ΚΥΡΙΑΚΗ Z΄ ΛΟΥΚΑ (29/10/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ΛΟΥΚΑ
Προς Γαλάτας, κεφάλαιο Β΄, εδάφια 16-20
16 Εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. 17 Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. 18 Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. 19Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. 20 Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
16 Επειδή όμως μάθαμε από την προσωπική μας πείρα ότι δεν γίνεται δίκαιος ο άνθρωπος και δεν σώζεται με την τήρηση των τυπικών διατάξεων του μωσαϊκού νόμου, αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό λοιπόν και εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να γίνουμε δίκαιοι και να σωθούμε από την πίστη στον Χριστό και όχι από τα έργα του μωσαϊκού νόμου· διότι, όπως αναφέρεται και στους Ψαλμούς, με τα έργα του νόμου δεν θα δικαιωθεί και δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος. 17Αλλά εάν υποθέσουμε ότι η τήρηση του μωσαϊκού νόμου είναι επιβεβλημένη, και συνεπώς εμείς που αφήσαμε τον νόμο αμαρτήσαμε και βρεθήκαμε να είμαστε αμαρτωλοί μόνο και μόνο επειδή ζητούμε να δικαιωθούμε και να σωθούμε με την πίστη και την κοινωνία μας με τον Χριστό, τότε γεννιέται το άτοπο ερώτημα: «Άρα ο Χριστός είναι υπηρέτης αμαρτίας, αφού Αυτός μας ώθησε να αφήσουμε τον μωσαϊκό νόμο;». Μη συμβεί να πούμε μια τέτοια βλασφημία. 18 Και καταλήγουμε οπωσδήποτε στη βλασφημία αυτή, εάν δεχθούμε ως αληθινή την υπόθεση που κάναμε. Διότι, εάν εκείνα που κατάργησα και αθέτησα ως ανώφελα, δηλαδή τις τυπικές διατάξεις του νόμου, αυτά πάλι τα τηρώ ως αναγκαία και απαραίτητα για τη σωτηρία, με την επάνοδό μου αυτή στην τήρηση του μωσαϊκού νόμου αποδεικνύω τον εαυτό μου παραβάτη˙ διότι βεβαιώνω έμπρακτα ότι έκανα λάθος πρωτύτερα που αθέτησα τον νόμο, και αμάρτησα όταν προτίμησα τη σωτηρία που δίνει ο Χριστός.
19 Αλλά όχι. Δεν αμάρτησα, ούτε είμαι παραβάτης. Διότι εγώ με κριτήριο τον νόμο που κατάργησα και ο οποίος τιμωρεί με θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ως προς τον νόμο, για να ζήσω για τη δόξα του Θεού. 20 Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Κι αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο νόμος. Έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και την φυσική ζωή που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα που επέστρεψα στον Χριστό, την ζω με την έμπνευση και την κυριαρχία της πίστεως στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ΛΟΥΚΑ
Κατά Λουκάν, κεφάλαιο Η΄, εδάφια 41-56
41Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
49 ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
52 Ἒκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. 53 Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
41Τότε ήλθε στον Ιησού κάποιος άνθρωπος που ονομαζόταν Ιάειρος και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Και αφού έπεσε γονατιστός κοντά στα πόδια Του, Τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του,42 διότι είχε μία μονάκριβη κόρη περίπου δώδεκα χρόνων που βρισκόταν στα τελευταία της και πέθαινε. Και την ώρα που ο Ιησούς πήγαινε στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη του λαού Τον περιέβαλλαν ασφυκτικά και Τον πίεζαν. 43 Τότε λοιπόν κάποια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία εδώ και δώδεκα χρόνια, η οποία μαζί με τα άλλα βάσανα της αρρώστιας της είχε ξοδέψει και όλη την περιουσία της σε γιατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευτεί από κανέναν,44 αφού πλησίασε τον Ιησού από πίσω, ώστε να μην την αντιληφθεί κανείς, επειδή ντρεπόταν να γίνει φανερή η αρρώστιά της, άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός Του κι αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της.45 Τότε είπε ο Ιησούς: «Ποιος με άγγιξε;». Και επειδή όλοι οι τριγύρω αρνούνταν, είπε ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές που ήταν μαζί Του: «Διδάσκαλε, τα πλήθη του λαού σε περικύκλωσαν και σε πιέζουν ασφυκτικά˙ κι εσύ λες, ποιος με άγγιξε;». 46 Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη θαυματουργική».47 Όταν λοιπόν η γυναίκα είδε ότι δεν μπόρεσε να κρυφτεί και δεν ξέφυγε από τον Ιησού αυτό που έκανε, ήλθε τρέμοντας από το φόβο της, κι αφού έπεσε γονατιστή μπροστά Του, Του διηγήθηκε μπροστά σε όλο το πλήθος του λαού για ποια αιτία τον άγγιξε και πως θεραπεύτηκε αμέσως. 48 Τότε ο Ιησούς της είπε: «Έχε θάρρος, κόρη μου, η πεποίθηση που είχες ότι θα έβρισκες την υγεία σου αν με άγγιζες, αυτή η πίστη σου σε έχει θεραπεύσει. Πήγαινε στο καλό, ειρηνική και ελεύθερη από κάθε ανησυχία που δοκίμαζες πιο πριν εξαιτίας της ασθενείας σου».
