ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (9/6/2024)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ
ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. Κ΄, εδάφια 16-18 και 28-38
16 Ἒκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα. 17 ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. 18 Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν ᾿Ασίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην.
[…] 28 Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. 29 Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· 30 καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. 31 Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.
32 Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. 33 Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· 34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. 35 Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. 36 Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο. 37 Ἱκανὸς δὲ ἐγένετο κλαυθμὸς πάντων, καὶ ἐπιπεσόντες ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ Παύλου κατεφίλουν αὐτόν, 38 ὀδυνώμενοι μάλιστα ἐπὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἰρήκει, ὅτι οἰκέτι μέλλουσι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν. Προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
16 Πλεύσαμε κατευθείαν στη Μίλητο, διότι ο Παύλος αποφάσισε να παρακάμψει με το πλοίο την Έφεσο και να μην αποβιβαστεί σε αυτήν, για να μην του συμβεί να αργοπορήσει στην Ασία· διότι βιαζόταν να είναι στα Ιεροσόλυμα, εάν του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής. 17 Από την Μίλητο λοιπόν έστειλε ανθρώπους στην Έφεσο και κάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας να έλθουν να τον συναντήσουν. 18 Και όταν ήλθαν κοντά του, τους είπε: «Εσείς γνωρίζετε καλά πώς συμπεριφέρθηκα απέναντί σας όλο το χρονικό διάστημα της εδώ παραμονής μου από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην Ασία.
[…] 28 Προσέχετε λοιπόν τον εαυτό σας, πώς θα συμπεριφέρεστε και τι θα διδάσκετε. Προσέχετε και όλο το πνευματικό σας ποίμνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύμα σας τοποθέτησε επισκόπους για να ποιμαίνετε την Εκκλησία του Θεού, την οποία ο Κύριος έσωσε και κατέστησε κτήμα του με το δικό Του αίμα. 29 Προσέχετε, διότι εγώ το γνωρίζω, μετά την αναχώρησή μου θα εισβάλουν ανάμεσά σας ψευδοδιδάσκαλοι και πλάνοι σαν άγριοι και σκληροί λύκοι που θα διαρπάζουν αλύπητα το ποίμνιο, βλάπτοντας και αφανίζοντας τις ψυχές των λογικών προβάτων. 30 Ακόμη κι από σας τους ίδιους θα εμφανιστούν άνθρωποι που θα διδάσκουν διδασκαλίες, οι οποίες θα διαστρέφουν την αλήθεια, για να αποσπούν τους μαθητές από τον ευθύ δρόμο της αλήθειας, να τους παρασύρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπαδούς τους. 31 Γι’ αυτό να προσέχετε και να είστε άγρυπνοι, έχοντας ως παράδειγμα εμένα˙ και να θυμάστε ότι για μια τριετία συνεχώς νύχτα και μέρα δεν σταμάτησα να νουθετώ με δάκρυα τον καθένα σας ξεχωριστά.
32 Και τώρα σας εμπιστεύομαι, αδελφοί, στον Θεό και στον λόγο που η χάρη Του μας αποκάλυψε. Αυτός ο λόγος Του θα σας προφυλάξει από κάθε πλάνη και διαστροφή. Σας εμπιστεύομαι στον Θεό, ο Οποίος μπορεί να συνεχίσει την οικοδομή σας και να σας δώσει κληρονομιά τον ουρανό μαζί με όλους αυτούς που προόδευσαν στον αγιασμό που τους χάρισε ο Ιησούς Χριστός. 33 Ασήμι ή χρυσάφι ή ρουχισμό, τίποτε από αυτά δεν επιθύμησα. 34 Εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και για τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου, υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια. 35 Με κάθε τρόπο σας έδωσα το παράδειγμα ότι πρέπει να εργάζεστε έτσι σκληρά για να προλαβαίνετε κάθε σκανδαλισμό των αδύναμων αδελφών και να τους βοηθάτε να γίνουν δυνατοί πνευματικά. Αλλά και να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου Ιησού, που είχε πει: “Είναι καλύτερο να δίνει κανείς παρά να παίρνει, ακόμη και όταν δικαιούται να πάρει. Αυτό καθιστά τον άνθρωπο περισσότερο ευτυχή’’». 36 Και αφού τα είπε αυτά, γονάτισε και προσευχήθηκε μαζί με όλους αυτούς. 37 Τότε όλοι ξέσπασαν σε κλάματα και οδυρμό μεγάλο και αφού έπεσαν πάνω στον τράχηλο του Παύλου, τον φιλούσαν με πολλή στοργή. 38 Ήταν τόσο θλιβερός ο χωρισμός αυτός, και είχαν όλοι μια τέτοια οδύνη, προπαντός γι’ αυτό που είχε πει, πως δεν θα ξανάβλεπαν πια το πρόσωπό του. Μετά ξεκίνησαν μαζί του και τον ξεπροβόδισαν μέχρι το πλοίο.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ
ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ
Κατά Ιωάννην, κεφ. ΙΖ΄, εδάφια 1-13
1 Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν. 4 Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω·
5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· 8 ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.
9 ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 Ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Αυτά είπε ο Ιησούς στους μαθητές Του κι έπειτα σήκωσε τα μάτια Του στον ουρανό και είπε: «Πάτερ, ήλθε η ώρα που η σοφία Σου όρισε για να πάθω και να θυσιαστώ. Δέξου την θυσία του Πάθους μου και δόξασε τον Υιό Σου και ως προς την ανθρώπινη φύση Του˙ για να σε δοξάσει και ο Υιός Σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη θυσία Του αυτή και με την αιώνια αρχιερατική μεσιτεία Του που θα ακολουθήσει μετά απ’ αυτή. 2 Δόξασε τον Υιό Σου σύμφωνα με την εξουσία που Του έδωσες πάνω σε όλη την ανθρωπότητα, για να δώσει ζωή αιώνια ως αιώνιος Αρχιερεύς καθισμένος στα δεξιά σου σε όλο το πλήθος εκείνο που του έδωσες και οι οποίοι πίστεψαν σε Αυτόν. 3 Αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με Εσένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου. 4 Εγώ γνωστοποίησα το όνομά Σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω.
5 Και τώρα που η επίγεια αποστολή μου τελείωσε, ανάδειξέ με με την Ανάσταση και την Ανάληψή μου αιώνιο αρχιερέα και δόξασέ με και ως άνθρωπο Εσύ, Πάτερ, δίπλα Σου, με τη δόξα που είχα κοντά Σου προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος. 6 Φανέρωσα το όνομά Σου κι έκανα γνωστές τις άπειρες τελειότητές Σου στους ανθρώπους που απέσπασες από τους κόλπους του κόσμου και τους έδωσες σε μένα. Η πρόθεσή τους ήταν αγαθή και γι’ αυτό ήταν δικοί Σου. Εσύ τους έδωσες σε μένα, κι αυτοί τήρησαν τον λόγο σου, τον οποίο τους αποκάλυψα. 7 Τώρα έμαθαν τελειότερα και πείστηκαν ότι η διδασκαλία μου και τα έργα μου και όλα γενικότερα όσα μου έδωσες προέρχονται από Εσένα. 8 Και απόδειξη ότι έλαβαν την πληροφορία και τη γνώση αυτή είναι: ότι τους λόγους που μου έδωσες για να τους αποκαλύψω στους ανθρώπους, Εγώ τους παρέδωσα σε αυτούς με τη διδασκαλία μου, και αυτοί τους παρέλαβαν και τους αποδέχθηκαν. Και απέκτησαν πράγματι τη βεβαιότητα και την πεποίθηση ότι γεννήθηκα και βγήκα από τους κόλπους Σου, και πίστεψαν ότι Εσύ με απέστειλες στον κόσμο.
9 Εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, Σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας Αρχιερεύς και μεσίτης. Δεν Σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου. 10 Και όλα όσα ανήκουν σε μένα δικά Σου είναι, όπως και τα δικά Σου είναι δικά μου. Κι αυτοί λοιπόν δικοί Σου ήταν και έγιναν δικοί μου˙ αλλά και ως δικοί μου εξακολουθούν να είναι δικοί σου. Κι εγώ έχω δοξαστεί από αυτούς, διότι αναγνώρισαν τη θεϊκή μου φύση και πίστεψαν σε μένα. 11 Εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωματική μου παρουσία, για να τους ενθαρρύνω και να τους ενισχύω με αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διότι δεν επιτέλεσαν ακόμη την αποστολή τους. Εγώ έρχομαι σε σένα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική Σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε μένα˙ έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα και Εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση. 12 Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής. 13 Τώρα όμως έρχομαι σε σένα. Και τα λέω αυτά μπροστά τους, ενώ βρίσκομαι ακόμη στον κόσμο αυτόν, για να τ’ ακούσουν και αυτοί, ώστε, έχοντας τη βεβαιότητα ότι εσύ πλέον θα τους προστατεύεις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθάνομαι τώρα κι εγώ διότι επανέρχομαι κοντά Σου».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Α΄ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ[:Πράξ. 20, 16-17 και 20, 28-38]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα(:Πλεύσαμε κατευθείαν στη Μίλητο, διότι ο Παύλος αποφάσισε να παρακάμψει με το πλοίο την Έφεσο και να μην αποβιβαστεί σε αυτήν, για να μην του συμβεί να αργοπορήσει στην Ασία· διότι βιαζόταν να είναι στα Ιεροσόλυμα, εάν του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής)»[Πράξ.20,17]. Ώστε και γι’ αυτό δεν ήταν δυνατό να μένει. Πρόσεχε αυτόν που κινείται και από ανθρώπινα κίνητρα και επιθυμεί και βιάζεται και πολλές φορές δεν το κατορθώνει. Γι’ αυτό γίνονται αυτά, για να μη νομίσουμε ότι ήταν πάνω από την ανθρώπινη φύση· διότι οι άγιοι και μεγάλοι εκείνοι άντρες είχαν μεν την ίδια φύση με εμάς, όχι όμως και την ίδια προαίρεση, γι’ αυτό και απολάμβαναν σε μεγάλο βαθμό τη χάρη του Θεού.
Πρόσεχε λοιπόν πόσα και από μόνοι τους ρυθμίζουν. Γι’ αυτό και έλεγε: «Mηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν(:Και τώρα σας απευθύνουμε αυτά τα παρακλητικά λόγια, χωρίς να δίνουμε αφορμή σκανδάλου σε τίποτε)»[Β’ Κορ. 6,3] και πάλι· «ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία (:για να μην κατηγορηθεί στο ελάχιστο η διακονία του κηρύγματος)»[Β’ Κορ. 6,3]. Να και τρόπος ζωής άμεμπτος και μεγάλη συγκατάβαση. Αυτό ονομάζεται οικονομία, το να βρίσκεται κανείς στο ακρότατο σημείο και ύψος της αρετής και να κατεβαίνει στο τελευταίο σημείο της ταπεινοφροσύνης.
Και παραδέξου πως εκείνος που ξεπερνούσε όλους στο να υλοποιεί τα παραγγέλματα του Χριστού, αυτός πάλι ήταν ο πιο ταπεινός από όλους. «Tοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω (: Σε όλους έχω γίνει τα πάντα και έδειξα συγκατάβαση δε όλους τους χαρακτήρες, ώστε με κάθε τρόπο ανένοχα να σώσω μερικούς)»[Α’ Κορ. 9,22]. Ο ίδιος και σε κινδύνους έριξε τον εαυτό του, καθώς σε άλλο σημείο λέει: «ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς(:αλλά αντίθετα, με κάθε τρόπο συστήνουμε τους εαυτούς μας και αποδεικνυόμαστε αληθινοί διάκονοι του Θεού· με υπομονή πολλή, με θλίψεις, με ανάγκες, με στενοχώριες, με δαρμούς και μαστιγώσεις που πληγώνουν το σώμα μας, με φυλακίσεις)»[Β’ Κορ. 6,4-5]. Και ήταν μεγάλος ο πόθος του για τον Χριστό· διότι αν δεν υπάρχει αυτό, όλα είναι περιττά και τα της οικονομίας, και του ενάρετου τρόπου ζωής και του ριψοκίνδυνου πνεύματος. «Τίς ἀσθενεῖ(:ποιος από τους Χριστιανούς ασθενεί σωματικά ή πνευματικά)»,λέει,«καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;(:και δεν ασθενώ και εγώ μαζί του; Ποιος σκοντάφτει και πέφτει στην αμαρτία και δεν καίγομαι και εγώ στο καμίνι της θλίψεως και της ντροπής;)»[Β’ Κορ. 11,29].
Αυτά τα λόγια, παρακαλώ, ας μιμούμαστε και εμείς, και ας ριψοκινδυνεύουμε για χάρη των αδερφών μας. Και αν ακόμα είναι φωτιά και αν ακόμα είναι σίδηρος, ρίψου, αγαπητέ, για να σώσεις το μέλος σου· ρίψου, μη φοβηθείς. Μαθητής είσαι του Χριστού, ο οποίος θυσίασε την ψυχή Του για τους αδελφούς Του· συμμαθητής είσαι του Παύλου, που προτίμησε να πάθει κακά για τους εχθρούς, για εκείνους που πολεμούσαν γι’ αυτόν· γέμισε από ζήλο, μιμήσου τον Μωυσή. Είδε αδικούμενο και τον υπερασπίστηκε, περιφρόνησε τη βασιλική απολαυστική ζωή, και έγινε, για χάρη των καταπονεμένων, φυγάς, περιπλανώμενος και στερήθηκε τους συγγενείς και το σπίτι του· πέρασε τόσο χρόνο ζώντας σε ξένη χώρα, και ούτε μέμφθηκε τον εαυτό του, ούτε είπε: «γιατί γίνεται αυτό; Περιφρόνησα την βασιλεία τόση τιμή και δόξα· προτίμησα να φροντίσω τους αδικουμένους και με παρέβλεψε ο Θεός, και όχι μόνο δεν με επανέφερε στην προηγούμενη τιμή, αλλά και σαράντα χρόνια ζω σε ξένη χώρα. Πολύ καλά λοιπόν· διότι δεν απόλαυσα τους μισθούς». Όμως τίποτε από αυτά δεν είπε ούτε σκέφτηκε.
Έτσι και εσύ· και αν ακόμα πάθεις κάποιο κακό ενώ κάνεις το καλό, και αν ακόμα για πολύ χρόνο το υφίστασαι, μην σκανδαλίζεσαι, ούτε να ανησυχείς· οπωσδήποτε θα σου ανταποδώσει ο Θεός την αμοιβή. Όσο περισσότερο καθυστερεί η απόδοση, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι τόκοι. Λοιπόν ας έχουμε ψυχή συμπαθητική, ας έχουμε νου που να γνωρίζει να συμπάσχει· ας μην υπάρχει τίποτα το σκληρό σε εμάς, τίποτε το απάνθρωπο. Και αν ακόμα τίποτα δεν μπορέσεις να προσφέρεις, δάκρυσε, πόνεσε, στέναξε γι’ αυτά που γίνονται· ούτε αυτά θα σου είναι άχρηστα. Εάν πρέπει να πονάμε μαζί με εκείνους που τιμωρούνται δίκαια από τον Θεό, πολύ περισσότερο πρέπει να γίνεται αυτό προς εκείνους που υφίστανται άδικα κακά από τους ανθρώπους.
«Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας(:Από τη Μίλητο λοιπόν έστειλε ανθρώπους στην Έφεσο και κάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας να έλθουν να τον συναντήσουν).Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν ᾿Ασίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην(:Κι όταν ήλθαν κοντά του, τους είπε: “Εσείς γνωρίζετε καλά πώς συμπεριφέρθηκα απέναντί σας όλο το χρονικό διάστημα της εδώ παραμονής μου από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην Ασία”)»[Πράξ.20.16-17].
Πρόσεχε αυτόν που και βιάζεται να τους προσπεράσει και δεν τους παραβλέπει, αλλά τα τακτοποιεί όλα όπως πρέπει. Αφού έστειλε ανθρώπους και προσκάλεσε τους προϊσταμένους της εκκλησίας, απευθύνει προς αυτούς τα όσα έχουν λεχθεί. Και είναι άξιο θαυμασμού πως, ενώ χρειάστηκε να πει μερικά σπουδαία πράγματα για τον εαυτό του, προσπαθεί να φανεί μετριόφρονας. Διότι, όπως ακριβώς ο Σαμουήλ, όταν επρόκειτο να παραδώσει την εξουσία στον Σαούλ, λέγει προς αυτούς: «Μάρτυς Κύριος ἐν ὑμῖν καὶ μάρτυς χριστὸς αὐτοῦ σήμερον ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὅτι οὐχ εὑρήκατε ἐν χειρί μου οὐδέν(:Είναι μάρτυρας ενώπιόν σας ο Κύριος και χρισμένος από Αυτόν βασιλιάς Σαούλ την ημέρα αυτή, ότι τίποτε το άδικο δεν βρήκατε στη ζωή μου και στα χέρια μου)»[Α΄Βασ. 12,5]· και ο Δαβίδ, που δεν έγινε πιστευτός, λέγει: «Ποιμαίνων ἦν ὁ δοῦλός σου τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἐν τῷ ποιμνίῳ, καὶ ὅταν ἤρχετο ὁ λέων καὶ ἡ ἄρκος καὶ ἐλάμβανε πρόβατον ἐκ τῆς ἀγέλης, καὶ ἐξεπορευόμην ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐπάταξα αὐτὸν (:Βρισκόμουν στο ποίμνιό μου εγώ ο δούλος Σου, βόσκοντας τα πρόβατα του πατέρα μου όταν ήρθε η αρκούδα και το λιοντάρι το οποίο απομάκρυνα με τα χέρια μου)»[Α΄Βασ. 17,34-35] και ο ίδιος ο Παύλος λέγει προς τους Κορινθίους: «Γέγονα ἄφρων καυχώμενος! ὑμεῖς με ἠναγκάσατε(:Έγινα ανόητος με τις καυχήσεις μου αυτές! Αλλά εσείς με αναγκάσατε να γίνω)»[Β΄Κορ. 12,11]. Και ο Θεός το ίδιο κάνει· δεν ομιλεί χωρίς λόγο για τον εαυτό Του, αλλά όταν υπάρχουν αμφιβολίες, τότε αναφέρει και τις ευεργεσίες Του.
Πρόσεχε λοιπόν και εδώ τι κάνει· παρουσιάζει τη μαρτυρία αυτών, για να μη νομίσεις σαν καύχηση τα λόγια, και για τα όσα λέγει καλεί μάρτυρες τους ίδιους τους ακροατές, διότι δεν θα έλεγε ψέματα μπροστά τους. Αυτή είναι η αρετή του δασκάλου, όταν έχει μάρτυρες των κατορθωμάτων του τους μαθητές.
Και το αξιοθαύμαστο είναι ότι δεν συνέχισε να το κάνει αυτό, ούτε μία ημέρα ούτε δύο, αλλά πλήθος ετών· διότι λέγει: «Ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν ᾿Ασίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην (:Εσείς γνωρίζετε καλά πώς συμπεριφέρθηκα απέναντί σας όλο το χρονικό διάστημα της εδώ παραμονής μου από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στην Ασία)»[Πράξ.20,18]. Θέλει λοιπόν να παρηγορήσει αυτούς, ώστε να τα υπομένουν όλα γενναία, και τον χωρισμό αυτού και τις δοκιμασίες που πρόκειται να συμβούν, όπως ακριβώς δηλαδή συνέβη και στην περίπτωση του Μωυσή και του Ιησού.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος(:Προσέχετε λοιπόν τον εαυτό σας, πώς θα συμπεριφέρεστε και τι θα διδάσκετε. Προσέχετε και όλο το πνευματικό σας ποίμνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύμα σάς τοποθέτησε επισκόπους για να ποιμαίνετε την Εκκλησία του Θεού, την οποία ο Κύριος έσωσε και κατέστησε κτήμα Του με το δικό Του αίμα)»[Πράξ. 20,28].
Βλέπεις; Δύο εντολές έδωσε. Ούτε δηλαδή παρέχει κάποια ωφέλεια το να οδηγεί κανείς σε πνευματική προκοπή μόνο άλλους – διότι λέει: «ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι (:αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το υποβάλλω σε σκληρή πειθαρχία και δουλεία για να μην αποδοκιμαστώ από τον Θεό και αποδειχτώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος που κήρυξα σε άλλους και με τη δική μου προτροπή και διδασκαλία πήραν αυτοί το βραβείο)»[Α’ Κορ. 9,27]-, ούτε το αν φροντίζει μόνο για τον εαυτό του· διότι ο παρόμοιος άνθρωπος αγαπά τον εαυτό του και φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, και είναι όμοιος με εκείνον που παράχωσε το τάλαντό του μέσα στην γη. Αυτά τα λέει όχι επειδή η δική μας σωτηρία είναι προτιμότερη από τη σωτηρία του ποιμνίου· αλλά επειδή όταν προσέχουμε τον εαυτό μας, ωφελείται και το ποίμνιο.
«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος (:Προσέχετε λοιπόν τον εαυτό σας, πώς θα συμπεριφέρεστε και τι θα διδάσκετε. Προσέχετε και όλο το πνευματικό σας ποίμνιο, στο οποίο το Άγιο Πνεύμα σάς τοποθέτησε επισκόπους για να ποιμαίνετε την Εκκλησία του Θεού, την οποία ο Κύριος έσωσε και κατέστησε κτήμα Του με το δικό Του αίμα)» [Πράξ. 20,28].
Πρόσεχε πόσες είναι οι υποχρεώσεις. «Από το Άγιο Πνεύμα», λέει, «έχετε λάβει την χειροτονία»· διότι αυτό σημαίνει το «ἔθετο»· αυτή είναι μια υποχρέωση. Έπειτα «για να ποιμαίνετε την Εκκλησία του Θεού»· να και η δεύτερη. Και η τρίτη «την οποία», λέει, «ο Κύριος έσωσε και κατέστησε κτήμα Του με το δικό Του αίμα». Έπειτα ακολουθεί και η παρηγοριά· «ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος(:την οποία ο Κύριος έσωσε και κατέστησε κτήμα Του με το δικό Του αίμα)»[Πράξ. 20,31]. Εάν λοιπόν την απέκτησε με το δικό Του αίμα, οπωσδήποτε θα την προστατεύσει.
Δείχνει με αυτά που είπε ότι είναι πολύτιμο το πράγμα και ότι ο κίνδυνος δεν είναι για μικρά πράγματα, εφόσον βέβαια ο Κύριος δεν λυπήθηκε για χάρη της εκκλησίας ούτε και το δικό Του αίμα, ενώ εμείς περιφρονούμε τη σωτηρία των αδελφών μας. Και εκείνος μεν για να συμφιλιώσει εχθρούς και το αίμα Του έχυσε, ενώ εσύ δεν μπορείς να τους διατηρήσεις τέτοιους και ενώ έγιναν φίλοι.
«Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου(:Προσέχετε, διότι εγώ το γνωρίζω, μετά την αναχώρησή μου θα εισβάλουν ανάμεσά σας ψευδοδιδάσκαλοι και πλάνοι σαν άγριοι και σκληροί λύκοι που θα διαρπάζουν αλύπητα το ποίμνιο βλάπτοντας και αφανίζοντας τις ψυχές των λογικών προβάτων)» [Πράξ. 20,29].
Πάλι από άλλη αιτία κάνει αυτούς να αυξήσουν την προσοχή τους από εκείνα που πρόκειται να συμβούν· όπως ακριβώς όταν λέει σε άλλη του επιστολή: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις (:διότι πραγματικά δεν έχουμε να παλέψουμε με αντιπάλους ίδιους με εμάς, με αίμα και σάρκα σαν τη δική μας· αλλά η πάλη και ο πόλεμός μας είναι με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τα διαβολικά αυτά τάγματα, με τους κοσμοκράτορες που εξουσιάζουν το πλήθος των ανθρώπων που είναι βυθισμένοι στο ηθικό σκοτάδι που επικρατεί στον κόσμο αυτό. Καλούμαστε να παλέψουμε με τα πνευματικά όντα που είναι γεμάτα πονηρία και κατοικούν ανάμεσα στη γη και στον ουρανό)»[Εφ. 6,12]. «Διότι θα εισχωρήσουν», λέει «μετά την αναχώρησή μου μέσα σας λύκοι φοβεροί». Διπλό το κακό: και ότι αυτός δεν θα βρίσκεται εκεί και ότι άλλοι θα κάνουν την επίθεσή τους. Γιατί λοιπόν αναχωρείς εφόσον γνωρίζεις αυτό από πριν; «Το Άγιο Πνεύμα με σύρει», λέει.
Και πρόσεχε δεν είπε απλώς «λύκοι», αλλά πρόσθεσε «φοβεροί», υπονοώντας την αγριότητα αυτών και τη θρασύτητα· και το πιο φοβερό είναι πως λέει ότι από αυτούς τους ίδιους θα ξεπηδήσουν αυτοί, πράγμα που είναι και πάρα πολύ φοβερό όταν και ο πόλεμος είναι και εμφύλιος. Και πολύ καλά είπε «προσέχετε», για να δείξει ότι το πράγμα είναι πάρα πολύ σοβαρό -διότι πρόκειται για την Εκκλησία του Χριστού-, και ότι είναι μεγάλος ο κίνδυνος -διότι με το ίδιο το αίμα Του ο Κύριος τη λύτρωσε-, και ότι είναι μεγάλος ο πόλεμος και διπλός.
Αυτά λοιπόν τα δήλωσε λέγοντας: «Καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν (:Ακόμη κι από σας τους ίδιους θα εμφανιστούν άνθρωποι που θα διδάσκουν διδασκαλίες οι οποίες θα διαστρέφουν την αλήθεια, για να αποσπούν τους μαθητές από τον ευθύ δρόμο της αλήθειας, να τους παρασύρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπαδούς τους)»[Πράξ. 20,30].
Έπειτα λέγεται και η αιτία αυτής της επικείμενης διαστροφής της αλήθειας από κάποιους μετά την αναχώρηση του Παύλου: «Τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν(:για να αποσπούν τους μαθητές από τον ευθύ δρόμο της αλήθειας, να τους παρασύρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπαδούς τους)»[Πράξ.20,30]. Ώστε για τίποτα άλλο δεν δημιουργούνταν οι αιρέσεις, παρά γι’ αυτό.
Έπειτα, επειδή τους φόβισε πάρα πολύ με το να πει τη φράση «λύκοι φοβεροί», και ότι από εκείνους θα εμφανιστούν εκείνοι που θα κηρύττουν διεστραμμένα την αλήθεια, σαν ακριβώς από κάποιον να ρωτήθηκε και να του είπε: «Πώς λοιπόν; Και ποια θα είναι η προφύλαξή μας;», προσθέτει και λέει: «Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον (:Γι’ αυτό να προσέχετε και να είστε άγρυπνοι, έχοντας ως παράδειγμα εμένα˙ και να θυμάστε ότι για μια τριετία συνεχώς νύχτα και μέρα δεν σταμάτησα να νουθετώ με δάκρυα τον καθένα σας ξεχωριστά)»[Πράξ. 20,31].
Πρόσεχε πόσες υπερβολές· «με δάκρυα», «νύχτα και μέρα» και «τον καθένα ξεχωριστά»· όχι βέβαια ότι τότε αν έβλεπε πολλούς τους απέφευγε, αλλά γνώριζε και για μια ψυχή να κάνει τα πάντα. Με αυτόν τον τρόπο δηλαδή τους σφυρηλάτησε. Και αυτό που λέει σημαίνει το εξής: «είναι αρκετά αυτά που έγιναν από εμένα· τρία χρόνια έμεινα, πολύ καλά στερεώθηκαν στην πίστη, πολύ καλά ριζώθηκαν».
«Με δάκρυα» λέει. Βλέπεις ότι γι’ αυτό έχυνε τα δάκρυα; Αυτά ας κάνουμε και εμείς. Δεν πονά ο κακός· πόνεσε εσύ, ίσως πονέσει και εκείνος. Όπως ακριβώς όταν ο ασθενής, δει τον γιατρό να τρώει φαγητό, παρακινείται και αυτός να φάει, έτσι λοιπόν θα συμβεί και εδώ· εάν δει εσένα να θρηνείς, θα μαλακώσει, θα γίνει καλός άνθρωπος και πράος.
«Τὰ ἐν αὐτῇ συναντήσοντά μοι μὴ εἰδώς(:Χωρίς να ξέρω τι θα μου συμβεί εκεί)»[Πράξ.20,22], λέει. «Τι λοιπόν, γι’ αυτό φεύγεις;». «Καθόλου, αλλά και πάρα πολύ καλά γνωρίζω ότι με περιμένουν φυλακίσεις και θλίψεις. Το ότι λοιπόν με περιμένουν δοκιμασίες το γνωρίζω, ποιες δοκιμασίες όμως δεν το γνωρίζω, πράγμα που ήταν φοβερότερο. Μη λοιπόν νομίζετε ότι τα λέω αυτά θρηνώντας· δεν θεωρώ πολύτιμη την ζωή μου». Για να ενθαρρύνει τη σκέψη τους τα λέει αυτά, και να τους πείσει όχι μόνο να μην αποφύγουν τις θλίψεις, αλλά και να τις υποφέρουν γενναία. Γι’ αυτό ονομάζει το πράγμα «δρόμο» και «διακονία»· για να δείξει από τον δρόμο την λαμπρότητα του πράγματος, και από την διακονία την υποχρέωση που έχει. «Διάκονος», λέει, «είμαι· τίποτε παραπάνω δεν έχω».
Αφού τους παρηγόρησε για τα κακοπαθήματα που υφίσταται, και αφού είπε ότι αυτά τα υπομένει με χαρά, και έδειξε τον καρπό από αυτά, τότε προσθέτει και το λυπηρό. Και αυτό το κάνει για να μην βυθίσει στην θλίψη τη σκέψη τους. Και ποιο είναι αυτό που λέει; Το «καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν (:ακόμη κι από σας τους ίδιους θα εμφανιστούν άνθρωποι που θα διδάσκουν διδασκαλίες οι οποίες θα διαστρέφουν την αλήθεια, για να αποσπούν τους μαθητές από τον ευθύ δρόμο της αλήθειας, να τους παρασύρουν πίσω τους και να τους κάνουν οπαδούς τους)»[Πράξ. 20,30].
«Τι λοιπόν;», θα μπορούσε να πει κάποιος, «Τόσο σπουδαίο θεωρείς τον εαυτό σου, και αν φύγεις, εμείς πεθαίνουμε;». «Δεν εννοώ αυτό», λέει, «αλλά αν φύγω, αυτό το κάνει η δική μου απουσία», αλλά τι; «Ότι θα ξεσηκωθούν μερικοί εναντίον σας». Δεν είπε «εξαιτίας της αναχωρήσεώς μου», αλλά «μετά την αναχώρησή μου», αν και βέβαια αυτό έχει γίνει σχεδόν· και εάν είχε γίνει, πολύ περισσότερο θα συμβεί στη συνέχεια.
«Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν(: Και τώρα σας εμπιστεύομαι, αδελφοί, στον Θεό και στον λόγο που η χάρη Του μας αποκάλυψε. Αυτός ο λόγος Του θα σας προφυλάξει από κάθε πλάνη και διαστροφή. Σας εμπιστεύομαι στον Θεό, ο οποίος μπορεί να συνεχίσει την οικοδομή σας και να σας δώσει κληρονομιά τον ουρανό μαζί με όλους αυτούς που προόδευσαν στον αγιασμό που τους χάρισε ο Ιησούς Χριστός)»[Πράξ.20,32].
Εκείνο ακριβώς που κάνει αποστέλλοντας επιστολή, αυτό κάνει και συμβουλεύοντας· μετά από τη συμβουλή που δίνει τελειώνει τον λόγο με ευχή. Επειδή δηλαδή φόβισε αυτούς πάρα πολύ, λέγοντας ότι «λύκοι φοβεροί θα εμφανιστούν ανάμεσά σας»[Πράξ.20,29], για να μην καταπλήξει τη διάνοιά τους και την καταστρέψει, πρόσεχε την παρηγορία. «Και τώρα», λέγει. Αυτό το είπε, για να δείξει με αυτό ότι όπως ακριβώς πάντοτε «σας εμπιστεύομαι, αδελφοί, στον Θεό και στο λόγο που η χάρη Του μας αποκάλυψε», δηλαδή στη χάρη Του. Και πολύ σωστά το είπε αυτό· διότι γνωρίζει ότι η Χάρη σώζει. Συνέχεια τους υπενθυμίζει τη Θεία Χάρη, κάνοντάς τους να φροντίζουν περισσότερο σαν οφειλέτες και προτρέποντάς τους να έχουν θάρρος.
«τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν (:ο Θεός, ο Οποίος μπορεί να συνεχίσει την οικοδομή σας και να σας δώσει κληρονομιά τον ουρανό μαζί με όλους αυτούς που προόδευσαν στον αγιασμό που τους χάρισε ο Ιησούς Χριστός)»[Πράξ.20,32]. Δεν είπε «να οικοδομήσει» αλλά «να εποικοδομήσει», για να δείξει ότι ήδη οικοδομήθηκαν. Έπειτα υπενθύμισε τη μέλλουσα ελπίδα, λέγοντας: «και να σας δώσει κληρονομιά τον ουρανό μαζί με όλους αυτούς που προόδευσαν στον αγιασμό που τους χάρισε ο Ιησούς Χριστός».
Έπειτα πάλι ακολουθεί συμβουλή. Λέγει: «Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα(:Ασήμι ή χρυσάφι ή ρουχισμό, τίποτε από αυτά δεν επιθύμησα)»[Πράξ.20,33]. Καταστρέφει τη ρίζα των κακών, τη φιλαργυρία. «Χρήματα», λέγει, «ή χρυσάφι». Δεν είπε «δεν έλαβα», αλλά «ούτε καν επιθύμησα». Δεν είναι ακόμα αυτό σπουδαίο, εκείνο όμως που λέγει στη συνέχεια είναι πολύ σπουδαίο.
«Αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται(:Εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και για τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια).Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων(:Με κάθε τρόπο σάς έδωσα το παράδειγμα ότι πρέπει να εργάζεστε έτσι σκληρά για να προλαβαίνετε κάθε σκανδαλισμό των αδύναμων αδελφών, και να τους βοηθάτε να γίνουν δυνατοί πνευματικά)»[Πράξ.20,34-35]. Πρόσεχε αυτόν που κάνει χρήση της εργασίας και όχι απλώς εργάζεται, αλλά κοπιάζει. «Για τις ανάγκες τις δικές μου και για τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια»· αυτό το λέγει σαν προτροπή, και πρόσεχε πώς το λέγει με τρόπο κατάλληλο· διότι δεν είπε: «Να γίνετε ανώτεροι χρημάτων», αλλά τι; «Να βοηθάτε τους αδύνατους». Όχι απλώς όλους, αλλά τους αδύνατους.
«Μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν(:Αλλά και να θυμάστε τα λόγια του Κυρίου Ιησού, που είχε πει: “Είναι καλύτερο να δίνει κανείς παρά να παίρνει, ακόμη και όταν δικαιούται να πάρει. Αυτό καθιστά τον άνθρωπο περισσότερο ευτυχή”)». Για να μη νομίσει κάποιος ότι λέχτηκε προς εκείνους και ότι δίνει τον εαυτό του σαν παράδειγμα, πράγμα που αλλού λέγει «δίνοντας τον εαυτό μου παράδειγμα σε σας» [Β΄Θεσ. 3,8: «Οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρά τινος, ἀλλ’ ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν(:Ούτε δεχθήκαμε από κανέναν να μας προσφέρει δωρεάν τα μέσα της διατροφής και της συντηρήσεώς μας, αλλά τα προμηθευθήκαμε με κόπο και μόχθο, καθώς νύχτα και ημέρα εργαζόμασταν για να μην επιβαρύνουμε κανέναν από σας)»], πρόσθεσε την απόφαση του Χριστού, λέγοντας: «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν (:Είναι καλύτερο να δίνει κανείς παρά να παίρνει, ακόμη και όταν δικαιούται να πάρει. Αυτό καθιστά τον άνθρωπο περισσότερο ευτυχή)».
«Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο(:Και αφού τα είπε αυτά, γονάτισε και προσευχήθηκε μαζί με όλους αυτούς)»[Πράξ.20,36]. Προσευχήθηκε με αυτούς προτρέποντάς τους να κάνουν το ίδιο, για να δείξει αυτό και έμπρακτα. «Και αφού είπε αυτά, γονάτισε μαζί με όλους και προσευχήθηκε», όχι έτσι απλά, αλλά με πολλή κατάνυξη. Μεγάλη η παρηγοριά· και με το να πει: «σας αφιερώνω στον Κύριο», παρηγορεί.
«Ἱκανὸς δὲ ἐγένετο κλαυθμὸς πάντων, καὶ ἐπιπεσόντες ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ Παύλου κατεφίλουν αὐτόν, ὀδυνώμενοι μάλιστα ἐπὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἰρήκει, ὅτι οἰκέτι μέλλουσι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν. προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον (:Τότε όλοι ξέσπασαν σε κλάματα και οδυρμό μεγάλο, και αφού έπεσαν πάνω στον τράχηλο του Παύλου, τον φιλούσαν με πολλή στοργή. Ήταν τόσο θλιβερός ο χωρισμός αυτός, και είχαν όλοι μια τέτοια οδύνη, προπαντός γι’ αυτό που είχε πει, πως δεν θα ξανάβλεπαν πια το πρόσωπό του. Μετά ξεκίνησαν μαζί του και τον ξεπροβόδισαν μέχρι το πλοίο)»[Πράξ.20,37-38].
Είπε προηγουμένως ότι «θα εμφανιστούν ανάμεσά σας λύκοι φοβεροί»[Πράξ.20,29], είπε ότι «εγώ δεν έχω καμιά ευθύνη για όλους εσάς, εάν συμβεί κανείς από σας να χαθεί» [Πράξ. 20,26]· και τα δύο αυτά ήταν φοβερά και ικανά να τους λυπήσουν, πολύ περισσότερο όμως από όλα αυτό τους έκανε να πονέσουν υπερβολικά, το ότι άκουσαν ότι δεν θα τον δουν πλέον και αυτό έκανε τον αγώνα φοβερό. «Συνόδευαν αυτόν», λέγει, «μέχρι το πλοίο». Τόσο πολύ τον αγαπούσαν, τέτοια ήταν η ψυχική διάθεσή τους προς αυτόν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλία ΜΔ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Α, σελίδες 580-585, 592-595, 605-613 και τόμος 16Β, ομιλία ΜΕ΄, σελίδες 6-11.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 79, ομιλία ΜΔ΄, σελίδες 37-38,43-47, και ομιλία ΜΕ΄, σελ. 52-54.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Α΄ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ[:Ιω. 17,1-13]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε(:Αυτά είπε ο Ιησούς στους μαθητές Tου κaι έπειτα σήκωσε τα μάτια Tου στον ουρανό και είπε: “Πατέρα, ήλθε η ώρα που η σοφία Σου όρισε για να πάθω και να θυσιαστώ. Δέξου τη θυσία του Πάθους μου και δόξασε τον Υιό Σου και ως προς την ανθρώπινη φύση Του˙ για να σε δοξάσει και ο Υιός Σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη θυσία Του αυτή και με την αιώνια αρχιερατική μεσιτεία Του που θα ακολουθήσει μετά από αυτήν”)»[Ιω.17,1].
«Ὅς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ(:Εκείνος που θα εφαρμόσει όλες ανεξαιρέτως τις εντολές και θα διδάξει και τους άλλους να τις τηρούν, Εκείνος που θα αγωνιστεί να τηρήσει όλες τις εντολές και να διδάξει την τήρησή τους στους ανθρώπους)», λέγει ο Κύριος, «οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν(:αυτός θα ανακηρυχτεί μέγας στη βασιλεία των ουρανών)»[Ματθ.5,17]. Και πολύ ορθά· διότι το να εκφράζει κανείς φιλόσοφες σκέψεις με τα λόγια είναι εύκολο, ενώ το να παρουσιάζει με έργα αυτά που λέγει, είναι γνώρισμα ανθρώπου γενναίου και μεγάλου.
Για τον λόγο αυτό και ο Χριστός, όταν ομιλεί περί ανεξικακίας, φέρει ως πρότυπο ενώπιον όλων τον εαυτό Του, προτρέποντας τους ακροατές να λαμβάνουν από Αυτόν παράδειγμα. Για τον λόγο αυτό και μετά τη συμβουλή αυτή καταφεύγει σε προσευχή, διδάσκοντάς μας κατά τις δοκιμασίες αφού τα αφήσουμε όλα κατά μέρος, να καταφεύγουμε στον Θεό. Διότι αφού είπε: «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε(:στον κόσμο αυτό θα έχετε θλίψη)» και αναστάτωσε τις ψυχές τους με την ανησυχία, πάλι δια της προσευχής αναπτερώνει το φρόνημά τους· διότι μέχρι τότε έστρεφαν την προσοχή τους οι Μαθητές προς Αυτόν, σαν να ήταν ένας άνθρωπος.
Και για τους Μαθητές ο Κύριος πράττει τα ίδια, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Λαζάρου, και λέγει την αιτία, δηλαδή ότι «διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(:Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουστώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)»[Ιω.11,42].
Ναι, θα μπορούσε να πει κανείς: «Για τους Ιουδαίους ευλόγως μεν γίνονταν αυτά, για τους Μαθητές όμως για ποιο λόγο;» Και για τους μαθητές ορθά γίνονταν· διότι εκείνοι, οι οποίοι κατόπιν τόσων έργων και λόγων, έλεγαν: «Νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδας πάντα (:Τώρα καταλαβαίνουμε ότι χωρίς να σου πει κανείς κάτι, γνωρίζεις τις απορίες μας και τους μυστικούς προβληματισμούς μας. Και έτσι πληροφορούμαστε και εμείς ότι τα ξέρεις όλα, και αυτές ακόμη τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων. Δεν έχεις ανάγκη να ακούσεις αυτό που θέλει κάποιος να σε ρωτήσει, αλλά τον προλαβαίνεις και δίνεις απάντηση στις απορίες του. Εξαιτίας της υπερφυσικής αυτής γνώσεώς Σου πιστεύουμε ότι κατάγεσαι από τον Θεό και ότι Αυτός σε απέστειλε στον κόσμο)»[Ιω.16,30],περισσότερο από όλους είχαν ανάγκη να βεβαιωθούν.
Άλλωστε μάλιστα ούτε «προσευχή» την ονομάζει ο Ευαγγελιστής την ενέργεια αυτήν του Κυρίου, αλλά λέγει: «Ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν(:Σήκωσε τους οφθαλμούς Του προς τον ουρανό)» και αποκαλεί αυτό μάλλον συνομιλία με τον Πατέρα. Και αν σε άλλη περίπτωση την ονομάζει «προσευχή» και δείχνει τον Κύριο άλλοτε να γονατίζει και άλλοτε να υψώνει τους οφθαλμούς Του προς τον ουρανό, να μη θορυβηθείς· διότι δια τούτων διδασκόμαστε το αδιάλειπτο της προσευχής, ώστε και όταν στεκόμαστε, να βλέπουμε προς τον Ουρανό όχι μόνο με τους σωματικούς μας οφθαλμούς, αλλά και με τους οφθαλμούς της διανοίας, και όταν γονατίζουμε, να συντρίβουμε έτσι την καρδιά μας· διότι ήλθε ο Χριστός, όχι μόνο για να μας παρουσιάσει τον Εαυτό Του, αλλά και για να μας διδάξει την ανέκφραστη αρετή. Εκείνος ο οποίος διδάσκει, δεν πρέπει μόνο με λόγια, αλλά και με έργα να διδάσκει.
Ας ακούσουμε λοιπόν τι λέγει εδώ: «Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε(:Πατέρα, ήλθε η ώρα, την οποία η σοφία Σου όρισε για να πάθω και να θυσιαστώ κατ’ αυτήν. Δέξου τη θυσία του Πάθους μου και δόξασε τον Υιό Σου και κατά την ανθρώπινη φύση Του, για να σε δοξάσει και ο Υιός σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα αχθεί εις πέρας με τη θυσία Του αυτή και την αιώνια αρχιερατική Του μεσιτεία μετά από αυτήν)»[Ιω. 17,1]. Πάλι δείχνει σε εμάς ότι δεν έρχεται προς τον Σταυρό χωρίς τη θέλησή Του. Διότι πώς δεν θα ερχόταν με τη θέλησή Του, Αυτός που ευχόταν τούτο να συμβεί και το πράγμα τούτο το αποκαλεί «δόξα», όχι μόνο Αυτού, ο οποίος θα σταυρωνόταν, αλλά και του Πατρός; Και πράγματι έτσι έγινε· διότι δεν δοξάστηκε μόνο ο Υιός, αλλά και ο Πατέρας· διότι πριν από τη σταύρωση ούτε οι Ιουδαίοι Τον γνώριζαν· διότι λέγει: «Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω(:Ο ισραηλιτικός λαός δεν με γνώρισε, ούτε με αναγνώρισε ως Κύριό του)»[Ησ. 1,3], μετά όμως από τη σταύρωση όλη η οικουμένη προσέτρεξε κοντά Του.
Έπειτα λέγει και τον τρόπο της δόξας και πώς θα δοξάσει ο Πατήρ τον Υιό: «Καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον(:Δόξασε τον Υιό Σου σύμφωνα με την εξουσία που Του έδωσες πάνω σε όλη την ανθρωπότητα, για να δώσει ζωή αιώνια ως αιώνιος αρχιερέας καθισμένος στα δεξιά Σου σε όλο το πλήθος εκείνο που Του έδωσες και οι οποίοι πίστεψαν σε Αυτόν)»[Ιω.17,2]· διότι πάντοτε το να ευεργετεί είναι δόξα για τον Θεό.
Και τι σημαίνει το «καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ’ αρχάς δείχνει ότι τα κηρύγματά Του δεν έχουν περιοριστεί μόνο στους Ιουδαίους, αλλά επεκτείνονται και σε όλη την οικουμένη και προετοιμάζει την κλήση των εθνικών. Διότι, όταν είπε: «Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε(:Μην πάτε σε δρόμο που θα σας οδηγήσει σε χώρα που κατοικούν ειδωλολάτρες και μην μπείτε σε πόλη που ανήκει σε Σαμαρείτες)»[Ματθ. 10,5], και πρόκειται στη συνέχεια μετά από αυτά να πει: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη(:Λοιπόν πηγαίνετε και κάνετε μαθητές σας όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος)»[Ματθ.28,19], δείχνει ότι και ο Πατήρ το επιθυμεί αυτό· διότι αυτό πολύ σκανδάλιζε τους Ιουδαίους, αλλά και τους μαθητές· διότι ούτε μετά από αυτά δέχονταν με ευκολία να έρχονται σε επικοινωνία με τους εθνικούς, έως ότου έλαβαν τη διδασκαλία από το Άγιο Πνεύμα· καθόσον δεν γινόταν αυτό μικρό σκάνδαλο για τους Ιουδαίους. Μετά λοιπόν από αυτήν την τόσο μεγάλη εμφάνιση και επίδειξη του Αγίου Πνεύματος, όταν ο Πέτρος έφτασε στα Ιεροσόλυμα, με δυσκολία κατόρθωσε να αποφύγει τις κατηγορίες, όταν είπε εκείνα τα σχετικά με το σινδόνι [:που είδε σε όραμά του από τον Θεό και του υποδείκνυε και ότι και στους εθνικούς έπρεπε να διδάξει και ότι και σε αυτούς έδωσε ο Θεός τη χορηγηθείσα στους Ιουδαίους μετάνοια, για να λάβουν και αυτοί δια του Μεσσία τη σωτηρία και την αιώνια ζωή][ βλ.Πράξ. κεφ. 11].
Τι σημαίνει λοιπόν το «ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν την πήρε αυτήν την εξουσία; Θα ρωτήσω τους αιρετικούς: πριν τους πλάσει ή κατόπιν; Διότι ο ίδιος ο Κύριος λέγει ότι την έλαβε μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση. Τότε λοιπόν λέγει: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς(:Δόθηκε και στην ανθρώπινη φύση μου κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη)»[Ματθ. 28,18]· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη(:Λοιπόν πηγαίνετε και κάνετε μαθητές σας όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος)»[Ματθ.28,19].
Τι λοιπόν; Δεν είχε εξουσία επί των δικών Του έργων, αλλά δημιούργησε μεν αυτούς, ο Ίδιος όμως μετά από αυτό το γεγονός της δημιουργίας δεν είχε εξουσία επ’ αυτών; Και όμως φαίνεται ότι όλα ο Ίδιος τα επιτελεί και κατά την παλαιά εποχή, και άλλους μεν να τους τιμωρεί επειδή αμάρταναν, ενώ άλλους οι οποίοι επέστρεφαν, να τους διορθώνει· διότι λέγει: «Οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ Ἁβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ(:Δεν θα κρύψω εγώ από τον Αβραάμ τον δούλο μου, αυτά που εγώ θα κάνω)»[Γέν.18,17], και άλλους πάλι να τους τιμά επειδή εκτελούσαν τις εντολές Του· έπειτα τότε μεν είχε εξουσία, έπειτα όμως την απώλεσε, και τώρα την έλαβε και πάλι; Και ποιος δαίμονας θα ήταν δυνατό να ξεστομίσει τέτοια πράγματα;
Εάν επίσης είναι η ίδια εξουσία τότε και τώρα -διότι λέγει: «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ(:ο Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει. Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική, αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή τη μεταδίδει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)»[Ιω.5,21],τι σημαίνει ο λόγος Του εκείνος; Επρόκειτο να στείλει τους Μαθητές Του στα έθνη· για να μη νομίζουν λοιπόν ότι αυτό αποτελεί καινοτομία, επειδή έλεγε: «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ(:Δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους)»[Ματθ.15,24], δείχνει ότι αυτό φαίνεται καλό και στον Πατέρα.
Και αν πάλι το λέγει αυτό με ταπεινά και ευτελή λόγια, καθόλου απορίας άξιο δεν είναι· διότι με αυτόν τον τρόπο κατήρτιζε και εκείνους που ζούσαν εκείνη την εποχή και αυτούς που έζησαν μετά από αυτά, και -εκείνο το οποίο είπα- πάντοτε με τις πιο ταπεινές και απλοϊκές εκφράσεις έπειθε ότι οι λόγοι Του προσαρμόζονταν, από συγκατάβαση, στην αντιληπτική ικανότητα που διέθεταν ακόμη τότε.
Αλλά τι σημαίνει: «πάσης σαρκός»; Διότι βέβαια δεν πίστεψαν όλοι. Και όμως, όσο εξαρτάται από Αυτόν, όλοι πίστεψαν· εάν όμως δεν πρόσεχαν στα λόγια Του, δεν ανήκει στον Διδάσκαλο η κατηγορία, αλλά σε εκείνους οι οποίοι δεν δέχονταν τα λόγια Του.
«Ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον(:Αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον Οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με Εσένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου)»[Ιω.17,2]. Εάν πάλι και εδώ ομιλεί κατά τρόπο περισσότερο προσαρμοσμένο στα ανθρώπινα μέτρα, να μην απορήσεις· διότι πράττει τούτο και για τις αιτίες που αναφέρθηκαν προηγουμένως και διότι αποφεύγει ο Ίδιος να λέγει κάτι σπουδαίο για τον Εαυτό Του, γιατί κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στο αίσθημα και τη σκέψη των ακροατών Του, εφόσον μέχρι τότε δεν είχαν σχηματίσει καμία υψηλή γνώμη περί Αυτού.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης βέβαια, όταν ομιλεί από μόνος του, δεν ομιλεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά χρησιμοποιεί υψηλότερες εκφράσεις, λέγοντας τα εξής: «Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν(:Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3] και ότι «ζωὴ ἦν (:είχε μέσα Του τη ζωή, και Αυτός, ως πηγή της ζωής που είναι, δημιούργησε και συντηρεί κάθε ζωή. Και για τους ανθρώπους, που είναι λογικά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευματικό φως, που φωτίζει τον νου τους και τους οδηγεί στην αλήθεια)»[Ιω.1,4] και ότι «ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν(:ως Λόγος και ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος ήταν πάντοτε ο Χριστός το απολύτως τέλειο φως, η μοναδική πηγή του φωτός, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο)»[Ιω.1,9] και ότι «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε(:ήλθε απ’ τον ουρανό και έζησε ως άνθρωπος στη γη της επαγγελίας, που ήταν ξεχωρισμένη πριν από πολλούς αιώνες από τον Θεό ως ιδιαιτέρως δική Του)»[Ιω.1,11] και όχι ότι δεν θα είχε εξουσία, εάν δεν την έπαιρνε από τον Πατέρα, αλλά ότι και σε άλλους έδωσε «ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι(:τους έδωσε το δικαίωμα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού)» [Ιω.1,12].
Και ο απόστολος Παύλος ομοίως αποκαλεί Αυτόν ίσο με τον Θεό[βλ. Φιλιπ.2,6: «Ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ(:Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και ως απαράλλακτη και ζωντανή εικόνα του Θεού είχε τη μορφή και τη φύση του Θεού, δεν θεώρησε την ισότητά Του με τον Θεό Πατέρα αποτέλεσμα αρπαγής· διότι εάν ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, δεν θα τολμούσε να το αποθέσει, από φόβο μήπως το χάσει)»]. Ο Ίδιος όμως ο Κύριος παρακαλεί τον Πατέρα κατά τρόπο περισσότερο ταιριαστό και κατανοητό από τους ανθρώπους, ομιλώντας ως εξής: «ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν(:για να δώσει ζωή αιώνια ως αιώνιος αρχιερεύς καθισμένος στα δεξιά Σου σε όλο το πλήθος εκείνο που Του έδωσες και οι οποίοι πίστεψαν σε Αυτόν. Αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον Οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με Εσένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου)»[Ιω.17,2-3].
Λέγει «τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν» προς διάκριση από τους μη πραγματικούς «θεούς»· διότι επρόκειτο να στείλει τους μαθητές στα έθνη. Αλλά εάν τούτο δεν το δεχθούν, με αυτό και μόνο αρνούνται οι εθνικοί ότι ο Υιός είναι αληθινός Θεός, τότε περαιτέρω θα αρνηθούν και την ύπαρξη του Θεού· καθόσον λέγει: «τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;(:αλλά πώς είναι δυνατόν να πιστέψετε εσείς, αφού επιδιώκετε να παίρνετε δόξα και επαίνους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητάτε τη δόξα που πηγάζει από τον ένα και μόνο Θεό;)»[Ιω.5,44].
Τι λοιπόν; Δεν θα είναι Θεός ο Υιός; Εάν όμως είναι Θεός ο Υιός και ονομάζεται μόνος του Πατρός, είναι φανερό ότι είναι και αληθινός και ονομάζεται «μόνος αληθινός».
Αλλά τι; Όταν λέγει ο Παύλος: «Ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας(:Ή μόνος εγώ και ο Βαρνάβας)»[Α΄Κορ.9,6], άραγε αποκλείει τον Βαρνάβα; Καθόλου· διότι το «μόνος» χρησιμοποιείται προς διάκριση από άλλους. Εάν λοιπόν δεν είναι αληθινός ο Θεός, πώς ο Ιησούς είναι αλήθεια[Ιω.14,6:«Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»]; Διότι η αλήθεια δεν διαφέρει πολύ του αληθινού.
