ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (27/10/2024)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ΛΟΥΚΑ
Β΄προς Κορινθίους, κεφάλαιο Θ΄, εδάφια 6-15
6Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει.7Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. 8 Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, 9 καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 10 Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· 11 ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
6 Και πρέπει να γνωρίζετε αυτό, ότι εκείνος που σπέρνει με τσιγκουνιά, με τσιγκουνιά και θα θερίσει. Κι εκείνος που σπέρνει άφθονα, άφθονα και θα θερίσει. 7 Ο καθένας ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του, χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται˙ διότι ο Θεός αγαπά εκείνον που δίνει με προθυμία και χαρούμενο πρόσωπο. 8 Και ο Θεός έχει τη δύναμη να σας δώσει υπεράφθονη κάθε χάρη: και τη χάρη δηλαδή της προθυμίας να εισφέρετε γενναία, και τη χάρη των υλικών αγαθών, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις κι έτσι να κάνετε με το παραπάνω κάθε καλό έργο. 9 Κι έτσι να γίνει και με σας εκείνο που λέει η Αγία Γραφή: «Μοίρασε άφθονα, έδωσε στους φτωχούς˙ και η αρετή του από τις αγαθοεργίες του μένει για πάντα».
10 Και ο Θεός που χορηγεί άφθονο σπόρο σε εκείνον που σπέρνει, και άρτο για να τρώμε, ας χορηγήσει κι ας πληθύνει τα υλικά αγαθά σας κι ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας, 11 ώστε να γίνεστε πλούσιοι σε καθετί, σε κάθε είδος γενναιοδωρίας, για την οποία θα αναπέμπουν ευχαριστίες στον Θεό αυτοί που θα πάρουν από εμάς τους Αποστόλους τις συνεισφορές σας που θα τους μεταφέρουμε. 12Διότι η διακονία της φιλάνθρωπης, ευεργετικής και ιερής αυτής υπηρεσίας όχι μόνο φθάνει με το παραπάνω για τις ανάγκες των Χριστιανών, αλλά και δημιουργεί πληθώρα ευχαριστιών προς τον Θεό. 13 Κι αυτό συμβαίνει, επειδή αυτοί που ευεργετούνται από σας, με τη διακονία αυτή της ελεημοσύνης σας, αποκτούν πείρα για το ποιοι είστε, και δοξάζουν τον Θεό για την υποταγή στην ομολογία της πίστεώς σας στο Ευαγγέλιο του Χριστού και για τη γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις ανάγκες, τόσο τις δικές τους, όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών. 14 Και αυτοί με προσευχή και δέηση προς τον Θεό σας ποθούν πολύ, εξαιτίας της υπερβολικής χάρης που σας έδωσε ο Θεός. 15 Ας ευχαριστούμε λοιπόν τον Θεό για τη δωρεά Του, το μέγεθος της οποίας δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο Η΄, εδάφια 41-56
41Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
49 ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
52 Ἒκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. 53 Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
41Τότε ήλθε στον Ιησού κάποιος άνθρωπος που ονομαζόταν Ιάειρος και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Και αφού έπεσε γονατιστός κοντά στα πόδια Του, Τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του,42 διότι είχε μία μονάκριβη κόρη περίπου δώδεκα χρόνων που βρισκόταν στα τελευταία της και πέθαινε. Και την ώρα που ο Ιησούς πήγαινε στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη του λαού Τον περιέβαλλαν ασφυκτικά και Τον πίεζαν. 43 Τότε λοιπόν κάποια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία εδώ και δώδεκα χρόνια, η οποία μαζί με τα άλλα βάσανα της αρρώστιας της είχε ξοδέψει και όλη την περιουσία της σε γιατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευτεί από κανέναν,44 αφού πλησίασε τον Ιησού από πίσω, ώστε να μην την αντιληφθεί κανείς, επειδή ντρεπόταν να γίνει φανερή η αρρώστιά της, άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός Του κι αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της.45 Τότε είπε ο Ιησούς: «Ποιος με άγγιξε;». Και επειδή όλοι οι τριγύρω αρνούνταν, είπε ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές που ήταν μαζί Του: «Διδάσκαλε, τα πλήθη του λαού σε περικύκλωσαν και σε πιέζουν ασφυκτικά˙ κι εσύ λες, ποιος με άγγιξε;». 46 Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη θαυματουργική».47 Όταν λοιπόν η γυναίκα είδε ότι δεν μπόρεσε να κρυφτεί και δεν ξέφυγε από τον Ιησού αυτό που έκανε, ήλθε τρέμοντας από το φόβο της, κι αφού έπεσε γονατιστή μπροστά Του, Του διηγήθηκε μπροστά σε όλο το πλήθος του λαού για ποια αιτία τον άγγιξε και πως θεραπεύτηκε αμέσως. 48 Τότε ο Ιησούς της είπε: «Έχε θάρρος, κόρη μου, η πεποίθηση που είχες ότι θα έβρισκες την υγεία σου αν με άγγιζες, αυτή η πίστη σου σε έχει θεραπεύσει. Πήγαινε στο καλό, ειρηνική και ελεύθερη από κάθε ανησυχία που δοκίμαζες πιο πριν εξαιτίας της ασθενείας σου».
49 Κι ενώ μιλούσε ακόμη ο Ιησούς, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του είπε: «Πέθανε η κόρη σου˙ μην κουράζεις άλλο και μην ενοχλείς πια τον Διδάσκαλο».50 Ο Ιησούς όμως, μόλις άκουσε την είδηση αυτή, του είπε: “Μην φοβάσαι, μόνο συνέχισε να πιστεύεις και θα σωθεί η κόρη σου απ’ τον θάνατο”.51 Κατόπιν, όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, δεν άφησε να μπει κανείς άλλος στο δωμάτιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα. 52 Στο μεταξύ όλοι έκλαιγαν και χτυπούσαν τα στήθη τους και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε˙ δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». 53 Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι είχε πεθάνει. 54 Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: «Κόρη, σήκω επάνω». 55 τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της. 56 Οι γονείς της έμειναν εκστατικοί και κυριεύτηκαν από βαθύ και μεγάλο θαυμασμό. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε την εντολή να μην πουν σε κανέναν αυτό που έγινε, για να μην ερεθίζεται ο φθόνος των εχθρών Του.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ[:Β΄Κορ. 9,6-11]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει (:Και πρέπει να γνωρίζετε και αυτό, ότι εκείνος που στο χωράφι του σπέρνει με τσιγκουνιά λιγοστό σπόρο, θα θερίσει και λίγο σιτάρι, ενώ εκείνος που σπέρνει άφθονο σπόρο, άφθονα και θα θερίσει)»[Β΄Κορ. 9,6].
[…] Ο Απόστολος Παύλος, μιλώντας στο σημείο αυτό για τους καρπούς της ελεημοσύνης δεν χρησιμοποίησε για εκείνον που διστάζει να δώσει απλόχερα σε όσους έχουν ανάγκη, τη φράση :«Εκείνος που με μικροπρέπεια σπέρνει στο χωράφι του λιγοστό σπόρο», αλλά χρησιμοποίησε εντονότερη και ηχηρότερη έκφραση, αναφέροντας τη φράση: «Εκείνος που με τσιγκουνιά σπέρνει στο χωράφι του λιγοστό σπόρο». Και ονόμασε «σπόρο» την πράξη της ελεημοσύνης, για να πάει αμέσως ο νους σου στην ανταπόδοση και αφού κατανοήσεις το ποια είναι η συγκομιδή, θα μάθεις ότι παίρνεις περισσότερα από όσα δίνεις. Γι’ αυτό δεν είπε «εκείνος που δίνει», αλλά «εκείνος που σπέρνει» και δεν είπε «εσείς αν σπείρετε», αλλά χρησιμοποιεί λόγο που αναφέρεται σε όλους γενικά που «σπέρνουν» με αυτόν τον τρόπο. Και δεν είπε ότι θα λάβει «με αφθονία», αλλά «σαν ευλογία» που είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό.
Και πάλι στο προηγούμενο που είχε πει καταφεύγει, στο να δίνεται ως ελεημοσύνη στους φτωχούς ό,τι ευχαριστεί τον καθένα, λέγοντας: «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία(:Ο καθένας ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του να δώσει)»· γιατί καθένας κάνει κάτι πολύ περισσότερο όταν είναι ελεύθερος, παρά όταν αναγκάζεται. Γι’ αυτό ασχολείται αρκετά με αυτό· γιατί, αφού είπε «Ας δίνει ελεύθερα ό,τι έχει διάθεση η καρδιά του», πρόσθεσε: «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης (:χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται)». Και δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά παρουσιάζει και μαρτυρία από τη Γραφή, λέγοντας: «Ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός(:Γιατί ο Θεός αγαπά εκείνον που δίνει με προθυμία και με χαρούμενο πρόσωπο)»[Πρμ.22,8].
Είδες ότι συνέχεια αυτό αναφέρει; Λέγει: «Όχι ως διαταγή το λέω αυτό» και «γνώμη σας δίνω σχετικά με αυτό» και να το δίνετε «σαν αυθόρμητη προσφορά και όχι αναγκαστική». Επίσης: «Μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης ·ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός(:Όχι με λύπη ή από ανάγκη· διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλοσύνη και γλυκύτητα”)»[Β΄Κορ.9,7]. Στο σημείο αυτό νομίζω ότι «ἱλαρὸν» ονομάζει τον ανοιχτοχέρη, αλλά ο Παύλος το είπε έτσι με την έννοια της πρόθυμης προσφοράς. Επειδή δηλαδή το παράδειγμα των Μακεδόνων που προαναφέρθηκε στην επιστολή καθώς και όλα τα άλλα, μπορούσαν να οδηγήσουν σε αφθονία εισφορών, δεν λέγει πολλά γι’ αυτήν, αλλά για το ότι πρέπει να δίνουμε αυθόρμητα· γιατί, αφού η ελεημοσύνη είναι έργο αρετής, και καθετί που γίνεται αναγκαστικά μειώνει τον μισθό, σωστά ενεργεί ο Παύλος κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Και δεν τους συμβουλεύει μονάχα, αλλά και εύχεται, πράγμα που το κάνει πάντοτε, λέγοντας: «Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς(:Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας δώσει υπεράφθονη κάθε χάρη· και τη χάρη δηλαδή της προθυμίας να εισφέρετε γενναία, και τη χάρη των υλικών αγαθών)»[Β΄Κορ.9,8]. Με την ευχή αυτή προσπαθεί να εξουδετερώσει κάποια σκέψη, που αντιστέκεται στη γενναιοδωρία, πράγμα που εμποδίζει και τώρα πολλούς. Γιατί πολλοί φοβούνται να δώσουν ελεημοσύνη, λέγοντας μέσα τους: «Μήπως έτσι γίνω φτωχός, μήπως έτσι εγώ βρεθώ σε ανάγκη και χρειαστώ κάποτε άλλους;». Θέλοντας λοιπόν να εξαλείψει αυτόν τον φόβο, προσθέτει την ευχή και λέγει: «Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς(:Κάθε ευεργεσία ας συσσωρεύσει περίσσια, άφθονη κάθε χάρη σε σας εκ μέρους του Θεού)». Όχι απλώς να σας δώσει, αλλά «με μεγάλη περίσσεια». Και τι σημαίνει «χάριν περισσεῦσαι»; «Να σας γεμίσει», λέει, «με τόσα αγαθά, ώστε να είναι δυνατό να περισσεύουν γι’ αυτή τη γενναιοδωρία. Για να έχετε παντού και πάντοτε όλα τα αναγκαία και να σας περισσεύουν και για αγαθοεργίες».
Πρόσεχε ότι και στην ευχή του αυτή ακόμη διακρίνεται πολλή φιλοσοφικότητα. Δεν εύχεται πλούτο και περισσεύματα, αλλά «πᾶσαν αὐτάρκειαν(:Να είστε πάντοτε σε όλα τα απαραίτητα τελείως αυτάρκεις)»[Β΄Κορ.9,8]. Και δεν είναι μόνο αυτό που πρέπει να θαυμάζουμε, αλλά και το ότι, όπως δεν ευχήθηκε τα περιττά, έτσι και δεν τους στενοχωρεί, ούτε τους αναγκάζει να δώσουν από το υστέρημά τους, αλλά δείχνει κατανόηση για την περίπτωση αυτή και ζητάει να έχουν τα απαραίτητα, δείχνοντας ότι δεν πρέπει να σπαταλούμε τα δώρα του Θεού· «ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν»: «Ώστε να είστε», λέγει, «πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις κι έτσι να κάνετε με το παραπάνω κάθε καλό έργο». «Γι’ αυτό», λέγει, «ζητώ να έχετε τα απαραίτητα, για να δίνετε και σε άλλους». Και δεν είπε απλώς «να δίνετε», αλλά «να δίνετε ανοιχτόχερα». Για τα υλικά πράγματα ζητάει να έχουν αυτάρκεια, ενώ για τα πνευματικά να έχουν και περίσσευμα, όχι μόνο για την ελεημοσύνη, αλλά και για όλα τα άλλα· γιατί αυτό σημαίνει η φράση «για κάθε έργο αγαθό».
Έπειτα, επιστρατεύοντας ένα επιχείρημα που θα τους ωθήσει σε γενναιόδωρη προσφορά, επικαλείται για σύμβουλό τους τον προφητάνακτα Δαυίδ και λέγει: «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν. Ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:Σκόρπισε άφθονα τις ελεημοσύνες του, έδωσε στους πτωχούς· η αρετή του μένει και διαλαλείται πάντοτε)»[Ψαλμ.111,9]. Αυτό σημαίνει «Δίνετε με απλοχεριά». Γιατί η λέξη «σκόρπισε» δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά το ότι έδωσε με απλοχεριά. Γιατί αν και αυτά δεν μένουν, μένουν όμως στην αιωνιότητα τα αγαθά που προκύπτουν από αυτά που κάποτε δόθηκαν. Γιατί αυτό είναι το αξιοθαύμαστο: αν τα κρατάμε, χάνονται, αν τα σκορπίζουμε, μένουν, και μένουν αιώνια. «Δικαιοσύνη» εδώ ονόμασε τη φιλανθρωπία· γιατί, όταν ξεχύνεται απλόχερα, εξαφανίζει σαν φωτιά τα αμαρτήματα και μας κάνει δικαίους.
Ας μην είμαστε λοιπόν τσιγκούνηδες, αλλά ας σπέρνουμε με απλοχεριά. Δεν βλέπεις πόσα δίνουν άλλοι στους μίμους και στις πόρνες; Δώσε στο Χριστό τα μισά από όσα δίνουν εκείνοι στους χορευτές του δρόμου. Δώσε εσύ στους πεινασμένους τόσα, όσα από εγωισμό δίνουν εκείνοι στους θεατρίνους. Εκείνοι καλύπτουν με άφθονο χρυσό το σώμα των πορνών, και εσύ δεν καλύπτεις ούτε με ένα φθηνό ρούχο τη σάρκα του Χριστού, αν και την βλέπεις γυμνή; Ποιας συγνώμης είναι αυτό άξιο, πόσης τιμωρίας δεν είναι άξιο, όταν εκείνος προσφέρει τόσα πράγματα στη γυναίκα που τον καταστρέφει και τον ντροπιάζει, ενώ εσύ δεν προσφέρεις σχεδόν τίποτα σε εκείνον που σε σώζει και σε κάνει εκλεκτό; Αλλά ξοδεύοντας για την κοιλιά σου βέβαια και για να μεθάς και για να κάνεις ασωτίες, δεν σκέπτεσαι καθόλου τη φτώχεια· αν όμως χρειαστεί να βοηθήσεις φτωχό, γίνεσαι τάχα φτωχότερος από όλους. Και τρέφοντας βέβαια παράσιτους κα κόλακες, σαν να δαπανάς από πηγές, τόσο πολύ χαίρεσαι, όταν όμως συναντήσεις φτωχό, τότε σε κυριεύει ο φόβος να μη γίνεις φτωχός.
Γι’ αυτό θα κατακριθούμε τότε και από τους εαυτούς μας και από τους άλλους, και τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Γιατί θα σε ρωτήσει ο Κριτής: «Γιατί δεν έγινες τόσο γενναιόδωρος εκεί που έπρεπε;». Αυτός έδινε στην πόρνη και δεν υπολόγιζε όσα έδινε, και εσύ, προσφέροντας κάτι στον Κύριο, που είπε «να είσαι αμέριμνος»[βλ. Ματθ.6,24: «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;(:Η καρδιά σας λοιπόν πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στον Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψτε τη ρίζα της πλεονεξίας˙ και μη φροντίζετε με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυμα θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει κα τα κατώτερα, την τροφή δηλαδή και το ένδυμα)»], είσαι γεμάτος από φόβο και τρόμο; Ποιας συγνώμης θα ήσουν άξιος; Αφού κάθε άνθρωπος που βοηθούμε δεν αδιαφορεί, αλλά ανταποδίδει την ευεργεσία, πολύ περισσότερο θα μας την ανταποδώσει ο Χριστός. Εκείνος, που και χωρίς να περιμένει να πάρει κάτι πίσω από εμάς, μας δίνει πλουσιοπάροχα καθημερινά τα αγαθά Του, πώς δεν θα δώσει όταν πάρει κιόλας από εμάς όποτε κάνουμε ελεημοσύνη στους φτωχούς;
Αλλά θα πεις: «Τι γίνεται με εκείνους που πρόσφεραν πολλά και, επειδή δεν είχαν καμία ανταπόδοση, ζητιανεύουν από άλλους;». Μιλάς για εκείνους που πρόσφεραν τα πάντα, ενώ εσύ δεν δίνεις ούτε οβολό. Υποσχέσου πως θα δώσεις τα πάντα και τότε ρώτα για εκείνους. Όσο καιρό όμως είσαι τσιγκούνης και δίνεις λίγα από τα υπάρχοντά σου, τι μου προβάλλεις δισταγμούς και προφάσεις; Εμείς δεν σου ζητάμε να φτάσεις στην πιο ψηλή κορυφή της ακτημοσύνης, αλλά σε συμβουλεύουμε να περιορίζεις τα περιττά και να επιδιώκεις μόνο την αυτάρκεια. Η αυτάρκεια καθορίζεται από την ύπαρξη των αγαθών εκείνων, που είναι απαραίτητα για να ζει κανείς. Κανένας δεν θέλει να σου αφαιρέσει αυτά, κανένας δεν σου στερεί την καθημερινή τροφή. Τροφή, όχι τρυφή, όχι απολαύσεις. Ρούχα, όχι στολίδια. Ή καλύτερα, αν εξετάσει κανείς το πράγμα με προσοχή, αυτό προπάντων είναι τρυφή. Πρόσεχε.
Ποιος μπορούμε να πούμε ότι ζει περισσότερο απολαυστικά, εκείνος που τρώει χόρτα και είναι υγιής και δεν παθαίνει τίποτε δυσάρεστο, ή εκείνος που έχει συβαρίτικο τραπέζι[:οι κάτοικοι της αρχαίας Σύβαρης, πόλης της κάτω Ιταλίας, ήταν ξακουστοί για την μεγάλη τρυφή της ζωής τους] και είναι γεμάτος αρρώστιες; Όποιος μπορεί να αρκείται στα όσπρια και να είναι υγιής, ας μη ζητάει τίποτε παραπάνω, ενώ ο πιο αδύναμος που έχει ανάγκη από χορταρικά, ας τρώει. Αν είναι κανένας ακόμη πιο αδύναμος, και έχει ανάγκη από μια μέτρια ποσότητα κρεάτων, δεν θα τον εμποδίσουμε και αυτόν. Γιατί δεν δίνουμε αυτές τις συμβουλές για να εξοντώσουμε και να καταστρέψουμε τους ανθρώπους, αλλά για να περιορίσουμε τα περιττά. Και είναι περιττό, ό,τι είναι περισσότερο από το απαραίτητο. Όταν μπορούμε να ζούμε υγιεινά και με αξιοπρέπεια με κάποια αγαθά, είναι περιττό, ό,τι προστεθεί σε αυτά.
Το ίδιο πρέπει να σκεπτόμαστε και για τα ρούχα και για το φαγητό και για την κατοικία και για όλα τα άλλα, και να ζητούμε πάντοτε τα απαραίτητα. Γιατί το περιττό δεν είναι ωφέλιμο. Όταν μελετήσεις την αυτάρκεια, τότε αν θελήσεις να μιμηθείς τη χήρα που έδωσε το μοναδικό της δίλεπτο στο κουτί για τους φτωχούς, θα σε ανεβάσουμε πιο ψηλά από τα υλικά αγαθά· γιατί δεν θα αποχτήσεις ποτέ τη φιλοσοφικότητα της γυναίκας αυτής, όσο θα φροντίζεις για την αυτάρκεια· γιατί η χήρα ανέβηκε ψηλότερα από την αυτάρκεια, αφού πρόσφερε όλα όσα ήταν απαραίτητα να τη διαθρέψουν. Θα έχεις λοιπόν ακόμη δισταγμούς για τα απαραίτητα και δεν θα ντρέπεσαι να είσαι κατώτερος από μια γυναίκα, αφού όχι μόνο δεν φροντίζεις να τη μιμηθείς, αλλά έχεις και τεράστια διαφορά από αυτή; Γιατί εκείνη δεν είπε αυτά που λέτε εσείς, δηλαδή «τι θα γίνω αν μοιράσω τα πάντα και αναγκαστώ να ζητώ από άλλους», αλλά με γενναιοδωρία έδωσε όλα τα υπάρχοντά της. Και τι θα μπορούσε να πει επίσης κανείς για εκείνη τη γυναίκα της Παλαιάς Διαθήκης, τη χήρα στην πόλη Σαρεπτά της Σιδωνίας, που έζησε την εποχή του προφήτη Ηλία; Εκείνη κινδύνευε όχι μόνο να γίνει φτωχή, αλλά και να πεθάνει και να χαθεί όχι μόνο η ίδια, αλλά και τα παιδιά της. Γιατί δεν περίμενε να της δώσει κανένας αλλά θα πέθαινε αμέσως. Είδε όμως τον προφήτη, λέγει η Γραφή, και αμέσως έγινε γενναιόδωρη[βλ. Γ΄Βασ. 17,8-16]. Εσείς δεν βλέπετε χιλιάδες αγίους; Και τι λέγω, αγίους; Βλέπετε να σας παρακαλεί ο Κύριος των προφητών και, παρόλα αυτά, δεν αποφασίζετε να γίνετε φιλάνθρωποι· και ενώ έχετε αποθήκες που ξεχειλίζουν η μία μέσα στην άλλη, όμως δε δίνετε ούτε από το περίσσευμά σας.