49 Κι ενώ μιλούσε ακόμη ο Ιησούς, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του είπε: «Πέθανε η κόρη σου˙ μην κουράζεις άλλο και μην ενοχλείς πια τον Διδάσκαλο».50 Ο Ιησούς όμως, μόλις άκουσε την είδηση αυτή, του είπε: “Μην φοβάσαι, μόνο συνέχισε να πιστεύεις και θα σωθεί η κόρη σου απ’ τον θάνατο”.51 Κατόπιν, όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, δεν άφησε να μπει κανείς άλλος στο δωμάτιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα. 52 Στο μεταξύ όλοι έκλαιγαν και χτυπούσαν τα στήθη τους και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε˙ δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». 53 Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι είχε πεθάνει. 54 Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: «Κόρη, σήκω επάνω». 55 τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της. 56 Οι γονείς της έμειναν εκστατικοί και κυριεύτηκαν από βαθύ και μεγάλο θαυμασμό. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε την εντολή να μην πουν σε κανέναν αυτό που έγινε, για να μην ερεθίζεται ο φθόνος των εχθρών Του.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ [: Γαλ. 2, 16-20]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ(:Επειδή όμως μάθαμε από τη δική μας πείρα ότι δεν γίνεται δίκαιος ο άνθρωπος και δεν σώζεται με την τήρηση των τυπικών διατάξεων του μωσαϊκού νόμου, αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό λοιπόν και εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να γίνουμε δίκαιοι και να σωθούμε από την πίστη στον Χριστό και όχι από τα έργα του μωσαϊκού νόμου· διότι όπως αναφέρεται και στους Ψαλμούς, με τα έργα του νόμου δεν θα δικαιωθεί και δεν θα σωθεί κανένας άνθρωπος)»[Γαλ.2,16· ερμ. απόδοση Παν. Τρεμπέλα].
Πρόσεξε και εδώ πώς με ασφάλεια λέγει τα πάντα. «Διότι όχι όμως ως κακό αλλά ως ασθενή στο να μας εξασφαλίσει τη σωτηρία», λέγει, «εγκαταλείψαμε τον μωσαϊκό νόμο». Εάν λοιπόν ο μωσαϊκός νόμος δεν παρέχει δικαίωση και σωτηρία στον άνθρωπο, είναι περιττή η περιτομή. Αλλά εδώ μεν έτσι αναφέρει· προχωρώντας όμως δείχνει ότι όχι μόνο είναι περιττή η περιτομή, αλλά και επικίνδυνη· κάτι το οποίο είναι και περισσότερο αξιοπαρατήρητο, το ότι δηλαδή στην αρχή μεν λέγει ότι «δεν δικαιώνεται ο άνθρωπος από τα έργα του νόμου», προχωρώντας όμως ομιλεί και με πιο βαριές εκφράσεις.
«Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος;(:Αλλά όμως εάν υποθέσουμε ότι η τήρηση του μωσαϊκού νόμου είναι επιβεβλημένη, και συνεπώς εμείς που αφήσαμε τον νόμο, αμαρτήσαμε και βρεθήκαμε να είμαστε αμαρτωλοί μόνο και μόνο επειδή ζητούμε να δικαιωθούμε και να σωθούμε με την πίστη και την κοινωνία μας με τον Χριστό, τότε γεννιέται το άτοπο ερώτημα: “Άραγε ο Χριστός είναι υπηρέτης της αμαρτίας, αφού Αυτός μας ώθησε να αφήσουμε τον μωσαϊκό νόμο;”. Μη συμβεί να πούμε τέτοια βλασφημία)»[Γαλ.2,17]. «Διότι εάν δεν έχει δύναμη», λέγει, «η πίστη στον Χριστό να δικαιώσει, αλλά υφίσταται πάλι η αναγκαιότητα του μωσαϊκού νόμου, εκείνοι οι οποίοι εγκατέλειψαν τον νόμο για τον Χριστό και δεν δικαιώνονται από την άφεση, αλλά κατακρίνονται, θα βρούμε να γίνεται αίτιος της κατακρίσεως Αυτός, για τον οποίο, αφού εγκαταλείψαμε τον νόμο, καταφύγαμε στην πίστη».
Είδες σε πόσο αναγκαστική ατοπία οδήγησε τον λόγο και πώς αγωνίστηκε με δύναμη; «Διότι, εάν δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τον νόμο», λέγει, «τον εγκαταλείψαμε όμως για τον Χριστό, πρόκειται να κριθούμε». Γιατί λοιπόν παραινείς και λέγεις αυτά στον Πέτρο, ο οποίος τα γνωρίζει αυτά ακριβέστερα από όλους; Δεν φανέρωσε σε αυτόν ο Θεός ότι δεν πρέπει να κρίνει άνθρωπο απερίτμητο για την περιτομή που δεν έχει κάνει; Μήπως όταν ομιλούσε στους Ιουδαίους γι΄ αυτά δεν αντιπαρατάχθηκε γενναιόψυχα από αυτήν την άποψη; Μήπως πάλι δεν απέστειλε από τα Ιεροσόλυμα σαφή διδασκαλία για αυτά;
Δεν λέγει, λοιπόν, αυτά ο Απόστολος Παύλος για να διορθώσει τον Πέτρο· αλλά φαίνεται μεν ότι ο λόγος απευθύνεται σε εκείνον, ενώ στην πραγματικότητα ελέγχει τους μαθητές. Αυτά λοιπόν τα λέει απευθυνόμενος όχι μονάχα προς τους Γαλάτες, αλλά και προς εκείνους οι οποίοι πάσχουν από την ίδια νόσο· διότι, εάν και δεν περιτέμνονται πολλοί τώρα, νηστεύουν όμως και τηρούν την αργία του Σαββάτου, πράττουν αυτά μαζί με εκείνους, αποχωρίζοντας τους εαυτούς τους από τη χάρη· διότι, εάν αυτούς οι οποίοι χρησιμοποιούν μόνο την περιτομή, ο Χριστός δεν τους ωφελεί σε τίποτε, όταν προστίθεται και η νηστεία και το Σάββατο και όχι μόνο μία, αλλά δύο εντολές τηρούνται, πρόσεξε πως ο κίνδυνος κα με την πρόοδο του χρόνου έγινε φοβερότερος· διότι εκείνοι μεν στην αρχή αυτό έκαναν, ενώ υπήρχε ακόμη η πόλη και ο ναός και όλα τα άλλα· αυτοί όμως, ενώ είδαν και την τιμωρία στην οποία παραδόθηκαν οι Ιουδαίοι και την καταστροφή της πόλεως και περισσότερο έβλαψαν τους εαυτούς τους και τους άλλους, ποια απολογία θα έχουν για το ότι τηρούν τον νόμο τότε, όταν αυτοί, ενώ ήσαν Ιουδαίοι και παρά το ό,τι ήθελαν πάρα πολύ, δεν μπορούν να τηρούν αυτά; Τον Χριστό ενεδύθης, μέλος του Δεσπότη έγινες, στην άνω πόλη αναγράφηκες, και ακόμη στον μωσαϊκό νόμο ακόμη έρπεις; Και πώς είναι δυνατόν να επιτύχεις τη βασιλεία;
Άκουσε τον Παύλο ο οποίος λέγει ότι το ευαγγέλιο ανατρέπεται από την τήρηση του μωσαϊκού νόμου. Και εάν θέλεις, μάθε και τον τρόπο και φρίξε και απόφυγε το βάραθρο· διότι, γιατί τηρείς το Σάββατο και νηστεύεις μαζί με εκείνους; Είναι φανερό ότι επειδή φοβάσαι τον νόμο και το να εγκαταλείψεις εκείνες τις εντολές· δεν θα φοβόσουν όμως να εγκαταλείψεις τον νόμο, εάν δεν θεωρούσες την πίστη ως ασθενή και μη ικανή να σώσει μόνη της· διότι εάν φοβάσαι τη μη τήρηση του Σαββάτου, είναι ολοφάνερο ότι φοβάσαι τον νόμο σαν να επικρατεί ακόμη.