Για τον μη αληθινό άνθρωπο, τι θα πούμε; Πες μου, τι θα πούμε, ότι δεν είναι καν αληθινός άνθρωπος; Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αν δεν είναι αληθινός Θεός ο Υιός, πώς είναι Θεός; Πώς επίσης καθιστά εμάς θεούς και υιούς, όταν δεν είναι αληθινός;
Αλλά για αυτά έχω ομιλήσει σε σας ακριβέστερα και λεπτομερέστερα σε άλλους λόγους· γι’αυτό, ας προχωρήσουμε στη συνέχεια: «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς(:Εγώ γνωστοποίησα το όνομά Σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)»[Ιω.17,4]. Καλώς είπε: «ἐπὶ τῆς γῆς»· διότι στον ουρανό είχε δοξαστεί, δεδομένου ότι και στη φύση Του είχε τη δόξα, και εκ μέρους των αγγέλων προσκυνούνταν. Δεν ομιλεί λοιπόν για τη δόξα εκείνη, η οποία ανήκει στη φύση Του (διότι και αν ακόμη κανείς δεν δοξάσει Αυτόν κατ’ εκείνη τη δόξα, μονίμως τη διατηρεί πλήρη), αλλά εννοεί αυτήν, η οποία προέρχεται από τη λατρεία των ανθρώπων.
Λοιπόν και το «δόξασόν με», αυτή τη σημασία έχει. Και για να μάθεις ότι αυτόν τον τρόπο της δόξης εννοεί, άκουσε τα εξής: «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω(:Εγώ γνωστοποίησα το όνομά Σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)»[Ιω.17,4]· αν και βέβαια η υπόθεση ακόμη αυτή είχε αρχή, μάλλον δε ούτε αρχή.
Πώς λέγει λοιπόν «ἐτελείωσα»; Ή σημαίνει: «επιτέλεσα οτιδήποτε εξαρτάται από εμένα» ή εκείνο, το οποίο πρόκειται να γίνει, το αναφέρει ως τετελεσμένο, ή εκείνο, το οποίο κυρίως μπορούμε να πούμε, εννοεί ότι το παν είχε πλέον επιτελεστεί με την τοποθέτηση της ρίζας των αγαθών, εκ της οποίας οπωσδήποτε αναγκαίως θα παράγονταν οι καρποί, και ότι σε εκείνους, οι οποίοι επρόκειτο μετά από αυτά να έλθουν, ο Ίδιος θα ήταν παρών και θα τους ακολουθούσε ενωμένος με αυτούς.
Γι’ αυτό και πάλι λέγει κατά ανθρώπινη έκφραση: «ὃ δέδωκάς μοι». Διότι, βεβαίως, εάν περίμενε ο Κύριος να ακούσει και να μάθει, θα απείχαν αυτά πολύ από τη δόξα Του· διότι ότι οικειοθελώς ενσαρκώθηκε και ήλθε στο σταυρικό πάθος για τη σωτηρία των ανθρώπων είναι από πολλές πηγές φανερό. Π.χ. όταν λέγει ο Παύλος ότι «καὶ περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμὴν εὐωδίας(: και να συμπεριφέρεστε με αγάπη, όπως και ο Χριστός μάς αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μας και για τη σωτηρία μας ως προσφορά και θυσία στον Θεό, για να είναι μπροστά Του η θυσία αυτή σαν οσμή που εωδιάζει)»[Εφ.5,2] και «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών(:αλλά κένωσε τον εαυτό Του συγκαλύπτοντας και κρύβοντας για κάποιο διάστημα τη δόξα και το μεγαλείο της θεότητάς Του. Πήρε μορφή δούλου και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους)»[Φιλιπ.2,7]· και πάλι: «καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς(:ο σύνδεσμος που μας ενώνει όπως τα κλήματα με την κληματαριά είναι σύνδεσμος αγάπης. Πράγματι. Όπως με αγάπησε ο Πατέρας μου, όταν έγινα άνθρωπος και του έδειξα τέλεια υπακοή, έτσι και εγώ σας αγάπησα. Εξακολουθήστε να μένετε στην αγάπη μου, με το να αποδεικνύεστε άξιοι αυτής της αγάπης)»[Ιω.15,9].
«Καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί (:Και τώρα που η επίγεια αποστολή μου τελείωσε, ανάδειξέ με με την Ανάσταση και την Ανάληψή μου αιώνιο Αρχιερέα και δόξασέ με και ως άνθρωπο Εσύ, Πάτερ, δίπλα Σου, με τη δόξα που είχα κοντά Σου προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος)»[Ιω.17,5].Και πού είναι η δόξα εκείνη; Διότι έστω ότι πλησίον των ανθρώπων ήταν άνευ δόξης λόγω της ενδυμασίας Του· πώς ζητεί να δοξασθεί και πλησίον του Θεού; Ο λόγος εδώ είναι περί της οικονομίας· δηλαδή λέγει το εξής ότι θα Τον δοξάσει τώρα ο Πατήρ, επειδή δεν είχε ακόμη δοξαστεί η φύση της σαρκός, ούτε είχε ακόμη απολαύσει την αφθαρσία, ούτε είχε μετάσχει του βασιλικού θρόνου. Γι’ αυτό δεν είπε: «ἐπί τῆς γῆς» αλλά «παρά σοί».
«Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι(:Φανέρωσα το όνομά Σου και έκανα γνωστές τις άπειρες τελειότητές Σου στους ανθρώπους που απέσπασες από τους κόλπους του κόσμου και τους έδωσες σε Εμένα. Η πρόθεσή τους ήταν αγαθή και γι’ αυτό ήταν δικοί Σου. Εσύ τους έδωσες σε Εμένα, και αυτοί τήρησαν τον λόγο Σου, τον οποίο τους αποκάλυψα)»[Ιω.17,6].
«Μεγάλης βουλής Άγγελος» λέγεται ο Υιός του Θεού και για όλα τα άλλα, τα οποία δίδαξε και κυρίως διότι παρουσίασε τον Πατέρα στους ανθρώπους· τούτο ακριβώς και τώρα λέγει: «Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις (:Εγώ γνωστοποίησα το όνομά σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)»[Ιω.17,4], επεξηγεί πάλι αυτό, λέγοντας ποιο έργο ήταν· και όμως, ήταν φανερό το όνομα του Θεού· διότι και ο Ησαΐας λέγει: «Οἱ ὀμνύοντες ἐπὶ τῆς γῆς ὁμοῦνται τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν (:Και όσοι από τους κατοίκους της γης βρίσκονται στην ανάγκη να ορκίζονται, θα ορκιστούν στον αληθινό Θεό)»[Ησ. 65,16])· αλλά εκείνο, το οποίο πολλές φορές είπα, αλλά και τώρα λέγω, δηλαδή ότι αν και ήταν φανερό το όνομα, ήταν όμως φανερό μόνο στους Ιουδαίους και όχι πάλι σε όλους αυτούς· τώρα όμως ομιλεί περί των εθνών. Και δεν δείχνει αυτό μόνο, αλλά ότι και τον ίδιο τον Πατέρα γνώρισαν. Και δεν είναι όμοιο να μάθει κανείς ότι είναι Δημιουργός με το να μάθει ότι έχει και Υιό. Φανέρωσε μάλιστα το όνομα Αυτού και με λόγια και με έργα.
«Οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου (:Τους οποίους Εσύ πήρες από τον κόσμο και μου τους έδωσες ως μαθητές μου)».Όπως ακριβώς λέγει στην αρχή: «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου(:Επειδή γνώριζα ότι μερικοί από σας θα κλονίζονταν στην πίστη και δεν θα παρέμεναν μέχρι τέλους μαθητές μου, γι’ αυτό σας είπα ότι κανείς δεν μπορεί να αισθανθεί μέσα του ότι είμαι ο Σωτήρας και ο Λυτρωτής και με την πίστη αυτή να έλθει κοντά μου, εάν δεν του έχει δοθεί αυτό από τον Πατέρα μου)»[Ιω.6,65], έτσι και εδώ λέγει: «οὓς δέδωκάς μοι».
Και όμως ο ίδιος ο Κύριος λέγει για τον Εαυτό Του ότι είναι η οδός: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή (:Εγώ είμαι ο μοναδικός δρόμος, από τον οποίο μπορεί να φτάσει κανείς στον ουρανό. Διότι συγχρόνως είμαι και η απόλυτη αλήθεια και η πραγματική και πηγαία ζωή. Κανείς δεν είναι δυνατόν να έλθει προς τον Πατέρα και να μετάσχει στη μακαρία ζωή Του, παρά μόνο αν περάσει από Εμένα˙ διότι εγώ με τη διδασκαλία μου σας γνωρίζω τον Πατέρα μου και την αλήθεια Του. Και με τη θυσία μου ως αιώνιος αρχιερέας σας συμφιλιώνω με Αυτόν)» [Ιω.14,6].
Από αυτό είναι φανερό ότι με τα λόγια Του δύο πράγματα εδώ αποδεικνύει, δηλαδή και ότι δεν είναι αντίθετος προς τον Πατέρα και ότι θέλημα του Πατρός είναι να πιστέψουν οι Μαθητές στον Υιό.
«Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας». Εδώ θέλει να διδάξει ότι σε μεγάλο βαθμό Τον αγαπάει ο Πατήρ. Διότι, ότι δεν είχε ανάγκη να λάβει αυτούς, είναι φανερό από το εξής: ο Ίδιος δημιούργησε αυτούς, ο Ίδιος και φροντίζει για αυτούς συνεχώς. Πώς λοιπόν έλαβε αυτούς; Αλλά, πράγμα το οποίο είπα εγώ, αυτό δείχνει τη συμφωνία προς τον Πατέρα.
Εάν πάλι κανείς ήθελε να εξετάσει τα παραπάνω λόγια με τον ανθρώπινο τρόπο, και με αυτόν τον τρόπο, κατά τον οποίο έχει λεχθεί, δεν θα είναι πλέον του Πατρός· διότι εάν, όταν ο Πατήρ είχε αυτούς, δεν είχε αυτούς ο Υιός, είναι ευνόητο ότι, και όταν έδωσε ο Πατήρ αυτούς στον Υιό, παραιτήθηκε από την εξουσία Του σε αυτούς· και το πλέον παράλογο πάλι είναι τούτο· δηλαδή από τη μια πλευρά θα βρεθούν να είναι ατελείς, όταν ήσαν υπό την εξουσία του Πατρός, και από την άλλη να καθίστανται τελειότεροι, όταν περιήλθαν υπό την εξουσία του Υιού. Αλλά αυτά είναι γελοία ακόμη και να τα πει κανείς.
Τι δείχνει λοιπόν με τον λόγο αυτό; Ότι και στον Πατέρα φαινόταν καλό να πιστεύουν στον Υιό.
«Καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν(:Φανέρωσα το όνομά Σου και έκανα γνωστές τις άπειρες τελειότητές Σου στους ανθρώπους που απέσπασες από τους κόλπους του κόσμου και τους έδωσες σε Εμένα. Η πρόθεσή τους ήταν αγαθή και γι’ αυτό ήταν δικοί Σου. Εσύ τους έδωσες σε μένα, κι αυτοί τήρησαν τον λόγο Σου, τον οποίο τους αποκάλυψα. Τώρα έμαθαν τελειότερα και πείστηκαν ότι η διδασκαλία μου και τα έργα μου και όλα γενικότερα όσα μου έδωσες προέρχονται από Εσένα)»[Ιω.17,6-7].
Πώς τήρησαν τον λόγο Σου; Με το να πιστέψουν σε Εμένα και να μην προσέχουν στους Ιουδαίους· διότι εκείνος, ο οποίος πιστεύει σε Αυτόν, λέγει: «Ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν ἐσφράγισεν ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής ἐστιν(:Εκείνος που πίστεψε στη μαρτυρία Του και εγκολπώθηκε τη διδασκαλία Του, αυτός έβαλε τη σφραγίδα Του κάτω από τα λόγια αυτά του Υιού και απεσταλμένου του Θεού και επιβεβαίωσε επίσημα ότι ο Θεός είναι αληθινός και δεν ψεύδεται)»[Ιω.3,33]. Διότι μερικοί λέγουν ότι «νῦν ἔγνων [δηλαδή όχι “ἔγνωκαν”] ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν(: τώρα γνώρισα εγώ ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προέρχονται από εσένα)», αλλά αυτό δεν δύναται να έχει καμία δικαιολογία και υπόσταση· διότι πώς επρόκειτο ο Υιός να αγνοεί τα σχετικά με τον Πατέρα; Αλλά τούτο έχει λεχθεί για τους Μαθητές. Δηλαδή: «από τότε που είπα αυτά», λέγει, «έμαθαν ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προέρχονται από Εσένα»· «τίποτα δεν είναι ιδιαίτερο, τίποτα δεν είναι ξένο εκ μέρους μου απέναντί Σου· διότι το ιδιαίτερο τα παρουσιάζει τα περισσότερα σαν να ανήκουν σε ξένο. Έμαθαν λοιπόν ότι όλα όσα διδάξω, είναι δικά Σου, και τα διδάγματα και τα δόγματα».
Και πώς τα έμαθαν; «Από τους λόγους μου· διότι κατά τον τρόπο αυτό και δίδασκα». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ότι «ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον(:και απόδειξη ότι έλαβαν την πληροφορία και τη γνώση αυτή είναι ότι τους λόγους που μου έδωσες για να τους αποκαλύψω στους ανθρώπους, εγώ τους παρέδωσα σε αυτούς με τη διδασκαλία μου, και αυτοί τους παρέλαβαν και τους αποδέχθηκαν. Και απέκτησαν πράγματι τη βεβαιότητα και την πεποίθηση ότι γεννήθηκα και βγήκα από τους κόλπους Σου, και πίστεψαν ότι Εσύ με απέστειλες στον κόσμο)»[Ιω.17,8]· διότι αυτό φρόντισε να αποδείξει από την αρχή έως το τέλος του Ευαγγελίου.
«Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ(:Εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιερέας και μεσίτης. Δεν σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9]. Τι λέγεις; Διδάσκεις τον Πατέρα σαν να το αγνοεί; Συνομιλείς με Αυτόν σαν με άνθρωπο που δεν γνωρίζει; Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η διάκριση; Βλέπεις ότι η προσευχή γίνεται όχι για άλλο λόγο, αλλά για να μάθουν οι μαθητές την αγάπη, την οποία έχει προς αυτούς; Διότι Εκείνος, ο Οποίος όχι μόνο τις δικές Του δωρεές παρείχε, αλλά παρακαλεί και Άλλον για τον σκοπό αυτό, δείχνει μεγαλύτερη την αγάπη Του.
Τι σημαίνει λοιπόν το «περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ»; «Οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι(:Εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιερέας και μεσίτης. Δεν σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9].Συνεχώς θέτει το «δέδωκας», για να μάθουν ότι τούτο είναι γνώμη του Πατρός.
Έπειτα, επειδή κατ’ επανάληψη είπε: «Σοί εἰσί καί σύ μοι αὐτούς δέδωκας», για να καταρρίψει την πονηρή γνώμη, δηλαδή για να μη νομίσει κανείς ότι είναι πρόσφατη η εξουσία Αυτού, και ότι τώρα έχει παραλάβει αυτούς, τι λέγει; «Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς(:Και όλα όσα ανήκουν σε μένα δικά σου είναι, όπως και τα δικά σου είναι δικά μου. Κι αυτοί λοιπόν δικοί σου ήταν και έγιναν δικοί μου˙ αλλά και ως δικοί μου εξακολουθούν να είναι δικοί σου. Κι εγώ έχω δοξαστεί από αυτούς, διότι αναγνώρισαν τη θεϊκή μου φύση και πίστεψαν σε Εμένα)»[Ιω.17,10].
Είδες ισοτιμία; Δηλαδή για να μην νομίσεις όταν ακούς «δέδωκάς μοι», ότι οι Μαθητές παύουν να ανήκουν στην εξουσία του Πατρός, ή προηγουμένως δεν ανήκαν στην εξουσία του Υιού, ο Κύριος και τα δύο τα κατέρριψε, αφού είπε εκείνα τα οποία είπε· ισοδυναμούν αυτά με το να έλεγε: «Ούτε, ακούγοντας ότι ‘’εμένα αυτούς έχεις δώσει’’ να νομίσεις ότι αυτοί είναι ξένοι ως προς τον Πατέρα(διότι τα δικά μου είναι και δικά Του),ούτε να νομίσεις ακούγοντας το ‘’ήσαν δικοί Σου’’ ότι είναι ξένοι ως προς Εμένα· διότι τα δικά Του είναι και δικά Μου».
Ώστε το «δέδωκας» έχει λεχθεί μόνο λόγω προσαρμογής του λόγου στα ανθρώπινα μέτρα· διότι εκείνα τα οποία έχει ο Πατήρ είναι του Υιού και εκείνα τα οποία έχει ο Υιός, είναι του Πατρός. Και αυτό, δηλαδή το «καί τά σά ἐμά», ούτε επί του Υιού δύναται να λέγεται με την ανθρώπινη έννοια, αλλά επειδή ο λόγος είναι περί Ανωτέρου των ανθρώπων, γι’ αυτό λέγεται έτσι. Διότι εκείνο μεν, το οποίο έχει ο μικρότερος είναι βέβαια καθ’ ολοκληρίαν φανερό ότι είναι του μεγαλύτερου, καθόλου όμως δεν συμβαίνει το αντίστροφο.
Αλλά εδώ ο Κύριος τα αντιστρέφει, η δε αντιστροφή δηλώνει την ισότητα. Δείχνοντας αυτό και σε άλλη περίπτωση ο Κύριος λέγει: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι(:Προηγουμένως σας είπα ότι ο Παράκλητος θα σας πει όσα θα ακούσει από τον Πατέρα μου. Όλα όμως όσα έχει ο Πατέρας μου είναι δικά μου. Γι’ αυτό σας είπα στη συνέχεια ότι ο Παράκλητος θα πάρει από τη δική μου γνώση και σοφία και θα την αποκαλύψει σε σας)»[Ιω.16,15], ομιλώντας περί γνώσεως· το δε «δέδωκάς μοι» και όσα παρόμοια λέγει, τα λέει, για να δείξει ότι προσείλκυσε αυτούς όχι ως ξένος, αφού ήλθε, αλλά έλαβε τους δικούς Του.
Έπειτα εκθέτει και την αιτία και την απόδειξη λέγοντας: «Καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς(:Και όλα όσα ανήκουν σε Εμένα δικά Σου είναι, όπως και τα δικά Σου είναι δικά μου. Και αυτοί λοιπόν δικοί Σου ήταν και έγιναν δικοί μου˙ αλλά και ως δικοί μου εξακολουθούν να είναι δικοί Σου. Και εγώ έχω δοξαστεί από αυτούς, διότι αναγνώρισαν τη θεϊκή μου φύση και πίστεψαν σε Εμένα)»[Ιω.17,10]· δηλαδή: ή «ότι έχω εξουσία επ’ αυτών», ή «ότι θα με δοξάσουν ομοίως». Εάν όμως δεν δοξάστηκε από αυτούς κατά όμοιο τρόπο, δεν είναι τότε δικά Του τα του Πατρός· διότι κανείς δεν δοξάζεται με εκείνα επί των οποίων δεν έχει εξουσία.
Πώς λοιπόν έχει δοξαστεί με όμοιο τρόπο; Όλοι ομοίως αποθνήσκουν υπέρ Αυτού, όπως και υπέρ του Πατρός και κηρύσσουν Αυτόν, όπως και τον Πατέρα· και όπως στο όνομα του Πατρός λέγουν ότι τα πάντα γίνονται, έτσι και στο όνομα του Υιού.
«Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί(:Εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωματική μου παρουσία, για να τους ενθαρρύνω και να τους ενισχύω με αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διότι δεν επιτέλεσαν ακόμη την αποστολή τους. Εγώ έρχομαι σε σένα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική Σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε Εμένα˙ έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα και εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση)»[Ιω.17,11]· αυτό σημαίνει «και αν δε φαίνομαι κατά σάρκα, δια των μαθητών μου δοξάζομαι».
Γιατί άραγε συνεχώς λέγει ότι «οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ(:στον κόσμο πια δεν είμαι)» και ότι «επειδή αφήνω αυτούς, θέτω αυτούς υπό την προστασία Σου» και «ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς (:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12];
Διότι εάν λάβει κανείς αυτούς τους λόγους με την καθ’ αυτό σημασία τους, θα προκύψουν πολλά παράλογα· διότι πώς δύναται να έχει λογική εξήγηση το να μη βρίσκεται ο Ίδιος στον κόσμο, και όταν απέρχεται να εμπιστεύεται τους Μαθητές σε Άλλον; Διότι αυτοί ήταν ως λόγοι ενός ανθρώπου που συνεχώς χωριζόταν από αυτούς. Βλέπεις ότι κατά ανθρώπινο τρόπο εκφράζεται κατά το πλείστον, σύμφωνα με τη νοοτροπία και την πνευματική τους ωριμότητα, επειδή νόμιζαν ότι είχαν κάπως περισσότερη ασφάλεια από την παρουσία Αυτού;
Γι’ αυτό λέγει: «Ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς (:Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Και όμως λέγει ότι «ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς»[Ιω.14,28] και «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος(:και ιδού, Εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι πάντα μαζί σας βοηθός και συμπαραστάτης σας, μέχρι να τελειώσει ο αιώνας αυτός, μέχρι δηλαδή τη συντέλεια του κόσμου)»[Ματθ.28,20]. Πώς τώρα λέγει αυτά, σαν να πρόκειται να χωρισθεί; Αλλά, πράγμα το οποίο είπα, τα λέγει σύμφωνα με την νοοτροπία τους, για να αναπνεύσουν ανακουφισμένοι λίγο, ακούγοντας Αυτόν να λέει αυτά και να εμπιστεύεται αυτούς στον Πατέρα.
Διότι, επειδή ενώ άκουγαν από Αυτόν πολλούς παρηγορητικούς λόγους, δεν πείστηκαν, στο εξής συνομιλεί με τον Πατέρα, δείχνοντας τη στοργή Του απέναντι σε αυτούς· οι λόγοι Του ισοδυναμούν με το να έλεγε: «Εφόσον με καλείς προς Εσένα, κατάστησε αυτούς ασφαλείς».
«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι(:Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Τι λες; Και δεν μπορείς να διατηρήσεις αυτούς ασφαλείς; «Ναι, μπορώ». Για ποιον λόγο λοιπόν λες αυτά; «ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς(:τώρα όμως έρχομαι σε Σένα. Και τα λέω αυτά μπροστά τους, ενώ βρίσκομαι ακόμη στον κόσμο αυτόν, για να τα ακούσουν και αυτοί, ώστε, έχοντας τη βεβαιότητα ότι εσύ πλέον θα τους προστατεύεις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθάνομαι τώρα και εγώ διότι επανέρχομαι κοντά Σου)»[Ιω.17,13], δηλαδή «για να μην ταράσσονται, επειδή είναι ατελέστεροι». Αυτά λοιπόν αφού είπε, έδειξε ότι όλα αυτά τα έλεγε κατ’ αυτόν τον τρόπο για την ανακούφιση και τη χαρά τους· διότι φαίνεται ότι ο λόγος παρουσιάζει αντίθεση.
«Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί(:Εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωματική μου παρουσία, για να τους ενθαρρύνω και να τους ενισχύω με αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διότι δεν επιτέλεσαν ακόμη την αποστολή τους. Εγώ έρχομαι σε Εσένα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική Σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε Εμένα˙ έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα κι εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση)»[Ιω.17,11]·αυτό δηλαδή υπέθεταν εκείνοι· κατ’ αρχήν λοιπόν εκφράζεται σε αυτούς με τον ανθρώπινο τρόπο· διότι εάν έλεγε: «εγώ φυλάσσω αυτούς», δεν θα πίστευαν τότε· για τον λόγο αυτόν λέγει: «Πατέρα μου άγιε, φύλαξε αυτούς με τη δύναμη του ονόματός Σου»· δηλαδή «με τη δική Σου βοήθεια».
«Ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου (:Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε και έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Πάλι ως άνθρωπος ομιλεί και ως προφήτης· διότι σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να έπραξε κάτι εν τω ονόματι του Θεού.
«Οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ(:Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Και σε άλλη περίπτωση λέγει: «Τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ(:Και το θέλημα του Πατρός, που με έστειλε στον κόσμο, είναι αυτό ακριβώς: να μη χάσω ούτε ελάχιστους απ’ όσους μου έχει δώσει, αλλά να τους αναστήσω όλους ένδοξα την τελευταία ημέρα του κόσμου αυτού, τότε που θα γίνει η δευτέρα μου παρουσία και η παγκόσμια Κρίση)»[Ιω.6,39].
Και όμως δεν χάθηκε εκείνος μόνο, αλλά και πολλοί κατόπιν· πώς λοιπόν λέγει: «Οὐ μὴ ἀπολέσω(:δεν θα τους χάσω)»; Εννοεί: «δε θα τους χάσω, όσο εξαρτάται από εμένα» (δηλαδή όσον εξαρτάται από εμένα, δεν θα γίνω αίτιος απωλείας) πράγμα το οποίο και σε άλλο μέρος δείχνοντάς το έλεγε σαφέστερα ως εξής: «Τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω(:Αλλά εάν εσείς δεν πιστεύετε σε Εμένα, υπάρχουν άλλοι που θα πιστέψουν. Κάθε λογικό πλάσμα, κάθε άνθρωπος που μου δίνει ο Πατέρας μου για να γίνει δικός μου και να σωθεί από μένα, θα πιστέψει και θα έλθει οπωσδήποτε σε Εμένα. Και αυτόν που έρχεται κοντά μου δεν θα τον πετάξω έξω με περιφρόνηση, αλλά θα τον δεχτώ με μεγάλη στοργή)»[Ιω.6,37], «δεν θα αποχωρήσει κανείς εξαιτίας μου, ούτε επειδή τον ωθώ(πράγμα που δεν κάνω), ούτε επειδή θα τον εγκαταλείψω εγώ· εάν όμως από μόνοι τους απομακρύνονται, εγώ δεν θα τους σύρω δια της βίας».
«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι(:Τώρα όμως έρχομαι σε Σένα. Και τα λέω αυτά μπροστά τους, ενώ βρίσκομαι ακόμη στον κόσμο αυτόν, για να τ’ ακούσουν και αυτοί, ώστε, έχοντας τη βεβαιότητα ότι Εσύ πλέον θα τους προστατεύεις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθάνομαι τώρα και εγώ διότι επανέρχομαι κοντά Σου)»[Ιω.17,13]. Παρατηρείς ότι ο διάλογος διεξάγεται κατά ανθρωπινότερο τρόπο; Ώστε εάν κανείς ήθελε να παρουσιάζει κατώτερο τον Υιό από τα λόγια αυτά, θα παρουσιάσει κατώτερο και τον Πατέρα.
Παρατηρεί λοιπόν εξαρχής ότι ο Κύριος ομιλεί άλλοτε μεν ως κάποιος που διδάσκει και διευκρινίζει αυτά στον Πατέρα και άλλοτε σαν να δίνει παραγγελίες· ως κάποιος που διδάσκει ομιλεί όταν π.χ. λέγει: «Οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ(:Εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιερέας και μεσίτης. Δεν σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9], ενώ ως κάποιος που δίνει παραγγελίες, ομιλεί όταν λέγει: «ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου», «οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο» και «πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου» · και πάλι: «σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας» και «ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς».
Όλων ωστόσο η εξήγηση είναι ότι οι λόγοι έχουν λεχθεί εξαιτίας της πνευματικής ακόμα αδυναμίας τους και έχουν προσαρμοστεί κατά συγκατάβαση προς το επίπεδό τους να κατανοούν τα υψηλά εκείνα νοήματα.
Όταν είπε ότι «οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας(:κανένας από αυτούς τους μαθητές δεν χάθηκε, παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης)» πρόσθεσε «ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ(:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12].
Ποια Γραφή εννοεί; Εκείνη, η οποία προλέγει περί του Ιούδα. Δεν χάθηκε βέβαια για τον λόγο αυτό, δηλαδή για να πραγματοποιηθεί αυτό που λέει η Γραφή. Και για την έκφραση αυτή πολλά είπαμε και προηγουμένως, ότι δηλαδή αυτός ο τρόπος εκφράσεως είναι ιδιάζων τρόπος της Γραφής, δια του οποίου εκθέτει τα συμβαίνοντα από τα αποτελέσματά τους[δηλαδή όταν λέγει «ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ» δεν σημαίνει ότι συνέβη «με τον σκοπό να πραγματοποιηθεί η Γραφή», αλλά συνέβη «με αποτέλεσμα να επαληθευτούν οι λόγοι της Γραφής»]. Και πρέπει με ακρίβεια όλα να τα εξετάζει κανείς, και τον λεκτικό τρόπο του ομιλούντος, και την υπόθεση, και τους νόμους της Γραφής, εάν βεβαίως δεν έχουμε την πρόθεση να καταλήξουμε σε παραλογισμούς· διότι λέγει: «Ἀδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν(:Αδελφοί, μη συμπεριφέρεστε σαν να είστε ακόμη παιδιά στο μυαλό, ανίκανοι να σκεφτείτε σοβαρά και συνετά, αλλά να γίνεστε μόνο ως προς την κακία σαν τα νήπια, απονήρευτοι και αθώοι. Στο μυαλό όμως και στη σκέψη φροντίζετε πάντοτε να γίνεστε τέλειοι άνδρες)»[Α΄Κορ.14,20].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίες Π΄και ΠΑ΄(κατ’ επιλογήν), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2011, τόμος 14, σελίδες 552-563 και 570-581 .
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 75, σελ. 139-144 και 148-155 .
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Σειρά τριών,πάντοτε επίκαιρων, απομαγνητοφωνημένων ομιλιών
του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου Περί αιρέσεων
Ὁμιλία 1η – ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
Αἵρεσις: ὁ ἐσωτερικός ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας
Ἐπειδή στίς μέρες μας, ἀγαπητοί μου, ὅπως λέγει ἐκεῖ ἕνας ψαλμικός στίχος, πολλοί «μονιοὶ ἄγριοι»[Ψαλμ.79,14:« ἐλυμήνατο αὐτὴν ὗς ἐκ δρυμοῦ, καὶ μονιὸς ἄγριος κατενεμήσατο αὐτήν»], δηλαδή ἀγριογούρουνα, λυμαίνονται τήν χριστοφυτευθεῖσα ἄμπελο τῆς Ἐκκλησίας μέ τίς αἱρέσεις τους, καλό θά ἦταν αὐτές οἱ τρεῖς ὁμιλίες μας νά ἀφιερωθοῦν εἰς τό μεγάλο αὐτό θέμα τῶν αἱρετικῶν, τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἐχθροί εἶναι ἐσωτερικοί. Διότι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦν διωγμόν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐχθροί ἐξωτερικοί· ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ὁποῖοι μετέρχονται τήν αἵρεσιν, αὐτοί εἶναι ἐχθροί ἐσωτερικοί.
Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἐφοβήθη τούς διωγμούς τούς ἐξωτερικούς· ἀντιθέτως, μέ τούς ἐξωτερικούς διωγμούς, ἐλαμπρύνθη, ἐμεγαλύνθη, καί ἀνεδείχθησαν Ἥρωες καί Ἅγιοι καί Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἐστόλισαν τήν Ἐκκλησία μέ πορφυροῦν ἔνδυμα, πού εἶναι τά αἵματά τους. Ἐκεῖνο πού φοβήθηκε ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ αἵρεσις, εἶναι ὁ ἐσωτερικός ἐχθρός· καί ἀκριβῶς ἐκεῖ κινεῖται μέ κάθε τρόπο, διά νά ἀπομακρύνη κάθε αἱρετική διδασκαλία καί κάθε αἱρετικόν ἄνθρωπον.
Οἱ ἀντιξοότητες εἰς τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας
Ὅταν ἱδρύθη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, δέν ἐγκατεστάθη, ὅπως εἶναι γνωστόν ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, δέν ἐγκατεστάθη ἐπί φιλικοῦ ἐδάφους· ὁ χῶρος ἐπί τοῦ ὁποίου ἐγκατεστάθη ἦτο ἐχθρικός.
Ἡ γῆ, ὅπως εἶναι γνωστό, μέ τήν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων κατέστη δαιμονοκρατουμένη. Ὁ «θεός τοῦ κόσμου τούτου»[βλ. Ιω.12,31 «νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» και 16,11 «περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται»] , ὁ Διάβολος, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τήν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων δέν κατέκτησε μόνον αὐτούς, ἀλλά κατέκτησε καί τήν γῆν.
Ὅταν λέμε ὅτι «κατέκτησε», δέν ἐννοοῦμε ὅτι ὁ κύριος τοῦ αἰῶνος τούτου ἦτο ὁ Διάβολος· κύριος παραμένει πάντοτε, ἀγαπητοί μου, ὁ Θεός· ἀλλά ἐννοοῦμε ὅτι ἐπέτρεψε ὁ Θεός στόν Διάβολο νά ἀσκῆ τήν ἐπιρροή του ἐπί τῶν ἀνθρώπων καί ἐπί τῆς ἀλόγου κτίσεως. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν πάρα πολύ εὔκολα νά γίνουν ὄργανά του, καί μέ τόν τρόπον αὐτόν νά πολεμήση ὁ Διάβολος τήν Ἐκκλησία.
Βεβαίως, ὅταν ἐνεφανίσθη ἡ Ἐκκλησία, ὁ Διάβολος συνετρίβη· συνετρίβη ἐπί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Τά θέματα πού ἐκάναμε ἔδειξαν αὐτό, ὅτι ὁ Διάβολος ἐκεῖ ἐνικήθη, εἰς τόν Σταυρόν καί εἰς τόν Ἅδην. Ὅμως ἀφέθη νά δρᾶ, ὄχι ἀνεξελέγκτως, ἀλλά ἀφέθη νά δρᾶ ἕως ὅτου τελειώση ἡ Ἱστορία τοῦ κόσμου.
Ἡ δαιμονική μέθοδος τῆς νοθείας
Καί τώρα ὁ Διάβολος, ὅταν εἶδε ὅτι πλέον ἡ ἰσχύς του κυριολεκτικά κατερρακώθη μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισε νά πολεμᾶ τήν Ἐκκλησία μέ μίαν νέαν μέθοδον, μέ τήν μέθοδον τῆς νοθείας. Δέν ἔρχεται νά πῆ ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι τίποτε· γιατί ἐνικήθη· ἔρχεται ὅμως νά μιλήση μέ τήν γλῶσσα τῆς νοθείας καί νά πῆ: «Ναί, βεβαίως! ἐγώ δέχομαι τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Βεβαίως! Ἀλλά, ξέρετε, ὁ Ἰησοῦς Χριστός –σπουδαῖος ἄνθρωπος!– ἀλλά… δέν εἶναι Θεός.»! Ἤ τό ἄλλο: «Βεβαίως! εἶναι Θεός!… Ἀλλά δέν ἔγινε ἄνθρωπος · ἤτανε φαινομενικά ἄνθρωπος.»! Καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Δηλαδή μέ κάθε τρόπο ἐπιδιώκει νά δημιουργήση ὁ Διάβολος μίαν ἀπόκλισιν ἀπό τήν ἀλήθεια. Κι αὐτή ἡ ἀπόκλισις ἀπό τήν ἀλήθεια λέγεται «αἵρεσις».
Ἡ αἵρεσις εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην
Ὁ Κύριος μᾶς εἰδοποίησε γιά τό θέμα αὐτό πού θά δημιουργοῦσε ὁ Διάβολος. Σημειώσατε ὅτι δέν ὑφίστατο θέμα αἱρέσεως πρό Χριστοῦ. Ἄν θά ἀνοίξετε τήν Παλαιά Διαθήκη, οὐδέποτε θά ἰδῆτε πουθενά νά ὑπάρχη αἵρεσις. Ὅ,τι πιστεύουν οἱ Ἑβραῖοι, εἶναι βεβαίως ἡ πίστις αὐτή πού συμπίπτει μέ τά γεωγραφικά τους ὅρια· εἶναι ἡ πίστις τῶν Ἑβραίων. Οὐδείς ποτέ ἐσκέφθη νά ἀλλοιώση τήν πίστιν τῶν Ἑβραίων. Ποτέ, κανείς. Οὐδέποτε προέκυψε θέμα νοθείας ἤ αἱρέσεως εἰς τήν Παλαιά Διαθήκη.
Διά τήν ἀκρίβειαν βεβαίως τοῦ πράγματος, ἐάν διαβάσετε ὅτι ἔχουμε τήν αἵρεσιν τῶν Σαδδουκαίων ἤ τῶν Φαρισαίων, ἐκεῖ δέν πρόκειται περί αἱρέσεως μέ τήν τρέχουσα ἔννοια τῆς λέξεως. Ἤ μᾶλλον καί πρόκειται καί δέν πρόκειται· διότι οἱ Σαδδουκαῖοι δέν ἐπίστευαν στήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, ἐνῶ οἱ Φαρισαῖοι πίστευαν στήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. Ἀλλά ὅταν ἀναφέρεται ἐκεῖ ἡ αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων ἤ ἡ αἵρεσις τῶν Φαρισαίων, κυρίως ἔχει τήν ἔννοια τῆς μερίδος καί ὄχι τῆς ἀποκλίσεως ἁπλῶς. Τῆς μερίδος.
Πάντως οὐδέποτε ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀντιμετώπισε τό θέμα τῆς αἱρέσεως. Ἀντιθέτως, ἀφ’ ὅτου ἦρθε ὁ Χριστός, ἔχουμε πλησμονήν αἱρέσεων. Πλησμονή! Σᾶς κάνει ἐντύπωσι αὐτό; Τί σημαίνει; Σημαίνει ὅτι ὁ Διάβολος δέν εἶχε τίποτε τό ἰδιαίτερο νά πολεμήση στήν Παλαιάν Διαθήκη· ἔχει ὅμως νά πολεμήση στήν Καινήν Διαθήκη. Καί ἔρχεται τώρα νά δημιουργήση τήν αἵρεσιν.
Ἡ παραβολή τῶν ζιζανίων δηλωτική τῆς παρουσίας τῶν αἱρέσεων
Ὁ Κύριος, σᾶς εἶπα, μᾶς εἰδοποίησε· διά πολλῶν μᾶς εἰδοποίησε. Κάποτε ἀνέφερε μία παραβολή, πού ἐκεῖ ἤθελε νά δείξη χαρακτηριστικά τήν παρουσία τῶν αἱρέσεων, μόλις Ἐκεῖνος θά ἔφευγε ἀπό τόν κόσμον αὐτόν. Καί εἶπε τήν παραβολή τῶν ζιζαν ίων.
«Κάποιος ἄνθρωπος», λέγει, «ἔσπειρε καλόν σπόρο στό χωράφι του. Ὅταν ἦρ θε ὁ καιρός νά φυτρώση τό σιτάρι, ἀντελήφθησαν οἱ ἄνθρωποί του, αὐτοί δηλαδή πού τούς ἔστειλε μέ τόν καλό σπόρο νά σπείρουν τό χωράφι του, οἱ ἐργάται του, οἱ γεωργοί του, ἀντελήφθησαν ὅτι στό χωράφι μέσα εἶχαν φυτρώσει καί ζιζάνια. Καί λέγουν εἰς τόν Κύριον: ‘’Ὁ σπόρος πού μᾶς ἔδωκες, Κύριε, καλός δέν ἦταν; πῶς ἔγινε καί φύτρωσαν ζιζάνια;’’. Τήν ἀπορία τους αὐτή τήν ἐξηγεῖ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ χωραφιοῦ· καί λέγει: ‘’Ὁ σπόρος πού σᾶς ἔδωσα βεβαίως ἦτο καλός · ἀλλά τήν νύχτα, ὅταν ἐσεῖς πήγατε νά κοιμηθῆτε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κοιμῶνται, ἐχθρός ἄνθρωπος πῆγε καί ἔσπειρε ζιζάνια μέσα στό χωράφι, ἔρριξε σπόρον ζιζανίων. Ὅταν ἐφύτρωσε ὁ σῖτος, ἐφύτρωσαν καί τά ζιζάνια. Αὐτό εἶναι ὅλο’’. Τοῦ λέγουν τότε οἱ γεωργοί: ‘’Νά πᾶμε νά ξερριζώσουμε ἀπό μέσα τά ζιζάνια’’. Καί λέγει ὁ Κύριος: ‘’Ὄχ ι · ἀφῆστε τα νά συναυξάνουν. Θά ’ρ θη ἡ ὥρα, πού θά γίνη αὐτό τό χώρισμα. Τότε θά γίνη, ὅταν θά ἔλθη ὁ καιρός, πού τό σιτάρι θά μπῆ στήν ἀποθήκη καί τά ζιζάνια θά συναχθοῦν καί θά μποῦν μέσα στό καμίνι τοῦ πυρός’’»[Ματθ.13,24-30].
Αὐτήν τήν παραβολή εἶπε ὁ Κύριος. Καί πῶς εἶπε; «Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...» . Σέ ποιόν χῶρον νοεῖται ἐδῶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ; Εἰς τόν παρόντα κόσμον. Ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία νοεῖται ὅταν εἶπε «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Βλέπετε ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ στρατευομένη ἐδῶ ἐπί τῆς γῆς;
Καί ρωτήθηκε ἀπό τούς Μαθητάς Του ποία ἔννοια εἶχε αὐτή ἡ παραβολή. Καί ὁ Κύριος ἀπήντησε: «Ὁ σπείρων τὸ καλὸν σπέρμα ἐστὶν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού σπέρνω τό καλό τό σπέρμα · «ὁ δὲ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος». Ποιός εἶναι τό χωράφι; Εἶναι ὁ κόσμος. «τὸ δὲ καλὸν σπέρμα, οὗτοί εἰσιν οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας.», τό καλό τό σπέρμα, λέγει, εἶναι οἱ υἱοί τῆς βασιλείας.
Προσέξτε ἐδῶ κάτι παρακαλῶ. Δέν λέγει «ὁ λόγος μου», ἀλλά λέγει «οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας». Προσέξτε αὐτό τό σημεῖο· εἶναι πάρα πολύ σημαντικό. Σέ ἄλλη παραβολή παρομοιάζει τόν σπόρο μέ τόν λόγο Του· «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ…» . Καί ποιός εἶναι αὐτός ὁ σπόρος; Εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό ἑρμηνεύει. Ἐδῶ ποιός εἶναι ὁ σπόρος ὁ καλός ; Οἱ «υἱοὶ τῆς βασιλείας», δηλαδή οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
»τὰ δὲ ζιζάνιά εἰσιν οἱ υἱοὶ τοῦ πονηροῦ». Τά ζιζάνια δέν λέγει ὅτι εἶναι ἡ αἵρεσις, ὁ κακός λόγος· ἀλλά τί; εἶναι οἱ αἱρετικοί ἤ οἱ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι. Ἔχει σημασία αὐτό. «ὁ δὲ ἐχθρὸς ὁ σπείρας αὐτά ἐστιν ὁ διάβολος», ὁ ἐχθρός δέ πού τά ἔσπειρε εἶναι ὁ Διάβολος. Σαφῶς λοιπόν· ὁ Διάβολος. «ὁ δὲ θερισμὸς συντέλεια τοῦ αἰῶνός ἐστιν». Τί εἶναι ὁ θερισμός; Εἶναι τό τέλος τοῦ αἰῶνος, τό τέλος τῆς Ἱστορίας. «οἱ δὲ θερισταὶ ἄγγελοί εἰσιν». Ποιοί εἶναι ἐκεῖνοι πού θά θερίσουν; Εἶναι οἱ Ἄγγελοι. Καί ἀλλοῦ μᾶς εἶπε ὁ Κύριος ὅτι θά ἀποστείλη τούς Ἀγγέλους στά τέσσερα πέρατα τῆς οἰκουμένης, διά νά συλλέξουν τούς ἐκλεκτούς .
»ὥσπερ οὖν συλλέγεται τὰ ζιζάνια καὶ πυρὶ κατακαίεται, οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος τούτου». Πῶς μαζεύουμε τά ζιζάνια καί τά βάζουμε στό καμίνι; Ἔτσι θά εἶναι, λέει, ὅταν θά τελειώση ὁ κόσμος αὐτός.
»ἀποστελεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ, καὶ συλλέξουσιν ἐκ τῆς βασιλείας αὐτοῦ πάντα τὰ σκάνδαλα καὶ τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν.» Ὥστε λοιπόν τό σκάνδαλον καί ἡ ἀνομία εἶναι ἡ αἵρεσις καί ὁ διεφθαρμένος βίος· εἶναι δύο πράγματα.
»καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός», πού εἶναι ἡ Κόλασις· «ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.»
Ὥστε βλέπουμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἐδῶ ὁ Κύριος μᾶς παρουσιάζει τό τί θά γίνη μές στόν κόσμον αὐτόν ἀπό τήν στιγμή πού θ’ ἀρχίση νά σπείρεται ὁ λόγος ὁ δικός Του. Θά ἀρχίσουν νά ὑπάρχουν οἱ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι, οἱ εὐλαβεῖς, οἱ πιστοί ἄνθρωποι, οἱ υἱοί τῆς Βασιλείας · θά συνυπάρχουν ὅμως καί οἱ υἱοί τοῦ πονηροῦ, οἱ ὁποῖοι κι αὐτοί θά μποῦνε μέσα στήν Ἐκκλησία, στό αὐτό χωράφι. Θά μποῦνε καί αὐτοί μέσα στήν Ἐκκλησία καί θά δημιουργοῦν προβλήματα, θά δημιουργοῦν ἀντιθέσεις καί ὀξύτητες.
Ἄλλο αἵρεσις, ἄλλο αἱρετικός
Δέν λέγει ἐδῶ γιά τήν αἵρεσι, ἀλλά γιά τόν αἱρετικό· δέν λέγει γιά τήν διαφθορά, ἀλλά γιά τόν διεφθαρμένον ἄνθρωπο· δέν λέγει διά τήν ἀνομίαν, ἀλλά διά «τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν». Καί γιατί λέγει «ἄφετε συναυξάνεσθαι»; Μοιάζει παράξενο. Πῶς ὁ Χριστός, στήν πρότασι τῶν γεωργῶν νά βγάλουν τά ζιζάνια, τούς εἶπε νά τό ἀφήσουν αὐτό τό θέμα καί νά μείνουν τά ζιζάνια ἔτσι, δηλαδή νά μήν πειράξουν τούς σκανδαλοποιούς; Πῶς γίνεται αὐτό;
Ἐδῶ πρόκειται περί ἀποκοπῆς ἑνός πιστοῦ, ἀσχέτως ἐάν αὐτός παρουσιάζη μία κατάστασι δυσάρεστη, σκανδαλώδη. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει ἀμέσως νά ἀποκοπῆ, ἀλλά πρέπει νά περιμένουμε τήν μετάνοιά του. Ἐάν ὅμως δέν ἔλθη ἡ μετάνοιά του, τότε θά ἀποκοπῆ.
Σέ ἄλλη περίπτωσι βεβαίως μᾶς εἶπεν ὁ Κύριος ὅτι ὀφείλομε νά ἀποκόπτωμε. Ποιά εἶναι αὐτή; Εἶναι καί στήν Παλαιά, ἀλλά ἀνανεοῦται καί εἰς τήν Καινή Διαθήκη· «καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν»[Α΄Κορ.5,13· πρβλ.Αριθμ.33,52] , θά βγάλετε τόν πονηρόν ἀπό ἀνάμεσά σας. Ἀκούσατε;… θά τόν βγάλετε τόν πονηρόν ἀπό ἀνάμεσά σας !
Ἐδῶ ὅμως πρόκειται περί ἀνθρώπων, πού ἔχομε τήν ἐλπίδα ἴσως κάποτε νά σωθοῦν. Ἐπί παραδείγματι, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πρίν γίνη Ὁ Παῦλος, ἦτο ἕνα σκάνδαλον. Κι ὅμως αὐτό τό σκάνδαλον, αὐτός ὁ ὁποῖος ἦταν διώκτης, ἔγινε μετά ἔνθερμος Ἀπόστολος.
Περίπτωσις ἀποκοπῆς κυρίως εἶναι καί ὁ θάνατος· νά ἔρθη δηλαδή ὁ Θεός νά κόψη τή ζωή ἑνός σκανδαλοποιοῦ. Δέν τοῦ τήν κόβει ἀμέσως τή ζωή· τόν ἀφήνει. Εἶναι ἐκεῖνο πού πολλές φορές λέμε: «Μά, γιατί αὐτός ὁ ἄνθρωπος νά ζῆ καί νά σκανδαλίζη; Γιατί νά ζῆ ὁ αἱρετικός; Γιατί νά σκορπάη τήν αἵρεσί του ὁ αἱρετικός;».
Ἀφήνει ὁ Θεός· τόν ἀφήνει γιά μιά μετάνοια· ἤ τοὐλάχιστον γιά νά ἀφαιρέση ἀπό τόν κακόν καί τόν σκανδαλοποιόν τήν δικαιολογία ὅτι δέν εἶχε χρόνο νά μετανοήση. Καί τόν ἀφήνει. Δέν σημαίνει ὅμως μ’ αὐτό ὅτι μές στήν Ἐκκλησία πρέπει νά ὑπάρχη ὁ σκανδαλοποιός καί ὁ αἱρετικός· ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Πρόκειται λοιπόν περί τοῦ προσώπου, μήπως καί μετανοήση· ὄχι περί τῆς αἱρέσεως καί τοῦ κακοῦ. Ἀλλοίμονο ἐάν ἐπρόκειτο περί αὐτοῦ.
Πάντως δέν ἄργησαν, ἀγαπητοί μου, πράγματι, κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου, νά ἀναφανοῦν τά ζιζάνια. Καί ὅπως ὁ Κύριος τό διεμήνυσε, ἔτσι καί ἔγινε. Μάλιστα ἀπό τήν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τούς Ἀποστόλους τούς ἰδίους –διότι θά ἐπιστρατεύσωμε καί χωρία ἀπό τούς Ἀποστόλους–, θά ἰδοῦμε ὅτι τό πρᾶγμα ἔτσι εἶναι. Δέν ἐννοεῖ ὅτι ὁ αἱρετικός καί ὁ σκανδαλοποιός θά μένουν μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὄχι !
Εἶναι δυνατή ἡ συνύπαρξις Συναγωγῆς τοῦ Σατανᾶ καί Ἐκκλησίας;
Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ τελευταῖος ἐκ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων εἰς τόν κόσμον αὐτόν, στήν Ἀποκάλυψί του μᾶς ἀναφέρει δυό κατηγορίες αἱρέσεων, ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθαν δύο ρεύματα αἱρέσεων. Καί καλόν εἶναι νά γνωρίζωμε τίς κατηγορίες αὐτές, γιά νά ξέρωμε νά κατατάσσωμε καί νά χαρακτηρίζουμε μίαν αἵρεσιν, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται εἰς τόν κόσμον, σ’ ὅλη τήν Ἱστορία ἐννοεῖται.
Ὅπως μᾶς γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψι, ὁ Κύριος ἀποτείνεται εἰς τόν ἄγγελον τῆς Σμύρνης, τόν ἐπίσκοπον τῆς Σμύρνης, καί τοῦ λέγει: «καὶ τὴν βλασφημίαν ἐκ τῶν λεγόντων Ἰουδαίους εἶναι ἑαυτούς, καὶ οὐκ εἰσίν, ἀλλὰ συναγωγὴ τοῦ σατανᾶ» [Αποκ.2,9]. Εἴδατε παρακαλῶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πῶς χαρακτηρίζει ἐδῶ μίαν αἵρεσιν; «Συναγωγή τοῦ Σατανᾶ»! Πῶς εἶναι δυνατόν ποτέ νά συνυπάρχη ἡ συναγωγή τοῦ Σατανᾶ μέ τήν Ἐκκλησίαν…!
Νά ὁ λόγος, ἀμέσως-ἀμέσως, νά μήν παρανοήσωμε τήν παραβολή πού εἶπα προηγουμένως, ν’ ἀφήσωμε δηλαδή τόν αἱρετικό νά ὑπάρχη. Δέν θά πᾶμε νά τόν σκοτώσουμε! Δέν θά πᾶμε νά τοῦ βγάλωμε τά μάτια! ὄχι! Θά τόν ἀφήσουμε τόν ἄνθρωπο. «Μά, λέγει, βρίζει !» Θά τόν κόψωμε ἀπό τήν Ἐκκλησία· δέν θά τόν κόψωμε ἀπό τήν ζωή. Τό καταλάβατε σᾶς παρακαλῶ; Δέν θά τόν βάλωμε ἐπάνω στήν πυρά νά τόν κάψωμε γιατί εἶναι αἱρετικός! Θά τόν ἀφήσουμε. «Μά, βλασφημᾶ!». Ἀφῆστε τον. Θά ἀποκοπῆ ὅμως ἀπό τήν Ἐκκλησίαν. Ἀπό τήν Ἐκκλησία, πάει…! Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη μέσα στήν Ἐκκλησία.
Λοιπόν, τί λέγει ἐδῶ ὁ Κύριος στήν ἐπιστολήν του αὐτή; «καί τήν βλασφημίαν ἐξ ἐκείνων πού λέγουν ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι, πού δέν εἶναι, ἀλλά εἶναι συναγωγή τοῦ Σατανᾶ». Πῶς τώρα μπορεῖ κάποιος νά χαρακτηρισθῆ ὅτι εἶναι Ἰουδαῖος, καί νά εἶναι ταυτοχρόνως ὁ ἄνθρωπος τῆς συναγωγῆς τοῦ Σατανᾶ; Τί εἶναι ἡ συναγωγή τοῦ Σατανᾶ; Εἶναι ἡ ἐκκλησία τοῦ Σατανᾶ –ἐκ τοῦ «συνάγω»· συναγωγή τοῦ Σατανᾶ. Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ Ἰουδαῖοι; Μέ τό νά εἶναι Ἰουδαῖος κανείς, αὐτομάτως εἶναι καί ἀνήκει εἰς τήν συναγωγή τοῦ Σατανᾶ;… Ὄχι. Ὄχι! Ἀλλά αὐτοί «λέγουν ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι».
Ἄν αὐτοί ἦσαν πραγματικά Ἰουδαῖοι, δηλαδή κάτω ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, θά ἐπίστευαν εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἴσως ἀκόμη νά μήν εἶχε ἔλθη ἡ ὥρα νά πιστεύσουν· θά ἐπίστευαν ὅμως. Δέν θά ἠδύνατο λοιπόν νά χαρακτηρισθοῦν συναγωγή τοῦ Σατανᾶ. Ἀλλά πρόκειται γιά αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἄκουσαν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπίστευσαν εἰς τόν Χριστόν, ἀλλά δέν θέλησαν νά ἀφήσουν καί τό ἰουδαϊκόν πνεῦμα· καί συνεπῶς ἀνέμειξαν Ἰουδαϊσμόν καί Χριστιανισμόν. Ἀπό αὐτήν τήν μεῖξιν προέκυψαν ὁμάδες αἱρετικές, ὅπως εἶναι οἱ Ναζιραῖοι ἤ Ναζωραῖοι, οἱ Ἐ βιωνῖται, οἱ Ἑλκεσαΐται καί ἄλλοι.