Τι λες; Ότι είχε μπροστά της η χήρα αυτή έναν προφήτη και αυτό την έπεισε να γίνει τόσο μεγαλόψυχη; Αυτό ακριβώς είναι πολύ αξιοθαύμαστο, ότι δηλαδή πείστηκε ότι αυτός είναι μεγάλος και θαυμαστός. Γιατί, πώς δε σκέφτηκε όσα είναι φυσικό να σκεφτεί γυναίκα αλλόφυλη και απολίτιστη, ότι: «αν ήταν προφήτης, δεν θα είχε την ανάγκη μου; Αν ήταν φίλος του Θεού, δεν θα τον παρέβλεπε Εκείνος. Έστω ότι οι Ιουδαίοι τιμωρούνται για τις αμαρτίες τους, αυτός όμως από πού και γιατί;». Δεν σκέφτηκε όμως τίποτα από αυτά, αλλά του άνοιξε το σπίτι της, και πριν από το σπίτι την καρδιά της, και έβαλε στη μέση ό,τι είχε και, νικώντας τη φύση και αδιαφορώντας για τα παιδιά της, προτίμησε από όλα τον προφήτη. Σκέψου λοιπόν πόσο μεγάλη θα είναι η τιμωρία μας, όταν αντέχουμε λιγότερο και έχουμε λιγότερη δύναμη από γυναίκα χήρα, πτωχή, αλλόφυλη, απολίτιστη μητέρα παιδιών, που δεν ήξερε τίποτε από όσα ξέρουμε εμείς. Γιατί δεν είμαστε καθόλου γενναίοι, αν έχουμε το σώμα μας δυνατό· καθόσον γενναίος είναι μόνο εκείνος που έχει δύναμη ψυχική, έστω και αν είναι κατάκοιτος στο κρεβάτι. Χωρίς τη δύναμη αυτή, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό είναι δυνατότερος από ένα μικρό κοριτσάκι και μία ταλαίπωρη γριούλα ακόμη και αν μετακινεί όρος με τη σωματική του δύναμη. Αυτός αντιπαλεύει με άυλα κακά, ενώ ο άλλος δεν μπορεί ούτε να τα αντικρύσει.
Και για να μάθεις ότι αυτό είναι το κριτήριο της γενναιότητας, βγάλε το συμπέρασμα από αυτό το ίδιο το παράδειγμα. Τι θα μπορούσε να υπάρξει ανδρειότερο από αυτό το ίδιο το παράδειγμα; Τι θα μπορούσε να υπάρξει ανδρειότερο από αυτή τη γυναίκα που στάθηκε γενναία και αναδείχτηκε πιο δυνατή από όλους απέναντι και στη δύναμη της ανθρώπινης φύσης, και στον εξαναγκασμό της πείνας και στην απειλή του θανάτου; Άκουσε λοιπόν πώς την προβάλλει ο Χριστός· γιατί λέγει: «Ἐπ᾿ ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἠλιοὺ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα χήραν(:Σας λέω επίσης αληθινά ότι πολλές χήρες υπήρχαν την εποχή του Ηλία στο ισραηλιτικό έθνος, όταν κλείστηκε ο ουρανός και δεν έβρεξε για τρία χρόνια και έξι μήνες, και είχε πέσει τότε μεγάλη πείνα σε όλη τη γη της Παλαιστίνης˙ ο Θεός όμως σε καμία απ’ αυτές τις γυναίκες των Ιουδαίων δεν έστειλε τον Ηλία παρά μόνο στα Σάρεπτα της Σιδωνίας σε μια γυναίκα χήρα, ξένη και άγνωστη σε αυτόν)» [Λουκά 4,25].
Να πω κάτι μεγάλο και καταπληκτικό; Αυτή έκαμε στον τομέα της φιλοξενίας κάτι περισσότερο από τον Αβραάμ· γιατί δεν έτρεξε σε αγέλη όπως εκείνος, αλλά με την μικρή παλάμη της ξεπέρασε όλους τους ξακουστούς για τη φιλοξενία τους. Εκείνος έβγαινε νικητής, γιατί έταξε σκοπό του αυτό, ενώ εκείνη βγήκε νικήτρια, γιατί δεν λυπήθηκε ούτε τα παιδιά της για να περιποιηθεί τον ξένο και μάλιστα χωρίς να προσδοκά ουράνια αγαθά. Εμείς αντίθετα, αν και έχουμε μπροστά μας τη βασιλεία των ουρανών, αν και κινδυνεύουμε να πάμε στην κόλαση, και το σπουδαιότερο, αν και ο Θεός έκαμε τόσα πολλά για τη σωτηρία μας και ευφραίνεται και χαίρεται γι’ αυτή, βρισκόμαστε σε αδράνεια.
Μη, παρακαλώ. Ας μοιράσουμε απλόχερα, ας δώσουμε στους φτωχούς όσα πρέπει να τους δώσουμε· γιατί ο Θεός δεν κρίνει μικρή ή μεγάλη τη συνεισφορά στους φτωχούς, με κριτήριο την ποσότητά της, αλλά με κριτήριο την περιουσία του δωρητή. Πολλές φορές δηλαδή εσύ, που πρόσφερες εκατοντάδες κιλά χρυσού, πρόσφερες λιγότερα από κάποιον που πρόσφερε έναν οβολό, αφού εσύ πρόσφερες από το περίσσευμά σου. Πλην όμως έστω και έτσι δίνε και γρήγορα θα δώσεις περισσότερα.
Σκόρπισε χρήματα, για να απολαύσεις φιλανθρωπία· γιατί αυτή δεν θέλει να συνυπάρχει με τα χρήματα. Συνυπάρχει με την προσφορά τους, όχι με την παρουσία τους. Δεν είναι δυνατόν να συγκατοικούν η φιλοχρηματία και η φιλανθρωπία. Οι σκηνές τους είναι χωριστές. Μην αγωνίζεσαι λοιπόν να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα. Διώξε τη βασανιστική φιλαργυρία, αν θέλεις να κερδίσεις τη βασίλισσα· γιατί η φιλανθρωπία είναι η βασίλισσα, που από δούλους μάς μεταβάλλει σε ελεύθερους. Το αντίθετο κάνει η άλλη. Γι’ αυτό ας φροντίσουμε με πολλή προθυμία να αποφύγουμε τη μια και να καλοδεχόμαστε την άλλη, για να κερδίσουμε εδώ στη γη την ελευθερία μας και αργότερα τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να κερδίσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΟΜΙΛΙΑ Κ΄
«Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν(:Και ο Θεός, ο οποίος παρέχει σε αφθονία σπόρο στον γεωργό που σπέρνει, και ψωμί για τροφή όλων μας, είθε να χορηγήσει, να ευλογήσει και να πληθύνει τη σπορά των χωραφιών σας και τα άλλα υλικά αγαθά σας και να αυξήσει έτσι τους καρπούς της αγάπης, της καλοσύνης και της αγαθοεργίας σας προς τους άλλους)»[Β΄Κορ.9,10].
Προπάντων απ’ αυτό θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς τη σύνεση του Παύλου, επειδή αφού προέτρεψε με τα πνευματικά και με τα υλικά αγαθά, κάνει το ίδιο και με την ανταπόδοση, μιλώντας για την αμοιβή της καθεμιάς. Η φράση δηλαδή «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν. ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα(:Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η φιλανθρωπία του μένει αιώνια)» αναφέρεται στην πνευματική αμοιβή. Αντίστοιχα, η φράση: «Πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν (:Είθε να πληθύνει τον σπόρο σας)» δείχνει την υλική ανταπόδοση. Δεν σταματάει όμως εδώ, αλλά ξαναγυρίζει στα πνευματικά και το παραλληλίζει συνέχεια· γιατί η φράση: «Αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν (:Ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας)» είναι η πνευματική αμοιβή. Κάνοντας αυτά, διανθίζει τον λόγο, ξεριζώνει τη δειλή και ανόητη εκείνη σκέψη και διαλύει με πολλούς τρόπους τον φόβο της φτώχειας και μάλιστα και με παράδειγμα τωρινό. Γιατί, αφού ο Θεός δίνει σε εκείνους που σπέρνουν τη γη, αφού παρέχει άφθονα εκείνα που τρέφουν το σώμα, πολύ περισσότερα δίνει σε εκείνους που καλλιεργούν τον ουρανό, σε εκείνους που μεριμνούν για την ψυχή· γιατί γι’ αυτά θέλει να φροντίζουμε περισσότερο. Αυτό δεν το εκφράζει ούτε με συλλογισμό, ούτε με τον τρόπο που το είπα εγώ, αλλά με μορφή ευχής και έτσι γίνεται φανερός ο συλλογισμός και τους κάνει να ελπίζουν περισσότερο όχι μόνο με όσα διαπιστώνει ότι γίνονται, αλλά και με όσα εύχεται. «Είθε να χορηγήσει», λέει, «και να πληθύνει το σπόρο σας και να αυξήσει τους καρπούς της φιλανθρωπίας σας».
Και εδώ υπονοεί πάλι την πλούσια αμοιβή, επειδή το «είθε να πληθύνει και να αυξήσει», αυτό το νόημα έχει. Συγχρόνως όμως δεν επιτρέπει να επιζητούμε τίποτα περισσότερο από τα αναγκαία· γιατί αυτό σημαίνει η φράση «ψωμί για τροφή». Και ασφαλώς πρέπει κανείς να τον θαυμάσει και γι’ αυτό, που το ανέπτυξε και προηγουμένως: ότι δηλαδή στα απαραίτητα δεν επιτρέπει να προστεθεί τίποτα περισσότερο από τα αναγκαία, ενώ τα πνευματικά συμβουλεύει να τα έχουμε με πολλή περίσσεια. Γι’ αυτό είπε και παραπάνω: «ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν (:για να έχετε αυτάρκεια και να δίνετε απλόχερα για κάθε καλό έργο)». Ενώ εδώ λέγει: «Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν (:Εκείνος που χορηγεί άρτο για να τρώμε, ας χορηγήσει και ας πληθύνει τον σπόρο σας)», δηλαδή τον πνευματικό. Και δεν ζητάει απλώς ελεημοσύνη, αλλά απλόχερη ελεημοσύνη. Γι’ αυτό την ονομάζει συνεχώς «σπόρο». Επειδή όπως ο σπόρος που πέφτει στη γη κάνει καταπράσινα τα χωράφια, έτσι και η ελεημοσύνη παράγει πολλούς καρπούς φιλανθρωπίας και δημιουργεί αξιοθαύμαστα επακόλουθα.
Και αφού ευχήθηκε τόσο μεγάλη αφθονία, δείχνει πού πρέπει να την ξοδέψουν, λέγοντας: «Ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ (: Ώστε να γίνεστε πλούσιοι σε καθετί, σε κάθε είδος γενναιοδωρίας, για την οποία θα αναπέμπουν ευχαριστίες στον Θεό αυτοί που θα πάρουν από εμάς τους Αποστόλους τις συνεισφορές σας που θα τους μεταφέρουμε)»[Β΄Κορ.9,11]. Όχι για να ξοδεύετε εκεί που δεν πρέπει, αλλά εκεί που είναι ευχάριστο για τον Θεό· γιατί ο Θεός μας επιτρέπει να έχουμε εξουσία σε μεγάλα πράγματα. Κράτησε τα μικρότερα για τον εαυτό Του και έδωσε σε εμάς τα μεγαλύτερα. Εκείνος δηλαδή έχει εξουσία στην υλική τροφή, ενώ για την νοητή άφησε την εξουσία σε εμάς· γιατί εμείς έχουμε την εξουσία να δείξουμε πράσινα τα χωράφια της ψυχής μας, επειδή δεν έχουν ανάγκη ούτε από βροχές ούτε από κατάλληλες καιρικές συνθήκες, αλλά μόνο από ηθική βούληση, που μπορεί να ανεβεί ακόμη και στον ουρανό. Την απλοχεριά την ονομάζει εδώ «ἁπλότητα» , που παράγει με τα ανθρώπινα έργα ευχαριστία στον Θεό. Επομένως, η ενέργεια αυτή δεν είναι μόνο ελεημοσύνη, αλλά και αιτία πολλής ευχαριστίας, ή καλύτερα όχι μόνο ευχαριστίας, αλλά και πολλών άλλων.
Συνεχίζοντας την επιστολή το αναφέρει για να δείξει ότι είναι πολλά τα ευεργετικά αποτελέσματα κα να τους κάνει με αυτόν τον τρόπο πιο πρόθυμους. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα πολλά; Άκουσε που τα λέγει: «Ὃτι ἡ διακονία τῆς λειτουργίας ταύτης οὐ μόνον ἐστὶ προσαναπληροῦσα τὰ ὑστερήματα τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ περισσεύουσα διὰ πολλῶν εὐχαριστιῶν τῷ Θεῷ διὰ τῆς δοκιμῆς τῆς διακονίας ταύτης δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας, καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν, ἐπιποθούντων ὑμᾶς διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐφ᾿ ὑμῖν(:Διότι η διακονία αυτής της φιλάνθρωπης, ευεργετικής και ιερής αυτής υπηρεσίας όχι μόνο φτάνει με το παραπάνω για τις ανάγκες των Χριστιανών, αλλά και δημιουργεί πληθώρα ευχαριστιών προς τον Θεό). Κι αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί που ευεργετούνται από σας, με τη διακονία αυτή της ελεημοσύνης σας αποκτούν πείρα για το ποιοι είστε και δοξάζουν τον Θεό για την υποταγή σας στην ομολογία της πίστεως στο Ευαγγέλιο του Χριστού και για τη γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις ανάγκες τόσο τις δικές τους όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών. Κι αυτοί προσεύχονται και δέονται για σας στον Θεό, καθώς ποθούν πολύ να σας δουν, εξαιτίας της υπέρμετρης χάρης που σας έδωσε ο Θεός)»[ Β΄Κορ. 9,12-14].Και ιδού τι εννοεί: «Πρώτα πρώτα όχι μόνο ικανοποιείτε τις ανάγκες των αγίων[:των Χριστιανών], αλλά τις ικανοποιείτε πλουσιοπάροχα, τους προσφέρετε δηλαδή περισσότερα από όσα χρειάζονται. Έπειτα προσφέρετε ύμνο στο Θεό, αφού Τον υμνούν για την υποταγή σας στην ομολογία του Ευαγγελίου».
Και για να μην τους παρουσιάσει ότι ευχαριστούν μόνο γι’ αυτό, επειδή δηλαδή έλαβαν την ελεημοσύνη, κοίταξε πώς τους εξυψώνει. Εκείνο που είπε ο ίδιος στους Φιλιππησίους «δεν επιδιώκω να μου δώσετε», το ίδιο υποστηρίζει ότι ισχύει και γι΄αυτούς. «Χαίρονται βέβαια που ικανοποιείτε τις ανάγκες τους και ανακουφίζετε τη φτώχεια τους, πολύ περισσότερο όμως χαίρονται γιατί πιστέψατε και εκτελείτε τις εντολές του Ευαγγελίου. Απόδειξη είναι ότι προσφέρετε με τόση απλοχεριά. Έτσι προστάζει το Ευαγγέλιο». «Καὶ ἁπλότητι τῆς κοινωνίας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς πάντας(:Και για την γενναιοδωρία που δείχνετε με τη συμμετοχή σας στις ανάγκες τόσο τις δικές τους όσο και γενικότερα όλων των Χριστιανών)». «Δοξάζουν», λέει, «τον Θεό, γιατί είστε τόσο γενναιόδωροι όχι μόνο σε εκείνους, αλλά σε όλους». Και είναι επαινετικό γι΄αυτούς, το ότι ευχαριστούν και για την ελεημοσύνη προς άλλους. «Δεν ευχαριστούν», λέει, «μόνο για όσα πήραν οι ίδιοι, αλλά και για όσα πήραν οι άλλοι». Αν και βρίσκονται σε μεγάλη φτώχεια, πράγμα που δείχνει ότι είναι πολύ ενάρετοι· γιατί δεν υπάρχει οι φτωχοί ζηλεύουν όσο κανένας άλλος. Εκείνους όμως δεν τους έπιασε αυτό το πάθος, και τόσο απέχουν να θλίβονται για όσα δίνετε σε άλλους, ώστε χαίρουν όχι λιγότερο από όσο χαίρονται για όσα παίρνουν οι ίδιοι. «Καὶ αὐτῶν δεήσει ὑπὲρ ὑμῶν(:Και αυτοί προσεύχονται και δέονται για εσάς στον Θεό)»· «για την ελεημοσύνη ευχαριστούν», λέγει ο Παύλος, «τον Θεό. Για την δική σας αγάπη και την δική σας συμβολή Τον παρακαλούν να αξιωθούν να σας δουν. Αυτό το ποθούν πολύ όχι για τα χρήματα, αλλά για να δουν με τα μάτια τους τη χάρη που σας έδωσε ο Θεός».
Είδες τη σύνεση του Παύλου, πώς τους εξύψωσε και έπειτα απέδωσε την εξύψωση στο Θεό και τη χαρακτήρισε «χάρη από τον Θεό»; Επειδή δηλαδή είπε μεγάλους επαίνους γι΄αυτούς, και τους είπε λειτουργούς και τους ανέβασε ψηλά-σαν να τελούσαν εκείνοι ιεροτελεστία και εκείνος να τους υπηρετούσε- και τους αποκάλεσε εκλεκτούς, δείχνει ότι αίτιος όλων αυτών είναι ο Θεός, και απευθύνει πάλι μαζί τους ευχαριστίες στο Θεό λέγοντας: «Χάρις δὲ τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγήτῳ αὐτοῦ δωρεᾷ(:Ας ευχαριστούμε λοιπόν τον Θεό για τη δωρεά Του, το μέγεθος της οποίας δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια)». Λέγοντας «δωρεά» εννοεί εδώ και τα πολλά αγαθά που αποκτούν με την ελεημοσύνη και όσοι την δίνουν και όσοι την παίρνουν. Ή εννοεί τα μυστηριακά αγαθά, που πρόσφερε με πολλή προθυμία σε όλη την οικουμένη με την ενσάρκωσή Του, πράγμα που είναι και το πιο πιθανό· γιατί, για να τους συγκρατήσει και για να τους κάνει πιο πρόθυμους, τους θυμίζει τι τους χάρισε ο Θεός· γιατί η υπενθύμιση αυτή προτρέπει άριστα σε κάθε αρετή. Γι’ αυτό και ολοκλήρωσε στο σημείο αυτό το μέρος αυτό της επιστολής. Και αφού είναι απερίγραπτη η δωρεά, τι θα μπορούσε να αντισταθμίσει την ανοησία εκείνων που περιεργάζονται την ουσία του Θεού; Και δεν είναι απερίγραπτη μόνο η δωρεά Του, αλλά και η ειρήνη, με την οποία συμφιλίωσε τον ουρανό με τη γη και δε χωρεί σε ανθρώπινο νου.
