιά της μητέρας μου και με κάλεσε με τη χάρη Του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μια τέτοια εκλογή, να αποκαλύψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό Του, για να Τον κηρύττω στα έθνη, αμέσως δεν συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο)»[Γαλ.1,15-16].Πρόσεξε τι προσπαθεί να δείξει εδώ, ότι και κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εγκαταλείφτηκε, για κάποια απόρρητη οικονομία παραμελήθηκε· διότι εάν από την κοιλία της μητρός του προορίστηκε να γίνει απόστολος και να κληθεί σε αυτήν τη διακονία, κλήθηκε όμως τότε, και μόλις κλήθηκε υπάκουσε, είναι φανερό ότι για κάποια απόρρητη αιτία ανέβαλλε ο Θεός μέχρι τότε.
Ποια είναι λοιπόν αυτή η οικονομία; Ίσως έχοντας ακούσει το προοίμιο έχετε απορήσει γιατί δεν κάλεσε αυτόν μαζί με τους δώδεκα· αλλά για να μην κάνω μακρότερο τον λόγο, απομακρυνόμενος από εκείνο το οποίο επείγει, παρακαλώ την αγάπη σας να μη μαθαίνει τα πάντα από εμένα, αλλά και μόνοι σας να ζητείτε, και τον Θεό να παρακαλείτε να σας αποκαλύπτει. Και σε σας βέβαια έχει εκφωνηθεί κάποιος λόγος γι’ αυτά, όταν μιλούσαμε για την αλλαγή της ονομασίας αυτού και για ποιο λόγο, ενώ ονομαζόταν Σαύλος, τον ονόμασε Παύλο· αν όμως έχετε λησμονήσει, αφού διαβάσετε εκείνο το βιβλίο, θα τα γνωρίσετε όλα αυτά. Εν τω μεταξύ όμως ας έλθουμε στη συνέχεια, και ας εξετάσουμε πώς δείχνει πάλι ότι τίποτε το ανθρώπινο δεν έγινε γύρω από αυτόν, αλλά όλα έγιναν από τον Θεό, ο Οποίος προνοούσε γι΄αυτόν με πολλή φροντίδα.
«Καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ (: Και με κάλεσε με τη χάρη Του, χωρίς εγώ από τα έργα μου να είμαι άξιος για μια τέτοια εκλογή)»· «ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος(: διότι Τον διάλεξα εγώ)» έλεγε προς τον Ανανία, «τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ (:για να βαστάσει και να διαδώσει το κήρυγμα για το όνομά μου και το ευαγγέλιό μου, και να το μεταφέρει με τις περιοδείες του ενώπιον εθνικών και βασιλέων και των σημερινών απογόνων του Ισραήλ)»[Πράξ.9,15], δηλαδή ικανός να υπηρετήσει και να επιδείξει μέγα έργο· και αυτήν την αιτία της κλήσεως εκθέτει.
Ο Παύλος, από την άλλη μεριά, παντού διακηρύττει ότι το παν είναι έργο της χάριτος και της άρρητης φιλανθρωπίας του Θεού λέγοντας έτσι: «ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται ᾿Ιησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ’ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον(:αλλά ακριβώς γι’ αυτό ελεήθηκα, για να δείξει ο Ιησούς Χριστός σε μένα περισσότερο από κάθε άλλον όλη τη μακροθυμία, ώστε να χρησιμεύσω ως υπόδειγμα σε εκείνους που πρόκειται να πιστέψουν σε Αυτόν και να κληρονομήσουν έτσι την αιώνια ζωή)»[Α΄Τιμ.1,16]. Είδες υπερβολή ταπεινοφροσύνης; «Για τον λόγο αυτόν ελεήθηκα εγώ», λέγει, «για να μην απελπιστεί κανείς, εφόσον εγώ, ο κάκιστος όλων των ανθρώπων, απόλαυσα φιλανθρωπίας από τον Θεό»· διότι αυτό φανερώνει όταν λέγει «για να δείξει την όλη μακροθυμία Του πρώτα σε εμένα και να χρησιμεύσω ως πρότυπο σε εκείνους οι οποίοι μελλοντικώς θα πιστέψουν σε Αυτόν».
«ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί (:να αποκαλύψει στο βάθος της ψυχής μου τον Υιό Του)». Αλλού επίσης λέγει ο Χριστός: «Οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς ἐστιν ὁ πατήρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι(:κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα στο βάθος και στην ουσία Του, παρά μόνο ο Υιός. Σε κάποιο βαθμό βέβαια Τον γνωρίζει κι εκείνος στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να του Τον αποκαλύψει)»[Λουκά 10,22]. Είδες ότι και ο Πατήρ αποκαλύπτει τον Υιό και ο Υιός τον Πατέρα; Έτσι και ως προς τη δόξα και ο Υιός δοξάζει τον Πατέρα και ο Πατήρ τον Υιό· «Δόξασόν σου τὸν υἱόν(:δόξασε τον Υιό σου και ως προς την ανθρώπινη φύση του)», λέγει, «ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε(:για να σε δοξάσει και ο Υιός σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη θυσία Του αυτή και με την αιώνια αρχιερατική μεσιτεία του που θα ακολουθήσει μετά απ’ αυτή)» [Ιωάν.17,1]· και «ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω(:Εγώ γνωστοποίησα το όνομά σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά σου, κι έτσι σε δόξασα πάνω στη γη· και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)» [Ιωάν. 17,4].
Γιατί όμως δεν είπε «να αποκαλύψει τον Υιό Του σε εμένα», αλλά «στα βάθη της ψυχής μου»; Για να δείξει ότι τα της πίστεως δεν τα άκουσε μόνο με λόγια, αλλά ότι και από πολλή χάρη του Αγίου Πνεύματος έγινε πλήρης, καθώς η αποκάλυψη κατέλαμπε την ψυχή του και είχε τον ίδιο τον Χριστό ο Οποίος ομιλούσε μέσα του.
«ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν(:για να Τον κηρύττω στα έθνη)» · διότι, όχι μόνο το να πιστέψει, αλλά και η χειροτονία του από τον Θεό έγινε· «διότι μου αποκάλυψε τον εαυτό του, όχι μόνο για να Τον δω, αλλά και για να Τον φανερώσω και σε άλλους». Και δεν είπε απλώς «άλλους», αλλά «για να κηρύττω Αυτόν στα έθνη», προαναγγέλλοντας ήδη από εδώ κεφάλαιο απολογίας όχι μικρό, ενώπιον των μαθητών· διότι δεν ήταν απαραίτητο να κηρύττει παρομοίως στους Ιουδαίους και στα έθνη.
«Εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι(:Αμέσως δεν συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο)». Εδώ υπαινίσσεται τους αποστόλους, αποκαλώντας αυτούς έτσι από την ανθρώπινη φύση τους. Εάν όμως και για όλους τους ανθρώπους λέγει αυτό, ούτε εμείς θα φέρουμε αντίρρηση.
«Οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους(:Ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να συναντήσω τους αποστόλους που είχαν κληθεί πριν από μένα στο αποστολικό αξίωμα)»[Γαλ.1,17]. Αυτούς μεν τους λόγους, εάν τους εξετάσει κανείς αυτούς καθ’ εαυτούς, φαίνονται ότι είναι πλήρεις από πολλή μεγαλοστομία και ότι απέχουν πολύ από το αποστολικό φρόνημα· διότι το να αποφασίζει κανείς στηριζόμενος μόνο στον εαυτό του και να μη συμβουλεύεται κανένα για την απόφασή του, φαίνεται ότι είναι σημείο ανοησίας· διότι «εἶδον (:είδα)», λέει ο Παροιμιαστής, «ἄνδρα δόξαντα παρ᾿ αὑτῷ σοφὸν εἶναι, ἐλπίδα μέντοι ἔσχε μᾶλλον ἄφρων αὐτοῦ (:έναν άνθρωπο, ο οποίος φαντάστηκε τον εαυτό του ότι είναι, σοφός· μεγαλύτερη ελπίδα διορθώσεως υπάρχει για έναν άφρονα, παρά για τον αυτοθαυμαζόμενο αυτόν δοκησίσοφο)»[Παροιμ.26,12]· και «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες(:Αλίμονο σε εκείνους οι οποίοι είναι σοφοί απέναντι στους δικούς τους οφθαλμούς και νουνεχείς κατά τη δική τους κρίση, ως τάχα τα πάντα να γνωρίζουν)» [Ησ.5,21]. Και ο ίδιος πάλι: «Μὴ γίνεσθε φρόνιμοι παρ᾿ ἑαυτοῖς(:Μη σχηματίζετε για τον εαυτό σας την ψευδαίσθηση ότι είστε συνετοί και ότι γνωρίζετε τα πάντα, ώστε να μη χρειάζεστε τις συμβουλές των άλλων)» [Ρωμ.12,16].
Αυτός λοιπόν ο οποίος τόσα άκουσε από τους άλλους, και ο ίδιος παραινεί τα ίδια σε άλλους δεν θα περιέπιπτε σε τέτοιο σφάλμα όχι επειδή ήταν ο Παύλος, αλλά ούτε ο οποιοσδήποτε άνθρωπος. Αλλά, όπως είπα, αυτή καθ’ εαυτήν εξεταζόμενη η φράση είναι δυνατόν και να κάνει να παραμονεύουν με έχθρα και να ενοχλεί μερικούς από τους ακροατές· αν όμως δείξουμε την αιτία για την οποία λέγονταν αυτά, και θα επικροτήσουν και θα θαυμάσουν όλοι εκείνον ο οποίος τα είπε.
Αυτό λοιπόν ας κάνουμε· διότι δεν πρέπει να εξετάζουμε τους λόγους καθ’ εαυτούς, διότι τότε πολλά άτοπα θα ακολουθήσουν· ούτε τη λέξη να βασανίζουμε καθ’ εαυτήν, αλλά να προσέχουμε στο πνεύμα του γράφοντος· διότι και στις δικές μας ομιλίες, εάν δεν χρησιμοποιούμε αυτόν τον τρόπο, θα υποστούμε την εχθρότητα πολλών, και όλα θα κατακρημνιστούν. Και τι χρειάζεται να λέμε για τους λόγους, εκεί όπου και για τα πράγματα, αν δεν τηρεί κανείς αυτόν τον κανόνα, όλα θα γίνουν άνω-κάτω; Διότι και οι ιατροί και κόπτουν και θραύουν ορισμένα οστά, αλλά και οι ληστές πολλές φορές κάνουν αυτά. Πόσης αθλιότητας λοιπόν θα ήταν σημείο, αν δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τον ληστή από τον ιατρό; Επίσης οι δολοφόνοι και οι μάρτυρες τα ίδια βασανιστήρια υπομένουν· αλλά υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των δύο. Και εάν δεν τηρούμε αυτόν τον κανόνα, δεν θα δυνηθούμε να γνωρίσουμε αυτά, αλλά και τον Ηλία θα ονομάσουμε δολοφόνο, και τον Σαμουήλ και τον Φινεές, ενώ τον Αβραάμ και παιδοκτόνο, εάν πρόκειται να εξετάζουμε τα πράγματα γυμνά, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη σε αυτά την προαίρεση εκείνων οι οποίοι τα πράττουν.
Ας εξετάσουμε λοιπόν και του Παύλου τη σκέψη, για την οποία έγραφε αυτά· ας δούμε τον σκοπό του, και ποιος ήταν γενικώς για τους αποστόλους, και τότε θα γνωρίσουμε με ποια προαίρεση λέγονταν αυτά· διότι ούτε υποτιμώντας εκείνους, ούτε εξυψώνοντας τον εαυτό του είπε αυτά ή τα προηγούμενα· διότι πώς είναι δυνατόν, εφόσον και τον εαυτό του αναθεμάτισε; Αλλά τα είπε αυτά, διαφυλάττοντας παντού την ασφάλεια του ευαγγελίου· διότι επειδή έλεγαν όσοι τον πολεμούσαν ότι έπρεπε να ακολουθεί τους αποστόλους, οι οποίοι δεν εμπόδιζαν αυτά, και όχι τον Παύλο ο οποίος τα εμποδίζει, και από αυτό το σημείο σιγά σιγά εισαγόταν η ιουδαϊκή πλάνη, αναγκάζεται να αντισταθεί γενναίως προς αυτά, όχι επειδή θέλει να πει κακό για τους αποστόλους, αλλά θέλοντας να καταστείλει την αφροσύνη εκείνων οι οποίοι εσφαλμένως εξυψώνουν τους εαυτούς τους.