Περί τίνος ἀκριβῶς πρόκειται;
Γιά νά γίνη κάποιος Χριστιανός πρέπει νά περάση πρῶτα ἀπό τόν Ἰουδαϊσμόν;
Ὅπως θά γνωρίζετε, στήν ἀρχαϊκή Ἐκκλησία εἶχε προκύψει θέμα περιτομῆς καί εἰδωλοθύτων· κι αὐτό ἐπειδή ὁ Χριστιανισμός κηρύχθηκε σέ χῶρον ἰουδαϊκόν. Ὁ Χριστός σέ Ἰουδαίους ἐκήρυξε, σέ Ἑβραίους. Καί προέκυψε τό ἑξῆς θέμα: Προκειμένου νά ἐξαπλωθῆ τό Εὐαγγέλιον ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς Παλαιστίνης καί οἱ ἐθνικοί νά γίνουν Χριστιανοί, θά ἔπρεπε προηγουμένως νά περιτμηθοῦν ἤ ὄχι;
Σημειώσατε ὅτι τότε οἱ Χριστιανοί ἐξ Ἑβραίων δέν ἤθελαν νά ἐξαπλωθῆ τό κήρυγμα ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς Παλαιστίνης. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος παρακαλῶ κλήθηκε εἰς τό σπίτι τοῦ Κορνηλίου καί ἦλθε κι ἐκεῖ ἡ Πεντηκοστή, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τότε ἐκλήθη σέ ἀπολογία –ξέρετε ποιός;– ὁ ἀπόστολος Πέτρος! Ἀκούσατε;… ὁ ἀπόστολος Πέτρος! Ἐκλήθη σέ ἀπολογία, ὅταν ἐπέστρεψε εἰς τά Ἱεροσόλυμα! Καί τοῦ εἶπαν: «Τί ἀκούσαμε;…».
Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ζηλωταί… Ὤ, νά φυλάη ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο ἀπό τούς ζηλωτάς! Νά φυλάη ὁ Θεός!… Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη συμφορά ἀπό τούς ζηλωτάς, ἀγαπητοί μου, ὅλων τῶν αἰώνων καί ὅλων τῶν ἐποχῶν. Πρόκειται περί φανατικῶν ἀνθρώπων καί ὄχι περί ἐκείνων οἱ ὁποῖοι θά ἤθελαν νά διαφυλάξουν ἀκεραίαν τήν Πίστιν. Διότι ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἀπουσία τῆς διακρίσεως. Στόν ζηλωτήν ὑπάρχει ἡ ἀπουσία τῆς διακρίσεως, ὑπάρχει καί ὁ φανατισμός. Εἶναι φοβερόν πρᾶγμα.
Ἐκάλεσαν λοιπόν, παρακαλῶ, τόν ἀπόστολο Πέτρο –ποιοί;– οἱ πρεσβύτεροι, δηλαδή ἱερεῖς τοῦ ναοῦ καί Φαρισαῖοι πού εἶχαν πιστεύσει εἰς τόν Χριστόν, καί τοῦ λένε: «Τί ἀκοῦμε;… ὅτι ἐπῆγες σέ ἄνδρα ἁμαρτωλόν καί ἐθνικόν, καί τοῦ παρέδωκες τό Εὐαγγέλιον;!…».
«Ναί» λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί τά διηγεῖται ὅλα. Καί τούς λέγει: «Ἦλθε ἡ Πεντηκοστή ὅπως ἦρ θε καί σ’ ἐμᾶς. Κατέβηκε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐφωτίσθησαν, ἐλάλουν ξένες γλῶσσες καί ἐπλήσθησαν ἐνθουσιασμοῦ! Καί ποιός εἶμαι ἐγώ», λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «πού θά ἐμποδίσω τόν Θεόν νά καταστήση πιστούς ἀνθρώπους καί ἔξω ἀπό τόν Ἰουδαϊσμόν, ἔξω ἀπό τήν Συναγωγήν;… Ποιός εἶμαι ἐγώ;…». Καί τότε παρακαλῶ ἡσύχασαν.
Θά ἐπαναλάβουν τό ἴδιο πρᾶγμα λίγα χρόνια μετά στόν ἀπόστολο Παῦλο. «Ἔλα ἐδῶ, θά τοῦ ποῦνε. Τί ἀκοῦμε; Τί ἀκοῦμε;… ὅτι διδάσκεις νά μήν περιτέμνωνται οἱ ἐθνικοί, καί τούς διδάσκεις νά γίνωνται Χριστιανοί χωρίς προηγουμένως νά ὑποστοῦν περιτομήν;!…»
«Δηλαδή τί ἔπρεπε νά γίνη», τούς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Δηλαδή γιά νά γίνη κάποιος Χριστιανός, πρέπει προηγουμένως νά περάση ἀπό τόν Ἰουδαϊσμόν;! Νά ὑποστῆ περιτομή, καί μετά νά γίνη Χριστιανός;! Ἔ, λοιπόν», λέγει, «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία! Οὔτε ἄν περιτμηθῆς, οὔτε ἄν δέν περιτμηθῆς ἔχει καμμία σημασία καί καμμία ἀξία!»[Πραξ. 15,1-4· πρβλ. Γαλ.5,6 και 6,15]
Καί ἐπειδή ἐγίνετο σάλος καί ἐπειδή ἐγίνετο φασαρία, πάντα ἀπό τούς ζηλωτάς αὐτούς –αὐτοί στάθηκαν καί ἡ αἰτία ὁ ἀπόστολος Παῦλος νά συλληφθῆ στά Ἱεροσόλυμα καί νά σταλῆ δέσμιος εἰς τήν Ρώμην· αὐτοί !–, γι’ αὐτό παρακαλῶ ἔγινε ἡ λεγομένη Ἀποστολική Σύνοδος στά Ἱεροσόλυμα. Καί ἐκεῖ, πραγματικά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐκρίθη ὅτι ἡ περιτομή δέν ἔχει καμμία σχέσι, καμμία σημασία, καί ἀπηγορεύθησαν ἐκεῖ τά εἰδωλόθυτα καί λοιπά –νά μήν πολυπραγμονῶ[βλ. Πραξ. 15,6-21].
Τίς ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τίς ἔστειλαν στήν Ἀντιόχεια μέ γράμμα, διότι ἔπρεπε ἐκεῖ νά ἡρεμήσουν οἱ Χριστιανοί, πού διερωτῶντο: «Δηλαδή ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά εἴμεθα Χριστιανοί;… Πρέπει νά γίνωμε πρῶτα Ἰουδαῖοι;!…». Καί ἐκεῖ τούς λέγουν οἱ Ἀπόστολοι: «Μήν ἀνησυχῆτε· τό πρᾶγμα εἶναι ἐν τάξει, τακτοποιημένο. Δέν εἶναι ἀπαραίτητο κανείς νά γίνη πρῶτα Ἰουδαῖος · μόνο νά τηρήση τό θέμα τῶν εἰδωλοθύτων καί τῆς πορνείας καί τοῦ πνικτοῦ· αὐτά τά τρία»[βλ.Πραξ.15,22-35].
Οἱ ἰουδαΐζοντες Χριστιανοί
Ἐν συνεχείᾳ μερικοί τέτοιοι Χριστιανοί, ἐξ Ἰουδαίων, δέν ἐδέχθησαν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Ἀποστολικῆς, ἀπεσπάσθησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀπετέλεσαν ἰδίαν κοινότητα. Αὐτοί ὠνομάσθηκαν «ἰουδαΐζοντες Χριστιανοί». Στήν Ἱστορία λοιπόν θά τούς βρῆτε ὡς ἰουδαΐζοντας Χριστιανούς, δηλαδή Χριστιανούς πού ἰουδαΐζουν· πού δέχονται καί θέλουν καί ἐπιμένουν νά ὑπάρχουν ἰουδαϊκά στοιχεῖα. Παρακαλῶ προσέξτε πολύ. Αὐτούς ὁ ἀπόστολος Παῦλος στίς ἐπιστολές του –φέρ’ εἰπεῖν: Πρός Φιλιππησίους, 3, 2: «Βλέπετε τοὺς κύνας, βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας, βλέπετε τὴν κατατομήν», Β΄ Πρός Κορινθίους, 11, 13: «οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ» καί οὕτω καθ’ ἑξῆς– τούς ἀποκαλεῖ, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, «ψευδαδέλφους», «κύνας» –σκυλιά!–, «δολίους» –πονηρούς!– καί «κακούς ἐργάτας» ! Εἴδατε χαρακτηρισμούς παρακαλῶ;…
Ο ΧΙΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΤΟΚΟΣ ΜΕΙΞΕΩΣ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Τώρα· ἀπό αὐτήν τήν κατηγορία τῶν αἱρετικῶν προέρχονται ὅλες ἐκεῖνες οἱ αἱρέσεις μέσα στήν Ἱστορία στίς ὁποίες ἀναμειγνύονται Χριστιανισμός καί Ἰουδαϊσμός. Ἐάν σᾶς ἐρωτήσω τώρα παρακαλῶ, ἀγαπητοί, «Μπορεῖτε νά μοῦ χαρακτηρίσετε τί εἶναι ὁ Χιλιασμός;», δέν θά σᾶς εἶναι δύσκολο νά μοῦ ἀπαντήσετε· θά μοῦ πῆτε: «Ὁ Χιλιασμός εἶναι ἰουδαΐζουσα αἵρεσις.». Δέν εἶναι δύσκολο. Γιατί;
Ἀκοῦτε τούς Χιλιαστάς, πού λέγουν: «Γιατί δέν λέτε τόν Θεόν ‘’Ἰεχωβᾶ’’;». Καί τούς λέμε: Γιατί νά Τόν ποῦμε «Ἰεχωβᾶ»; Ἡ λέξις αὐτή, «Ἰεχωβᾶ», εἶναι ἑβραϊκή· τή λέμε ἑλληνικά: Κύριος. Ὅταν μετέφρασαν ἐξ ἄλλου οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι τήν Παλαιά Διαθήκη, εἰς ἀνύποπτον χρόνον σέ σχέσι μέ τόν Χριστιανισμόν, τρεῖς αἰῶνες παρακαλῶ πρό Χριστοῦ, τήν μετέφρασαν μέ τήν λέξι Κύριος. Οὔτε μία φορά δέν συναντοῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη τό ὄνομα Γιαχβέ, Ἰεχωβᾶ. Καί τό σπουδαιότατον: οὔτε μιά φορά δέν συναντοῦμε τήν ὀνομασία Γιαχβέ καί εἰς τήν Καινή Διαθήκη. Λοιπόν γιατί νά Τόν ποῦμε τόν Θεόν Ἰεχωβᾶ; Γιατί; Γιά ποιόν λόγο; «Ὄχι, ὄχι, λέγουν· θά τόν λέμε Ἰεχωβᾶ.»! Γιατί; Γιατί ἁπλούστατα οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἀναμειγνύουν Ἰουδαϊσμόν καί Χριστιανισμόν.
Δέν εἶναι λοιπόν δύσκολο νά χαρακτηρίσωμε ποιᾶς προελεύσεως εἶναι ὁ Χιλιασμός· εἶναι ὁλοφάνερον. Καί εἴδατε πῶς ἀποκαλεῖ παρακαλῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τούς αἱρετικούς αὐτῆς τῆς κατηγορίας; Θά τό ἐπαναλάβω ἄλλη μία φορά: «ψευδαδέλφους», «κύνας», «κακούς ἐργάτας» καί «δολίους» !
«Ἀλλὰ τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἃ κἀγὼ μισῶ.» [Αποκ.2,6]
Ἀλλά συνεχίζοντας ὁ Κύριος, στό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως, τήν ἐπιστολή του πρός τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἐφέσου, λέγει τά ἑξῆς εἰς τόν ἄγγελόν της, τόν ἐπίσκοπον τῆς Ἐφέσου: «Ἀλλὰ τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἃ κἀγὼ μισῶ.». Ἀλλά τοῦτο τό καλό ἔχεις… –δηλαδή τοῦ κάνει μερικές παρατηρήσεις τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἐφέσου– ἀλλά ἔχεις αὐτό τό καλό, ὅτι μισεῖς τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, πού καί ἐγώ τά μισῶ, λέγει ὁ Χριστός.
Κατ’ ἀρχάς παρακαλῶ ἡ ἔκφρασις «μισῶ». Ὅταν κάποτε τά βάλουμε μ’ ἕναν αἱρετικόν, ἀμέσως μᾶς λένε: «Ἐπιτρέπεται ἐσεῖς, πού εἶστε καλός Χριστιανός…», ἤ: εἶστε καί ἱερεύς… ἐπιτρέπεται ἐσεῖς, πάτερ μου, νά μισῆτε τούς αἱρετικούς καί νά μιλᾶτε μέ τόν τρόπον αὐτόν;!».
Τί θά θέλατε νά γίνη; Νά γίνω ἐγώ σοῦπερ-Χριστός;!… Πέστε μου: σοῦπερ-Χριστός νά γίνω;! Ὁ Χριστός λέγει «μισῶ». Κι ἐγώ τί εἶμαι; Θά κάνω ἐξυπνάδες ἔναντι τοῦ Χριστοῦ, νά πῶ ὅτι ἔχω ἐγώ πιό πολλή ἀγάπη ἀπό τόν Χριστόν, πού λέγει ὅτι μισεῖ τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν καί ἐπαινεῖ τόν ἐπίσκοπον τῆς Ἐφέσου καί τοῦ λέγει ὅτι ἔχει αὐτό τό καλό, ὅτι τοὐλάχιστον μισεῖ τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν;! Εἶναι θέμα φανατισμοῦ ἤ θέμα διαχωρίσεως εὐθυνῶν; «Τελείωσε· εἶσαι αἱρετικός! εἶσαι ὁ ἄνθρωπος τῆς Κολάσεως! Δέν θέλεις νά πεισθῆς; φύγε ἀπό ’δῶ πέρα! ἀφορίζεσαι! ἀποκόπτεσαι ἀπό τήν Ἐκκλησία! Θά σέ βοηθήσω νά μάθης τήν ἀλήθεια. Δέν τήν θέλεις; ἀποκόπτεσαι! Τελείωσε.»
Εἴδατε παρακαλῶ; Σᾶς τό λέω, γιατί πολλοί τό λέγουν αὐτό· δυστυχῶς τό λέγουν καί Χριστιανοί μας. «Γιατί, πάτερ;» λένε, «Γιατί, πάτερ, μιλᾶτε μέ τήν γλῶσσαν αὐτήν;»! Τό ’χω ἀκούσει τόσες φορές αὐτό. Καί θέλουν νά σέ ἐκθέσουν στά μάτια τῆς κοινωνίας, ὅτι εἶσαι ὁ στενοκέφαλος ἄνθρωπος, ὁ μοχθηρός ἄνθρωπος, πού διαθέτεις μόνον μῖσος καί τίποτε ἄλλο! Δέν πρόκειται ὅμως περί αὐτοῦ, ἀγαπητοί μου· ἀλλά αὐτή πρέπει νά εἶναι ἡ τοποθέτησίς μας.
Οἱ Νικολαΐται
Λοιπόν· τί εἶναι αὐτοί οἱ «Νικολαΐται»; Αὐτοί οἱ «Νικολαΐται», ἀγαπητοί, ἤτανε μία αἵρεσις. Βεβαίως ἄν θά ἔχετε διαβάσει ἤ ἀκούσει ὅτι αὐτή ἡ αἵρεσις ὀφείλεται εἰς τόν Νικόλαον τόν προσήλυτον, ἕναν ἐκ τῶν ἑπτά Διακόνων τῆς Ἐκκλησίας, πρόκειται περί ἀπιθάνου πράγματος. Ἄν τό ἔχετε πουθενά διαβάσει ἤ τό ἔχετε ἀκούσει, πρόκειται περί ἀπιθάνου πράγματος. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος κάνει μίαν ὑπόθεσιν, μίαν εἰκασίαν, μήπως εἶναι· ἀλλά κάθε ἄλλο παρά ἔχομε καμμιά πηγή πού νά μᾶς πληροφορῆ ὅτι αὐτοί προέρχονται ἀπό τόν Νικόλαον τόν προσήλυτον, ἕναν ἐκ τῶν ἑπτά Διακόνων –μεταξύ τῶν ὁποίων ἦτο καί ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος. Αὐτοί οἱ «Νικολαΐται» ἦσαν αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς πού ἤδη ζοῦσε ἀκόμη ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης. Ἦσαν γνωστικῆς προελεύσεως.
Τώρα· τί εἶναι αὐτοί οἱ αἱρετικοί; Αὐτοί ἦσαν πρῶτα ἐθνικοί, δηλαδή εἰδωλολάτραι· καί ὡς εἰδωλολάτραι εἶχαν τά μυστήρια τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν. Στήν Ἀνατολή κυρίως εἴχανε τά μυστήρια τῆς Κυβέλης καί τοῦ Ἄτεως· στήν Αἴγυπτο εἴχανε τοῦ Ὀσίριδος καί τῆς Ἴσιδος· στήν Ἑλλάδα εἴχανε τά Ὀρφικά μυστήρια, εἴχανε τά Θρακικά μυστήρια, εἴχανε τά Ἐλευσίνια μυστήρια· στήν Περσία τά μυστήρια τοῦ Μύθρα· καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Δηλαδή δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά θρησκεῖες πού εἶχαν λατρευτικόν, εἴχανε μυστηριακόν χαρακτῆρα.
Αὐτοί λοιπόν, ὅταν ἄκουσαν τό κήρυγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, δέν ἐπίστευσαν στόν Χριστόν ἐξ ὁλοκλήρου, ὅπως προσφέρεται ὁ Χριστός, καί νά ἐγκαταλείψουν τήν παλαιάν των δοξασία· ἀλλά τί ἔκαναν; Πῆραν Χριστιανισμό, δέν ἄφησαν τίποτα ἀπό ἐκεῖνα πού κρατοῦσαν παλαιά, καί τά ἀνέμειξαν.
Ὁ συγκρητισμός χθές καί σήμερα
Ὕστερα, τήν ἐποχή ἐκείνη, ὑπῆρχε αὐτή ἡ τάσις μιᾶς μείξεως, ἑνός συγκερασμοῦ, ἑνός συγκρητισμοῦ –τό «-κρη» μέ ἦτα. Δέν σᾶς ἀναλύω τήν ὥρα αὐτήν αὐτόν τόν ὅρον, ἀλλά μόνον ὅτι πρόκειται περί ἑνός ἀνακατέματος ὅλων μέ ὅ,τι τότε μποροῦσε νά ὑπάρχη. Αὐτός ὁ συγκρητισμός δέν ἦταν μόνον ἐπί θρησκευτικοῦ ἐπιπέδου ἤ μόνον ἐπί φιλοσοφικοῦ, ἀλλά ἦταν καί εἰς ἄλλους τομεῖς. Αὐτό τό στοιχεῖον τοῦ συγκρητισμοῦ ὑπάρχει ἄφθονο καί σήμερα· κατ’ ἐξοχήν σήμερα στήν ἐποχή μας! Καί φιλοσοφικόν συγκρητισμόν ἔχομε καί θρησκευτικόν συγκρητισμόν ἔχομε, μέ ὅλους αὐτούς τούς οἰκουμενισμούς: οἰκουμενισμούς θρησκευτικούς, οἰκουμενισμούς ἐμπορικούς, οἰκουμενισμούς ἰδεολογικούς,…
Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, σήμερα λέμε ὅτι γιά νά μποῦμε στήν Ε.Ο.Κ. πρέπει νά βγάλωμε μερικά πράγματα πού ἔχομε ὡς Ἕλληνες καί νά βάλωμε μερικά πράγματα πού ἔχουν οἱ Εὐρωπαῖοι, αὐτό τό πρᾶγμα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας συγκρητισμός, ἕνα ἀνακάτεμα· νά βγάλω καί νά βάλω. Αὐτό τό πρᾶγμα. Καί ἔτσι σήμερα, ὅσο ποτέ ἄλλοτε –ὅπως καί τότε, τρεῖς αἰῶνες πρό Χριστοῦ καί τρεῖς αἰῶνες μετά Χριστόν· ἀλλά καί σήμερα– ἔχομε πάρα πολύ μεγάλη ἔξαρσι αὐτοῦ τοῦ συγκρητισμοῦ, ἐπί ὅλων τῶν ἐπιπέδων, αὐτῆς τῆς μείξεως, αὐτοῦ τοῦ ἀνακατέματος.
Τότε λοιπόν ὑπῆρχε αὐτή ἡ τάσις, μέ τίς διάφορες αὐτές μυστηριακές θρησκεῖες πού ὑπῆρχαν, νά ἀνακατεύουν καί φιλοσοφικές ἰδέες καί Χριστιανισμό καί νά προσφέρουν ἕνα μεῖγμα. Βεβαίως, περιττόν νά σᾶς πῶ, ἕνεκα τοῦ συγκρητισμοῦ αὐτοῦ ἀνεπτύχθη πλῆθος ἀπό ποικιλίες καί ἀποχρώσεις, μέ μία γενική ὀνομασία: «Γνωστικισμός» –τό γάμμα κεφαλαῖον.
Νικολαΐται: Γνωστικοί καί Δυαρχισταί
Οἱ Νικολαΐται ἦσαν Γνωστικοί. Ὅλοι οἱ Γνωστικοί εἴχανε μίαν βασικήν ἀρχήν: τόν δυϊσμόν, τήν δυαρχίαν, ὅπου ἔχομε δύο θεούς: τόν θεόν τοῦ καλοῦ καί τόν θεόν τοῦ κακοῦ. Ἀκόμη τήν δυαρχία τήν ἐπεξέτειναν καί στό θέμα τοῦ οὐρανοῦ καί τοῦ πνεύματος, καί τῆς γῆς καί τῆς ὕλης· ὅτι ὁ οὐρανός καί τό πνεῦμα εἶναι δημιούργημα αὐτοῦ τοῦ ἀγαθοῦ θεοῦ, ἐνῶ ἡ ὕλη καί ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα αὐτοῦ τοῦ κακοῦ θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα καί τῶν δύο θεῶν· τό μέν πνεῦμα του εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀγαθοῦ θεοῦ, τό δέ σῶμα του εἶναι δημιούργημα τοῦ κακοῦ θεοῦ –ἔτσι λέγεται ὁ Θεός Δημιουργός: ὁ κακός θεός !
Περιττόν νά σᾶς πῶ, τό καταλαβαίνετε καί μόνοι σας, πόσο αἱρετικά πράγματα εἶναι αὐτά. Καί μόνο διότι εἰσάγουν δύο ἀρχές, δύο θεούς, ἔ, τό καταλαβαίνετε πέρα γιά πέρα. Ὁ Θεός εἶναι ὁ δημιουργός τῶν πάντων, ἀγαπητοί μου. Δέν ὑπάρχει θεός τοῦ κακοῦ καί θεός τοῦ καλοῦ · οὔτε ἀκόμη ἔχουμε δυαρχία· οὔτε εἶναι συναιώνιος καί συνάναρχος ἡ ὕλη, ὅπως θά ἤθελαν αὐτοί ὅλοι οἱ δυϊσταί νά πιστεύουν καί νά ὑποστηρίζουν.
Ὁπότε τό σῶμα ἐθεωρεῖτο πηγή κακοῦ· γι’ αὐτό ἔπρεπε νά ἀπαλλαχθῶ ἀπό τό σῶμα.
Μανιχαῖοι – Νικολαΐται
Ὑπῆρχαν δύο τρόποι ἀπαλλαγῆς ἀπό τό σῶμα διά νά γλυτώση ἡ ψυχή. Ὁ ἕνας τρόπος ἦταν μία καταπίεσι τῆς σαρκός, σέ βαθμό πού νά φθάσω νά πεθάνω γρήγορα. Αὐτόν τόν τρόπον τόν μετήρχοντο οἱ Μανιχαῖοι· ἀπό τόν Μάνεντα –ὁ Μάνης, τοῦ Μάνεντος. Πέρσης αὐτός, πού εἶχε ἀνακατέψει πολλά πράγματα· εἶχε ἀνακατέψει καί Βουδδισμό καί Περσισμό, εἶχε ἀνακατέψει καί Χριστιανισμό καί Ἰουδαϊσμό καί λοιπά. Ὁ Μάνης. Ὑπῆρχε ὅμως καί ἡ ἄλλη ὄψις. Μπορῶ νά καταστρέψω τό σῶμα μου, χωρίς νά τό ὑποβάλλω σέ καταπίεσι. Γιατί νά τό κάνω αὐτό; Τό σῶμα μου δύναμαι νά τό καταστρέψω καί μέ τήν ἀσωτία, δηλαδή μέ τίς ἡδονές. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, τρώγω πολύ, πίνω πολύ καί μεθῶ, καπνίζω ἀρειμανίως, πίνω καί ναρκωτικά, ἔ, θά ζήσω πολλά χρόνια; Προφανῶς θά πεθάνω. Προφανῶς. Συνεπῶς γιατί νά μήν καταστρέψω τό σῶμα μέ τόν τρόπον αὐτόν, γλεντῶντας τή ζωή μου; Αὐτό ἔκαναν οἱ Νικολαΐται.
Βαλαάμ: ὁ πνευματικός πρόγονος τῶν Νικολαϊτῶν
Ἀλλά τό Νικολαΐτης προέρχεται ἀπό τό Νικόλαος, πού μεταφράζεται ἀπό τό ὄνομα Βαλαάμ. Ὁ Βαλαάμ ἦταν αὐτός πού εἶχε βάλει τότε σκάνδαλο στούς Ἑβραίους, νά πέσουν στήν πορνεία καί νά προσφέρουν θυσία στά εἴδωλα τῶν γειτόνων των. Τό λέγει αὐτό πολύ καλά τό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν[Αριθ. Κεφ,22-24]. Ἐξ ἄλλου καί στό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως τό σημειώνει αὐτό ὁ Χριστός· καί λέγει: «ὅπως ὁ Βαλαάμ ἔκανε ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο…». Συνεπῶς τό Νικολαΐτης προέρχεται ἀπό τό ὄνομα Βαλαάμ. Γι’ αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τόν προσήλυτον, τόν διάκονον Νικόλαον –ὄνομα ἐξ ἄλλου ἑλληνικό. Ἄν καί Νικόλαος θά πῆ αὐτός πού καταστρέφει τόν λαό, αὐτός πού νικάει τόν λαό. Δέν εἶναι ἡ νίκη τοῦ λαοῦ, ἀλλά αὐτός πού νικάει τόν λαό, καί συνεπῶς καταστροφεύς, λυμεών. Βαλαάμ λοιπόν καί Νικολαΐτης σημαίνει καταστροφεύς, λυμεών · καταστροφεύς τοῦ ἰδίου σώματος. Καί ἐκεῖ ὁ Χριστός λέγει εἰς τόν ἐπίσκοπον τῆς Ἐφέσου: «Μισῶ τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιδίδονται στά σαρκικά ἁμαρτήματα, στήν πορνεία καί τήν ποικίλη ἁμαρτία. Μισῶ τά ἔργα αὐτῶν!».
Οἱ Νικολαΐται σήμερα
Μήπως, τώρα σᾶς παρακαλῶ, αὐτή ἡ αἵρεσις τῶν Νικολαϊτῶν, τότε, σᾶς θυμίζει τίποτα ἀπό τήν ἐποχή μας;
«Τά παιδιά τοῦ Θεοῦ»! Πρῶτο-πρῶτο. «Τά παιδιά τοῦ Θεοῦ», αὐτή ἡ αἵρεσις, «Τά παιδιά τοῦ Μῶ», τοῦ Μωϋσῆ· αὐτοί πού δίνουνε καί βιβλιαράκια καί λοιπά, πού ἔχουνε στό καταστατικό τους ἐπισήμως τήν πορνείαν. Προάγονται στήν πορνείαν, γιά νά μαζεύουν οἱ κοπέλλες χρήματα, διότι… καί τά λοιπά!
Θά ἔχετε διαβάσει βεβαίως γιά τό θέμα αὐτό. Νά ἕνα μικρό βιβλιαράκι, πού εξέδωκε ὁ πατήρ Ἰγνάτιος, ὁ ἱεροκήρυκάς μας[Ο μακαριστός π. Ιγνάτιος Μαδενλίδης,Επίσκοπος Πενταπόλεως, πρώην μητροπολίτης Κεντρώας Αφρικής] . Ὁρίστε παρακαλῶ: «Τά παιδιά τοῦ Θεοῦ». Ἔχει ἐδῶ μέσα ἀρκετά. Καί δίκη ἔγινε στή Λάρισα. Τό θέμα πιστεύω ὅτι σᾶς εἶναι γνωστό. Τί λέτε; αὐτή ἡ αἵρεσις τί εἶναι; Ξέρετε τί λέγουν; «Ἀπό ἀγάπη στόν Χριστό δίνουμε τό σῶμα μας νά πορνεύη.»! «Σοῦ παραδίδομαι γιατί σέ ἀγαπῶ. Σέ ἀγαπῶ, γιατί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε νά ἀγαπᾶμε.»! Δηλαδή ἀλλοπρόσαλλα πράγματα. Αὐτό τό ρεῦμα εἶναι ἀκριβῶς ἄμεσος ἀπόγονος τῶν Νικολαϊτῶν. «Τά παιδιά τοῦ Θεοῦ». Δέν εἶναι δύσκολο λοιπόν νά τό χαρακτηρίσωμε· τό βλέπετε ἀμέσως.
Ἔτσι, ὅταν ξέρουμε αὐτά τά πράγματα, δέν πυρούμεθα, δέν λέμε: «Μπά! τί πράγματα εἶναι αὐτά!…»· ἔχουν τό προηγούμενό τους εἰς τήν Ἱστορίαν, καί δυνάμεθα νά κατατάσσωμε ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα μᾶς ἐμφανίζονται.
Ἀλλά ὅταν ἐδῶ ἀνακατεύεται παρακαλῶ ὁ Χριστιανισμός μέ τήν Φιλοσοφία, τίς μυστηριακές θρησκεῖες καί ἄλλες ἀντιλήψεις, ἀνθρώπινες πέρα γιά πέρα, πέστε μου πιά τί φτιάχνομε;
Μανιχαϊσμός: ἡ πανθρησκεία τῆς ἀρχαιότητος
Σᾶς ἀναφέρω ἐνδεικτικά ἀλλά καί χαρακτηριστικά τόν Μανιχαϊσμό. Ἀξίζει, γιατί εἶναι ἕνας σπουδαῖος πρόγονος νεωτέρων ρευμάτων. Πολύ σπουδαῖος. Θά τό ἰδῆτε ὅταν τόν ἀναλύσουμε.
Ὁ Μανιχαϊσμός ἐξηπλώθη ἀπό τίς Ἰνδίες μέχρι τήν Ἰσπανία. Γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τό νά ἐξαπλωθῆ ὁ Μανιχαϊσμός τόσο πολύ ἦτο μέγα γεγονός. Ἀφοῦ κυριολεκτικά ἐσάρωσε τήν Μικράν Ἀσίαν καί τήν Μέσην Ἀνατολή, πέρασε στή Βόρειο Ἀφρική καί ἔφθασε μέχρι καί τήν Ἰσπανία!
Σπουδαῖοι ἄνδρες παρεσύρθησαν ἀπό τόν Μανιχαϊσμόν. Αὐτός ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, πρίν ἀκόμη γνωρίσει πέρα γιά πέρα τό Εὐαγγέλιον, εἶχε παρασυρθῆ ἀπό τούς Μανιχαίους. Δέν θέλω νά πῶ παρά μόνο ἕνα σημεῖο, γιά νά σᾶς δώσω μία εἰκόνα ἀναγνωρίσεως τοῦ τί ὑπάρχει σήμερα.
Ὁ Μάνης εἶχε ἕνα μεγαλεπίβολο σχέδιο· ἤθελε νά δημιουργήση μία πανθρησκεία. «Γιατί νά ὑπάρχουν τόσες θρησκεῖες;» ἔλεγε, χωρίς ἀσφαλῶς νά ἀντιλαμβάνεται –βέβαια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη σκότος, πῶς νά τό ἀντιληφθῆ αὐτό…!– ὅτι ὅλες αὐτές οἱ λεγόμενες φυσικές θρησκεῖες εἶναι ψευδεῖς καί μία εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως, ὁ Χριστός. Ποῦ νά τό ἀντιληφθῆ αὐτό…! Σκοτισμένος ἄνθρωπος, μένει στό μυαλό του, μένει δηλαδή στή δική του τήν ἐπινόησι, καί λέγει: «Γιατί νά μήν ὑπάρχη μία πανθρησκεία; Μέ τόν τρόπον αὐτόν οἱ ἄνθρωποι θά ἑνωθοῦν περισσότερο.».
Τό λένε καί σήμερα αὐτό οἱ ἄνθρωποι: «Νά ἔχουμε μία πανθρησκεία. Τί θά πῆ εἶσαι Χριστιανός; Τί θά πῆ εἶσαι Μωαμεθανός; Τί θά πῆ εἶσαι Βουδδιστής; Ὅλοι ἕνα πρέπει νά εἴμεθα.»! Καί φθάνουμε ἐκεῖ βεβαίως, ἀφοῦ πρῶτα θά λέγαμε: «Τί θά πῆ εἶσαι Χριστιανός Ὀρ θόδοξος;» –ξεκινᾶμε ἀπό ’κεῖ. «Τί θά πῆ εἶσαι Ρωμαιοκαθολικός ἤ Προτεστάντης; Τί σημασία ἔχει; Χριστιανοί εἴμεθα.»! Καί μετά: «Γιατί νά μήν ἑνώσουμε τόν Χριστιανισμόν μέ τόν Μωαμεθανισμόν;»! Καί λοιπά.
Λοιπόν· ὁ Μάνης ἤθελε παρακαλῶ νά ἑνώση ὅ,τι μποροῦσε νά γνωρίζη, σέ ὅλον τόν γεωγραφικό χῶρο, ἀπό τίς Ἰνδίες μέχρι τήν Μικρά Ἀσία καί τήν Αἴγυπτο· κι ἐπῆρε Βουδδισμόν, ἐπῆρε ἀπό τήν τοπική λατρεία τῆς Περσίας, ἐπῆρε Ἰουδαϊσμόν, ἐπῆρε φιλοσοφικές θέσεις, ἐπῆρε καί Χριστιανισμό· τά ἀνακάτεψε ὅλα αὐτά μαζί καί ἔβγαλε αὐτό τό κατασκεύασμα πού πῆρε τό ὄνομά του: Μανιχαϊσμός.
Πέστε μου τώρα σᾶς παρακαλῶ, μπορεῖτε νά ἀναγνωρίσετε καί νά μοῦ πῆτε ἄν ἔχωμε τέτοια ρεύματα στήν ἐποχή μας;
Μασονισμός: ὁ ἀπόγονος τοῦ Μανιχαϊσμοῦ
Θά σᾶς ἔλεγα ἀμέσως: ὁ Μασονισμός. Κατά κλασσικόν τρόπο. Κλασσικό! Τί εἶναι ὁ Μασονισμός; Ὁ Μασονισμός εἶναι ἕνας θαυμάσιος ἀπόγονος τοῦ Μανιχαϊσμοῦ. Ποιά εἶναι ἡ ψυχή τοῦ Μασονισμοῦ; Εἶναι ἡ Θεοσοφία. Τί εἶναι ἡ Θεοσοφία; Ἡ Θεοσοφία εἶναι Ἰνδουϊσμός, Βουδδισμός,… Τό βλέπετε καί στήν ἐποχή μας πῶς ἔχουμε ρεύματα βουδιστικά; Στήν ἐποχή μας. Ἔ, ἡ προσπάθεια νά ἀνακατέψω Βουδδισμόν, Ἰουδαϊσμόν, μυστηριακές θρησκεῖες τῆς ἀρχαιότητος καί Χριστιανισμόν, φτιάχνει παρακαλῶ τόν Μασονισμόν. Πάρτε ἕνα βιβλίο περί Μασονισμοῦ, πού νά ἀναφέρη μέσα τήν διδασκαλίαν τοῦ Μασονισμοῦ, καί θά ἰδῆτε ὅτι θά συναντήσετε ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα. Ἔ, καιρός λοιπόν, θά πῆτε ἁπλούστατα, νά μάθουμε ὅτι αὐτό τό κατασκεύασμα εἶναι γνήσιος ἀπόγονος τοῦ Μανιχαϊσμοῦ, τόν ὁποῖον ἐπολέμησε ἡ Ἐκκλησία. Τόν ἐπολέμησε λυσσωδῶς ἡ Ἐκκλησία! Ἐξ ἄλλου τό βλέπετε κι ἐδῶ: «ὅτι μισεῖς τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἃ κἀγὼ μισῶ» λέγει ὁ Χριστός.
Τά τεκνίδια τοῦ Μασονισμοῦ καί τῆς Θεοσοφίας – Βουδισμός στήν χριστιανική Εὐρώπη;!
Ἔτσι, φθάνοντας στόν Μασονισμόν καί τήν Θεοσοφία, ἔχομε καί τά παιδάκια τους, ὅπως εἶναι γνωστό, τά τεκνίδιά τους! Τά τεκνίδια τοῦ Μασονισμοῦ εἶναι τό Ρόταρυ, εἶναι οἱ Ζόντα –μή σᾶς παρασύρουν καί βρεθῆτε σέ τέτοιους κύκλους παρακαλῶ! μοῦ φαίνεται οἱ Ζόντα εἶναι γιά γυναῖκες, ἐνῶ τό Ρόταρυ εἶναι γιά ἄνδρες· προσέξτε μή σᾶς παρασύρουν!– εἶναι οἱ Λάϊονς –lion θά πῆ λεοντάρι–, οἱ Λεονταρένιοι θά λέγαμε, –δέν ξέρω κατά πόσο μπορεῖ νά ἔχουνε λεονταρένια καρδιά· μήπως ἔχουνε λαγοῦ…! ἀλλά τέλος πάντων– οἱ Λάϊονς λοιπόν καί ὅλος αὐτός ὁ ὁρμαθός πού ἔρχεται ἀπό τήν Ἄπω Ἀνατολή, τοῦ λεγομένου «βουδιστικοῦ διαλογισμοῦ». Ἔχει καταλάβει καί τήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική αὐτός ὁ βουδδιστικός διαλογισμός, τόν ὁποῖον ἕνας καθηγητής Πανεπιστημίου, μακαρίτης, ὁ Λούβαρης, τόν ἀποκαλεῖ Νεοβουδδισμόν ἤ Εὐρωπαϊκόν Βουδδισμόν.
Ἄν, γιά μιά στιγμή, μᾶς ἀκούη τώρα ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, θά πῆ: «Κύριε, ἐλέησον… Βουδδισμός στή χριστιανική Εὐρώπη;! Τί δουλειά ἔχει ὁ Βουδδισμός στήν Χριστιανική Εὐρώπη;». Θά τοῦ λέγαμε: «Ἔχεις δίκαιο, εὐγενής ψυχή· ἀλλά φαίνεται δέν κατάλαβες ὅτι ἐδραπέτευσε ὁ Χριστιανισμός ἀπό τήν Εὐρώπη! Καί ἀπό τήν Ἑλλάδα μας δυστυχῶς, ἀπό πολλούς τομεῖς καί ἀπό πολλούς Χριστιανούς μας!». Ἔφυγε ὁ Χριστιανισμός! Ἀλλότρια πράγματα ζοῦμε σήμερα! Γυρίσαμε στά «στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου», πού λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος[Γαλ. 4,3: ‘’οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι’’και Κολ.2,8: ‘’Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν’’ ].
Σίμων ὁ μάγος: ὁ πατήρ τῶν γνωστικῶν αἱρέσεων
Ὥστε δέν εἶναι δύσκολο πιά, ὅπως σᾶς εἶπα, νά διακρίνουμε καί νά κατατάξουμε τίς αἱρέσεις πού ὑπάρχουν στήν ἐποχή μας καί νά ποῦμε ὅτι εἶναι γνωστικῆς κατηγορίας. Αὐτά τά τελευταῖα ἔτη ἔχουμε αὐτά τά δύο μεγάλα ρεύματα: εἶναι οἱ ἰουδαΐζουσες αἱρέσεις, ὅπως εἶναι ὁ Χιλιασμός, καί οἱ γνωστικές αἱρέσεις, ὅπως εἶναι ὁ Μασονισμός. Μάλιστα ὁ πατήρ τῶν γνωστικῶν αἱρέσεων, μέ τήν ἔννοια τῆς μείξεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, θεωρεῖται ὁ Σίμων ὁ μάγος. Εἶναι ἐκεῖνος πού ὁ ἀπόστολος Πέτρος τόν ἀπεκάλεσε «τοῦ Διαβόλου ἄνθρωπο»! Τόν ἀπεκάλεσε ὁ ἀπόστολος Πέτρος «ἐχθρόν τῆς ἀληθείας»! [βλ. Πραξ.8,9-24]. Καί τοῦ εἶπε νά μετανοήση, γιατί ἀλλιώτικα δέν θά εἶχε καμία μερίδα μέσα στή ζωή, στήν ἀληθινή ζωή. Ναί, ὁ Σίμων ὁ μάγος θεωρεῖται ὁ πάτρων ὅλων αὐτῶν τῶν γνωστικῶν αἱρέσεων, πού ἀνακατεύουν καί τόν Χριστιανισμόν.
Οἱ ἐνδογενεῖς αἱρέσεις
Μετά ἀπό αὐτούς ἔχομε τούς αἱρετικούς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐνδογενεῖς· δέν παίρνουν ξένα στοιχεῖα, δέν παίρνουν δηλαδή οὔτε Ἰουδαϊσμόν οὔτε γνωστικάς αἱρέσεις, τοὐλάχιστον ἐμφανῶς –διότι στήν πραγματικότητα παίρνουν, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια. Οἱ αἱρετικοί αὐτοί ἐμφανίζονται κυρίως ἀπό τόν 3ον αἰῶνα μ.Χ., ἐνῶ οἱ ἄλλοι αἱρετικοί ἐμφανίσθηκαν ταυτοχρόνως μέ τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων. Ποιοί εἶναι τώρα αὐτοί; Εἶναι οἱ λεγόμενοι Ἀντιτριαδισταί: εἶναι οἱ Μοναρχιανοί, εἶναι οἱ Σαβελιανοί, οἱ Ἀρειανοί, οἱ Πνευματομάχοι,… Κατόπιν, ἀπό τάς Χριστολογικάς αἱρέσεις: εἶναι οἱ Ἀπολλυναρισταί, εἶναι οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσῖται, οἱ Μονοθελῖται,… καί οὕτω καθ’ ἑξῆς.
Τί εἶναι αὐτές ὅλες οἱ αἱρέσεις;
Σᾶς εἶπα βεβαίως ὅτι δέν ἔχουν στοιχεῖα πού νά μοιάζη ὅτι τά παίρνουν ἀπ’ ἔξω· ἔχουν ὅμως. Τί εἶναι αὐτά πού ἔχουν; Ἐπί παραδείγματι, λέγει ὁ αἱρετικός ὁ Ἀντιτριαδιστής –Ποιός εἶναι αὐτός; Αὐτός δηλαδή πού δέν δέχεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός– λέγει στηριζόμενος στόν Ἀριστοτέλη: «Ἐάν ἔχω τρεῖς ὑποστάσεις, τότε ἔχω τρεῖς οὐσίες.» –δέν θά σᾶς κουράσω· μόνο μιά φράσι θά πῶ καί θά τελειώσω. «Ἐάν ἔχω τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα, τότε ἔχω τρεῖς οὐσίες. Ὅπως ὅταν ἔχω τρεῖς ἀνθρώπους, τρία πρόσωπα, ἔχω τρεῖς οὐσίες · ὁ καθένας ἔχει τή δική του τήν οὐσία. Δέν μπορῶ λοιπόν νά καταλάβω πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχω μία οὐσία, καί νά ἔχω τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα. Συμπέρασμα: Δέν πρέπει λοιπόν ὁ Θεός νά εἶναι τριαδικός · πρέπει συνεπῶς νά εἶναι ἕνα πρόσωπο.». Γιά νά δικαιολογήσουν ὅμως τά τρία πρόσωπα, τότε πλάθουν ὅ,τι θέλει, ἀγαπητοί μου, τό ἀρρωστημένο τους μυαλό! Ὅπως, ἐπί παραδείγματι, οἱ Μοναρχιανοί, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός ἐμφανίζεται ὡς Πατήρ, στήν Καινή ἐμφανίζεται ὡς Υἱός καί εἰς τήν Ἐκκλησία ἐμφανίζεται ὡς Πνεῦμα Ἅγιον! Ὅτι εἶναι ἕνα μόνο πρόσωπο, ἀλλά ἀλλάζει ρόλον. Ἀλλάζει ρόλον! Καί ἄλλα πολλά βλάσφημα καί φοβερά.
Στό βάθος ξέρετε ἀπό ποῦ ξεκινάει ἡ ὅλη αὐτή ἱστορία; Ξεκινάει ἀπό τόν Ὀρθολογισμόν, ἀπό τήν Φιλοσοφία. Γι’ αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι μοιάζει νά εἶναι ἐνδογενεῖς αὐτές οἱ αἱρέσεις, ἀλλ’ ὅμως παίρνουν καί ἀπ’ ἔξω στοιχεῖα.
Ὁ Μωαμεθανισμός
Ἤ ἀκόμα ὁ Μωαμεθανισμός παρακαλῶ· γιατί ἀρνεῖται τόν Τριαδικόν Θεόν; Διότι στήν πραγματικότητα στηρίζεται στόν Ἰουδαϊσμόν. Ἀπό τρία πράγματα συνίσταται ὁ Μωαμεθανισμός: ἀπό τόν Ἰουδαϊσμόν, ἀπό τόν Χριστιανισμόν καί ἀπό τάς τοπικάς εἰδωλολατρικάς παραδόσεις τῶν Ἀράβων. Τά ἔκανε μεῖγμα αὐτά ὁ Μωάμεθ καί παρουσίασε τόν Μωαμεθανισμόν. Ποιό εἶναι ὅμως τό ἐπικρατέστερο στοιχεῖο ἀπό αὐτά τά τρία; Δέν εἶναι τό χριστιανικό στοιχεῖο· εἶναι τό ἰουδαϊκό στοιχεῖο. Γιατί; Διότι ἐκεῖ δέν δέχεται Θεόν Τριαδικόν· ὅπως καί οἱ Ἰουδαῖοι δέν δέχονται μέχρι σήμερα Τριαδικόν Θεόν. Καί συνεπῶς βλέπομε ὅτι ἀμέσως μπαίνει ὁ Ὀρθολογισμός.
Ὁ Μονοφυσιτισμός
Ἕνα ἄλλο παράδειγμα θά σᾶς πῶ. Ὁ Μονοφυσιτισμός παρακαλῶ, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε ἐξέλειπε, ἀλλά ὑπέβοσκε πάντοτε μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι στάθηκε μιᾶς ἐποχῆς αἵρεσις. Ἄρχισε μέ τούς Δοκίτας, τόν συναντοῦμε στόν Μονοφυσιτισμόν τοῦ 7ου αἰῶνος καί φθάνει μέχρι σήμερα παρακαλῶ. Πάντα θά ὑπάρχη ὁ Μονοφυσιτισμός καί θά ὑποβόσκη. Ἄλλοτε θά λένε ὅτι ὁ Χριστός ἔχει τήν θεία φύσι μόνο καί ἄλλοτε θά λένε ὅτι ἔχει τήν ἀνθρωπίνη φύσι· στήν πραγματικότητα δηλαδή θά δέχωνται τήν μία μόνο φύσι –ἐξ οὗ καί Μονοφυσιτισμός.
Ὁ Μονοφυσιτισμός ἐπίσης στάθηκε ἡ αἰτία –ἀπό τούς Μωαμεθανούς ξεκινάει τό πρᾶγμα– στάθηκε ἡ αἰτία νά χτυπηθῆ ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί νά ξεσπάση ἡ Εἰκονομαχία. Ἀπό τούς Μωαμεθανούς καί τούς Ἑβραίους ξεκίνησε τό πρᾶγμα. «Πῶς, λένε, εἰκονίζετε τόν Θεόν;… Εἰκονίζεται ὁ Θεός;!». Ναί, εἰκονίζεται, ἀπό τήν στιγμή πού γίνεται πλήρης καί τέλειος ἄνθρωπος. Ἀφοῦ γίνεται τέλειος ἄνθρωπος, εἰκονίζεται. Ἐάν δέν ἐγίνετο ἄνθρωπος, βεβαίως δέν θά εἰκονίζετο. Γι’ αὐτό τόσο ὁ Ἰουδαϊσμός ὅσο καί ὁ Μωαμεθανισμός δέν εἰκονίζουν πουθενά τό θεῖον. Γιατί; Γιατί ἀρνοῦνται τήν ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Χριστοῦ. Ἁπλούστατα. Βλέπετε πῶς ὑποβόσκουν αὐτά τά πράγματα.
Ἔτσι οἱ αἱρέσεις αὐτές οἱ λεγόμενες «ἀντιτριαδικές», πού προσβάλλουν τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού εἶναι θεμελιῶδες δόγμα αὐτό, ἀγαπητοί μου, στήν πραγματικότητα παίρνουν εἴτε ἀπό τόν Ἰουδαϊσμόν κάτι εἴτε ἀπό τήν Φιλοσοφία κάτι· πάντως σκέπτονται φιλοσοφικά. Μ’ αὐτές τίς αἱρέσεις, τίς ἀντιτριαδικές καί λοιπά, θά ἀσχοληθοῦμε λίγο πιό κάτω τήν ἐρχομένη φορά· γιατί ἔχομε καί μ’ αὐτές νά παλαίψουμε –καί μέ πόσα πράγματα δέν ἔχομε νά παλαίψουμε…! Ἄς εἶναι.
«Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ…»
Τό θέμα εἶναι ὅτι αὐτό τό φαινόμενο τῶν αἱρέσεων, ἀγαπητοί, ἤδη ὁ Κύριος τό ἐπισημαίνει καί μᾶς ἐφιστᾶ ἰδιαιτέρως τήν προσοχήν. Τί λέγει; «Βλέπετε», προσέχετε, «μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ», προσέξτε, λέγει, μή σᾶς πλανήση κανείς! «πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, ‘’ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός’’, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι.»[Ματθ. 24,1-5 και Λουκ. 13,5-6] .
Ὁ δέ ἀπόστολος Πέτρος μᾶς λέγει στήν δευτέρα του ἐπιστολή τά ἑξῆς: «Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας», οἱ ὁποῖοι, λέει, θά σᾶς βάλουν μέσα αἱρέσεις καταστροφῆς, «καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι»[Β΄Πετρ.2,1-3], καί τόν Χριστόν, πού μᾶς ἠγόρασε εἰς τόν σταυρόν, Τόν ἀρνοῦνται ! Διότι λέγουν: «Ἐκεῖ; ἄ, δέν ἔπαθε», λένε, «δέν ἔπαθε τίποτα ἐπί τοῦ σταυροῦ, γιατί φαινομενικά ἔπαθε · κι αὐτό διότι δέν ἦταν κανονικός ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἤτανε φαινομενικά ἄνθρωπος.» –αὐτό τό ἰσχυρίζοντο καί οἱ Δοκῖται. «ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν.». Βλέπετε τί λέγει ὁ ἀπόστολος Πέτρος; ὅτι «γιά τόν ἑαυτό τους προετοιμάζουν γρήγορη καταστροφή». Εἴδατε ὅτι ὁ αἱρετικός δέν σώζεται; Ὁ αἱρετικός δέν σώζεται !
»καὶ πολλοὶ ἐξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις», θά πᾶνε ἀπό πίσω τους, θά τούς ἀκολουθήσουν, «δι’ οὓς ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται», διά τούς ὁποίους ἡ ὁδός τῆς ἀληθείας θά βλασφημηθῆ.
»καὶ ἐν πλεονεξίᾳ πλαστοῖς λόγοις ὑμᾶς ἐμπορεύσονται», θά σᾶς ἐκμεταλλευθοῦν μέ πλαστά λόγια, «οἷς τὸ κρῖμα ἔκπαλαι οὐκ ἀργεῖ», εἰς τούς ὁποίους δέν θ’ ἀργήση νά ἔλθη ἡ καταδίκη, «καὶ ἡ ἀπώλεια αὐτῶν οὐ νυστάζει.» , καί ἡ καταστροφή τους δέν κοιμᾶται · θά ἔρ θη γρήγορα.
Ὥστε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, βλέπομε ὅτι ἔχομε δυό κατηγορίες αἱρέσεων: τίς γνωστικές καί τίς ἰουδαΐζουσες. Μποροῦμε εἰς αὐτές νά κατατάξωμε ὅ,τι ἐμφανίζεται εἰς τήν ἐποχήν μας, καί μέ τόν τρόπον αὐτόν τοῦ χαρακτηρισμοῦ θά ξέρωμε ποῦ κινούμεθα καί πῶς βαδίζομε.
Εἶναι θλιβερό οἱ Χριστιανοί μας νά φθάνουν νά λένε: «Καλά λόγια λέει καί ὁ Χιλιαστής · δέν λέει κακά λόγια. Καλά λόγια λέγει κι ὁ παρακάτω αἱρετικός καί ὁ παρακάτω κι ὁ παρακάτω. Καλά ἔργα κάνουν καί οἱ Μασόνοι.»! Μά, τά καλά ἔργα εἶναι, ἀγαπητοί μου;… Ἐκεῖ εἶναι τό θέμα;… Καλά ἔργα κάνουν καί οἱ εἰδωλολάτραι· ὅμως θά σωθοῦν; Δέν εἶναι τά καλά λόγια ἤ ἔργα ἐκεῖνα πού σώζουν· εἶναι πρωτίστως καί κυρίως ἡ ὀρθή Πίστις. Ἐάν δέν ἦτο ἡ ὀρθή Πίστις αὐτή πού σώζει, τότε γιατί οἱ ποταμοί αἵματος; Τότε γιατί οἱ τόσοι Ὁμολογηταί καί Μάρτυρες; Γιατί τότε νά μή ρίξω καί μία φούχτα λιβάνι στό ἄγαλμα τοῦ Διός ἤ τοῦ καίσαρος, ἀφοῦ τά πράγματα δέν ἔχουν καί πολλή σημασία; Ἀλλά ἔχουν πολλή σημασία. Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί μου, μή λέμε ὅτι ὅλοι καλά πράγματα λένε.
«Ἡ αἵρεσις», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, «εἶναι ἡ βοτάνη τοῦ Διαβόλου»! Καί προφανῶς τό λέγει αὐτό ἐπειδή ἐμπνέεται ἀπό τήν παραβολή τῶν ζιζανίων. Μή λοιπόν πηγαίνωμε νά βόσκωμε τήν βοτάνην τοῦ Διαβόλου, πού εἶναι ἡ αἵρεσις.
Θά παρακαλέσω πάρα πολύ μήν ἀπουσιάσετε τήν ἐρχομένη φορά· ἔχομε πολύ σπουδαῖα πράγματα νά ποῦμε, ν’ ἀνοίξουνε τά μάτια μας νά δοῦμε τί γίνεται δίπλα μας, στή γειτονιά μας τί γίνεται. Θά παρακαλέσω λοιπόν οὐδείς μήν λείψη. Φέρετε καί ἄλλους πιστούς ἀδελφούς, γιά νά γνωρίσουμε τί γίνεται, καί ἀπό τήν γνῶσι αὐτή νά φυλαχθοῦμε.
Θά συνεχίσουμε, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχομένη Κυριακή.
Κυριακή, 20-5-1979
ΠΗΓΕΣ:
http://www.arnion.gr/index.php/keimena-p-thanasiou/peri-airesevn/125-milia-1i-genika-peri-a-reseon
π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Περί αιρέσεων, τρεις απομαγνητοφωνημένες ομιλίες, Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης, Στόμιον Λαρίσης 2008,σελ.11-44.