Αφού λοιπόν μας ευεργέτησε τόσο, ας φροντίσουμε να δείξουμε στη ζωή μας αντάξια αρετή και να δίνουμε μεγάλη σημασία στην ελεημοσύνη. Και θα δίνουμε σημασία, αν αποφεύγουμε τις καταχρήσεις, τη μέθη, τη λαιμαργία· γιατί ο Θεός μας έδωσε και τα φαγητά και τα πιοτά όχι για καταχρήσεις, αλλά για να τρεφόμαστε. Το μεθύσι δεν το φέρνει το κρασί. Αν το έφερνε, θα μεθούσαν όλοι. Θα έλεγε όμως κάποιος: «Δεν θα έπρεπε να προκαλεί μεθύσι το πολύ κρασί». Αυτές είναι προφάσεις των μέθυσων. Γιατί, αφού τώρα που βλάπτει το πολύ δεν αποφεύγεις την κατάχρηση , αφού είναι τόσο εξευτελιστική και επιζήμια και παρόλα αυτά δε νικάς αυτήν την άθλια επιθυμία, πώς θα σταματούσες την κατάχρηση αν ήταν δυνατό να πίνεις πολύ και να μην παθαίνεις τίποτα; Άραγε δεν θα επιθυμούσες να γίνουν και τα ποτάμια κρασί; Δεν θα κατέστρεφες και δε θα εξαφάνιζες τα πάντα; Αφού υπάρχει μέτρο τροφής που, αν το ξεπεράσουμε, βλαπτόμαστε, και παρόλα αυτά δεν ανέχεσαι το χαλινό, αλλά τον σπάζεις και τρως τα πάντα, για να υπηρετήσεις την άθλια εξουσία της λαιμαργίας, τι δεν θα έκανες, αν εξαφανιζόταν αυτό το μέτρο της φύσεως; Δεν θα θυσίαζες όλο σου τον καιρό γι’ αυτό; Έπρεπε λοιπόν να κάνεις τόσο δυνατή αυτή την παράλογη επιθυμία και να μην εξουδετερώσεις τις βλάβες της κατάχρησης;
Και πόσες άλλες βλάβες δε γεννήθηκαν από αυτή; Πόσο ανόητοι είναι εκείνοι που, ενώ κυλιούνται στο μεθύσι και στις άλλες ασωτίες σαν να κυλιούνται στη λάσπη, όταν συνέλθουν λίγο, δεν κάνουν τίποτα άλλο, αλλά, αντί να επικρίνουν τα σφάλματά τους, αναρωτιούνται γιατί το πιοτό οδηγεί σε αυτό το κατάντημα. Αντί να λες λοιπόν: «Γιατί έθεσε όρια ο Θεός, γιατί δεν γίνονται όλα χωρίς μέτρο;» πες: «Γιατί δεν σταματάμε να μεθάμε; Γιατί δεν σταματάμε τις καταχρήσεις; Γιατί είμαστε πιο ανόητοι και από τα άλογα ζώα;». Αυτά έπρεπε να συζητάμε μεταξύ μας και να ακούμε την αποστολική φωνή και να γνωρίζουμε πόσες ευεργεσίες της ελεημοσύνης δείχνουν αυτά τα κακά και να εκμεταλλευόμαστε αυτόν τον θησαυρό. Γιατί, όπως είπε ο Παύλος, αυτό μας κάνει ικανούς να περιφρονούμε τα χρήματα και συμβάλλει στη δόξα του Θεού και θερμαίνει την αγάπη και μας κάνει μεγαλόψυχους και μας οδηγεί στο λειτούργημα του ιερέα, που προσφέρει μεγάλη ανταμοιβή. Γιατί ο ελεήμονας δεν φοράει μακρύ ένδυμα, δεν περιφέρεται φορτωμένος με στολίδια, δεν στολίζει το κεφάλι του με στεφάνι, αλλά φοράει τη στολή της φιλανθρωπίας, που είναι πιο αγνή από τη στολή του ιερέα, αλείφεται με λάδι που δεν αποτελείται από αισθητά υλικά, αλλά από αγαθοποιό Πνεύμα, και το στεφάνι του είναι δημιούργημα της φιλανθρωπίας του.
«Σε στεφανώνει ο Θεός», λέει ο Ψαλμωδός, «με το πλήθος του ελέους και των οικτιρμών Του»[Ψαλμ.102,4: «Τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς»].Και αντί να φοράει στεφάνι με τη λέξη Θεός, γίνεται ο ελεήμονας ίσος με τον Θεό. Πώς όμως; «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς. ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους(:Εγώ όμως σας λέω να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να εύχεστε στον Θεό το καλό γι’ αυτούς που σας καταριούνται, να ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν και να προσεύχεσθε για χάρη εκείνων που σας μεταχειρίζονται υβριστικά και περιφρονητικά και σας καταδιώκουν άδικα, ακόμη κι όταν ο διωγμός τους αυτός σας γίνεται για τις θρησκευτικές σας πεποιθήσεις. Για να μοιάσετε έτσι και να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς· διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)» [Ματθ.5,45], λέγει.
Θέλεις να δεις και το θυσιαστήριο του ελεήμονος ανθρώπου; Δεν το έκτισε ο Βεσελεήλ[: σύγχρονος του Μωυσή· ο Θεός τον επέλεξε για να κατευθύνει το έργο της κατασκευής της Σκηνής και των εξαρτημάτων της, της Κιβωτού και του χάλκινου θυσιαστηρίου, όπως επίσης και τα ενδύματα του Αρχιερέα και των ιερέων], ούτε κανένας άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, όχι με πέτρες, αλλά με ύλη λαμπρότερη από τον ουρανό, με ψυχές λογικές. Στα άγια των αγίων μπαίνει ο ιερέας. Μπορείς, κάνοντας τη θυσία αυτή, να μπεις στο ιερότερο χώρο όπου δεν υπάρχει κανένας παρά μόνο ο Πατέρας σου, εκείνος που σε βλέπει κρυφά, εκεί που δεν σε βλέπει κανένας άλλος. «Μα πώς είναι δυνατό», θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, «να μη σε βλέπει κανένας, αφού το θυσιαστήριο βρίσκεται σε δημόσιο χώρο;». Το αξιοθαύμαστο είναι αυτό, ότι τότε έκρυβαν τη θέα των ιερών σκευών οι θύρες και το παραπέτασμα, τώρα είναι δυνατό να θυσιάζεις δημόσια, όπως στα άγια των αγίων, και να είναι η θυσία αυτή πιο μυστηριακή. Γιατί, όταν δεν κάνεις κάτι για επίδειξη, και αν ακόμη σε βλέπει όλη η οικουμένη, δε σε βλέπει κανένας, επειδή εσύ δεν το έκανες για να σε δουν. Γι’ αυτό δεν είπε απλώς «μην ελεείτε μπροστά στους ανθρώπους», αλλά πρόσθεσε «για να σας δουν και να σας θαυμάσουν και να σας επαινέσουν»[βλ. Ματθ.6,1: «Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς»]. Αυτό το θυσιαστήριο αποτελείται από τα ίδια τα μέλη του Χριστού και το σώμα του Κυρίου γίνεται θυσιαστήριό σου. Σεβάσου το. Στο ανθρώπινο σώμα θυσιάζεις το ιερό σώμα του Κυρίου. Αυτό το θυσιαστήριο είναι πιο φρικτό ακόμη και από το τωρινό, όχι μόνο από το προχριστιανικό.
Αλλά μην ξαφνιαστείτε. Το τωρινό θυσιαστήριο είναι θαυμαστό εξαιτίας της Θυσίας που γίνεται επάνω του. Το θυσιαστήριο του ελεήμονα δεν είναι θαυμαστό γι’ αυτό μόνο, αλλά και γιατί αποτελείται από την ίδια τη θυσία αυτή. Είναι επίσης θαυμαστό το πρώτο, γιατί είναι κτισμένο με πέτρες, αλλά γίνεται άγιο, γιατί δέχεται το σώμα του Χριστού. Το δεύτερο όμως είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού. Ώστε πιο μυστηριακό είναι αυτό, όπου είσαι παρών εσύ ο λαϊκός.
Επομένως πώς σου φαίνεται ο Ααρών σε σύγκριση με αυτά; Πώς το στεφάνι; Πώς οι καμπάνες και τα άγια των αγίων; Τι χρειάζεται λοιπόν να κάνουμε σύγκριση με το παλιό θυσιαστήριο, αφού αποδείχθηκε τόσο λαμπρό και κατά τη σύγκρισή του με το τωρινό; Εσύ σέβεσαι το τωρινό θυσιαστήριο, γιατί δέχεται το σώμα του Χριστού, αλλά συμπεριφέρεσαι περιφρονητικά σε Αυτόν που είναι το ίδιο το σώμα του Χριστού και τον βλέπεις με αδιαφορία να χάνεται. Αυτό το θυσιαστήριο μπορείς να το δεις στημένο παντού, και σε στενούς δρόμους και σε αγορές, και να γίνονται θυσίες πάνω σε αυτό κάθε ώρα. Γιατί και σε αυτό γίνεται θυσία. Και όπως στέκεται ο ιερέας και επικαλείται το άγιο Πνεύμα, έτσι και εσύ επικαλείσαι το άγιο Πνεύμα, όχι όμως με τη φωνή σου, αλλά με τις πράξεις σου· γιατί τίποτα δεν διατηρεί και δεν ανάβει περισσότερο τη φωτιά του Πνεύματος, όσο αυτό το λάδι, αν χύνεται άφθονο.
Και αν θέλεις να δεις τι γίνονται οι προσφορές σου, έλα να σου το δείξω και αυτό. Πού είναι λοιπόν ο καπνός; Ποια είναι η μυρωδιά αυτού του θυσιαστηρίου; Η δόξα και η ευχαριστία. Και ως πού φθάνει; Άραγε ως τον ουρανό; Όχι. Ξεπερνά ακόμη και τον ουρανό και τον ουρανό του ουρανού και φθάνει μπροστά στον ίδιο το θρόνο του Θεού. «Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου (:Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου)», λέγει, «ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (:ανέβηκαν στον ουρανό ως προσφορά ευπρόσδεκτη στον Θεό και ως μια ενθύμηση για να μην σε ξεχνά ποτέ)»[Πράξ.10,4].
Η μυρωδιά των αισθήσεών μας δεν διασχίζει ούτε ένα μεγάλο μέρος του αέρα. Η μυρωδιά αυτή ανοίγει τις ίδιες τις πύλες των ουρανών. Εσύ δεν λες σε κανένα τίποτα. Η πράξη σου όμως φωνάζει και γίνεται θυσία δοξολογίας του Θεού, όχι θυσία σφαγμένου μοσχαριού ούτε καμένου δέρματος, αλλά πνευματικής ψυχής, που προσφέρει τα δικά της. Γιατί η θυσία αυτή είναι ανώτερη από κάθε φιλανθρωπία. Όταν δεις τέτοιο φτωχό, όχι μόνο δεν πρέπει να τον περιφρονήσεις, αλλά πρέπει και να τον σεβαστείς. Και αν δεις άλλον να τον περιφρονεί, εμπόδισέ τον, βοήθησε· γιατί έτσι θα μπορέσεις να έχεις και εσύ ο ίδιος τον Θεό βοηθό και να κερδίσεις τα αγαθά του άλλου κόσμου, τα οποία εύχομαι να τα κερδίσουμε όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ii-ad-corinthios.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Β΄Προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλίες ΙΘ΄και Κ΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 19, σελίδες 503-531.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 8,41-56]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΙΑΕΙΡΟΥ
«Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ζήσεται(:Κι ενώ τους έλεγε αυτά ο Ιησούς, την ώρα εκείνη κάποιος άρχοντας της συναγωγής Τον πλησίασε και Τον προσκύνησε λέγοντας ότι “η κόρη μου πριν από λίγο πέθανε. Έλα όμως και βάλε το χέρι σου πάνω της και θα ζήσει”)»[Ματθ.9,18].
Τα λόγια τα πρόφτασαν τα έργα, ώστε ακόμη περισσότερο να αποστομωθούν οι Φαρισαίοι· διότι αυτός που ήρθε ήταν αρχισυνάγωγος και το πένθος του ήταν βαρύ· επειδή το είχε μονάκριβο το παιδί και είχε γίνει δώδεκα χρονών, δηλαδή αυτό βρισκόταν στο άνθος της ηλικίας του· αυτό λοιπόν το ανέστησε ευθέως ο Κύριος. Εάν όμως ο ευαγγελιστής Λουκάς λέει ότι απεσταλμένοι από την οικία του αρχισυναγώγου ήλθαν λέγοντας «Μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου (:Πέθανε η κόρη σου˙ μην κουράζεις άλλο και μην ενοχλείς πια τον διδάσκαλο)»[Λουκ.8,49], ερμηνεύουμε ως εξής, ότι η φράση «ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν (:η κόρη μου πριν λίγο πέθανε)»[Ματθ.9,18] που είπε ο Ιάειρος, όπως μας αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, προήλθε από τις σκέψεις που έκανε ο αρχισυνάγωγος, ενώ βάδιζε προς τον Ιησού ή ότι Του το είπε για να παρουσιάσει με δραματικότερο τρόπο την συμφορά του· διότι είναι συνήθεια σε εκείνους που παρακαλούν και ζητούν κάτι, να μεγαλοποιούν με τα λόγια τα βάσανά τους και να λένε κάτι παραπάνω από την πραγματική τους κατάσταση, με σκοπό να αποσπάσουν μεγαλύτερη την συμπάθεια από εκείνους που ικετεύουν.
Πρόσεξε επίσης το ασθενές της πίστεως αυτού του ανθρώπου· διότι απαιτεί δύο πράγματα από τον Χριστό, και να πάει στο σπίτι του και να βάλει το χέρι Του επάνω στο παιδί, κάτι που αποδεικνύει ότι πριν την αφήσει και φύγει, η μικρή κοπέλα ανέπνεε ακόμη. Και βέβαια όσοι έχουν ασθενή πίστη έχουν ανάγκη και από την προσωπική παρουσία και από τα αισθητά πράγματα.
Και ο μεν ευαγγελιστής Μάρκος λέει ότι πήρε μαζί Του τους τρεις μαθητές, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη [Μάρκ.5,40: «Ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον(:Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει μαζί Του τον πατέρα του κοριτσιού και τη μητέρα και τους τρεις μαθητές που ήταν μαζί Του, και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο)»],καθώς επίσης και ο Λουκάς[Λουκ.8,51: «Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα(:Κατόπιν, όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, δεν άφησε να μπει κανείς άλλος στο δωμάτιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα)»]· ο Ματθαίος όμως λέει απλώς ότι ο Ιησούς πήρε μαζί Του τους μαθητές Του. Για ποιον λόγο, όμως, δεν πήρε μαζί Του και τον Ματθαίο, αν και βέβαια προ ολίγου είχε προσέλθει στην ομάδα των μαθητών Του; Ίσως για να του αυξήσει την επιθυμία Του και επειδή ακόμη βρισκόταν σε πνευματική ατέλεια. Γι’ αυτό λοιπόν τιμά τους τρεις εκείνους μαθητές, για να προσπαθήσουν και οι άλλοι να γίνουν όπως εκείνοι. Προς το παρόν ήταν αρκετό να δει τα όσα συνέβησαν με την αιμορροούσα και να τιμηθεί με την συμμετοχή του στο τραπέζι και να συμπεριληφθεί στον κύκλο των μαθητών Του.
Όταν σηκώθηκε, Τον ακολουθούσαν πολλοί, με την ιδέα ότι μετέβαινε για πολύ μεγάλο θαύμα και εξαιτίας του προσώπου που προσήλθε και Τον κάλεσε, και επειδή οι περισσότεροι που πνευματικώς είναι ανώριμοι, δεν φρόντιζαν τόσο για την ψυχή τους, όσο για τη θεραπεία του σώματος. Και συνέρρεαν, άλλοι μεν παρακινούμενοι από τις δικές τους ασθένειες, άλλοι δε επειδή επιθυμούσαν να δουν τη θεραπεία των άλλων που έπασχαν· αρχικώς δηλαδή ήταν λίγοι εκείνοι που πήγαιναν συχνά κοντά Του, για να ακούσουν τους λόγους Του και την διδασκαλία Του. Ωστόσο βέβαια δεν τους επέτρεψε να εισέλθουν στην οικία, αλλά μόνο στους μαθητές, και αυτούς όχι όλους, διότι ήθελε να μας διδάξει να αποφεύγουμε πάντοτε την δόξα που προέρχεται από τους ανθρώπους.
Γράφει ο Ευαγγελιστής: «Καὶ ἰδοὺ γυνή, αἱμοῤῥοοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ. ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι(:Και να λοιπόν μια γυναίκα που έπασχε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία, πλησίασε από πίσω του κρυφά, επειδή ντρεπόταν και δεν ήθελε να γίνει φανερή η αρρώστια της, κι άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός του. Και το έκανε αυτό διότι έλεγε μέσα της: “και μόνο ν’ αγγίξω το ένδυμά του θα γίνω υγιής”)»[Ματθ.9,20-21].
Για ποιον λόγο όμως δεν Τον πλησίασε θαρρετά; Ντρεπόταν για την αρρώστια της, νομίζοντας πως είναι ακάθαρτη· γιατί αν η γυναίκα που έχει τα έμμηνά της νόμιζε πως δεν είναι καθαρή, πολύ περισσότερο θα είχε αυτήν την εντύπωση όποια έπασχε από τέτοια αρρώστια. Επειδή πραγματικά θεωρούνταν από τον μωσαϊκό Νόμο μεγάλη ακαθαρσία η ασθένεια αυτή. Γι’ αυτό και προσπαθεί να κρυφτεί και να μη γίνει αντιληπτή· διότι ούτε και αυτή δεν είχε ακόμη την πρέπουσα και ολοκληρωμένη αντίληψη για τον Χριστό, αλλιώς δε θα πίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Έτσι πλησιάζει πρώτη αυτή η γυναίκα δημόσια τον Κύριο: είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι πηγαίνει προς το κορίτσι που είχε πεθάνει.
Στο σπίτι της βέβαια δεν τόλμησε να Τον καλέσει, μολονότι ήταν εύπορη, ούτε πάλι ήρθε κοντά Του φανερά, μόνο κρυφά άγγιξε με πίστη τα ρούχα Του· διότι ούτε είχε αμφιβολία, ούτε είπε μέσα της· «Θα απαλλαγώ άραγε από την αρρώστια; Μήπως δε θα απαλλαγώ;», αλλά έχοντας βέβαιη την ελπίδα για την αποκατάσταση της υγείας της, Τον πλησίασε με αυτόν τον τρόπο. «Έλεγε μέσα της», διηγείται ο Ευαγγελιστής· «Και μόνο ν’ αγγίξω το ένδυμά Του, θα σωθώ από την ασθένειά μου.» Είδε βέβαια από ποια οικία είχε βγει ο Ιησούς, δηλαδή των τελωνών, και ποιοι ήταν αυτοί που Τον ακολουθούσαν, δηλαδή οι αμαρτωλοί και οι τελώνες· και όλα αυτά βέβαια την γέμισαν με ελπίδες.
Πώς ενήργησε λοιπόν ο Χριστός; Δεν την άφησε να μείνει απαρατήρητη, αλλά τη φέρνει στο επίκεντρο και την αποκαλύπτει σε όλους, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί από τους πνευματικά αναίσθητους ισχυρίζονται ότι το έκανε αυτό επειδή ποθούσε την δόξα· διότι «για ποιον λόγο», λένε, «δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη;» Τι είναι αυτό που λες, μιαρέ κα μάλιστα μιαρότατε άνθρωπε; Αυτός που δίνει εντολή να σιωπούν οι θεραπευόμενοι απ’ Αυτόν, Αυτός που αφήνει μύρια θαύματα να περνούν απαρατήρητα, Αυτός επιθυμεί την δόξα;
Επομένως, για ποιο λόγο την οδηγεί στο επίκεντρο της προσοχής του πλήθους, αποκαλύπτοντας τη θεραπεία της; Κατά πρώτον, διαλύει τον φόβο της γυναίκας για να μη ζει πλέον με αγωνία, πιεζόμενη από τις τύψεις της συνειδήσεώς της, επειδή πιθανό να είχε την εντύπωση ότι κατά κάποιο τρόπο είχε υφαρπάξει την δωρεά. Δεύτερον, διορθώνει τη σκέψη της, επειδή νόμισε ότι διέφυγε την προσοχή Του. Τρίτον αποκαλύπτει σε όλους την πίστη της, ώστε οι άλλοι να τη μιμηθούν· και το ότι όμως σταμάτησε τις πηγές της αιμορραγίας δεν ήταν μικρότερο θαύμα από το ότι απέδειξε ότι τα γνωρίζει όλα. Έπειτα τον αρχισυνάγωγο, ο οποίος επρόκειτο να ολιγοπιστήσει και να καταστρέψει έτσι τα πάντα, τον συγκρατεί στην πίστη του μέσω της γυναικός. Καθόσον αυτοί που ήλθαν από την οικία του έλεγαν: «Μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου (:Μην ταλαιπωρείς τον διδάσκαλο, διότι πέθανε η κόρη σου)»· και οι ευρισκόμενοι στο σπίτι του αρχισυναγώγου, περιγελούσαν τον Ιησού όταν είπε ότι κοιμάται η κόρη. Ήταν λοιπόν φυσικό και ο πατέρας να έχει πάθει κάτι παρόμοιο.
Γι’ αυτό, για να προφθάσει αυτήν την ενδεχόμενη αδυναμία, φέρνει στο επίκεντρο της προσοχής του πλήθους την γυναίκα εκείνη. Για να πεισθείς βέβαια ότι ο αρχισυνάγωγος ήταν ανάμεσα στους πάρα πολύ ανώριμους πνευματικά, άκουσε τι λέει ο Κύριος προς αυτόν: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται (:Μη φοβάσαι, εσύ μόνο πίστευε και θα σωθεί)»· καθόσον σκόπιμα περίμενε ο Ιησούς να επέλθει ο θάνατος και μετά να μεταβεί εκεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξη της αναστάσεώς της. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά και παρατείνει τη συνομιλία Του με την γυναίκα, για ν’ αφήσει χρόνο να πεθάνει στο μεταξύ το κορίτσι και να προσέλθουν αυτοί που θα ανακοίνωναν τα συμβάντα και να πουν: «Μην βάζεις πλέον σε κόπο και ενόχληση τον Διδάσκαλο».