Για τον λόγο αυτόν γράφει: «Δεν συμβουλεύτηκα ανθρώπους»· διότι θα ήταν η μεγίστη ατοπία, αυτός ο οποίος διδάχτηκε από τον ίδιο τον Θεό, να συμβουλεύεται ανθρώπους· διότι ο μεν διδασκόμενος από ανθρώπους, δικαιολογημένα λαμβάνει ως κοινωνούς πάλι ανθρώπους· αλλά εκείνος ο οποίος αξιώθηκε εκείνης της θείας και μακαρίας φωνής, και διδάχτηκε τη σοφία από Αυτόν ο οποίος έχει τον θησαυρό, για ποιο λόγο να συμβουλεύεται ανθρώπους; Διότι αυτός θα ήταν εύλογο όχι να μαθαίνει από ανθρώπους, αλλά να διδάσκει ανθρώπους. Δεν έλεγε αυτά λοιπόν από αφροσύνη, αλλά για να δείξει το αξίωμα του δικού του κηρύγματος.
«οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα (:ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα)», λέγει, «πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους (:για να συναντήσω τους αποστόλους που είχαν κληθεί πριν από μένα στο αποστολικό αξίωμα)»[Γαλ.1,17]· διότι επειδή συνεχώς αυτό έλεγαν, ότι πριν από αυτόν ήσαν εκείνοι, ότι πριν από αυτόν κλήθηκαν, «δεν ανήλθα προς εκείνους», λέγει· διότι εάν έπρεπε να συναντήσει τους αποστόλους, Εκείνος ο οποίος του αποκάλυψε το κήρυγμα, θα έδινε εντολή στον Παύλο και γι’ αυτό. Τι λοιπόν, δεν ανήλθε εκεί; Βεβαίως και ανήλθε, και όχι απλώς ανήλθε αλλά και για να μάθει κάτι από αυτούς. Πότε; Όταν στην πόλη των Αντιοχέων, η οποία επέδειξε πολύ ζήλο, έγινε κατά θείο θέλημα σύναξη γι’ αυτό το ίδιο θέμα, για το οποίο πρόκειται και τώρα και συζητούσαν, ποιο από τα δύο πρέπει, να περιτέμνονται οι εξ εθνών προερχόμενοι πιστοί, ή να μην τους αναγκάζουν να υφίστανται τίποτε τέτοιο, τότε ανήλθε αυτός ο ίδιος ο Παύλος και ο Σίλας.
Πώς λοιπόν, λέγει: «Δεν ανήλθα στα Ιεροσόλυμα, ούτε συμβουλεύτηκα τους αποστόλους»; Διότι πρώτα μεν δεν ανήλθε από μόνος του, αλλά στάλθηκε από άλλους· και δεύτερον δεν ήλθε για να μάθει, αλλά για να πείσει άλλους· διότι αυτός μεν από την αρχή αυτήν τη γνώμη είχε, την οποία μετά από αυτά επικύρωσαν και οι απόστολοι, ότι δηλαδή δεν πρέπει να περιτέμνονται· επειδή δε έως τότε δεν φαινόταν σε αυτούς ότι είναι αξιόπιστος, αλλά ακολουθούσαν αυτούς που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, ανήλθε, όχι για να γνωρίσει αυτός κάτι περισσότερο, αλλά για να πείσει όσους αντέλεγαν, ότι και αυτοί που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα αυτά προτιμούν. Έτσι και από την αρχή κατανοούσε τα πρέποντα και κανένα διδάσκαλο δεν χρειαζόταν, αλλά αυτά τα οποία με πολλή διάκριση επρόκειτο να επικυρώσουν οι απόστολοι, αυτά ο Παύλος πριν από τη διάκριση είχε άνωθεν μέσα του ακλόνητα.
Και γράφοντας γι’ αυτά ο Λουκάς έλεγε, ότι απηύθυνε μακρό και διεξοδικό λόγο γι’ αυτά ο Παύλος προς αυτούς και πριν έλθει στα Ιεροσόλυμα[Πράξ.15,2: «Γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτούς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἱερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου(:Επειδή λοιπόν δημιουργήθηκε αναστάτωση και μεγάλη συζήτηση ανάμεσα σε αυτούς και στον Παύλο και τον Βαρνάβα, για να τα αναιρέσουν αυτά, αποφάσισαν να ανεβούν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι απ’ αυτούς στα Ιεροσόλυμα προς τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους, για να λυθεί εκεί αυθεντικά και οριστικά το ζήτημα αυτό)»]. Επειδή όμως στους αδελφούς φάνηκε καλό να μάθουν και από εκείνους, ανήλθε, όχι για τον εαυτό του, αλλά χάριν εκείνων. Και εάν λέγει «δεν ανήλθα», είναι για να πει ότι ούτε στην αρχή του κηρύγματος ανήλθε, ούτε όταν ανήλθε, ανήλθε για να μάθει. Και μάλιστα και τα δύο αυτά γνωστοποιεί, λέγοντας «Εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι (:Αμέσως δεν συμβουλεύτηκα σάρκα και αίμα, δηλαδή κάποιον θνητό άνθρωπο)». Δεν είπε απλώς «δεν συμβουλεύτηκα», αλλά «αμέσως». Και αν μετά από αυτά ανήλθε, δεν το έκανε για να προσλάβει κάτι.
«ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν (:αλλά πήγα στην Αραβία)». Κοίταξε κοχλάζουσα ψυχή· προσπαθούσε με ζήλο να κυριεύσει τους τόπους οι οποίοι ακόμη δεν είχαν καλλιεργηθεί, αλλά βρίσκονταν ακόμη σε αγριότερη κατάσταση· διότι εάν ανέμενε μαζί με τους αποστόλους, ενώ δεν είχε τίποτε να μάθει, θα εμποδιζόταν το κήρυγμα· αλλά έπρεπε αυτοί να διαδώσουν τον λόγο παντού. Για τον λόγο αυτόν αυτός ο μακάριος, κοχλάζοντας από τη χάρη του Πνεύματος, άρχιζε αμέσως τη διδασκαλία ανθρώπων βαρβάρων και αγρίων, εκλέγοντας βίο πλήρη αγωνίας και πολλού κόπου.
Και πρόσεξε την ταπεινοφροσύνη· διότι αφού είπε «ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν (: πήγα στην Αραβία)», πρόσθεσε και «καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν (:και πάλι επέστρεψα στη Δαμασκό)». Δεν λέγει τα κατορθώματά του, ούτε ποιους κατήχησε και πόσους, αν και βεβαίως από τότε που βαπτίστηκε τόσο ζήλο έδειξε, ώστε να ταράσσονται οι Ιουδαίοι· και τόση οργή προκάλεσε σε αυτούς, ώστε να τον παραμονεύουν και να θέλουν να τον φονεύσουν και αυτοί και οι Έλληνες· πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε, εάν δεν πρόσθετε πολλούς πιστούς σε εκείνους που ήδη είχαν πιστέψει. Επειδή λοιπόν ηττώντο στη διδασκαλία, οδηγούνταν σε φόνο, πράγμα το οποίο ήταν καθαρό σημείο της νίκης του Παύλου. Αλλά δεν άφησε αυτόν ο Χριστός να πεθάνει, προφυλάσσοντας αυτόν για να συνεχίζει το κήρυγμα.
Αλλά όμως τίποτε δεν λέγει από τα κατορθώματα αυτά· έτσι, όσα λέγει πάντα, δεν τα λέγει από φιλοδοξία, ούτε για να νομιστεί ο μεγαλύτερος των αποστόλων, ούτε οργιζόμενος για το ότι υποτιμάται, αλλά φοβούμενος μήπως από αυτό προκληθεί ζημία στο κήρυγμα. Και μάλιστα ονομάζει έκτρωμα τον εαυτό του, και πρώτο από τους αμαρτωλούς και τελευταίο από τους αποστόλους, και ανάξιο της προσηγορίας του αποστόλου· και αυτά έλεγε αυτός ο οποίος κοπίασε περισσότερο από όλους, πράγμα το οποίο είναι σημείο μεγάλης ταπεινοφροσύνης· διότι ο εκείνος που δεν γνωρίζει κανένα καλό στον εαυτό του και ομιλεί με ταπεινό τρόπο για τον εαυτό του, δεν είναι ταπεινόφρων, αλλά ευγνώμονας· αυτός όμως ο οποίος μετά από τόσους στεφάνους λέγει τέτοια, εκείνος είναι αυτός που γνωρίζει να μετριοφρονεί.
«Και πάλι επέστρεψα», λέγει, «στη Δαμασκό». Και όμως, πόσα θα πρέπει να κατόρθωσε αυτός εκεί; Διότι για την πόλη αυτήν λέγει ότι τη φρουρούσε ο εθνάρχης του βασιλέως Αρέτα, επειδή ήθελε να συλλάβει αυτόν τον μακάριο [Β΄Κορ.11,32: «Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ(:Στη Δαμασκό ο διοικητής που είχε διοριστεί από τον βασιλιά Αρέτα, φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει. Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του)»]· πράγμα το οποίο ήταν μεγίστη απόδειξη του ότι έντονα και με όλες τους τις δυνάμεις τον κατεδίωκαν οι Ιουδαίοι. Αλλά τίποτε από αυτά δεν λέγει εδώ, ούτε θα έγραφε αυτά εκεί τότε, αν και τότε δεν έβλεπε ότι η περίσταση απαιτούσε την διήγηση, αλλά θα το αποσιωπούσε· όπως ακριβώς λοιπόν και τώρα, που λέγει ότι ήλθε και απήλθε, καθόλου δεν προβάλλει τα όσα έγιναν εδώ.
«῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον(:(:Έπειτα, μετά από τρία χρόνια από τότε που είχα επιστρέψει στον Χριστό, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσω από κοντά τον Πέτρο)»[Γαλ.1,18]. Τι θα μπορούσε να είναι ταπεινοφρονέστερο αυτής της ψυχής; Μετά από τόσα και τέτοια κατορθώματα, μην έχοντας ανάγκη σε τίποτε τον Πέτρο, ούτε τη διδασκαλία του, αλλά ενώ ήταν ισότιμος με αυτόν, διότι δεν θα πω τίποτε περισσότερο έως εδώ, ανέρχεται παρ΄όλ’ αυτά στον Πέτρο ως προς μεγαλύτερο και πρεσβύτερο· και αιτία της εκεί αποδημίας του είναι μόνο η γνωριμία με τον Πέτρο. Βλέπεις πώς αποδίδει σε αυτούς την πρέπουσα τιμή, και όχι μόνο καλύτερο, αλλά ούτε ίσο με εκείνους θεωρεί τον εαυτό του; Και αυτό είναι φανερό από αυτήν την αποδημία· διότι όπως ακριβώς πολλοί από τους δικούς μας αδελφούς αποδημούν προς αγίους άντρες, έτσι αισθανόταν και ο Παύλος τότε, όταν απήλθε στον Πέτρο· ή μάλλον και πολύ ταπεινότερο· διότι οι μεν σημερινοί αποδημούν για να ωφεληθούν· ενώ τότε ο μακάριος εκείνος, ούτε για να μάθει κάτι από αυτόν, ούτε για να δεχτεί κάποια διόρθωση, αλλά μόνο για τούτο, για να δει αυτόν και να τον τιμήσει με την παρουσία του· διότι «για να γνωρίσω», λέγει, «τον Πέτρο».