Σειρά τριών,πάντοτε επίκαιρων, απομαγνητοφωνημένων ομιλιών
του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου Περί αιρέσεων
Ὁμιλία 2α – Ο ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ
Κυριακή 27-5-1979
Εἴχαμε ἀναφερθῆ τήν περασμένη φορά εἰς τό θέμα γενικά τῆς αἱρέσεως. Ἀλλά τίθεται τό ἐρώτημα: Τί εἶναι αἵρεσις;
Αἵρεσις εἶναι ἡ λογική ἑρμηνεία τοῦ δόγματος· δηλαδή εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά κατανοήση τό μυστήριον τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν προσπαθῆ ὁ ἄνθρωπος νά τό κατανοήση, θέλει νά τό κατατάξη μέσα εἰς τά λογικά κατηγορήματα· δηλαδή θέλει νά λογικοποιήση κάτι πού εἶναι πέρα ἀπό τήν λογική. Στήν προσπάθειά του ὅμως νά λογικοποιήση, νά κάνη λογικό δηλαδή, ἐκεῖνο τό ὁποῖον δέν μπαίνει μέσα στά στενά ὅρια τῆς λογικῆς, κατ’ ἀνάγκην θά ξεφύγη· κι ἀφοῦ θά ξεφύγη, αὐτό εἶναι αἵρεσις. Ὥστε λοιπόν αἵρεσις πάντοτε εἶναι ἡ λογικοποίησις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀποκαλύψεως· ἐπειδή πάντα, ἐπαναλαμβάνω, ἡ ἀποκάλυψις εἶναι ὑπέρ λόγον, εἶναι πιό πάνω ἀπό τήν λογική.
Ὁ Θεός, ἐπί παραδείγματι, λέγει στόν Ἀβραάμ: «Θά γεννήσης παιδί τώρα πού εἶσαι ἑκατό χρονῶν.». Ἄν ὁ Ἀβραάμ βάλη τήν λογική, θά πῆ: «Πῶς εἶναι δυνατόν αὐτό νά γίνη;». Καί ἀπό τή στιγμή πού θά βάλη τήν λογική, θά λογικοποιήση δηλαδή αὐτό πού τοῦ ἀποκαλύπτεται, ἀμέσως θά τό ἀπορρίψη καί θά πῆ: «Δέν εἶναι δυνατόν · εἶμαι ἑκατό χρονῶν ! ». Ὅταν ὅμως πῆ «Ἐγώ μέν δέν τό καταλαβαίνω· ἀλλά, ἀφοῦ τό λέγει ὁ Θεός, τό πιστεύω ὅπως εἶναι, τό ἀφήνω λοιπόν ὅπως εἶναι.», ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη καί πέρα μένει στήν ὀρθήν πίστιν. Ὅταν λοιπόν τό λογικοποιήση, τότε θά τό ἀπορρίψη ἤ θά τό διαστρέψη, θά τό ἀλλάξη, θά τό τροποποιήση· ἀπό τή στιγμή ἐκείνη εἶναι εἰς τόν χῶρο τῆς αἱρέσεως.
Διάβολος καί ἀνθρώπινος ἐγωϊσμός: οἱ γεννήτορες τῆς αἱρέσεως
Ποιός γεννᾶ τήν αἵρεσι; Δυό πράγματα: ὁ Διάβολος καί ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Διάβολος εἶναι ὁ σπορεύς τῶν ζιζανίων τῆς παραβολῆς τῶν ζιζανίων, πού ἐλέγαμε τήν περασμένη φορά. Ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ μέθοδός του, ἡ μέθοδος τῆς νοθείας. Μετά τόν Σταυρόν καί τήν Ἀνάστασιν ὁ Διάβολος πλέον μετέρχεται τήν μέθοδον τῆς νοθείας, δηλαδή τῆς ἀποκλίσεως ἀπό τήν ἀλήθειαν, δηλαδή τήν αἵρεσιν. Ὁ Διάβολος δέν ἀρνεῖται, ἀλλά τροποποιεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ μέθοδός του ἡ συστηματική, πού σέ κάθε ἐποχή θά πάρη λεπτάς ἀποχρώσεις· ὡστόσο ὅμως βασικά πάντα θά μένη ἡ ἰδία μέθοδος, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως μέχρι καί σήμερα. Αὐτή ἡ μέθοδος τῆς νοθείας εἶναι ὁ καρπός αὐτοῦ τοῦ διαβολικοῦ φθόνου καί τῆς διαβολικῆς κακίας.
Ὁ ἀνθρώπινος ἐγωϊσμός ὁμοίως γεννᾶ τήν αἵρεσιν. Καί γεννᾶται ἡ αἵρεσις εἴτε ὑπό τήν μορφήν τῆς ὑπερηφανείας, ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε ὑπό τήν μορφήν τῆς ἐμμονῆς εἰς τόν διεφθαρμένον βίον. Τόσο τήν ὑπερηφάνεια, ὅσο καί τόν διεφθαρμένον βίον, ὁ Διάβολος τά ἐκμεταλλεύεται, τά καθιστᾶ ὄργανα εἰς τά χέρια του, καί ἔτσι, ἔχοντας ὄργανα τούς διεφθαρμένους καί τούς ὑπερηφάνους ἀνθρώπους, διαδίδει μίαν αἵρεσίν του.
Ὁ διεφθαρμένος βίος αἰτία αἱρέσεως
Διά τήν περίπτωσιν τοῦ διεφθαρμένου βίου. Λέγει ὁ Κύριος: «Ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ.»[Ιω.7,17]. «Ἐάν», λέγει, «κάποιος θέλη νά κάνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά τηρήση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ἀποφύγη τήν ἁμαρτία καί νά τηρήση ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ», τότε –προσέξτε παρακαλῶ νά δῆτε θαυμάσιον κριτήριον πού θέτει ὁ Κύριος, κριτήριον διακρίσεως– «τότε αὐτομάτως θά παραδεχθῆ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἀληθινός». Καί ὅταν δεχθῆ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός, δηλαδή Θεάνθρωπος, τότε βεβαίως δέν κινδυνεύει νά πέση σέ καμμίαν ἀπόκλισιν, σέ καμμίαν αἵρεσιν. Πότε; Ὅταν θά τηρήση ἀπολύτως τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς ὅταν εἶναι ὁ ἁγνός καί ὁ καθαρός ἄνθρωπος.
Δέν ἔχει λόγους ἀποκλίσεως, ἀγαπητοί μου, ὁ ἁγνός καί καθαρός ἄνθρωπος· μόνον ὁ διεφθαρμένος ἄνθρωπος ἔχει λόγους νά τροποποιήση τά δόγματα. Τί θά ἐνδιέφερε, ἐπί παραδείγματι, τόν ἀγαθόν ἄνθρωπον, τόν τηροῦντα τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ, ἐάν ὑπάρχη ἤ δέν ὑπάρχη Κόλασις; Δέν τόν ἐνδιαφέρει· διότι σκέπτεται ὅτι δέν εἶναι ἐργάτης τοῦ σκοταδιοῦ, δέν εἶναι ἐργάτης τῆς γεένης, τῆς Κολάσεως, καί συνεπῶς δέν ἔχει λόγους ν’ ἀρνηθῆ τήν Κόλασι. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἀρνηθῆ τήν Κόλασιν; Ὁ διεφθαρμένος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό βλέπετε ὅτι ὁ διεφθαρμένος ἄνθρωπος εἰσάγει αἵρεσιν· καί σοῦ λέγει: «Καί ποιός τά εἶδε αὐτά… καί ποιός τά ξέρει… Δέν βαριέσαι… Μπά ! γιατί; ὁ Θεός πρέπει νά εἶναι πολύ ἀγαθός · τόσο, πού δέν θά πρέπει νά ὑπάρχη Κόλασις.» καί ἄλλα πολλά. Τά βγάζει μέ τό μυαλό του. Ὅλα αὐτά τά ὑπαγορεύει, ὅπως σᾶς εἶπα, ὁ διεφθαρμένος βίος.
Ἀλλά καί διά τήν ὑπερηφάνειαν. Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τόν Τίτον: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος»[Τιτ.3,10-11] . Ὅταν λέγη ὁ Ἀπόστολος στήν ἐπιστολή του πρός τόν Τίτον «Θά πῆς μία φορά, δυό φορές σ’ ἕναν αἱρετικό νά ἀφήση τήν αἵρεσί του. Μήν ἐπιμείνης περισσότερο· αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει διαστραφῆ.», τί ἐννοεῖ; Ποῦ εἶναι τώρα τό θέμα; Εἶναι στήν ψυχήν· εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Καί ὅταν λέγη ὁ ἀπόστολος Παῦλος μία καί δύο φορές, ὄχι παραπάνω, ἐννοεῖ ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια, ἐάν δέν εἶναι ἀθεράπευτον πάθος, τοὐλάχιστον εἶναι δυσθεράπευτον πάθος. Καί ἡ ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων πολλάκις δημιουργεῖ τήν αἵρεσιν· ἡ φιλοδοξία των δηλαδή, τό πῶς οἱ ἄνθρωποι, γιά νά φανοῦν ὅτι διακρίνονται ἀπό τούς ἄλλους, ἐπιζητοῦν μίαν δόξαν, ἔστω καί ἡροστράτειον .
Ξέρετε ποιά εἶναι ἡ «ἡροστράτειος δόξα»; Κάποιος ἄσημος ἄνθρωπος, ὀνόματι Ἡρόστρατος, τήν νύχτα πού ἐγεννᾶτο ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, ἔβαζε φωτιά εἰς τόν ναόν τῆς Ἀρτέμιδος στήν Ἔφεσο, γιατί μέσα του ἐφλέγετο ἀπό τήν ἐπιθυμία νά μείνη τό ὄνομά του στήν Ἱστορία! Καί τότε μάλιστα, ὅταν τόν συνέλαβαν, θέλησαν νά μή γραφῆ τό ὄνομά του πουθενά, γιά νά μήν πραγματοποιηθῆ αὐτό τό ὁποῖον ἐζητοῦσε. Ἀλλά τελικά ἔμεινε τό ὄνομά του εἰς τήν Ἱστορίαν· ἔμεινε ὡς «ἡροστράτειος δόξα» · δηλαδή θέλησε νά δοξασθῆ μέ τό κακόν.
Βλέπετε ὅτι μέσα στόν ἄνθρωπο ὑπάρχει αὐτή ἡ τάσι νά θέλη νά δοξασθῆ, ἡ ὑπερηφάνεια, καί δέν τόν ἐνδιαφέρει ἄν εἰσάγη καί αἵρεσιν! Καί γενικά ὁ ἄνθρωπος ὁ ὑπερήφανος θέλει νά μένη σ’ ἐκεῖνο πού καταλαβαίνει, καί ὄχι σ’ ἐκεῖνο τό ὁποῖον λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ αἵρεσις διακρίνεται σέ τρεῖς τομεῖς
Δυνάμεθα, ἀγαπητοί μου, νά διακρίνωμε ἀκόμη τίς αἱρέσεις, ὄχι μόνο περιοριζόμενοι εἰς τόν τομέα τῆς πίστεως, δηλαδή στόν δογματικό τομέα, ἀλλά καί ἐφ’ ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι, ἄν θά θέλαμε νά δοῦμε γενικά τήν αἵρεσι, θά μπορούσαμε νά εἰποῦμε ὅτι τήν διακρίνομε σέ τρεῖς μορφές.
Ἡ πρώτη μορφή εἶναι ἡ δογματική· ὅταν δηλαδή ἡ ἀπόκλισις, ἡ αἵρεσις, ἀναφέρεται εἰς τό δόγμα, εἰς τήν ἀποκεκαλυμμένην ἀλήθειαν, ἡ ὁποία εἶναι ὑπέρ νοῦν. Ἀναφέρεται σέ ὅ,τι βεβαίως ὁ Θεός ἀποκαλύπτει· πρωτίστως καί κυρίως ὅμως, κυριώτατα θά ἔλεγα, ἀναφέρεται εἰς τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί εἰς τό δόγμα τό Χριστολογικόν, δηλαδή εἰς ὅ,τι ἀναφέρεται εἰς τόν Χριστόν· ἀλλά καί γενικά σέ κάθε δόγμα πού ἡ Ἁγία Γραφή, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει.
Δεύτερον· εἶναι ὁ τομεύς τῆς ἠθικῆς. Εἰς αὐτόν τόν τομέα ἀνήκουν ἀποκλίσεις ὡς πρός τόν ἠθικόν νόμον τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, λέγη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «οὐ κλέψεις», καί λέγει ὁ ἄνθρωπος στόν ἑαυτόν του, ἀλλά τό λέγει καί ἔξω, «Δούλεψε νά φᾶς καί κλέψε νά ’χης.», αὐτό εἶναι αἵρεσις. Ὅταν λέγη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «οὐ πορνεύσεις», καί λέγουν οἱ ἄνθρωποι «Ὤ, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νά ζῆ γενετήσια ἐκτός καί ἐντός τοῦ γάμου.», αὐτό εἶναι αἵρεσις. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν δηλαδή γενετησίους σχέσεις πρό τοῦ γάμου εἶναι αἱρετικοί ὡς πρός τόν ἠθικόν τομέα τοῦ Εὐαγγελίου.
Καί τρίτον· εἶναι ὁ κοινωνικός τομεύς. Εἰς αὐτόν τόν τομέα, τόν κοινωνικόν, ἀνήκουν οἱ κοινωνικές ἀντιλήψεις τῶν διαφόρων κοινωνιολογικῶν συστημάτων περί κατανομῆς καί ἀπολαύσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, ἰσχυρίζωνται οἱ ἄνθρωποι καί λέγουν «Ὁ Παράδεισος εἶναι ἐδῶ στή γῆ · δέν ὑπάρχει ἄλλος Παράδεισος. Ἤ, ἐπί τέλους, κι ἄν ὑπάρχη ἄλλος Παράδεισος, δέν μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἐδῶ λοιπόν εἶναι ὁ Παράδεισος, μέ τήν ὑλιστική του μορφή· τί θά φᾶς, τί θά πιῆς, τί θά ἀπολαύσης.», αὐτό εἶναι αἵρεσις εἰς τόν κοινωνικόν τομέα.
Μήν ξεχνᾶμε δέ –πολλάκις σᾶς τό ἔχω τονίσει αὐτό ἀναλύοντας τό «Κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιον», πού εἶναι κυρίως τό εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, καί πολλάκις μᾶς ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νά τό ἰδοῦμε– ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πόσις καί βρῶσις[Ρωμ.14,17] , καί ὅτι ὅλα τά κοινωνικά συστήματα κατά κανόνα, ὡς ἐπίγεια συστήματα, δέν ἀποβλέπουν παρά στό πῶς νά βελτιώσουν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων· καί συνεπῶς, εἴτε τό ἀντιλαμβάνονται εἴτε ὄχι, εἴτε συνειδητά εἴτε ἀσυνείδητα, θέλουν νά μεταφέρουν τόν Παράδεισον ἐπί τῆς γῆς.
Καί δέν ἐννοῶ βεβαίως ἐκεῖνο πού λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς»[Ησ.26,9]. Ἄπαγε! Δέν ἐννοῶ αὐτό. Βεβαίως πρέπει νά ὑπάρχη μιά δικαιοσύνη πάνω στή γῆ, καί νά μήν ὑπάρχη ἐκεῖνο πού λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, «ὃς μὲν πεινᾷ, ὃς δὲ μεθύει»[Α΄Κορ.11,21], ὁ ἕνας ἀπό ’δῶ πεινάει, κι ὁ ἄλλος ἀπό ’κεῖ μεθάει. Κι ἐκεῖνος πού μεθάει εἶναι γιατί ἔχει ἐπάρκεια τροφίμων, γι’ αὐτό καί μεθᾶ· ἐνῶ ἐτοῦτος ἀπό ’δῶ πεινᾶ, καί ὄχι μόνο δέν ἔχει τήν ἐπάρκεια νά μεθύση, ἀλλά δέν ἔχει κἄν νά χορτάση τό στομάχι του.
Δέν θά ’θελα ποτέ νά πῶ, ἀγαπητοί μου, νά ὑπάρχη αὐτή ἡ ἀνισότης· ὄχι· νά φυλάξη ὁ Θεός! ἀλλά ἡ ἰσότης νά ἀπορρέη ὅμως ἀπό τήν ἀντίληψι πού θά εἶχαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι μεταξύ των εἶναι ἀδελφοί καί εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς ὅμως οἱ ἄνθρωποι τέτοια πράγματα δέν τά καταλαβαίνουν· δημιουργοῦν κοινωνικά συστήματα, τά ἐπιβάλλουν διά τῆς βίας, καί κατά κανόνα τά κοινωνικά αὐτά συστήματα δέν ἀποβλέπουν παρά μόνο στό νά μεταφέρουν τόν Παράδεισον ἐπί τῆς γῆς, καί μάλιστα στήν ὅσο μποροῦν περισσότερο καί περισσότερο ὑλιστική του μορφή.
Ὁμοίως, εἰς τόν τομέα τόν κοινωνικόν, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι μία αἵρεσις –γιατί δέν εἶναι φυσικά μόνον ὅτι ὁ Παράδεισος εἶναι ὑλικός· ἔ;– εἶναι καί οἱ φυλετικές διακρίσεις. Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, λέγω ὅτι ὁ λευκός εἶναι ἀνώτερος τοῦ μαύρου, αὐτό δέν εἶναι παρά μία αἵρεσις. Διότι ὅταν λέγη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν ὑπάρχει Ἕλλην καί βάρβαρος καί Σκύθης ἤ μορφωμένος καί ἀμόρφωτος ἤ πολιτισμένος καί ἀπολίτιστος, «ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός»[Κολ.3,11] καί ὅτι ὅλοι ἐξ ἑνός αἵματος ἐπλάσθημεν, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐξ ἑνὸς αἵματος ὁ Θεὸς ἔπλασε πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων»[Πραξ.17,26] , τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Δέν σημαίνουν παρά ὅτι ἐκεῖνος πού λέγει ὅτι ὑπάρχουν διακρίσεις ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, αὐτός εἶναι αἱρετικός ὡς πρός τό Εὐαγγέλιο στόν τομέα τόν κοινωνικό.
Σᾶς τά λέγω λίγο γρήγορα, γιατί κι ἄλλοτε τά εἴχαμε πεῖ αὐτά, καί θέλω νά προχωρήσω σέ ἄλλα πολύ σπουδαιότερα θέματα, σέ ἄλλα σημεῖα.
Τά ὅπλα τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρέσεων
Εἰς ὅλην αὐτήν τήν κατάστασιν, ἔναντι δηλαδή τῶν αἱρέσεων, ἡ Ἐκκλησία τί μέτρα ἔχει λάβει; Κυρίως ἡ Ἐκκλησία ἀντέταξε, ἀγαπητοί μου, τρία ὅπλα: τό πρῶτον εἶναι τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα, τό δεύτερον εἶναι ὁ Κανών τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τό τρίτον εἶναι ὁ Κανών τῆς Πίστεως ἤ τῆς Ἀληθείας, ἤ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως ὅπως λέγεται.
Μέ τό πρῶτο, τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα, ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νά ἀποδείξη ἀνά πᾶσα στιγμή τήν ἀκατάπαυστον διαδοχήν τῆς Ἱερωσύνης, λέγοντας ὅτι ὁ σημερινός ἐπίσκοπος εἶναι χειροτονημένος ἀπό τόν προηγούμενον ἐπίσκοπον, ὁ προηγούμενος ἀπό τόν πιό προηγούμενον καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Φθάνομε ἔτσι, μέ καταλόγους πού πάντοτε ἡ Ἐκκλησία διατηροῦσε εἰς τά ἀρχεῖα της, εἰς τόν ἑκασταχοῦ παρόντα ἐπίσκοπον. Κυρίως ἔχουν διασωθῆ τά ἀρχεῖα: Ρώμης, Ἀντιοχείας, Κωνσταντινουπόλεως, Ἱεροσολύμων, Ἀλεξανδρείας, τῶν μεγάλων αὐτῶν Πατριαρχείων. Ἔτσι, μέ τούς καταλόγους αὐτούς, ἀποδεικνύεται ἡ Ἀποστολική διαδοχή.
Ἐπί παραδείγματι, ὅταν φθάσωμε διερευνῶντας τούς καταλόγους εἰς τόν ἅγιον Πολύκαρπον, ἐρωτοῦμε: «Ποιός χειροτόνησε τόν ἅγιον Πολύκαρπον, ἐπίσκοπον Σμύρνης;». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής. Τώρα: «Ποιός ἔστειλε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή;». Ὁ Κύριος ὁ ἴδιος. Συνεπῶς ἔχομε ἄμεσον κατά διαδοχήν ἐξάρτησιν ἀπό τόν Κύριον. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία λέγεται Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική · διότι ἀντλοῦμε τήν Ἱερωσύνη μας ἀπό τούς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἀντλοῦν τήν Ἱερωσύνη τους ἀπό τόν Κύριο.
Ἐρχόμεθα λοιπόν καί λέμε τώρα εἰς τόν αἱρετικόν, ἐπί παραδείγματι εἰς τόν Χιλιαστήν: «Ποῦ εἶναι ἡ Ἱερωσύνη σας;». Δέν ἔχουν τίποτα. Ἔχουν Ἱερωσύνη;… Αὐτοί λέγουν καί ἰσχυρίζονται ὅτι κρατάει ἡ σκούφια τους ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων… ὅτι αὐτοί κατενόησαν καί κατάλαβαν πολύ καλά τό Εὐαγγέλιο…! Πολύ καλά! Τούς λέμε: «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στάθηκαν οἱ πρόγονοί σας τρόπον τινά, οἱ πνευματικοί σας πρόγονοι μέσα στήν Ἱστορία, γιά νά σᾶς παραδώσουν ἐκεῖνο τό ὁποῖον λέτε ὅτι κατέχετε ὡς ἀληθές; Ποῦ εἶναι; Ἡ ἱστορία σας ἀρχίζει στά 1875. Δέν ἔχετε καμμία διαδοχή. Λοιπόν –ἡ λυδία λίθος: τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα– εἶσθε αἱρετικοί ! Ἄνευ ἄλλης συζητήσεως. Εἶσθε αἱρετικοί ! Ἀπορρίπτεσθε.»
Πηγαίνομε εἰς τό δεύτερο ὅπλον τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι ὁ Κανών τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅπως θά ξέρετε, μέ τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἐπολέμησε τά λεγόμενα ψευδεπίγραφα ἤ νόθα βιβλία. Ἦταν ἐκεῖνα τά βιβλία –εὐαγγέλια ἤ ἐπιστολές– πού τά ἔγραφαν αἱρετικοί ἄνθρωποι, γιά νά ὑποστηρίξουν αἱρετικάς θέσεις. Ἡ Ἐκκλησία μαζεύει τά δικά της τά βιβλία, τά μαντρώνει, τά στοιχοῖ, τά βάζει τρόπον τινά στήν σειρά, καί δημιουργεῖ τόν λεγόμενον Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης· καί λέγει: «Τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι εἴκοσι ἑπτά· οὔτε ἕνα παραπάνω, οὔτε ἕνα παρακάτω. Ἐάν τώρα ἐσύ μοῦ προσάγης καί μοῦ λέγης ἐπιχειρήματα ἀπό βιβλία τά ὁποῖα εἶναι ἔξω ἀπό τά βιβλία τά εἴκοσι ἑπτά τῆς Καινῆς Διαθήκης, σοῦ λέγω: Αὐτά δέν ἔχουν καμμίαν ἰσχύν. Δέν τά ἀποδέχομαι · εἶναι αἱρετικά.».
Καί τέλος εἶναι τό Σύμβολον τῆς Πίστεως ἤ τό Σύμβολον τῆς Ἀληθείας, ἤ ὁ Κανών τῆς Πίστεως ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται –ἔχει ὅλες αὐτές τίς ὀνομασίες–, πού μέ αὐτό ἡ Ἐκκλησία καθώρισε λεπτομερῶς καί σαφῶς δογματικάς θέσεις καί ἀληθείας.
Ἐπί παραδείγματι, ὅταν προσεβλήθη τό δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, πού προσεβλήθη ἀπό τόν Ἄρειον, ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ καί ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καθώρισε καί εἶπε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Αὐτό τό εἶπε σέ μιά διατύπωσι: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα…, πού εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα…» καί λοιπά καί λοιπά.
Ἐδῶ βλέπομε ὅτι καθορίζει ἡ Ἐκκλησία μέ σαφήνειαν θέσεις δογματικές, θέσεις ἀληθείας τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού προσεβλήθησαν ἀπό τούς αἱρετικούς. Καί ἔτσι σοῦ λέγει: «Πές τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, νά δῶ ἄν εἶσαι αἱρετικός ἤ δέν εἶσαι. Ἐάν δέν πιστεύης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, τότε βεβαίως δέν θά πῆς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως.».
Καί, γιά παράδειγμα, σᾶς λέγω· πῆτε σ’ ἕναν Χιλιαστή νά σᾶς πῆ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως. Δέν θά σᾶς τό πῆ, γιατί δέν τό πιστεύει. Δέν πιστεύει δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ὁμοούσιος· πιστεύει ὅτι εἶναι κτίσμα ὁ Χριστός. Ἀμέσως λοιπόν ἔχετε τήν λυδία λίθο.
Γιά νά καταλάβετε, αὐτό τό κριτήριον δέν εἶναι ἄλλο τί παρά ὅ,τι ἀκριβῶς στούς χρυσοχόους μία πέτρα πού λέγεται λυδία λίθος. Ὅταν τοῦ πᾶτε ἐσεῖς τοῦ χρυσοχόου ἕνα χρυσοῦν κόσμημα νά τοῦ τό πωλήσετε καί τοῦ λέτε ὅτι εἶναι εἴκοσι τεσσάρων καρατίων, δέν πείθεται ἐκεῖνος ἄν εἶναι εἴκοσι τεσσάρων ἤ εἴκοσι ἤ δεκαοκτώ· δέν πείθεται· παίρνει τό κόσμημά σας, τό τρίβει ἐπάνω σ’ αὐτή τήν πέτρα, βάζει ἕνα ὀξύ καί βλέπει: σκούριασε; σκοτείνιασε; ἤ ὄχι; Ἐάν σκοτείνιασε, κι ἀπό τόν βαθμόν σκοτεινιάσματος, κρίνει πόσο χαλκόν ἔχει μέσα ἤ μπροῦντζο, πόσο κασσίτερο ἤ δέν ξέρω τί ἄλλο μπορεῖ νά ἔχη· καί σοῦ λέγει: «Δέν εἶναι εἴκοσι τεσσάρων καρατίων · εἶναι τόσο.». Ἔ, λοιπόν, ἡ λυδία λίθος γιά νά κρίνωμε αὐτά πού λέγουν οἱ αἱρετικοί εἶναι τό Σύμβολον τῆς Πίστεως.
Φυσικά τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπως εἶναι τό γνωστό μας τό τῆς Νικαίας –αὐτό εἶναι τό παραδεδομένον· ἔχομε καί κάποια ἄλλα, ἀρχαιότερα, ἀλλά αὐτό μᾶς εἶναι παραδεδομένον–, ἔχει δώδεκα θέσεις. Φυσικά δέν περιέχει ὅλας τάς δογματικάς θέσεις τοῦ Εὐαγγελίου· ὄχι· ἀλλά μόνον ἐκεῖνες τίς θέσεις πού προσεβλήθησαν μέσα εἰς τούς αἰῶνας ἀπό τούς αἱρετικούς. Καί εἶναι βεβαίως οἱ κυριώτερες θέσεις: ὅπως εἶναι τό δόγμα περί Θεοῦ, περί Ἁγίας Τριάδος· εἰδικώτερα περί Υἱοῦ, περί Ἁγίου Πνεύματος, περί Πατρός· μετά περί τοῦ Θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ἐννοεῖται περί τοῦ ἔργου τῆς Σωτηρίας, περί τοῦ Θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ· ἐν συνεχείᾳ περί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, περί Ἐκκλησίας καί περί αἰωνίου ζωῆς. Ἐν γενικῷ διαγράμματι κλείει ὁλόκληρο τό περιεχόμενον τῆς Πίστεως.
Μέ αὐτά τά τρία, τά ὁποῖα εἶναι ὅπλα πανάρχαια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία πολεμᾶ τούς αἱρετικούς.
Ἡ ἐπάρκεια τῶν ὅπλων τῆς Ἐκκλησίας
Ἀλλά διερωτᾶται κανείς: Σήμερα, στήν ἐποχή μας, τά ὅπλα αὐτά τῆς Ἐκκλησίας ἰσχύουν διά νά ἀντιμετωπιστοῦν οἱ αἱρέσεις;
Ὅταν λέμε νά ἀντιμετωπισθοῦν, ὄχι νά μή γίνουν οἱ ἄνθρωποι αἱρετικοί, ἀλλά νά τούς ἀποδείξωμε ὅτι αὐτό πού δέχονται εἶναι αἵρεσις. «Δέν μπορεῖς νά μοῦ λές, κύριε Χιλιαστά, ὅτι εἶσαι Ὀρ θόδοξος. Δέν μπορεῖς νά μοῦ λές, κύριε Προτεστάντα, ὅτι εἶσαι Ὀρ θόδοξος. Μπορεῖς νά εἶσαι ὅ,τι θές νά εἶσαι, μπορεῖς νά κάνης ὅ,τι θές νά κάνης, ἕτερον ἑκάτερον · δέν δύνασαι ὅμως νά λές ὅτι εἶσαι Ὀρ θόδοξος καί νά προσεταιρίζεσαι τήν Ἐκκλησίαν.» Αὐτό ἐννοῶ ὅταν λέω μέ τά ὅπλα πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία · νά ἀποδεικνύη στά παιδιά της ὅτι ἐκείνη, ἡ ἄλλη διδασκαλία, εἶναι ἑτεροδιδασκαλία, εἶναι ἀλλοτριοδιδασκαλία. Δέν εἶναι δική της· εἶναι ξένη. Ἀντελήφθητε; Μ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν. Ὄχι βεβαίως νά πᾶμε νά τούς πιάσουμε καί νά τούς ποῦμε «Ἐλᾶτε ἐδῶ· τί κάνετε ἐκεῖ;». Ὄχι μ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν· γιατί ὁ καθένας δύναται νά πιστεύη καί νά λέη καί νά κάνη ὅ,τι θέλει.
Ἀλλά σήμερα ὅμως ἡ Ἐκκλησία, μέ τά τρία αὐτά πού ἀντιτάσσει, δύναται πράγματι νά χαρακτηρίση τούς αἱρετικούς;
Τά ὅπλα αὐτά ἰσχύουν, ἀγαπητοί μου, καί θά ἰσχύουν πάντοτε· ὅμως δέν εἶναι πολύ ἐπαρκῆ, καί θά σᾶς ἐξηγήσω γιατί.
Κατ’ ἀρχάς εἰς τόν Χιλιασμόν· δυνάμεθα νά ἀντιτάξωμε, ὅπως σᾶς εἶπα, τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα καί τόν Κανόνα τῆς Ἀληθείας. Θά τούς ποῦμε: «Ποῦ εἶναι ἡ Ἀποστολική σας διαδοχή; Ἔχετε;». Δέν ἔχουν. «Πές μας τό Σύμβολον τῆς Πίστεως» θά ποῦμε σ’ ἕναν Χιλιαστή. Δέν θά μᾶς τό πῆ. Ἀλλά ὁ Κανών τῆς Καινῆς Διαθήκης ἤδη διά τούς Χιλιαστάς, ὅπως δυστυχῶς καί γιά ὅλους τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ἀποδεκτός· δηλαδή ὁ Χιλιαστής ἔχει τά εἴκοσι ἑπτά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Δέν ἔχει ἐκεῖνα τά πολλά ἄλλα βιβλία πού εἶχαν κάποτε αἱρετικοί, ὅπως ἦσαν οἱ Γνωστικοί, ἔξω ἀπό τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅλοι σήμερα οἱ αἱρετικοί ἔχουν τά εἴκοσι ἑπτά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης· καί ἔτσι, τρόπον τινά, σάν νά ἀχρηστεύεται τό ὅπλον αὐτό τῆς Ἐκκλησίας, σάν νά ἀκινητοποιῆται. Ἀλλά κάνουν κάτι ἄλλο· δέχονται μέν τόν Κανόνα, νοθεύουν ὅμως τό περιεχόμενο τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης· τά ἑρμηνεύουν διαφοροτρόπως. Θά τό δοῦμε στήν συνέχεια.
Σέ ὁμάδες Προτεσταντικές οἱ ὁποῖες εἶναι Τριαδικές, πού πιστεύουν δηλαδή στό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος –διότι ἔχομε καί Ἀντιτριαδικάς ὁμάδας Προτεσταντικάς! θά τό ἰδοῦμε κι αὐτό ἀργότερα–, ἐκεῖ μποροῦμε νά ἀντιτάξωμε τό Ἐπισκοπικόν ἀξίωμα.
Θά μᾶς τό πῆ ὁ Προτεστάντης τό Σύμβολον τῆς Πίστεως· δέν θά δυσκολευτῆ. Θά μᾶς τό πῆ· ἄν καί δέχονται καί αὐτοί κατά κάποιον τρόπο τό φιλιόκβε (Filioque), πού ἔχουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, τό «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» –αὐτό εἶναι τό φιλιόκβε. Θά μᾶς πῆ ὅμως τό Σύμβολον τῆς Πίστεως· δέν θά δυσκολευθῆ. Ἔχει καί τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί τά εἴκοσι ἑπτά βιβλία. Ἀλλά τόν ἐλέγχουμε –ποῦ;– στό θέμα τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οἱ Προτεστάνται δέν δέχονται τήν Ἱερωσύνη· δέν ἔχουν Ἀποστολική διαδοχή. Δηλαδή δέν εἶναι ἀπαραίτητο κάποιος ὅπως δήποτε καί τά τρία νά μήν ἔχη· ἔστω καί ἕνα νά μήν ἔχη ἀπό τά τρία, χαρακτηρίζεται αἱρετικός.
Ἀλλά ἔχουμε ὅμως καί κάποιες ὁμάδες αἱρετικῶν, ὅπως εἶναι ἡ Οὐνία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Οὐνία θά πῆ ἑνωτικότης. Εἶναι λατινική λέξις καί σημαίνει τήν προσπάθεια αὐτῶν νά δημιουργήσουν προσέλκυσι τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ἀφοῦ αὐτοί καθ’ ὅλα θά φαίνωνται Ὀρθόδοξοι.
Ἐπί παραδείγματι: Οἱ ἱερεῖς των φοροῦν ράσα ὅπως καί ἡμεῖς. Ἔχουν Τυπικόν εἰς τήν Ἐκκλησία ὅπως καί ἡμεῖς, τίς Κυριακές καί τίς καθημερινές. Ἔχουνε τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας τά γνωστά: τό Τριώδιο, τήν Παρακλητική, τό Πεντηκοστάριο, τό Ὡρολόγιο,… Ὅλα κανονικά. Τίς Κυριακές, μέ τίς εὐαγγελικές περικοπές, ὅπως τίς ἔχομε κι ἐμεῖς. Ὁ Ὄρθρος, ὁ Ἐσπερινός, ξέρω ’γώ, ὅλα αὐτά, ἡ Λειτουργία κανονική, τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, σέ ναούς βυζαντινούς,… Ὅλα κανονικά. Σ’ ἕνα σημεῖο μόνο διαφέρουν: μνημονεύουν τόν πάπα! Μόνο σ’ ἕνα σημεῖο.
Μπαίνεις κι ἐσύ μέσα στήν Ἐκκλησία τους. Βλέπεις ὁ παπάς μέ τά ἄμφιά του κανονικά. Βλέπεις ὁ βυζαντινός ναός ὡραῖος. Βλέπεις τά ψαλτήρια ἐκεῖ πέρα μέ τούς ψάλτες, βυζαντινός χορός ὡραῖος,… ὅλο τό Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκοῦς τό προβλεπόμενο εὐαγγέλιο, πού εἶναι στό ἡμερολόγιον τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ἐπί παραδείγματι, ὅτι σήμερα εἶναι τοῦ Παραλύτου, τό ἀκοῦς κι ἐσύ μέσα εἰς τόν οὐνιτικόν αὐτόν ναόν ὅτι εἶναι τοῦ Παραλύτου τό εὐαγγέλιον. Καί λές: «Αὐτοί εἶναι Ὀρ θόδοξοι !». Δέν ὑπάρχει πουθενά καμμία διαφορά, πλήν τῆς μνημονεύσεως τοῦ πάπα.
Καί λέμε τώρα: Ἐδῶ περ ί τ ίνος πρόκειται;
Πρόκειται περί δουρείου ἵππου! Εἶναι αὐτή ἡ μεγάλη πληγή. Αἰῶνες, παρακαλῶ! αἰῶνες δρᾶ ἡ Οὐνία! Ἡ Οὐνία δρᾶ ἀπό τόν καιρό πού ἔγινε τό σχίσμα ! Περίπου ὀκτώ αἰῶνες δρᾶ ἡ Οὐνία εἰς βάρος τῆς Ἀνατολῆς ἐκ μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν!
Ἔχομε ὅμως καί κάποιες ὁμάδες Προτεσταντῶν, πού καί αὐτές δροῦν κατά τόν τρόπον τῆς Οὐνίας τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ὡς δούρειος ἵππος καί αὐτοί. Τά πάντα ἀποδέχονται. Τά πάντα ἀποδέχονται! Καί τόν ἐπίσκοπον καί τόν πρεσβύτερον καί τήν θεία Κοινωνία καί τόν ἐκκλησιασμό καί τά πάντα !… ἀλλά εἶναι δούρειος ἵππος.
Ἀντιμετώπισις αὐτῶν τῶν αἱρέσεων
Θά λέγαμε: Σ ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ποιό θά ἦταν τό μέτρον ἀντιλήψεως καί ἀντιμετωπίσεως αὐτῶν τῶν ἀν θρώπων;
Βέβαια εἶναι δύσκολο· ὄχι ὅμως καί πάρα πολύ δύσκολο. Γιά ’κείνους οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά ἔχουν μίαν γνῶσιν, δέν εἶναι δύσκολο πρᾶγμα· φαίνεται ἀπό πολύ μακρυά. Φαίνεται, ἀγαπητοί μου, ἀπό πάρα πολύ μακρυά.
Πέστε μου σᾶς παρακαλῶ· μία χρυσῆ λίρα, ἅμα τήν δώσουμε σ’ ἕναν ἄνθρωπο ἁπλοϊκόν, θά μπορῆ νά κρίνη ἄν αὐτή εἶναι σκάρτη ἤ ὄχι; Ἅμα ὅμως τήν πᾶτε στόν σαράφη, ἐκεῖ στόν ἀργυραμοιβό, ἀμέσως θά τήν ’δῆ καί θά σοῦ πῆ ἄν εἶναι ἐντάξει ἤ δέν εἶναι ἐντάξει· ξέρει. Ἔτσι λοιπόν κι ἐδῶ· μερικοί ξέρουν, μποροῦν νά διακρίνουν· οἱ πολλοί δέν μποροῦν νά διακρίνουν, καί σοῦ λένε: «Αὐτά ὅλα εἶναι πολύ ἐντάξει.»! Τό λένε γιατί δέν ξέρουν νά διακρίνουν· διότι αὐτός κρύπτεται, καί κρυπτόμενος κάνει τή δουλειά του.
Ὅπως θά δοῦμε καί στήν ἱστορία τοῦ Προτεσταντισμοῦ στήν Ἑλλάδα, ἦταν ἐντελῶς-ἐντελῶς παρακαλῶ ὑποκριτική ἡ τακτική τους, ἀληθινός δούρειος ἵππος. Νομίζω ὅτι τότε μόνον θά μποροῦσαν νά δώσουνε δείγματα εἰλικρινείας, ἐάν διέλυαν κάθε ἐκδήλωσί τους. Τί; Ξεχωριστές μελέτες Ἁγίας Γραφῆς πού μπορεῖ νά κάνουν, ξεχωριστές λατρεῖες πού μπορεῖ νά κάνουν καί λοιπά. Μόνον τότε θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τούς ἀποδεχόμεθα πώς εἶναι εἰλικρινεῖς· χωρίς νά παύση ὅμως ἡ παρακολούθησίς των !
Εἶναι λεπτό πρᾶγμα, ἀγαπητοί μου, ἡ αἵρεσις. Εἶναι λεπτό πρᾶγμα! Δηλαδή δέν μπορεῖτε νά φανταστῆτε πόσο. Γιά νά σᾶς τό δείξω, σᾶς ἀναφέρω μόνο δύο παραδείγματα.
Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἦταν ἡ ψυχή τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ἄρειος κατεδικάσθη. Κατόπιν, ἀφοῦ κατεδικάσθη, πηγαίνει εἰς τόν μέγαν Κωνσταντῖνον καί τόν πείθει ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξος, ὁμολογῶν ὁ Ἄρειος ὅλας τάς Ὀρθοδόξους θέσεις τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου! Καί τότε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος ἐφοδιάζει τόν Ἄρειον μέ συστατικήν ἐπιστολήν νά γίνη ἀποδεκτός πρός κοινήν λατρείαν, Λειτουργίαν, διά συλλείτουργον εἰς τήν Ἀλεξάνδρεια, ἐκεῖ πού ἦταν ὁ μέγας Ἀθανάσιος. Ὅταν ἔφθασε ὁ Ἄρειος ἐκεῖ, ὁ μέγας Ἀθανάσιος δέν τόν ἐδέχθηκε. «Μά, ἔχω ἀπό τόν αὐτοκράτορα… ἔχω χαρτί !… Ἔχω κάνει ὁμολογία Πίστεως !…». Λέγει ὁ μέγας Ἀθανάσιος: «Εἶσαι ψεύτης ! Δέν σέ θέλω· φῦγε ἀπό ’δῶ !». Ξέρετε παρακαλῶ τί ἐκόστισε αὐτό εἰς τόν μέγαν Ἀθανάσιον; Ἐξορία! Ἐξορία ἐκόστισε. Καί μόνο μία; Ἓξι ἐξορίες ἐκόστισε αὐτή του ἡ στάσις! Γιατί; διότι ὅλοι ἔλεγαν ὅτι ὁ Ἄρειος εἶναι ἐν τάξει τώρα· εἶναι ἐν τάξει! ἀλλά ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἔλεγε: «Δέν εἶναι ἐν τάξει· εἶναι ὑποκριτής !».
Νά σᾶς πῶ καί τό ἄλλο. Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Ἄρειος ἦρθε στήν Κωνσταντινούπολι νά συλλειτουργήση μέ τόν Ἀλέξανδρον τόν πατριάρχην, τοῦ ’ρθε συμφορά τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ πατριάρχου· καί ἔλεγε: «Θεέ μου ! Θεέ μου !…». Ὅλη νύχτα ξενύχτησε εἰς τόν ναόν κάνοντας προσευχή, λέγοντας: «Θεέ μου, σέ παρακαλῶ !… Χριστέ μου, σέ παρακαλῶ !… Ἄν ἐπιτρέψης ὁ Ἄρειος νά λειτουργήση, ἤ νά πεθάνη αὐτός ἀπόψε ἤ νά πεθάνω ἐγώ !». Ἦταν σίγουρος ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὅτι ὁ Ἄρειος δέν ἄλλαξε φρόνημα· παρέμενε αἱρετικός, παρά τίς διαβεβαιώσεις καί τίς ὁμολογίες του τίς Ὀρθόδοξες. Καί τό πρωΐ, πηγαίνοντας πανηγυρικά μέ τούς ὀπαδούς του ὁ Ἄρειος πρός τόν ναόν, στόν δρόμο πέθανε. Ὁ Θεός ἤκουσε τήν προσευχήν τοῦ πατριάρχου, καί πέθανε ὁ Ἄρειος, γιατί ἦταν ψεύτης, ὑποκριτής, αἱρετικός.
Σᾶς εἶπα αὐτά τά παραδείγματα, γιά νά σᾶς δείξω ὅτι δέν εἶναι πάντοτε εὔκολο νά διακρίνη κάποιος τήν αἵρεσιν, ἀκόμη κι ἕνας σπουδαῖος ἄνθρωπος· κυρίως ὅμως οἱ εἰδήμονες δύνανται νά διακρίνουν.
Ὅσα μέχρι τώρα ἀναφέραμε, τήν περασμένη φορά καί σήμερα, ἀγαπητοί, ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν ἕνα γενικό διάγραμμα χαρακτηρισμοῦ καί ἀντιμετωπίσεως κάθε αἱρέσεως, πού τυχόν δύναται νά ἐμφανισθῆ στήν ἐποχή μας. Ὅμως τελευταῖα, ἐκτός ἀπό τούς Χιλιαστάς, ὑπάρχει μία ἔξαρσις αἱρετικῆς δραστηριότητος τοῦ Προτεσταντισμοῦ, χωρίς φυσικά αὐτό νά σημαίνη ὅτι διά πρώτην φορά ἐμφανίζονται εἰς τό προσκήνιον τῆς Ἱστορίας οἱ Προτεστάνται, καί ἰδίως εἰς τόν χῶρον τῆς Ἑλλάδος ἤ τῆς Ἀνατολῆς. Ἔχουμε μιά ἰδιαιτέρα ἔξαρσιν. Ἴσως ποτέ δέν ἔχουμε μιλήσει γιά τόν Προτεσταντισμόν.
Βεβαίως σᾶς εἶπα τήν περασμένη φορά ὅτι ὁ Χιλιασμός, ἄν ἔπρεπε νά τόν χαρακτηρίσωμε, θά λέγαμε ὅτι ἀνήκει στίς ἰουδαΐζουσες αἱρέσεις, δηλαδή ἐκεῖ πού ἔχουμε τό κρᾶμα Χριστιανισμοῦ καί Ἰουδαϊσμοῦ. Αὐτό λέγαμε τήν περασμένη φορά. Εἶναι ἀληθές· αὐτή εἶναι ἡ τελική του μορφή. Ὅμως νά ξέρετε ὅτι ὁ Χιλιασμός ξεκίνησε ὡς αἵρεσις προτεσταντική· ξεκίνησε ἀπό τήν αἵρεσι τῶν Μεθοδιστῶν. Ἐπαναλαμβάνω, ὡς προτεσταντική αἵρεσις! Καί ἐξελίχτηκε. Προσέλαβε στόν δρόμο του πολλά-πολλά στοιχεῖα. Τά προσέλαβε ὅπως ἀκριβῶς κάποτε μία πετρίτσα πού ξεκινάει ἀπό τήν κορυφή ἑνός χιονισμένου βουνοῦ, πού κατά τό κατρακύλισμά της συμπαρασύρει χιόνι, γίνεται χιονοστιβάς, κι ὅσο κατεβαίνει, τόσο μεγαλώνει καί μεγαλώνει, καί φυσικά, ὅταν φθάση στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, δέν δύναται νά ἀναγνωρίση κανείς εἰς τήν πελωρίαν αὐτή χιονοστοιβάδα τήν ἀρχική ἐκείνη πετρίτσα πού γλύστρησε ἀπό τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ. Ἔτσι κι ἐδῶ· ξεκίνησε βεβαίως ἀπό προτεσταντικήν αἵρεσιν ὁ Χιλιασμός, ἀλλά μόνο προτεσταντική αἵρεσις πιά δέν εἶναι· εἶναι αὐτό πού χαρακτηρίσαμε· εἶναι ἰουδαΐζουσα αἵρεσις καί ἔχει ὅλα ἐκεῖνα τά χαρακτηριστικά προσβολῆς πού ἐπιθυμοῦν πάντοτε νά ἔχουν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ Ἑβραῖοι.
Ἀλλά τί εἶναι ὁ Προτεσταντισμός;
Θά σᾶς πῶ πολύ σύντομα τήν ἱστορία του. Πάρα πολύ σύντομα. Μπορεῖτε νά βρῆτε βέβαια τήν ἱστορία του σέ πολλά βιβλία, σέ ἐγχειρίδια, καί νά τήν διαβάσετε ἅμα θέλετε.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Δυτική Ἐκκλησία, ὅταν ἀπεσχίσθη ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀνατολῆς, κατεκλίσθη ἀπό πολύ φιλόδοξες καί ἐγωϊστικές θέσεις. Αὐτές οἱ ἐγωϊστικές της θέσεις τήν ἐξώθησαν σέ πλάνες. Μιά πρώτη ἦταν ὅτι ἡ Ρώμη ἔχει τό προβάδισμα· μετά ὅτι ἔχει τό μοναδικόν προνόμιον νά στέκεται πάνω ἀπ’ ὅλες τίς Ἐκκλησίες καί νά κυριαρχῆ σ’ αὐτές· κατόπιν παρουσίασε κοσμοκρατορικές διαθέσεις, ἐντελῶς ἐπίγειες.
Οἱ Σταυροφορίες, ἐπί παραδείγματι, δέν ἦσαν παρά ἕνα πρόσχημα ὅτι δῆθεν πᾶμε νά ἀνακαταλάβουμε τούς Ἁγίους Τόπους, τούς τόπους ἐκείνους πού ὁ Χριστός ἐνεφανίσθη καί ἔδρασε, ἀπέθανε καί ἀνέστη· στήν πραγματικότητα ὅμως αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά κατακτήσουν, εἶχαν κατακτητικές διαθέσεις. Ἀπόδειξις –ἀπόδειξις!– ὅτι ὅταν περνοῦσαν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι τό 1204, ἐλεηλάτησαν τήν Πόλιν, τήν Κωνσταντινούπολι, σέ βαθμό πού οὔτε οἱ Τοῦρκοι δέν τήν ἐλεηλάτησαν ἔτσι! Καί ἐκράτησαν μέ μίαν κατοχήν περίπου ὀγδόντα ἐτῶν.
Ἀντιλαμβάνεσθε, ἀγαπητοί μου, ὅτι οἱ διαθέσεις τους κάθε ἄλλο παρά ἀγαθές ἦσαν. Γιατί τί ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολις; Χριστιανική ἦταν. Δέν κατήχετο ἀπό τούς Πέρσας, τούς Ἄραβας καί δέν ξέρω ἀπό ποιούς, ὥστε νά ποῦμε ὅτι ἤθελαν νά ἐλευθερώσουν καί τήν Κωνσταντινούπολι ἀπό τυχόν Μωαμεθανούς καί ἀπίστους! Εἶναι ὁλοφάνερο δηλαδή ὅτι οἱ διαθέσεις τους ἦταν κατακτητικές.
Ἔτσι λοιπόν σιγά-σιγά, ἀφοῦ ἀπεσχίσθησαν, ἄρχισαν νά δημιουργοῦν καινοτομίες ποικίλες. Αὐτές οἱ καινοτομίες ἦταν ὅπως δήποτε πλάνες. Πολλές! Δέν εἶναι τῆς ὥρας, ἀγαπητοί μου, νά τίς ποῦμε τώρα. Ἔνεκα ὅμως αὐτῶν τῶν ἐγωϊστικῶν θέσεων τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πλανῶν της, πολλές ψυχές ἄρχισαν νά σκανδαλίζωνται· πολλοί πιστοί.
Τήν ἀφορμή γιά τόν Προτεσταντισμό τήν ἔδωσε ἕνας δομηνικανός μοναχός, ὁ Ἰωάννης Τέτσελ. Αὐτός πουλοῦσε συγχωροχάρτια, πουλοῦσε ἀφέσεις εἰς τήν περιοχήν τῆς Σαξωνίας, στήν Γερμανία. Τότε ἕνας μοναχός καί ἱερεύς τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ὁ Λούθηρος –ὁ ὁποῖος βεβαίως ὡς ἱερεύς τῆς Ρώμης μποροῦσε νά ξέρη ἀπό πιό κοντά πολλά πράγματα–, ὅταν εἶδε κι αὐτό πιά, νά πουλοῦν τά χαρτιά αὐτά καί μέ χρήματα νά συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες, ἔ, δέν μπόρεσε νά συγκρατηθῆ πιά· τό ἔφερε αὐτό βαρέως· ἐξανέστη! Καί κάθησε καί ἔγραψε μίαν διαμαρτύρησιν, πού ἀπετελεῖτο ἀπό ἐννενήντα πέντε θέσεις. Τήν ἔγραψε στά λατινικά, γιά τήν ἀκρίβειαν, καί μάλιστα τήν ἐδημοσίευσε καί εἰς τόν τύπον, ἄν θέλετε.
Μάλιστα ὑπῆρχε ἡ συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, προκειμένου νά προκληθῆ μία θεολογική ἤ πολιτική ἤ κοινωνική συζήτησις, ὁ θέλων νά τήν προκαλέση ἐθυροκόλλει εἰς τήν πόρτα τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τίς θέσεις του καί τίς ἀπόψεις του, ὥστε γιά ἐκεῖνον πού θά ἤθελε νά τόν ἀντιμετωπίση θά ὡρίζετο μία ὥρα δημοσίας ἐμφανίσεως, καί ἐκεῖ θά ἐγίνετο ἡ συζήτησις. Ἦταν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τήν συνήθεια αὐτή τήν χρησιμοποιεῖ ὁ Λούθηρος καί θυροκολλεῖ εἰς τήν Βιττεμβέργην, εἰς τόν ναόν τοῦ ἀνακτόρου ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Πάντων, στίς 31 Ὀκτωβρίου, παραμονή τῶν Ἁγίων Πάντων, θυροκολλεῖ αὐτήν του τήν διαμαρτύρησι μέ τίς ἐννενήντα πέντε θέσεις ἐναντίον τῶν ἀφέσεων, ἐναντίον τῶν συγχωροχαρτίων.
Ὅταν, ἕνεκα τοῦ πανηγυριοῦ πού ὑπῆρχε, πῆγε ὁ κόσμος νά ἐκκλησιασθῆ, εἶδε, διάβασε αὐτές τίς θέσεις καί ἐνθουσιάστηκε, διότι ἐπί τέλους ἠσθάνετο ὅτι κάποιος μποροῦσε νά μιλάη ἐναντίον αὐτῶν τῶν αὐθαιρεσιῶν καί ἐναντίον αὐτῶν τῶν πλανῶν καί κακοδοξιῶν τῆς Ρώμης. Τότε ὁ λαός αὐτός ἄρχισε νά ἐνθουσιᾶ, καί ἀστραπιαῖα οἱ θέσεις αὐτές τῆς διαμαρτυρήσεως τοῦ Λουθήρου ἐξηπλώθησαν εἰς τήν Γερμανίαν, εἰς τήν Γαλλίαν καί εἰς τήν Ἐλβετίαν μέ μίαν ταχύτητα καταπληκτική.
Ἡ Ρώμη ἀφορίζει τόν Λούθηρο – Ἔναρξις τοῦ Προτεσταντισμοῦ
Τότε ἡ Ρώμη βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη θέσι, καί ἀντί φυσικά νά ἀναθεωρήση τίς θέσεις της τίς αἱρετικές –διότι ἐάν ἡ Ρώμη ἀναθεώρει, ἀγαπητοί μου, τίς αἱρετικές της θέσεις, τό πρᾶγμα θά ἐτελείωνε ἐκεῖ καί θά σταματοῦσε, πρός μεγάλην χαράν καί δόξαν τῆς Ἐκκλησίας–, ξέρετε τί ἔκανε ἡ Ρώμη; ἀφώρισε τόν Λούθηρον! Καί ὁ Λούθηρος δημοσίως ἔκαψε τόν ἀφορισμόν. Ἀπό ’κεῖ ἀρχίζει ὁ ἀγών ἐναντίον τῆς Ρώμης. Ὅλα αὐτά ξεκίνησαν στίς 31 Ὀκτωβρίου τοῦ 1517. Ἀπό ’κείνη τήν ἡμέρα ξεκινᾶ ἡ Διαμαρτύρησις εἰς τήν Εὐρώπη, κατακτᾶ διαρκῶς περισσότερον καί περισσότερον κόσμον, καί σέ λίγο γίνονται ἑκατομμύρια οἱ Διαμαρτυρόμενοι εἰς τήν Εὐρώπην. Ἔτσι αὐτοί ἄρχισαν ἤδη νά ἐπικρατοῦν.