Αυτό λοιπόν και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος υπονοεί και το επισημαίνει λέγοντας: «Ενώ ο Ιησούς μιλούσε ακόμα, ήρθαν οι απεσταλμένοι από την οικία του αρχισυναγώγου, λέγοντας ‘’Πέθανε η κόρη σου, μη βάζεις στον κόπο τον Διδάσκαλο”». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη θεωρηθεί ύποπτη και αμφισβητηθεί η ανάστασή της. Και αυτό το κάνει σε κάθε παρόμοια περίπτωση. Έτσι και στον Λάζαρο καθυστέρησε και μία και δύο και τρεις μέρες. Για όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους οδηγεί την αιμορροούσα στο επίκεντρο της προσοχής του πλήθους και λέει: «Θάρσει, θύγατερ(:Έχε θάρρος, κόρη μου)»· όπως ακριβώς έλεγε και στον παράλυτο· «έχε θάρρος, παιδί μου». Kaι πράγματι η γυναίκα ήταν γεμάτη από φόβο και γι’ αυτό της λέει «έχε θάρρος» και την ονομάζει ‘’θυγατέρα’’, επειδή η πίστη της την έκανε κόρη Του. Έπειτα ακολουθεί και το εγκώμιο : «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:Η πίστη σου σε έχει σώσει)».
Ο ευαγγελιστής Λουκάς όμως μας δίνει και άλλες περισσότερες λεπτομέρειες για την γυναίκα αυτή. Όταν δηλαδή, λέγει, πλησίασε τον Ιησού και θεραπεύθηκε, ο Χριστός δεν την κάλεσε αμέσως, αλλά προηγουμένως είπε: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;(:Ποιος είναι εκείνος που με άγγιξε;)». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές Του έλεγαν : «Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;(:Διδάσκαλε, τα πλήθη του λαού Σε περικύκλωσαν και Σε πιέζουν· και Συ λέγεις: ‘’Ποιος με άγγιξε;’’)» –το γεγονός αυτό είναι μέγιστη απόδειξη ότι ο Ιησούς είχε σώμα πραγματικό και ότι δεν είχε την παραμικρή υπερηφάνεια, διότι τα πλήθη δεν Τον ακολουθούσαν εξ αποστάσεως, αλλά Τον περιέβαλλαν από κοντά και Τον συνέθλιβαν από παντού-· Αυτός, λέγει ο Λουκάς, επέμενε λέγοντας ότι «ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ(:Κάποιος με άγγιξε· διότι εγώ αντιλήφθηκα ότι εξήλθε από εμένα κάποια δύναμη θαυματουργική)». Έτσι έδωσε πιο χειροπιαστή απάντηση στην καχυποψία των πιο δύσπιστων από τους ακροατές. Αυτά τα έλεγε, επίσης, για να πείσει την γυναίκα να ομολογήσει μόνη της την πράξη της. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν την έλεγξε αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι γνωρίζει τα πάντα με σαφήνεια, να την πείσει από μόνη της να τα αποκαλύψει όλα και να την προετοιμάσει να διακηρύξει το θαύμα που επιτελέσθηκε και να μην κινήσει υποψίες εάν το ανακοίνωνε ο Ίδιος.
Είδες ότι η γυναίκα αποδείχτηκε ανώτερη στην πίστη από τον αρχισυνάγωγο; Δεν έπιασε, δεν κράτησε τον Ιησού, αλλά απλώς Τον άγγιξε με τα άκρα των δακτύλων της, και, αν και ήλθε τελευταία, έφυγε πρώτη, αφού θεραπεύθηκε. Και εκείνος μεν οδηγούσε όλο τον ιατρό στο σπίτι του, ενώ σε αυτήν αποδείχθηκε αρκετή η απλή επαφή και μόνο. Πραγματικά, μολονότι ήταν συνδεδεμένη μόνιμα και υπέφερε πολλά χρόνια από την ασθένειά της, παρά ταύτα η πίστη της τής αναπτέρωνε το ηθικό της. Πρόσεξε επίσης τον τρόπο με τον οποίο την παρηγορεί ο Κύριος λέγοντας «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:η πίστη σου σε έχει σώσει)». Και βέβαια, εάν την είχε οδηγήσει στο μέσο των παρευρισκομένων με σκοπό την επίδειξη, δεν θα ήταν δυνατόν να προσθέσει τα λόγια αυτά.
Όμως μίλησε έτσι αφενός μεν για να οδηγήσει τον αρχισυνάγωγο στο να πιστέψει, αφετέρου δε και της γυναίκας την πίστη να διακηρύξει και ακόμη για να προσφέρει με τα λόγια αυτά σε αυτήν ευχαρίστηση και ωφέλεια όχι μικρότερη από την αποκατάσταση της σωματικής της υγείας. Το ότι λοιπόν θέλοντας εκείνη να δοξάσει έκανε αυτά και άλλους να διορθώσει και όχι τον εαυτό Του να δοξάσει, γίνεται ολοφάνερο από όλα όσα ελέχθησαν· διότι ο Ίδιος βεβαίως και χωρίς αυτό το περιστατικό επρόκειτο εξίσου να είναι άξιος θαυμασμού (διότι τα θαύματά Του ήταν αφθονότερα από τις χιονονιφάδες και πολύ πιο μεγαλύτερα από αυτό και επιτέλεσε και επρόκειτο να κάνει)· η γυναίκα όμως, αν δεν συνέβαινε αυτό, κατά πάσα πιθανότητα θα έφευγε απαρατήρητη και θα είχε στερηθεί τους μεγάλους αυτούς επαίνους. Και ακριβώς γι’ αυτό την οδήγησε στο μέσο του πλήθους και διεκήρυξε την πίστη της και απέβαλε τον φόβο της (καθόσον, λέγει, τον πλησίασε τρέμοντας) και γέμισε την ψυχή της με θάρρος και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντάς της τα εξής: «Πορεύου εἰς εἰρήνην(:Πήγαινε και ζήσε με ειρήνη)».
Και όταν ήλθε ο Ιησούς στην οικία του άρχοντος και είδε εκείνους που έπαιζαν με τον αυλό, και το πλήθος να δημιουργεί με τον θρήνο του θόρυβο, λέει προς αυτούς: «Ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανε τὸ κοράσιον, ἀλλὰ καθεύδει, καὶ κατεγέλων αὐτοῦ (:”Φύγετε από εδώ, διότι το κοριτσάκι δεν πέθανε αλλά κοιμάται”. Κι εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι ήταν πεθαμένο)»[Ματθ.9,24]. Καλές ήταν οι αποδείξεις των αρχισυναγώγων, αφού μετά την έλευση του θανάτου οι αυλοί και τα κύμβαλα προκαλούσαν τον θρήνο. Τι έκανε, λοιπόν, ο Χριστός; Όλους τους άλλους τους έβγαλε έξω και μόνο τους γονείς πήρε μαζί Του, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να υποστηριχθεί ότι την θεράπευσε με άλλον τρόπο· και προτού την αναστήσει τους ενθαρρύνει με τα λόγια λέγοντας τα εξής: «Δεν πέθανε το κορίτσι αλλά κοιμάται».
Και σε πολλές περιπτώσεις κάνει το ίδιο πράγμα. Όπως ακριβώς λοιπόν στην περίπτωση της τρικυμιώδους θάλασσας επιτιμά αρχικά τους μαθητές, έτσι βεβαίως και στην περίπτωση αυτή αρχικά εκβάλλει τον φόβο από την σκέψη των παρευρισκομένων, δείχνοντάς τους συγχρόνως ότι είναι εύκολο πράγμα σε Αυτόν να αναστήσει τους νεκρούς(πράγμα βεβαίως που είχε κάνει και στην περίπτωση του Λαζάρου με τα εξής λόγια: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν(:Ο φίλος μας ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω)»[Ιω.11,11] και συγχρόνως διδάσκει τους παρευρισκομένους ότι δεν πρέπει να φοβούνται τον θάνατο, διότι αυτός δεν είναι θάνατος, αλλά έχει μεταβληθεί πλέον σε ύπνο.
Επειδή δηλαδή επρόκειτο και ο ίδιος ο Κύριος να πεθάνει, προετοιμάζει τους μαθητές Του με τις θαυματουργικές ενέργειές Του επί των σωμάτων των άλλων, να έχουν θάρρος και να αντιμετωπίζουν τον θάνατο με ηρεμία. Και πράγματι λοιπόν από την στιγμή που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο και στο εξής, ο θάνατος κατάντησε να είναι ύπνος. Παρά ταύτα όμως Τον περιγελούσαν. Ο Ίδιος όμως δεν αγανάκτησε που δεν γινόταν πιστευτός για το θαύμα το οποίο επρόκειτο μετά από λίγο να επιτελέσει, ούτε τους επιτίμησε για το γέλιο τους, για να γίνουν και το περιπαικτικό γέλιο τους και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα γενικώς απόδειξη ότι πέθανε πραγματικά η κόρη.
Επειδή βέβαια ως επί το πλείστον δεν πιστεύουν οι άνθρωποι μετά την πραγματοποίηση των θαυμάτων το προλαμβάνει αυτό με τις αποκρίσεις αυτών των ίδιων, πράγμα βέβαια που είχε γίνει και στην περίπτωση του Λαζάρου και του Μωυσή. Καθόσον στον Μωυσή λέγει: «Τί τοῦτό ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου;(:Τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;)»[Έξ.4,2], ώστε, όταν θα το έβλεπε να μεταβάλλεται σε φίδι, να μην λησμονούσε ότι ήταν ράβδος πριν από το θαύμα αυτό, αλλά ενθυμούμενος τους δικούς του λόγους να εκπλαγεί με αυτό που θα συνέβαινε. Και στην περίπτωση του Λαζάρου λέγει: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν;(:πού τον έχετε ενταφιάσει;)»[Ιω.11,34], με σκοπό να μην μπορούν να αμφισβητήσουν ότι τον ανέστησε ενώ ήταν νεκρός αυτοί που θα έλεγαν το «ἔρχου καὶ ἴδε(:έλα να δεις)» και ότι «Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι (:Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες)»[Ιω.11,35-39].
Αφού λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τους όχλους τους έβγαλε όλους έξω και παρουσία των γονέων θαυματουργεί, εισάγοντας όχι άλλη ψυχή στο σώμα της νεκρής, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ίδια που είχε εξέλθει και την ανασταίνει σαν ακριβώς να κοιμόταν. Και πιάνει το χέρι της με σκοπό να καταστήσει σαφές ότι διατίθεται να την αναστήσει, ώστε να τους προετοιμάσει, βλέποντας αυτό, να πιστέψουν στην ανάσταση· διότι ο μεν πατέρας της έλεγε: «Ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ᾿ αὐτὴν (:Θέσε το χέρι σου επάνω της)», ενώ Αυτός κάνει κάτι τι επιπλέον· διότι δεν θέτει το χέρι Του απλώς επάνω της, αλλά την ανασταίνει κρατώντας την από το χέρι, αποδεικνύοντας έτσι ότι όλα είναι δυνατά σε Αυτόν. Και δεν την ανασταίνει μόνο, αλλά και δίδει εντολή να της δώσουν να φάει, για να μη νομίσουν ότι αυτό που συνέβη ήταν δημιούργημα της φαντασίας. Και δεν της δίνει τροφή ο ίδιος, αλλά διατάσσει εκείνους να της δώσουν, όπως ακριβώς δηλαδή και στην περίπτωση του Λαζάρου όταν είπε: «Λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν(:Λύστε τον από τους νεκρικούς επιδέσμους που τον είχατε τυλίξει και αφήστε τον μόνο του να πάει στο σπίτι)»[Ιω.11,44] και στη συνέχεια κάθισαν και έφαγαν μαζί στο ίδιο τραπέζι. Καθόσον πάντοτε συνήθιζε και τα δύο να εφαρμόζει, αποδεικνύοντας κατά τρόπο απολύτως αναμφισβήτητο και τον θάνατο και την ανάσταση.
Εσύ όμως, σε παρακαλώ, μην προσέχεις μόνο την ανάσταση, αλλά και το γεγονός ότι παρήγγειλε να μην αναγγείλουν το συμβάν σε κανένα. Και αυτό το δίδαγμα κατεξοχήν λάβε από όλα αυτά, την ταπεινοφροσύνη του Κυρίου και την αποφυγή της ματαιοδοξίας, και μαζί με αυτό πρόσεξε και εκείνο, ότι δηλαδή έβγαλε έξω από την οικία εκείνους που θρηνούσαν, αποδεικνύοντας έτσι ότι δεν ήσαν άξιοι να δουν ένα τέτοιο θαύμα. Και μην εξέλθεις μαζί με τους αυλητές, αλλά παράμεινε μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο· διότι εάν τότε έβγαλε εκείνους έξω, πολύ περισσότερο θα το πράξει αυτό τώρα· επειδή τότε μεν δεν ήταν φανερό ακόμη ότι ο θάνατος είχε καταντήσει σε ύπνο, ενώ τώρα αυτό είναι πιο ολοφάνερο και από τον ίδιο τον ήλιο. Δεν σου ανέστησε όμως τώρα την θυγατέρα σου; Αλλά οπωσδήποτε θα την αναστήσει και με μεγαλύτερη μάλιστα δόξα· διότι εκείνο μεν το κορίτσι αν και αναστήθηκε πέθανε και πάλι αφού γέρασε, ενώ το δικό σου όταν αναστηθεί θα παραμένει στο εξής αθάνατο.
Κανένας λοιπόν ας μην οδύρεται, κι ας μη θρηνεί, κι ας μη δυσφημεί το κατόρθωμα του Χριστού. Γιατί νίκησε τον θάνατο. Τι θρηνείς λοιπόν άδικα; Ο θάνατος μεταβλήθηκε σε ύπνο. Γιατί οδύρεσαι και κλαις; Έτσι, εάν το έκαναν αυτό οι ειδωλολάτρες, έπρεπε να τους περιγελάς. Όταν όμως διαπράττει τέτοιες ασχημίες ο πιστός Χριστιανός, ποια δικαιολογία και ποια συγνώμη υπάρχει για μας στις τέτοιες ανοησίες μας και μάλιστα ύστερα και από τόσον καιρό, κι από τόσο ξεκάθαρη απόδειξη της αναστάσεως; Εσύ όμως σπεύδεις σαν να θέλεις να αυξήσεις το αμάρτημα, και μας φέρνεις ειδωλολάτρισσες γυναίκες για να θρηνήσουν αυξάνοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο το πένθος και ζωηρεύοντας την φωτιά της καμίνου, χωρίς να ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;(:Ποια συμφωνία μπορεί να υπάρξει μεταξύ του Χριστού με τον Σατανά και ποιο κοινό μερίδιο μπορεί να έχει ένας πιστός με έναν άπιστο;)»[Β΄Κορ.6,15].
Και τα παιδιά των ειδωλολατρών, που δεν έχουν καμιά γνώση για τη ανάσταση, βρίσκουν ωστόσο λόγους παρηγοριάς. «Υπόμενε με γενναιότητα», λένε· «διότι δεν μπορείς να ακυρώσεις ό,τι έγινε, ούτε να το επανορθώσεις με τους θρήνους σου». Εσύ όμως που ακούς πιο πνευματικούς και πιο ωφέλιμους λόγους, δεν ντρέπεσαι να προβαίνεις σε μεγαλύτερες απ’ αυτούς ασχημίες; Ούτε λέμε· «Υπόμεινε με γενναιότητα, επειδή δεν μπορούμε να ακυρώσουμε ό,τι έγινε». Αλλά λέμε: «Υπόμεινε με γενναιότητα, γιατί θα αναστηθεί οπωσδήποτε». Κοιμάται το παιδί, δεν πέθανε. Αναπαύεται, δεν χάθηκε. Το περιμένει ανάσταση και παντοτινή ζωή και αθανασία και κατάσταση αγγελική. Δεν ακούτε τον ψαλμό που λέει: «Ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε(:Γύρισε, ψυχή μου, στην ανάπαυσή σου, γιατί ο Κύριος σε ευεργέτησε)»;[Ψαλμ.114,7]. Ευεργεσία ονομάζει ο Θεός το πράγμα και συ θρηνείς;
Και τι περισσότερο θα έκανες, αν ήσουν αντίπαλος κι εχθρός εκείνου που πέθανε; Αν πρέπει να θρηνεί κάποιος, πρέπει να θρηνεί ο διάβολος. Εκείνος ας θρηνεί και ας οδύρεται, γιατί ακολουθούμε την οδό που οδηγεί σε μεγαλύτερα αγαθά. Σε εκείνου την πονηρία αξίζει αυτός ο θρήνος, όχι σε εσένα που πρόκειται να λάβεις ως αμοιβή τον στέφανο και να αναπαυθείς, καθόσον ο θάνατος είναι λιμάνι γαλήνιο. Κοίταξε πόσα κακά γεμίζουν τη ζωή αυτή· τα πράγματα προχωρούν στο χειρότερο και απ’ την αρχή δεν ήταν μικρή η καταδίκη που έλαβες ως κληρονομιά από το προπατορικό αμάρτημα: «Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα(:Με λύπες θα γεννάς τα παιδιά σου)», λέει[Γέν.3,16]· και «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου(:Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα φας το ψωμί σου)»[Γέν.3,17]· και «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε(:Μέσα στον κόσμο θα δοκιμάσετε θλίψη)»[Ιω. 16,33].
Για την εκεί ζωή όμως τίποτα τέτοιο δεν έχει λεχθεί, αλλά εξ ολοκλήρου το αντίθετο: «Ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός(:Δεν υπάρχει εκεί ο πόνος, η λύπη κι ο στεναγμός)»[Ησ.35,10] και: «Πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν(:Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της βασιλείας των ουρανών)»[Ματθ.8,11]· και ότι η ζωή εκεί είναι παστάδα πνευματική και λαμπάδες φαιδρές και μετάσταση προς τον ουρανό.
[…] Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν ας συγκρατούμαστε. Έτσι και τον νεκρό μας ευχαριστούμε και θα λάβουμε τους επαίνους πολλών ανθρώπων και απ’ τον Θεό θα λάβουμε τους μεγάλους μισθούς της υπομονής και θα κερδίσουμε τα αιώνια αγαθά. Αυτά μακάρι να τα επιτύχουμε όλα με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΛΑ΄, σελίδες 337-365.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 119-133
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 8,41-56]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΥΡΙΛΛΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
«Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου;(: Τότε λοιπόν κάποια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία εδώ και δώδεκα χρόνια, η οποία μαζί με τα άλλα βάσανα της αρρώστιας της είχε ξοδέψει και όλη την περιουσία της σε γιατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανέναν, αφού πλησίασε τον Ιησού από πίσω, ώστε να μην την αντιληφθεί κανείς, επειδή ντρεπόταν να γίνει φανερή η αρρώστιά της, άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός του κι αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. Και είπε ο Ιησούς: “Ποιος είναι αυτός που με άγγιξε;”)»[Λουκ.8, 43-45].
Δεν αγνοήθηκε όμως το παράδοξο, γιατί αν και ο Σωτήρας γνωρίζει τα πάντα, ερωτά σαν να μη γνωρίζει και λέγει: «Ποιος με άγγιξε;». Και ενώ οι άγιοι απόστολοι είπαν με πειστικότητα «Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;(:Διδάσκαλε, τα πλήθη του λαού σε περικύκλωσαν και σε πιέζουν ασφυκτικά˙ κι εσύ λες, ποιος με άγγιξε; )», πράγμα που είναι μεγίστη απόδειξη ότι Αυτός και αληθινή σάρκα φέρει, και καταπατεί κάθε υπερηφάνεια, γιατί δεν Τον ακολουθούσαν από μακριά, αλλά Τον είχαν περικυκλωμένο από παντού, Αυτός φέρει στη μέση και επικεντρώνει την προσοχή τους σε αυτό που έγινε και λέγει επιμένοντας ότι «ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ(:Κάποιος με άγγιξε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη θαυματουργική)»[Λουκ.8,46].
Άραγε λοιπόν ο Κύριος από φιλοδοξία δεν άφησε να διαφύγει η απόδειξη της θεοπρεπούς ενέργειάς Του, δηλαδή το παράδοξο που συνέβη με τη γυναίκα; Δεν λέμε αυτό· γιατί πώς θα το έκανε αυτό Αυτός που σε πολλές περιπτώσεις συνιστούσε να σιωπούν; Αλλά μάλλον λέμε εκείνο: ότι δηλαδή παντού αποβλέπει στην ωφέλεια αυτών που καλούνται στη χάρη μέσω της πίστεως. Άρα πολλούς θα έβλαπτε το θαύμα αυτό μένοντας άγνωστο, με το να γίνει όμως γνωστό ωφέλησε όχι και λίγο, εκτός από τους άλλους, και τον άρχοντα της συναγωγής· γιατί του έκανε πιο ασφαλή την ελπίδα για τον αναμενόμενο, και του έδινε ακλόνητο θάρρος ότι ο Χριστός θα αρπάξει τη θυγατέρα του και από τις παγίδες του θανάτου -γιατί δεν επιτρεπόταν στους μη καθαρούς να αγγίξουν κάποιον από τους αγίους ή να πλησιάσουν άνδρα ιερό.