Και δεν είπε «να δω τον Πέτρο» αλλά «να γνωρίσω τον Πέτρο», όπως λέγουν εκείνοι οι οποίοι γνωρίζουν τις μεγάλες και λαμπρές πόλεις. Τόσο πολλού κόπου θεωρούσε ότι είναι άξιο και το να δει μόνο τον άντρα. Και τούτο είναι φανερό και από τις Πράξεις· διότι όταν ήλθε στα Ιεροσόλυμα, αφού μετέστρεψε πολλούς από τους εθνικούς και κατόρθωσε τόσα, όσα κανείς από τους άλλους, την Παμφυλία, την Λυκαονία, την Κιλικία, όλους αφού διόρθωσε στην περιοχή εκείνη της οικουμένης και αφού οδήγησε στον Χριστό, πρώτα μεν έρχεται στον Ιάκωβο με πολλή ταπεινοφροσύνη, ως προς μεγαλύτερο και άξιο μεγαλύτερης τιμής.
Ύστερα δέχεται να τον συμβουλεύει ο Ιάκωβος και ενώ συμβουλεύει αντίθετα των τωρινών· διότι λέγει: «Θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι(:Βλέπεις, αδελφέ, πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των Ιουδαίων που έχουν πιστέψει στον Κύριο κι έγιναν Χριστιανοί. Κι όλοι αυτοί με ζήλο υπερασπίζονται το κύρος του νόμου)»[Πράξ.21,20]–«τούτους παραλαβὼν ἁγνίσθητι σὺν αὐτοῖς καὶ δαπάνησον ἐπ᾿ αὐτοῖς ἵνα ξυρήσωνται τὴν κεφαλήν, καὶ γνῶσι πάντες ὅτι ὧν κατήχηνται περὶ σοῦ οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ στοιχεῖς καὶ αὐτὸς τὸν νόμον φυλάσσων(:Πάρ’ τους μαζί σου και κάνε κι εσύ μαζί τους τους αγνισμούς που ορίζει ο μωσαϊκός νόμος. Και πλήρωνε γι’ αυτούς τις δαπάνες που θα χρειαστούν για τις θυσίες που πρέπει να γίνουν για να ξυρίσουν οι άνθρωποι αυτοί τα κεφάλια τους. Κάν’ το αυτό, κι έτσι θα μάθουν όλοι ότι όσα έχουν πληροφορηθεί για σένα είναι ανυπόστατα και ότι κι εσύ βαδίζεις και συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο)»[Πράξ.21,24]. Και ξυρίστηκε και όλους τους ιουδαϊκούς κανόνες επιτέλεσε· διότι όπου μεν δεν βλαπτόταν το ευαγγέλιο, ήταν ταπεινότερος από όλους· όταν όμως από την ταπεινοφροσύνη έβλεπε μερικούς να αδικούνται, δεν χρησιμοποιούσε τούτο το πλεονέκτημα· διότι τούτο δεν θα ήταν ταπεινοφροσύνη, αλλά θα έβλαπτε και θα κατέστρεφε τους μαθητές.
«Καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε(:και έμεινα κοντά του δεκαπέντε ημέρες)»[Γαλ.1,19]. Το να αποδημήσει μεν λοιπόν ήταν γι΄αυτόν δείγμα μεγάλης εκτιμήσεως· αλλά το και να παραμείνει τόσες ημέρες, ήταν δείγμα φιλίας και σφοδρότατης αγάπης. «ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου(:Άλλον από τους αποστόλους δεν είδα, παρά μόνο τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου)»[Γαλ.1,19]. Πρόσεξε πόσο μεγαλύτερη φιλία αισθάνεται για τον Πέτρο· διότι γι΄αυτόν αποδήμησε και σε αυτόν διέμεινε. Αυτά λοιπόν λέγω συνεχώς και ζητώ να τα θυμάστε, ώστε όταν ακούσετε αυτά τα οποία φαίνεται ότι έχει πει εναντίον του Πέτρου, κανείς να μην υποπτευτεί τον απόστολο· διότι για τον λόγο αυτόν και αυτός, για να διορθώσει εκ των προτέρων τούτο λέγει αυτά, ώστε, όταν λέει ότι «αντιστάθηκα στον Πέτρο», κανείς να μην νομίσει ότι αυτοί οι λόγοι προέρχονταν από έχθρα και φιλονικία· «διότι σε κανέναν από τους αποστόλους δεν ανήλθα», λέγει, «παρά μόνο για αυτόν».
«Άλλον από τους αποστόλους δεν είδα», λέγει, «παρά τον Ιάκωβο». «Είδα», όχι «διδάχτηκα». Αλλά πρόσεξε με πόση εκτίμηση ονόμασε και τον Ιάκωβο. Δεν είπε απλώς «Ιάκωβο», αλλά πρόσθεσε και τον επαινετικό λόγο, τόσο απαλλαγμένος από κάθε φθόνο· διότι εάν ήθελε να δηλώσει αυτόν για τον οποίο έγραφε, ήταν δυνατόν και από άλλο γνώρισμα να κάνει τούτο φανερό, και να πει «τον υιό του Κλωπά», όπως γράφει και ο ευαγγελιστής. Δεν είπε όμως έτσι, αλλά επειδή τους επαίνους των αποστόλων αισθανόταν ως δικούς του, σαν να εξυψώνει τον εαυτό του, έτσι επαινεί εκείνον. Δεν ονόμασε λοιπόν αυτόν έτσι, αλλά πώς; «Τον αδελφό του Κυρίου». Αν και βεβαίως δεν ήταν κατά σάρκα αδελφός του Κυρίου, αλλά έτσι νομιζόταν· αλλά δεν απέφυγε ούτε γι΄αυτόν τον λόγο να αποδώσει το αξίωμα στον άντρα. Και από πολλά άλλα δείχνει ότι προς όλους τους αποστόλους συμπεριφερόταν με πολλή αγάπη, όπως ήταν πρέπον σε αυτόν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad galatas-commentarius.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Γαλάτας επιστολήν, κεφ. Α΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 206-229.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ.10,25-37]
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς»
Ακούσαμε, αδελφοί μου, στο Ευαγγέλιο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό να λέει: «Κατέβαινε κάποιος άνθρωπος από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ κι έπεσε στα χέρια ληστών· αυτοί αφού τον έγδυσαν από τα ρούχα του, τον χτύπησαν γεμίζοντάς τον με πληγές και τον παράτησαν μισοπεθαμένο. Ένας ιερέας κι ένας Λευίτης, περνώντας από εκείνο τον δρόμο, αν και τον είδαν, τον προσπέρασαν και συνέχισαν τον δρόμο τους. Ένας Σαμαρείτης όμως που ήρθε στον τόπο αυτό, όταν τον είδε τον σπλαχνίστηκε, και αφού έβαλε λάδι και κρασί και τα ανακάτεψε, τα έβαλε στις πληγές του, έδεσε προσεκτικά τα τραύματά του, κι αφού τον έβαλε πάνω στο δικό του ζώο, τον οδήγησε σε ένα πανδοχείο και έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: ‘’Φρόντισε τον άνθρωπο αυτόν και αν ξοδέψεις περισσότερα, εγώ όταν θα επανέλθω, θα σου τα αποδώσω’’». Ας δούμε λοιπόν το νόημα της παραβολής και με συνετή καρδιά κατανοώντας το σε βάθος, ας γνωρίσουμε τα μυστήρια του Θεού.
«Άνθρωπος» είναι ο Αδάμ· «Ιερουσαλήμ» είναι η επουράνια πολιτεία και η σύνεση· «Ιεριχώ» δε ο κόσμος. Όσο λοιπόν ο Αδάμ, πριν από την παρακοή, είχε το επουράνιο φρόνημα και τον ισάγγελο τρόπο συμπεριφοράς, ανεμπόδιστη είχε την είσοδο και την κατοικία και τη ζωή στην επουράνια πόλη Ιερουσαλήμ, εφαρμόζοντας τις εντολές του Θεού, και κανείς δεν τον νικούσε, ούτε τον τραυμάτιζε. Όταν όμως παράκουσε τον Θεό και δε φύλαξε την εντολή Του, αλλά παρασύρθηκε από το φίδι, τότε κατέβηκε στην «Ιεριχώ», δηλαδή στη γη, και απασχολούνταν με τις εργασίες της γης· γιατί η Ιερουσαλήμ ερμηνεύεται ως ανάβαση, ενώ η Ιεριχώ ως κατακλυσμός. Κατέβηκε λοιπόν από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, από τη ζωή δηλαδή των ουρανών, στη ζωή όπου επικρατεί η απάτη του διαβόλου.
Πράγματι όταν κάποιος φυλάσσει τις εντολές του Θεού, τότε ζει ως πολίτης στους ουρανούς, όπως ακριβώς λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν(:Η συμπεριφορά και τα φρονήματα των κοσμικών ανθρώπων είναι τελείως αντίθετα με τα δικά μας· διότι η δική μας πατρίδα, των πιστών μαθητών του Κυρίου, και τα δικά μας πολιτικά δικαιώματα είναι στους ουρανούς, από όπου με πολύ πόθο περιμένουμε τον Σωτήρα μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό)» [Φιλιππ.3,20].
Κατέβηκε από τη δόξα στην αδοξία, από τον παράδεισο της απολαύσεως στη γη με τα αγκάθια, από τη ζωή στον θάνατο· «ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ»(:διότι από την ημέρα που τυχόν φάτε από αυτό το δένδρο», λέει, «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε(:θα σας κυριαρχήσει ο θάνατος)»[Γέν.2,17], δηλαδή η αμαρτία· επειδή η αμαρτία, η παρακοή στο θέλημα του Θεού είναι θάνατος της ψυχής. Κατέβηκε από τη δικαιοσύνη του Παραδείσου, από την αγιοσύνη του ουρανού και ήρθε στην Ιεριχώ, δηλαδή στο βάραθρο της παρακοής, στον θάνατο στον οποίο οδηγεί η αμαρτία. Και «πέφτει στα χέρια των ληστών», δηλαδή του διαβόλου και των δυνάμεών του.
«Δρόμος», είναι η ζωή αυτή όπου βάδισε ο Αδάμ κι έπεσε στα χέρια των ληστών και τον απογύμνωσαν. Και ποια στολή τού έβγαλαν; Τη στολή της υπακοής, τη φιλία με τους αγγέλους, την αθάνατη δόξα, τη συναναστροφή με τον Χριστό, την απόλαυση του παραδείσου, την επουράνια ζωή. Αυτήν την στολή του έβγαλαν. Και πληγές προξένησαν σε αυτόν, δηλαδή τις αμαρτίες, πορνείες, μοιχείες, ειδωλολατρίες, δηλητηριάσεις με μαγικά φίλτρα, δολοφονίες, φιλονικίες, θυμό και όλη την υπόλοιπη εργασία των κακών. Αυτά τα έργα μαστιγώνουν τον άνθρωπο, αυτά προξενούν δυσωδία και φθορά.
Και ότι είναι αυτό ακριβώς, μάθε το από τον Δαβίδ, το πώς δηλαδή, απεικονίζοντας στον εαυτό του τις πληγές του Αδάμ, λέει ορθά αποκαλώντας τις, «μώλωπες»: «Προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου (:Βρώμισαν και σάπισαν τα τραύματα των αμαρτιών μου εξαιτίας της αφροσύνης μου)» [Ψαλμός 37,6]. Κάθε, επίσης, αμαρτία προκαλεί μώλωπα και τραύμα στον άνθρωπο. Τραυματίστηκε λοιπόν από την παρακοή, πληγώθηκε από τις ανομίες, όπως λέει ο προφήτης: «Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου, ὅτι ἐπελαθόμην τοῦ φαγεῖν τὸν ἄρτον μου(:Μαράθηκα και χτυπήθηκα σαν το χορτάρι που το ξηραίνει ο ήλιος και στέγνωσε η καρδιά μου, επειδή λησμόνησα να φάω τον άρτο μου)»[Ψαλμ. 101,5]· αυτό σημαίνει ότι ‘’λησμόνησα να φυλάξω δηλαδή την εντολή του Θεού’’.