Κύριοι συνεργάται τοῦ Λουθήρου –σᾶς λέγω πολύ γενικές γραμμές, γιατί ὅλα αὐτά εἶναι πολλά καί δέν θά μᾶς ἦταν αὐτήν τήν στιγμή πολύ χρήσιμα– εἶναι ὁ Καλβῖνος καί ὁ Σβίγγλιος. Ἀγωνίζονται μέρα-νύχτα νά ἐπιβάλλουν τίς ἀπόψεις τους. Καί ἀρχίζουν νά διατυπώνουν θέσεις δογματικές, ὄχι βεβαίως πιά μένοντες μόνο στό θέμα τῶν συγχωροχαρτίων, ἀλλά καί ἐπί ἄλλων σημείων τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπορρίπτουν τήν Ἱεράν Παράδοσιν
Ἔτσι, στή βιασύνη τους, ἀπορρίπτουν τήν Ἱεράν Παράδοσιν, ἡ ὁποία δέν εἶναι τί ἄλλο παρά οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Προσέξτε παρακαλῶ· ἡ Ἱερά Παράδοσις δέν εἶναι αὐτό πού μαθαίνω ἀπό τόν πατέρα μου καί τή μάνα μου. Τό ὅτι μπορεῖ ὁ πατέρας μου καί ἡ μάνα μου νά μοῦ ποῦν τήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, δέν ὑπάρχει ἀντίρρησις· ἀλλά τό νά μοῦ ποῦν πράγματα πού εἶναι τοῦ λαοῦ πράγματα, δηλαδή θά λέγαμε τῆς λαογραφίας πράγματα, αὐτό δέν εἶναι Παράδοσις. Μήν τά μπερδεύωμε· ὁ Θεός νά φυλάξη! Ξέρετε παρακαλῶ τί εἶναι ἡ Παράδοσις; Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Πατέρες τῆςἘκκλησίας, εἶναι οἱ Ἅγιοι, εἶναι αἱ ἑπτά Οἰκουμενικαί Σύνοδοι καί αἱ Τοπικαί Σύνοδοι, τά συγγράμματα τῶν Πατέρων καί οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτά ἀποτελοῦν τήν Ἱεράν Παράδοσιν. Δηλαδή εἶναι ἕνα θέμα κλειστόν –χωρίς νά εἶναι κλειστόν. Χωρίς νά εἶναι κλειστόν! Δηλαδή εἶναι ἕνα κατωχυρωμένο, ἕνα ἐπίσημο θέμα· δέν εἶναι τυχαῖο· δέν εἶναι κάτι πού μπορεῖ νά εἶναι παρδαλό καί ν’ ἀλλάζη χρώματα μέσα στόν λαό, διαδιδόμενο ἀπό στόμα σέ στόμα καί λοιπά. Τό λέγω γιά νά μήν ὑπάρχη παρανόησις.
Ἀπορρίπτει λοιπόν ὁ Λούθηρος τήν Ἱεράν Παράδοσιν, μέ ὅλα αὐτά πού σᾶς ἀνέφερα, ἀπορρίπτει καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Κρατάει μόνο δύο Μυστήρια: τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δέν ἔδωσε ὅμως τήν μυστηριακή διάστασιν, τήν ὁποίαν ἔχουν τά Μυστήρια αὐτά· δηλαδή δέν ἐδέχετο, ἐπί παραδείγματι, ὅτι τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι πραγματικά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὅτι ἁπλῶς εἶναι ἡ παρουσία τῆς θείας χάριτος, χωρίς νά εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά κι ἄν ὑποτεθῆ ἀκόμη ὅτι θά ἐδέχοντο πώς εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον καταργοῦν τό μυστήριον τῆς Ἱερωσύνης, τότε δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχουν τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας· διότι δυνάμει τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης ἀναδεικνύεται τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Πάλι λοιπόν δέν θά ἦταν Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ· τό ἀντιλαμβάνεσθε. Ἔτσι οὐσιαστικά, ἐνῶ κρατάει τά δυό αὐτά Μυστήρια, δέν τά δίνει τήν πραγματική τους διάστασι, καί οὐσιαστικά καί αὐτά ἀπορρίπτονται. Οὐσιαστικά.
Δέν ἀποδέχονται ὅλα τά βιβλία τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας Γραφῆς
Κρατᾶ μόνον τήν Ἁγίαν Γραφήν ὁ Λούθηρος. Ὅταν λέμε ὅμως ὅτι κρατάει τήν Ἁγία Γραφή, ὄχι ἀκριβῶς. Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τά σαράντα ἐννέα της βιβλία, κόβει τά λεγόμενα δευτεροκανονικά, δέκα τόν ἀριθμόν, καί κρατάει τά τριάντα ἐννέα. Ἀπό δέ τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀμφισβητεῖ τήν ἐπιστολήν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.
Πιστεύουν εἰς τόν ἀπόλυτον προορισμόν
Ἀκόμη πιστεύουν εἰς τόν ἀπόλυτον προορισμόν, στόν ὁποῖον βεβαίως πίστευαν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί· ἀλλά τόν τονίζουν ὅλως ἰδιαιτέρως καί ἐξαιρετικῶς, διότι δέχονται ὡς ὅρον τῆς δικαιώσεως, δηλαδή τῆς σωτηρίας, μόνον τήν πίστιν καί ὄχι καί τά ἔργα. Εἶναι γνωστό ὅτι γιά νά δικαιωθῶ, νά σωθῶ, πρέπει καί νά πιστεύσω ἀλλά καί νά ἐργασθῶ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ὅμως μείνω μόνο στήν πίστι χωρίς τά ἔργα, τότε βεβαίως δέν δύναμαι νά σωθῶ· ὅπως κι ἄν μείνω μόνο στά ἔργα καί ὄχι στήν πίστι, δέν δύναμαι νά σωθῶ. Αὐτοί λέγουν ὅτι μόνον ἡ πίστις σώζει· τά ἔργα εἶναι ἄχρηστα. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος διά τόν ὁποῖον ἀπορρίπτουν τόν ἅγιον Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο· διότι τονίζει ἰδιαιτέρως τό θέμα τῶν ἔργων εἰς τήν ἐπιστολήν του.
Ἑρμηνεύουν ὑποκειμενικά τήν Ἁγίαν Γραφήν
Ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι φοβερόν, φοβερώτατον, καί μή δυνάμενον πλέον νά βοηθήση τούς Προτεστάντας νά ἐπανέλθουν κάποτε εἰς τήν ἀλήθειαν –ποιό εἶναι λέτε;– εἶναι ἡ ὑποκειμενική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι τό χειρότερο ἀπό ὅλα· διότι ἀνοίγεται δρόμος-τρόπος γιά μία φοβερή ἀπομάκρυνσι. Φρικτή –ὄχι φοβερή– φρικτή ἀπομάκρυνσι! Καί αὐτή ἡ Ἱστορία τό ἀπέδειξε, ὅτι ὑπέστησαν, ὑφίστανται καί θά ὑφίστανται αὐτήν τήν διαρκῆ ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν ἀλήθεια, ἕνεκα αὐτοῦ τοῦ στοιχείου πού εἰσήγαγε ὁ Λούθηρος, τήν ὑποκειμενικήν ἑρμηνείαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἐπειδή ἡ Ρώμη δέν ἄφηνε εὔκολα τό Εὐαγγέλιο στά χέρια τοῦ κάθε πιστοῦ, τώρα ὁ Λούθηρος λέγει: «Πάρε τό Εὐαγγέλιο καί μελέτησέ το καί κατάλαβέ το· ὅπως θές κατάλαβέ το.». Ἐνῶ ἡ Ρώμη τότε, ἐπειδή ἐφοβεῖτο τίς αἱρέσεις, ἔλεγε: «Μπορεῖς νά διαβάσης τήν Ἁγ ία Γραφή, ἀλλά πρέπει μαζί σου νά εἶναι καί κάποιος πού νά ξέρη θεολογία. Πρέπει νά εἶναι ὁ ἱερεύς, πού θά ξέρη θεολογία, γιά νά μήν ὑπάρξη πλάνη.». Σ’ αὐτό ἀντιδρῶν ὁ Λούθηρος προχωρεῖ σ’ αὐτό πού σᾶς εἶπα.
Τί συνέπειες εἶχε αὐτό; Ἡ αὐθεντία στή Ρώμη ἦταν ὁ πάπας. Αὐθεντία! Ἀπόλυτος αὐθεντία! Σ’ αὐτό ἀντιδρᾶ τώρα ὁ Λούθηρος καί χτυπᾶ τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, λέγοντας ὅτι ὁ πάπας δέν εἶναι αὐθεντία. Καί τί κάνει; Χτυπῶντας τόν πάπα, τόν κάθε πιστό τόν κάνει ἕναν μικρό πάπα! Διότι ὅταν ὁ καθένας ἑρμηνεύη τήν Ἁγία Γραφή κατά τό δοκοῦν, ὅπως αὐτός νομίζει, θεωρεῖ ἑαυτόν ἀλάθητον· γιατί ἔτσι τήν καταλαβαίνει. Σοῦ λέει: «Ἔτσι τό καταλαβαίνω.». Καί συνεπῶς ὁ κάθε πιστός γίνεται μία αὐθεντία, γίνεται ἕνα ἀλάθητον, ἕνας μικρός ἀλάθητος πάπας. Αὐτό ἦταν τό ἀποτέλεσμα· νά χτυπήση ἕναν ἀλάθητον, καί νά δημιουργήση ἑκατομμύρια ἀλαθήτους!
Βλέπετε ὅτι ἀπό τή βάσι τό πρᾶγμα εἶναι ἀληθινή καταστροφή; Γιά νά μή σᾶς πῶ ὅτι ὁ Λούθηρος ἀρχικά ἐλέγετο Λοῦντερ (Luder), τό πατρικό του ὄνομα, τοῦ πατέρα του, τό ἐπίθετό του. Μαρτῖνος Λοῦντερ. Luder στά γερμανικά θά πῆ «ἐξώλης». Ὁ ἐξώλης –ἀπό τό ρῆμα ὄλλυμι– εἶναι αὐτός πού εἶναι καταστροφεύς, ὁ διαφθορεύς. Κι ἐπειδή ἤτανε κακόηχο, τό ἄλλαξε. Ὅπως σήμερα λέμε: ὁ κύριος Πατσαβούρας… ἡ κυρία Πατσαβούρα… –τό θηλυκό. Τό νά λές «Ἀπό ’δῶ ἡ κυρία Πατσαβούρα» εἶναι πολύ ἄσχημο. Ἔχουμε στήν Κηφισιά τό ὄνομα Πατσαβούρας · γι’ αὐτό σᾶς τό εἶπα αὐτό. Εἶναι κακόηχο· εἶναι πολύ κακόηχο. Γιά ν’ ἀλλάξη λοιπόν τό ὄνομά του, ἐπῆρε τό ἑλληνικόν ὄνομα Ἐλευθέριος, ἐπειδή τότε ἦταν ἡ Ἀναγέννησι καί εἴχαμε τά ἑλληνικά γράμματα στήν Εὐρώπη. Καί σιγά-σιγά ἀπό τό Ἐλευθέριος πῆρε ἐκεῖνο τό θῆτα καί τό ἔβαλε στό ὄνομά του, τό de τό ἄλλαξε σέ the, καί τό ἔκανε Luther. Δηλαδή τό ἄλλαξε τό ὄνομά του· ἐνῶ τό ἀρχικό ἦταν τό Luder, πού θά πῆ ἐξώλης. Καί πράγματι εἶναι καταστροφεύς, ἀληθινός Ἀπολλύων, πού λέγει καί τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως .
Ἀλλά ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ὑποκειμενικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχουμε καί τό ἑξῆς, ἀγαπητοί μου. Ἀφοῦ ὁ καθένας μπορεῖ νά καταλαβαίνη τήν Ἁγία Γραφή διαφορετικά ἀπό τόν ἄλλον, ἄρχισαν, ἀπό τήν ἐποχή πού θεμελιώθηκε ἡ Διαμαρτύρησις –γιατί Προτεσταντισμός θά πῆ Διαμαρτύρησις · ἀπό τό protest–, ἄρχισαν ἀμέσως καί τά κομματιάσματα. Σήμερα στήν Ἀμερική ἔχουμε διακόσια πενήντα κομμάτια τοῦ Προτεσταντισμοῦ· καί στήν Εὐρώπη ἔχομε μερικές ἑκατοντάδες κομμάτια τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ διάθεσι διαρκῶς νά αὐξάνουν. Μόνον εἰς τούς Πεντηκοστιανούς, ἀπό τήν ἐποχή πού ἐνεφανίσθησαν –στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνος μας– μέχρι σήμερα ὑπάρχουν ἤδη περί τίς ἑξήντα μέ ἑβδομήντα διαιρέσεις! Δηλαδή κάθε χρόνο περίπου καί ἕνα κομμάτιασμα. Κάθε χρόνο καί ἕνα κομμάτιασμα! Εἶναι ἑπόμενον. Καί νά φανταστῆτε ὅτι μεταξύ τους πολλές φορές δέν συμφωνοῦν· καί φθάνουν νά μαλώνουν καί νά τσακώνονται φοβερά, ἐπειδή δέν συμφωνοῦν.
Ἀρνοῦνται καί τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος!…
Ἀλλά ἐπειδή διαρκῶς ὁ καθένας καταλαβαίνει ὅπως καταλαβαίνει, ἔφθασαν σέ τέτοια φθορά καί κατάπτωσι, ὥστε ἀπό τόν Λούθηρο φθάνομε εἰς τόν Σβίγγλιον, ἀπό τόν Σβίγγλιον εἰς τόν Καλβῖνον καί ἀπό τόν Καλβῖνον εἰς τούς Σοκινιανούς.
Οἱ Σοκινιανοί –μέ δύο λόγια μόνο– εἶναι μιά αἵρεσις πού ἀνεπτύχθη στήν Πολωνία, ἡ ὁποία εἶναι ἀντιτριαδική, δηλαδή δέν δέχεται τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτομάτως λοιπόν αὐτοί οἱ Προτεστάνται δέν εἶναι πλέον χριστιανική αἵρεσις· αὐτομάτως φεύγουν τελείως ἀπό τό περιβόλι τοῦ Χριστιανισμοῦ! Διότι ἐκεῖνο τό δόγμα πού χαρακτηρίζει ὡς χριστιανική μίαν αἵρεσι εἶναι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐάν δέν δέχεσαι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν εἶσαι Χριστιανός. Οἱ Χιλιασταί δέν εἶναι Χριστιανοί. Προσέξτε: ὁ Χιλιασμός δέν εἶναι αἵρεσις χριστιανική! Καί δέν εἶναι αἵρεσις χριστιανική, διότι δέν ἔχει τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος· τό ἀπορρίπτει. Ὁ Χιλιασμός εἶναι κάτι τελείως ἄλλο πρᾶγμα, τελείως ξένο πρᾶγμα. Ὅπως φυσικά καί ὁ Μωαμεθανισμός δέν εἶναι αἵρεσις χριστιανική· εἶναι ἄλλο πρᾶγμα, ἄλλη θρησκεία. Ἔτσι λοιπόν φθάνουν τέτοιες ὁμάδες νά γίνουν Ἀντιτριαδισταί.
Σᾶς λέγω μόνο γιά τήν ἱστορία, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρό μερικῶν ἐτῶν εἶχε γίνει ἕνα συνέδριο στήν Ἀμερική καί ἐκάλεσαν καί Ὀρθοδόξους. Τώρα τό γιατί μπορεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι νά πηγαίνουν εἶναι ἄλλη ἱστορία αὐτή. Εἶναι μία ἐποχή κρίσεως· σᾶς τό λέγω εἰλικρινά. Καί παρεκλήθησαν ὅλοι, κανείς νά μήν ἀναφέρη τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρά μόνον ὅλοι νά λέγουν ὁ Θεός, διότι ὑπῆρχαν εἰς τό συνέδριο αὐτό Προτεστάνται Ἀντιτριαδισταί !… Εἶναι ἤ δέν εἶναι νά τραβᾶς τά μαλλιά σου!… Καί πῶς δέχεσαι νά μένης σ’ ἕνα συνέδριο, χριστιανικό, πού νά σοῦ ἀπαγορεύουν νά πῆς τό ὄνομα Χριστός, ἐπειδή ὑπάρχουν ἐκεῖ Ἀντιτριαδισταί;… Εἶναι φοβερό τό κατάντημα, ἀγαπητοί μου, τῶν Προτεσταντῶν· φοβερό! Ἀφοῦ φθάνουν νά ἀρνοῦνται καί τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος!
Προτεσταντική Ἐκκλησία: ἕνας λανθασμένος ὅρος
Ἀλλά ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει Ἱερωσύνη, δέν ὑπάρχει τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας· καί ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας –γιατί αὐτό συνιστᾶ τήν Ἐκκλησία–, δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Συνεπῶς δέν μποροῦμε νά λέμε Προτεσταντική Ἐκκλησία · εἶναι λάθος. Δέν εἶναι κἄν Ἐκκλησία. Μποροῦμε νά τίς ὀνομάσουμε ἁπλῶς θρησκευτικές κοινότητες χριστιανικῆς ἀποχρώσεως. Τό ἀκούσατε παρακαλῶ; Οὔτε κἄν Ἐκκλησία δέν εἶναι ὁ Προτεσταντισμός! Οὔτε κἄν! Καί σᾶς τό ἐξήγησα γιατί: δέν ἔχουν Ἱερωσύνη· κι ἅμα δέν ἔχουν Ἱερωσύνη, δέν ἔχουν τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, καί συνεπῶς δέν ἔχουν Ἐκκλησία. Διότι τί εἶναι Ἐκκλησία; Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦστε· τό λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος . Τί εἶναι Ἐκκλησία; Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά αὐτοί δέν ἔχουν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι δέν ἔχουν τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας· καί δέν τό ἔχουν, γιατί δέν ἔχουν Ἱερωσύνη· ἄρα δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Σᾶς τό ἀποδεικνύω καθαρά δηλαδή.
Ἡ ἐξάπλωσις τοῦ Προτεσταντισμοῦ
Ὁ Προτεσταντισμός ὅμως δέν ἔμεινε μόνο στήν Γερμανία· ἐξεδηλώθη ποικιλοτρόπως. Ὀργάνωσε ἱεραποστολές σέ ὅλο τόν κόσμο καί ἄρχισε νά ἀσκῆ προσηλυτισμόν μέ ἕναν ζῆλον καταπληκτικόν. Ἀπεδύθη σέ δρόμον ταχύτητος, σέ μαραθώνιον! Καί οἱ Προτεστάνται καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. Στήν Ἀμερική τρέχουν νά διαδώσουν τόν Προτεσταντισμόν καί τόν Ρωμαιοκαθολισμόν· καί οἱ μέν καί οἱ δέ. Τρέχουν στήν Ἀφρική. Καί βλέπετε ἐκεῖ νά ἀγωνίζωνται Ρωμαιοκαθολικοί ἱεραπόστολοι καί Προτεστάνται ἱεραπόστολοι. Τρέχουν στήν Ἄπω Ἀνατολή· στήν Κίνα –μέχρι πρότινος, γιατί τώρα ἡ Κίνα τούς ἔδιωξε–, στήν Ἰαπωνία, στάς Ἰνδίας, ὁπουδήποτε. Πηγαίνουν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης, καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάνται, σ’ αὐτόν τόν μαραθώνιο, ποιός θά τρέξη πρῶτος νά διαδώση τήν αἵρεσί του. Ἀλλά ἐπειδή ὁ λόγος περί τῶν Προτεσταντῶν, θά μείνω βέβαια εἰς αὐτούς.
Ἡ δρᾶσις τῶν Προτεσταντῶν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἀνατολήν
Ἔτσι ἐκινήθησαν λοιπόν οἱ Προτεστάνται, βάζοντας στό σχέδιο τῶν ἱεραποστολῶν των καί τοῦ προσηλυτισμοῦ των καί τόν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικόν Χριστιανισμόν, δηλαδή ἡμᾶς. Ἔτσι, ὅταν παγιώθηκαν –τόν 16ον αἰῶνα ξεκίνησαν· σᾶς εἶπα τό 1517– ὅταν παγιώθηκαν, ἤδη ἀρχές τοῦ 17ου αἰῶνος, τέλη τοῦ 16ου αἰῶνος ἀκριβέστερα, κινοῦνται παρακαλῶ ἐναντίον τῆς Ἀνατολῆς. Ὀργανώνουν ἱεραποστολές καί ἔρχονται στήν Ἑλλάδα, στή Μικρά Ἀσία, στή Βουλγαρία, στή Ρωσία, στήν Σερβία, στήν Παλαιστίνη. Τότε δέ, εἶναι γνωστό, ὅλες οἱ χῶρες αὐτές πού σᾶς εἶπα, ἐκτός τῆς Ρωσίας, ἦταν κάτω ἀπό τήν τουρκικήν κατοχήν. Τό καταπληκτικόν εἶναι ὅτι κάτω ἀπό τήν τουρκικήν κατοχήν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔπαθε καμμία ζημία ἀπό τούς Προτεστάντας. Μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦσαν νά τήν ἐκπορθήσουν, ἀλλά δέν τά κατάφεραν. Δέν παραιτήθηκαν ὅμως· ὅλους τούς αἰῶνες, μέ ἐπιμονή, δέν ἔπαυσαν νά στέλνουν διαρκῶς ἱεραποστολές νά ἁλώσουν τήν Ἀνατολήν. Ὅπως κάνει καί ἡ Οὐνία μέχρι σήμερα, μέχρι αὐτή τή στιγμή πού σᾶς ὁμιλῶ, πού ὑπάρχει Οὐνίτης ἀρχιεπίσκοπος στήν Ἀθήνα. Οὐνίτης ἀρχιεπίσκοπος στήν Ἀθήνα! Τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Φοβερό πρᾶγμα.
Ἀλλά ἡ δρᾶσις των πραγματικά ἀρχίζει –ἀπό πότε λέτε;– ἀπό τήν στιγμή πού ἐλευθερωθήκαμε! Ἔτσι πού νά λέη κανείς ὅτι καμμιά φορά μερικά πράγματα σώζονται καλύτερα ὅταν εἶναι θαμμένα. Ὅπως μερικά ἀρχαῖα σώζονται ὅταν εἶναι θαμμένα· μόλις ὅμως τά φέρουν στά μουσεῖα καί τά δοῦν κακοί ἄνθρωποι, κλέπται, κλέπτονται καί καταστρέφονται. Ἔτσι κι ἐδῶ, ἡ Ἐκκλησία μας ἦταν ταπεινή καί χωμένη κάτω ἐκεῖ στίς κατακόμβες, στίς χαμηλές ἐκκλησίες· ὅταν ἀνῆλθε ἐπάνω, τότε –ὤ, τότε…!– σάν λύκοι ἅρπαγες φοβεροί καί τρομεροί ὥρμησαν ἐπάνω της, ἐναντίον τῆς Ἀνατολῆς! Δηλαδή ἡ δρᾶσις των ἀρχίζει ἀπό τό 1821 κι ἐδῶ, ἰδίως εἰς τόν ἑλληνικόν χῶρον, τήν Μικράν Ἀσίαν καί τήν Παλαιστίνην, δηλαδή στίς χῶρες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
Ἡ δρᾶσις τῶν Προτεσταντῶν εἰς τήν Ἑλλάδα
Στήν Ἑλλάδα ἦρθαν ὑπό τό πρόσχημα τῆς φιλελληνικότητος. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἦταν ὁ Γκίλφορντ –σᾶς λέω καί μερικά ὀνόματα πού ἔδρασαν στήν Ἑλλάδα–, ὁ Κίνγκ, ὁ Χίλλ, ὁ Κόρκ, ὁ Ἄρτλεϋ, ὁ Χέλντερ, ὁ Λήν. Αὐτοί ἦρθαν ὡς φιλέλληνες, ἄρχισαν νά ἱδρύουν σχολεῖα καί σιγά-σιγά ἄρχισαν νά ἐκδηλώνωνται καί νά χύνουν τό δηλητήριό τους.
Σ’ αὐτούς δέ νά προσθέσωμε ἐπί πλέον καί τήν βαυαρικήν βασιλείαν, πού ἦρθε τότε στήν Ἑλλάδα. Ὅταν ἦρθε ὁ Ὄθων, ἔφερε καί τήν αὐλή του. Ἡ αὐλή του ἦτο βαυαρική, δηλαδή ἀπ’ τή Γερμανία. Οἱ Βαυαροί ἦσαν Προτεστάνται. Καί ἔφθασαν στήν Ἑλλάδα νά κυβερνήσουν τούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνας Προτεστάνται! –τί εὐτυχές γεγονός γι’ αὐτούς… ἔβαλαν τόν λύκο νά φυλάξη τά πρόβατα !
Ἀγαπητοί μου, τέτοια μωρία μᾶς ἔχει πιάσει, τέτοια μωρία, πού εἶναι ἀδιανόητο πρᾶγμα! Ὅταν διαβάζουμε αὐτά στήν Ἱστορία, τά θεωροῦμε πραγματικά ἀδιανόητα. Καί τό χειρότερο:… Ἄλλο αὐτό πού μπορεῖ νά μοῦ πῆ κάποιος: «Μά, ὁ Ὄθων ἔγ ινε Ὀρ θόδοξος βασιλεύς, ὅπως τό προέβλεπε τό Σύνταγμα.». Ὡραῖα, πολύ καλά. Ἡ αὐλή του ὅμως δέν ἔγινε Ὀρθόδοξη. Καί τό χειρότερο: ὑπουργός Παιδείας καί Θρησκευμάτων ἐτέθη ὁ Βαυαρός Μάουερ, πού ἦτο Προτεστάντης! Ὑπουργός Παιδείας καί Θρησκευμάτων Προτεστάντης!… Ἔ, πέστε μου σᾶς παρακαλῶ, τί θά ἔκανε αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Ἔ, νά τί ἔκανε: ἔκλεισε τά μοναστήρια, περιώρισε ὅ,τι μποροῦσε νά περιορίση στήν Ἑλλάδα, μέ ἀποτέλεσμα τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶπα γιά τά μοναστήρια. Εἶναι μιά ὁλόκληρη ἱστορία. Θά δοῦμε καί κάτι πού εἶναι σέ μιά ἐγκύκλιο σχετική. Ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου, ὡδήγησαν σέ μία κατάκτησι πλέον τῶν ἀρχῶν, τῶν θέσεων-κλειδιῶν μέσα στήν Ἑλλάδα ἐκ μέρους τοῦ Προτεσταντισμοῦ, καί ἀπό τότε δέν μπορεῖ ἡ Ἑλλάς νά σηκώση κεφάλι. Τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δεσμία τῆς Πολιτείας εἶναι ἔργον τῶν Βαυαρῶν, τῶν Προτεσταντῶν· νά ἔχουνε ὑπό τό πέλμα των καί ὑπό τόν ἔλεγχόν των τήν Ἐκκλησία. Ναί, εἶναι ἔργον τῶν Βαυαρῶν, τῶν Προτεσταντῶν ἔργον! Ἀλλά ἐφ’ ὅσον πάντοτε ἡ Πολιτεία εἶναι ἐκείνη πού κρατᾶ τήν Ἐκκλησία, τί μπορεῖ νά περιμένη κανείς;
Ἔτσι ἐδόθη καί ἡ χαριστική βολή –ἄν ὑποτεθῆ ὅτι εἶναι αὐτή ἡ χαριστική βολή· γιατί ἐγώ πιστεύω ὅτι καί ἄλλες βολές χαριστικές θά δοθοῦν: Εἶναι τό τελευταῖο ψηφισθέν Σύνταγμα, πού ἀναγνωρίζει ὅλες αὐτές τίς αἱρέσεις, καί δύνανται οἱ αἱρετικοί νά κινοῦνται ἀνέτως, ὅπως καί ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός.
Ἕνα μικρό παράδειγμα. Μέ παίρνει μία δασκάλα στό τηλέφωνο προχθές ἀπό κάπου στή Μακεδονία. «Πάτερ, μοῦ λέει, δροῦν ἐδῶ πέρα οἱ Χιλιασταί · ἔρχονται ἀπό σπίτι σέ σπίτι… καί τά λοιπά. Πέστε μου, τί νά κάνω;». Λέω: «Ἐσύ τί ἔκανες;». Μοῦ λέει: «Πῆγα εἰς τόν Σταθμόν Χωροφυλακῆς καί τούς παρεκάλεσα νά βοηθήσουν νά τούς διώξουμε αὐτούς τούς ἀνθρώπους.». Καί τῆς ἀπαντᾶ ἐκεῖ ὁ ἀστυνόμος: «Τούς προστατεύει τό Σύνταγμα, καί δέν μποροῦμε νά κάνωμε ἀπολύτως τίποτα.»! Τότε τῆς εἶπα: «Πάρε παιδιά ἀπό τό σχολεῖο σου νά τούς ἀκολουθοῦν ἀπό πίσω, καί μόλις ἀνοίγη μιά πόρτα πού θά χτυποῦν, νά φωνάζουν στούς νοικοκυραίους τοῦ σπιτιοῦ: “Κύριοι, αὐτοί εἶναι αἱρετικοί ! εἶναι Χιλιασταί ! “». Πλέον ἀναλαμβάνει ὁ λαός νά ὑπερασπίση τόν ἑαυτό του. Ἀντιλαμβάνεσθε, ἀγαπητοί μου, ὅτι πλέον μᾶς κρατοῦν δεσμίους. Νά τό κατάντημά μας.
Μέτρα τῆς Ἐκκλησίας κατά τοῦ Προτεσταντισμοῦ
Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία τί μέτρα ἔλαβε ἐναντίον τοῦ Προτεσταντισμοῦ;
Ἀπό τῆς ἐμφανίσεώς του κι ἐδῶ, τόν κατεδίκασε μέ ἕξι Τοπικάς Συνόδους, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία εἶναι τῶν Ἱεροσολύμων, τό 1672, ὑπό τόν διάσημον Δοσίθεον, πατριάρχην Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος ἔκανε μία θαυμασία ὁμολογία Πίστεως. Θαυμασία! Ἔμεινε σύμβολον πραγματικά, συμβολικόν μνημεῖον τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐκεῖ πραγματικά κατεδίκασε τόν Προτεσταντισμόν εἰς τάς θέσεις του μία πρός μία. Ὁμοίως εἶναι καί ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1836· καί ἀπό τήν ὁποία Σύνοδο, ἀπό τάς ἀποφάσεις της, θά σταχυολογήσουμε μερικά ἀποσπάσματα, γιά νά δώσωμε ἀπάντησι σέ μερικά θέματα.
Πρίν προχωρήσω ὅμως γιά νά σᾶς πῶ αὐτά πού θά διαβάσουμε ἀπό τήν ἀπόφασιν αὐτήν, τήν ἐγκύκλιον τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1836, θά ’θελα νά σᾶς τονίσω κάτι. Οἱ ἀποφάσεις μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου παραμένουν κτῆμα τῆς Ἐκκλησίας, μή ἀπαλλοτριούμενον ἤ διωρθούμενον, ὡς ἔχον κῦρος καί αὐθεντίαν. Δηλαδή ἀπεφάνθη ἡ Ἐκκλησία ἐπί ἑνός θέματος· δέν ὑπάρχει λόγος πάλι ἡ Ἐκκλησία νά ἀποφανθῆ, διότι ἁπλούστατα ὅ,τι εἶπε ἡ Ἐκκλησία, αὐτό εἶναι καί τίποτε ἄλλο. Δέν ὑπάρχει περίπτωσι ἡ Ἐκκλησία νά ἀναιρέση μίαν ἀπόφασί της σέ κάποια Σύνοδο. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων εἶναι ὁροθέσια ἀληθείας· καί αἱ Σύνοδοι, Οἰκουμενικαί καί Τοπικαί, εἶναι Σύνοδοι-στῦλοι, πού εἶναι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐάν τώρα θά μοῦ λέγατε «Γιατί σέ ἕξι Τοπικάς Συνόδους νά καταδικασθῆ ὁ Προτεσταντισμός, καί ὄχι σέ μία;», θά σᾶς ἀπαντοῦσα: Ἡ Ἐκκλησία ἐπανέρχεται εἰς τό αὐτό θέμα, ὄχι διότι θέλει νά πῆ κάτι ἄλλο, ἀλλά ἐάν ἐμφανισθῆ κάτι καινούργιο εἰς τήν αὐτήν αἵρεσιν, στηρίζεται ἐπί τῆς προηγουμένης Συνόδου καί ἁπλῶς ἔρχεται νά προσθέση ἤ –προσέξατε!– νά ἀνανεώση τήν καταδίκη. Πάντοτε ὅμως καταδίκη. Πάντοτε! Δέν ὑπάρχει περίπτωσι νά ποῦμε ὅτι θά ὑπάρξη κάποτε καί μία χαριστική θέσις· ποτέ! Διότι τότε ἡ Ἐκκλησία θά ἀντιφάσκη πρός ἑαυτήν.
Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα. Ἐμφανίζεται ἕνας ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός προφανῶς πάσχει ἀπ’ τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου. Θά πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά κάνη πάλι Σύνοδον, ἐάν ὑποτεθῆ ὅτι εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ἀρνοῦνται, θά πρέπει νά κάνη πάλι Σύνοδον διά νά καταδικάση αὐτούς πού ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ; Ὄχι προφανῶς. Ἀλλά τί; Τό δεδικασμένον τό ἔχει· τό δεδικασμένον τό ἔχει εἰς τήν Α΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον. Ἐκεῖ θά παραπέμψη· καί θά πῆ: «Εἶναι κατατεθειμ ένη ἡ καταδίκη.». Καί βάσει τοῦ δεδικασμένου, θά βγάλη τά συμπεράσματά της.
Ἐγώ λοιπόν ὁ ἱερεύς, πού εἶμαι στήν ἐνορία μου καί εἶμαι ὑπεύθυνος τοῦ ποιμνίου μου, κάθε φορά πού θά ἐμφανίζεται ἕνας αἱρετικός, ἐπί ὅλων τῶν τομέων τῶν αἱρέσεων, δέν σημαίνει ὅτι κάθε φορά θά τρέχω νά ρωτῶ· ἁπλούστατα διότι ἡ ἀλήθεια εἶναι κατατεθειμένη στήν Ἐκκλησία καί οἱ αἱρετικές θέσεις εἶναι δεδικασμένες. Δέν ἔχω παρά νά ἀνοίγω, ἀγαπητοί μου, τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καί νά βρίσκω ἐκεῖ μέσα ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγει ἡ Ἐκκλησία· καί τότε θά λέγω: «Εἶσαι αἱρετικός !». Δέν θά γίνωμαι ἐγώ Σύνοδος· ἐγώ ἁπλῶς θά εἶμαι τό ἐκτελεστικόν ὄργανον τῆς Συνόδου μέσα στήν Ιστορία, ἤ τῶν Συνόδων μέσα στήν Ἱστορία. Αὐτό θά παρακαλέσω νά μήν τό ξεχάσωμε.
Καί ἐν προκειμένῳ δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι σήμερα ἄν ἐμφανίζωνται Προτεσταντικές ὁμάδες στόν χῶρον τῆς Ἑλλάδος πρέπει νά ξαναρχίσωμε νά τίς καταδικάζωμε, καί μέχρι πού νά τίς καταδικάσωμε θά πρέπει νά περιμένωμε τί θά πῆ ἡ Σύνοδος. Ὄχι· εἶναι δεδικασμένον! Καί σᾶς εἶπα: ὁ Προτεσταντισμός ἔχει καταδικασθῆ ἀπό ἕξι Τοπικάς Συνόδους.
Διαβάστε παρακαλῶ τήν Ἱστορία τοῦ Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, νά δῆτε ἐκεῖ τί σάλος ἔγινε στήν Ἐκκλησία, ἐπειδή-ἐπειδή καί λοιπά αὐτός ἔδειξε κάποια φιλοκαλβινικήν διάθεσιν, φιλοπροτεσταντικήν, μέ ἀποτέλεσμα μία μετέπειτα Σύνοδος νά τόν καθαιρέση· ὅπως ἀναγκάστηκε νά καθαιρέση καί τόν Ὡριγένη, μετά θάνατον –δέν ἔχει σημασία. Καί ὅπως λέγει ἐκεῖ αὐτή ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, «Τόν καθαιρέσαμε, γιά νά μήν ὑπάρχη οὔτε ἡ ὑποψία ὅτι μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἔχη κάποια σχέσι μέ τόν Προτεσταντισμόν.». Διότι προσπάθησαν νά προσεταιρισθοῦν παρακαλῶ τήν Ἀνατολή οἱ Προτεστάνται, γιά νά στηριχθοῦν. Ναί.
Καί τότε παρακαλῶ, τόν 17ον αἰῶνα, ἔκαναν μία πλαστή ὁμολογία τοῦ Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, ὅτι δῆθεν ἐκεῖνος τήν διετύπωσε, καί ἄρχισαν νά τήν κυκλοφοροῦν στήν Γερμανία, σέ ἑλληνικό καί λατινικό κείμενο. Καί ἔγινε σάλος στήν Ἀνατολή. «Ὁ πατριάρχης Προτεστάντης; !» Καί ἡ Ἐκκλησία –ἀκούσατέ το– τόν ἐρώτησε. Τοῦ λέει: «Εἶσαι Προτεστάντης;». «Ὄχι, λέει. Ὄχι, ὄχι !» Τέλος πάντων. Ἄφησε ὅμως ὑποψίες. Καί μόνο ἕνεκα τῶν ὑποψιῶν, μία μετέπειτα Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τόν ἀφώρισε ἀπό τήν Ἐκκλησία. «Γιά νά καταλάβετε», ὅπως εἶπε ἐκείνη ἡ Σύνοδος, «γιά νά καταλάβετε ὅτι ὑπάρχει εὐαισθησία εἰς τήν Ἐκκλησία μας καί δέν δεχόμεθα ποτέ νά ὑπάρχη παρουσία αἱρετικοῦ.» Αὐτό θά ἤθελα νά σᾶς τό πῶ σάν μιά προϋπόθεσι.
Ἡ ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τοῦ 1836 – Ὁ Μοναχισμός ἀνιχνευτής τῶν αἱρέσεων
Καί τώρα θά ἤθελα νά ἔλθω σέ μία ἀπ’ αὐτές τίς ἐγκυκλίους τῶν Συνόδων, χωρίς νά ἔχη σημασία ἄν εἶναι τοῦ 1600 ἤ τοῦ 1700 ἤ τοῦ 1800· δεδικασμένον εἶναι τό θέμα. Μή μοῦ πῆ κάποιος, ξαναλέγω, ὅτι αὐτή ἡ ἐγκύκλιος εἶναι παλιά καί χρειαζόμαστε νεωτέραν· τό ἀνέφερα προηγουμένως.
Δύο ἔχω πού μπορῶ νά σᾶς πῶ: εἶναι αὐτή ἡ ἐγκύκλιος ἀπόφασις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Τοπικῆς Συνόδου τοῦ 1836 κι αὐτή τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1891, πού ἐξεδόθη στίς 22 Μαρτίου 1891. Μέ αὐτήν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν θά ἀσχοληθῶ· θά ἀσχοληθῶ κυρίως μέ τήν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία εἶναι ἐκτάκτως-ἐκτάκτως ἐνδιαφέρουσα. Πηγαίνω κατ’ εὐθεῖαν εἰς τό κείμενον, ἀγαπητοί μου. Ἔχω μαζί μου ἐδῶ τό σχετικό βιβλίο καί ἔρχομαι νά σᾶς πῶ μερικά μόνο ἀποσπάσματα, γιά νά ποῦμε μερικές θέσεις πάρα πολύ σπουδαῖες.
Ἀρχικά ὁ τίτλος τῆς ἐγκυκλίου εἶναι ὁ ἑξῆς: «Τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1836 ἐγκύκλιος, κατά τῶν Διαμαρτυρομένων ἱεραποστόλων.». Σαφῶς.
»Γρηγόριος, ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης, Οἰκουμενικός Πατριάρχης.
»Ὁ πολυέλεος καὶ πανοικτίρμων Θεός…» καί λοιπά καί λοιπά. Εἶναι μία ἐγκύκλιος τριάντα πέντε σελίδων αὐτοῦ τοῦ βιβλίου. Τριανταπέντε σελίδων! Εἶναι πάρα πολύ μεγάλη. Θά σταχυολογήσω τρία-τέσσερα-πέντε σημεῖα μικρά, πολύ μικρά, γιά νά σᾶς πῶ μερικά πραγματάκια.
Κατ’ ἀρχάς τίθεται τό ἐρώτημα: Ὁ κάθε ἱερεύς καί ὁ κάθε ποιμήν καί ὁ κάθε ἐντεταλμένος νά φρουρῆ καί νά ποιμαίνη ψυχάς Ὀρ θοδόξους ἔχει τό δικαίωμα νά κινῆται ἀπό μόνος του καί νά περιφρουρῆ τό ποίμνιον;
Βεβαίως! Ἀκοῦστε λοιπόν τώρα. Λέγει ἐδῶ ἡ Σύνοδος:
«Κρίνομεν ἀναγκαῖον τὸ νὰ γνωστοποιήσωμεν πρὸς πάντας τὸν ἐπικείμενον κίνδυνον τῆς Ἐκκλησίας, καὶ συγχρόνως ἐν μ έρει νὰ σᾶς παραστήσωμεν τὰς αἱρέσεις, τὰς κακοδοξίας καὶ τὰς ἐπιβουλὰς τῶν σημερινῶν αἱρετικῶν, διὰ νὰ γνωρίσητε πῶς πρέπει νὰ προφυλάττησθε τοὐντεῦθεν ἀπὸ τὰς ἐνέδρας καὶ παγίδας αὐτῶν · ὅτι ὀφείλομεν νὰ δώσωμεν φοβερὰν ἀπολογίαν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ἐὰν ἀμελήσωμεν ἢ ἀδιαφορήσωμεν εἰς πράγματα τόσον οὐσιώδη καὶ τόσον μεγάλα καὶ ὑψηλά.»
Καί πρός τό τέλος τῆς ἐγκυκλίου ἡ Σύνοδος ἀποτείνεται πρός τούς ἐπισκόπους τοῦ Πατριαρχείου, ὅπου βρίσκονται ἀνά τήν γῆν, ὥστε ἰδιαιτέρως νά λάβουν τά μέτρα τους. Ἀποτείνεται τελικά καί πρός τούς πιστούς καί τούς λέγει πῶς πρέπει κι αὐτοί νά προσέξουν. Συνεπῶς χρέος βαρύ-βαρύτατον εἶναι νά προσέξωμε πολύ τό ποίμνιόν μας. Δέν περιμένω νά μοῦ πῆ ἡ προϊσταμένη μου ἀρχή ἄν πρέπει νά κινηθῶ ἤ δέν πρέπει νά κινηθῶ· ἐγώ ὁ ἱερεύς ἀπό μόνος μου τό καταλαβαίνω, γιατί εἶναι κατατεθειμένα πράγματα. Κατατεθειμένα πράγματα εἶναι! Δέν ὑπάρχει καμμία αὐθαιρεσία δηλαδή· καμμία ἀπολύτως.
Δεύτερον. Ἀκόμη ἡ ἐγκύκλιος μᾶς δείχνει πῶς σκέπτονται οἱ Προτεστάνται. Θά τρομάξετε, ἀγαπητοί μου, ἅμα τ’ ἀκούσετε αὐτό.
«Οἱ σημερινοὶ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι καταπολεμοῦσι καὶ διαφθείρουσι τὴν ἱερὰν ἡμῶν Ὀρ θόδοξον Ἐκκλησίαν δολερῶς καὶ ὑπούλως, εἶναι μαθηταὶ καὶ ὀπαδοὶ τοῦ Λουθήρου, τοῦ Σβιγγλίου καὶ Καλβ ίνου, τῶν Σοκίνων» –εἶναι οἱ Σοκινιανοί, πού σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως, στήν Πολωνία– «καὶ ἄλλων πολλῶν τοιούτων αἱρετικῶν. Ὁ πρόβολος» –γράφουν αὐτοί τώρα· εἶναι δικό τους· εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα, πού ἡ Σύνοδος τό παίρνει ἀπ’ αὐτούς– «Ὁ πρόβολος καὶ διδάσκαλος τούτων, ὁ Λούθηρος, καθὼς καυχῶνται τῶν Σοκίνων οἱ μαθηταί, κατηδάφισε τὴν στέγην τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ἀκόλουθος τούτων Καλβ ῖνος ἔρριψε τὰ τείχη της, ἀλλ’ οἱ Σοκῖνοι ἀνέσκαψαν καὶ αὐτὰ τὰ θεμέλια.» Σᾶς εἶπα ὅτι οἱ Σοκῖνοι εἶναι Ἀντιτριαδισταί· δέν δέχονται οὔτε κἄν τόν Τριαδικόν Θεόν! «Καὶ Βαβυλῶνα», συνεχίζει νά λέγη ἡ ἐγκύκλιος, «Καὶ Βαβυλῶνα ἐνταῦθα ἐννοοῦσι τὴν ἡμετέραν ἀκράδαντον Ἐκκλησίαν καὶ τὰς Ἀποστολικὰς αὐτῆς Παραδόσεις καὶ Ἱεροπραξίας.».
Δηλαδή ἀκούσατε πῶς λέγουν τήν Ἐκκλησίαν;… Βαβυλῶνα ! Θά σᾶς τό πῶ αὐτό τήν ἐρχομένη φορά, σαφέστερο καί ἀκριβέστερο. Θά τό δῆτε αὐτό. «Βαβυλῶνα» ἡ Ἐκκλησία!… Καί ὅτι ὁ Λούθηρος ἔβγαλε τήν σκεπή της, ὁ Καλβῖνος γκρέμισε τά τείχη καί οἱ Σοκῖνοι κατέσκαψαν τά θεμέλιά της! Φοβερό πρᾶγμα αὐτό!… Καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι μετά θά ’ρθοῦν νά μᾶς παρουσιάσουν… τί ; Νά μᾶς ποῦν… τί ; Νά συνεργασθοῦμε;… Νά μᾶς ἀνοίξουν τά μάτια;… Νά μᾶς φωτίσουν;… Τί ; Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξη.
Ἀκόμη· δείχνει τά μέσα καί τό σχῆμα πού χρησιμοποιοῦν καί λαμβάνουν:
«Περὶ τῶν σημερινῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἐπιβουλῶν αὐτῶν, οἱ σημερινοὶ αἱρετικοί», δηλαδή οἱ αἱρετικοί τοῦ 1836, «ὁμόφρονες ὄντες ὀπαδοὶ καὶ ζηλωταὶ κατὰ πάντα τούτων τῶν εἰρημένων αἱρεσιαρχῶν, τῶν ὁποίων καὶ τὸ ὄνομα φέρουσιν, ὀνομαζόμενοι Λου θηροκαλβ ῖνοι γενικωτέρως, ἐπεχειρήθησαν τώρα ἐν ἐσχάτοις καιροῖς μὲ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ ὅλα τὰ μέσα νὰ χύσωσι τὸν φαρμακερὸν ἰὸν», θά πῆ δηλητήριο, «τῶν διαφόρων τούτων αἱρέσεων εἰς τὰς ἀκοὰς τῶν Ὀρ θοδόξων, νά μολύνωσι τὴν ἀμώμητον ἡμῶν Πίστιν καὶ νὰ κατασπαράξωσι τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Καὶ διὰ νὰ ἐκτελέσωσι ταῦτα ῥαδίως», εὐκόλως δηλαδή, «λαμ βάνουσι διάφορα σχήματα. Προσποιοῦνται φιλανθρωπίαν, κηρύττουσι φωτισμόν, ἐπαγγέλονται σοφίαν καὶ παιδείαν καὶ ὑπόσχονται πανταχοῦ τὰς μεγαλυτέρας εὐεργεσίας. Δαπανῶσι πολλὰ πρὸς τύπωσιν βιβλιαρίων, πεπληρωμένων ἀπὸ ταύτας τὰς διαφόρους βλασφημίας των, πολεμούντων πότε μὲν πλαγ ίως, πότε δὲ κατ’ εὐθεῖαν τὰ οὐράνια δόγματα καὶ διδάγματα, παραδόσεις καὶ ἔθιμα τῆς Ὀρ θοδόξου ἡμῶν ἁγίας Ἐκκλησίας. Χαρ ίζουσι ταῦτα ἢ τὰ πωλῶσι διὰ σμικρωτάτης τιμῆς, λόγῳ μὲν εὐεργεσίας, ἔργῳ δὲ βλάβης, διὰ νὰ ἐμφυτεύσωσιν εἰς τὰς καρδίας τῶν Ὀρ θοδόξων, καὶ μάλιστα τῶν ἁπαλῶν παίδων, τὰς παρανόμους αὐτῶν βλασφημ ίας.»
Κατόπιν οἱ Προτεστάνται στρέφονται –ὤ, πρός τά ποῦ στρέφονται…!– στρέφονται ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ! Χμ! Γιατί στρέφονται ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ; Διότι τούς ἀποκαλύπτουν οἱ μοναχοί. Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναχισμοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρακαλῶ, ἀγαπητοί μου, παρά οἱ ἀποκαλύψεις τῶν αἱρέσεων, ἡ ἀποκάλυψις τῶν βαθέων τοῦ Σατανᾶ ! Ὅποια αἵρεσις ἔλθη ἤ παρουσιασθῆ, ὁ Μοναχισμός τήν ἀνιχνεύει. Αὐτός ὁ Μοναχισμός, πού εἶναι στάς ἐρήμους, πού εἶναι στά βουνά· αὐτοί πού εἶναι ἀπομεμακρυσμένοι, αὐτοί ἀνιχνεύουν. Ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία μας εἶναι ἱστορία ἀνιχνεύσεως τῶν αἱρέσεων ἐκ μέρους τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἑπόμενον λοιπόν εἶναι οἱ αἱρετικοί νά βλέπουν τόν Μοναχισμόν μέ τό χειρότερο μάτι. Γι’ αὐτό ἰδιαιτέρως στρέφονται ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ· νά τόν ἐξευτελίσουν ὅσο μποροῦν περισσότερο, μόνο καί μόνο γιά νά προσβάλλουν τήν Ἐκκλησία· διότι ὁ προμαχών τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Μοναχισμός.
Ἔφθασε κάποιος –καί κληρικός μάλιστα!– νά μοῦ πῆ: «Κι ἐσεῖς τί ἀνακατεύεσθε μ’ ἐκεῖνα πού γίνονται εἰς τήν πόλιν ; Τί σᾶς ἐνδιαφέρει ἐσᾶς;». Σάν νά εἶναι παρακαλῶ ἡ Ἐκκλησία μας μόνο ἕνα μοναστήρι, καί νά μήν μᾶς νοιάζη τίποτα ἄλλο! Ὁ μέγας Βασίλειος, ἀγαπητοί μου, ἦταν οἰκουμενικός Πατήρ· τόν ἐνδιέφερε τί γίνεται σ’ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Μπορεῖ τό σῶμα νά λέη «Μέ πονάει τό κεφάλι ; Θά πάρω μιά ἀσπιρίνη. Μέ πονάει τό νύχι ; Δέν μ’ ἐνδιαφέρει, γιατί εἶναι νύχι.»;! Τό λέει αὐτό ποτέ κανένας;! Δυνάμεθα νά ποῦμε ὅτι ἐγώ θά μείνω στήν ἐνορία μου, θά μείνω στό μοναστήρι μου, θά μείνω στό σπιτάκι μου, καί δέν μ’ ἐνδιαφέρει τί γίνεται παρακάτω;! Εἶναι ὀρθόν αὐτό;! εἶναι χριστιανικόν αὐτό;! Καί τοῦ ἀπαντῶ: «Γι’ αὐτό εἴμαστε ἐκεῖ πάνω: νά βλέπουμε ἐκεῖνα πού εἶναι χαμηλά καί νά ἀφυπνίζουμε ἐκείνους πού κοιμῶνται μέσα εἰς τήν πόλιν.». Αὐτό ἀπάντησα.
Λοιπόν ἀκοῦστε παρακαλῶ τί λέγει ἡ ἐγκύκλιος τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως: «Ταῦτα καὶ ἄλλα πολλὰ μετεχειρίσθησαν –οἱ αἱρετικοί, οἱ Προτεστάνται– καὶ μεταχειρίζονται οἱ σημερινοὶ αἱρετικοί, διὰ νὰ μολύνωσι τὴν ἡμετέραν Θρησκείαν καὶ νὰ διαφθείρωσι τὸ ἡμέτερον Ἔθνος, καὶ πρὸς εὔκολον κατόρ θωσιν τῶν κακοβούλων αὐτῶν σκοπῶν ἐκχέουσι τὸν ἰὸν τῆς ἰοβόλου αὐτῶν ψυχῆς διὰ τοσούτων φλυαριῶν κατὰ τοῦ ἀτενῶς ἐπαγρυπνοῦντος, φυλάσσοντος τὴν Ὀρ θόδοξον ποίμνην καὶ μόνου δυναμένου ἀντιστῆναι καὶ ἀνατρέψαι τὰ τούτων πονηρὰ σχέδια Μοναχικοῦ Τάγματος, ἐκσφενδονίζοντες μὲ φορὰν δριμυτάτην λόγων ἀλόγων τὴν παντελῆ καταστροφὴν τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Συστήματος. Ἀλλὰ γνώτωσαν οἱ παραλελογισμένοι λουθηροκαλβινόφρονες ἀπόστολοι ὅτι ἐξ αὐτοῦ τοῦ Τάγματος −τοῦ Μοναχικοῦ− καὶ μέχρι τοῦ νῦν», καί μέχρι τώρα, «εἰσὶν οἱ ὀρ θοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ ὁδηγοῦντες τὴν Ὀρ θόδοξον νεολαίαν, διὰ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν, εἰς τὸ ἱερὸν δόγμα καὶ εἰς τὴν ὀρ θὴν ἠθικήν.