Έχουμε λοιπόν πληροφορηθεί ότι ο Εμμανουήλ είναι Θεός αληθινός, και από αυτό που έγινε με τρόπο θαυματουργικό, και από αυτά που είπε με τρόπο θεοπρεπή· γιατί λέγει: «Εγώ αισθάνθηκα να έχει βγει κάποια δύναμη θαυματουργική από εμένα». Είναι βέβαια πέρα από τα δικά μας μέτρα, ή ίσως και τα αγγελικά, το να μπορούμε να εκπέμψουμε κάποια δύναμη, και μάλιστα από τη δική μας φύση, δηλαδή από τον εαυτό μας. Το πράγμα αυτό ταιριάζει μόνο στην πέρα και πάνω από όλα φύση. Γιατί κανένα από τα κτίσματα δεν έχει κάποια δύναμη ιατρική, ή κάποια άλλη ξεχωριστή, αλλά αυτό που έχει είναι δοσμένο από τον Θεό.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
«Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα (:Κι ενώ μιλούσε ακόμη ο Ιησούς, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του είπε: “Πέθανε η κόρη σου˙ μην κουράζεις άλλο και μην ενοχλείς πια τον διδάσκαλο”. Ο Ιησούς όμως, μόλις άκουσε την είδηση αυτή, του είπε: “Μη φοβάσαι, μόνο συνέχισε να πιστεύεις, και θα σωθεί η κόρη σου απ’ τον θάνατο”. Κατόπιν, όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, δεν άφησε να μπει κανείς άλλος στο δωμάτιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα. Στο μεταξύ όλοι έκλαιγαν και χτυπούσαν τα στήθη τους και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Ο Ιησούς όμως τους είπε: “Μην κλαίτε˙ δεν πέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι είχε πεθάνει. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: “Κόρη, σήκω επάνω”. Τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της)»[Λουκ.8,49-55].
Η εξιστόρηση βέβαια του θαύματος είχε ως εξής· ίσως όμως πρέπει να την εξετάσουμε λεπτομερέστερα και πνευματικότερα. Οι απλοϊκότεροι λοιπόν ας θαυμάζουν τα μεγαλεία του Θεού έτσι όπως τα βλέπουν (γιατί ωφελούν ακόμα και νοούμενα σωματικά), εκείνοι όμως που μπορούν να προχωρήσουν περισσότερο, θα δουν και θα καταλάβουν ότι και αυτά συνέβαιναν σε εκείνους ως τύποι, αλλά γράφτηκαν για εμάς, αφού προσευχηθούμε στον Θεό, ας ζητήσουμε να έρθει λόγος που να αποσαφηνίσει και αυτά[βλ. Α΄Κορ.10,6:«Ταῦτα δὲ τύποι ἡμῶν ἐγενήθησαν(:Και όλα αυτά έγιναν προφητικές εικόνες που προαναγγέλλουν τι θα συμβεί και σε εμάς, ώστε να προσέχουμε και να μην επιθυμούμε κακά πράγματα, όπως και εκείνοι επιθύμησαν και τιμωρηθήκαν)»].
Θα μας αποσαφηνίσει πώς ενώ πήγαινε ο Κύριος προς τη θυγατέρα του αρχισυναγώγου Ιαείρου, πρώτη η αιμορροούσα που Τον συνάντησε στο δρόμο, θεραπεύεται. Διότι ο Υιός του Θεού είχε πάει προηγουμένως στη συναγωγή των Ιουδαίων και έμαθε πως η μικρή κοπέλα νοσεί και πεθαίνει· γιατί τα παραπτώματα του Ισραήλ την είχαν κάνει να πεθάνει, ενώ η αιμορροούσα που τη συνάντησε στο δρόμο, η γεμάτη ακαθαρσία, της οποίας το αίμα δεν έρρεε στην περίοδο την έμμηνο, αλλά αιμορροούσε διαρκώς, αυτή πριν από εκείνη πιστεύει στον Υιό του Θεού. Και Αυτός βέβαια κατευθύνεται προς το σπίτι του Ιαείρου, αυτή όμως θέλει έστω και το άκρο του ενδύματός Του να αγγίξει.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς στο σημείο αυτό, πράγμα που δεν είπε ο ευαγγελιστής Ματθαίος, πρόσθεσε ότι η θυγατέρα του αρχισυνάγωγου ήταν δώδεκα ετών, αλλά και η αιμορροούσα έπασχε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Άρα λοιπόν συγχρόνως με τη γέννηση εκείνης, άρχισε αυτή να υποφέρει από αιμορραγία· γιατί το ίδιο το όριο του χρόνου γίνεται το τέλος της κόρης του αρχισυναγώγου και η αρχή της σωτηρίας της αιμορροούσης γυναίκας. Εκείνη πεθαίνει δώδεκα ετών, και αυτή, αφού πίστεψε, θεραπεύθηκε από το πάθος δώδεκα ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανένα γιατρό· γιατί πολλοί γιατροί από τους εθνικούς υπόσχονταν ότι θα την θεραπεύσουν. Εάν εξετάσεις εκείνους που φιλοσοφούσαν και υπόσχονταν την αλήθεια, θα δεις ότι είναι γιατροί που προσπαθούσαν να θεραπεύσουν. Αυτή όμως, μολονότι δαπάνησε όλα τα υπάρχοντά της, δεν μπόρεσε από κανένα γιατρό να θεραπευτεί. Έπιασε απλώς το κάτω άκρο του ενδύματος του Ιησού με πίστη και θεραπεύτηκε.
Εάν εξετάσουμε την πίστη μας προς τον Ιησού Χριστό και κατανοήσουμε πόσο μεγάλος είναι ο Υιός του Θεού, και Ποιον αγγίξαμε, θα δούμε ότι σε σύγκριση με το κράσπεδο αυτό, δηλαδή το κάτω άκρο του ενδύματος του Ιησού, αγγίξαμε κράσπεδο, αλλά όμως το κράσπεδο μάς θεραπεύει και μας κάνει να ακούμε από τον Ιησού: «θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έχει σώσει)». Και αν εμείς θεραπευθούμε, θα αναστηθεί και η θυγατέρα του αρχισυνάγωγου· διότι λέγει ο απόστολος Παύλος: «Ἂχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ καὶ οὕτω πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται καθὼς γέγραπται· ἥξει ἐκ Σιὼν ὁ ῥυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ Ἰακώβ (:Και η αλήθεια αυτή είναι ότι έχει γίνει σκλήρυνση σε μέρος του ισραηλίτικου λαού έως ότου εισέλθει στη βασιλεία του Χριστού ο πλήρης αριθμός των εθνικών που έχει ορίσει ο Θεός. Και έτσι, όταν εκπληρωθεί ο όρος αυτός, ολόκληρος ο ισραηλιτικός λαός ως σύνολο θα σωθεί, όπως έχει γραφεί στις προφητείες του Ησαΐα: “Θα έλθει από τη Σιών ο ελευθερωτής και θα αποδιώξει τις ασέβειες από τους απογόνους του Ιακώβ”)» [Ρωμ.11,25 και Ησ.59,20].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»[σελίδες 57 και 58 του PDF].
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α΄», κεφάλαιο 8ο, σελ. 383-387.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 8, 40-56]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-11-1997]
(Β 365)
Ο Κύριος, αγαπητοί μου, επιστρέφει από την Γαλιλαία στην Ιουδαία. Και ο λαός Τον υποδέχεται με ενθουσιασμό, γιατί «ἦσαν», όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς, « ἦσαν πάντες προσδοκῶντες αὐτόν». Τον περίμεναν με χαρά -το «προσδοκῶ», επί αγαθών πραγμάτων. Τον περίμεναν με χαρά. Τα πλήθη είχαν αναγνωρίσει την αξία της παρουσίας του Χριστού, έστω κι αν ακόμη δεν εγνώριζαν του Ποιος ήταν ο Ιησούς ως ο Ενανθρωπήσας Θεός Λόγος.
Ανάμεσα στο πλήθος ήταν κι ένας αρχισυνάγωγος, που το όνομά του ήταν Ιάειρος. Αυτός ήλθε, αφού γονάτισε μπροστά εις τον Ιησούν, και Τον παρακαλούσε να θεραπεύσει την δωδεκαετή θυγατέρα του, μονογενές παιδί, δεν είχε άλλο παιδί, που εκινδύνευε να πεθάνει. Κι ενώ ο Κύριος επορεύετο προς το σπίτι του Ιαείρου, κάποιος υπηρέτης του φθάνει λέγοντας ότι «Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου, μή σκύλλε τόν διδάσκαλον». «Η κόρη σου πέθανε. Μην ενοχλείς περισσότερο τον διδάσκαλον». Δηλαδή «να μην έρθει στο σπίτι, μην τον ενοχλείς».
Μπορούμε να εννοήσομε, αγαπητοί μου, τα αισθήματα, την καρδιά του Ιαείρου, εκείνη την στιγμή; «Δεν πρόλαβε να πάει ο Κύριος; Δεν πρόλαβε να την θεραπεύσει; Πέθανε;…». Πολύ οδυνηρά αισθήματα πραγματικά. Επόμενον, λοιπόν, ήταν να κλονιστεί. Και τότε ο Ιησούς τού λέγει: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε καί σωθήσεται». «Μόνον να πιστεύεις και θα σωθεί». Αλήθεια, τι παρήγορος είναι αυτή η φωνή του Χριστού την ώρα εκείνη! : «Μὴ φοβοῦ». Όμως τι συνιστά αυτή η φράσις του Κυρίου; Τι ήθελε να πει; Να πιστεύει. Την πίστιν ήθελε να πει. Διότι ο Κύριος, όπως λέγει ο Μ. Αθανάσιος: «Τοῖς πιστεύουσιν ἐχαρίζετο (:Σε εκείνους που πίστευαν, εχαρίζετο) ἵνα τὴν πίστιν καὶ τὴν χάριν κατασχεῖν δυνηθῶσιν, γνώρισμα γὰρ τῆς προαιρέσεως τῆς ψυχῆς ἡ πίστις ἐστίν». Ώστε με την πίστιν να μπορέσουν να αποκτήσουν και την χάριν. «Δηλαδή αν θέλεις, ω Ιάειρε, να πάρεις την χάρη την δική μου, πρέπει να πιστεύεις. Και θα σου γίνει αυτό το οποίο θέλεις. Αλλά θα το πιστεύεις όμως. Θα πιστεύεις σε τι; Σε μένα. Προσέξτε: Σε μένα, στο θεανθρώπινο πρόσωπό μου». Και έτσι, αυτό είναι γνώρισμα, λέει ο Μέγας Αθανάσιος, της προαιρέσεως της ψυχής. Γιατί η πίστις είναι πράγματι ένα στοιχείο, ένα γνώρισμα της προαιρέσεως της ψυχής. Βλέπετε; Της προαιρέσεως της ψυχής. Όλα τα άλλα μπορεί να είναι αναγκαστικά, μπορεί να είναι… το μόνο που εκφράζει την προαίρεση είναι η πίστις.
Ωστόσο ο Κύριος κατευθύνεται προς το σπίτι του Ιαείρου. Εκεί, κόσμος πολύς. Ο Ιάειρος ήταν επίσημον πρόσωπο. Ήτο αρχισυνάγωγος. Και όλο αυτό το συγκεντρωμένο πλήθος τι έκανε; «Ἔκλαιον καὶ ἐκόπτοντο». «Κόπτομαι» θα πει χτυπάω το στήθος μου, ξεριζώνω τα μαλλιά μου, κλαίω, οδύρομαι, ολοφύρομαι, ολολύζω. Όλα αυτά όταν πενθώ· και εκφράζονται όλα αυτά με το «κόπτομαι». Και ο Κύριος απευθυνόμενος στο πλήθος λέγει: «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Παράξενος λόγος! Μέσα σε εκείνον τον κοπετόν, που υπήρχε, να ακουστεί η φωνή: «Μη κλαίτε. Και γιατί να μην κλαίτε; Γιατί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Τι φυσικότερον, βεβαίως, του πένθους και των δακρύων; Αλλά ο Κύριος όταν είπε να μην κλαίουν, το είπε εν όψει της αναστάσεως του κοριτσιού. Το ίδιο είχε πει και εις την χήρα της Ναΐν. Εκεί «ἐξεκομίζετο», λέει, «ὁ νεκρός». Δηλαδή μετεφέρετο από το σπίτι εις το νεκροταφείον, εις τον τάφον. Δεν υπήρχε νεκροταφείο στους Εβραίους, με την έννοιαν που έχομε εμείς έναν τόπον περιγραμμένον. Όχι. Αλλά ήταν τα μνήματα, στους πολυπληθείς εκείνους βράχους που υπήρχαν. Έσκαβαν κι έβαλαν… μέσα εκεί. Θυμηθείτε τον τάφο του Χριστού. Ή ήταν, αν θέλετε, τεχνητός ο τάφος αυτός· είτε φυσικός είτε τεχνητός.
Όμως, όπως είδαμε εδώ, το πλήθος… «ἔκλαιον καὶ ἐκόπτοντο». Κλάμα και κοπετός. Είναι, ωστόσο, μία υπερβολή πένθους. Αυτή η υπερβολή του πένθους υπάρχει και σε μας ακόμη σήμερα, στους Χριστιανούς. Θυμηθείτε ότι «τὸ πλῆθος», λέγει, «ἐκόπτετο», τότε με τον θάνατον του Στεφάνου· που δεν θα έπρεπε. Κι εμείς «κοπτόμεθα», χτυπιόμαστε, ξεριζώνομε τα μαλλιά μας, θα επαναλάβω. Και ακόμη έχομε και τις μοιρολογίστρες. Αυτή είναι κληρονομιά από τους αρχαίους προγόνους μας. Οι γυναίκες εκείνες, οι οποίες πηγαίνουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις και μοιρολογούν, λένε τραγούδια, ελεγεία, πένθιμα τραγούδια. Και δημιουργείται ένα πολύ πνιγηρό κλίμα μέσα εις στο σπίτι του κεκοιμημένου. Φοβερά πνιγηρό κλίμα. Είναι αγαπητοί μου, μία υπερβολή… Όταν πιστεύομε εις την ανάστασιν του Χριστού και πιστεύομε και εις την ανάστασιν των κεκοιμημένων, των νεκρών, τότε γιατί; Ο Χριστός ανεστήθη. Και αφού ανεστήθη ο Χριστός, θα αναστηθούμε κι εμείς. Πού το ξέρομε; Μα αναστήθηκε ο ίδιος. Έδωσε την μαρτυρία. Ότι θα αναστηθούμε. Το είπε βέβαια. Αλλά και θα αναστηθούμε, γιατί αναστήθηκε ο Ίδιος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να κλαίμε υπερβολικά, όταν έχομε κάποιο πένθος. Σαν άνθρωποι βεβαίως θα λυπηθούμε, θα κλαύσομε. Δεν υπάρχει αντίρρηση. Αλλά ανθρώπινα, απλά, σαν Χριστιανοί. Γιατί, όπως λένε οι Πατέρες, «το να μην κλάψεις είναι θηριώδες». Δεν ξέρω αν κάποια ζώα μπορεί να κλάψουν. Τα ζώα δεν έχουν δάκρυα. Κάποτε όμως από την έκφρασή τους αντιλαμβανόμαστε το πένθος τους. Για να μην απαριθμήσω τώρα κάποια ζώα και πτηνά ακόμη, όπως είναι ο κύκνος κ.λπ. Αλλά το να μην κλαύσεις είναι θηριώδες. «Το να κλαις πολύ, είναι», λέει, «πολύπαθον πράγμα». Το μέτρον. Το πένθος λοιπόν που έχομε θα είναι υπό το πρίσμα της αναστάσεως των νεκρών.
Ακόμη ο Κύριος έδωσε και έναν επιπλέον χαρακτηρισμόν. Ότι «οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». «Δεν πέθανε», λέγει, «αλλά κοιμάται». Γιατί για κείνη τη στιγμή όντως ο θάνατος ήταν ύπνος. Αφού λίγο μετά ο Κύριος θα έδινε την ανάσταση. Όπως πηγαίνομε κάποιον και τον ξυπνούμε και του λέμε: «Σήκω». Ακούστε· βάζουμε και το χέρι μας και τον σπρώχνομε λιγάκι. «Σήκω, ξύπνα». Και ο Κύριος πήρε το χέρι της κορασίδος, του κοριτσιού και της είπε: «Ἡ παῖς (:ω παιδὶ), ἐγείρου». Σήκω. Όντως λοιπόν ήταν μία εικόνα ύπνου και καθόλου θανάτου.
Όμως ο χρόνος, είτε είναι λίγη ώρα, όπως ήταν με την κοπέλα αυτή ή αιώνες και χιλιετίες, θα φθάσει οπωσδήποτε η κοινή ανάστασις των πάντων. Όλων. Γιατί θα σηκωθούμε όλοι από τον θάνατον, από τον ύπνον του θανάτου. Συνεπώς ουσιαστικά δεν υπάρχει θάνατος. Πρέπει να σας πω ότι πάρα πολλοί Χριστιανοί μας δεν πιστεύουν, δεν πιστεύουν εις την ανάσταση των νεκρών. Νομίζουν ότι πρόκειται περί της αναστάσεως των ψυχών. Μα δεν είμεθα αιρετικοί να πιστεύομε ότι πιστεύουν οι θνητοψυχίται. Οι Χιλιασταί φερειπείν, αν και είναι αίρεσις πολύ αρχαία αυτήν. Ότι η ψυχή πεθαίνει και η ψυχή θα αναστηθεί. Ποιος σας το είπε αυτό; Ποιος σας το είπε; Θα ακούσομε παρακάτω ή ακόμη όταν ο Κύριος λέγει ό,τι λέγει, από πού γυρίζει; Γυρίζει η ψυχή. Δεν πέθανε η ψυχή. Το σώμα χωρίστηκε απλώς από την ψυχήν. Μη, λοιπόν, υποστηρίζομε τέτοια πράγματα. Το σώμα θα αναστηθεί. Το ακούσατε καλά; Το σώμα θα αναστηθεί. «Μα… ». Αυτό, που δεν μπορούμε να το καταλάβομε είναι γιατί έχομε ορθολογισμόν. Εκείνος που μας έκανε εκ του μηδενός, εκείνος που έκανε εκ του μηδενός τα πάντα και μας έκανε εκ του είναι, της υπάρξεως, τι; Της ύλης. Αυτός είναι ικανός να επανασυστήσει όχι κάποιο άλλο σώμα, αλλά το ίδιο το σώμα. Γιατί λέει ο Απόστολος Παύλος «Θα δώσομε λόγον εις τον Κύριον, εις τον Ιησούν Χριστόν για ό,τι επράξαμε και με την ψυχή μας και με το σώμα μας»;. Δεν μπορούμε λοιπόν να πάρομε άλλο σώμα. Θα είναι το ίδιο σώμα. Το ακούσατε; Εάν δεν το πιστεύομε, τότε να βάλομε ερωτηματικό κατά πόσο είμεθα Χριστιανοί. Είναι δόγμα πίστεως. Με αποδείξεις. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Και μάλιστα το Ιεροσολυμιτικόν Σύμβολον της Πίστεως λέγει: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν σαρκός». Κυριολεκτεί: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν σαρκός».
Συνεπώς δεν υπάρχει θάνατος ουσιαστικά. Αυτό που λέμε «θάνατος» -θα έβαζα την λέξη μέσα σε εισαγωγικά- είναι ύπνος. Αυτός που πέθανε συνεπώς είναι κεκοιμημένος. Δηλαδή εκοιμήθη. Και ο χώρος στον οποίον κατετέθη το σώμα του λέγεται κοιμητήριον. Όχι νεκροταφείον. Λέγεται κοιμητήριον.
Όταν ο Κύριος εζήτησε από τον Ιάειρον και του είπε «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται», πώς μπορούμε να εννοήσομε, αγαπητοί μου, αυτό το «σωθήσεται»; Προσέξτε εδώ. Πίστευε, μη φοβάσαι. Πίστευε. Θα σωθεί. Πώς μπορούμε να εννοήσομε αυτό το «θα σωθεί;». Με την ολοκληρίαν της ανθρωπίνης υπάρξεως. Πολλές φορές μιλάμε και λέμε «σωτηρία, σωτηρία, σωτηρία, σωτηρία…» – ξέρομε τι θα πει σωτηρία; Θα πει: ολοκληρία της ανθρωπίνης υπάρξεως στη Βασιλεία του Θεού. «Ὁλοκληρία». Η λέξις είναι της Καινής Διαθήκης. Προσέξατέ το αυτό. Γιατί όταν το πνεύμα επιστρέφει εις το σώμα, δημιουργείται αυτή η ολοκληρία. Επειδή, όταν ο άνθρωπος, δηλαδή το σώμα χωριστεί από την ψυχήν, δεν μπορούμε να πούμε «άνθρωπο» το σώμα. Ούτε μπορούμε να πούμε «άνθρωπο» την ψυχήν. Άνθρωπος είναι και η ψυχή και το σώμα μαζί. Συνεπώς, τι είναι αυτή η σωτηρία; Η «ὁλοκληρία». Δηλαδή η ένωσις ξανά ψυχής και σώματος. Τότε μπορούμε να μιλάμε για άνθρωπον. Και μάλιστα δημιουργείται αυτή η «ὁλοκληρία», δηλαδή αυτό το σῶος (το θηλυκό κάνει σῶα, σῶον το ουδέτερον). «Σῶος», δηλαδή ολόκληρος. Λέμε, «Είμαι σώος και αβλαβής». Το λέμε. Έκφρασις είναι. Το λέμε πολύ καλά: «Είμαστε σώοι και αβλαβείς». Έκφρασις είναι της καθημερινής μας ζωής. Τι θα πει «σώοι»; Ότι είμαστε σώοι; Δηλαδή είμαστε ολόκληροι. Και δεν ουδεμίαν βλάβην. Αυτό θα πει. Ώστε λοιπόν, από δω που παράγεται η σωτηρία, από το σώος, θα πει έχω την ψυχή μου και το σώμα μου, δεν μου λείπει τίποτα.