«Τον άφησαν», λέει, «μισοπεθαμένο», όχι γιατί δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν, αλλά επειδή δεν το επέτρεψε ο Θεός. «Οὐ θελήσει θέλω τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ (:Δεν θέλω κανένας άνθρωπος αμαρτωλός, καμία ψυχή να χαθεί και να κολασθεί με τον αιώνιο θάνατο, αλλά θα την περιμένω)», λέγει, «ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν (:μέχρι να εξαντλήσω κάθε περιθώριο χρόνου και κάθε προσμονή για την επιστροφή της με τη μετάνοια στη ζωή)»[Ιεζ.18,23]. Και πού τον εγκαταλείπουν; Στον «δρόμο», δηλαδή στη ζωή αυτή· «δρόμος» λέγεται τούτη η ζωή, επειδή όλοι οι άνθρωποι περνούν απ’ αυτήν.
«Κι όταν έφτασε στον δρόμο ο ιερεύς», λέει, «και τον είδε, τον προσπέρασε». «Ιερέα» ονομάζει τον μακάριο Μωυσή και τον Ααρών. Σε αυτό προσμαρτυρεί και ο Δαβίδ, λέγοντας ότι ο Μωυσής κι ο Ααρών είναι από τους ιερείς του και ο Σαμουήλ απ’ αυτούς που επικαλούνται το όνομά του. Αυτός λοιπόν ο αξιοθαύμαστος Μωυσής που έγινε ένδοξος, αυτός που με δεκαπλή μάστιγα χτύπησε τους Αιγυπτίους· αυτός που την Ερυθρά θάλασσα έσχισε στα δύο και αποξήρανε και οδήγησε περνώντας μέσα απ’ αυτήν τον λαό, αυτός που γλύκανε το νερό στο Μαρρά, αυτός που πίσω από ένα πυκνό σύννεφο συνομίλησε με τον Θεό, αυτός που πολλά αξιοθαύμαστα έκανε, αυτός, καθώς βάδιζε τον δρόμο της ζωής αυτής και είδε τον άνθρωπο να κείται στη γη γεμάτος με τραύματα, τον προσπέρασε, χωρίς να τον σηκώσει.
Όμοια επίσης και ο Λευίτης, δηλαδή η τάξη των προφητών. Και εκείνοι, πράγματι, που εμφανίστηκαν ύστερα από τον Μωυσή και βάδισαν τον ίδιο δρόμο της ζωής, ενώ βρήκαν γεμάτο πληγές άνθρωπο, τον Αδάμ, δεν τον σήκωσαν. Ούτε ο Μωυσής με τον νόμο, ούτε οι προφήτες με τα θαυμαστά σημεία τους, δεν θεράπευσαν το τραύμα του Αδάμ. Κανένας δεν τον λύτρωσε από τον θάνατο, κανένας δεν έκλεισε της αμαρτίας το τραύμα· επειδή και οι ίδιοι ήταν δεσμώτες της αμαρτίας. Παρά το ότι με τη σεμνή ζωή τους έγιναν φίλοι του Θεού, επειδή ωστόσο ήσαν ομόσαρκοι με τον Αδάμ και καρποφορούσαν από τη ρίζα τη νεκρή, δεν μπορούσαν, κλαδιά όντας αυτοί, να ανασπάσουν τη ρίζα από την αμαρτία.
Κάποιος όμως Σαμαρείτης, λέγει, σπουδαίος στα έργα, σπλαχνικός στην προαίρεση, με συμπάθεια προς τους ομοδούλους του, όταν ήρθε στο μέρος αυτό και τον είδε καταπληγωμένο, τον σπλαχνίστηκε, και του έβαλε λάδι και κρασί και κατέδεσε τα τραύματά του, δηλαδή τις αμαρτίες του. Το πρόσωπο και την μορφή του Σαμαρείτη παίρνει ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Αλλά θα πει κάποιος από τους ακροατές· «Τι; Αποκαλείς τον Κύριο, ‘’Σαμαρείτη’’;» Ναι, Σαμαρείτη Τον λέγω, όχι για τη φύση της Θεότητάς Του, αλλά για τον σπλαχνικό τρόπο Του. Ο Σαμαρείτης ως προς τη φύση του σώματός του ήταν όμοιος με τους άλλους, κατά τη σπλαχνική προαίρεσή του όμως δεν ήταν όμοιος, αλλά αναδείχτηκε ανώτερός τους· έτσι και ο Κύριος, άνθρωπος ως προς την όψη του σώματος, φάνηκε όμοιος με τους προφήτες και τους πατριάρχες κατά την ανθρώπινη φύση που έλαβε από την Μαρία, με τη δύναμη της θεότητός Του όμως αναδείχθηκε απ’ όλους ανώτερος· ίσος με αυτούς ως προς το ανθρώπινο σχήμα, όχι ίσος στην υπερκόσμια δόξα.
Εκείνοι από αδιαφορία και ασπλαχνία, προσπέρασαν χωρίς έλεος τον κατατραυματισμένο άνθρωπο· ο Σαμαρείτης όμως φάνηκε πιο σπλαχνικός και πιο ευσεβής και ελεήμονας. Όμοια κι ο Χριστός, ενώ οι πατριάρχες κι οι προφήτες αδιαφόρησαν για τον άνθρωπο, που ξέπεσε με την παρακοή του, Εκείνος μόνο φάνηκε σπλαχνικός και ελεητικός, κατά τον λόγο του προφήτη: «Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος(:Οικτίρμονας και ελεήμονας είναι ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλαιος)»[Ψαλμ.102,8]· και πάλι: «επειδή Εσύ, Κύριε, είσαι ευσπλαχνικός». Και όπως ακριβώς ο Σαμαρείτης δεν ήταν από το έθνος των Ιουδαίων, αλλά προερχόταν από άλλη χώρα, έτσι κι ο Χριστός δεν ήταν από τη γη, αλλά από τον ουρανό.
Ήρθε στη γη· ήταν Θεός κι έγινε άνθρωπος για χάρη μας· ήταν Δεσπότης και ντύθηκε τη μορφή του δούλου. Ένιωσε συμπάθεια για μας· από τον ουρανό κατέβηκε στη γη, είδε τον άνθρωπο ριγμένο, καταληστευμένο, καταλαβωμένο από τις πορνείες, τις ειδωλολατρίες, τις μοιχείες, τους φόνους· είδε και σπλαχνίσθηκε το δικό Του το πλάσμα και του έβαλε κρασί και λάδι· αφού δηλαδή ανάμειξε τα δύο, έκαμε αλοιφή και τα έβαλε στον άνθρωπο. Τι σημαίνει τώρα: «ανάμειξε κρασί με λάδι»; Αυτό σημαίνει ότι αφού έμιξε την Θεότητα με την ανθρωπότητα, αφού έμιξε την ευσπλαχνία με τη σωτηρία, έσωσε τον άνθρωπο. Αφού έμιξε οίνο και λάδι, δηλαδή αφού έμιξε Πνεύμα άγιο με το αίμα Του, ζωοποίησε τον άνθρωπο· διότι με το να στάξει το αίμα του Κυρίου από την πλευρά Του στην γη, ξέπλυνε το χειρόγραφό μας από τις αμαρτίες. Και τι σημαίνει «Κατέδεσε τις πληγές του»; Σημαίνει το εξής, ότι έδεσε τον διάβολο και έλυσε τον άνθρωπο· έδεσε το σκάφος και ζωοποίησε το πλοίο που ναυάγησε· δέσμευσε και υπόταξε τις δυνάμεις του πονηρού, και ελευθέρωσε τον άνθρωπο.
Αν θέλεις να το σκεφτείς και διαφορετικά, άκου: «Αφού έμιξε οίνο με έλαιο»· σαν έλαιο προσκομίζει τον λόγο της παρακλήσεως, και προσθέτει σαν στυπτικό κρασί τη διδασκαλία, που περιμαζεύει τη διασκορπισμένη σκέψη, κατά τον λόγο του Αποστόλου: «Ἒλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον(:Να ελέγξεις, να επιτιμήσεις, να παρακαλέσεις)»[Β΄Τιμ. 4,2]. «Και τον ανέβασε πάνω στο ίδιο του το ζώο»· αφού πήρε δηλαδή ο Χριστός την ανθρώπινη σάρκα πάνω στους δικούς Του ώμους της θεότητας, την ανέβασε στον Πατέρα από τη γη στον ουρανό· διότι ούτε χρυσό, ή άργυρο, ή πολύτιμους λίθους ανέβασε, αλλά τον κατ’ εικόνα άνθρωπο ανέβασε από τη γη στους ουρανούς, στο μεγάλο και θαυμαστό και ευρύχωρο πανδοχείο, σε αυτήν την καθολική Εκκλησία.
Και την παράδωσε στον πανδοχέα, στον μακάριο Παύλο, στον στύλο των Χριστιανών, τον γνήσιο πανδοχέα, δίδοντάς του δύο δηνάρια· και διαμέσου του Παύλου στους αρχιερείς και τους δασκάλους και τους λειτουργούς κάθε Εκκλησίας· «Έδωσε δύο δηνάρια», την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, λέγοντας: «Περιποιήσου τούτον τον άνθρωπο, κι αν ξοδέψεις κάτι ακόμα, εγώ θα επιστρέψω και θα σου το ξεπληρώσω». Εννοεί τούτο· «Φρόντισε», λέγει, «για τον λαό που προέρχεται από τα έθνη και τον εμπιστεύτηκα σε σένα μέσα στην Εκκλησία. Επειδή είναι άρρωστοι οι άνθρωποι, τραυματισμένοι από της αμαρτίες, θεράπευσέ τους, θέτοντας επάνω σαν θεραπευτικό έμπλαστρο, τους προφητικούς λόγους και τα ευαγγελικά διδάγματα, αποκαθιστώντας την υγεία τους με τις νουθεσίες και τις παρακλήσεις της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και πείθοντάς τους να στέκονται μακριά από την αμαρτία και να αφήσουν την πλάνη της αμαρτίας. Αν όμως κι έτσι μείνουν αδιόρθωτοι, πείσε τους με τα δικά σου κατορθώματα, λύγισέ τους με τους αυστηρούς σου λόγους· γίνε το πρότυπο και το καλό παράδειγμά τους, με τους λόγους, με τα έργα σου, την συμπεριφορά, την πίστη, την αγάπη, την σεμνότητα, για να ακολουθήσουν τα ίχνη σου και να μιμηθούν την ενάρετη ζωή σου.
Κι αν κάμεις τούτο, αν από μέρους σου κάμεις κάποια προσθήκη λόγων ή έργων, αν δαπανήσεις κάτι ακόμα, θα σου το δώσω στην επιστροφή, δηλαδή στην Δευτέρα Παρουσία μου, την ανταποδοτική, θα σου δώσω μισθό άξιο των κόπων σου». Γι’ αυτό κι ο Παύλος με το θάρρος των υποσχέσεων αυτών λέει : « Εγώ με πολλή χαρά θα ξοδέψω για χάρη του Χριστού και θα αναλωθώ για τις ψυχές σας», εννοώντας την διδασκαλία του προς τους εθνικούς και την κηρυκτική του διακονία· γιατί αυτός είναι που οικοδομεί και στηρίζει τις Εκκλησίες του Θεού και με τις πνευματικές νουθεσίες του θεραπεύει όλους τους ανθρώπους και μοιράζοντας τα ωφέλιμα στον καθένα, οδηγεί τις ψυχές στην αιώνια ζωή. «Στους πάντες έγινα», λέει, « τα πάντα, για να σώσω τους πάντες».