»Τὸ Τάγμα αὐτὸ οὔτε ἐμόλυνε ποτέ, κατὰ τοὺς παραλογισμοὺς τῶν ἐναντίον αὐτῶν κακοφρόνων, τὴν ὁρατὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ἀείποτε ἐλάμπρυνεν, ἐδόξασεν, ἐκράτεινε καὶ ἐστερέωσεν αὐτὴν καὶ διὰ τοῦ πνευματικοῦ βίου καὶ διὰ τῶν δογματικῶν συγγραμμάτων καὶ ἠθικῶν. Αὐτὸ συνεκρότησε τὰς κατὰ καιροὺς συστάσας Οἰκουμενικὰς καὶ Τοπικὰς Συνόδους. Αὐτὸ −τό Μοναχικόν Τάγμα− διετήρησεν ἀκριβῶς τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, οἵτινες καὶ τὸ δόγμα εὐσεβῶς ὀρ θοτομοῦσι καὶ τὰ ἤθη τῶν Χριστιανῶν ῥυθμίζουσι καὶ εἰς τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν ὁδηγοῦσι. Αὐτὸ ἀπ’ ἀρχῆς ἀντέστη καὶ κατεπολέμησε καί, τῇ πανσθενῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου, κατεπάλαισε τὰ διάφορα συστήματα τῶν ἑλληνιστῶν καὶ τοὺς κακοδόξους αἱρεσιάρχας. Αὐτό, τέλος πάντων, ἤδη πολεμεῖ καὶ ὑμᾶς τοὺς ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων ἐκ τῶν κευθμώνων τοῦ ᾅδου καὶ τοῦ βυθοῦ τοῦ βορείου ὠκεανοῦ ἀναφανέντας σατανικοὺς αἱρεσιάρχας, διὰ νὰ παύσητε διαταράττοντες τὴν Ὀρ θόδοξον Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὁποίαν αὐτὸ τὸ Μοναχικόν Σύστημα ἐφύλαξε μέχρι τοῦδε, καί, τῇ παναλκῇ δυνάμει τοῦ παντουργοῦ Θεοῦ, θέλει φυλάξῃ μέχρι συντελείας.»
Νά ποιά εἶναι ἡ θέσις τοῦ Μοναχισμοῦ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Αὐτά ἦταν ἀπό τήν ἐπίσημον ἐγκύκλιον τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1836.
Ἀκόμη –θά τό φαντασθῆτε παρακαλῶ; Θά τό φαντασθῆτε;… καί ὅμως εἶναι ἀληθές– ἀκόμη προσπαθοῦν νά προσεταιρισθοῦν καί τόν κλῆρον! Καί ἰδού.
«Τὰ πράγματα αὐτὰ ἀπέδειξαν ὅτι ἄλλο καλὸν δὲν προεξενήθη ἐκ τούτων τῶν βιβλίων εἰς τοὺς ὁμογενεῖς, εἰ μὴ ἡ ψυχρότης τῆς πίστεως, ἡ ἀδιαφορία περὶ τὰ θρησκευτικά, ἡ διαφθορὰ τῶν ἠθῶν. Αὐτοὶ −οἱ Προτεστάνται− ἐμηχανεύθησαν κατ’ ἀρχάς, πρ ὶν εἰσέτι γνωσθῶσιν οἱ δολεροί των σκοποὶ −κι αὐτό στήν Ἑλλάδα παρακαλῶ– νὰ μεταχειρισθῶσι τινὰς εὐυπολήπτους», δηλαδή σπουδαίους ἀνθρώπους, μέ ὑπόληψι, «τῶν ἐκ τοῦ κλήρου εἰς αὐτὰ ταῦτα, διὰ νὰ καλύψωσιν ἔτι μᾶλλον τοὺς δόλους των.»
Ἀκούσατε;… Προσεταιρίζονται καί τόν κλῆρον, γιά νά καλύψουν τούς δόλους των! Τί τό παράξενον; Τό ἀκούσατε παρακαλῶ;… Προσεταιρίζονται καί τούς κληρικούς, γιά νά καλύψουν τούς δόλους των οἱ αἱρετικοί, οἱ Προτεστάνται!… Δέν τά λέγω ἐγώ· τά λέγει ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ στάσις μας ἀπέναντι στούς ποικίλους αἱρετικούς
Καί, τέλος: Ποία στάσι πρέπει νά πάρωμε ἀπέναντι σέ ὅλους αὐτούς;
Ἀκοῦστε: «Ὅθεν καὶ διὰ τῆς παρούσης Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Συνοδικῆς ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς, γνωστοποιοῦμεν τοῖς ἁπανταχοῦ Ὀρ θοδόξοις ὅτι, μὴ ἀνεχόμενοι τοὐντεῦθεν τῶν τοιούτων τῆς καθ’ ἡμᾶς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀποστατῶν, ἀφεύκτως θέλομεν μεταχειρισθῇ ὅλα τὰ μέσα, σκοπὸν τιθέμενοι ἵνα διορ θώσωμεν καὶ ἀνακαλέσωμεν εἰς τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν τοὺς τοιούτους πεπλανημένους ἢ ὡς μέλη σεσηπότα», σάπια, «νὰ ἀποκόψωμεν, ἀποβάλλοντες αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ὁλομέλειαν τῶν πιστῶν.». Ἤ θά μετανοήσης καί θά ’ρ θῆς ἐδῶ μπροστά στήν Ἐκκλησία καί θά κόψης ὅλα σου τά τερτίπια, ἐκεῖνα πού κάνεις, παρεκκλησιαστικά καί παρασυναγωγικά, ἤ θά ἀποκοπῆς σάν σάπιο μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Δέν τό λέγω ἐγώ· τό λέγει ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Καί ὁ ἐπίλογος: «Ταῦτα πάντα λοιπόν, ὡς ἀναγκαῖα τε καὶ σωτήρια –ἀναγκαῖα καί σωτήρια!–, τῇ κοινῇ γνώμῃ τῶν μακαριωτάτων πατριαρχῶν, ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν τῆς ἡμῶν μετριότητος, τοῦ τε ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας κ. Ἱεροθέου, τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἀντιοχείας κ. Μεθοδίου, τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ. Ἀθανασίου −καί τοῦ Γρηγορίου, πού ἦτο τότε Κωνσταντινουπόλεως− καὶ τῶν λοιπῶν ἁγ ίων πατρ ιαρχῶν, προκατόχων ἡμῶν, καὶ τῆς περὶ ἡμᾶς τῶν ἀρχιερέων ἱερᾶς ἀδελφότητος, ἐγκριθέντα, ἀπεφάνθη συνοδικῶς.». Ἐνεκρίθησαν ἀπ’ ὅλους αὐτούς, δηλαδή ἀπ’ ὅλα τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Ἐνέκριναν οἱ πατριάρχαι καί ἀπεφάνθησαν συνοδικῶς καί τώρα ὑπογράφουν. Αὐτός εἶναι ὁ ἐπίλογος, ἀγαπητοί μου, αὐτῆς τῆς ἐγκυκλίου ἐναντίον τῶν Προτεσταντῶν.
Τί θά ἐλέγαμε λοιπόν γιά ὅλα αὐτά;
Ὑπάρχει τό δεδικασμένον. Ὑπάρχει. Ἀλλά ἐπειδή βλέπω δημοσιεύσεις στήν ἐφημερίδα, βλέπω ἀναγγελίες, βλέπω τοῦτα-ἐκεῖνα, πού καλοῦν τούς Χριστιανούς μας νά πᾶνε εἰς τούς τόπους των, γιά νά τούς παρασύρουν οἱ Προτεστάνται μέ τίς ποικίλες ὀνομασίες τους, πού θά σᾶς πῶ καί τήν ἐρχομένη φορά, ὀφείλομε, ἀγαπητοί μου, νά εἰδοποιήσωμε.
Τό θέμα δέν ἐξηντλήθη. Νά μέ συγχωρέσετε πού κράτησα παραπάνω τήν ὁμιλία· ἀλλά ἦταν ἀνάγκη νά γίνη αὐτό. Καί θά συνεχίσω τήν ἐρχομένη φορά, νά σᾶς πῶ λεπτομέρειες καί εἰδικώτερα σημεῖα ἐπάνω εἰς τά θέματα τῶν Προτεσταντῶν, πού δροῦν καί ἐνεργοῦν καί εἰς αὐτήν τήν γειτονιά μας. Γι’ αὐτό θά παρακαλέσω, οὐδείς μήν λείψη· ὅλοι παρόντες· γιά νά κατατοπισθοῦμε καί νά βοηθήσωμε καί τούς ἀπόντας, ὥστε νά γλυτώσουμε ἀπό τίς ἁρπάγες αὐτές τοῦ Ἅδου καί τῆς φθορᾶς.
Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογῆ.
Κυριακή, 27-5-1979
ΠΗΓΕΣ:
http://arnion.gr/index.php/keimena-p-thanasiou/peri-airesevn/126-milia-2a-protestantismos
π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Περί αιρέσεων, τρεις απομαγνητοφωνημένες ομιλίες, Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης, Στόμιον Λαρίσης 2008,σελ.45-94.
Σειρά τριών,πάντοτε επίκαιρων, απομαγνητοφωνημένων ομιλιών
του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου Περί αιρέσεων
Ὁμιλία 3η – Ο ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
Κυριακή 3-6-1979
Εἰσαγωγικά
Οἱ Πεντηκοστιανοί
Ἐμφάνισις καί δρᾶσις των
Ἡ Χ.Ο.Ε.
Ἡ διδασκαλία της
Ἀναβαπτίζονται εἰς τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς ;
Ποῦ στηρίζουν τήν ἀναβάπτισίν των
Πότε ἐκπληροῦται ἡ προφητεία τοῦ Ἰωήλ
Πῶς ἐννοεῖται ἡ προφητεία τοῦ Ἰωήλ
«Ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγ ίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας.»
Χαρακτηριστικά σημεῖα πρό τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν
Ἡ ἐσχατολογία τῶν Πεντηκοστιανῶν
Χιλιετής βασιλεία τοῦ Χριστοῦ: κοινή πίστις Χιλιαστῶν καί Πεντηκοστιανῶν
«Ὁ Χριστός θά ἔλθη τό 2000.» !
Μόνον 144.000 Πεντηκοστιανοί θά σωθοῦν !
Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καί οἱ δύο Προφῆται κατά τούς Πεντηκοστιανούς
Ἐξελισσομένη Πεντηκοστή: «Καταλαβαίνουμε καλύτερα ἀπό τούς Ἀποστόλους.»!
Ποῦ στηρίζουν τήν ἐξελισσομένην Πεντηκοστήν
Ἡ ἀπάντησις τῆς Ἐκκλησίας μας
Ἁγία Γραφή – Ἱερά Παράδοσις
Ὁ ἀπόλυτος προορισμός
Τά ἱερά Μυστήρια
Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως
Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν – Χάρισμα τῶν ἰάσεων
Ἡ γλωσσολαλία
Τί λέγουν διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μας
Ὁ ἀρχιμανδρίτης Εὐσέβιος Παπαστεφάνου
Μοντανισμός: ὁ μακρυνός πρόγονος τοῦ Πεντηκοστιανισμοῦ
«Ε ἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε.»
Συνεχίζοντες, ἀγαπητοί μου, τό θέμα περί τῆς αἱρέσεως τοῦ Προτεσταντισμοῦ, θά θέλαμε νά τονίσωμε ὅτι ἐφ’ ὅσον ὁ Λούθηρος, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ ἱδρυτής τοῦ Προτεσταντισμοῦ, εἰσηγήθη τήν ὑποκειμενικήν ἑρμηνείαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἦτο ἑπόμενον νά ὑπάρχουν ποικίλες ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς· τόσες ἑρμηνεῖες, ὅσοι καί οἱ ἀναγνῶσται τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τοῦτο βεβαίως, ἐφ’ ὅσον ὑπῆρχαν ποικίλες ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν διάσπασι τῶν Προτεσταντῶν, καί μάλιστα ἄν θέλετε ζῶντος ἀκόμη τοῦ Λουθήρου, κατά τόν 16ον αἰῶνα. Καί σημειώθηκε αὐτή ἡ κατάτμησίς των σέ ἑκατοντάδες ὁμολογίες, ὅλες φυσικά προτεσταντικῆς ἀποχρώσεως.
Μερικές ἀπ’ αὐτές, οἱ κυριώτερες καί οἱ πλέον γνωστές, γιά νά πάρετε μία εἰκόνα, εἶναι οἱ: Πρεσβυτεριανοί, Ἀναβαπτισταί, Κογκρεγκασιοναλισταί, Μεθοδισταί, Κουάκεροι, Οὐνιτάριοι, Σοκινιανοί, Ἀρμενιανοί, Μεννωνῖται, Μορμόνοι, Βιβλικοί, Ἀντβεντισταί, Εὐαγγελικοί, Ἐλευθέρας Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Στρατοῦ τῆς Σωτηρίας, Πλυμμουθισταί, Ἰρβινγκιανοί, Σερκούτιοι, Σβενκφελδιανοί, Νέοι Ἱσραηλῖται, Συνδικαλισταί, Ἐπισκοπιανοί, τῶν Νέων Ἀποστόλων, Δαρδισταί, Πεντηκοστιανοί, Ἀδελφοί Μοραβοί, Ἀποστολικοί, Πλατεῖς Ἀδελφοί, Στενοί Ἀδελφοί,… καί λοιπά καί λοιπά καί λοιπά! Ἑκατοντάδες παρακαλῶ κατατμήσεις ἔχει ὑποστῆ ὁ Προτεσταντισμός. Παρ’ ὅλες τίς ὁμοιότητες ὅμως πού ἔχει ἡ μία ὁμολογία μέ τήν ἄλλη, ἔχουνε βεβαίως καί κάποιες διαφορές· γι’ αὐτό καί ἔχουνε κατατμηθῆ. Προσθέτουν, ἀφαιροῦν,… Δέν κάνουν τίποτε ἄλλο παρά αὐτή τή δουλειά· προσθέτουν καί ἀφαιροῦν ὅ,τι νομίζει ἡ κάθε ὁμάδα.
Ἀπ’ ὅλες αὐτές τίς ὁμάδες ὅμως, εἰδικώτερα μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ὁμάδα τῶν Πεντηκοστιανῶν. Καί θά μείνωμε εἰς τούς Πεντηκοστιανούς, ἀφ’ ἑνός διότι παρουσιάζουν μίαν ἔξαρσιν δράσεως εἰς τήν Ἑλλάδα τόν τελευταῖο καιρό, καί ἀφ’ ἑτέρου διότι μερικές ἀπό τίς ὁμάδες τῶν Πεντηκοστιανῶν, οἱ ὁποῖες πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι μέχρι τό 1967 ἦσαν καμμιά ἑξηνταριά μέ ποικίλα ὀνόματα, προσπαθοῦν νά πλησιάσουν τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν κατά ἕναν τρόπον ὕπουλον καί δολερόν. Γι’ αὐτούς τούς δύο λόγους εἰς τό σημερινό μας θέμα θά μείνωμε εἰδικά στούς Πεντηκοστιανούς.
Σταχυολογῶ μάλιστα ἀπό μιά ἐφημερίδα, τήν Μακεδονία τῆς 29ης Ἀπριλίου, πού ἔχει δύο ἀγγελίες. Λέγει ἡ μία: «Πρώτη Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς». Νά λοιπόν ἀμέσως· ὀνομασία ὁμάδος. Ἡ δευτέρα: «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τῆς Πεντηκοστῆς.». Μάλιστα σᾶς διαβάζω μία ἀπ’ αὐτές: «Σήμερα στίς 11 π.μ. στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, Καρμπολᾶ 5, πλατεῖα Δικαστηρίων, θά κηρύξη ἀπό τό εὐαγγέλιον ὁ ἱεροκήρυκας τῆς Ἐκκλησίας, φιλόλογος κ. Σιδηρόπουλος, στίς 7.00 μ.μ.. Τό πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι πλούσιο σέ περιεχόμενο, μέ ὁμιλητή τόν ἴδιο. Στό τέλος τῆς λατρείας –σημειῶστε αὐτό· θά τό σχολιάσωμε εἰς τό τέλος– Στό τέλος τῆς λατρείας θά γίνη προσευχή γιά ἀρρώστους καί γιά σένα πού ἔχεις προβλήματα. Εἴσοδος ἐλεύθερη γιά ὅλους.». Κάτι ἀντίστοιχο εἶναι καί ἡ ἄλλη ἐκεῖ ἡ ἀγγελία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὅπως βλέπετε λοιπόν, ἐπειδή ἀκριβῶς ὑπάρχει αὐτή ἡ ἔξαρσις καί κάνουν τίς ἀναγγελίες τους αὐτοί διαρκῶς εἰς τίς ἐφημερίδες καί τά περιοδικά καί πηγαίνουν ἀνύποπτοι οἱ ἄνθρωποι νά τούς ἀκούσουν, νομίζοντας πώς κάτι καλό ἔχουν νά ποῦν οἱ αἱρετικοί αὐτοί, καί δύνανται ἔτσι νά παρασυρθοῦν, γιά τόν λόγον αὐτόν θά μείνωμε εἰδικώτερα σᾶς εἶπα εἰς αὐτούς, τούς Πεντηκοστιανούς.
Ἄς δοῦμε τί εἶναι οἱ Πεντηκοστιανοί. Ὅπως ἀναφέραμε καί τήν περασμένη φορά καί πρό ὀλίγου, εἶναι ὁμάδα Προτεσταντική. Τό ὄνομά τους τό ἔχουν λάβει ἀπό τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, δηλαδή τῆς ἡμέρας ἐκείνης κατά τήν ὁποίαν οἱ Ἀπόστολοι ἐδέχθησαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν. Ἱδρυτής τῆς ὁμάδος τῶν Πεντηκοστιανῶν εἶναι ὁ Ἀμερικανός Ἀμβρόσιος Τόμπλισον. Αὐτός τό 1907 συνέστησε εἰς τό Κλήβελαντ τοῦ Ὀχάϊο τήν πρώτη του Ἐκκλησία.
Οἱ Πεντηκοστιανοί στήν Ἑλλάδα ἐμφανίζονται τό 1927 μέ τήν ἐπωνυμία «Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τῆς Πεντηκοστῆς». Κατόπιν ἱδρύθηκε δευτέρα ὁμάδα Πεντηκοστιανῶν, μέ τήν ἐπωνυμία «Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς», καί ἱδρύθηκε τό 1938. Ἐν συνεχείᾳ ἱδρύθηκε τρίτη Ἐκκλησία Πεντηκοστιανῶν στήν Ἑλλάδα τό 1967, μέ τήν ἐπωνυμία «Ἐλευθέρα Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς». Τελευταῖα ἔχομε καί μία ἀκόμη ὁμάδα, χωρίς νά γνωρίζω ἄν ὑπάρχουν περισσότερες τῶν τεσσάρων, ἀφοῦ θά ἀναφέρω αὐτήν ὡς τελευταία.
Μπορεῖ νά ὑπάρχουν καί δέκα ὁμάδες Πεντηκοστιανῶν, ἀγαπητοί μου, καί νά τίς ἀγνοῶ· διότι κάθε λίγο καί λιγάκι ξεφυτρώνουν νέες. Ἔχουν τήν ἱκανότητα νά πολλαπλασιάζωνται ὅπως τά κύτταρα, πού διαιροῦνται καί γίνονται περισσότερα. Διά τῆς διαιρέσεως, θά λέγαμε κι ἐδῶ, γίνονται ὅλο καί περισσότερες. Αὐτή ἡ δουλειά γίνεται συνεχῶς. Οὔτε πού προλαβαίνουμε νά μάθουμε ποιός εἶναι ὁ πραγματικός ἀριθμός ὅλων αὐτῶν τῶν ὁμάδων. Ἀκόμα καί σέ ἐπίσημα δελτία πού ἀνέτρεξα, καί ἐκεῖ λέγουν: «Ἕως αὐτήν τήν στιγμή ἔχομε αὐτά τά δεδομένα · ὕστερα ἀπό λίγο δέν ξέρομε.». Ἔχομε αὐτήν τήν διαρκῆ ὑποδιαίρεσι.
Μία λοιπόν τετάρτη ὁμάδα, ἡ ὁποία ἐνεφανίσθη εἰς τήν πόλι μας, τοὐλάχιστον πρό ἔτους, εἶναι ἡ Χ.Ο.Ε., ἡ «Χριστιανική Ὀργάνωσις Εἰρήνης». Αὐτή ἡ τελευταία, ὅπως σᾶς εἶπα, ἐξεδηλώθη εἰς τήν πόλι μας, τήν Λάρισα. Ὡς ἱδρυτής της φέρεται –δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ ἄν εἶναι πραγματικά αὐτός ὁ ἱδρυτής· τοὐλάχιστον αὐτός φέρεται ὡς ἱδρυτής τῆς Χ.Ο.Ε. στήν Ἀθήνα– κάποιος Στυλιανός Γιαννετάκης. Καί στήν Θεσσαλονίκη δρᾶ ὁ γαμβρός του, Νικόλαος Μουτσάκης, στήν Νεάπολι τῆς Θεσσαλονίκης. Σήμερα στήν Ἑλλάδα ἔχουμε εἴκοσι κλιμάκια, κατά τήν ὁμολογία τῶν ἰδίων, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων κλιμακίων εἶναι καί τό κλιμάκιον τῆς Λαρίσης.
Ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία γενικά τῶν Πεντηκοστιανῶν καί εἰδικώτερα τῆς Χ.Ο.Ε.; Προσέξτε: γενικά τῶν Πεντηκοστιανῶν, εἰδικώτερα τῆς Χ.Ο.Ε..
Βασικά ἡ διδασκαλία εἶναι προτεσταντική, ἐφ’ ὅσον ἀπό ’κεῖ ὁρμῶνται οἱ Πεντηκοστιανοί. Ἔχουν ὅμως μερικά ἰδιάζοντα χαρακτηριστικά. Μάλιστα ἕνα μικρό ἔντυπο τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, πού καταφέρεται ἐναντίον τῶν Πεντηκοστιανῶν, λέγει ὅτι οἱ Πεντηκοστιανοί καί μερικές ἀκόμη ὁμάδες μαζί μέ αὐτούς χαρακτηρίζονται ἀπό τούς Προτεστάντας αἱρετικοί ! Ἐάν λοιπόν οἱ Προτεστάνται χαρακτηρίζουν αὐτούς αἱρετικούς, τούς ὁποίους Προτεστάντας ἐμεῖς τούς θεωροῦμε αἱρετικούς, πόσο περισσότερο αἱρετικοί θά εἶναι λοιπόν αὐτοί, δηλαδή οἱ Πεντηκοστιανοί !
Ἀναβαπτίζονται εἰς τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς;
Ἡ ὀνομασία τους, Πεντηκοστιανοί ὅπως σᾶς εἶπα, ἐντοπίζεται στό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, ἀπό τό ὁποῖον ἐξάγουν καί τόν πυρῆνα τῆς διδασκαλίας των. Ἰσχυρίζονται οἱ Πεντηκοστιανοί ὅτι ἀναβαπτίζονται εἰς τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς ὅπως ἀκριβῶς τότε οἱ Ἀπόστολοι, μέ τά αὐτά ἀποτελέσματα: μέ τό φαινόμενον δηλαδή τῆς γλωσσολαλίας, τό προφητικό χάρισμα, τήν ἔκστασι, τά ὁράματα καί τά ὄνειρα.
Ποῦ στηρίζονται διά νά λέγουν ὅτι ἀναβαπτίζονται μέσα εἰς τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς;
Φυσικά ὁ καθένας μπορεῖ νά λέγη ὅ,τι θέλει. Τό θέμα ὅμως δέν εἶναι πῶς τό αἰσθάνεται ὁ καθένας, ἀλλά πῶς εἶναι στήν πραγματικότητα. Διότι τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς στήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων δέν ἦταν ὑποκειμενικόν· ἦτο ἀντικειμενικόν, ἦτο ἐξ ἀντικειμένου. Καί ἦτο ἐξ ἀντικειμένου σέ δύο διαστάσεις. Ἀφ’ ἑνός μέν, γιά ’κείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο μέσα εἰς τό ὑπερῶον, ἦτο ὑπό τήν μορφή πυρίνων γλωσσῶν, ἦτο κάτι πού τό ἔβλεπαν ὅλοι. Ἐμφανίζεται μέσα εἰς τό ὑπερῶον ἕνα πῦρ εἰς τόν ἀέρα, αὐτό μοιράζεται καί ἐπικάθηται ἐπί τῶν κεφαλῶν τῶν παρευρισκομένων. Αὐτό, ἐπαναλαμβάνω, δέν εἶναι ὑποκειμενικόν φαινόμενον· εἶναι ἀντικειμενικόν.
Ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἦτο καί στήν ἄλλη του διάστασι ἀντικειμενικό –γιά νά μήν πῆ κανένας ὅτι ἦταν ἕνα φαινόμενον ὑποβολῆς· γιατί μποροῦσε νά ὑποστηριχθῆ καί αὐτό–, διότι ταυτοχρόνως ἔξω ἀπό τήν οἰκία, ἔξω ἀπό τό ὑπερῶον εἰς τό ὁποῖον εὑρίσκοντο οἱ Μαθηταί, ἀκούστηκε βοή σάν ἀνέμου δυνατοῦ, χωρίς νά πνέη ἄνεμος, πού ἔκανε ὁλόκληρη τήν πόλι νά ἀναρωτηθῆ: «Τί συμβαίνει; Τί συμβαίνει;». Καί ἐνετόπισαν ὅτι αὐτή ἡ βοή ἦτο σ’ ἕνα σπίτι τῆς πόλεως. Καί τότε βγῆκαν οἱ Ἀπόστολοι καί ὡμίλησαν,… καί τά γνωστά αὐτά παρακάτω τῆς Πεντηκοστῆς. Συνεπῶς τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἐξ ἀντικειμένου, μέ αὐτές τίς δύο διαστάσεις, καί γιά τούς ἐντός τῆς οἰκίας καί διά τούς ἐκτός τῆς οἰκίας. Δέν δύναται, ἐπαναλαμβάνω, νά θεωρηθῆ ὑποκειμενικόν γεγονός.
Κανείς ὅμως δέν μᾶς πληροφορεῖ καί δέν μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὅταν ἰσχυρίζωνται καί λέγουν πώς ἀναβαπτίζονται εἰς τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς, ὅτι πράγματι ἀναβαπτίζονται. Μποροῦσα κι ἐγώ νά λέω αὐτήν τή στιγμή ὅτι ἀναβαπτίζομαι εἰς τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς, χωρίς ὅμως αὐτό νά μπορῶ καί νά τό βεβαιώσω. Ἐάν μοῦ πῆτε διά τά ἀποτελέσματα, θά τό δοῦμε αὐτό στή συνέχεια.
Ποῦ στηρίζουν τήν ἀναβάπτισίν των
Πάντως ἡ διδασκαλία των αὐτή στηρίζεται σέ μία προφητεία τοῦ Ἰωήλ, τήν ὁποία χρησιμοποίησε κι ὁ ἀπόστολος Πέτρος κατά τήν ὁμιλία του τήν πρώτην κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶπε τά ἑξῆς ὁ Ἀπόστολος:
«Ἀλλὰ τοῦτό ἐστι τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ·
»καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται·
»καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου, καὶ προφητεύσουσι.
»καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ·
»ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρ ὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρ ίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ.
»καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.»
Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ σπουδαία προφητεία, ἐπιτρέψατέ μου πολύ γρήγορα καί ἐλεύθερα νά σᾶς τήν ἀποδώσω.
«Ἀλλά αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού εἰπώθηκε ἀπό τόν προφήτη Ἰωήλ:
Καί θά εἶναι τίς ἔσχατες μέρες, λέγει ὁ Θεός, θά ἐκχύσω ἀπό τό Πνεῦμα μου σέ κάθε ἄνθρωπο καί θά προφητεύσουν οἱ υἱοί σας, τά παιδιά σας, τά ἀγόρια σας καί οἱ θυγατέρες σας, καί οἱ νεανίσκοι σας θά δοῦν ὁράσεις, ὁράματα, καί οἱ μεγαλύτεροι θά ἰδοῦν ὄνειρα.
Καί στούς δούλους μου καί τίς δοῦλες μου τίς ἡμέρες ἐκεῖνες τίς ἔσχατες θά ἐκχύσω ἀπό τό Πνεῦμα μου καί θά προφητεύσουν.
Καί θά δώσω τέρατα στόν οὐρανό καί σημεῖα στή γῆ, στόν οὐρανό πάνω καί στή γῆ κάτω· αἷμα καί φωτιά καί καπνός.
Ὁ ἥλιος θά μεταστραφῆ σέ σκοτάδι καί ἡ σελήνη θά σκουρύνη σάν αἷμα, πρ ίν ἔλθη ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη καί ἐπιφανής.
Καί τότε ὅποιος ἐπικαλεσθῆ τό ὄνομα τοῦ Κυρ ίου, θά σωθῆ».
Ἀγαπητοί μου, αὐτή εἶναι ἡ προφητεία. Θά ’θελα ὅμως νά τήν ἀναλύσουμε, γιά νά ἰδοῦμε, ἐφ’ ὅσον στηρίζονται ἐπάνω ἐδῶ, κατά πόσο ἔχουν δίκαιο ἤ δέν ἔχουν δίκαιο.
Πότε ἐκπληροῦται ἡ προφητεία τοῦ Ἰωήλ
Καί κατ’ ἀρχάς οἱ Πεντηκοστιανοί λέγουν ὅτι ἡ προφητεία αὐτή ἐκπληροῦται εἰς τάς ἡμέρας μας.
Ἀπό ποῦ, παρακαλῶ, συμπεραίνετε ὅτι ἐκπληροῦται εἰς τάς ἡμέρας μας; Ἀπό τό γεγονός, λέγουν, ὅτι εἶναι οἱ ἔσχατες ἡμέρες · ἀπ’ αὐτό πού λέγει: «καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις...» καί λοιπά. Ὥστε λοιπόν εἶναι οἱ ἔσχατες ἡμέρες. Καί ποιός σᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ ἡμέρες πού περνᾶμε εἶναι οἱ ἔσχατες; Κάθε φορά μποροῦμε νά λέμε ὅτι εἶναι οἱ ἔσχατες. Ἄν τό θέλετε, ἀγαπητοί, ἔσχατες ἡμέρες λέγονται ἀπό τή στιγμή πού ἔχωμε τήν ἔκδοσιν τῆς προφητείας, ἤ τήν ἔκδοσιν τῆς πρώτης πληρώσεως τῆς προφητείας. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ὁμιλοῦμε περί ἐσχάτων.
Ἕνα παράδειγμα. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει: «Ἀκούσατε ὅτι ὁ Ἀντίχριστος ἔρχεται· καί τώρα», λέγει, «ὑπάρχουν πολλοί ἀντίχριστοι». Πῶς ἔρχεται, καί ὑπάρχουν πολλοί ἀντίχριστοι;… Σημαίνει ὅτι τά ἔσχατα –διότι ὁ Ἀντίχριστος εἰς τά ἔσχατα θά ἔλθη– σημαίνει ὅτι ξεκίνησαν ἀπό τότε πού γράφει τήν προφητεία του.
Ἄλλο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στόν Τιμόθεο: «Σέ πληροφορῶ, νά μήν τό ξεχάσης, ὅτι τόν ἔσχατο καιρό οἱ ἄνθρωποι θά εἶναι τέτοιοι καί τέτοιοι καί τέτοιοι.» . Ἀπό πότε ἀρχίζει αὐτός ὁ ἔσχατος καιρός; Ἀπό τή στιγμή πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει τήν ἐπιστολή του στόν Τιμόθεο.
Ὥστε λοιπόν ἡ ἔκφρασις «ἔσχατος» ἔχει καί ἀπόλυτη σημασία, ἔχει καί σχετική· ἡ ἀπόλυτη ὅταν πραγματικά εὑρισκώμεθα εἰς τά ἔσχατα, καί ἡ σχετική διότι διαρκῶς πλησιάζομε πρός τό τέλος. Ὅταν πλησιάζη κανείς πρός τό τέλος, πάντα, καί λιγοστεύει τό διάστημα πρός τό τέλος, αὐτό πάντα λέγεται «ἔσχατον». Θά μπορούσαμε νά ξέρουμε ὅτι εἶναι τά ἀπόλυτα ἔσχατα, ἐάν ξέραμε πραγματικά πότε θά ’ρθῆ ὁ Χριστός. Τό ξέρουμε; Ὄχι. Ἀφοῦ λοιπόν δέν ξέρομε πότε θά ’ρθῆ ὁ Χριστός, δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε διά τά ἔσχατα ἐν ἀπολύτῳ ἐννοίᾳ, παρά μόνο ἐν σχετικῇ ἐννοίᾳ. Ἕνα εἶναι αὐτό.
Ἀλλά ποιός σᾶς εἶπε, κύριοι, ὅτι τά ἔσχατα πού λέγει ὁ Προφήτης εἶναι πράγματι ἐκεῖνα τά ἔσχατα πού ἀναφέρονται στήν ἐποχή μας; Διότι, λέγει ὁ Θεός –καί ἡ προφητεία Του εἶναι ἀσάλευτη– ὅτι τίς ἔσχατες μέρες θά ἐκχύση ἀπό τό Πνεῦμα Του εἰς τούς ἀνθρώπους. Πῶς λοιπόν αὐτοί λέγουν ὅτι τώρα εἶναι πνευματοφόροι ἄνθρωποι καί κινοῦνται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ κατά τρόπον ἔκτακτον; Καί μήν ξεχνᾶμε φυσικά ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία. Δέν τίθεται θέμα. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἶναι Ἐκεῖνο τό Ὁποῖον τελεσιουργεῖ τά πάντα, ὅλα τά Μυστήρια καί τήν σωτηρία μας, μέσα στήν Ἐκκλησία. Χωρίς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δέν κάνομε τίποτε, ἀγαπητοί μου.
Ἀλλ’ αὐτοί Τό ἐννοοῦν μέ τήν ἔκτακτη μορφή· δηλαδή ὅτι θά ἔχωμε χαρίσματα ἔκτακτα, πού θά κάνουν ἐξαιρετικήν ἐντύπωσι. Καί ἰσχυρίζονται ἐπίσης ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα γι’ αὐτά τά ἔκτακτα χαρίσματα, ὅπως τότε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ὅτι ἐκεῖνοι εἶναι οἱ φυσικοί –οἱ Πεντηκοστιανοί δηλαδή– οἱ φυσικοί ἀποδέκται τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Μόνον αὐτοί! Ποῦ τό στηρίζετε λοιπόν, κύριοι; Εἰς τά ἔσχατα. Καί ποιός σᾶς εἶπε ὅτι ἔχομε τώρα τά ἔσχατα;
Πῶς ἐννοεῖται ἡ προφητεία τοῦ Ἰωήλ
Ἀλλά ἐκτός αὐτοῦ, γιά νά δοῦμε, τί ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Προφήτης ὅταν λέγη ἔσχατα;
Ὅταν παρακαλῶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος χρησιμοποιῆ τήν προφητεία αὐτή, θέλει νά βεβαιώση ὅτι τό φαινόμενον πού ἔβλεπαν οἱ σύγχρονοί του δέν ἦτο ἀποτέλεσμα γλεύκους, ἀλλά ἀποτέλεσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διότι ὅταν βγῆκαν οἱ Μαθηταί νά ὁμιλοῦν, ὁ καθένας ἀπό τό πλῆθος πού μαζεύτηκε τούς ἄκουγε νά ὁμιλοῦν στή δική του γλῶσσα. Φυσικά ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἴσως δέν εἶχε καμμίαν πρόθεσιν, κανέναν σκοπόν νά ἀναφέρη τήν προφητεία τοῦ Ἰωήλ τοῦ προφήτου· ἀλλά παρετήρησε ὅμως ὅτι ὑπῆρχαν Ἑβραῖοι πού κορόϊδευαν καί ἔλεγαν: «Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι γλεύκους μεμεστωμένοι !», δηλαδή μουστώσανε πρωΐ-πρωΐ, ἤπιανε κρασί καί μέθυσαν !
Καί τότε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀπολογούμενος εἶπε: «Ἀγαπητοί μου, ἡ ὥρα εἶναι ἐννέα τό πρωΐ, καί δέν εἴμεθα μεθυσμένοι· δέν εἶναι ἐξ ἄλλου ἡ ὥρα πού μεθοῦν οἱ ἄνθρωποι, τέτοια ὥρα πρωΐ-πρωΐ. Καί θά σᾶς ἐξηγήσω γιατί βλέπετε τό φαινόμενον αὐτό πού βλέπετε. Ἔ, λοιπόν · λέγει ὁ Προφήτης Ἰωήλ: Στίς ἔσχατες ἡμέρες, λέγει ὁ Θεός, θά ἐκχύσω ἐκ τοῦ Πνεύματος μου…» καί λοιπά καί λοιπά.
Ὥστε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν ἑρμηνεύη στήν προφητείαν τοῦ προφήτου Ἰωήλ τίς ἔσχατες ἡμέρες, δέν ἐννοεῖ τίς τελευταῖες πού θά ξανάρθη ὁ Χριστός, οὔτε τίς ἡμέρες τίς δικές μας, ἀλλά ἐννοεῖ τίς ἡμέρες τῆς Πεντηκοστῆς· διότι θέλει νά αἰτιολογήση τό φαινόμενον τῆς Πεντηκοστῆς καί νά δείξη τήν πλήρωσι τῆς προφητείας τοῦ προφήτου Ἰωήλ. Συνεπῶς ὅταν λέγη ἐδῶ «ἔσχατες ἡμέρες» ὁ Προφήτης, δέν ἐννοεῖ παρά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, δηλαδή τότε, ἐκεῖνες τίς ἡμέρες.
Ἐξ ἄλλου στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅταν ἀναφερώμεθα εἰς τά ἔσχατα, πάντοτε τά ἔσχατα εἶναι σέ σχέσι μέ τούς Προφῆτας. Οἱ Προφῆται λέγουν: «Τόν ἔσχατον καιρόν…» . Καί ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἔσχατος καιρός; Πάντοτε εἶναι οἱ ἡμέρες τοῦ Μεσσίου, δηλαδή ἡ πρώτη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἡ Καινή Διαθήκη ὁμιλῆ περί ἐσχάτων , τότε γιά τήν Καινή Διαθήκη τά ἔσχατα εἶναι ἡ δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Παρακαλῶ νά τό θυμᾶστε αὐτό.
Ἀλλά καί ἐκτός αὐτοῦ, στό ἑβραϊκό κείμενον, ἅμα θά ἀνατρέξωμε, ὅπως καί στῶν ἑβδομήκοντα –εἶναι στόν Ἰωήλ, 3ο κεφάλαιον, 1-5 στίχοι–, δέν γράφουν τήν φράσιν «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις», ἀλλά γράφουν τήν φράσι «καὶ ἔσται μετὰ ταῦτα». Ὄχι «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις». Τί θά πῆ «μετὰ ταῦτα»; Δέν ἔχομε παρά νά πᾶμε στά προηγούμενα κεφάλαια τοῦ Προφήτου νά ἰδοῦμε τί γράφει ἐκεῖ. Ἐκεῖ ἀναφέρεται ὁ Προφήτης στήν καταστροφή τῆς Παλαιστίνης ἀπό ξηρασία καί ἀπό ἀκρίδες, τιμωρία πού ἐπιφέρει ὁ Θεός εἰς τόν λαόν γιά τήν ἀποστασία του· καί λέγει μετά ὁ Προφήτης: «μετά ταῦτα ἐκχεῶ ἀπό τοῦ πνεύματός μου...» καί λοιπά. Δηλαδή: «Θά σᾶς δώση ὁ Θεός τιμωρία. Ἀλλά μετά ταῦτα», δηλαδή μετά τήν τιμωρία αὐτή, «θά ἔλθη τό καί τό καί τό.», ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἴπαμε στήν προφητείαν.
Ὥστε λοιπόν διά τόν Προφήτην ὑπάρχουν τά ἑξῆς στοιχεῖα, κάτι πού εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό νά γνωρίζουμε ὅταν μελετᾶμε τούς Προφῆτες, ἀγαπητοί μου, εἰς τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἔχομε τά ἑξῆς στοιχεῖα. Προσέξτε ἐδῶ νά δῆτε. Μέσα σέ μία εἰκόνα ὁ Προφήτης βάζει τάς ἑξῆς περιόδους τῆς Ἱστορίας, μεταπηδῶντας σ’ αὐτές μέ πελώρια ἅλματα. Παίρνει ὡς ἀφετηρία τήν ἐποχή του καί τήν ὕπαρξί του, ἐκείνη τήν χρονική στιγμή πού γράφει τήν προφητεία. Κάνει ἕνα ἅλμα καί λέγει: «Ὁ Θεός θά καταστρέψη τήν Παλαιστίνη.». Ἀκόμη δέν εἶχε ἔρθη αὐτό. «Μετά τήν καταστροφή αὐτή, μετὰ ταῦτα, θά ἔρ θη ἡ ἐποχή τοῦ Μεσσίου, πού ἐκεῖ ὁ Θεός θά δώση πλούσιο τό Πνεῦμα Του τό Ἅγιον.». Ἀπό ’κεῖ κάνει ἕνα ἄλλο ἅλμα καί πάει στή δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία. Καί τί λέγει; «Καί τότε ὁ ἥλιος θά σκοτισθῆ καί ἡ σελήνη ὁμοίως.» καί τά λοιπά. Κάνει λοιπόν αὐτά τά τρία μεγάλα ἅλματα.
Ἀλλά ἐκτός αὐτοῦ ὑπάρχει καί τό ἑξῆς. Ἐάν ὑποτεθῆ ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρει τόν Προφήτη, καί τόν ἀναφέρει παρακαλῶ ὡς δικαιολογία, ὡς πλήρωσι τῆς προφητείας τοῦ ὅτι ἔλαβαν τό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστήν, θά μποροῦσε κάποιος νά βρεθῆ ἀκροατής καί νά εἰπῆ: «Καλά μᾶς τά λές. Ἀλλά ἐδῶ μᾶς λές καί κάτι ἄλλο· μᾶς λές ὅτι ὁ ἥλιος θά σκοτεινιάση, τό ἴδιο καί ἡ σελήνη, καί θά πέση ἐπάνω στή γῆ φοβερή συμφορά. Αὐτά ποῦ εἶναι; Ποῦ εἶναι αὐτά;».
Ἁπλούστατα, ἀγαπητοί μου, ἡ προφητεία ἐπληροῦτο στίς ἡμέρες τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά ἐπληροῦτο κατά τό ἥμισυ· ἡ μισή προφητεία· διότι ὑπελείπετο ἡ ὑπόλοιπη μισή. Βέβαια δέν μᾶς τό λέει αὐτό ἐκεῖ στήν ὁμιλία του ὁ ἀπόστολος Πέτρος· ἀλλά αὐτό βγαίνει ἀπό τήν ἀνάγνωσι. Εἶναι πολύ ἁπλοῦν· δέν ἐπληροῦτο ὁλόκληρη ἡ προφητεία.
Ἔτσι παρακαλῶ βλέπομε ἐδῶ ὅτι ἔχομε δύο περιόδους· εἶναι οἱ δύο περίοδοι Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἔχομε ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Κατά τήν δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχομε ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά –τί ἔχομε;– ἔχομε συμφορές πάνω στή γῆ. Ὥστε λοιπόν, ἄν ἐκλάβωμε ὅτι τά ἔσχατα εἶναι αὐτά πού περνᾶμε τώρα, καί πού φυσικά εἶναι μετά τήν Πεντηκοστή, θά πρέπει τώρα, κατά τόν προφήτη Ἰωήλ καί κατά τήν ἑρμηνεία πού κάνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί κατά τά γεγονότα πού ἔχομε τῆς Πεντηκοστῆς ὡς πλήρωσι, θά πρέπει τώρα νά μήν περιμένωμε ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά νά περιμένωμε συμφορές. Εἶναι τόσο φανερόν.
Ἀπό αὐτό βλέπει κανείς ὅτι ὑπάρχει σύγχυσι, ἀγαπητοί μου, εἰς τούς ἀνθρώπους αὐτούς. Μεγάλη σύγχυσις. Καί ἐφ’ ὅσον λέγουν ὅτι ἀναβαπτίζονται εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον κατά τόν ἴδιο τρόπο, δηλαδή τόν ἔκτακτον τρόπον τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς, βρίσκονται σέ πλάνη. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα αὐτοί παρουσιάζουν, μόνο καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν εἶναι. Τί εἶναι; Δέν ξέρω· ξέρω μόνο ὅτι μόνο καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν εἶναι, ὅπως θά δῆτε καί εἰς τήν συνέχεια.
Ἀλλά πρέπει νά ἐπιμείνω ἀκόμη λίγο.
«Ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγ ίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας».
Πρό τῶν ἐσχάτων ὁ Κύριος μᾶς εἰδοποιεῖ ὅτι δέν θά ἔχωμε Πεντηκοστή. Προσέξτε τί εἶπε ὁ Χριστός: «Μή φύγετε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, διότι οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας», ὕστερα ἀπό ὄχι πολλές ἡμέρες, «θά λάβετε δύναμιν ἐξ ὕψους.» . Καί αὐτές οἱ ὄχι πολλές ἡμέρες ξέρετε πόσες ἦσαν; Μόνο δέκα· ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως μέχρι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. «Θά πάρετε δύναμιν ἐξ ὕψους»· καί ἔχομε τό φαινόμενο τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀντιθέτως, κατά τήν δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία ἔχομε ἄλλα φαινόμενα, κατά τήν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ καί ὅπως ἀκριβῶς συμφωνεῖ καί ὁ προφήτης Ἰωήλ κατά τό δεύτερον μέρος· διότι στό πρῶτο μέρος τῆς προφητείας του ἀναφέρεται εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐνῶ στό δεύτερο μέρος τῆς προφητείας του ἀναφέρεται εἰς τήν μεγάλη καταστροφή ἐπί τῆς γῆς.
Χαρακτηριστικά σημεῖα πρό τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν
Ἀκοῦστε τί λέγει ὁ Χριστός· ὅτι πρό τῶν ἐσχάτων θά κινηθοῦν ψευδοπροφῆται καί ψευδομεσσίαι. «Εἰπὲ ἡμῖν, εἶπαν οἱ Μαθηταί στόν Χριστόν, πότε ταῦτα ἔσται;», πότε θά γίνουν αὐτά; «καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καὶ τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος;». Εἴδατε;… τῆς δικῆς Σου Παρουσίας καί τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Δηλαδή-δηλαδή-δηλαδή πότε; Δηλαδή: στά ἔσχατα! «Τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»! Πραγματικά στήν συντέλεια, δηλαδή στά ἔσχατα!
Ἀκοῦστε τί ἀπαντάει ὁ Χριστός: «καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς · βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ», προσέξτε, λέει, μή σᾶς πλανήση κανείς, «πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι… καὶ πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερ θήσονται καὶ πλανήσουσι πολλούς.». Πολλοί ψευδοπροφῆται ! Ἄν λοιπόν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι λέγουν ὅτι ἔχουνε πνεῦμα προφητείας, στήν πραγματικότητα, κατά τήν εἰδοποίησι τοῦ Κυρίου μας, εἶναι ψευδοπροφῆται! Τό ἀκούσατε;… Ὁ Χριστός δέν λέγει ὅτι θά ’ρθῆ Πνεῦμα Ἅγιο πλούσιο στίς ἔσχατες ἡμέρες, ἀλλά ὅτι θά ’ρθοῦν ψευδοπροφῆται ! Καί εἶναι οἱ Πεντηκοστιανοί.
Ἀκόμη μᾶς λέγει ὁ Κύριος ὅτι θά πληθυνθῆ ἡ ἀνομία, καί συνεπῶς καί ἡ ἀγάπη θά παγώση τῶν πιστῶν: «καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» .
Ἐπίσης μᾶς λέγει ὁ Κύριος ὅτι στίς ἔσχατες ἡμέρες ἡ πίστις θά περιορισθῆ σέ ἕναν μικρό ἀριθμό πιστῶν, καί κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο θά εἶναι αὐτό τό «λεῖμμα» πού καί θά σωθῆ. Καί λέγει: «Πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν –ἄρα λοιπόν εἶναι ἡ δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία– ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;», ἄραγε θά βρῆ τήν πίστιν ἐπάνω εἰς τήν γῆν;
Καί ἐρωτοῦμε: Ἐάν λοιπόν στά ἔσχατα κυκλοφοροῦν ψευδοπροφῆται, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου –καί κυκλοφοροῦν ψευδοπροφῆται ὅσο ποτέ ἄλλοτε στήν ἐποχή μας–, ἐάν λοιπόν κυκλοφοροῦν ψευδοπροφῆται, ἐάν ἡ ἀγάπη ἔχη παγώσει καί ἐάν ἡ πίστις ἔχη περιορισθῆ, πῶς μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἰδιαίτερα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τί σημαίνει αὐτό;
Ἀντιθέτως· πρός τά ἔσχατα ἔχομε φοβερά σημεῖα. Καί ποιά εἶναι τά φοβερά αὐτά σημεῖα; Εἶναι, ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἰωήλ, «αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ…» καί λοιπά, πολέμους δηλαδή φονικωτάτους ἐπί τῆς γῆς καί στόν οὐρανό φυσικά φαινόμενα τρομακτικά, ὅπως εἶναι ὁ σκοτασμός τῆς σελήνης καί τοῦ ἡλίου.
Ὁ Χριστός εἶπε γιά τά ἔσχατα: «Ἐλεύσονται ἡμέραι ὅτε ἐπιθυμήσετε μίαν τῶν ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεῖν, καὶ οὐκ ὄψεσθε.». Θά ἐπιθυμήσετε νά δῆτε μία ἡμέρα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή δόξα δική μου, καί δέν θά δῆτε. Δηλαδή θά εἶναι μία περίοδος πού δέν θά ὑπάρχη κάτι πού νά μᾶς παρηγορῆ· καί θά ἀναφωνοῦμε: «Θεέ μου, ποῦ εἶσαι;…». Ἀκούσατε τί εἶπε ὁ Χριστός; «Θά ἐπιθυμήσετε νά δῆτε μιά δοξασμένη δική μου μέρα, καί δέν θά δῆτε.»! Καί τότε ἐκεῖ θά βρῆ ὁ Διάβολος τήν εὐκαιρία. Ὅπως ὅταν ὁ Χριστός πείνασε στήν ἔρημο, τότε πῆγε νά Τόν πειράξη ὁ Διάβολος. Καί τότε πού οἱ ἄνθρωποι δέν θά βλέπουν τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, οἱ πειρασμοί θά εἶναι ἐντονώτεροι. Μάλιστα οἱ Πεντηκοστιανοί λένε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ξοφλήσει –θά τά ποῦμε λίγο πιό κάτω. Ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας… πάει! Πάει! Ἐχρεωκόπησε ἡ Ἐκκλησία μας! Αὐτές ἀκριβῶς τίς καταστάσεις ἐκμεταλλεύεται ὁ Διάβολος.
Κι ἀκοῦστε τί λέγει μετά ὁ Χριστός: «Καὶ ἐροῦσιν ὑμῖν...». Πότε «ἐροῦσιν ὑμῖν»; «Ὅταν δέν θά βλέπετε κάτι ζωντανό μέσα στήν πνευματική σας ζωή. Τότε θά σᾶς ποῦν κάποιοι: «Ἰδοὺ ὧδε, ἰδοὺ ἐκεῖ· μὴ ἀπέλθητε μηδὲ διώξητε.». «Νά ὁ Χριστός! Ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός! Νά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον! Ἐκεῖ εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον!» Μήν πᾶτε, μήν ἐπιδιώξετε νά βρεθῆτε ἐκεῖ. Μᾶς εἰδοποιεῖ ὁ Χριστός παρακαλῶ. Τό ἀκούσατε; Σᾶς ἀσφαλίζω, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων. Σᾶς ἀσφαλίζω, καί προσέξτε παρακαλῶ πάρα πολύ!
Συμπέρασμα: ὅ,τι ἐπικαλοῦνται οἱ Πεντηκοστιανοί εἶναι οἰκτρά πλάνη!
Ἐξ ἄλλου, ἀγαπητοί μου, ἐάν ρίξουμε μιά ματιά στίς προφητεῖες πού λένε καί ἐάν κοιτάξωμε εἰς τήν ἐσχατολογία τους πού ἔχουνε, θά ἀντιληφθοῦμε τήν πλάνη τους. Θά τήν ἀντιληφθοῦμε ἀπό πολύ μακρυά. Διότι ἐάν ἦσαν ἀληθῆ ὅσα προφητεύουν καί ἐπαγγέλλονται, τότε αὐτά πού λέγουν θά ἦσαν καί σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή.
Ἡ ἐσχατολογία τῶν Πεντηκοστιανῶν
Καί τί λέγουν διά τά ἔσχατα; Τί λέγουν;
Ἀκοῦστε τί λέγουν. Βεβαίως ὁ Χριστός καταλάβατε τί εἶπε, τό ἀκούσατε τί εἶπε: πόλεμοι φοβεροί, καταστάσεις δυσάρεστες,… καί λοιπά καί λοιπά. Τά ξέρετε ὅλα· νά μήν τά ἐπαναλαμβάνωμε τώρα. Νομίζω ὅτι τόσα χρόνια λόγον Θεοῦ ἀκοῦτε καί τήν ἐσχατολογία μας τήν χριστιανική τήν γνωρίζετε. Ἀκοῦστε λοιπόν τί λέγουνε τώρα οἱ Πεντηκοστιανοί: «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά ἔλθη διά δευτέραν φοράν ἐπάνω εἰς τήν γῆν, διά νά ἐγκαθιδρύση τήν χιλιετῆ Του Βασιλεία»!
Θά μοῦ πῆτε ὅτι αὐτό τό λέγουν οἱ Χιλιασταί.
Χιλιετής βασιλεία τοῦ Χριστοῦ: κοινή πίστις Χιλιαστῶν καί Πεντηκοστιανῶν
Ἀγαπητοί μου, προσέξτε. Οἱ Χιλιασταί, ὅπως σᾶς εἶπα, ξεκίνησαν ἀπό προτεσταντική αἵρεσι, τῶν Μεθοδιστῶν, καί κατέληξαν νά γίνουν αὐτό πού ἔγιναν· τό μή χειρότερα… Καί οἱ Πεντηκοστιανοί ὑποστηρίζουν χιλιαστικήν ἀντίληψιν. Καί αὐτοί διά τά ἔσχατα ἔχουν χιλιαστικήν ἀντίληψιν· δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός θά ’ρθῆ, θά ’ρθῆ καί θά βασιλεύση ἐπί τῆς γῆς χίλια χρόνια! Τό ἀκούσατε παρακαλῶ;
«Ὁ Χριστός θά ἔλθη τό 2000.»!…
Ἀκοῦστε πότε θά ἔλθη ὁ Χριστός. Ἄν θέλετε μάλιστα, ἀνοίξτε καί τήν Θρησκευτικήν Ἐγκυκλοπαιδείαν εἰς τό λῆμμα Πεντηκοστιανοί· θά τά βρῆτε αὐτά μιά χαρά ἐκεῖ πέρα. Κι ἐγώ ἀπό ἐκεῖ ἐχρησιμοποίησα, καί ἀπ’ αὐτά πού λέγουν ἐδῶ τά μέλη τῆς Χ.Ο.Ε. χρησιμοποιῶ. Κατατεθειμένα πράγματα εἶναι. Δέν εἶναι κάτι πού τά λέμε ἐμεῖς· τά λέγουν αὐτοί. Λοιπόν: «Καί πότε θά ἔλθη ὁ Χριστός;» ἐρωτοῦμε. Μᾶς ἀπαντοῦν: «Θά ἔλθη τό 2000 μ.Χ.»! ἐνῶ μᾶς λέγει σαφῶς ὁ Χριστός ὅτι κανείς δέν ξέρει πότε θά ἔλθη. Δέν ὑπάρχει σαφέστερο πρᾶγμα ἀπό αὐτό, ὅτι κανείς δέν τό γνωρίζει. Τό γνωρίζουν ὅμως οἱ Χιλιασταί, τό γνωρίζουν τώρα καί οἱ Πεντηκοστιανοί, ὅτι θά ’ρθῆ ὁ Χριστός τό 2000…!