Να προχωρήσω σε μία λεπτομέρεια; Ο Χριστός είπε δια τους υποψηφίους μάρτυρας: «Μη φοβηθείτε», λέει, «μη φοβηθείτε. Μία τρίχα από την κεφαλή σας», λέγει, «δεν θα χαθεί». «Κύριε, εδώ μας παίρνουν το κεφάλι με το μαρτύριο, κι εσύ μας λες, ούτε μία τρίχα θα χαθεί από την κεφαλή μας;». Ναι. Γιατί; Γιατί θα αποκατασταθεί ο άνθρωπος. Μέχρι μη απωλείας των τριχών της κεφαλής. Είναι καταπληκτικό! Δεν το λέγω εγώ. Το είπε ο Χριστός· ο Οποίος ανεστήθη. Δεν είναι λόγια ο Χριστιανισμός. Είναι αποδείξεις, είναι γεγονότα. Πάρτε το είδηση. Δεν είναι θεωρία ο Χριστιανισμός. Είναι γεγονότα. Είναι ζωή ο Χριστιανισμός.
Λοιπόν, σαν να έλεγε ο Κύριος, όταν του είπε: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται», σαν να του λέγε: «Μη φοβάσαι. Εσύ θα πιστεύεις σ’ αυτό που Εγώ θα κάνω, πίστευε σε μένα, και τότε θα σωθεί. Δηλαδή θα αναστηθεί. Θα ξαναγυρίσει η ψυχή πίσω εις το σώμα».
«Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Ποιοι κατεγέλουν; «Κατεγέλων αὐτοῦ» ποιοι; Όλος εκείνος ο κόσμος που είχε μαζευτεί, μαθαίνοντας ότι η κόρη του Ιαείρου είχε πεθάνει. «Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; Αφού πέθανε». Και γελούσαν. Δηλαδή, χλεύαζαν. Γελώ… δεν είναι το γέλιο· είναι η χλεύη, η κοροϊδία. Στάθηκε, ωστόσο, αυτή η κοροϊδία ένα πολύτιμο στοιχείο. Έστω και αρνητικό στοιχείο. Ότι όντως το κορίτσι είχε πεθάνει. «Αφού», λέει, «πέθανε». Ο κόσμος το βεβαίωνε. Πέθανε. Είναι λοιπόν μία μαρτυρία ότι πέθανε το κορίτσι. Συνεπώς η ανάστασις θα ήτο πραγματική.
Αλλά γιατί γελούσαν; Γιατί δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό τους την ανάσταση ενός νεκρού ανθρώπου. Εδώ είναι το καταπληκτικό. Όπως κι εμείς μπορούμε να γελάμε για την ανάσταση των νεκρών. Σας ξαναλέγω δεν είμεθα Χριστιανοί, εάν δεν πιστεύομε εις την ανάσταση των νεκρών. Αυτοί γιατί γελούσαν; Γιατί αγνοούσαν από την Γραφή την ανάσταση των νεκρών. Ναι. Γι’ αυτό. Αγνοούσαν. Όπως κι εμείς αγνοούμε προπαντός από την Καινή Διαθήκη την ανάσταση των νεκρών. Ξέρετε τι σήμαινε αυτό, το πλήθος όταν γελούσε; Εκείνο που είπε ο Χριστός: «Μην πάρετε τα μαργαριτάρια της πίστεως και τα ρίξετε», λέει, «μπροστά στα γουρούνια, στους χοίρους. Γιατί θα πάνε να δοκιμάσουν ότι δεν είναι βαλανίδια. Δεν τρώγονται τα μαργαριτάρια. Και τότε θα θυμώσουν τα γουρούνια και θα ‘ρθουν να σας προγγίξουν». Αυτό σήμαινε τώρα εδώ. Ως να ερίπτοντο τα μαργαριτάρια της πίστεως στα πόδια των ανθρώπων που δεν πίστευαν. Γι’ αυτό δεν ήσαν άξιοι βεβαίως να παρευρεθούν εις την ανάστασιν του κοριτσιού. Τους έβγαλε όλους έξω ο Χριστός. «Φύγετε», τους είπε, «φύγετε». Για να μην παρεξηγηθεί, κράτησε τρεις μαθητάς. Τους άλλους εννέα τους άφησε απέξω. Το βλέπομε αυτό και σ’ άλλες περιπτώσεις που το κάνει ο Κύριος. Η κάθε περίπτωση έχει τη σημασία της. Πάντως εδώ λέει: «Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα». «Δεν άφησε κανείς να μπει μέσα». Δεν τους άξιζε. Για τον λόγο που σας εξήγησα. Παρά μόνον τους γονείς του κοριτσιού και τους τρεις μαθητάς, Πέτρον, Ιάκωβον και Ιωάννην.
Και τότε ο Κύριος «κρατήσας», λέγει, «τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου». «Πήρε το χέρι και εφώνησε, φώναξε: ‘’Ω παιδί, εγείρου, ξύπνα, σήκω’’». Ο Κύριος κρατάει από το χέρι το νεκρό κορίτσι. Όπως στην αγιογραφία βλέπομε να κρατάει με το χέρι Του, το ένα Του χέρι ο Χριστός, τον Αδάμ· και με το άλλο Του χέρι την Εύα. Αν θα δείτε την ορθόδοξη αγιογραφία, την εικόνα του Χριστού στον Άδη, κρατάει από δω κι από δω, γιατί έτσι μας σηκώνει. Ωραία εικόνα αυτή! Και είναι και φυσική για μια στιγμή. Όπως πάμε και σκουντάμε εκείνον που κοιμάται. Σας το είπα προηγουμένως. Ο Κύριος λοιπόν έτσι κινείται. Δείχνει Ποιος αναστήνει τον άνθρωπο. Όχι κάποιος άλλος. Αλλά Αυτός ο ίδιος ο Υιός, Ενανθρωπήσας, του Θεού. Δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι πεσμένος, έχει πέσει. Έχει πέσει και ηθικά και οντολογικά. Ηθικά γιατί φταίει. Έκανε αμαρτία. Την παράβαση. Τότε οι πρωτόπλαστοι έναντι του Θεού. Παρέβησαν την εντολή Του. Οντολογικά, γιατί…τι θα πει πίπτω; Πτώμα. Λέμε πτώμα. Αυτός είναι πτώμα. Δηλαδή δεν είναι όρθιος. Δεν στέκει στα πόδια του. Είναι οριζοντιωμένος. Είναι πτώμα. Κι έρχεται τώρα ο Χριστός να ξαναστήσει στα πόδια του τον άνθρωπον. Αυτό θα πει ότι έρχεται να τον σηκώσει οντολογικά. Όχι ηθικά, όχι μεταφορικά. Οντολογικά. Έχει σημασία. Αυτό θα πει και ανάστασις. Από το «ἀνίστημι». Στέκομαι στα πόδια μου. Αυτό θα πει ανάστασις.
Και «ἐφώνησεν» μας σημειώνει ο ευαγγελιστής. Φώναξε. Πού φώναξε; Θα μπορούσε να ακούσει η κοπέλα; Αφού ήταν νεκρή. Πού έφθασε η φωνή του Χριστού; Αγαπητοί μου, εκεί που ήταν, στον τόπο εκείνον που ήταν η ψυχή. Δηλαδή; Στον τόπο των ψυχών. Στον άδη. Πω! Πω! Δηλαδή φθάνει η φωνή του Χριστού εις τον άδη; Πού είναι ο άδης; Πού είναι; Εφώνησε και εις στην περίπτωση του γιου της χήρας της Ναΐν και του Λαζάρου: «Λάζαρε – ήταν έξω από τον τάφο ο Χριστός, σας είπα ήταν σπήλαιο– δεῦρο ἔξω». Έλα έξω. Για να ακούσει όμως ο Λάζαρος και να βγει έξω, έπρεπε να φθάσει η φωνή του Χριστού, πού; Στον άδη! Είναι κάτι φοβερό, φοβερό! Καταπληκτικό, θα λέγαμε.
Και σημειώνει ο Λουκάς: «Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα». Επέστρεψε. Προσέξτε την λέξη. «Επέστρεψε, ξαναγύρισε το πνεύμα της, η ψυχή της και ανέστη παραχρήμα». Αμέσως, λέει, ανεστήθη. Άλλο, λοιπόν, σώμα και άλλο ψυχή. Είναι δυο πράγματα. Το σώμα ήταν μπροστά εκεί. Η ψυχή επιστρέφει. Και αμέσως, όταν ενώθηκε πάλι με το σώμα, η κοπέλα σηκώθηκε. Μπορούμε να συλλάβομε αυτό το «ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς»; Μπορούμε να το συλλάβομε;
Αγαπητοί μου, σε εκείνη την ωραία προφητεία του Ιεζεκιήλ, την οποίαν λέμε όταν γυρίζομε από τον Επιτάφιο, όταν κάνομε την περιφορά την Μεγάλη Παρασκευή, με εκείνα τα κόκαλα… Μια πεδιάδα, λέει, με κόκαλα…κ.τ.λ. Κι εκεί, κατά έναν έτσι τρόπον ότι τα κόκαλα αυτά απέκτησαν σάρκες, νεύρα, ξέρω γω, γι΄αυτό και λέμε σ’ εκείνη την περίπτωση στον Επιτάφιο αυτήν την περικοπή: Η κοινή ανάστασις των πάντων. Καταλαβαίνομε; Καταλαβαίνομε;
Ας προσέξομε. Δεν επιστρέφει κάποια άλλη ψυχή. Ο Θεός δεν είναι παραγωγός ψυχών. Όπως θα το ήθελε ο Πλάτων. Ο Πλάτων ομιλεί περί παραγωγής ψυχών. Και έτσι, παίρνει μία ψυχή, την βάζει σε ένα σώμα το οποίον… ξέρω ‘γω, πώς δημιουργείται εκεί, κι έχομε έναν άνθρωπο. Όχι αγαπητοί μου. Η ίδια η ψυχή θα γυρίσει πίσω. Η ιδία η ψυχή. Γιατί θα κριθούμε. Μία καινούρια ψυχή τι θα μπορούσε να πει ότι αμάρτησα. Χάνομε το εγώ, χάνομε την ταυτότητά μας αν έχομε μίαν άλλην ψυχήν. Είναι η ίδια η ψυχή μας, που διατηρεί αυτήν την αυτογνωσίαν, την μνήμη.
Τι λέει ο Αβραάμ στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου; «Μνήσθητι, θυμήσου, ότι εσύ στη Γη που ήσουν, απέλαβες τ’ αγαθά σου» κ.τ.λ. Δηλαδή μνήμη. Αν δεν έχω λοιπόν αυτογνωσία και μνήμη, τότε, πάει η ταυτότητά μου. Χάθηκε. Είναι σπουδαία στοιχεία αυτά. Λέγει ο Θεοφύλακτος: «Οὐ γὰρ ἄλλην ψυχὴν εἰσήνεγκεν ἀλλ’ ἐκείνην, τὴν ἀπὸ τοῦ σώματος ἀποπτάσαν (:που πέταξε, έφυγε) ταύτην ἐποίησε στραφῆναι ἐπ΄αὐτῷ». Η ίδια ψυχή γυρίζει πίσω. Γυρίζει. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για επιστροφή της ψυχής, αυτό σημαίνει ότι έχω αληθινό χωρισμό ψυχής και σώματος. Σημαίνει ακόμα διαφοροποίηση ψυχής και σώματος, όπως σας το είπα. Σημαίνει ότι το υλικόν σώμα κατατίθεται στη Γη, ενώ η πνευματική ψυχή απέρχεται εις τον ίδιον τόπον αυτής. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Δεν γυρίζει από δω και από κει η ψυχή. Δεν είναι γύρω από το σπίτι που έμενε. Δεν είναι στο νεκροταφείο. Δεν… Στον οικείον της τόπον». Προσέξατε. Λέει ο Χριστός: «Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον» μετά την ανάστασιν, «οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Προσέξτε αυτό το «αἰώνιον».
Αγαπητοί, διέταξε ο Κύριος όταν την ανέστησε να της δώσουν να φάει. Περίεργο πράγμα…! Ναι. Γιατί περίεργο; Έκανε το μέγιστον, που δεν μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι. Και άφησε το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι. Να δώσουν φαγητό στην κοπέλα. Όπως είπε. «Δεῦρο, Λάζαρε, ἔξω», αφού προηγουμένως τι είπε; «Σηκώσατε την πλάκα που φράζει τον τάφον. Αυτό μπορείτε να το κάνετε. Θα το κάνετε». Και ακόμη, γιατί ο Θεός θέλει να ζούμε τρώγοντας. Εκείνος έκανε την Δημιουργία έτσι. Στην Βασιλεία του Θεού όμως δεν θα υπάρχει η τροφή. «Ὁ Θεός», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «και ταύτην (:την κοιλίαν) και ταῦτα (:τα βρώματα) καταργήσει». Δεν θα έχουν πλέον θέσιν. Θα ζούμε πώς; Το Πνεύμα του Θεού θέλει τώρα να τρώμε. Τότε δεν θα τρώμε. Εννοείται, από τις τροφές.
Αγαπητοί, μεγάλα και θαυμαστά αποτελούν το μυστήριον του θανάτου. Κανείς δεν μας πληροφόρησε γι’ αυτό, παρά μόνον Εκείνος που είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο Ιησούς Χριστός. Είναι Εκείνος που είπε: «Καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου». Το λέει στην Αποκάλυψη. Γι’αυτό η σωτηρία μας βρίσκεται μόνον εις τον Ιησούν Χριστόν. Εκείνο που είπε ο Απόστολος Πέτρος: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία, οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶ ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανόν, τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς». Να λοιπόν τι αξίζει να πιστεύομε εις τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_735.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 8, 40-56]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 7-11-1993]
(Β 287)
Εκπληκτικό θαύμα, αγαπητοί μου, η ανάστασις της θυγατρός του Ιαείρου. Και μάλιστα, διπλούν θαύμα! Γιατί όταν ο Κύριος κατευθύνετο προς το σπίτι του αρχισυναγώγου Ιαείρου, ένα άλλο θαύμα έλαβε χώρα. Ήταν το θαύμα της θεραπείας της αιμορροούσης εκείνης γυναικός. Και όσα εκεί ελέχθησαν με την αιμορροούσα γυναίκα, έχουν βάθος πίστεως και βάθος θεολογίας.
Αλλά και στην ανάσταση της θυγατρός του Ιαείρου, η θεολογία που απορρέει είναι αποκαλυπτική. Ας δούμε όμως, πώς την ανάσταση αυτής της μικρής κόρης διηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Σας διαβάζω το κείμενο, παραλείποντας το περιστατικό της αιμορροούσης: «Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν… ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον (:Μην ενοχλείς, μην τον βάζεις σε κόπο. Πέθανε η κόρη σου). Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἒκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν(:Έκαναν κοπετόν). Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει(:Κοιμάται). Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν(Και τον καταγελούσαν οι γύρω, γνωρίζοντες ότι είχε πεθάνει). Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου(:Ω μικρό παιδί, σήκω).Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα(:αμέσως), καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν(:Διέταξε ο Κύριος να της δοθεί φαγητό). Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός(:Όμως Εκείνος παρήγγειλε εις αυτούς, τους γονείς, σε κανένα να μην πουν το γεγονός της αναστάσεως της κόρης των)».
Κάθε πρότασις και κεφάλαιον θεολογίας, αγαπητοί μου… Ωστόσο, ας μείνομε σε ένα θέμα, που δεν θα ήτο θεολογικό, εκ πρώτης όψεως. Στο θέμα της παιδικής θνησιμότητος. Γιατί αυτό το μικρό κοριτσάκι, το μόλις 12 ετών παιδάκι, να πεθάνει; Γιατί; Κι ενώ μοιάζει αυτονόητο ότι μικροί και μεγάλοι πεθαίνουν, δεν είναι όμως τόσο αυτονόητο, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Βέβαια, εισήχθη ο θάνατος σαν καρπός της παρακοής των πρωτοπλάστων. Αλλά ο Αδάμ, μετά την παρακοή του, έζησε 930 χρόνια! Και δεν πέθανε πρόωρα. Το μικρό αυτό παιδάκι, γιατί πεθαίνει; Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ηλικία του, τη ζωή του; Είναι ολότελα αφύσικο ο θάνατος στην μικρή ηλικία.
Όταν ο Θεός ευλογούσε τους πρωτοπλάστους και δι’ αυτών όλους βεβαίως τους ανθρώπους, είπε τούτο: «Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε». Έχομε ποτέ σκεφθεί τι σημαίνει αυτό το «αὐξάνεσθε»; Θα πει «να μεγαλώσετε». Θα πει ότι «παίρνετε την ευλογία να ολοκληρώσετε το μεγάλωμά σας να ολοκληρώσετε τα χρόνια της ζωής σας. Ναι, δεν θα πεθαίνατε ποτέ, τώρα που εισήχθη δια της αμαρτίας ο θάνατος, θα πεθάνετε, αλλά όχι μόλις γεννηθείτε. Αλλά Εγώ έβαλα όρια ζωής», λέει ο Κύριος. «Και έτσι, θα έχετε τη δυνατότητα να αυξηθείτε, να μεγαλώσετε, να ζήσετε. Παρότι ο θάνατος που μπήκε με την αμαρτία έγινε καθεστώς».
Τώρα τι ανακόπτει το νήμα της ζωής ενός παιδιού, ώστε να μη φθάνει σε εκείνο το ευλογημένο, που είπε ο Θεός «αὐξάνεσθε;». Αλήθεια, τι στέκεται αιτία στην παιδική θνησιμότητα; Βέβαια η αμαρτία· που έγινε κι αυτή πλέον ένα καθεστώς. Έγινε παγία κατάστασις· που κληροδοτείται πλέον εις τα παιδιά, χωρίς αυτά να φταίνε. Άρρωστοι γονείς, συντελούν στην παιδική θνησιμότητα. Υπάρχουν αρρώστιες, αγαπητοί μου, αρρώστιες των γονέων, κυρίως από προσωπικές των αμαρτίες. Όχι πάντοτε όμως. Διότι κι εκείνοι εκληρονόμησαν από τους γονείς των ό,τι εκληρονόμησαν, από τους προγόνους των ακριβέστερα. Όχι πάντοτε όμως προσωπικές των αμαρτίες, το τονίζω· που δεν επιτρέπουν την ολοκλήρωση της ζωής των παιδιών των.
Στην ακολουθία του γάμου, που πρέπει οι έγγαμοι μια φορά τον χρόνο και οι δυο μαζί να μελετούν την ακολουθία του γάμου, αφού θα ΄χουνε τη σχετική ακολουθία, το βιβλιαράκι, το τευχίδιο αυτό κάπου εκεί στα εικονίσματά των. Μια φορά λοιπόν τον χρόνο, το λέγω τρεις φορές, θα το κατεβάζουν από τα εικονίσματα και θα το μελετούν. Για να μην πω κάτι άλλο… Και ο κάθε πιστός πρέπει να διαβάζει την ακολουθία του Βαπτίσματος, του μυστηρίου του Βαπτίσματος. Για να ξέρομε και να ανανεώνομε τι θα πει βάπτισμα και τι θα πει γάμος. Και πώς τοποθετείται και το ένα και το άλλο μυστήριο στα μάτια του Θεού.
Στην ακολουθία λοιπόν του γάμου, αγαπητοί, συναντούμε τα εξής αιτήματα, που είναι πολύ χαρακτηριστικά, έτσι πολύ πρόχειρα σταχυολογώντας τα: «Ὑπὲρ τοῦ εὐλογηθῆναι τὸν γάμον τοῦτον(Ας ευχηθούμε να ευλογηθεί αυτός ο γάμος)». «Ὑπὲρ τοῦ παρασχεθῆναι αὐτοῖς(Ας ευχηθούμε να παρασχεθεί σε αυτούς, τους νεονύμφους) σωφροσύνην, καὶ καρπὸν κοιλίας πρὸς τὸ συμφέρον». «Ὑπὲρ τοῦ εὐφρανθῆναι αὐτοὺς ἐν ὁράσει υἱῶν καὶ θυγατέρων(Ας ευχηθούμε να χαρούν οι νεόνυμφοι βλέποντας αγόρια και κορίτσια ως παιδιά τους)». «Ὑπὲρ τοῦ δωρηθῆναι αὐτοῖς(Ας ευχηθούμε γι’ αυτούς) εὐτεκνίας ἀπόλαυσιν(να απολαύσουν μία ευτεκνία, δηλαδή, και καλλιτεκνία, δηλαδή γερά και καλοκαμωμένα παιδιά), καὶ ἀκατάγνωστον διαγωγήν(και να ευχηθούμε γι’ αυτούς να έχουν διαγωγή ακαταγόρητον)». «Ἀξίωσον αὐτοὺς ἰδεῖν τέκνα τέκνων (Δώσε τους να δουν, Κύριε, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, τρισέγγονα, τέκνα τέκνων, απεριορίστως)· τὴν κοίτην αὐτῶν ἀνεπιβούλευτον διατήρησον(Και το συζυγικό κρεβάτι φύλαξέ το χωρίς προσβολές αμαρτίας)».