Αυτός είναι της Εκκλησίας ο καλός πανδοχέας, όλους τους δέχεται κι όλους τους φροντίζει· δεν απομακρύνει τον πόρνο, ούτε τον μέθυσο, ούτε τον μοχθηρό και υβριστή των άλλων, ούτε τον άρπαγα αποστρέφεται, ούτε τον ειδωλολάτρη βδελύσσεται, ούτε κανένα άλλον ασεβή κι ακάθαρτο δεν αποδιώχνει, αλλά τους δέχεται όλους. Όπως ακριβώς ένας γιατρός πλένει τις πληγές, τις καθαρίζει και σφουγγίζει την βρωμιά τους με λουτρό της αναγεννήσεως. Προσφέρει τους στυπτικούς λόγους, όπως το κρασί, για να μην οδηγούμαστε στις αμαρτίες που διαπράχθηκαν από άγνοιά μας, δηλαδή τις κακίες μας.
Και πάλι μας θεραπεύει με παράκληση, σαν με λάδι αλείφοντας τις ψυχές μας· μας λέει αυτός (δηλαδή ο Παύλος)· «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν(:Αφού τόση αγαθότητα μάς δείχνει ο Θεός, οφείλουμε και εμείς να δείξουμε διαγωγή αντάξια με τις δωρεές Του. Σας προτρέπω, λοιπόν, αδελφοί, στο όνομα της ευσπλαχνίας και των οικτιρμών που μας έδειξε ο Θεός, να προσφέρετε τα σώματά μας ως θυσιαστήριο και θυσία ζωντανή, αγία ,ευάρεστη από τον Θεό, χρησιμοποιώντας τα μέλη σας ως όργανα αποκλειστικά και μόνο αγίων πράξεων και ποτέ ως όργανα αμαρτίας. Αυτή η θυσία είναι και η μόνη κατάλληλη και καθαρά πνευματική λατρεία, αυτή που γίνεται με τις λογικές δυνάμεις του ανθρώπου)»[Ρωμ.12,1] Όσοι λοιπόν τυχαίνει να είμαστε μαθητές των λόγων του Παύλου, ας φυλάξουμε τις εντολές του Χριστού, για να μην ξεπέσουμε από την επουράνιο Ιερουσαλήμ, την πόλη του αληθινού και ζωντανού Θεού.
Και μακάρι, με θεραπευμένα τα τραύματα της ψυχής και του σώματός μας, υγιείς και τέλειοι στην πίστη να παρουσιαστούμε στον Χριστό, σώοι και θαρραλέοι, χωρίς να υστερούμε σε κανένα καλό έργο και να απολαύσουμε την αγαθή υπόσχεση στους ουρανούς με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο, στον Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα, ας είναι δόξα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
Μετάφραση και επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20parabolam%20Samaritani.pdf(Δρόμοι της πίστης-Ψηφιακή Πατρολογία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας,2006)
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 10,25-37]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ
«Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;(:Εκεί που κάθονταν, ιδού σηκώθηκε κάποιος νομοδιδάσκαλος για να δοκιμάσει τον Χριστό και να αποδείξει ότι δεν γνώριζε ο Ιησούς τον νόμο και Του είπε: ‘’Διδάσκαλε, ποιο έργο αρετής ή ποια θυσία πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω τη μακάρια και αιώνια ζωή;’’). Ὁ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτόν, ᾽Εν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, Ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης [τῆς] καρδίας σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν(: Και ο Κύριος τού είπε: ‘’Στον νόμο τι έχει γραφεί; Εσύ που σπουδάζεις και ερευνάς τον νόμο, τι διαβάζεις εκεί για το ζήτημα αυτό; Και πώς το αντιλαμβάνεσαι;’’. Ο νομικός τότε του αποκρίθηκε: ‘’Στον νόμο είναι γραμμένο το εξής: ‘’Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε σε Αυτόν να είσαι ολοκληρωτικά παραδομένος, με όλα τα βάθη της εσωτερικής και πνευματικής υπάρξεώς σου· και με όλη σου την ψυχή, ώστε Αυτόν να ποθείς, με όλο το συναίσθημά σου· και με όλη τη θέληση και τη δύναμή σου, ώστε καθετί που θα κάνεις να είναι σύμφωνο με το θέλημά Του. Και με όλη σου τη δύναμη και με δραστηριότητα ακούραστη να εργάζεσαι για την εφαρμογή του θελήματός Του. Να Τον αγαπάς και με τον νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Να αγαπάς επίσης και τον πλησίον σου, τον συνάνθρωπό σου, όσο και όπως αγαπάς τον εαυτό σου)»[Λουκά, 10,25-27].
Λέγοντας «καιρόν» εννοεί εκείνον κατά τον οποίο διέμενε ο Σωτήρας στη γη, Αυτός που είναι παντού παρών, και δεν απομακρύνεται από τα πατρικά Του. Νομικό βέβαια εδώ ο ευαγγελιστής, ονομάζει τον γνώστη των νόμων, σύμφωνα με τη συνήθεια των Ιουδαίων, δηλαδή εκείνον που νομίζει ότι γνωρίζει τον νόμο, αλλά στην πραγματικότητα δεν τον γνωρίζει ακόμα. Αυτός νόμισε ότι θα συναρπάσει τον Χριστό. Και σε ποιους, θα σας πω. Κάποιοι λογοποιοί που ήταν συνηθισμένοι στις αθυροστομίες, περιφέρονταν σε όλη τη χώρα των Ιουδαίων, ακόμα και σε αυτήν την Ιερουσαλήμ, κατηγορώντας τον Χριστό και λέγοντας, ότι η εντολή βέβαια που δόθηκε μέσω του Μωυσή είναι ανώφελη, Αυτός όμως φέρνει καινούργιες διδασκαλίες. Υπήρχαν όμως και κάποιοι από εκείνους που είχαν ήδη πιστέψει, οι οποίοι αντιδρούσαν στα λεγόμενα εκείνων, αποδεχόμενοι παντού το ευαγγελικό και σωτήριο κήρυγμα.
Θέλοντας λοιπόν ο νομικός, δηλαδή νομίζοντας ότι θα παγιδεύσει τον Χριστό να πει κάτι εναντίον του Μωυσή, δηλαδή εναντίον των εντολών που είχε παραδώσει ο Μωυσής, λέγοντας ότι η δική Του διδασκαλία είναι ανώτερη, πλησίασε Αυτόν, πειράζοντάς Τον και λέγοντας: «Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Τον πλησιάζει με υποκρισία και ύφος προσποιητό, και υποκρινόμενος ότι τον τιμά, τον ονομάζει διδάσκαλο, ώστε με τα καλόλογά του να μη γίνει αντιληπτό το δόλιο πείραγμά του. Αλλά θα μπορούσε κάποιος από αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριο της Ενσάρκου οικονομίας να του πει: «Εάν γνώριζες καλά τον νόμο και το βαθύτερο νόημα της διδασκαλίας που είναι κρυμμένη σε αυτόν, δεν θα αγνοούσες ότι Αυτός τον οποίο επιχειρείς να πειράξεις, γνωρίζει τα απόκρυφα και μπορεί να δει καθαρά τις καρδιές αυτών που Τον πλησιάζουν. Τον αποκαλείς διδάσκαλο, ενώ δεν ανέχεσαι να μάθεις. Υποκρίνεσαι ότι Τον τιμάς, περιμένοντας να Τον παγιδεύσεις».
Πρόσεχε, σε παρακαλώ, πάλι την κακοήθεια στα λόγια του νομικού. Γιατί ενώ μπορούσε να πει: «Τι να κάνω για να σωθώ;», δηλαδή «να αρέσω στον Θεό και να λάβω την αμοιβή από Αυτόν;». Όμως εκείνα τα αφήνει και χρησιμοποιεί μάλλον τα λόγια του Σωτήρα, ρίχνοντας στο δικό του κεφάλι τα γέλια. Επειδή δηλαδή ο Σωτήρας των όλων Χριστός συνήθιζε να μιλά συχνά για την αιώνια ζωή σε εκείνους που Τον πλησίαζαν, μιλώντας, όπως είπα, ο περιαυτολόγος νομικός, χρησιμοποιεί τα δικά Του λόγια.
Όμως αν ήσουν πραγματικά φιλομαθής, νομικέ, θα είχε ακούσει από Αυτόν αυτά που οδηγούν στην αιώνια ζωή, επειδή όμως Τον πειράζεις με κακή πρόθεση, δεν θα ακούσεις τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτά που έχουν νομοθετηθεί από παλαιά τα χρόνια μέσω του Μωυσή, τα οποία προφανώς δεν είχαν την αιώνια ζωή ως ανταμοιβή, αλλά μόνο αυτήν που είναι δοσμένη εδώ και την απαλλαγή από τα κακά και την ανταπόδοση των καλύτερων. Γιατί λέγει ο προφήτης Ησαΐας: «Καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα(:Εάν λοιπόν θελήσετε και με ακούσετε και συμμορφωθείτε προς τις εντολές μου, θα φάγετε πλούσια τα αγαθά της γης. Εάν όμως δεν θελήσετε και δεν με υπακούσετε και απομακρυνθείτε από εμένα, η μάχαιρα των εχθρών σας θα σας καταφάει”. Το στόμα του Κυρίου είναι εκείνο, το οποίο διεκήρυξε αυτά και θα γίνουν όπως τα είπε)» [Ησ.1,19-20].
«Εἶπεν δὲ αὐτῷ, ᾽Ορθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιῶσαι ἑαυτὸν εἶπεν πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, Καὶ τίς ἐστίν μου πλησίον;(:Του είπε τότε ο Κύριος: “Σωστή απάντηση έδωσες. Να κάνεις πάντοτε αυτό που είπες, και θα κληρονομήσεις τη βασιλεία του Θεού και θα ζήσεις σε αυτή”. Ο νομοδιδάσκαλος όμως θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του , επειδή όπως αποδείχθηκε, έθεσε στον Ιησού ένα ερώτημα πάνω στο οποίο του ήταν γνωστή η απάντηση, είπε στον Ιησού: ‘’Και ποιον πρέπει να θεωρώ πλησίον μου σύμφωνα με την Αγία Γραφή;’’)»[Λουκ. 10,28-29].
Πλην όμως, όταν ο νομικός ανέφερε όσα αναγράφονται στον νόμο, επιτιμώντας την πονηρία και ελέγχοντας το δύστροπο αλαζονικό φρόνημά του, ο Χριστός που τα γνωρίζει όλα είπε: «Σωστά απάντησες. Αυτό να κάνεις και θα ζήσεις». Έχασε το θήραμά του ο νομικός, σχίσθηκε το δίχτυ της απάτης. Ας πούμε λοιπόν προς αυτόν τα λόγια του Ιερεμία: «Εὑρέθης καὶ ἐλήφθης, ὅτι τῷ Κυρίῳ ἀντέστης(:Βρέθηκες από τους εχθρούς σου αδύνατος πλέον, κυριεύτηκες από αυτούς· και τούτο, διότι εσύ πεισματικά αντιστάθηκες στον Κύριο)» [Ιερ.27,24].
Αφού απέτυχε στο κυνήγι, κυλίστηκε στη φιλοδοξία. Από την απάτη στην υπερηφάνεια, δανείζοντάς τον κατά κάποιο τρόπο οι κακίες μεταξύ τους. Γιατί ρώτησε όχι επειδή ήθελε να μάθει, αλλά όπως λέγει ο ευαγγελιστής, για να δικαιώσει τον εαυτό του. Πρόσεχε λοιπόν πώς με εγωισμό και μαζί και με υπεροψία, φώναζε με αναίδεια: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;». «Ποιος είναι αυτός», λέγει, «για να τον αγαπήσω σαν τον εαυτό μου; Είμαι ανώτερος όλων, είμαι νομικός, κρίνω τους πάντες, δεν κρίνομαι από κανένα· δικάζω και δεν δικάζομαι· διαφέρω από όλους· όλοι έχουν την ανάγκη μου, εγώ δεν έχω την ανάγκη κανενός· ποιος λοιπόν είναι ο πλησίον μου, για να τον αγαπήσω σαν τον εαυτό μου;». Κανένας πάλι, νομικέ, δεν είναι σαν εσένα; Τοποθετείς τον εαυτό σου πέρα από όλους; Κατέβασε τα φρύδιά σου· θυμήσου τον Παροιμιαστή που λέγει: «Κακὸς μεθ᾿ ὕβρεως πράσσει κακά, οἱ δὲ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοί(:Ο αμετανόητος κακός άνθρωπος διαπράττει με θρασύτητα το κακό και καυχάται γι’ αυτό. Όσοι όμως έχουν αυτογνωσία είναι σοφοί και ταπεινόφρονες)» [Παροιμ.13,10].