Ἀλλά μέχρι τότε τί θά γίνη;
Μόνον 144.000 Πεντηκοστιανοί θά σωθοῦν !…
Μέχρι τότε τά μέλη τῆς Χ.Ο.Ε., δηλαδή οἱ Πεντηκοστιανοί, θά ἐπιζήσουν δεχόμενοι τήν ἀφθαρσίαν· δηλαδή δέν θά ὑποστοῦν φθοράν, δηλαδή δέν θά πεθάνουν, ἀλλά θά συμβασιλεύσουν μαζί μέ τόν Χριστό χίλια χρόνια! Γι’ αὐτόν τόν λόγο ὑπάρχει καί ἡ ἑξῆς περίπτωσις, ὅτι θά σωθοῦν μόνον ὅσοι γραφοῦν εἰς τήν Χ.Ο.Ε.. Μέσα στήν ἐγκυκλοπαιδεία θά δῆτε νά λέγη μία ἀπό τίς πλάνες τους, ὅτι δέχονται μόνο τή δική τους Ἐκκλησία ἀληθῆ καί τίποτε ἄλλο. Θά σωθοῦν λοιπόν μόνον –αὐτό τό λέγουν καί οἱ Χιλιασταί γιά τόν ἑαυτό τους– μόνον τά μέλη τῆς Χ.Ο.Ε., καί αὐτοί θά φθάσουν τόν ἀριθμό ἑκατόν τεσσαράκοντα τέσσερις χιλιάδες, ἀριθμόν πού ἀναφέρεται εἰς τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως.
Ἀλλά ἐδῶ θά ἤθελα ἁπλῶς νά ἐρωτήσω: ἐάν διεκδικοῦν οἱ Χιλιασταί διά τόν ἑαυτόν των τίς ἑκατόν τεσσαράκοντα τέσσερις χιλιάδες, τίς διεκδικοῦν καί οἱ Πεντηκοστιανοί, ποιανοῦ θά πέση στή… λοταρία; Δέν μπορῶ νά ξέρω.
Ἀγαπητοί μου, δέν πρόκειται περί τοῦ ἀριθμοῦ ἑκατόν τεσσαράκοντα τέσσερις χιλιάδες. Πρῶτα-πρῶτα τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως ἀναφέρει τόν ἀριθμόν αὐτόν δύο φορές. Δύο φορές τόν ἀναφέρει τόν ἀριθμόν αὐτόν, σέ δυό διαφορετικές περιπτώσεις, καί πρόκειται περί συμβολικοῦ ἀριθμοῦ· εἶναι τό δώδεκα ἐπί δώδεκα χιλιάδες, καί σημαίνει πλῆθος πολύ. Ἐξ ἄλλου τό λέγει ἐκεῖ ὁ Εὐαγγελιστής, εὐθύς μετά τόν ἀριθμό πού καταθέτει: «Καί εἶδα τόσον ἀριθμόν ἀνθρώπων, τέτοιο πλῆθος…, πού κανείς δέν μποροῦσε νά τό ἀριθμήση, νά βρῆ τόν ἀριθμόν. Κανείς δέν μποροῦσε!».
Πῶς, ἅγιε Προφῆτα, ἀπό τήν μιά μᾶς λέγεις πώς εἶναι ἑκατόν τεσσαράκοντα τέσσερις χιλιάδες –μετρημένα πράγματα, μετρημένα κουκιά– κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά μᾶς λέγεις ὅτι εἶναι ἀναρίθμητον πλῆθος, πού δέν μπορεῖ κανείς νά ἀριθμήση;…
Ἁπλούστατα πρόκειται περί συμβολικοῦ ἀριθμοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χριστός εἶπε τήν παραβολή τῶν ἑκατό προβάτων. «Κάποιος, λέγει, εἶχε ἑκατό πρόβατα… –Ποιός εἶναι ἐκεῖνος; Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ἔχει τά ἑκατό πρόβατα– καί χάθηκε τό ἕνα, καί βγῆκε γιά νά τό βρῆ.». Ἄν θά θέλαμε, ἀγαπητοί μου, νά κάνουμε παρομοία ἐφαρμογή καί ἐδῶ, θά ’πρεπε νά ποῦμε ὅτι ὁ Χριστός ἦρθε νά σώση μόνον ἑκατό ἀνθρώπους! Γιατί ἦρθε νά σώση ἑκατό ἀνθρώπους; Διότι μᾶς εἶπε στήν παραβολή του ὅτι εἶχε ἑκατό πρόβατα…! Εἶναι ὀρθόν; Στέκεται αὐτό; Ἀπό ’δῶ καταλαβαίνετε πόσο πλανεμένες ἀντιλήψεις ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί γύρω ἀπό τή Γραφή.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καί οἱ δύο Προφῆται κατά τούς Πεντηκοστιανούς
Ἀλλά λένε καί κάτι ἄλλο. Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι ἐπίγειος· καί θά πραγματοποιηθῆ εἰς τό ἀνατολικόν ἡμισφαίριον τῆς γῆς, διότι εἰς τό δυτικόν ἡμισφαίριον θά ὑπάρχη ὁ Ἀντίχριστος. Θά γίνη ἀνάμεσά τους κάποιος πόλεμος· θά συνθηκολογήσουν ὅμως τελικά, καί τότε θά ποῦν: «Γιατί νά μαλώνουμε; Κάτσε ἐσύ ἀπό ’κεῖ, κι ἐμεῖς ἀπό ’δῶ.»! Συνεπῶς θά βασιλεύση ὁ Χριστός εἰς τό ἀνατολικόν ἡμισφαίριον, καί εἰς τό δυτικόν ἡμισφαίριον –συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Γερμανίας– θά εἶναι ὁ Ἀντίχριστος. Θά φύγουν οἱ Πεντηκοστιανοί καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι οἱ δικοί τους καί θά πᾶνε εἰς τό ἀνατολικόν ἡμισφαίριον, κι ἐκεῖνοι πού δέν θά ἔχουν πιστέψει θά πᾶνε στό δυτικόν ἡμισφαίριον. Ἔτσι θά ὑπάρχη ἕνα εἶδος συνυπάρξεως πάνω στή γῆ !
Θά μοῦ πῆτε ὅτι αὐτά εἶναι μυθώδη! Θά μοῦ πῆτε ὅτι εἶναι ἄξια γέλωτος! Τήν στιγμή πού παρασύρουν πιστούς, ἀγαπητοί μου, δέν εἶναι ἄξια γέλωτος, ἀλλά ἄξια θρήνων πολλῶν.
Ὅπως θά γνωρίζετε, μᾶς λέγει τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως ὅτι πρό τῆς δευτέρας τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας θά ἔλθουν οἱ δύο Προφῆται. Καί γνωρίζομε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι αὐτοί οἱ δύο Προφῆται εἶναι ὁ προφήτης Ἠλίας καί ὁ Ἐνώχ. Μᾶς τό λέγει αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἰς τήν Δογματική του.
Κατ’ αὐτούς, τούς Πεντηκοστιανούς, ποιοί θά εἶναι αὐτοί οἱ δύο Προφῆται οἱ ὁποῖοι θά ἔρθουν, παρακαλῶ, νά προαναγγείλουν μέχρι τό 2000 μ.Χ. τόν Ἀντίχριστον, γιατί μετά θά ἔρθη ὁ Χριστός καί θά βασιλεύσουν μέ τόν Χριστόν; Ἀκοῦστε-ἀκοῦστε: οἱ δύο Προφῆται εἶναι ὁ Γιαννετάκης στήν Ἀθήνα καί ὁ Μουτσάκης εἰς τήν Θεσσαλονίκη…! Ἄλλο τώρα θέμα μέ ἄλλες ὁμάδες Πεντηκοστιανῶν τί μπορεῖ νά λένε, πού ἡ κάθε ὁμάδα θά βάζη τούς δικούς της ἱδρυτάς ὡς τούς μέλλοντας δύο Προφῆτας, πού θά προαναγγείλουν τόν Ἀντίχριστον…
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ ἐσχατολογία των. Ἐάν λοιπόν αὐτή εἶναι ἡ ἐσχατολογία των, ὅπως τήν προφητεύουν, τότε δέν συμφωνεῖ μέ τήν Ἁγία Γραφή· κι ἀφοῦ δέν συμφωνεῖ μέ τήν Ἁγία Γραφή, αὐτοί εἶναι ψευδοπροφῆται, περί τῶν ὁποίων ὁ Κύριος μᾶς εἶπε νά κουμπωνώμαστε, νά φυλαγώμαστε καί νά κλείνουμε τήν πόρτα μας. Νομίζω εἶμαι πολύ σαφής καί κατανοητός.
Ἐξελισσομένη Πεντηκοστή :«Καταλαβαίνουμε καλύτερα ἀπό τούς Ἀποστόλους»…!
Τί ἄλλα διδάσκουν;
Δέχονται μίαν ἐξελισσομένην Πεντηκοστήν. Αὐτό βέβαια δέν εἶναι καινούργιο· εἶναι παλαιά πλάνη, τήν ὁποία κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία μας. Τί θά πῆ δέχονται ἐξελισσομένην Πεντηκοστήν; Λέγουν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ εἶναι ἐξελισσομένη ἡ Πεντηκοστή, πρέπει νά εἶχαν λιγώτερο Ἅγιον Πνεῦμα! Προσέξατε: Ἐξελισσομένη! Δηλαδή ξεκινάει ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐξελίσσεται ἡ ἀποκάλυψίς Του προοδευτικῶς μέσα στήν Ἱστορία. Συνεπῶς, ἀφοῦ ἐξελίσσεται ἡ ἀποκάλυψις, κάθε μέρα πού προστίθεται στήν Ἱστορία ἔχομε μεγαλύτερη ἀποκάλυψι ἀπ’ ὅ,τι εἴχαμε χθές καί προχθές. Συνεπῶς οἱ Ἀπόστολοι πρέπει νά εἶχαν λιγώτερον Ἅγιον Πνεῦμα ἀπ’ ὅ,τι ἔχουν σήμερα τά μέλη τῆς Χ.Ο.Ε.! Καί δυστυχῶς –πρός μεγάλη μου ἔκπληξι τό ἄκουσα αὐτό τό πρᾶγμα– τό ὑποστηρίζουν! «Ἐμεῖς καταλαβαίνομε καλύτερα ἀπό τούς Ἀποστόλους ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχουν γράψει, παρ’ ὅτι ἐκεῖνοι.» λένε! Καταλαβαίνετε καλύτερα ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο καί τόν ἀπόστολο Παῦλο;! Ἐσεῖς καταλαβαίνετε καλύτερα;!… Λένε: «Ναί, καταλαβαίνομε καλύτερα»! Περιττόν νά σᾶς πῶ ὅτι πρόκειται περί φοβερῆς πλάνης καί φοβεροῦ ἐγωϊσμοῦ.
Ἀλλά, γιά νά τό δοῦμε, ποῦ στηρίζονται; Καί τί σημαίνει αὐτό, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι κατενόησαν λιγώτερο τήν Ἁγία Γραφή παρ’ ὅ,τι αὐτοί; Διότι ὅταν τούς λέμε «Καί ποῦ ξέρετε ὅτι θά ἔρ θη τό 2000 –προσέξτε νά δῆτε πῶς αἰτιολογοῦν τά πράγματα– πῶς ξέρετε ὅτι θά ’ρ θῆ ὁ Χριστός τό 2000, ἀφοῦ ἡ Ἁγία Γραφή δέν μᾶς τό πληροφορεῖ αὐτό;», ἀπαντοῦν: «Σωστό, δέν μᾶς τό πληροφορεῖ ἡ Ἁγία Γραφή, διότι δέν ἀπεκαλύφθη στούς Ἀποστόλους · ἀπεκαλύφθη ὅμως εἰς ἡμᾶς, καί τοῦτο διότι ἔχομε τήν ἐξελισσομένη Πεντηκοστή.»!
Ποῦ στηρίζουν τήν ἐξελισσομένην Πεντηκοστήν
Ἀλλά ποῦ στηρίζονται; Ἀκοῦστε ποῦ στηρίζονται. Τό ἕνα εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός λίγο πρό τοῦ Πάθους: «Ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν.». Αὐτός, ὁ Παράκλητος, θά σᾶς τά διδάξη ὅλα. Καί τό ἄλλο: «Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι», «ἔχω πολλά νά σᾶς πῶ, ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τά σηκώσετε»· «ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος –ὁ Παράκλητος–, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν.», τότε θά σᾶς ὁδηγήση σέ ὁλόκληρη τήν ἀλήθειαν. Καί λέγουν λοιπόν: «Ὁρ ίστε· οἱ Μαθηταί δέν πῆραν ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια.». Ναί, ἀλλά αὐτά τά εἶπε ὁ Χριστός σέ σχέσι μ’ ἐκείνη τήν στιγμή· ὅμως θά εἶχαν τήν πληρότητα τῆς ἀληθείας τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Καί ἐπειδή τό θέμα αὐτό, ἀγαπητοί μου, σᾶς εἶπα, δέν εἶναι καινούργιο –ἡ Ἐκκλησία τό ἀντιμετώπισε καί τό κατεδίκασε–, ἀπαντάει ὡς ἑξῆς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἀφοῦ ἀναφέρει τά χωρία αὐτά, ἀναφέρει καί ἕνα τρίτο. Ἀλλά γιά λόγους συντομίας δέν σᾶς τά διαβάζω τά χωρία πού ἀναφέρει· σᾶς λέγω τό συμπέρασμά του:
«Νῦν οὖν ἐπληρώθη ἡ ἐπαγγελία καὶ κατῆλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον παρὰ τοῦ Πατρός τε καὶ Υἱοῦ πεμφθέν τε καὶ δοθὲν καὶ τοὺς ἁγίους Μαθητὰς περιλάμψαν καὶ ὅλως λαμπάδας ἀνάψαν θείως, μᾶλλον δὲ φωστῆρας ἀναδεῖξαν ὑπερκοσμίους καὶ παγκοσμίους, αἰωνίου ζωῆς ἐπέχοντος λόγον, δι’ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην πᾶσαν ἐφώτισεν.». Ἀλλά τώρα, «νῦν οὖν, λέγει, ἐπληρώθη ἡ ἐπαγγελία», τώρα πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπαγγελία, –ποία;– ὅτι τότε θά σᾶς στείλω τόν Παράκλητον νά σᾶς διδάξη πᾶσαν τήν ἀλήθειαν. Πότε ἐπληρώθη; Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Συνεπῶς, ἀγαπητοί μου, δέν πρόκειται περί ἐξελισσομένης Πεντηκοστῆς· ὅ,τι κατετέθη, κατετέθη τότε· ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ἄς προσέξουμε πάρα πολύ, μά πάρα πολύ νά προσέξουμε· ἡ κατανόησις εἶναι σ’ ἐμᾶς ἐκ τῶν κατατεθειμένων καί ὄχι ἀπό κάτι πού δέν κατετέθη. Οἱ Ἀπόστολοι ἐγνώριζαν πᾶσαν τήν ἀλήθειαν. Ὅ,τι ὁ Θεός ἤθελε νά ἀποκαλύψη, ἅπαξ τό ἀπεκάλυψε εἰς τούς Ἀποστόλους τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Τί λέτε; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐπί παραδείγματι, ἤ ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος, οἱ ὁποῖοι εἶναι μεταγενέστεροι τῆς Πεντηκοστῆς, ἤ ἀκόμη ἄν θέλετε ὅσοι Ἅγιοι ποτέ θά εὑρίσκοντο μετά τήν Πεντηκοστήν μέχρι πού νά τελειώση ὁ κόσμος, αὐτοί ἔχουν πᾶσαν τήν ἀλήθειαν; Ναί· διότι, ὅπως σᾶς εἶπα, δέν εἶναι ἐξελισσομένη ἡ ἀλήθεια, ἀλλά κατατεθειμένη. Ἁπλῶς φτάνουν, αὐτοί οἱ θεωμένοι ἄνθρωποι, φτάνουν σ’ ἐκεῖνο πού ἔφτασαν τότε ἐκεῖνοι πού δέχθηκαν τήν ἐπιφοίτησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ Ἀπόστολοι.
Ἀκόμη οἱ Πεντηκοστιανοί δέχονται μόνο τήν Ἁγία Γραφή –ὅπως κάνουν γενικά ὅλοι οἱ Προτεστάνται– καί ἀπορρίπτουν τήν Ἱεράν Παράδοσιν. Αὐτό εἶναι γενικό ὅλων τῶν Προτεσταντικῶν ὁμάδων. Προτιμοῦν –ὅπως κάνουν ἐξ ἄλλου ὅλες οἱ Προτεσταντικές ὁμάδες– προτιμοῦν τήν μετάφρασιν τῆς Βιβλικῆς Ἑταιρείας, πού ἔχομε ἐδῶ –καί οἱ Χιλιασταί, ξέρετε, τήν προτιμοῦν–, λέγοντας ὅτι οἱ ἑρμηνεῖες οἱ Ὀρθόδοξες πού ὑπάρχουν, οἱ γνωστές μας πού ἔχουμε –τοῦ Τρεμπέλα, τοῦ Κολιτσάρα καί τά λοιπά, οἱ γνωστές πού κυκλοφοροῦν– ὅτι αὐτές εἶναι προσωπικές ἀντιλήψεις τῶν ἑρμηνευτῶν, καί δέν εἶναι καλές. Ἐνῶ εἶναι γνωστόν, πασίγνωστο, ἐάν πάρωμε τά ὑπομνήματα, φέρ’ εἰπεῖν τοῦ Τρεμπέλα, θά ἰδῆτε ὅτι ὑπομνηματίζει μέ βάσι τήν ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων.
Ἀκόμη πιστεύουν εἰς τόν ἀπόλυτον προορισμόν · δηλαδή: «ἄν εἶναι γραμμένο νά σωθῆς, θά σωθῆς · ἄν δέν εἶναι γραμμένο νά σωθῆς, δέν θά σωθῆς». Αὐτό λέγεται, ἀγαπητοί μου, ἀπόλυτος προορισμός. Κι ὅπως εἶναι γνωστό, στόν ἀπόλυτο προορισμόν εἶναι μόνον ἡ πίστις, καί δέν εἶναι τά ἔργα. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί τό θέμα τῆς ἀσκήσεως γενικά, πού προβάλλει ἡ Ἐκκλησία, κατ’ αὐτούς εἶναι ἀδιανόητον πρᾶγμα. «Τί θά πῆ νά νηστεύσω; Τί θά πῆ νά ἐγκρατευθῶ; Τί θά πῆ…;» Γενικά: «Τί θά πῆ πνευματική ἄσκησις;».
Δέχονται μόνο τέσσερα Μυστήρια, καί αὐτά κατά σχετικόν τρόπον. Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Ἱερωσύνη σ’ αὐτούς, εἶναι μέ ἐντελῶς σχετικό τρόπο. Εἶναι τό μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος, τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τοῦ Γάμου καί τοῦ Εὐχελαίου. Γι’ αὐτό θά δῆτε πολύ συχνά τούς Πεντηκοστιανούς νά ζητοῦν νά κάνουν Εὐχέλαια. Πολλά Εὐχέλαια κάνουν οἱ Πεντηκοστιανοί. Εἶναι κι αὐτό ἕνα σημάδι ὅτι πράγματι εἶναι Πεντηκοστιανοί. Δέν θέλω νά πῶ βέβαια ὅτι ἄν δῆτε ἕναν ἄνθρωπο νά κάνη Εὐχέλαιο στό σπίτι του, αὐτός θά εἶναι Πεντηκοστιανός… -νά φυλάξη ὁ Θεός! Ἀλλά θέλω ἁπλῶς νά σᾶς σημειώσω ὅτι ἰδιαιτέρως προτιμοῦν τό μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου, διότι θέλουν, ὅπως λέγουν, νά ἔχουν ἐπαφή μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον! Θά μοῦ πῆτε: «Πῶς τό κάνουν τό Εὐχέλαιο;». Καλοῦν ἱερέα ἀπό τήν ἐνορία. Ἀλλά θά τό δοῦμε λίγο πιό κάτω.
Ἀκόμη δέχονται τήν θεωρία τῆς ἐξελίξεως. Ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τά ζῶα καί ὅτι πρό τοῦ Ἀδάμ ὑπῆρχαν ἄνθρωποι μέ στενόν ἐγκέφαλον, μή δυνάμενοι νά σκεφθοῦν. Ἡ σκέψις, λένε, ἀρχίζει μέ τόν Ἀδάμ.
Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν – Χάρισμα τῶν ἰάσεων
Πιστεύουν ὅτι ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν θά γίνη διά τῆς Ἐπιστήμης.
Πιστεύουν ἀκόμη ὅτι τό πᾶν θεραπεύεται διά τῆς προσευχῆς. Γι’ αὐτό καί καλλιεργοῦν διά τῆς χειροθεσίας τό χάρισμα τῶν ἰάσεων · δηλαδή αὐτό εἶναι κάτι πού ὅλως ἰδιαιτέρως τό προσέχουν. Καί οἱ μετερχόμενοι αὐτό λέγονται καί χαρισματοῦχοι· πού βάζουν τά χέρια τους ἐπάνω σ’ ἕναν ἄρρωστο καί δῆθεν ἔτσι γίνεται καλά.
Θά μοῦ πῆτε: «Γίνονται καλά;».
Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις βεβαίως, ἐκτός τοῦ ὅτι πολλές φορές ὑπάρχει καί μία ἀπάτη, γενικά ὑπάρχει μία αὐθυποβολή· προσθέσατε δέ καί τήν ἐνέργεια τοῦ Διαβόλου, γιά νά βγάλετε συμπεράσματα. Διότι ἄν λάβωμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ Διάβολος κάνει θαύματα, τί τό ἐκπληκτικόν; Τί τό ἐκπληκτικόν;
Μάλιστα ἔχουν καί τήν γλωσσολαλία · καί λέγουν ἄναρθρα πράγματα, τά ὁποῖα οὐδείς καταλαβαίνει. Οὐδείς! Καί, δῆθεν, ὁ ἴδιος πού τά λέει, τά ἑρμηνεύει. Καί ποιός ἐμένα μέ πληροφορεῖ ὅτι ἐσύ λές πράγματα δῆθεν θεόπνευστα; Καί λές ὅτι ἐπαναλαμβάνεις τό φαινόμενον τῆς Πεντηκοστῆς;! Μά τό φαινόμενον τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἀνεπανάληπτο μέσα στήν Ἱστορία. Σέ ὅλους τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας οὐδέποτε ἐπανελήφθη τό φαινόμενον τῆς Πεντηκοστῆς. Μία φορά ἔγινε. Προσέξατέ το: Μία φορά! Οὔτε εἰς τούς ἀποστολικούς Πατέρες δέν συνέβη αὐτό· συνέβη μόνον εἰς τούς Ἀποστόλους καί εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἦσαν τότε εἰς τό ὑπερῶον. Οὔτε εἰς τούς ἀποστολικούς Πατέρες δέν συνέβη ἡ γλωσσολαλία! Ἦταν ἕνα ἐντελῶς ἔκτακτο φαινόμενον, ἔκτακτον γεγονός.
Καί ἐκτός αὐτοῦ, ἡ γλωσσολαλία δέν ἦτο, παρακαλῶ, ἄναρθρος. Σαφῶς μᾶς λέγει ἐκεῖ τό βιβλίον τῶν Πράξεων ὅτι, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι βγῆκαν νά ὁμιλήσουν, οἱ ἀκροαταί τῶν Ἀποστόλων ἤκουαν ὁ καθένας στή δική του τή γλῶσσα τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλά ἐδῶ ἔχομε ἄναρθρα πράγματα! Δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά ἐλέγξη κανείς καί νά πῆ ὅτι πράγματι ἔχομε ξένη γλῶσσα· καί νά εἶναι μία ξένη γλῶσσα ἡ ὁποία βεβαίως νά ἐλεγχθῆ ὅτι ἐσύ θά τήν ξέρης αὐτήν τήν ξένη γλῶσσα.
Λάβετε δέ ὑπ’ ὄψιν, ἀγαπητοί μου, ὅτι καί στόν Πνευματισμόν ἔχομε τό φαινόμενον αὐτό. Καί εἶναι γνωστό ὅτι οἱ ὑπνωτιζόμενοι, τά μέντιουμ, δύνανται νά ὁμιλοῦν ξένες γλῶσσες, πραγματικά ξένες γλῶσσες, νά γράφουν ξένες γλῶσσες, κινέζικα ἐπί παραδείγματι, τήν ὁποία κινεζική νά μή γνωρίζη τό μέντιουμ· καί ὅταν μάλιστα βγῆ ἀπό τήν κατάστασι τήν ὑπνωτιστικήν, νά ἀγνοῆ τελείως ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔλεγε καί ἔγραφε. Καί ὅμως ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶπε καί ἔγραψε νά εἶναι πραγματικά καί νά δίδουν πληροφορίες. Τί τό ἐκπληκτικόν; Γι’ αὐτό πάρα πολλή προσοχή. Διότι, μήν ξεχνᾶμε, πλάϊ στό γνήσιο ὑπάρχει κι ὁ παραχαράκτης Διάβολος. Ποτέ δέν πρέπει νά τό ξεχνᾶμε ὅτι πλάϊ στό γνήσιο ὑπάρχει, ἐπαναλαμβάνω, ὁ παραχαράκτης Διάβολος.
Τί λέγουν διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία μας
Δέχονται ἀκόμη ὅτι ἡ δική των Ἐκκλησία εἶναι ἡ μοναδικά ἀληθινή. Ὁτιδήποτε ὑπάρχει ἔξω ἀπό τούς Πεντηκοστιανούς εἶναι ψεύτικο. Κῦρος ἔχει μόνον ὅ,τι λέγουν αὐτοί. Καί γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λέγουν τό ἑξῆς –ὅπως καί διά τήν Ρωμαιοκαθολική, γιά τήν ὁποία δέν ὁμιλῶ φυσικά αὐτή τή στιγμή· ὁμιλῶ διά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: Δέχονται ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ «Βαβυλώνα, ἡ πόρνη ἡ μεγάλη» !… Ἡ Ἐκκλησία μας!
Καί ἄν ἐρωτήσετε –εὐλόγως ἐρωτήσετε– «Τότε διατί ἐκκλησιάζονται οἱ Πεντηκοστιανοί, γιατί κοινωνοῦν καί προσεταιρίζονται Ὀρ θοδόξους κληρικούς;…», θά ἐδίδετο ἡ ἀπάντησις τοῦ καθηγητοῦ κ. Στέργιου Σάκκου τῆς Θεολογίας στήν Θεσσαλονίκη ὅτι ἡ Χ.Ο.Ε. –συγκεκριμένα ἡ Χ.Ο.Ε.– εἶναι ὁ δούρειος ἵππος τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὅπως ἡ Οὐνία εἶναι ὁ δούρειος ἵππος τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Ἁπλῶς μετέρχονται τήν μέθοδον τῆς καλύψεως, διά νά προσεταιρισθοῦν τήν Ἐκκλησία μας καί νά κάνουν τή δουλειά τους· καί ὅταν θ’ ἀποκτήσουν δύναμι, τότε θά ἐναντιωθοῦν. Ὅπως ἔκαναν καί οἱ Προτεστάνται πού ἦρθαν στήν Ἑλλάδα μετά τό 1821, πού σᾶς εἶχα πεῖ τήν περασμένη φορά. Στήν ἀρχή φιλέλληνες…, φιλάνθρωποι…, κοινωνικοί παράγοντες…, ἄνοιξαν σχολεῖα… καί λοιπά· καί μετά ἐξεδηλώθησαν χύνοντες τό δηλητήριόν των.
Ὁ ἀρχιμανδρίτης Εὐσέβιος Παπαστεφάνου
Ἐκεῖνο πού ἰδιαιτέρως πρέπει νά σημειωθῆ, ἀγαπητοί μου, γιά νά ἰδῆτε πῶς προσεταιρίζονται τήν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὅτι στήν Ἀμερική αὐτή τή στιγμή δρᾶ ἕνας Ὀρθόδοξος ἀρχιμανδρίτης, ὀνόματι Εὐσέβιος Παπαστεφάνου. Αὐτός ἡγεῖται μιᾶς αἱρέσεως Πεντηκοστιανῶν, μέ τήν ἐπωνυμία «Ἔκχυσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καί μάλιστα ἐκδίδει καί ἕνα περιοδικόν στήν ἀγγλική γλῶσσα. Αὐτός ὁ Παπαστεφάνου πιθανῶς ἔχει σχέσεις, καθώς φημολογεῖται, μέ τήν Χ.Ο.Ε. τῆς Ἑλλάδος καί μ’ ἄλλους Πεντηκοστιανούς κύκλους στή χώρα μας, διότι ἔρχεται κάπου-κάπου στήν Ἑλλάδα. Αὐτό φημολογεῖται.
Μάλιστα ἡ Ἐκκλησία μας δέν τόν βλέπει καλά αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Ἐδῶ ἔχω ἕνα ἀπόκομμα ἐφημερίδος, ἀπό τόν Ἰανουάριο τοῦ 1979, πού λέγει: «Ἔκτακτη σύγκλισι τῆς Ἱεραρχίας». Καί λέγει ὅτι θά ἐρευνήση, θά ἐξετάση τά ἑξῆς πράγματα ἡ Ἱεραρχία. Τό ἕνα εἶναι: Ἡ ἐδῶ δρᾶσις κληρικοῦ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς, τοῦ ἀρχιμανδρ ίτου Εὐσεβίου Παπαστεφάνου, πού κατηγορεῖται ὅτι παρουσιάζεται σάν ἐξορκιστής καί θεραπευτής. Ἀλλά δέν τό ἀρνεῖται ὁ ἴδιος αὐτό, ὅπως θά σᾶς δείξω ἀπό δικό του περιοδικό. Καί δέν ἀναφέρομαι στήν περίπτωσι αὐτή, παρά μόνο διότι ἔχει εἰπωθῆ καί φημολογεῖται, ξαναλέγω, ὅτι πιθανῶς ἔχει σχέσι μέ τήν Χ.Ο.Ε. Ἑλλάδος, συνεπῶς καί μέ τήν Χ.Ο.Ε. Λαρίσης.
Ἔχω τό περιοδικό του ἐδῶ· εἶναι αὐτό. Ὁ τίτλος εἶναι Τhe Logos, δηλαδή Ὁ Λόγος. Ὅπως βλέπετε, ἀπ’ ἔξω, στό ἐξώφυλλο, ὑπάρχει μία φωτογραφία πού δείχνει μία Ὀρθόδοξη ἐκκλησία καί ὑπάρχουν μέσα πιστοί. Ἐκεῖ κάνει ἐκεῖνα πού κάνει αὐτός ὁ ἄνθρωπος, αὐτοί γονατίζουν καί ἀνεβάζουν τά χέρια ψηλά –εἶναι αὐτή ἡ χαρακτηριστική στάσι στήν προσευχή πού κάνουν. Ἔχουνε μία συνάθροισι, θά λέγαμε, μέσα στήν ἰδίαν τήν ἐκκλησία, πού εἶναι στό Κλήβελαντ τοῦ Ὀχάϊο. Καί προσεύχονται ἐκεῖ Ὀρθόδοξοι πού ἔχουν παρασυρθῆ ἀπό αὐτόν, ὁ ὁποῖος φέρεται ὡς Ὀρθόδοξος ἀνά πᾶσα στιγμή, ἐν τούτοις παρακαλῶ εἶναι Πεντηκοστιανός.
Γράφει ἕνα κύριο ἄρθρο ἐδῶ στήν ἀρχή, ἀπό τό ὁποῖο σᾶς σταχυολογῶ. Ἔχει γίνει μιά ὁλόκληρη μετάφρασι· ἀλλά δέν ἔχουμε χρόνο, γιατί πέρασε ἡ ὥρα, νά σᾶς τό διάβαζα ὁλόκληρο τό ἄρθρο του. Σᾶς σταχυολογῶ μερικά μόνο σημεῖα.
Προσεκλήθη, λέγει, σέ δύο συνέδρια Πεντηκοστιανῶν, στά ὁποῖα ἦταν καί ὁμιλητής. «Μοῦ προσέδωκαν μιά εὐχάριστη εὐκαιρία νά ἀναμετρήσω ἀπό πρῶτο χέρι τήν ἔκτασι πού τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔχει ἐκχυθῆ πάνω στό ἀνθρώπινο γένος σ’ αὐτές τίς ἔσχατες ἡμέρες.». Ἀλλά σᾶς ἔκανα ἀνάλυσι ὅτι ἔσχατες ἡμέρες δέν εἶναι αὐτές, ἀλλά εἶναι τότε τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς.
»Βεβαίως δέν ἔχει μείνει Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τήν ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.»! Ποιός τό λέγει, κύριε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον δρᾶ καί στούς αἱρετικούς; Διότι ὅταν δέν ὑπάρχη, ὅταν δέν ἔχη μείνει Ἐκκλησία πού νά μήν ἔχη δεχθῆ τήν ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σημαίνει ὅτι ὅπου καί νά πάω θά βρῶ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Μά αὐτό τό λέγουν καί οἱ Οἰκουμενισταί. Καί συνεπῶς αὐτομάτως –αὐτομάτως!– μένω στή θέσι μου. Εἴτε εἶμαι Ὀρθόδοξος εἴτε εἶμαι Ρωμαιοκαθολικός εἴτε εἶμαι Προτεστάντης εἴτε εἶμαι ὅ,τι εἶμαι, ἐφ’ ὅσον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὑπάρχει παντοῦ, τότε γιά ποιόν λόγο νά μιλάω γιά αἱρέσεις; Γιά ποιόν λόγο νά φύγω ἀπό ’δῶ καί νά πάω ἐκεῖ; Γιά ποιόν λόγο; Αὐτομάτως –αὐτομάτως!– ἔχομε ἀποχαρακτηρισμόν τῶν αἱρέσεων. Προσέξατε: ἀποχαρακτηρισμόν τῶν αἱρέσεων! Δεχόμαστε ὅτι δέν ὑπάρχει αἵρεσις, ἀφοῦ παντοῦ ἐνεργεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον!
Ἄλλο σημεῖο. Εἶχε γίνει ἕνα συνέδριο στήν Ἱερουσαλήμ καί εἴχανε βρεθῆ ἐκεῖ τέσσερις χιλιάδες ἄνθρωποι. «Πάνω ἀπό διακόσιες θεραπεῖες σημειώθηκαν στίς θεραπευτικές ὑπηρεσίες πού διευθύνθηκαν ἀπό τήν Κάθριν Κούλμαν τήν μιά ἡμέρα καί ἀπό τόν Πάτ Ρόμπερσον μιάν ἄλλην ἡμέρα.» Εἴδατε;… Πάνω ἀπό διακόσιες θεραπεῖες!
Ἀκόμη σημειώνει καί λέγει: «Ὁ θεολογικός διάλογος εἶναι ἀνωφελής.». Τί σημαίνει αὐτό; Γιατί νά καθώμαστε καί νά μαλώνουμε περί δογμάτων καί θεολογικοῦ διαλόγου; Τά πράγματα εἶναι πολύ ἁπλᾶ. Εἶναι ἐκεῖνο πού ἐλέγετο καί πρότινος μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως καί Ρώμης: «Νά ἀνοίξωμε τόν διάλογον τῆς ἀγάπης, καί ὄχι τόν διάλογο τῶν δογμάτων !». Μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἀγάπη, χωρίς νά ξεκαθαρίσωμε τήν ὀρθήν πίστιν;… Εἶναι ὀρθόν αὐτό;… Εἶναι ὀρθόν;… Ποῦ πᾶμε; Ποῦ βρισκόμαστε;
Ἀκόμη: «Τό μόνο δυσάρεστο –στό συνέδριο τῆς Ἱερουσαλήμ– ἦταν πού ἡ Ὀρ θόδοξος Ἐκκλησία ἦταν ἡ μόνη Ἐκκλησία πού δέν ἀντιπροσωπεύτηκε ἀπό τοπικούς ἀνωτέρους κληρικούς τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ Πατριάρχης τῆς Ἱερουσαλήμ, ἄν καί προσκλήθηκε, δέν ἀνταποκρίθηκε.». Ἤτανε τό μόνο δυσάρεστο… πού δέν πῆγαν οἱ Ὀρθόδοξοι εἰς τό συνέδριο τῶν Πεντηκοστιανῶν στήν Ἱερουσαλήμ! Εὐτυχῶς πού δέν πῆγαν. Εὐτυχῶς.
Ἐκεῖ ὁ Παπαστεφάνου βρῆκε κάποιον ὀνόματι Kostas Deir –τό ὄνομά του ἑλληνικό φυσικά· τό ἄλλο δέν ξέρω πῶς τό προσέλαβε. «Ὁ Kostas Deir, ἕνας Ἕλληνας ντόπιος τῆς Ἱερουσαλήμ, σημείωσε κατά τήν διάρκεια ἑνός δυνατοῦ μηνύματός του στήν συνδιάσκεψι τά ἑξῆς: Ἤμουν ἕνας Ἕλληνας Ὀρ θόδοξος γιά τόσα χρόνια, καί κανείς δέν μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός πέθανε γιά τίς ἁμαρτίες μου.». Αὐτό τό βάζει καί σάν τίτλο ἐξ ἄλλου στό ἄρθρο πού γράφει ὁ Παπαστεφάνου. «Θέλω νά ζητήσω ἀπ’ αὐτή τή σύναξι –τῶν Πεντηκοστιανῶν– νά προσεύχεται γιά τήν Ἑλληνική Ὀρ θόδοξη Ἐκκλησία.» Πολύ ὡραῖα… νά προσεύχωνται οἱ Πεντηκοστιανοί γιά τή δική μας τήν Ἐκκλησία!
Καί συνεχίζει ὁ Παπαστεφάνου: «Σάν ἕνας ἔφηβος, ὁ Kostas Deir, συνήθιζε νά πετᾶ πέτρες στούς Πεντηκοστιανούς –καθαρά-καθαρά: στούς Πεντηκοστιανούς !– πού ἤρχοντο στήν Ἱερουσαλήμ γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιον. Σήμερα ἔχει μιά εὐαγγελική καί χαρισματική διακονία, πού τόν κάνει νά ἐπισκέπτεται πολλές χῶρες τοῦ κόσμου.»· δηλαδή αὐτός ἔγινε Πεντηκοστιανός. «Τό κέντρο δραστηριότητός του στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες εἶναι: Lima, New York…» καί τά λοιπά. «Κάθε Ὀρ θόδοξος τό μόνο πού θά μποροῦσε νά αἰσθανθῆ θά ἦταν ἡ ἀμηχανία στήν παρατήρησι πού ἔγινε.»
Μετά… –τί ἄλλο νά σᾶς πῶ; «Κάτι εἶναι ριζικά λανθασμένο μέ ὅ,τι ὀνομάζουμε Ὀρ θοδοξία.». Ριζικά λανθασμένο μέ ὅ,τι ὀνομάζουμε Ὀρ θοδοξία !
Ἀκόμη: «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν ἔρχεται στούς ἀνθρώπους, ὅπως λειτουργεῖ σήμερα ἡ Ὀρ θόδοξος Ἐκκλησία.». Δηλαδή ὁ Χριστός σήμερα δέν πάει στούς ἀνθρώπους, ὅπως σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἐργάζεται καί λειτουργεῖ ! Καί ἄλλα πολλά. Ἀλλά φυσικά ἔχει περάσει ἡ ὥρα, καί δέν θέλω περισσότερο νά σᾶς κουράσω.
Τό συμπέρασμα ποιό εἶναι, ἀγαπητοί μου; Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος γυρίζει σέ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, παριστάνει τόν Ὀρθόδοξο –ἦτο κάποτε Ὀρθόδοξος– καί ἔχει ἄμεσες σχέσεις μέ τούς Πεντηκοστιανούς. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού προσπαθεῖ νά προσεταιρισθῆ τήν Ἐκκλησίαν ὑπέρ τῶν Πεντηκοστιανῶν. Εἶναι φοβερό πρᾶγμα αὐτό. Εἶναι φοβερό! Ἄνθρωποι πού ἔζησαν στήν Ἀμερική μοῦ τό ἔχουν πεῖ αὐτό τό πρᾶγμα γύρω ἀπό τή δική του δρᾶσι ἐκεῖ, ἀλλά κι ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, τί αὐτός ὁ ἄνθρωπος κάνει.
Συγκεκριμένα στά «Ἀθωνικά Ἄνθη», τοῦ πατρός Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ὑπάρχουνε δύο ἄρθρα πού ἀναφέρονται ἐναντίον τοῦ Μακράκη· κι ἐκεῖ ἀναφέρει καί γιά τόν Παπαστεφάνου. Αὐτά γράφτηκαν λίγο πρίν ἀπό τό 1960. Καί τόν παραλαμβάνουν δύο ἀπό τήν Ἀμερική παρακαλῶ τόν πατέρα Θεόκλητο καί τόν βρίζουν καπηλικώτατα, γιατί ἐτόλμησε νά θίξη τόν Μακράκη, τόν ἤδη ἀποθανόντα, καί τόν Εὐσέβιον Παπαστεφάνου! Καί τοῦ λέγει ἐκεῖ ὁ ἕνας ἐκ τῶν δύο: «Τολμᾶς νά βρίζης τόν… καί τά λοιπά, ὁ ὁποῖος πλησιάζει τούς Προτεστάντας, διά νά τούς βοηθήση καί νά τούς φέρη στήν Ὀρ θοδοξία;!». Τό ὁλοφάνερον εἶναι, ἄν καί ἀπό τότε πέρασαν τόσα χρόνια, ὅτι ἐκεῖνος παρεσύρθη ἀπό τούς Προτεστάντας. Διότι τοῦ τό τονίζει αὐτό ὁ πατήρ Θεόκλητος: «Θά παρακαλοῦσα πολύ τόν πατέρα Εὐσέβιο νά προσέχη τούς κύκλους τῶν Προτεσταντῶν πού τόν περιστοιχίζουν.»! Αὐτά γράφονται πρό τοῦ 1960.
Ὁπότε βλέπομε, ἀγαπητοί μου, ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται ὑπέρ τῶν Προτεσταντῶν καί εἰδικώτερα ὑπέρ τῶν Πεντηκοστιανῶν. Τό λέγω αὐτό, γιά νά δώσετε τήν ἑξῆς ἀπάντησι: Πῶς εἶναι δυνατόν νά προσεταιρίζωνται οἱ ἄνθρωποι αὐτοί τήν Ἐκκλησία μας, τήν ὁποία ὑβρίζουν; Ἔ, εἶναι δυνατόν. Καί τό βλέπομε αὐτό καθαρά, ὅταν τούς βλέπουμε νά κοινωνοῦν, νά προσεύχωνται, νά πλησιάζουν τούς ἱερεῖς, νά ἐξομολογοῦνται, μόνο καί μόνο διά νά δώσουν τήν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι ἕνα πρᾶγμα μ’ ἐμᾶς, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι τορπίλη εἰς τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας μας.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, ἤθελα νά σᾶς πῶ καί διά τούς Πεντηκοστιανούς καί εἰδικώτερα διά τήν Χ.Ο.Ε., πού βεβαίως εἶναι πεντηκοστιανή αἵρεσις, σύμφωνα μέ τίς διδασκαλίες πού ἔχουν.
Μοντανισμός: ὁ μακρυνός πρόγονος τοῦ Πεντηκοστιανισμοῦ
Ὁ Πεντηκοστιανισμός, ἀγαπητοί μου, ἔχει ἕναν μακρυνόν πρόγονον, τόν Μοντανισμόν. Ὁ Μοντανός, κατά τόν 2ον αἰῶνα, τό ἴδιο πρᾶγμα ἔκανε. Ἦταν ἕνας ἱερεύς τῆς Κυβέλης ἀπό τήν Φρυγία. Ὅταν δέχθηκε τόν Χριστιανισμόν, τά μπέρδεψε. Νόμισε ὅτι αὐτός πιά δέχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅτι ἔχει ζωντανή τήν Πεντηκοστή διαρκῶς μέσα του, παρουσίαζε τά ἴδια φαινόμενα, τό προφητικόν χάρισμα δῆθεν καί τίς ἐκστάσεις καί τά ὄνειρα καί τά ὁράματα. Τόν ἀκολουθοῦσαν προφῆτες καί προφήτιδες. Ἡ αἵρεσίς του ταχύτατα διεδόθη σ’ ὅλον τόν τότε γνωστόν κόσμο· ἀπό τήν Μικράν Ἀσία μέχρι τό Γιβραλτάρ, τήν Βόρειον Ἀφρική καί λοιπά. Διεδόθη ταχύτατα ἡ αἵρεσίς του! Ἀλλά καί διελύθη μετά ταῦτα, διότι ἡ Ἐκκλησία κατεδίκασε τόν Μοντανισμόν. Ἕνας ἀπό τούς Μοντανιστάς εἶναι καί ὁ Τερτυλλιανός· σᾶς τό λέγω διά λόγους ἁπλῆς γνώσεως.
Ἔτσι οἱ Πεντηκοστιανοί ἔχουν καί τόν μακρυνό τους πρόγονο· εἶναι ὁ Μοντανισμός. Ἡ Ἐκκλησία μας ὅμως κατεδίκασε καί τόν Μοντανισμόν, κατεδίκασε καί τόν Προτεσταντισμόν, ὅπως σᾶς ἔλεγα τήν περασμένη φορά. Συνεπῶς, τόσο ἀπό πλευρᾶς Μοντανισμοῦ, ὅσο καί ἀπό πλευρᾶς Προτεσταντισμοῦ, ἤδη οἱ Πεντηκοστιανοί εἶναι καταδεδικασμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία.
«Ε ἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε.»
Γιά μᾶς δέν μένει παρά μόνο ἐκεῖνο τό ὁποῖον μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν δευτέρα του ἐπιστολή:
«Πολλοὶ πλάνοι εἰσῆλθον εἰς τὸν κόσμον.»
Θά ’λεγε κανείς: «Τί σημασία θά εἶχε ἡ παρουσία τῶν πλάνων ἀνθρώπων; Τί σημασία θά εἶχε, ἐάν τά πράγματα ἦσαν ὅλα πολύ καλά;».
Ἔχει πάρα πολλή σημασία νά εἶσαι Ὀρθόδοξος Χριστιανός! Τ’ ἀκοῦτε παρακαλῶ;… Μήν πῆτε οὔτε μιά στιγμή ὅτι ὅλοι καλά λόγια λένε. Μήν τό πῆτε ποτέ αὐτό! Ἐάν ἦταν ἔτσι τά πράγματα, δέν θά μιλοῦσε περί πλάνης καί περί πλάνων ἀνθρώπων ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Πλάνοι λοιπόν πολλοὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν κόσμον.
»βλέπετε ἑαυτούς», «προσέχετε τούς ἑαυτούς σας», σημειώνει καί προτρέπει συνεχίζοντας ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἵνα μὴ ἀπολέσωμεν ἃ εἰργασάμεθα, ἀλλὰ μισθὸν πλήρη ἀπολάβωμεν.», «γιά νά μήν χάσωμε –ὥστε μποροῦμε νά χάσωμε στήν αἵρεσιν!– γιά νά μήν χάσωμε ἐκεῖνα πού δουλέψαμε, ἀλλά νά πάρωμε ὁλόκληρο τόν μισθό μας».
»πᾶς ὁ παραβαίνων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ», δηλαδή εἰς τήν Ὀρ θόδοξο Πίστι, «Θεὸν οὐκ ἔχει». Ξέρετε ὅτι τό θέμα τῆς ἀθεΐας κατά τήν Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ὅπως τό νομίζουμε. Γιά μᾶς ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἁπλῶς δέν δέχεται τίποτα-τίποτα, αὐτός λέγεται ἄθεος · διά τήν Ἁγία Γραφήν ὅμως ἄθεος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν δέχεται πλήρως ἐκεῖνα πού λέγει ὁ Χριστός. Τό λέγει ἐδῶ σαφῶς ὁ Εὐαγγελιστής: «Ὁ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, στό Εὐαγγέλιον δηλαδή, αὐτός Θεὸν οὐκ ἔχει.»
»ὁ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, οὗτος καὶ τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν ἔχει.
»εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς», ὅποιος ἔρχεται σ’ ἐσᾶς, «καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει», δέν φέρει τήν διδαχή τοῦ Εὐαγγελίου τήν Ὀρ θόδοξον, «μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν», στό σπίτι σας νά μήν τόν βάλετε, «καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε», καί καλημέρα νά μήν τοῦ λέτε.
Ἄν κάποιος πῆ: «Μά, μιά καλημέρα;… Ἡ καλημέρα εἶναι τοῦ Θεοῦ!». Καί τί εἶσαι ἐσύ; Ἁγιώτερος ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή;… Καί τί εἶσαι ἐσύ; Θεολογικώτερος ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή;… Καί τί εἶσαι ἐσύ; Ἒχεις πιό πολλήν ἀγάπη ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή, τόν Μαθητήν τῆς ἀγάπης;… Δέν τό νομίζω. Συνεπῶς αὐτό πού κάνεις εἶναι παρακοή! Καί τήν παρακοή σου αὐτή θά τήν πληρώσης πολύ ἀκριβά, μέ τό νά παρασυρθῆς. Λοιπόν, στό σπίτι σας τόν αἱρετικό δέν θά τόν βάλετε καί καλημέρα δέν θά τοῦ πῆτε.
»ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς.» , γιατί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τοῦ λέγει «καλημέρα» τοῦ αἱρετικοῦ, αὐτός γίνεται κοινωνός τῶν πονηρῶν αὐτοῦ ἔργων.
Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, ἄς μένωμε πάντοτε τέκνα φωτός καί ὡς τέκνα φωτός πάντοτε νά περιπατοῦμε. Τό λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Τίς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» , τί σχέσις ὑπάρχει ἀνάμεσα στό φῶς καί στό σκοτάδι; Μακρυά λοιπόν ἀπό τήν ψευδώνυμον γνῶσιν . Κι ὅταν μείνωμε μακρυά ἀπό τήν ψευδώνυμον γνῶσιν, μακρυά ἀπό κάθε τι πλανεμένο καί νόθο, τότε πραγματικά εἴμεθα μέσα εἰς τόν χῶρον ἐκεῖνον πού ἔχομε τήν ἐλπίδα νά σωθοῦμε.
Σᾶς εὔχομαι καλό καλοκαίρι καί πολλήν εὐλογίαν.
Κυριακή, 3-6-1979
ΠΗΓΕΣ:
π. Αθανασίου Μυτιληναίου, Περί αιρέσεων, τρεις απομαγνητοφωνημένες ομιλίες, Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης, Στόμιον Λαρίσης 2008,σελ.95-117.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 318 ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ΟΙΚΟΥΜ.ΣΥΝΟΔΟΥ
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 19-5-1991]
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, τιμᾶ τήν μνήμη τῶν ἁγίων τριακοσίων δεκαοκτώ Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς ἐν Νικαίᾳ. Καί τήν τιμᾶ ἀφενός μέν γιά νά δοξάσει τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό, πού πάντοτε διασώζει τήν ἀλήθεια μέσα στήν Ἐκκλησία Του –διότι οἱ Σύνοδοι πάντοτε διέσωζαν τήν ἀλήθεια τήν δογματική– καί ἀφετέρου δέ γιά νά τιμήσει τούς θεοφόρους Πατέρες πού συγκροτοῦσαν αὐτές τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία μας ὁμοίως θέλει νά προβάλλει –ἔτσι τουλάχιστον φαίνεται στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή–[ Ἰωάν. 17, 1-13] τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν «ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ». Προσέξτε: τήν ἑνότητα «ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ»!
Αὐτό τό ἴδιο πρόβλημα φαίνεται ὅτι ὑπάρχει πάντοτε μέσα στήν Ἐκκλησία, τό πρόβλημα τῆς ἑνότητος ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ, ἀκριβῶς γιατί κατά κάποιον τρόπο δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι πού διαταράσσουν αὐτή τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, πάντοτε, φυσικά μέχρι σήμερα, ἀλλά καί μέχρι πού νά τελειώσει ἡ Ἱστορία.
Τό πρόβλημα τῆς ἑνότητος τῶν ἀνθρώπων ἤδη εἶχε τεθεῖ καί μετά τόν κατακλυσμό τοῦ Νῶε. Θά θυμᾶστε, ὅταν ἔγιναν πολλοί οἱ ἀπόγονοι τοῦ Νῶε, θέλησαν νά διατηρήσουν αὐτήν τήν ἑνότητα, πρίν ἀκόμη διασπαροῦν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης, καί ἄν ἦταν δυνατόν νά διατηρήσουν αὐτήν τήν ἑνότητα καί μετά τήν διασπορά τους. Γι’ αὐτό θέλησαν νά ἀφήσουν ἕνα μνημεῖο ἑνότητός τους, πού θά ἦταν ἕνα ὑλικό μνημεῖο, ἕνας πλίνθινος πύργος, ὁ ὁποῖος θά ἔφθανε ἕως τόν οὐρανό –τουλάχιστον τέτοια ἀντίληψη μποροῦσαν νά ἔχουν περί οὐρανοῦ! Ἦταν ὁ γνωστός μας πύργος τῆς Βαβέλ. Ὁ Θεός ὅμως, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀπό τό βιβλίο τῆς Γενέσεως, συνέχεε τίς γλῶσσες τους, μπέρδεψε τίς γλῶσσες τους, γιά νά μήν πραγματοποιηθεῖ αὐτό τό μνημεῖο.[ Γέν. 11, 1-9].