Τι παρατηρούμε εδώ; Κάτι πολύ πρόχειρο, σας είπα, έχει πολλά σημεία, πολλές θέσεις η ακολουθία του γάμου. Πρώτον, βλέπομε ότι ευλογείται ο γάμος. Βέβαια, τι θα λέγαμε για τον πολιτικόν γάμο; Μπορεί να ευλογηθεί ο πολιτικός γάμος; Τι είναι; Πορνεία. Πόσο; Τι; Εκατό τοις εκατό πορνεία. Και όχι μόνον αυτό, Κάτι χειρότερο. Διότι εκείνος που πηγαίνει στην πορνεία, πηγαίνει στην πορνεία. Εδώ όμως είναι απώθησις, άρνησις, ενός μυστηρίου, ανθρώπων που εβαπτίσθησαν. Διότι αν δεν είχαν βαπτιστεί, ε, βέβαια, είναι επόμενον, πώς να αναζητήσουν την ευλογία του Αγίου Τριαδικού Θεού; Αλλά εδώ εβαπτίσθησαν, λένε ότι πιστεύουν πολλάκις και όμως απωθούν την ευλογία του Θεού. Είναι πολλές φορές χειρότερα, θα επαναλάβω, απ’ ό,τι είναι η πορνεία... Ταλαίπωροι και φτωχοί άνθρωποι, αν δεν ευλογήσει ο Θεός κάθε μας έργο, κι ένα από τα μεγάλα έργα του ανθρώπου πάνω στη Γη, είναι ο γάμος, πού θέλετε να φθάσετε; Τι θέλετε να επιτύχετε; Το βεβαιώνει η Γραφή: «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». «Οἶκος» δεν είναι ο οίκος, το σπίτι. Είναι κι αυτό. «Οἶκος» είναι η οικογένεια. «Εάν ο Κύριος», βεβαιώνει το Πνεύμα του Θεού, «δεν οικοδομήσει, δεν ευλογήσει ο Θεός, αυτό το σπιτικό, μάταια κοπιάζουν εκείνοι που θέλουν να φτιάξουν σπιτικό». Υπάρχει τίποτε έξω από την ευλογία του Θεού που μπορεί να σταθεί; Κι όμως αρνούμεθα την ευλογία του Θεού. Γι΄αυτό, σας είπα, ζητά ο ιερεύς από τους παρισταμένους, ο γάμος αυτών των ανθρώπων να ευλογηθεί.
Δεύτερον. Είναι η προϋπόθεση της σωφροσύνης. Ναι. Είναι η αγνότης του γάμου. Η αγνότης του γάμου μέσ’ τον γάμο. Γιατί πολλάκις ο γάμος μεταβάλλεται ευσχήμως εις παλλακείαν, κατά δυστυχίαν. Σωφροσύνη λοιπόν μέσα εις τον γάμον. Και αναζητείται η ηδονή κατά τέτοιο τρόπο, όπως λέει ένας σύγχρονος Γάλλος γιατρός, ο Rene Puaux, ότι το σαράκι του γάμου είναι η φιληδονία. Όταν υπάρχει ακράτεια, δεν υπάρχει εγκράτεια, την οποία ωραιότατα και σοφότατα καθορίζει η Εκκλησία με τις ημέρες των νηστειών και της εγκρατείας, Σαρακοστών, Τετάρτης, Παρασκευής και εδεσίμων ημερών σαν ένας χαλινός εις αυτό το σαράκι που λέγεται ηδονοθηρία και που καταστρέφει, λέει, την αγάπη του γάμου. Κι όμως κινούνται στην ηδονοθηρία οι άνθρωποι, ακριβώς εξ ονόματος της αγάπης του γάμου. Και δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι η καταστροφή του γάμου. Όταν μάλιστα αναζητούνται όχι κατά φύσιν, αλλά παρά φύσιν πράξεις και καταστάσεις.
Εξάλλου, προ του γάμου ζητείται η εγκράτεια. Ζητείται η αγνότης και από τα δύο φύλα. Τα στεφάνια εκείνα με τα οποία θα στεφανωθούν οι νεόνυμφοι, τη στιγμή της τελετής του μυστηρίου του γάμου, δεν είναι παρά τα στεφάνια εις το σκάμμα της αγνότητος και της σωφροσύνης. Το λέγει σαφέστατα αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος. «Επειδή», λέγει, «έμειναν αγνοί μέχρι τη στιγμή εκείνη του γάμου, γι΄αυτό η Εκκλησία στεφανώνει την αγνότητά τους τη μέχρι εκείνη τη στιγμή». Σήμερα, με τις προγαμιαίες σχέσεις, πέστε μου, αλήθεια, τα στέφανα δεν είναι παρωδία; Να πάρουν έναν δειλό του πολέμου και να του δώσουν ένα μέγα παράσημο, μεγαλόσταυρο. Δεν θα ήτο παρωδία; Μια κοροϊδία δεν θα ήταν; Φοβάμαι ότι εδώ άνθρωποι που ζήσαν ανήθικα, με ποικίλες γυναίκες, ποικίλους άνδρες, αλλά και μεταξύ των προ του γάμου έχοντες σχέσεις, έρχονται τώρα να… στεφανωθούν!
Τρίτον. Απ’ αυτά που σας είπα κάνω σχολιασμό. Είναι η χαρά να δουν τέκνα τέκνων. Να δουν παιδιά, εγγόνια και παρακάτω. Ναι. Εφόσον δεν ακολασταίνουν, δεν παρεμποδίζουν την σύλληψιν· που είναι τόσο μέγα θέμα σήμερα και επικαιρότατο. Δεν κάνουν εκτρώσεις. «Δεν πετούν τα γεννώμενα», για να χρησιμοποιήσω αυτήν τη φράση, που είναι από την προς Διόγνητον επιστολή. «Οι Χριστιανοί», λέει, «δεν πετούν τα γεννώμενα, αυτά που γεννιώνται». Δεν τα πετούν. Βέβαια, τότε θα δουν τέκνα τέκνων. Αν λένε «Και ποιος θα τα μεγαλώσει τα παιδιά;». Πατέρα, μητέρα, δεν τα μεγαλώνεις εσύ τα παιδιά. Εσύ είσαι διαχειριστής. Ο Θεός μεγαλώνει τα παιδιά. Εσύ είσαι οικονόμος του μυστηρίου του γάμου, οικονόμος Θεού. Γιατί ο Θεός θέλει να γεμιστεί ο οίκος Του, όπως λέει σε μία παραβολή ο Κύριος: «ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου», «να γεμιστεί η Βασιλεία του Θεού με νέα πρόσωπα». Εσύ είσαι εκείνος ο οποίος θα θρέψεις τα παιδιά σου; Δεν είναι απιστία εάν λες: «Δεν κάνω παιδιά, παρεμποδίζω τη σύλληψη, έκανα ένα, δύο, τα υπόλοιπα, αν συλληφθούν τα πετάω εις τον Καιάδα»; Σε ερωτώ: Εσύ τρέφεις τα παιδιά;
Τέταρτον. Είναι η χαρά της ευτεκνίας. Γερά παιδιά. Γιατί οι γονείς και οι παππούδες και οι προπαππούδες έζησαν με σωφροσύνη. Και οι προ-προπαππούδες… Κάποτε ερωτήθηκε ένας Αμερικανός από πότε αρχίζει η αγωγή και η υγεία και η ευτεκνία, η καλλιτεκνία και είπε: «Πριν από εκατό χρόνια!». Ναι, για τον καθένα, πριν από εκατό χρόνια. Δεν είναι υπερβολή. Δεν είναι σχήμα λόγου. Γιατί ο κληρονομικός παράγων έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έτσι λέγει ο Τihamer Τοth σε ένα του βιβλίο: «Είδες που συγχαίρουν τον πατέρα και τη μητέρα όταν γεννήσει ένα καλοκαμωμένο παιδί; Γιατί συγχαίρουν; Γιατί συ ο νέος και η νέα σταθήκατε αγνοί, καθαροί και κάνατε ένα γερό παιδί. Γι΄αυτό σας συγχαίρουν». Όχι γιατί γεννήθηκε γερό παιδί. Αλλά γιατί εσείς σταθήκατε και δημιουργήσατε προϋποθέσεις να γεννηθεί ένα τέτοιο γερό, καλοκαμωμένο παιδί.
Έτσι, να πάμε σε ένα πέμπτο σημείο, να μη σας κουράζω άλλο, είναι η ακατάγνωστος διαγωγή. Έτσι το λέει ακριβώς. Η ακατηγόρητη διαγωγή. Όχι μοιχεία. Λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους: «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καὶ ἡ κοίτη(το κρεβάτι) ἀμίαντος(καθαρή)· πόρνους δὲ καὶ μοιχοὺς(εκείνοι που μετήλθαν ανηθικότητα προ του γάμου των, αυτό λέγεται πορνεία, και μοιχούς, η μοιχεία μέσ’ τον γάμο, δηλαδή ο τρίτος άνθρωπος) κρινεῖ ὁ Θεός». Θα τους κρίνει ο Θεός. Θα τους καταδικάσει ο Θεός.
Όλα αυτά είναι, αγαπητοί, βασικές προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της ζωής των παιδιών μας. Είναι ακόμη και μερικά άλλα που συντελούν στην υγεία και στη ζωή των παιδιών, να μην έχομε την παιδική θνησιμότητα. Να προχωρήσω; Το κάπνισμα των γονέων και μάλιστα της μητέρας και ιδιαίτατα όταν η μητέρα εγκυμονεί. Τι παιδί θα βγάλει; Δεν το λέγω εγώ, το λέει η Ιατρική. Παιδιά σπαστικά, περίεργα, ανώμαλα, παιδιά προβληματικά. Δεν μπορούν… επιτρέψατέ μου να πω μία λεξούλα, δεν μου ξεφεύγει αλλά είναι πολύ χαρακτηριστική, δεν μπορούν τα παιδιά αυτά να παλουκωθούν πουθενά. Έχουν μία κινητικότητα καταπληκτική. Μα είναι κάτι φοβερό. Μα πουθενά δεν μπορούν να σταθούν. Γιατί; Γιατί η μαμά κάπνιζε όταν εγκυμονούσε. Ή επιτέλους το περιβάλλον της ως εγκυμονούσα, ο σύζυγός της, εκάπνιζε. Αυτά δεν τα λέγω εγώ, τα λέγει αυτή η Ιατρική.
Ακόμη, το άγχος της μητέρας, ιδία όταν κυοφορεί. Δηλητηριάζεται η τροφή που παρέχεται στο παιδί της. Αλλά και όταν υπάρχει η γαλακτοτροφία πάλι, όταν είναι αγχώδης άνθρωπος, το γάλα δηλητηριάζεται στο παιδί που το δίνει. Είναι δηλητήριο…
Ακόμη πρέπει να σας πω, και να μην το ξεχνούν οι άνθρωποι αυτό, ότι κατά την σύλληψιν, όταν υπάρχει η μέθη, η κόπωσις, και η οργή, ένα από τα τρία, στον έναν ή και στους δύο συζύγους, τότε υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότης το παιδί να έχει πάθει ζημία.
Ακόμη είναι και η ψυχολογική καταπίεση των παιδιών. Όταν τα καταπιέζομε κατά έναν περίεργο τρόπο. Δεν είναι εκείνο το οποίο λένε «Μην καταπιέζεις το παιδί». Είναι κάτι άλλα πράγματα, τα οποία χρόνο δεν έχω να σας τα πω. Ακόμα είναι η πείνα. Όταν υποτρέφονται τα παιδιά, έτσι…κακοζούν, κακοτρέφονται τα παιδιά. Όταν ο πατέρας είναι τεμπέλης ή τα τρώει και τα πίνει όλα στο καπηλειό. Ή επιτέλους, όταν υπάρχει και πείνα. Του ‘41 τα παιδιά, είχα περιέργεια, τι παιδιά θα γίνουν; Δεν έπαθαν ουσιαστικά τίποτε. Όσους γνώρισα, δεν έπαθαν. Αλλά, ήταν και μικρό το χρονικό διάστημα. Το θέμα είναι ότι αν υπάρχει μία γενική πείνα, εδώ δεν υπάρχει ενοχή στους γονείς. Ε, φυσικόν είναι. Είναι γενικό το φαινόμενο.
Κι ερχόμεθα τώρα στο φαινόμενο: μοναχοπαίδι. Κι αν μεν ο Θεός δεν έδωσε άλλο παιδί, δεν έδωσε ο Θεός. Με χίλια βάσανα έκαναν ένα παιδί, βεβαίως δεν υπάρχει ενοχή. Και η Σάρα είχε ένα παιδί, και τι παιδί… Τον Ισαάκ. Και η Ελισάβετ είχε ένα παιδί και τι παιδί. Τον Ιωάννη τον Βαπτιστή! Όταν όμως το μοναχοπαίδι είναι προϊόν μιας μόδας για ένα μόνο παιδί, να κάνομε ένα παιδί ή το πολύ δύο, και λένε εκείνο το φοβερό: «Αν ξεφύγει…». Εγώ αν ήξερα ότι γεννήθηκα, δημιουργήθηκα και γεννήθηκα γιατί «ξέφυγα», καταλαβαίνετε τι θα πει αυτό το «ξέφυγα», δεν θα τιμούσα ποσώς τους γονείς μου. Α, ώστε λοιπόν είμαι παιδί του «ξεφεύγματος», της διαφυγής; Επειδή ξέφυγα, γεννήθηκα; Δεν θέλατε εγώ να γεννηθώ; Δεν με αγαπούσατε; Αν τα δει κανείς ένα ένα όλα αυτά! Και όταν το παιδί αυτό πεθάνει, το ένα, τότε πόσος ο οδυρμός; Αλλά κάποτε, για να αποκατασταθεί το πράγμα, είναι πολύ πολύ αργά.
Ο Ιάειρος είχε μόνον ένα παιδί. Αλλά δεν ξέρομε γιατί είχε μόνον ένα παιδί. Πιθανότατα γιατί δεν έκανε άλλο παιδί, δεν μπορούσε να κάνει άλλο παιδί. Όχι γιατί δεν ήθελε. Πιθανότατα. Γι΄αυτό και ο καημός για τον θάνατό του, για τον θάνατο της κόρης του ήταν πολύ μεγάλος. Η πολυτεκνία, αγαπητοί μου, συνήθως μπαίνει στο στόχαστρον της ειρωνείας. Όταν κάποιος σταθεί να έχει παραπάνω από τρία παιδιά. «Μπα!». Και ειπώθηκε κάποτε σε ένα παιδάκι: «Κουνέλα είναι η μάνα σου;». Και ειπώθηκε από τη δασκάλα στο σχολείο. «Κουνέλα», λέει, «είναι η μάνα σου;». Όταν είπε το κοριτσάκι αυτό ότι «έκανε κι άλλο παιδί η μητέρα μου». Το τέταρτο. Φοβερό, αγαπητοί μου. Ούτε ακόμη και η πολιτεία καλά καλά δεν φροντίζει.
Ωστόσο, θα αδικούσαμε τη σημερινή ευαγγελική περικοπή, να σταματήσω εδώ για όσα είπα, αν δεν βαθαίναμε σε κάποια περιστατικά. Πολύ σύντομα. Ο Κύριος ελυπήθη τον Ιάειρον, ίσως γιατί δεν ήταν υπεύθυνος του ότι δεν είχε μόνο ένα παιδί, όπως σας είπα, γι΄αυτό και ανέστησε την δωδεκαέτιδα κόρη του. Και τι παρατηρούμε εδώ; «Διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν». Έδωσε εντολή να της δώσουν να φάει. Περίεργο… Εκείνος που ανέστησε, δεν θα μπορούσε να δυναμώσει το κορίτσι; Ή Εκείνος που ανέστησε τον Λάζαρον, δεν θα μπορούσε να πει στον λίθο που έφραζε το μνημείον: «Λίθε παραμερίσου, πέτρα παραμερίσου». Όχι. Για να δείξει ότι όσα μπορούν οι άνθρωποι, Εκείνος δεν τα μετέρχεται. Ούτε καταργεί τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους που Αυτός εθεμελίωσε.
Όταν είπε ο Κύριος: «Ἡ παῖς, ἐγείρου», λέει εφώναξε ο Κύριος. «Σήκω πάνω, παιδί». «Ἡ παῖς, ἐγείρου» –σήκω απ’ το κρεβάτι σου- που ήταν νεκροκρέβατο εκείνη τη στιγμή. Ο Κύριος φώναξε με δυνατή φωνή. Και η φωνή Του έφθασε, αλήθεια, στον Άδη. Όπως όταν φώναξε για τον Λάζαρο. «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω». Με δυνατή φωνή. Και η φωνή του Κυρίου έφθασε στον Άδη. Όπου και η ψυχή επέστρεψε. Η φράσις «καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς καὶ ἀνέστη», τι δείχνει; Ότι η ψυχή είναι στοιχείο ανεξάρτητο του σώματος. Όταν χωρίζει απ’ αυτό, τότε πορεύεται προς τον οικείον τόπον. Δεν είναι η ψυχή προϊόν της ύλης, όπως θέλουν να λένε οι υλισταί.
Όταν ο Κύριος είπε ακόμη ότι «ἡ κόρη καθεύδει»,δεν πέθανε, -λέει- κοιμάται», οι γύρω…τι; «Κατεγέλων αὐτοῦ». Τον κορόιδευαν, γελούσαν· «εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Πολύ ωραία. «Εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Έδωσαν τη μαρτυρία ότι το κοριτσάκι είχε πεθάνει. Μπράβο! Ευχαριστούμε αυτούς που κατεγέλων τον Κύριον. Γιατί έδωσαν το βεβαιωτικόν ότι το κορίτσι πέθανε. Άρα λοιπόν η ανάστασις ήτο πραγματική.
Αγαπητοί, ποιος μπορεί να σταθεί κύριος έναντι του θανάτου; Κανείς. Μόνον ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Κι όπως λέει ο Ίδιος: «Ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου». «Εγώ έχω τα κλειδιά της ζωής και του θανάτου και του Άδου».
Εκείνο που μένει για μας είναι να μένομε στις προϋποθέσεις ενός χριστιανικού γάμου και μας εν Χριστώ τεκνογονίας. Αν υπάρχουν παράγοντες έξω από μας, τότε δεν υπάρχει ενοχή, ούτε και ευθύνη. Εξάλλου, υπάρχουν παράγοντες πλείστοι όσοι που σ’ αυτούς δεν ευθυνόμεθα. Εμείς θα μένομε στην υπακοή του Χριστού κι Εκείνος θα επιτρέπει ό,τι είναι για την δόξα Του, ό,τι είναι για το δικό μας συμφέρον.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_579.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ[: Λουκά 8,41-56]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμί»[Ιερεμ.23,23]
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-11-1986]
(Β167)
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου, μας διηγείται πώς ο Κύριος ανέστησε την θυγατέρα του Ιαείρου. Ενώ όμως ο Κύριος πήγαινε προς το σπίτι του Ιαείρου, συνέβη ένα άλλο θαυμαστό περιστατικό, που ήταν η θεραπεία μιας αιμορροούσης γυναικός.
Η γυναίκα αυτή ήταν άρρωστη από δώδεκα χρόνια· και ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς όμως θεραπεία. Και τώρα έρχεται και εγγίζει το κράσπεδο του ιματίου του Κυρίου μας, σε μια στιγμή που ο όχλος που Τον συνόδευε, κυριολεκτικά Τον συνέθλιβε. Και τότε ο Κύριος σταμάτησε και είπε: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;». «Ποιος είναι εκείνος ο οποίος με άγγιξε;» Και στη διαμαρτυρία των μαθητών ότι : «Κύριε, ο όχλος εδώ σε συνθλίβει, σε συμπνίγει, σε συνέχει· ερωτάς ποιος είναι εκείνος που σε άγγιξε;».Και ο Κύριος επέμενε: «Ἣψατό μού τις(:Κάποιος με άγγιξε)· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ». «Γιατί εγώ», λέγει, «κατάλαβα γνωρίζω από μένα έφυγε κάποια δύναμις».
Αυτά τα λόγια του Κυρίου μας, αγαπητοί μου, δίδουν μία ωραιότατη εικόνα του πώς ο άνθρωπος εγγίζει τον Θεό και πώς ο Θεός εγγίζει τον άνθρωπο, για να του δώσει τα αγαθά Του. Είναι δηλαδή ένα αμοιβαίο άγγιγμα. Πράγματι, είναι δυνατόν ο Θεός να εγγίζει τα δημιουργήματά Του και τον άνθρωπο; Είναι αυτό δυνατόν; Δηλαδή ο άπειρος Θεός, το τέλειο Πνεύμα, είναι δυνατό να εγγίζει τα δημιουργήματά Του; Και τον βρωμερό άνθρωπο; Είναι αλήθεια ότι τόσο πολύ έχασε ο άνθρωπος από τον οπτικό του ορίζοντα τον Θεό, ώστε φθάνει να τοποθετεί τον Θεό στον ουρανό, ψυχρό και αδιάφορο έναντι ολόκληρης της Δημιουργίας. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε εκείνη τη φιλοσοφική θέση του Ντεϊσμού –Deismus– η οποία θέλει τον Θεό, Δημιουργό μεν, αλλά αδιάφορο έναντι της δημιουργίας την οποία δημιούργησε. «Ο Θεός έβαλε τους νόμους», έτσι λέγει αυτή η φιλοσοφική θεωρία, «και αυτοί ρυθμίζουν τα πάντα μέσα στον κόσμο». Δηλαδή μοιάζει, λέγει, η δημιουργία, με ένα μεγάλο ρολόι που το χόρδισε ο Θεός και τώρα πλέον δουλεύει μόνο του το ρολόι αυτό, η δημιουργία αυτή, ενώ ο Θεός μένει αδιάφορος και ψυχρός έναντι των όσων δημιούργησε. Και τούτο για να διασώσει αυτή η φιλοσοφική θέση τη μεγαλοπρέπεια, τη μεγαλειότητα του Θεού.