Πραγματικά το νόημα της ζωής βρίσκεται σε αυτό, στο να αγαπάμε τον Θεό και τον πλησίον, χωρίς να εναλλάσσονται από εμάς, αλλά επεκτείνοντας αυτούς πέρα από τα ιουδαϊκά μέτρα, και εντάσσοντας την επέκταση στο νόημα των εντολών που έχουν λεχθεί. Γιατί το να αγαπάμε τον Θεό με όλη την καρδιά μας και την ψυχή μας και τη δύναμή μας, αποκλείει την αγάπη προς τα χρήματα, προς την ηδονή και προς την κενοδοξία, μας βγάζει από την κοσμική διάθεση, μας κάνει εκλεκτούς από τον κόσμο, μας ενώνει με τον Χριστό και για να μιλήσουμε γενικά μας κάνει από Ιουδαίους, Χριστιανούς. Και η καλώς νοούμενη αγάπη προς τον πλησίον, όταν δεν απευθύνεται μόνο προς τον ομοεθνή, αλλά προς κάθε ομογενή, γίνεται ακόλουθος της αγάπης προς τον Θεό, προσλαμβάνοντας και το κατά μίμηση του Χριστού, το να τον αγαπάμε όχι μόνο όπως τον εαυτό μας, αλλά και περισσότερο από τον εαυτό μας, ώστε να θυσιάζουμε τη ζωή μας για τους φίλους, πράγμα βέβαια που έκανε ο Κύριος.
Και επαινέθηκε βέβαια ο νομικός για την καλή απάντησή του, όμως εκδήλωσε το πάθος της αλαζονείας του, λέγοντας ότι κανένας δεν είναι πλησίον του, γιατί κανείς δεν ήταν εφάμιλλος με αυτόν ως προς τη δικαιοσύνη. Πίστευε δηλαδή αυτά που πίστευε και ο Φαρισαίος εκείνος που έλεγε: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης(:Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός ο τελώνης)»[Λουκά 18,11], μη γνωρίζοντας ότι αυτό βλάπτει τη δικαιοσύνη, το να μην κάνει από αγάπη αυτό που κάνει. Συλλαμβάνεται λοιπόν και αυτός φτωχός από αγάπη, οπωσδήποτε βέβαια και της αγάπης προς τον Θεό, αλλά όπως είναι φανερό και της προς τον πλησίον, αφού θεωρεί ότι δεν υπάρχει κάποιος πλησίον γι΄ αυτόν. Και είναι φανερό ότι, αφού δεν αγαπά τον αδελφό που τον έχει δει, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό, τον οποίο δεν έχει δει.
«Ὑπολαβὼν ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, ῎Ανθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ᾽Ιερουσαλὴμ εἰς ᾽Ιεριχὼ καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν, οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν· ὁμοίως δὲ καὶ Λευίτης [γενόμενος] κατὰ τὸν τόπον ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθεν. Σαμαρίτης δέ τις ὁδεύων ἦλθεν κατ᾽ αὐτὸν καὶ ἰδὼν ἐσπλαγχνίσθη(: Τότε ο Ιησούς με την αφορμή αυτή πήρε τον λόγο και είπε: Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ κι έπεσε σε ενέδρα ληστών. Αυτοί δεν αρκέστηκαν μόνο να του πάρουν τα χρήματά του, αλλά και τον έγδυσαν, τον τραυμάτισαν, τον γέμισαν με πληγές και έφυγαν, αφού τον άφησαν μισοπεθαμένο. Κατά σύμπτωση τότε κατέβαινε στον δρόμο εκείνο κάποιος ιερέας, και ενώ τον είδε, τον προσπέρασε από το απέναντι μέρος του δρόμου χωρίς να του δώσει σημασία ή κάποια βοήθεια. Το ίδιο και κάποιος Λευίτης που περνούσε από το μέρος εκείνο, ενώ πλησίασε και είδε τον πληγωμένο, απομακρύνθηκε αμέσως και τον προσπέρασε και αυτός από το απέναντι μέρος του δρόμου. Ένας Σαμαρείτης όμως που περνούσε από το δρόμο εκείνο, ήλθε στο μέρος όπου ήταν ξαπλωμένος, και όταν τον είδε τον σπλαχνίστηκε και τον πόνεσε)»[Λουκ.10,29-33].
Πρόσεχε πώς παρουσιάζει ο Σωτήρας ποιος είναι ο πλησίον, καθαρίζοντάς τον όχι από το γένος, ούτε εξετάζοντας την αρετή του, αλλά συνδέοντάς τον με τη φύση, διηγούμενος για εκείνον που έπαθε δεινά από ληστές, στον οποίο ταιριάζει φιλανθρωπία από κάθε άνθρωπο, γιατί αυτό απαιτεί η ίδια η φύση. Δείχνεται όμως με την παραβολή και τούτο, ότι βρίσκει τον από τη φύση του πλησίον αυτός που δεν είναι υπερήφανος, παρά ο υπερόπτης. Γιατί ο Σαμαρείτης παρουσιάζεται ανώτερος από τον ιερέα και τον Λευίτη. Γιατί αυτοί, ενώ κείτονταν μισοπεθαμένος και με πολύ μεγάλες κακώσεις, τον προσπέρασαν, χωρίς να αισθανθούν γι΄αυτόν τίποτε το ανθρώπινο, χωρίς να στάξουν το λάδι της αγάπης, αλλά εκδηλώνοντας μάλλον άσπλαχνο και σκληρό φρόνημα, ενώ ο αλλογενής που ανήκε στους Σαμαρείτες εκτέλεσε τον νόμο της αγάπης. Άκουε βέβαια και την παραβολή:
«Καὶ προσελθὼν κατέδησεν τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐκβαλὼν ἔδωκεν δύο δηνάρια τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν, ᾽Επιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι (: Τον πλησίασε τότε και του έδεσε με επιδέσμους τα τραύματά του αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε με λάδι και με κρασί. Κι έπειτα τον ανέβασε στο ζώο του, τον πήγε σε κάποιο πανδοχείο και τον περιποιήθηκε, διακόπτοντας έτσι το ταξίδι του. Την άλλη μέρα το πρωί, φεύγοντας από το πανδοχείο που είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο και του είπε: Περιποιήσου τον για να γίνει καλά. Και ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ καθώς θα επιστρέφω στην πατρίδα μου και θα ξαναπεράσω από εδώ, θα σου τα πληρώσω)»[Λουκ.10,34-35].
Κατά άλλη ερμηνεία: Επειδή σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί: «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς(:Ω, τον ταλαίπωρο τον άνθρωπο! Ενώ έχει λάβει από τον Θεό την ανυπολόγιστη τιμή της λογικής του φύσεως, δεν το κατανόησε και δεν συνετίστηκε, αλλά εξισώθηκε με τα άλογα και ανόητα κτήνη και έγινε όμοιος με αυτά κατά τον τρόπο της ζωής και τα ένστικτα)»[Ψαλμ.48,21], και κυριεύτηκε από κάθε ζωώδη και ακόλαστη επιθυμία, αφού έγινε απαρχή του γένους μας ο Χριστός, ο οποίος δεν γνώρισε αμαρτία, έδειξε πρώτος στον εαυτό Του να υπερβούμε αυτά τα κτηνώδη πάθη· γιατί Αυτός ανέλαβε τις αδυναμίες μας και βάσταξε τις αρρώστιες μας. Γι’ αυτό είπε ότι εκείνον που θεραπεύθηκε τον ανέβασε στο δικό του υποζύγιο. Γιατί μας έφερε στον εαυτό Του, επειδή είμαστε μέλη του σώματός Του. Αλλά και σε πανδοχείο τον πήγε· πανδοχείο βέβαια ονομάζει την Εκκλησία, η οποία δέχεται και χωρεί όλους.
Γιατί δεν θα ακούσουμε πια σύμφωνα με τη στενότητα της νομικής σκιάς και της τυπικής λατρείας: «Οὐκ εἰσελεύσεται Ἀμμανίτης καὶ Μωαβίτης εἰς ἐκκλησίαν Κυρίου· καὶ ἕως δεκάτης γενεᾶς οὐκ εἰσελεύσεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν Κυρίου καὶ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα (: στην ενώπιον του Κυρίου συνάθροιση δεν επιτρέπεται να προσέλθει Αμμανίτης και Μωαβίτης και έως δεκάτης ακόμη γενεάς. Στον αιώνα τον άπαντα δεν θα εισέλθει κανείς από αυτούς σε συγκέντρωση Κυρίου)»[Δευτ.23,4], αλλά «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(:Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε σε όλα τα έθνη την αλήθεια. Και αυτούς που θα πιστέψουν και θα γίνουν μαθητές σας, βαπτίστε τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος)» [Ματθ.28,19] και «ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι(:αλλά σε κάθε έθνος, καθένας που ευλαβείται τον Θεό και εφαρμόζει δικαιοσύνη στη ζωή του, γίνεται δεκτός από Αυτόν)» [Πράξ.10,35].
Και αφού τον οδήγησε στο πανδοχείο, ζήτησε να τύχει μεγαλύτερης φροντίδας. Και πράγματι όταν συγκροτήθηκε η Εκκλησία από τα νεκρωμένα από την πολυθεΐα έθνη, ό ίδιος ο Χριστός ήταν σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί, που κατοικούσε και περπατούσε μέσα σε αυτήν και δώριζε κάθε πνευματικό χάρισμα.
Γι’ αυτό και στον προϊστάμενο του πανδοχείου (αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί τύπο των αποστόλων και των μετά από αυτούς ποιμένων και διδασκάλων), ανεβαίνοντας στον ουρανό, έδωσε δύο δηνάρια, για να φροντίσει με πολλή επιμέλεια τον άρρωστο. Και επιπρόσθετα του είπε: «Εάν δαπανήσει και περισσότερα, όταν επανέλθω εγώ θα σου τα δώσω». Δύο δηνάρια ονομάζει τις δύο Διαθήκες, και εκείνη που δόθηκε με τον νόμο του Μωυσή και των προφητών κα αυτή που δόθηκε με τα Ευαγγέλια και τις αποστολικές διατάξεις, που και οι δύο ήταν ενός Θεού, και έφεραν μία εικόνα του ουράνιου και ενός βασιλέως, όπως και τα δηνάρια, και σφράγιζαν και αποτύπωναν μέσα στις καρδιές μας, με τα ιερά λόγια, τον ίδιο χαρακτήρα, γιατί και μέσα σε αυτές είχε μιλήσει το ίδιο Πνεύμα.