Αὐτό βεβαίως γι’ αὐτούς ἦταν δεῖγμα μιᾶς ἑνότητος, ὅπως ἤδη σᾶς εἶπα, ἀλλά ἑνότητος ἀνθρωποκεντρικῆς, δηλαδή ἐπανάληψη τοῦ πραπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Διότι ποιό ἦταν τό προπατορικό ἁμάρτημα; Ἦταν ὁ ἀνθρωποκεντρισμός· δηλαδή «ἐγώ, ὁ Ἀδάμ, νά γίνω θεός». Μά στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν νά γίνει ὁ Ἀδάμ κατά χάριν θεός. «Ὄχι· ἐγώ νά γίνω θεός, ἀλλά χωρίς τόν Θεό». Αὐτή ἡ αὐτονομία, αὐτός ὁ ἀνθρωποκεντρισμός.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καί μέ τούς πλανῆτες, πού γυρίζουν γύρω ἀπό τόν ἥλιο καί φωτίζονται, παίρνοντας ὅμως τό φῶς ἀπό τόν ἥλιο. Ἄν οἱ πλανῆτες, ἄς ποῦμε, ἔλεγαν κάποια στιγμή «Δέν χρειαζόμαστε τό φῶς τοῦ ἥλιου· θά χρησιμοποιήσουμε τό δικό μας τό φῶς», θά τούς λέγαμε: «Ποιό δικό σας φῶς;… Ἐσεῖς οἱ πλανῆτες δέν εἶστε αὐτόφωτοι». Τό ἴδιο θά λέγαμε καί στούς πρωτοπλάστους: «Ὤ ἄνθρωποι, δέν εἴσαστε αὐτόφωτοι, δέν μπορεῖτε νά αὐτοθεωθεῖτε· τήν θέωση θά τήν πάρετε ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, καί συνεπῶς τόν χρειάζεστε τόν Θεό». Δέν μποροῦμε λοιπόν νά γίνουμε ἀνθρωποκεντρικοί, δηλαδή τό κέντρο γύρω ἀπό τό ὁποῖο θά γυρίζουν τά πάντα· ὁ Θεός θά εἶναι τό κέντρο καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ πολυγλωσσία τότε στάθηκε ἕνα σημάδι τῆς διασπάσεως τῶν ἀνθρώπων. Τί εἶπε ὁ Θεός; «δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν», «νά μπερδέψουμε τή γλώσσα τους». Αὐτό ὅμως ἔπρεπε νά διορθωθεῖ. Καί διορθώθηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἦρθε ἐδῶ στή γῆ, καί μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό ἐμφανίστηκε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέ τήν μορφή πυρίνων γλωσσῶν. Καί οἱ Ἀπόστολοι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μιλοῦσαν κατά τέτοιον τρόπο, πού ὅλοι ἐκεῖνοι πού εἶχαν συρρεύσει στά Ἱεροσόλυμα –κι ὁ καθένας ἦταν ἀπό κάποιο μέρος: ἀπό τήν Περσία, Παρθία, Μικρά Ἀσία, Κρήτη, Ἑλλάδα, Ἀραβία, Αἴγυπτο, Κυρρήνη καί λοιπά καί λοιπά– ὁ καθένας, λέει, ἄκουγε τό κήρυγμα τοῦ Πέτρου στή γλώσσα τή δική του. Ἑνώθηκαν λοιπόν, ἤ μᾶλλον διαλύθηκε ἐκείνη ἡ σύγχυση, καί ἐπῆλθε ἕνα χεῖλος, ὅπως λέει ἐκεῖ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως, μία γλώσσα, μία φωνή, ὅπως ἦταν στήν ἐποχή τοῦ Νῶε. Ἐπανέρχεται αὐτή ἡ ὁμοφωνία, ἀλλά ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μέ τή διαφορά πώς δέν ὑπάρχει πιά τό μνημεῖο τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ. Πλέον δέ μπορεῖ νά εἶναι σημεῖο ἑνότητος ὁ πύργος τῆς Βαβέλ· τό σημεῖο ἑνότητος ἐφεξῆς θά εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό πού σᾶς λέω, πάρα πολύ σημαντικό· ἀποτελεῖ τήν καρδία τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς. Πρέπει νά τό ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, εἶναι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ὁ Χριστός ἔτσι τό εἶπε. Γι’ αὐτό ἡ ἑνότητα δέν εἶναι σέ κοσμικά πράγματα, σέ πράγματα μέ κοσμικές διαστάσεις. Ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, στήν ἀρχιερατική Του προσευχή εἶπε:«Πάτερ, ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ», «Πατέρα μου, ἐγώ γι’ αὐτούς πού πίστεψαν σ’ ἐμένα παρακαλῶ»· «οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ», «δέν παρακαλῶ γιά τόν κόσμο», «ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι», «ἀλλά μόνο γιά ’κείνους πού μοῦ ἔδωσες».[ Ἰωάν. 17, 9]. Θά ξαναπῶ τή φράση, γιατί μερικοί νομίζουν ὅ,τι νομίζουν: «Δέν παρακαλῶ γιά τόν κόσμο». Θά μοῦ πεῖτε ὅτι κάνει διάκριση. Ναί. Καί τί κάνει ἐδῶ ὁ Κύριος; Ἀντιδιαστέλλει τό σημεῖο ἑνότητος· ἐκεῖνο πού Ἐκεῖνος θέτει, καί εἶναι τό πρόσωπό Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀπό τό σημεῖο ἑνότητος τοῦ κόσμου, πού εἶναι πιά ἕνας νοητός πύργος Βαβέλ.
Φερ’ εἰπεῖν, γιά νά τό κάνουμε ἔτσι ὑλοποιημένο νά τό καταλάβουμε: Δέν μπορεῖ ἡ Ε.Ο.Κ.[:η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση] νά εἶναι σημεῖο ἑνότητος τῶν Εὐρωπαίων· δέν μπορεῖ ὁ Ο.Η.Ε. νά εἶναι σημεῖο ἑνότητος τῶν Ἐθνῶν. Σημεῖο ἑνότητος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Γιατί; Διότι ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι σημεῖα ἀνθρωποκεντρικά, καί εἶναι ἀμφίβολη ἡ ἑνότητα πού ὑπόσχονται, εὔκολα σπάζει. Θυμηθεῖτε τά πόδια τοῦ ἀγάλματος πού εἶχε δεῖ σέ ὄνειρό του ὁ Ναβουχοδονόσορ, στή Βαβυλώνα, πού ἦταν ἀνομοιογενές τό ὑλικό πού ἦταν φτιαγμένα, ἀπό ὄστρακο, λέει, δηλαδή κεραμύδι, καί σίδηρο. Ἔσπασε… ἀνομοιογενές τό ὑλικό.[ Δαν. 2, 1-45] .Σπάζουν αὐτά τά πράγματα… σπάζουν. Καί σπάζουν γιατί δέν εἶναι ἐν Θεῷ στημένα. Ὁ Κύριος εἶχε πεῖ: «ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει»[ Ματθ. 12, 30 και Λουκᾶ 11, 23.], «αὐτός πού δέν μαζεύει μαζί μου, οὐσιαστικά σκορπίζει».
Ἡ ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία πρέπει νά νοηθεῖ, πρῶτα-πρῶτα καί βασικά, ὀντολογική. Ὅταν λέμε ὀντολογική, τί ἐννοοῦμε; Ἐννοοῦμε ὅτι μᾶς ἑνώνει ὅλους πραγματικά τό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ἡ ἕνωση λέγεται ὀντολογική · εἶναι πραγματική. Πῶς; Τί μᾶς ἑνώνει τώρα αὐτή τή στιγμή ἐδῶ; Ὅσοι κοινωνήσαμε, κοινωνήσαμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι σημεῖο ἑνότητος, καί μάλιστα, σᾶς εἶπα, θεμελιώδους σημασίας. Αὐτή ἡ ὀντολογική ἕνωση ἐκφράζεται μέ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί φανερώνεται μέσα στήν Ἱστορία μέ τή σύναξη τῶν πιστῶν σ’ ἕναν χῶρο, μ’ αὐτό πού λέμε ἐκλησιασμό. Γι’ αὐτό, ὅταν δέν πραγματοποιεῖται ὁ ἐκκλησιασμός, σπάζει αὐτή ἡ ἑνότητα. Γι’ αὐτό καί οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας μέ ἀφορίζουν, δηλαδή μέ ξεχωρίζουν, ὅταν δέν ἐκκλησιάζομαι τακτικά. Μοῦ λένε: «Ἀφοῦ περιφρονεῖς τόν ἐκκλησιασμό, πού εἶναι τό σημεῖο ἑνότητος τοῦ Χριστοῦ, πήγαινε σέ ἄλλα σημεῖα ἑνότητος, ὄχι μέ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας». Κι αὐτό γίνεται ὅταν λείψω ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρίς ἀποχρῶντα λόγο, ἀδικαιολόγητα, τρεῖς Κυριακές. Γι’ αὐτόν τόν λόγο.
Ἀκόμη, γινόμαστε ὅλοι σύσσωμοι καί σύναιμοι, ἀφοῦ εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ ἑνός καί μόνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Καί εἴμαστε μέλη ὀντολογικά, πραγματικά, γιατί τό ἴδιο Αἷμα ρέει μέσα στίς φλέβες μας. Εἴτε εἶμαι στήν Εὐρώπη καί ὁ ἄλλος εἶναι στήν Ἀσία, εἴτε εἶμαι στήν Αὐστραλία κι ὁ ἄλλος στήν Ἀμερική, στήν Ἀλάσκα ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, ὅλοι ἀποτελοῦμε τό ἕνα καί μόνο καί ἀδιαίρετο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Δεύτερον, ἡ ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία ἀκόμη πρέπει νά νοηθεῖ καί ὡς ἑνότητα ἠθική. Βέβαια, δέν θά μοῦ ἄρεσε πολύ αὐτή ἡ λέξη· θά τήν ἔλεγα «πνευματική»· ἀλλά ἐπειδή ἡ λέξη «ἠθική» εἶναι μία τρέχουσα λέξη, γι’ αὐτό τήν χρησιμοποιῶ. Δηλαδή ἀνάμεσα στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ὑπάρχει τό ἦθος, νά ὑπάρχει ἡ πνευματική ζωή, τό βίωμα τό πνευματικό, πού ἐκφράζεται μέ τήν ἀγάπη. Καί ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τό ἔργο τῶν πιστῶν· ἐνῶ ἡ ἑνότητα ἀπορρέει ἀπό τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τό ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅ,τι σᾶς εἶπα προηγουμένως. Τό ἔργο τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ μεταξύ τους ἀγάπη, πού θά ἐκφράσει τώρα καί θά παρουσιάσει στά μάτια τῶν ἀνθρώπων αὐτήν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ἠθική ἑνότητα φαίνεται σέ ὅσα γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ Πρός Κορινθίους : «Ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι». «Μαλώματα εἶναι ἀνάμεσά σας», λέει στούς Κορινθίους. «Ἔριδες, μαλώματα, μαλώνετε!»· «ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ»: «Ὁ ἕνας λέει ἐγώ ἀνήκω στόν Χριστό, ἄλλος λέει ἀνήκω στόν Παῦλο, ὁ ἄλλος ἀνήκω στόν Πέτρο, ὁ ἄλλος στόν Ἀπολλώ, τόν διάσημο ρήτορα Χριστιανό ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια». Καί ρωτάει ὁ Ἀπόστολος: «Μεμέρισται Χριστός;». Ἔχει κομματιαστεῖ ὁ Χριστός; «Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες», ‘’ὅλοι τό ἴδιο νά λέτε’’, «καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα», ‘’καί νά μήν ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας διαιρέσεις καί σχίσματα’’, «ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμη»[ Α΄ Κορ. 1, 10-13.], ‘’νά βρίσκεστε κάτω ἀπό τήν ἴδια νοοτροπία, τήν ἴδια σκέψη καί τήν ἴδια γνώμη’’.
Βλέπετε, ἀγαπητοί;…
Αὐτήν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τήν καταστρέφουν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν προβάλλουν ἐγωισμούς, ὑπερηφάνειες, ἰδιοτέλειες, καί γενικά ὅταν ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία· αὐτή καταξεσχίζει τήν ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας: «Τὴν ἕνωσιν ἀγαπᾶτε, τοὺς μερισμοὺς φεύγετε».[ Φιλαδελφεῦσιν Ἰγνάτιος, VII, 2]. ‘’Νά ἀγαπᾶτε τήν ἕνωση, νά εἶστε ἑνωμένοι· τούς μερισμούς, τά κόμματα, τά κομματιάσματα, νά τά ἀποφεύγετε’’.
Ἀκόμη, ἕνα τρίτο σημεῖο, πῶς μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τήν ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία; Μποροῦμε νά τήν ἐννοήσουμε καί ὡς δογματική ἑνότητα. Τί σημαίνει δογματική ἑνότητα; Εἶναι ἡ ἀλήθεια μέσα στήν Ἐκκλησία· εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅμως ἐκείνη πού καταστρέφει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αἵρεση.
Ὁ Κύριος εἶπε τότε στή Σαμαρείτιδα ὅτι τόν Θεό πρέπει νά Τόν προσκυνοῦμε «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»[ Βλ. Ἰωάν. 4, 23-24.]. Εἴδατε; «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»! Καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέει αὐτό τό ἐκπληκτικό, ὅτι «ἡ ἀγάπη πρέπει νά εἶναι ἐν ἀληθείᾳ».[ Βλ. Β΄ Ἰωάν. 1-3 και Γ΄ Ἰωάν. 1.] Παρακαλῶ πάρα πολύ προσέξτε αὐτό ἐδῶ τό σημεῖο· εἶναι ἐπίκαιρο ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Διότι ὁ Οἰκουμενισμός αὐτή τήν στιγμή –πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἕνα ἀνακάτωμα ὅλων τῶν αἱρέσεων, ἕνα ἀνακάτωμα, πραγματικό ἀνακάτωμα– σοῦ λέει: θά ἔχουμε τήν ἑνότητα ἐν ἀγάπῃ.
Ὄχι, κύριοι· ἡ ἑνότητα δέν θά εἶναι μόνο ἐν ἀγάπῃ, ἀλλά θά εἶναι ἐν ἀγάπῃ καί ἐν ἀληθείᾳ. Καί τό «ἐν ἀληθείᾳ» σημαίνει δογματική ἀλήθεια, δηλαδή ὀρθοδοξότητα. Δέν μπορῶ ἐγώ νά ἔχω ἑνότητα μ’ ἐσένα, ὅταν ἐσύ δέν πιστεύεις τοῦτο ἤ ἐκεῖνο καί ἡ πίστη σου εἶναι παρδαλή. Δέν μπορῶ νά ἔχω μαζί σου ἑνότητα. Ἐξάλλου, γιατί ἀγωνίστηκαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας; Γιατί τούς προβάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία –τουλάχιστον τούς Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου– καί τούς τιμᾶ; Γιά νά ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἑνότητα πρέπει νά εἶναι καί ἐν ἀληθείᾳ.
Βεβαίως ἡ ἑνότητα ἔχει δύο διαστάσεις. Ἡ πρώτη διάσταση εἶναι ἡ κατά φύσιν, ἡ φύση μας· εἴμαστε παιδιά τοῦ Ἀδάμ, ὅλοι ἔχουμε αὐτό πού λέμε ἀνθρώπινη ὑπόσταση. Μπορεῖ ὁ ἄλλος νά εἶναι ἑτερόδοξος, νά εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο, ἄλλης θρησκείας καί τά λοιπά. Ἔ, καλά· ὡς ἄνθρωπο, τόν ἀγαπῶ. Εἶναι ἄνθρωπος, εἶμαι ἄνθρωπος, καί συνεπῶς τόν ἀγαπῶ ἐν ὀνόματι τῆς ἴδιας φύσεως. Ὅμως ἔχουμε καί μιά ἄλλη ἑνότητα, αὐτήν πού λέμε ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν ὁποία μιλᾶμε τόση ὥρα. Ἐκεῖ, ἐάν ὁ ἄλλος δέν πιστεύει, ἐάν δέν εἶναι ἐν ἀληθείᾳ καί δέν δέχεται ἀπολύτως ὅλες τίς θέσεις τῆς Πίστεως, δηλαδή ὅλα τά δόγματα, δέν μπορῶ νά ἑνωθῶ μαζί του. Διότι τί θά μᾶς ἑνώσει; Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖται ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν διαφορετική πίστη καί ἀντίληψη. Ἐδῶ ὑπάρχουν αἱρετικοί πού δέν πιστεύουν στήν θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως τήν ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχαν αἱρετικοί πού ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, οἱ Ἀρειανοί, τούς ὁποίους ἀντιμετώπισε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἔτσι καί σήμερα ὑπάρχουν αἱρετικοί πού δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός. Αὐτό ὅμως εἶναι μέγιστη βλασφημία. Πῶς λοιπόν θά ἑνωθῶ ἐγώ μαζί τους;… Καί πῶς θά τούς δεχθεῖ αὐτούς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πού Τόν βλασφημοῦν, μέ τό νά μή δέχονται τή θεία Του φύση;…
Ἀντιλαμβάνεστε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ ἑνότητα πρέπει νά εἶναι καί «ἐν ἀληθείᾳ». Τό καταλάβατε;
Ἕνας ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, ὁ πολύς Ὠριγένης, λέει τό ἑξῆς: «Ἡ ἑνότης γίνεται δι’ ἀγάπης καί ἀληθείας καί προαιρέσεως ἀγαθῆς»[Origenes, Fragmenta in Jeremiam, 00234.] Τί θά πεῖ αὐτό; Τρία στοιχεῖα πρέπει νά συντρέχουν γι’ αὐτήν τήν ἑνότητα. Πρῶτα, ἡ ἀλήθεια· ὅ,τι τόσην ὥρα σᾶς λέω. Ὅλοι νά πιστεύουμε τό ἴδιο· νά ἔχουμε τήν ἴδια πίστη, τήν ὀρθόδοξο πίστη. Κατόπιν, ἡ ἀγάπη· νά ἀγαπάει ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Διότι μπορεῖ νά ἔχουμε τήν ἴδια πίστη, ἀλλά νά μήν ἔχουμε μεταξύ μας ἀγάπη, γιατί ὑπάρχουν οἱ μικρομεγαλοεγωισμοί… Ναί, οἱ μικρομεγαλοεγωισμοί! Θέλει ὁ ἄλλος νά προβάλλεται, νά κάνει τό δικό του, καί τά λοιπά καί τά λοιπά, καί ἐνῶ ἔχουμε ἴδια πίστη, νά σπάζει ἡ ἑνότητα, γιατί λείπει ἡ ἀγάπη. Καί μετά, λέει, εἶναι ἡ ἀγαθή προαίρεση. Ἡ ἀγαθή προαίρεση εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ δόλου. Μέσα σου αὐτό πού λές νά τό πιστεύεις. Αὐτό πού λένε τά χείλη σου νά τό πιστεύεις. Δέν ὑπάρχει ὁ δόλος· ὑπάρχει ταπείνωση. Ἄν σοῦ εἰπωθεῖ ὅτι ἔχεις κάπου ἕνα σημεῖο πλάνης, νά τό ἀποδεχθεῖς καί ἀμέσως νά δεχθεῖς τήν ἀλήθεια.
Στή Θεία Λειτουργία, ἀγαπητοί μου, κάθε φορά πού λειτουργοῦμε, λέμε τό ἑξῆς: «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι», ἀφοῦ ζητήσαμε, λέει, τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους», τούς ἑαυτούς μας καί τούς ἄλλους, «καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν», καί ὅλη τή ζωή μας, ὅλο τό εἶναι μας, «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», ἄς παραθέσωμε, ἄς τό βάλουμε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ.
Ἐδῶ, σ’ αὐτό τό χωρίο, τό λειτουργικό χωρίο, περικλείεται ὅλο τό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἡ Ἐκκλησία τί θέλει; Μέ τά κηρύγματα, μέ τά Μυστήρια καί τά λοιπά, τί ἐπιδιώκει; Ἐπιδιώκει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως, νά ἔχουμε ὅλοι τό ἴδιο πιστεύω. Λέμε «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…», τ’ ἀκούει ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Ὅλοι λοιπόν νά ἔχουμε τό ἴδιο πιστεύω. Κι ἔτσι, αὐτό τό ἴδιο πιστεύω γίνεται ὁδός πού ὁδηγεῖ στόν κύριο σκοπό μας, στήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τί θά πεῖ κοινωνία; Μετοχή. Γιά νά εἴμαστε ὅλοι μέτοχοι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί μήν ξεχνᾶμε, ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ κορυφή, εἶναι ὁ τελικός σκοπός κάθε πνευματικῆς φροντίδος.
Μένει ἕνα τρίτο σημεῖο, σ’ αὐτό πού μόλις σᾶς διάβασα· εἶναι ἡ παράθεση τῶν ἑαυτῶν μας, τῆς ζωῆς μας, καί τῶν ἄλλων στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», ἄς παραθέσωμε. Δηλαδή;
Δηλαδή: Πηγαίνει, κυρία μου ὁ σύζυγός σου στή δουλειά καί τά παιδιά σου σχολεῖο; Μήν περνᾶς λαχτάρα μέχρι τό μεσημέρι πού θά ἐπιστρέψουν, μπάς καί τούς πάτησε κανένα αὐτοκίνητο! Ἔφυγαν; Κάνε τήν προσευχή σου· Κύριε, στά χέρια Σου εἶναι ὁ σύζυγός μου καί τά παιδιά μου. Καί κάνε τίς δουλειές σου ἤρεμα καί ἥσυχα· ἔβαλες στό χέρι τοῦ Θεοῦ, στό χέρι τοῦ Χριστοῦ, ἔβαλες τήν ἀσφάλεια τῶν δικῶν σου. Αὐτό θά πεῖ ἄς παραθέσουμε. Μεγάλο πράγμα ὅταν τούς οἰκείους μας, καί τήν πατρίδα μας, τούς παραθέτουμε στόν Χριστό. Κύριε, ἐμεῖς τί μποροῦμε νά κάνουμε;… «Ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων»[ Ψαλμ. 126, 1.]. Ἐάν ὁ Κύριος δέν φυλάξει τήν πόλη, μάταια ἀγρύπνησαν οἱ σκοποί της, αὐτοί πού φυλᾶνε τήν πόλη.
Τό λέω αὐτό γιατί ἔχουμε τούς Τούρκους ἀπό ’δῶ, τούς παρατούρκους ἀπό ’κεῖ… τούς παραπάνω καί τούς παρακάτω… Ὅλους αὐτούς, ἄν μᾶς ἐπιτεθοῦν, δέν θά μπορέσουμε νά κάνουμε τίποτα γιά νά τούς βγάλουμε ἀπό τήν πατρίδα μας, ἐάν τήν πατρίδα μας δέν τήν φυλάει ὁ Χριστός. Αὐτό βεβαίως δέν καταργεῖ τήν ἄμυνα. Προσέξτε: δέν καταργεῖ τήν φύλαξη τῶν συνόρων. Μήπως καί οἱ Ἑβραῖοι δέν ἔκαναν πολέμους; Ὅταν ὅμως ὁ Θεός εὐλογοῦσε τήν προσπάθειά τους, ἦταν τροπαιοφόροι στόν πόλεμο· ὅταν δέν τήν εὐλογοῦσε τήν προσπάθειά τους, ἦταν κάτι φοβερό!
Νά σᾶς πῶ πῶς τό λέει ὁ ἴδιος ὁ Θεός: «Ἐάν ἔχετε τή δική μου τήν εὐλογία, ἑκατό ἀπό σᾶς θά κατατροπώνουν δέκα χιλιάδες, μυρίους. Καί ἐάν, λέει, εἴσαστε ἐσεῖς μύριοι, ἄν δέν ἔχετε τήν εὐλογία μου, ἑκατό ἀπό τούς ἐχθρούς σας θά σᾶς κατατροπώνουν»[ Λευιτ. 26, 7-17]. Αὐτό θά πεῖ παραθέτω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό · ἐκεῖ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ὕστερα ἐμεῖς, ὡς χώρα, οἱ μικροί, –πάντα μικροί ἤμαστε, σέ ὄγκο, σέ ἔκταση, σέ ἀριθμό– πόσες φορές νικούσαμε! Γιατί; Παρακαλούσαμε τόν Θεό. Δέν ξέρω ὅμως, ἄν κάτι μᾶς συμβεῖ, ἐάν παρακαλέσουμε πάλι τόν Θεό. Καί τό λέω αὐτό γιατί ἤδη μπῆκε ἀρκετή δόση ἀθεΐας μέσα στόν λαό μας, καί αὐτό τό γνωρίζουμε ὅλοι μας.
Ἀγαπητοί, οἱ ἡμέρες πού περνᾶμε εἶναι διασπαστικές. Αὐτό βέβαια συμφέρει στούς ἐχθρούς, ὁρατούς καί ἀοράτους, στόν Διάβολο καί στούς ἄλλους ἐχθρούς, γιατί ἐπιτυγχάνουν τά σχέδιά τους. «Μέσα στήν ἀναμπουμπούλα», λέει μία λαϊκή παροιμία, «χαίρεται ὁ λύκος», δηλαδή μέσα σέ μία διασπαστικότητα χαίρονται οἱ ἐχθροί.
Γιά μᾶς τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε»[ Γαλ. 5, 15]. Ἐάν ὁ ἕνας δαγκώνει τόν ἄλλο, προσέξτε μήπως μεταξύ σας καταναλωθεῖτε, καταστραφεῖτε.
Ὄχι ἔτσι. Ὁ ἴδιος Ἀπόστολος λέει γιά μᾶς στήν Πρός Ἑβραίους: «Κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων»[ Ἑβρ. 10, 24]. Ἄς προσέχουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὥστε νά παρακινούμαστε σέ ὀξεῖες ἐκδηλώσεις ἀγάπης, σέ πυρετό ἀγάπης, καί καλῶν ἔργων!
Τότε ἀκριβῶς, ἀγαπητοί μου, θά μποροῦμε νά διασώζουμε τήν ἑνότητα, τήν ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅποιοι βρίσκονται μέσα σ’ αὐτή, κι ὅποιοι εἶναι αὐτοί, «ἕκαστος ἐφ’ ᾧ ἐτάχθη»[ Βλ. Α΄ Κορ. 4, 17-24] πού λέει ὁ Ἀπόστολος, «ὁ καθένας ἐκεῖ πού τάχθηκε». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ μοναχός, ὁ ἄγαμος, ὁ ἔγγαμος, ὁ χειρώνακτας, ὁ ἐπιστήμονας, ὁ μορφωμένος, ὁ ὀλιγογράμματος, ὁ κατέχων ἀξιώματα, ὁ ἰδιώτης, ὅλοι εἴμαστε ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, ἕνα Σῶμα. Αὐτή ἐπιβάλλεται νά εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Νά πῶ καί κάτι, μέ τήν εὐκαιρία τοῦ σημερινοῦ Μνημοσύνου; Καί ἐκεῖνοι πού ἔφυγαν ἀπό τήν παροῦσα ζωή δέν ξεχωρίστηκαν· εἶναι στό ἴδιο Σῶμα. Γι’ αὐτό στό ἅγιο Δισκάριο βάζουμε τίς μερίδες καί ζώντων καί κεκοιμημένων. Οἱ κεκοιμημένοι ἁπλῶς ἔφυγαν ἀπό τά μάτια μας· ὅμως εἶναι ἑνωμένοι μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό μήν τό ξεχνᾶμε ποτέ!
Καί ὅλα αὐτά, αὐτή ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά εἶναι καί τό τεκμήριο, ἡ ἀπόδειξη τῆς ζωντάνιας τοῦ Χριστιανισμοῦ πρός τούς ἔξω, σ’ ἐκείνους πού δέν εἶναι Χριστιανοί.
Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»[ Ἰωάν. 13, 35]. Τότε θά γνωρίσει ὁ κόσμος ὅτι εἶστε δικοί μου μαθητές, ὅταν ἀνάμεσά σας ἔχετε ἀγάπη καί ἑνότητα.
ΠΗΓΗ:
http://agonasax.blogspot.gr/2016/03/blog-post.html
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
[:Πράξεις 20, 16-18 και 28-36]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Οἱ ἑτεροδιδασκαλοῦντες»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 11-6-1989]
(Β217)
Ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, επιστρέφει από την περιοδεία του στην Ελλάδα κατευθυνόμενος προς Ιερουσαλήμ. Το ταξίδι του ήτο δια θαλάσσης. Σε κάποια λιμάνια σταθμεύει, για να δει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πώς πηγαίνουν οι Εκκλησίες που είχε ιδρύσει. Εστάθμευσε και εις την Μίλητον. Δεν πήγε εις την Έφεσον, διότι δεν έμενε χρόνος, αλλά μετεκάλεσε, δηλαδή εκάλεσε από την Έφεσον τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου, για να τους δει για λίγο, ακριβώς για να μη χρονοτριβήσει, επειδή εβιάζετο να πάγει εις τα Ιεροσόλυμα και να προλάβει την εορτήν της Πεντηκοστής. Η συνάντησίς του αυτή με τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου, έμεινε ιστορική. Και είναι μία από τις ένδοξες σελίδες της Καινής Διαθήκης από πλευράς ποιμαντικής, αλλά και διότι εκεί εις ό,τι διημείφθη και είπε στους πρεσβυτέρους της Εφέσου, εκεί και ξεδιπλώθηκε η απέραντη ψυχή του Παύλου, σε ένα ανείπωτο ουράνιο μεγαλείο.
Είναι μία αθάνατη όντως ποιμαντική σελίδα αυτή της Καινής Διαθήκης. Μια σελίδα γραμμένη όντως από το Πνεύμα το Άγιον. Θα μείνουμε σε ό,τι ειπώθηκε, μόνο σε ένα βαρυσήμαντο σημείον, το οποίον αποτελεί και ένα κεντρικόν μέρος, κεντρικό σημείο της όλης του αυτής ομιλίας. Αναφέρεται στο θέμα ότι μετά την αναχώρησή του θα εισορμούσαν «λύκοι βαρεῖς», δηλαδή αιρετικοί εις το ποίμνιον της Εκκλησίας της Εφέσου και θα το κατεσπάρασσαν. «Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο(:Διότι γνωρίζω τούτο, λέγει), ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς(:Μετά την εδώ άφιξίν μου κι όταν θα αναχωρήσω, θα εισέλθουν λύκοι βαρείς)εἰς ὑμᾶς(:στην Εκκλησία της Εφέσου), μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου(:δεν θα λυπώνται καν το ποίμνιο, όταν θα το κατασπαράσσουν) καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν(:Αλλά και κάποιοι από σας που με ακούτε τώρα, θα σηκωθούν και θα αρχίσουν να ομιλούν πράγματα ανορθόδοξα, διεστραμμένα, με σκοπό να αποσπούν τους μαθητάς και να τους κάνουν οπαδούς των). Διὸ γρηγορεῖτε (:Γι’αυτό μένετε ξύπνιοι, μένετε άγρυπνοι και προσέχετε και τον εαυτόν σας και το ποίμνιο που σας ενεπιστεύθη ο Κύριος)».
Εδώ βλέπει ο Απόστολος Παύλος αγαπητοί μου, με το προφητικό του μάτι ότι μετά, όπως είπαμε την αναχώρησή του, θα εισβάλλουν αιρετικοί εις το ποίμνιο της Εκκλησίας. Αξίζει να δούμε με τι χαρακτηρισμούς ομιλεί δια τους αιρετικούς αυτούς. Βέβαια δεν μας ομιλεί περί ποιας αιρέσεως ή περί ποιων αιρέσεων, αλλά έμμεσα το βγάζουμε, θα το δείτε λίγο πιο κάτω. Αν θα θέλαμε λοιπόν να κάνουμε μία ανάλυση, μία ανατομία της ψυχολογίας των αιρετικών, θα βλέπαμε, πάντα, κατά τους χαρακτηρισμούς του Παύλου, ότι πρώτον είναι λύκοι. Εφόσον γίνεται λόγος περί ποιμνίου, έχομε την εικόνα του ποιμνίου, τι χειρότερο, τι βαρύτερο θα μπορούσε να σταθεί για ένα ποίμνιον από την παρουσία λύκων; Και ο Κύριος ομίλησε περί ποιμνίου και λύκων. Όταν είπε: «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν -γιατί αυτοί είναι οι «λύκοι»-, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων(:με σχήμα πράου και ακάκου εργάτου), ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες (:Από μέσα τους όμως είναι λύκοι που αρπάζουν και δεν χορταίνουν)».
Έτσι, κάθε αιρετικός είναι ένας λύκος. Αλλά ακόμα είναι και ένας κλέπτης. Όπως πάλι ο Κύριος λέγει: «Ὁ κλέπτης οὐκ ἒρχεται εἰ μή ἵνα κλέψῃ και θύσῃ και ἀπωλέσῃ». Δεν έρχεται παρά να κλέψει, να θυσιάσει, να σφάξει και να καταστρέψει. Έτσι η αίρεσις φαίνεται πολύ καλά εδώ ότι είναι η μεγαλύτερη καταστροφή της ψυχής. Λέγεται κλέπτης ακόμη ο αιρετικός, γιατί κλέπτει την αθάνατη ψυχή. Αυτή για την οποία, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, περιποιήθηκε, εφρόντισε δια του ιδίου Του αίματος. Ακόμη χαρακτηρίζονται οι αιρετικοί «λύκοι βαρεῖς». Όχι απλώς λύκοι. Αλλά βαρείς λύκοι. Όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Οὐχ ἁπλῶς εἶπε, Λύκοι, ἀλλὰ προσέθηκε, Βαρεῖς(Δηλαδή «προσέθεσε και τον χαρακτηρισμόν ‘’βαρεῖς’’»), τὸ σφοδρὸν αὐτῶν καὶ ἰταμὸν αἰνιττόμενος». Για να δείξει πόσο είναι φοβεροί, σφοδροί, αναίσχυντοι και θρασείς οι αιρετικοί.
Ακόμη, λέει ο Απόστολος Παύλος, «μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου», «δεν θα λυπώνται το ποίμνιον». Ξέρετε ότι ένας κλέπτης, ένας ληστής, ένας λύκος, δεν εφρόντισε για το ποίμνιον, γι΄αυτό μπαίνει, σφάζει, καταστρέφει, ποδοπατεί, γιατί δεν είναι δικό του. Οι σκοποί των αιρετικών είναι ιδιοτελείς. Δεν λογαριάζουν τι κακό θα επιφέρουν, ούτε λυπώνται εάν ο Χριστός έδωκε το αίμα Του. Έστω κι αν επικαλούνται το όνομα του Χριστού. Δεν λυπώνται το αίμα του Χριστού, που εφρόντισε και εθεμελίωσε την Εκκλησία.
Ακόμη θα είναι, λέει ο Απόστολος Παύλος, «λαλοῦντες διεστραμμένα». Αυτό εξάλλου είναι το κύριον χαρακτηριστικόν των αιρετικών. Ότι η διδασκαλία των θα είναι διεστραμμένη. Δηλαδή τέτοια που δεν θα οδηγεί εις την σωτηρίαν. Θα είναι οι ετεροδιδασκαλούντες. Εκείνοι που θα διδάσκουν άλλα πράγματα, ξένα πράγματα. Τι θα διδάσκουν; Ετεροδιδασκαλίαν. Αυτός εξάλλου είναι και ο κύριος σκοπός τους. Ποιος λέτε; «τοῦ ἀποσπᾶν -ακόμη ένας χαρακτηρισμός- τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν». Γιατί; Διότι όλη αυτή η ιστορία των αιρετικών, επειδή δεν πείθονται εις την παράδοσιν και ερμηνείαν του λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής, αυτήν που είναι κατατεθειμένη μέσα εις την Αγίαν Γραφήν, είναι η κενοδοξία, είναι η υπερηφάνεια. Θέλουν να επιδειχθούν, θέλουν να πρωτοτυπήσουν. Βεβαίως είναι μία πρωτοτυπία δαιμονική.
Γι’ αυτό λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος: «Ο σκοπός τους; Να αποσπάσουν μαθητάς». Από πού να τους αποσπάσουν; Από την εν Χριστώ απλότητα, από την Αλήθεια. Και τι να τους κάνουν; Να τους αποσπάσουν ὀπίσω αὐτῶν. Δηλαδή να τους καταστήσουν οπαδούς. Όπως λέγει ο Αμμώνιος: «Ὁ γάρ τῶν αἱρετικῶν σκοπός σπουδάζει, οὐ τῷ Κυρίῳ, ἀλλ’ ἑαυτοῖς περιποιῆσαι λαόν, ἵνα ἑαυτοῖς καυχῶνται». Φροντίζουν να δημιουργούν έναν κύκλον ανθρώπων, ένα λαό όχι τον λαό του Κυρίου, για να καυχηθούν. Ότι «εγώ έχω την δυνατότητα να συγκεντρώσω λαό γύρω από το όνομά μου. Είμαι σπουδαίος». Δηλαδή φοβερή, αθεράπευτη, ναι, το τολμώ να το πω, αθεράπευτη κενοδοξία και υπερηφάνεια. Γιατί είπα: «αθεράπευτη»; Γιατί λέγει ο Απόστολος Παύλος στον Τίτο στη επιστολή του προς τον Τίτον, επίσκοπο Κρήτης, του λέγει ότι… «Φρόντισε γιατί κάποιος μπορεί να έχει απλώς παρασυρθεί, να έχει πλανηθεί, να τον βοηθήσεις να επανέλθει εις την πίστιν. Δεν το καταφέρνεις; «Μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ(:Να παραιτηθείς) εἰδὼς(:γνωρίζοντας) ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος» (ἐκστρέφω, βγαίνω από τις τροχιές μου, κάνω άλλη κίνηση. Αν φερειπείν η συμπεριφορά ενός φαινομένου είναι δεξιόστροφος, να κάνω εγώ… θυμηθείτε από την Φυσική, αριστερόστροφη κίνηση. Δηλαδή το αντίθετο. Λέγεται ότι ο καρκίνος δεν είναι τι άλλο παρά η αντίθετος στροφή από εκείνη που κάνουν στη συμπεριφορά τους τα υγιή κύτταρα. Αυτό είναι ο αιρετικός. Είναι φοβερόν πράγμα). Και λέγει ο Απόστολος Παύλος ακόμη ότι είναι «ἀξιοκατάκριτος» ο άνθρωπος αυτός. Δηλαδή αθεράπευτος πια η υπερηφάνειά του και οδηγείται εις την απώλεια. Μιμούνται τον διάβολον, ο οποίος βεβαίως δεν πρόκειται ποτέ να μετανοήσει ο διάβολος.
Ακόμα βλέπομε εδώ κάτι πολύ σπουδαίο. Γιατί αυτό μας ενδιαφέρει. Διότι οι ίδιοι μόνοι τους ήσαν αυτοί που είναι, τότε δεν θα ενδιαφέρει και πάρα πολύ. Το θέμα είναι ότι ιδιοποιούνται τον λαό του Θεού. Παρασύρουν τον λαό του Θεού.
Ποιοι όμως μπορούσαν να είναι αυτοί και τι μπορούσαν να διδάσκουν; Βέβαια, σε αυτήν την περίπτωση στην ομιλία του στους πρεσβυτέρους της Εφέσου ο Απόστολος Παύλος δεν κάνει αναφορά σε ονόματα. Γνωρίζουμε όμως από τις επιστολές του τις ποιμαντικές στον Τιμόθεο, που ήτο επίσκοπος της Εφέσου, που τις γράφει τις επιστολές αυτές από τη Ρώμη ενώ είναι δέσμιος, ότι ο Παύλος δικαιώθηκε με αυτά που τους είχε πει. Και εκεί αναφέρονται ποιοι ήσαν αυτοί οι ψευδοδιδάσκαλοι. Εφέσιοι μάλιστα. Είναι ο Υμέναιος και ο Αλέξανδρος, ο Φύγελλος και ο Ερμογένης, ο Φιλητός και ο Διοτρεφής. Ακόμη αναφέρει ο Ευσέβιος στην Ιστορία του την εκκλησιαστική ότι στην Έφεσο είχε συναντήσει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής τον Κύρινθον. Έτσι έχομε επτά ονόματα Εφεσίων αιρετικών. Για τον Υμέναιο και για τον Αλέξανδρο, γράφει στην Α΄ του επιστολή προς Τιμόθεον ο Απόστολος Παύλος, προσέξτε γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικά, δεν αποτελούν στοιχεία Ιστορίας αλλά είναι στοιχεία τα οποία, ιστορικά μεν, πολλά όμως διδάσκοντα, διότι δεν πρωτοτυπούν οι αιρετικοί. Ό,τι έλεγαν τότε, λέγουν και σήμερα και θα λέγουν και αύριο και συνεπώς το θέμα μας ενδιαφέρει πολύ.
Σημειώνει λοιπόν εκεί ο Απόστολος Παύλος και λέει στον Τιμόθεο: «Περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν(Ώστε ο αιρετικός είναι ένας ναυαγός της πίστεως. Ναυαγός!) ὧν (εκ των οποίων … Συνεπώς όταν λέγει «ὧν», εκ των οποίων, προϋποθέτει περισσότερους αλλά αναφέρεται στους κυριότερους) ὧν ἐστιν Ὑμέναιος καὶ Ἀλέξανδρος, οὓς παρέδωκα τῷ σατανᾷ, ἵνα παιδευθῶσι μὴ βλασφημεῖν)». Τους απέκοψα από την Εκκλησία. Αυτό θα πει «τούς παρέδωκα τῷ σατανᾷ» Να είχαμε χρόνο να δείτε πόσο φοβερό πράγμα είναι αυτό το «παρέδωκα τῷ σατανᾷ». Φοβερόν. Δηλαδή είναι ο αφορισμός. «Τους αφόρισα», όπως θα λέγαμε σήμερα. Γιατί; Για να μη βλασφημούν.
Ώστε βλέπει κανείς ότι η αιρετική διδασκαλία είναι βλασφημία. Και είναι βλασφημία, διότι δεν αποδίδει τα ορθά. Και παν ό,τι δεν αποδίδει στον Θεό το ορθόν, αυτό είναι βλασφημία. Αν σας πουν ότι το παιδί που έχετε δεν είναι δικό σας, δεν είναι δικό σας το παιδί, δεν μου λέτε, δεν θα το θεωρούσατε αυτό βλασφημία και προσβολή; Εάν λοιπόν ο Άρειος, επί παραδείγματι έλεγε ότι ο Ιησούς δεν είναι υιός του Θεού, αλλά είναι κτίσμα, δεν είναι προσβολή; Δεν είναι βλασφημία; Το λέω για να καταλάβετε την έννοια του γιατί η αίρεσις είναι βλασφημία. Διά δε τον Υμέναιον και τον Φιλητόν, λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Καὶ ὁ λόγος αὐτῶν -η διδασκαλία τους η αιρετική- ὡς γάγγραινα νομὴν ἕξει· ὧν ἐστιν Ὑμέναιος καὶ Φιλητός, οἵτινες περὶ τὴν ἀλήθειαν ἠστόχησαν, λέγοντες τὴν ἀνάστασιν ἤδη γεγονέναι, καὶ ἀνατρέπουσι τήν τινων πίστιν». Δηλαδή ότι η διδασκαλία τους θα εξαπλωθεί σαν γάγγραινα. Γάγγραινα είναι μία πληγή η οποία εσάπισε και δεν έχει ποτέ την ελπίδα να κλείσει. Είδατε χαρακτηρισμό του Αποστόλου Παύλου; Γιατί είναι αθεράπευτο πράγμα. Η γάγγραινα είναι αθεράπευτο πράγμα.
Τι εδίδασκαν αυτοί; Ότι «η ανάστασις», έλεγαν, «έχει ήδη γίνει». Διότι ηρνούντο την ανάστασιν του σώματος. Και έμεναν εις την ανάστασιν …των ψυχών. Δηλαδή σε μία ηθική ανάστασιν, πνευματικήν ανάστασιν. Προσέξτε· αυτή τη στιγμή, πόσοι με ακούτε; Για να δείτε πόσο ενδιαφέροντας πράγματα είναι αυτά. Αν σας δώσω μία κόλλα χαρτί κι ένα μολύβι και σας πω: «Γράψτε μου σας παρακαλώ, βάλτε και το όνομά σας από πάνω, εσείς πώς πιστεύετε την ανάστασιν;». Είμαι σίγουρος, γιατί αυτό είναι το μεγάλο δυστύχημα της Εκκλησίας μας, που αγνοεί και πολλές φορές είμαστε εμείς υπεύθυνοι γιατί το εκκλησίασμα αγνοεί, θα γράφατε περί αναστάσεως των ψυχών. Και δεν θα κάνατε τίποτε άλλο παρά να γράφατε εκείνο το οποίον ήδη είχε πει στην εποχή του Παύλου ο Υμέναιος και ο Φιλητός. Για να δείτε πόσο κοντά μας είναι όλα αυτά τα πράγματα… «Και με τον τρόπον αυτόν», λέγει, «που κηρύσσουν ότι έγινε η ανάστασις των νεκρών και εννοούν πνευματική ανάστασιν, δηλαδή αναγέννησιν και όχι ανάστασι σωμάτων, κατά το «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» που λέμε στο Σύμβολο της ομολογίας της Πίστεως, ανατρέπουν μερικών την πίστιν». Ποίων; Εκείνων που δεν είναι θεμελιωμένοι.
Τι κάνει αλήθεια, αγαπητοί μου, τον αιρετικό να αποκλίνει από την αλήθειαν; Σας είπα. Η υπερηφάνεια. Αυτό είναι βασικό. Ακόμη, η προσπάθεια ερμηνείας της πίστεως με την λογικήν. Και όχι με την παράδοσιν της Εκκλησίας. Δεν αποδέχεσαι την αποκάλυψιν του Λόγου του Θεού. Πώς θα γίνει η ανάστασις των νεκρών; Ο Θεός το ξέρει. Ο Θεός είναι δυνατός. Αυτό μου δίδαξε ο Χριστός. Και με δίδαξε και με τη δική Του την ανάσταση. Το πώς θα γίνει, Εκείνος το ξέρει. Αν καθίσω και το λογικοποιήσω , θα πω, είναι αδύνατον να γίνει ανάσταση σωμάτων, γιατί τα σώματα λιώνουν στον τάφο. Συνεπώς πρέπει να πρόκειται περί αναστάσεως ηθικής, πνευματικής αναστάσεως των ανθρώπων. Ιδού πώς ξεκινάει κανείς και φθάνει στην αίρεση. Όταν λογικοποιήσει το δόγμα. Όταν το εντάξει μέσα στα λογικά κατηγορήματα εκείνο που αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού και είναι υπέρ λόγον. Λέγει ο Θεοδώρητος ότι ακόμη μία αιτία που κανείς δημιουργεί την αίρεσιν είναι «ὑποβάθρα πολλάκις ἀσεβείας ὁ διεφθαρμένος βίος». Όταν έχεις διεφθαρμένο βίο, προσπαθείς να προσαρμόσεις την πίστη σου ανάλογα με εκείνα που ζεις.
Προσέξτε αυτό. Πάρα πολλοί άνθρωποι λέγουν: «Δεν θα γίνει ανάστασις των νεκρών». Γιατί; Δεν τους συμφέρει. Κάποτε ένας φύλαρχος στην Αφρική, όταν άκουσε έναν ιεραπόστολο να κηρύσσει την ανάσταση των νεκρών, άρχισε να φωνάζει και να λέει: «Αδύνατον! Αδύνατον!». «Γιατί», του λέει ο ιεραπόστολος, «είναι αδύνατον;». «Και όλους αυτούς που εγώ σκότωσα, θα αναστηθούν;». Ιδού! Ιδού! Δηλαδή ότι η ηθική είναι εκείνη η οποία υπαγορεύει την άρνησιν ενός δόγματος. Κι όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Ὅταν γὰρ ᾖ βίος ἀπεγνωσμένος, καί δόγμα τίκτεται τοιοῦτον -δηλαδή όταν υπάρχει ένας βρώμικος τρόπος ζωής, τότε και ανάλογο δόγμα γεννάει- ἵνα γάρ μή φόβῳ τῶν μελλόντων βασανίζονται(για να μη βασανίζεται η συνείδησή τους από τον φόβο μιας κολάσεως) σπουδάζουσιν πεῖσαι τήν ψυχήν ὅτι ψευδῆ πάντα τά παρ’ ἡμῖν(σπεύδουν να πείσουν τον εαυτό τους ότι εκείνα που εμείς διδάσκουμε είναι ψέματα)». Υπάρχει κόλασις, αδελφέ. Δεν θες να διορθωθείς; Θέλεις να μείνεις στο ίδιο στην ίδια βάση; Μέσα στην αμαρτία σου; Στην επιμονή σου στην αμαρτία; Αρνείσαι την κόλαση. Και θα πεις: «Δεν υπάρχει κόλασις». Γιατί; Όταν δεν έχεις λόγους να πας στην κόλαση, γιατί να το αρνηθείς; Βλέπετε πόσο παίζει ρόλο ο τρόπος ζωής, ο τρόπος ζωής τον τρόπον του σκέπτεσθαι.
Αυτά βέβαια έχουν ισχύ πάντοτε μέσ’ την Εκκλησία. Σήμερα όμως μεσ’ την Εκκλησία, αγαπητοί μου, δρουν, πάντοτε δηλαδή, σήμερα ομοίως, γιατί το σήμερα μας ενδιαφέρει, πολλοί αιρετικοί. Σήμερα. 1989. Σήμερα. Επιτρέψατέ μου έτσι ενδεικτικώς να σας πω. Πρώτα πρώτα είναι ο Γνωστικισμός. Αυτός ποτέ δεν πέθανε· ο Γνωστικισμός. Στην εποχή μας έχει πάρα πολλήν έξαρσιν. Και στην πόλη μας υπάρχει κέντρον Γνωστικών. Ή, όπως λέγεται, «Κέντρον Γνωστικών Σπουδών». Τι είναι; Ο Γνωστικισμός είναι ένα ανακάτωμα πολλών πραγμάτων. Θρησκευτικών και φιλοσοφικών, ανοήτων και βλακωδών, αυθαιρέτων πραγμάτων, κατ’ επινόησιν ενός νοσηρού μυαλού. Όλα αυτά είναι ανακατεμένα. Και αποτελεί ο Γνωστικισμός, προσέξατέ το αυτό, το μεταφυσικό υπόβαθρον της Θεοσοφίας και του Μασωνισμού. Της Θεοσοφίας και του Μασωνισμού· το μεταφυσικόν υπόβαθρον είναι ο Γνωστικισμός. Χρησιμοποιεί την Αγίαν Γραφήν. Αλλά, εάν δείτε, κυκλοφορούν πάμπολλα, δεκάδες βιβλία κυκλοφορούν, χοντρά βιβλία, δεκάδες κυκλοφορούν, φρικώδης ερμηνεία της Αγίας Γραφής, φρικώδης· που είναι καθαρώς ειδωλολατρικό σύστημα και απόλυτα δαιμονικόν.
Ακόμη στην εποχή μας έχομε τον νεο-Νικολαϊτισμόν. Είναι Γνωστικής προελεύσεως. «Θέλεις να φθάσεις τον Θεό;». Είναι παλιός, στην εποχή του Ευαγγελιστού Ιωάννου· και σήμερα είναι. «Θέλεις να φθάσεις τον Θεό; Στην θέωση; Θα φθάσεις διαμέσου της ερωτικής πράξεως!». Είναι η λεγομένη «Νέο-ορθοδοξία». Τι είναι αυτή; Την ονόμασαν δήθεν, για να απελευθερωθούμε από μία τελματισμένη Ορθοδοξία. Κι έτσι φτιάχνουμε μία Νέο- ορθοδοξία, η οποία έχει τελείως ξένα στοιχεία μέσα της και δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια να πολιτικοποιήσουν τον Χριστιανισμόν. Έχει δοκιμαστεί αυτό εις την Νότιον Αμερικήν. Η δε πνευματική ζωή δεν είναι παρά επάνω σε ένα υπόβαθρο φιλελευθερισμού.
Είναι ακόμη ο αγαπισμός. Τι είναι ο αγαπισμός; Αυτό μυρίζει Οικουμενισμόν. Είναι… «ο Θεός είναι αγάπη, είναι αγάπη, είναι αγάπη…». Και παραμερίζουν την κρίσιν του Θεού. «Μη μιλάτε για την κρίση του Θεού. Μη μιλάτε για δαίμονες, φοβούνται οι άνθρωποι. Μιλάτε μόνο για την αγάπη». Αίρεσις είναι αυτό.
Είναι ο Οικουμενισμός. Αυτή η παναίρεσις, πραγματικά. Αυτή η χοάνη. Μέσα στην οποία χωνεύεται ο θρησκευτικός συγκρητισμός. Το ανακάτεμα των πάντων. Ακόμα και του Μουσουλμανισμού, του Μωαμεθανισμού και του Βουδισμού, μαζί με τον Χριστιανισμό κ.λπ.
Είναι ακόμη και ο Παπικός κόσμος με την Ουνία του, που είναι ο Δούρειος Ίππος του Ρωμαιοκαθολικισμού. Είναι ακόμη και η Χ.Ο.Ε. Έχομε στη Λάρισα Χ.Ο.Ε. · Χριστιανική Οργάνωση Ειρήνης. Είναι ο Δούρειος Ίππος του Προτεσταντισμού. Θέλετε ακόμη; Είναι και οι ανατολικές θρησκείες. Γιατί αναφέρομαι; Γιατί χρησιμοποιούν περίβλημα χριστιανικόν πολλές φορές.
Όλα αυτά προφανώς αποπροσανατολίζουν από την υγιά πίστη και τελικά αποκλείουν από τη σωτηρία.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζομε, αγαπητοί μου, ότι η αίρεσις κινείται επί τριών επιπέδων. Αυτό να το θυμόσαστε. Επί επιπέδου δογματικού. Όπως το δόγμα της Αγίας Τριάδος, όπως το θέμα της Χριστολογίας, το δόγμα της Χριστολογίας, της Ανθρωπολογίας, τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι ο Χριστός, τι είναι η σωτηρία, το θέμα της σωτηριολογίας κλπ.
Ακόμα, επί δευτέρου επιπέδου, που είναι ο πνευματικός βίος. Ο τρόπος με τον οποίοιν θα ερμηνεύσουμε και θα ζήσουμε το Ευαγγέλιον. Σταυρικός ή αντισταυρικός τρόπος; Εκκοσμικευμένη ζωή ή όχι; Είναι αίρεσις επί του πνευματικού βίου. Η αμνήστευσις της πορνείας, της μοιχείας, της εκτρώσεως… «Ε, και τι; Τι είναι η πορνεία;». Είναι αίρεσις επί πνευματικού επιπέδου.
Και τρίτον επίπεδον είναι επί του κοινωνικού. Δηλαδή η προσπάθεια της μεταβολής της παρούσης ζωής σε κοινωνικόν φαινόμενον. «Ο Παράδεισος είναι εδώ στη Γη. Και θα κάνουμε τη ζωή μας τέτοια που θα είναι εδώ ο Παράδεισος. Δεν υπάρχει άλλος Παράδεισος, ούτε άλλη κόλασις. Είναι, φερ΄ειπείν, τα καλά και τα κακά πολιτεύματα ο Παράδεισος ή η κόλασις». Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά άρνηση μιας μεταφυσικής πραγματικότητος. Έτσι, πάρα πολλά κοινωνικά συστήματα, πρέπει να σας πω, από μίαν άποψη, θρησκευτικώς είναι αίρεσις επί κοινωνικού επιπέδου.Ακόμα είναι η έννοια της Ελευθερίας! Όπως είναι και η έννοια του φεμινισμού. Είναι αιρέσεις επί κοινωνικού επιπέδου.
Αγαπητοί μου, αποτεινόμενος ο Απόστολος Παύλος προς τους πρεσβυτέρους της Εφέσου, τους λέγει: «Διό γρηγορεῖτε («Μένετε ξύπνιοι!»),μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον». «Να ενθυμείσθε, νύχτα-μέρα, τρία χρόνια, με δάκρυα καθόμουν και σας νουθετούσα και σας συνεβούλευα». Αυτό το «γρηγορεῖτε» είναι ο μέγας φράχτης που φυλάττει την Εκκλησία. Είναι εκείνος που θα φυλάττει και την κάθε ψυχή. Το «γρηγορεῖτε», μένετε ξύπνιοι. Μη λοιπόν, αγαπητοί μου, περιπέσουμε εις την ραθυμίαν, δηλαδή την πνευματική τεμπελιά, την άγνοια και την λήθη. Να έχουμε εγρήγορη ψυχή. Μη νυστάζομε πνευματικά. Ο εχθρός δεν νυστάζει. Αγρυπνεί. Ο Κύριος πολλές φορές μας είπε: «Γρηγορεῖτε οὖν · ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε». «Γρηγορείτε λοιπόν», λέει ο Κύριος. «Εκείνα τα οποία σας λέγω, σε όλους σας τα λέγω. Γρηγορείτε!». Το αντικείμενον που πρέπει να γρηγορούμε, είναι η ψυχή. Αφορά τη σωτηρία της· την αιωνία σωτηρία της. Γι΄αυτό λοιπόν αγαπητοί μου να γρηγορούμε, πάντοτε ανύστακτοι.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_440.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.