Αλλά να όμως που ο ίδιος ο Θεός έρχεται να διαψεύσει αυτές τις ανθρώπινες θέσεις και να βεβαιώσει ο ίδιος δια του προφήτου Ιερεμίου 23, 23: «Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμι , λέγει Κύριος, καὶ οὐχὶ Θεὸς πόῥῥωθεν». «Εγώ», λέγει, «είμαι Θεός που πλησιάζω, που εγγίζω. Δεν είμαι Θεός που στέκομαι από μακριά, Θεός πόρρωθεν». Είναι μία απάντηση σε αυτή τη θέση του Ντεϊσμού, αλλά και γενικότερα στον καθένα που θα πίστευε ότι ο Θεός στέκεται μακριά και δεν είναι δυνατόν να ξεπέφτει από τη μεγαλοπρέπειά Του, να προσεγγίζει την υλική δημιουργία και εμάς προπαντός τους ανθρώπους που είμαστε… σκουλήκια.
Πώς όμως ο Θεός εγγίζει τη Δημιουργία Του; Με τις άκτιστες ενέργειές Του. Όπως είναι η άκτιστη ενέργεια της αγάπης Του, όπως είναι η άκτιστη ενέργεια της προνοίας Του, όπως είναι η άκτιστη ενέργεια της διακυβέρνησεώς Του, όπως είναι τόσες άκτιστες ενέργειές Του, οι οποίες -άκτιστες, σας το ξαναλέγω- οι οποίες κυβερνούν τον κόσμο, συντηρούν τον κόσμο, συνέχουν τον κόσμο και έτσι ο Θεός προσεγγίζει τη Δημιουργία Του δια των ακτίστων Του ενεργειών.
Ο Θεός βέβαια δεν έκανε τους φυσικούς νόμους, ώστε να ρυθμίζουν αυτοί την κίνηση και τη συντήρηση του παντός. Πίσω από τους φυσικούς νόμους στέκεται ο Θεός. Για να το καταλάβουμε αυτό, ασφαλώς ορίζει για τη γέννηση ενός ανθρώπου καινούριου, ορίζει τους γονείς του. Θέλει ο Θεός να συντελέσουν οι άνθρωποι για τη γέννηση ενός ανθρώπου. Και ο Θεός στέκεται τρόπον τινά πιο πέρα, όταν οι άνθρωποι ρυθμίζουν τα της δημιουργίας ενός καινούριου ανθρώπου. Ποιος σας είπε ότι ο Θεός είναι πιο πέρα; Ο Θεός είναι ακριβώς πίσω από τους γονείς. Ακριβώς πίσω από τους γονείς. Και ρυθμίζει τα πάντα για τη δημιουργία ενός ανθρώπου.
Θέλετε να δείτε κάτι πιο καταπληκτικό; Λέγει η Σοφία Σειράχ ότι «Εγώ η Σοφία(δηλαδή ο Ενυπόστατος Λόγος), Εγώ που δημιούργησα τα πάντα, Εγώ βρίσκομαι μέσα στη μήτρα της κάθε μάνας, μαζί με εκείνον που θα δημιουργηθεί». Φτάνει εκεί; Και μιλάμε για φυσικούς νόμους; Ναι. Έκανε ο Θεός τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους, αλλά ο Θεός είναι μέσα στους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Δεν ξεφεύγει τίποτα από τη γνώση Του. Και τίποτα δεν διαφεύγει από την αγάπη Του. Ένα σπουργίτι δεν χάνει τη ζωή του, χωρίς να το γνωρίζει αυτό ο Θεός.
Γι’ αυτό, πάρα πολύ ωραία ψάλλει ο ψαλμωδός και λέει στον 138 Ψαλμό: «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; (:Πού μπορώ να πάω; Πού μπορώ να ξεφύγω από το βλέμμα σου, από το μάτι Σου, από την παρουσία Σου;). ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ (:«εάν ανέβω», λέγει, «στον ουρανό, εκεί είσαι Εσύ»), ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει (:εάν υποτεθεί ότι κατεβαίνω στον άδη, και εκεί ακόμη είσαι παρών). ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον (:εάν υποτεθεί ότι είμαι ένα πουλί και πάρω τα φτερά μου και πετάξω ανατολικά) καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης(:και φθάσω δυτικά, εκεί που τελειώνει η έσχατη θάλασσα- που είναι η Μεσόγειος Θάλασσα) καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά σου(:ακόμα και εκεί θα με οδηγήσει το χέρι Σου, και το δεξί Σου χέρι θα με κρατάει σφικτά)». Παντού ο Θεός, παντού η αγάπη του Θεού, παντού η πρόνοια του Θεού. Θεός ἐγγίζων. Πραγματικά Θεός ἐγγίζων.
Αλλά το καταπληκτικότερο από όλα, αγαπητοί μου, είναι ότι αυτή η προσέγγιση δεν περιορίζεται μόνο δια των ακτίστων ενεργειών αλλά και με την Ενανθρώπηση Αυτού του ίδιου του Δημιουργού. Όταν έλεγε «Ἐγώ Θεός ἐγγίζων», το έλεγε κατά κυριολεξία. Ότι «δεν εγγίζω Εγώ, το άπειρο Πνεύμα την ύλη και τα πνεύματα εκείνα που βεβαίως είναι τόσο μακριά από Εμένα, που είναι το τέλειο και άπειρο Πνεύμα, δεν τα εγγίζω μόνο δια των ακτίστων μου ενεργειών, όπως σας είπα, αλλά τώρα έρχομαι να γίνω Εγώ ο Ίδιος, άνθρωπος, να μπω μέσα στη Δημιουργία μου κατ’ αισθητόν τρόπο, να φορέσω τη Δημιουργία μου, να αποτελέσει αυτή το ένδυμά μου. Και διαλέγω τον άνθρωπο να ντυθώ. Κι έτσι να ζήσω μέσα στην ίδια μου τη Δημιουργία!».
Και αφού το κάνει αυτό με την Ενανθρώπηση ο Υιός του Θεού, Αυτός που μας δημιούργησε, έρχεται τώρα, αγαπητοί μου, και αφήνει τους ανθρώπους, όχι να Τον εγγίζουν, αλλά να Τον συνθλίβουν και να Τον συνέχουν. Αυτό είναι το καταπληκτικό. Εγγίζει και εγγίζεται. Περιβάλλεται την ανθρώπινη φύση ο όλος Θεός. Για να μπορούμε να εγγίζουμε τον όλο Θεό. Και θέλει να εγγίζουμε την ανθρώπινή Του φύση ο όλος Θεός. Για να μπορούμε να εγγίζουμε τον όλο Θεό. Και θέλει να εγγίζουμε την ανθρώπινή Του φύση, για να αντλούμε από Αυτόν χάριτες. Ο ίδιος είπε: «Ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ». «Εγώ γνωρίζω· δύναμη έφυγε από μένα». Και βεβαίως ομιλεί με έναν τρόπο λίγο αυστηρό. «Ποιος με ήγγισε;» Όχι για τίποτε άλλο, αλλά γιατί ήθελε να αναδείξει και να επαινέσει εκείνη την αιμορροούσα γυναίκα που Τον ήγγισε. Και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ(:Πάρε θάρρος, παιδί μου, πάρε θάρρος, η πίστις σου σε έχει σώσει)». Το ότι πίστεψες ότι εγγίζεις Αυτόν τον Δημιουργό, ακριβώς αυτό σε έχει σώσει. Έχεις αποσπάσει ακριβώς αυτό το σημείο επαφής, δια του οποίου δέχτηκες τη χάρη να γίνεις καλά, δέχτηκες την ευεργεσία.
Και το ακόμη πιο καταπληκτικό είναι ότι αυτή η γυναίκα δεν ήγγισε τον Κύριο, αλλά ήγγισε αυτό το κράσπεδο του ιματίου του Κυρίου· που σημαίνει ότι ο Θεός εγγίζει όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά ολόκληρη τη Δημιουργία Του. Και συνεπώς μπορούμε να έχουμε με τον τρόπο αυτόν και τα λεγόμενα «αγιασμένα αντικείμενα» από τα οποία αντλούμε τη δύναμη και τη χάρη του Χριστού. Έτσι έχουμε τα λείψανα των αγίων, που ενώθηκαν με τον Θεό. Και τώρα αυτά δεν είναι παρά τα κράσπεδα του ιματίου του Ιησού. Οι εικόνες δεν είναι παρά τα κράσπεδα του ιματίου του Ιησού. Και με άλλους χίλιους τρόπους κατά μυστηριακό τρόπο δεχόμαστε τη χάρη. Διαμέσου του ελαίου, του μυστηρίου του Ευχελαίου. Διαμέσου του Βαπτίσματος, δηλαδή διαμέσου του νερού. Διαμέσου του επιτραχηλίου, δηλαδή την άφεση των αμαρτιών, στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Διαμέσου του Τιμίου Σταυρού που μπορούμε να φορούμε κ.ο.κ. Αντλούμε τη δύναμη και τη χάρη του Θεού.
Εντούτοις, ενώ ο όχλος συνθλίβει, ο Κύριος σταματά στο απλό άγγιγμα της αιμορροούσης γυναικός. Περίεργο! Αντιφατικό για μια στιγμή, στην ενέργεια: «Κύριε, σε συνθλίβει ο κόσμος και εσύ λες: Ποιος με ήγγισε;». Ναι. Αυτό σήμαινε ότι αυτό το άγγιγμα της αιμορροούσης είχε προϋποθέσεις. Ποιες λοιπόν είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Μια βασική προϋπόθεση είναι η πίστις. Τι είπε ο Κύριος στην αιμορροούσα γυναίκα; «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην». Α, η πίστις σου. Α, αυτό λοιπόν αποτελεί την προϋπόθεση προσεγγίσεως και εγγίσεως. Ναι. Είναι η πίστις στον θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Τίμιο Σταυρό. Όλοι βέβαια τον Τίμιο Σταυρό τον χρησιμοποιούν. Θέλετε; Ακόμη και οι μάγοι. Θέλετε; Ακόμη και οι μάγοι! Αλλά δεν ενεργεί παρά μόνο σε όσους πιστεύουν. Μόνο σε αυτούς ενεργεί η χάρις του Τιμίου Σταυρού. Έτσι έχουμε ένα άγγιγμα και υλικό και πνευματικό. Δεν είναι αρκετό να πω «θα εγγίσω την εικόνα, τον Σταυρό, το κράσπεδο του Κυρίου». Πρέπει να πιστεύω αυτό που θα εγγίσω. Είναι η πίστις. Έτσι έχω το άγγιγμα στο υλικό στοιχείο και έχω την πίστη που είναι στον πνευματικό χώρο.
Για ένα λαό όμως που πιστεύει, ο Θεός είναι ἐγγίζων ακόμη. Για έναν λαό που πιστεύει. Ναι. Γράφει ο Μωυσής εκείνα τα πολύ- πολύ μεγάλα λόγια στο Δευτερονόμιο, 4,7 ότι: «Ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ ἐστιν αὐτῷ Θεὸς ἐγγίζων αὐτοῖς, ὡς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν αὐτὸν ἐπικαλεσώμεθα;». «Ποιος είναι εκείνος ο μεγάλος, ο παμμέγιστος λαός που είναι ο Θεός Του που τον εγγίζει; Ο δικός μας ο Θεός είναι ο Θεός Εκείνος που εγγίζει εμάς, είναι πολύ κοντά μας». Γι’ αυτό, ό,τι Του ζητήσουμε, σε ό,τι Τον επικαλεστούμε, μας το δίδει.
Ώστε λοιπόν ο Κύριος είναι πολύ κοντά σε έναν λαό. Στον λαό του Ισραήλ, τότε. Αλλά και στον δικό μας τον λαό είναι πολύ κοντά ο Κύριος. Αλλά εμείς όμως, εμείς οι Έλληνες, ο λαός μας αυτήν την ιστορική στιγμή, όπως υπήρξαν κι άλλες ιστορικές στιγμές, εμείς είμεθα σε μία κατάσταση αποστασίας. Και αυτή η κατάσταση της αποστασίας υπερβάλλει κάθε προηγούμενη ιστορική στιγμή. Αυτό είναι η τραγικότητά μας. Έχουμε Θεό εγγίζοντα και απέχουμε από τον Θεό. Εκείνος μας φτάνει κι εμείς φεύγομε… Όπως και ο Ισραήλ είχε τον Θεό, τον ίδιο Θεό, ο ίδιος Θεός είναι, εγγίζει, κι εκείνος ο λαός φεύγει… Αγαπητοί μου, γεωγραφικά είμαστε ένας μικρός λαός, όπως και οι Εβραίοι ήταν μικρός λαός. Ποτέ ο Θεός τους Εβραίους δεν τους έκανε αυτοκρατορία. Όπως έκανε και επέτρεψε να γίνουν άλλοι λαοί. Ποτέ. Γεωγραφικά πάντοτε ήταν ένας μικρός λαός. Κι όμως βλέπετε πώς εδώ αποκαλείται ο λαός αυτός; «Μέγας. Έθνος μέγα». Πού είναι αυτή η μεγαλοσύνη; Η μεγαλοσύνη του λαού εκείνου, όπως και η δική μας μεγαλοσύνη, είναι στον εγγίζοντα Θεό. Εκεί είναι η μεγαλοσύνη μας, όπως και η μεγαλοσύνη τους.
Οι άλλοι λαοί μεγαλουργούν δια του πολιτισμού, που είναι στηριγμένος επάνω στον ανθρώπινο λόγο, και που όπως είδαμε, μέσα στην ιστορική πορεία, ο πολιτισμός τελικά οδηγεί τον άνθρωπο σε ένα αδιέξοδο. Ενώ ο λαός μας, για να μεγαλουργήσει να φανεί μεγάλος, έστω κι αν γεωγραφικά είναι μικρός, θα πρέπει να μένει στην πίστη του Χριστού. Στηριγμένος όχι στον ανθρώπινο λόγο, αλλά στον θείο λόγο. Τότε εκείνο που θα ζητούσαμε στον Θεό, θα μας το έδινε. Ό,τι Του ζητούσαμε, θα μας το έδινε. Ουσιαστικά, θα είμαστε μεγάλος λαός, γιατί; Γιατί έχουμε Θεόν εγγίζοντα.
Έχομε όμως και τις δοκιμασίες σαν λαός. Και τότε ο Κύριος είναι εγγίζων; Όταν έχουμε τις ποικίλες δοκιμασίες που περνούμε; Ναι. Διότι, όπως λέγει το βιβλίο της Ιουδήθ, 8,27 που δεν είναι παρά ένα βιβλίο μιας εθνικής περιπέτειας, συναρπαστικότατο δε βιβλίο, λέει: «Εἰς νουθέτησιν μαστιγοῖ Κύριος τοὺς ἐγγίζοντας αὐτῷ». Όταν εγγίζουν οι άνθρωποι τον Κύριο, επειδή είναι ατελείς και ακάθαρτοι, είναι λίγο παρήκουα παιδιά –να το πω έτσι- ο Θεός, με δοκιμασία, με μαστίγιο, μαστιγώνει τον λαό εκείνον τον οποίο θέλει να τον νουθετήσει και να τον βοηθήσει. Αλλά και σαν άτομα ακόμη, ο Θεός είναι Εκείνος ο Οποίος προσεγγίζει δια της παιδαγωγίας. Προσεγγίζει δια της παιδαγωγίας.
Γράφει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολήν ότι: «Θεός ὑμῖν ὡς υἱοῖς διαλέγεται(:σαν παιδιά Του μιλάει σε σας)· υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ’ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος(: Παιδί μου, μην αποκάμεις όταν ελέγχεσαι από τον Θεό, ούτε να ολιγωρείς, να αμελείς την παιδεία την οποία σου δίδει ο Κύριος). Ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει(:όποιον αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί), μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται(:και μαστιγώνει κάθε παιδί Του, που το δέχεται δικό Του παιδί). Εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός(:εάν υπομένετε, λέει, παιδείαν, παιδαγωγίαν, σαν παιδιά Του σας προσφέρεται ο Θεός)· τίς γάρ ἐστιν υἱὸς ὃν οὐ παιδεύει πατήρ; Εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί(: εάν όμως μένετε χωρίς παιδαγωγία, στην οποία μέτοχοι βρέθηκαν όλοι οι δίκαιοι και όλοι οι άγιοι, τότε είσαστε νόθοι και δεν είσαστε παιδιά του Θεού)(Γιατί μας παιδαγωγεί;). Ο Θεός μας παιδαγωγεί, λέγει, «ἐπὶ τὸ συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ». Για να γίνομε μέτοχοι της αγιότητος του Θεού.
Αλλά ακόμη, αγαπητοί μου, έχουμε και ένα άγγιγμα του Θεού, εγγίζει τις ανθρώπινες καρδιές. Κι αυτές, εγγιζόμενες από τον Θεό, πυρπολούνται. Και «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου.», λέγει ο Ψαλμωδός στον 76ο Ψαλμό. Ναι. Ο Κύριος άγγιξε τις καρδιές των δύο προς Εμμαούς, μετά την Ανάστασή Του, όταν τους συνοδεύει και ως το χωριό τους. Και όταν ο Κύριος εξαφανίζεται, λέγουν ανάμεσά τους: «Όσην ώρα μας μιλούσε, πώς οι καρδιές μας εκαίοντο και επυρπολούντο;».
Ναι. Έτσι βλέπομε τόσες επιστροφές και τόσες μεταστροφές των ανθρώπων. Γιατί άραγε; Αφήνουν τον δρόμο της αμαρτίας και γυρίζουν πίσω. Τι έγινε; Και είμαστε όλοι μάρτυρες, όταν έχουμε μάτια να βλέπουμε αυτών των επιστροφών και των μεταστροφών. Τι έγινε; Το άγγιγμα της δεξιάς του Υψίστου στην καρδιά του ανθρώπου που την αλλοιώνει. Τι έκανε τον ένα ληστή, ενώ και οι δυο εβλασφήμουν τον Κύριον επί του Σταυρού, τι έκανε τον έναν ληστή να πυρποληθεί και να ομολογήσει την πίστη του στον Κύριο; Και όχι μόνο αυτό, αλλά και να θεολογήσει. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Γεμάτα από θεολογία λόγια. Ποια βασιλεία; Τον σταυρώνουν οι άρχοντες ως έσχατον ληστήν τον Κύριον, κακούργον, ως αντιποιήσαντα αρχήν. Έκανε τον εαυτό Του Θεό. Και όμως λέγει ο ληστής: «Όταν θα έλθεις στη βασιλεία Σου, θυμήσου με». Λόγια γεμάτα θεολογία. Τι έκανε τον ληστήν, αγαπητοί μου, να νιώσει αλλαγή μέσα του και να την ομολογήσει; Αυτό το άγγιγμα, αυτό το άγγιγμα στην καρδιά…
Τι έκανε τον Παύλο προ της Δαμασκού να αλλάξει πορεία, όταν με μένος πηγαίνει να συλλάβει τους Χριστιανούς της πόλεως αυτής; Τι άλλο, παρά ο Χριστός. Εμφανίζεται και εγγίζει τον Παύλο. Τι έκανε τον Μέγα Αντώνιο, όταν άκουσε εκείνη την ευαγγελική περικοπή περί του πλουσίου νεανίσκου, που εκείνος μεν έφυγε «σκυθρωπάζων», γιατί δεν είχε όρεξη να δώσει την περιουσία του και να ακολουθήσει τον Κύριο· αλλά ο Μέγας Αντώνιος, όταν άκουσε την περικοπή αυτή… δεκαοκτώ χρονών παιδί ήταν, τόσο συγκλονίστηκε, ώστε τα πάντα έφυγε και πήγε και έγινε ασκητής. Τι έκανε τον ιερό Αυγουστίνο να επιστρέψει; Και τόσους και τόσους και τόσους, παρά αυτό το άγγιγμα στην καρδιά που κάνει Αυτός ο Θεός Λόγος και τότε τα πάντα αλλάζουν, τα πάντα πυρπολούνται…
Αγαπητοί μου, γράφει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος: «Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καὶ ἐγγίσει ὑμῖν». «Εγγίσατε», λέει, «εις τον Θεόν και θα σας εγγίσει κι Εκείνος». Είναι αυτό το αμοιβαίο άγγιγμα. Ένα μόνο να προσέχουμε. Να μην εγγίζομε μόνο με τα λόγια αλλά με την καρδιά. Είναι εκείνο που παραπονείται ο Κύριος στον Ησαΐα 29,13 όταν λέγει: «ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ(:Με εγγίζει αυτός ο λαός μόνο με το στόμα του. Όχι με την καρδιά του. Μόνο με το στόμα του)». Και όταν με την καρδιά μας εγγίζομε τον Κύριο, τότε γρήγορα θα νιώσουμε ότι ο Κύριος είναι παρών, είναι παντού, είναι γύρω μας, είναι μέσα μας. Τότε θα έχουμε και ένα αίσθημα ασφαλείας· γιατί αυτό το αίσθημα το στερείται ο σύγχρονος κόσμος. Έχει αυτό το αίσθημα της ανασφάλειας, γιατί ο κόσμος δεν εγγίζει τον Θεό. Η αιμορροούσα γυναίκα, αγαπητοί, άγγιξε τον Κύριο με πίστη και σώθηκε. Αν Τον εγγίσουμε κι εμείς με πίστη και υπακοή, θα σωθούμε.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_339.mp3
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.