Ας χαθούν ο Μάνης, και πριν από αυτόν ο Μαρκίων, οι αθεότατοι, οι οποίοι αποδίδουν αυτές σε διάφορους θεούς· γιατί ενός βασιλεία είναι τα δύο δηνάρια, και μαζί και τα δύο και ισότιμα δόθηκαν στον προϊστάμενό του πανδοχείου από τον Χριστό, τα οποία, παίρνοντάς τα οι ποιμένες των αγιότατων εκκλησιών, τα αύξησαν με τους κόπους και τους ιδρώτες των διδασκαλιών, και τα δαπάνησαν μέσα στην Εκκλησία, και με τη δαπάνη τα αύξησαν περισσότερο(γιατί τέτοιο είναι το νοητό αργύριο, ενώ δαπανάται, δε μειώνεται, αλλά αυξάνεται, πράγμα που είναι ο λόγος της διδασκαλίας) και όταν θα επανέλθει ο Κύριος, κατά την τελευταία ημέρα, θα πει ο καθένας: Κύριε, δύο δηνάρια μού έδωσες· Να ξοδεύοντάς τα μέσα στο ποίμνιό μου, έχω κερδίσει και άλλα δύο, με τα οποία αύξησα το ποίμνιο. Και απαντώντας θα πει: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου(:Εύγε δούλε, αγαθέ και πιστέ! Σε λίγα υπήρξες πιστός, σε πολλά θα σε εγκαταστήσω. Είσελθε για να λάβεις μέρος στη χαρά του Κυρίου σου)»[Ματθ.25,16-21].
«Τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν, ῾Ο ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾽ αὐτοῦ. εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως(: Λοιπόν, ρώτησε συμπερασματικά ο Ιησούς, ποιος από τους τρεις αυτούς σου φαίνεται ότι έκανε το καθήκον του προς τον συνάνθρωπο και αποδείχθηκε στην πράξη πλησίον και αδελφός εκείνου που έπεσε στα χέρια των ληστών; Και αυτός είπε: ‘’ Πλησίον’’ του αποδείχθηκε αυτός που τον σπλαχνίστηκε και τον ελέησε. Του είπε λοιπόν ο Ιησούς: “Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο”)».
Δείχνε δηλαδή συμπάθεια σε κάθε άνθρωπο που πάσχει, χωρίς να εξετάζεις αν αυτός είναι συγγενής σου ή συμπατριώτης σου,και χωρίς να λογαριάζεις τις θυσίες και τους κόπους και τις δαπάνες που θα υποστείς για να βοηθήσεις και να συντρέξεις αυτόν που πάσχει, έστω και αν αυτός είναι εχθρός σου. Έτσι και ο Χριστός, που οι εχθροί του Τον έβριζαν «Σαμαρείτη», στην καταπληγωμένη και μισοπεθαμένη από τις αμαρτίες ανθρωπότητα έγινε ο καλός και αγαθός Σαμαρείτης. Και για να τη θεραπεύσει από τις πληγές της, όχι μόνο υπέστη κόπους, αλλά υποβλήθηκε και σε θάνατο σταυρικό)»[Λουκά,10,36-37]·[ερμην.απόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].
Εύλογα ο Κύριος ρώτησε ποιον από τους τρεις θεώρησε ότι έγινε πλησίον εκείνου που έπαθε. Και αυτός απάντησε: «Εκείνος που του έδειξε ευσπλαχνία. Γιατί ούτε ο ιερέας, ούτε ο Λευίτης, έγινε πλησίον εκείνου που έπαθε, αλλά εκείνος που του έδειξε ευσπλαχνία». Και ο Κύριος σε αυτά απάντησε: «Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο». Γιατί είναι ανώφελο το αξίωμα της ιεροσύνης σε εκείνους που το έλαβαν, και σε εκείνους που νομίζουν ότι είναι νομομαθείς με το να ονομάζονται νομομαθείς, εάν δεν ευδοκιμούν με τα ίδια τα έργα τους. Να λοιπόν έχει πλεχθεί το στεφάνι της αγάπης σε εκείνον ο οποίος αγάπησε τον πλησίον. Αυτός ήταν Σαμαρείτης, αλλά όχι αξιοκαταφρόνητος.
Γι’ αυτό ομολόγησε ο πρώτος μεταξύ των μαθητών, δηλαδή ο μακάριος Πέτρος, λέγοντας τα εξής: «Ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι(:Αλήθεια, καταλαβαίνω τώρα πολύ καλά, ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Αλλά σε κάθε έθνος, καθένας, που ευλαβείται τον Θεό και εφαρμόζει δικαιοσύνη στη ζωή του, γίνεται δεκτός από Αυτόν)» [Πράξ.10,34-35]· γιατί ο Κύριος που αγαπά την αρετή, δέχεται όλους εκείνους που είναι εραστές των αγαθών έργων και τους ασπάζεται και τους θεωρεί γνήσιους και τους καθιστά άξιους των μελλοντικών αγαθών.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία».
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α΄», κεφάλαιο 10ο, σελ. 437-447.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 10, 25-37]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ:
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΝ, ΙΑΤΡΕΙΟΝ, ΚΙΒΩΤΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 15-11-1981]
[Β 60]
Και μόνη, αγαπητοί μου, η παραβολή του καλού Σαμαρείτου, που ηκούσαμε σήμερα στην ευαγγελικήν περικοπήν, αν εγράφετο, μαζί με την άλλη παραβολή του ασώτου υιού, θα ήτο αρκετό να μας δώσει ένα θαυμάσιο διάγραμμα της πτώσεως του ανθρώπου, της αγάπης του Θεού και της σωτηρίας του ανθρώπου. Αυτό το βλέπομε ιδίως σήμερα, όπου, όπως αναφέρεται, κάποιος άνθρωπος κατήρχετο από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ, που γεωγραφικά η Ιερουσαλήμ είναι υψηλοτέρα της Ιεριχούς. Η Ιερουσαλήμ είναι ο τύπος του αρχεγόνου Παραδείσου· και η Ιεριχώ είναι η γη της απαθλιώσεως και της αποστασίας. Η πτώσις εις τους ληστάς δεν είναι παρά η πτώσις του ανθρώπου στα χέρια των δαιμόνων και των παθών. Ακόμα, ο ιερεύς και ο Λευίτης που προσέρχονται, περνούν, παρέρχονται, αλλά δεν δύνανται να βοηθήσουν, είναι ο τελετουργικός νόμος, ο ηθικός νόμος, αν θέλετε, ακόμη και η φιλοσοφία.
Περνάει ο καλός Σαμαρείτης. Είναι ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Είναι η ευσπλαχνία του Θεού. Παραδίδει τον τραυματίαν αυτόν, που έπεσε στα χέρια των ληστών, που είναι η ανθρωπότητα, στο Πανδοχείον που λέγεται Εκκλησία. Και το οποίον πανδοχείον δέχεται τους πάντας και στο οποίον πανδοχείον έτυχε θεραπείας αυτός που έπεσε εις τους ληστάς, δηλαδή η ανθρωπότης, και που η Εκκλησία είναι πανδοχείον, είναι ιατρείον, αλλά και σωστική Κιβωτός.
Εκεί που πέφτει όλο το βάρος της παραβολής είναι το πρόσωπον του Σαμαρείτου και το πανδοχείον. Εκεί πέφτει όλο το βάρος. Θα παρακαλέσω ας προσέξομε. Είναι η Εκκλησία το πανδοχείον. Πράγματι, η Εκκλησία είναι ένα πανδοχείον. Όπως θα γνωρίζετε, στην παλιά εποχή δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, παρά μόνον πανδοχεία· διότι στο πανδοχείο εδέχοντο κάθε άνθρωπο, είτε καλοντυμένον, είτε κακοντυμένον, είτε πλούσιον, είτε πτωχόν. Εάν σήμερα πάει ένας κουρελής, ένας ζητιάνος, σε ένα ξενοδοχείο, όχι και πολυτελές, αλλά και τρίτης κατηγορίας, αν θέλετε, δεν θα γίνει δεκτός ο ζητιάνος, με τα βρώμικα και… κουρελιασμένα του ρούχα. Στο πανδοχείο εγίνοντο όλοι δεκτοί. Όχι μόνον άνθρωποι, αλλά και ζώα. Διότι ήσαν οι περαστικοί ταξιδιώτες που είχαν τα ζώα τους. Έτσι, οδηγούσαν τα ζώα τους εις τους στάβλους του πανδοχείου, αυτοί δε στα καταλύματα, στα δωμάτια του πανδοχείου. Έτσι, το πανδοχείο ήτο ό,τι λέει και η λέξις, ό,τι λέει το όνομά του. Εδέχετο τους πάντας και τα πάντα.
Σκεφθήκατε ότι πράγματι η Εκκλησία είναι ένα Πανδοχείον; Ότι δέχεται τους πάντας και τα πάντα; Αν έπρεπε να απλωθούμε πάνω στο σημείο αυτό, του ότι η Εκκλησία είναι ένα πανδοχείον, αγαπητοί μου, θα έπρεπε ώρα πολλή να μιλάμε. Σκεφθείτε ότι δέχεται τους ανθρώπους σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκονται. Δηλαδή, κουρελιασμένοι, βρώμικοι, άρρωστοι· σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκονται. Δηλαδή αμαρτωλοί. Σε οποιαδήποτε κλιμάκωση αμαρτωλότητος κι αν είναι. Τους δέχεται όλους η Εκκλησία. Με σκοπόν τον αγιασμόν των. Να τους καταρτίσει. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι δεν είναι άλλος ο σκοπός της Εκκλησίας παρά ο καταρτισμός των αγίων. Είναι η επεξεργασία μέσα εκεί μιας εντολής του Θεού: «Ἃγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Μέσα εκεί θα μπουν οι οποιοιδήποτε, για να γίνουν άγιοι. Πολύ ωραία το λέγει αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος ως εξής: «Ἐλθών εἰς τό καταφύγιον αὐτῆς -δηλαδή ο Χριστός- καί εὑρών -την ανθρωπότητα- ῥυπῶσαν, αὐχμῶσαν(:κακοτράχαλη), γυμνήν, πεφυρμένην αἴματι, ἔλουσεν, ἤλειψεν, ἔθρεψεν, ἐνέδυσεν ἰμάτιον, Αὐτός αὐτῇ γενόμενος περιβολή(:Αυτός ο Ίδιος έγινε ιμάτιον αυτής της ανθρωπότητος). Καί λαβών αὐτήν, οὓτως ἀνάγει».
Πραγματικά, βλέπει κανείς με πόσην αγάπην ο Θεός «ἀνάγει», αναλαμβάνει αυτήν την ανθρωπότητα και την οδηγεί εις το πανδοχείον της Εκκλησίας. Βάζει λοιπόν η Εκκλησία, δέχεται αμαρτωλούς και βγάζει αγίους. Στην αρχαία Εκκλησία ήταν κάτι πολύ συγκινητικό, που το ’βλεπε κανείς αυτό σε μικρό χρονικό διάστημα, να εισέρχονται πρώην ειδωλολάτραι, πρώην ανήθικοι, πρώην βρωμεροί άνθρωποι, να γίνονται άγιοι, μπαίνουν από την πόρτα την κεντρική όλοι μέσα, και από μιαν άλλη πόρτα της Εκκλησίας έβγαιναν για το μαρτύριον! Και εγίνοντο μάρτυρες! Τι ωραία αυτή η εικόνα! Το έβλεπε κανείς πολύ σύντομα, γιατί σήμερα το βλέπομε, αλλά σε έναν μακρύ χρόνο, ώστε δεν μπορούμε να έχομε μίαν σύντομη εικόνα. Ενώ τότε το έβλεπε κανείς μέσα σε μια σύντομη, αλλά και συναρπαστική εικόνα. Πώς η Εκκλησία εδέχετο αμαρτωλούς και έβγαζε αγίους και μάρτυρες.
Αλλά η Εκκλησία δέχεται και ολόκληρον την κτίσιν. Σας είπα, είναι πανδοχείον. Δεν δέχεται μόνον τους ανθρώπους. Δέχεται και τα υλικά στοιχεία. Βλέπετε, προηγουμένως, κάναμε μνημόσυνο. Βάλαμε κόλυβα. Κάναμε αρτοκλασία. Είχαμε τους άρτους. Μπορούμε να βάλομε λουλούδια μέσα εις τον ναόν. Όλα τα αντικείμενα είναι υλικά. Αυτά είναι αντιπροσωπευτικά της κτίσεως· τα οποία η Εκκλησία δέχεται, αγιάζει, για να αγιάσει ολόκληρον την κτίσιν, να εκκλησιαστικοποιήσει ολόκληρον την κτίσιν και να την κάνει Βασιλεία του Θεού. Όταν θα γίνει, τότε στα έσχατα, ο μεγάλος σεισμός, δεν θα είναι τι άλλο παρά η μετάθεσις από την παλαίωσιν εις την ανακαίνισιν αυτού τούτου του σύμπαντος, ολοκλήρου του σύμπαντος, το οποίον δεν χάνεται, αλλά περνά με τον σεισμόν, δηλαδή την μετάθεσιν, από την φθοράν εις την αφθαρσίαν και από τον θάνατον εις την αθανασίαν. Είναι πραγματικά κάτι μεγαλειώδες. Όντως η Εκκλησία είναι πανδοχείον.
Αλλ’ είναι και Ιατρείον η Εκκλησία. Διότι οι πιστοί εις τον παρόντα κόσμον δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να μάχονται διαρκώς προς τας αρχάς και εξουσίας του σκότους, «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος. Συνεπώς η παρούσα ζωή δεν είναι τι άλλο παρά ένα διαρκές στρατόπεδον μάχης. Εδώ δίδονται οι μάχες με τους πονηρούς ανθρώπους, με τους πονηρούς δαίμονες, αλλά και με τον κακόν, περασμένον, φθαρτόν, αδαμικόν εαυτόν μας. Είναι επόμενον, όπως σε κάθε μάχη, όταν γίνεται πόλεμος, υπάρχουν και τραυματίαι, υπάρχουν τραύματα, υπάρχουν πληγές. Έτσι, εκείνοι που πληγώνονται από πτώσεις, μέσα στον αγώνα τους και την προσπάθειά τους, έρχονται στο Ιατρείον της Εκκλησίας, δια να θεραπευθούν.
Θεραπευτήριο η Εκκλησία. Τι ωραίο! Θεραπευτήριον. Σκεφθείτε, ο αρχαίος κόσμος δεν εγνώριζε νοσοκομεία και θεραπευτήρια. Τα θεραπευτήρια είχαν μία ειδική μορφή, όπως ήταν τα ιερεία, αλλά με την έννοια που σήμερα γνωρίζομε, δεν υπήρχαν τότε τα θεραπευτήρια. Κι έρχεται η Εκκλησία να σταθεί αληθινό θεραπευτήριο και ψυχών αλλά όχι ολιγότερον και σωμάτων. Γιατί όταν ο Κύριος στέλνει τους μαθητάς Του και δια των μαθητών Του, τους διαδόχους των, να θεραπεύουν πάσαν ασθένειαν εις τον λαόν, αυτό δεν είναι τι άλλο, παρά ότι η Εκκλησία είναι ένα θεραπευτήριον, ένα ιατρείον.
Τα φάρμακά της; Ω, τα φάρμακά της! Είναι τα δύο δηνάρια που έδωκεν ο καλός Σαμαρείτης, εις τον πανδοχέα, που είναι ο κλήρος, είναι ο ιερεύς· που του δίδει αυτά τα δύο δηνάρια και του λέγει: «Με αυτά να θεραπεύσεις τον μεγάλο μου ασθενή, τον μεγάλο μου τραυματία, την ανθρωπότητα». Είναι ο λόγος Του και τα μυστήρια. Με αυτά τα δύο δηνάρια, τον λόγο του Θεού και τα μυστήρια της Εκκλησίας, έρχεται, αγαπητοί μου, να θεραπεύσει η Εκκλησία. Πολλές φορές μου λέγουν οι άνθρωποι: «Πώς μπορώ να διορθωθώ; Τι πρέπει να κάνω;». Και απαντώ: «Να έρχεσαι να ακούς λόγον Θεού». Γιατί το έχω δει αυτό και είναι μία πραγματικότητα. Ότι εκείνος που ακούει συνεχώς και επιμελώς λόγον Θεού, καλλιεργείται η ψυχή του και θεραπεύεται από τα τραύματα που του επιφέρει η αμαρτία. Σταματά να αμαρτάνει. Είναι μεγάλης-μεγάλης αξίας, αγαπητοί μου, αυτά τα φάρμακα. Ο λόγος του Θεού και τα μυστήρια! Όπως είναι η Εξομολόγησις, η Θεία Ευχαριστία, η προσευχή… Όλα αυτά είναι εκείνα τα μέσα με τα οποία η Εκκλησία θεραπεύει τους τραυματισμένους πιστούς της.
Αλλ΄η Εκκλησία είναι και μία Κιβωτός. Μία Κιβωτός σωτηρίας. Ενθυμείσθε την παλιά ιστορία, τον Νώε με την Κιβωτό του. Ό,τι έμεινε απέξω από την Κιβωτόν, επνίγη. Ό,τι έμεινε και διεφυλάχθη μέσα εις την Κιβωτόν, εσώθη. Έτσι κι εδώ η Εκκλησία, αγαπητοί μου, είναι μία Κιβωτός. Εξάλλου η παλαιά Κιβωτός ήτο τύπος της Εκκλησίας. Ό,τι μένει απέξω, χάνεται. Πώς χάνεται; Από τα ρεύματα και τον κατακλυσμό των ιδεών και των θεωριών και της ανηθικότητος και της ποικίλης αμαρτίας. Χάνεται κάθε άνθρωπος. Είναι αδύνατο να σωθεί έξω από την Εκκλησία. Όποιος είναι μέσα εις την Εκκλησίαν, αυτός μόνο φυλάσσεται, αυτός μόνο σώζεται.
Όταν όμως λέμε «Είμαι μέσα στην Εκκλησία», εδώ προσέξτε να άρομε μία παρανόηση, μία παρεξήγηση, που μπορούν οι άνθρωποι να έχουν. Όταν λέμε «είμαι μέσα στην Εκκλησία» δεν σημαίνει είμαι μέσα εις τον ναόν. Κατά συνεκδοχήν ο ναός λέγεται Εκκλησία, επειδή ο πιστός λαός είναι μέσα εις τον ναόν. Και κατ’ επέκτασιν, τα ντουβάρια, ο ναός, λέγονται Εκκλησία. Είμαι λοιπόν μέσα στην Εκκλησία, δεν σημαίνει είμαι μέσα εις τον ναόν. Γιατί μπορεί να είμαι μέσα εις τον ναόν, αλλά να μη μετέχω των μυστηρίων του Θεού και συνεπώς να είμαι αλλοτριωμένος, να είμαι αποξενωμένος από εκείνα τα σωστικά στοιχεία που μου δίδει ο Χριστός. «Είμαι μες στην Εκκλησία», θα πει «είμαι σύμφυτος», όπως λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος, «σύμφυτος τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ». Είμαι φυτεμένος, είμαι οργανικά δεμένος με το σώμα του Χριστού. Αυτή είναι η Εκκλησία.
Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Όταν κοινωνώ σώματος και αίματος Χριστού, τότε λέγομαι ότι είμαι μέσα εις την Εκκλησίαν. Όταν τηρώ τις εντολές του Θεού. Θυμηθείτε την περίπτωση που λέει ο Κύριος: «Αυτός ο οποίος ως κληματόβεργα δεν θα μείνει ηνωμένος με την άμπελον, τον κορμόν, που είμαι Εγώ, τότε αυτός δεν αποφέρει καρπόν, αυτός ξηραίνεται και συνάγεται προς καύσιν, προς φωτιά». Σημαίνει ότι πρέπει να είμαι οργανικά δεμένος, όπως είναι η κληματόβεργα με τον κορμόν της κληματαριάς, που αντλεί χυμούς. Έτσι κι εγώ πρέπει να είμαι ηνωμένος με τον Χριστόν, να είμαι σύμφυτος τω σώματι του Χριστού, να αντλώ από κει τους χυμούς της ζωής, το σώμα Του και το αίμα Του, που είναι για μένα εις ζωήν αιώνιον. Τότε μπορώ να πω ότι είμαι μέσα εις την Εκκλησία. Αλλιώτικα δεν είμαι. Μην πλανάσθε. Αν προσπαθώ να κοροϊδέψω τον εαυτό μου ότι είμαι ψάλτης, ότι είμαι επίτροπος, ότι είμαι φροντιστής της Εκκλησίας, δηλαδή του ναού, αλλά δεν κοινωνώ, μην πλανώμαι, είμαι έξω από την Εκκλησία. Κι ας είμαι κάτω από τα κεραμίδια της Εκκλησίας. Είμαι έξω από την Κιβωτόν. Θα παρασυρθώ από τον κατακλυσμόν και δεν πρόκειται να σωθώ.
Αγαπητοί μου, κάμποσα χρόνια είμαι κληρικός. Σπάνια από τα πιο σπάνια έχω δει ψάλτες και επιτρόπους να κοινωνούν και να εξομολογούνται. Δεν ξέρω γιατί. Δεν είναι της στιγμής να σας πω το γιατί. Μόνο τούτο έχω βεβαιώσει και έχω διαπιστώσει. Οι ψάλται και οι επίτροποι δεν μετέχουν των μυστηρίων της Εκκλησίας. Κάποτε στην κρίση, θα συμβεί με αυτούς εκείνο που ο Κύριος ήδη μας έχει πει: «Κύριε, εσύ δεν μίλησες στις πλατείες μας και στο σπίτι μας δεν ήρθες να φας;». Όπως θα πουν τότε οι επίτροποι και οι ψάλται και όποιοι άλλοι…: «Κύριε, δεν ήρθες στο πρόσωπο του ιερέως, του επισκόπου, να μας κηρύξεις στον ναό; Δεν σε πήραμε στο σπίτι και σε φιλοξενήσαμε; Δεν σου κάναμε ένα ωραίο τραπέζι; Πώς λες ότι δεν μας γνωρίζεις;». «Σας βεβαιώνω», λέει ο Κύριος, «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς, ἐργάται τῆς ἀνομίας». Φύγετε από δω, δεν σας αναγνωρίζω». Ακούσατε; Είναι φοβερό. Ας βγάλομε τις αυταπάτες, αγαπητοί μου, ας βγάλομε τις ψευδαισθήσεις. Μόνο εάν είμαι μετανοημένος άνθρωπος, μόνον εάν γίνομαι κοινωνός σώματος και αίματος Χριστού, κατά το ανθρώπινον, άξιος, όσο είναι δυνατόν, μόνο εάν τηρώ τις εντολές του Θεού, τότε μόνο μπορώ να λέγω ότι είμαι μέσα στην Εκκλησία. Και τότε μόνο μπορώ να διατηρώ την ελπίδα ότι μπορώ να σωθώ. Μόνον τότε. Αλλά να το ξέρομε. Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει η σωτηρία, όπως σαφώς το λέγει ο άγιος Κυπριανός αυτό. Έξω της Εκκλησίας σωτηρία δεν υπάρχει.
Αγαπητοί μου, η Εκκλησία, είδαμε, ότι είναι το μεγάλο εργαστήρι της αγιότητος, το πανδοχείον που δέχεται την έλλογον και την άλογον κτίσιν, για να την αγιάσει, να την αφθαρτίσει, να την αθανατίσει, να την εισαγάγει εις την μακαριότητα του Θεού. Η Εκκλησία ακόμη είναι το θαυμάσιον θεραπευτήριον. Η Εκκλησία είναι η κιβωτός η αληθής που σώζει.
Αλλά ας κλείσομε με αυτά τα θαυμάσια λόγια του Ιερού Χρυσοστόμου: «Μή απέχου ἀπό Ἑκκλησίας. Οὐδέν γάρ Ἑκκλησίας ισχυρότερον(:Μην απομακρύνεσαι από την Εκκλησία. Δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο από την Εκκλησία). Ἡ ἐλπίς σου; Ἡ Ἑκκλησία. Ἡ σωτηρία σου; Ἡ Ἑκκλησία. Ἡ καταφυγή σου; Ἡ Ἑκκλησία».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_123.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.