Και αν υπάρχει ανάγκη του νόμου πάλι, όχι ενός μέρους, ούτε μιας εντολής, αλλά ολόκληρου βέβαια του νόμου υπάρχει ανάγκη· εάν όμως ολόκληρος ο μωσαϊκός νόμος είναι αναγκαίος, εξοβελίστηκε βαθμιαία η δια της πίστεως δικαίωση. Διότι, εάν τηρείς τα Σάββατα, γιατί όχι και την περιτομή; Και εάν περιτέμνεσαι, γιατί και να μη θυσιάζεις; Διότι εάν πρέπει να φυλάττει κανείς, ολόκληρο τον νόμο πρέπει να φυλάττει· εάν όμως δεν πρέπει να τον τηρεί ολόκληρο, ούτε μέρος του νόμου πρέπει. Εάν δεν φρίττεις για την τήρηση ενός μέρους, μήπως κριθείς για παράβαση, πρέπει να φοβάσαι και για την τήρηση ολόκληρου· και εάν η παράβαση ολοκλήρου του νόμου δεν κολάζει είναι φανερό ότι ούτε η παράβαση ενός μέρους κολάζει· αν πάλι η παράβαση ενός μέρους κολάζει, πολύ περισσότερο η παράβαση ολόκληρου. Αν όμως είναι ανάγκη να τηρηθεί ολόκληρος, πρέπει να παρακούσουμε τον Χριστό, ή, υπακούοντας στον Χριστό, να γίνουμε παραβάτες του νόμου· διότι εάν πρέπει να τηρούμε αυτόν, όσοι δεν τον τηρούν, είναι παραβάτες, και αίτιος αυτής της παραβάσεως θα βρεθεί για εμάς ο Χριστός· διότι Αυτός κατέλυσε τον νόμο που δόθηκε γι’ αυτούς και πρόσταξε να τον καταλύουν.
Βλέπεις τι αποδεικνύουν οι ιουδαΐζοντες; Τον Χριστό, τον αίτιο της δικής μας δικαιώσεως, Αυτόν εμφανίζουν ως αίτιο και αμαρτίας ακόμη, όπως και ο Παύλος λέγει: «Ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος;». Ύστερα, αφού απέδειξε τον λόγο ως άτοπο, δεν χρειάστηκε πλέον απόδειξη για να τους ανατρέψει, αλλά αρκέστηκε μόνο στην απαγόρευση λέγοντας: «Μή γένοιτο!(:Μη συμβεί να πούμε τέτοια βλασφημία!)»· διότι για τα αναίσχυντα και αναιδή, ούτε αποδεικτικών λόγων υπάρχει ανάγκη, αλλά αρκεί και να απαγορεύσει μόνο.
«Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι (:Και καταλήγουμε οπωσδήποτε στη βλασφημία αυτή, εάν δεχθούμε ως αληθινή την υπόθεση που κάναμε· διότι, εάν εκείνα που κατάργησα και αθέτησα ως ανώφελα, δηλαδή τις τυπικές διατάξεις του νόμου, αυτά πάλι τα τηρώ ως αναγκαία και απαραίτητα για τη σωτηρία, με την επάνοδό μου αυτήν στην τήρηση του νόμου αποδεικνύω τον εαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω έμπρακτα ότι έκανα λάθος πρωτύτερα που αθέτησα τον νόμο, και αμάρτησα όταν προτίμησα τη σωτηρία που δίνει ο Χριστός)»[Γαλ.2,18]. Κοίταξε σύνεση που διακρίνει τον Παύλο. Εκείνοι ήθελαν να δείξουν ότι όποιος δεν τηρεί τον νόμο είναι παραβάτης· αυτός στο αντίθετο έστρεψε τον λόγο, δείχνοντας ότι παραβάτης είναι αυτός ο οποίος τηρεί τον μωσαϊκό νόμο· διότι με τους λόγους «οικοδομώ αυτά που κατάργησα», εννοεί τον νόμο. Αυτό λοιπόν το οποίο λέγει, είναι το εξής: «ο νόμος έπαψε να ισχύει, και αυτό ομολογήσαμε δια του ότι, εγκαταλείποντάς τον, καταφύγαμε στην σωτηρία από την πίστη. Αν λοιπόν επιδιώξουμε να αναστήσουμε αυτόν, σε αυτόν τον ίδιο γινόμαστε παραβάτες, αγωνιζόμενοι να τηρούμε αυτά τα οποία ο Θεός κατέλυσε».
Ύστερα δείχνει και πώς καταλύθηκε ο μωσαϊκός νόμος: «Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω(:Αλλά όχι. Δεν αμάρτησα, ούτε είμαι παραβάτης· διότι εγώ με κριτήριο τον νόμο που κατάργησα και ο οποίος τιμωρεί με θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ως προς τον νόμο, για να ζήσω για τη δόξα του Θεού)»[Γαλ.2,19]. Αυτό έχει διπλή εκδοχή. Δηλαδή ή την χάρη λέγει νόμο– διότι γνωρίζει και τη χάρη να ονομάζει νόμο, όπως όταν λέγει: «Ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου(:διότι ο Νόμος του Πνεύματος, η χάρη, ο φωτισμός και η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που μεταδίδει και καλλιεργεί και αναπτύσσει την κατά Χριστό ζωή, με απελευθέρωσε από τον νόμο και την κυριαρχία της αμαρτίας και του θανάτου)»[Ρωμ.8,2] – ή εννοεί τον παλαιό νόμο, δείχνοντας ότι δι’ αυτού του ίδιου του νόμου πέθανε για τον νόμο· δηλαδή «αυτός ο ίδιος ο νόμος με οδήγησε στο να μην είμαι προσηλωμένος σε αυτόν. Εάν λοιπόν φροντίσω να προσηλώνομαι σε αυτόν, και τον ίδιο τον νόμο παραβαίνω». Πώς και με ποιον τρόπο; Ο Μωυσής, ομιλώντας για τον Χριστό, λέγει: «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε(:Κύριος ο Θεός σου θα αναδείξει ανάμεσα οπό τους αδελφούς σου Ισραηλίτες ένα προφήτη σαν εμένα· σε Αυτόν πλέον θα υπακούετε)»[Δευτ.18,15]. Ώστε αυτοί οι οποίοι δεν πείθονται σε Αυτόν, παραβαίνουν τον νόμο.
Και με άλλον τρόπο πρέπει να νοήσουμε το «διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον». Ο νόμος δηλαδή διατάσσει όλα όσα έχουν γραφεί να τηρούνται, και κολάζει εκείνον ο οποίος δεν τα τηρεί. Επομένως όλοι κατά τον νόμο έχουμε αποθάνει· διότι κανείς δεν τον τήρησε πλήρως. Και πρόσεξε πως και εδώ με μετριοπάθεια διεξάγει τον πόλεμο προς το νόμο· δεν είπε δηλαδή «ο νόμος πέθανε για εμένα», αλλά «εγώ πέθανα ως προς τον νόμο». Και αυτό το οποίο εννοεί, είναι το εξής: «όπως ο νεκρός και πεθαμένος δεν είναι δυνατόν να υπακούει στις εντολές του νόμου, έτσι ούτε εγώ ο οποίος πέθανα ως προς την κατάρα εκείνου· διότι για τον λόγο εκείνου πέθανα». Ας μην προστάσσει λοιπόν τον πεθαμένο, τον οποίο και αυτός φόνευσε, και με θάνατο όχι μόνο τον σωματικό, αλλά και τον ψυχικό, δια του οποίου επέφερε και τον σωματικό. Το ότι λοιπόν αυτό εννοεί, έκανε φανερό δια των εξής: «ἵνα Θεῷ ζήσω(:Γιατί εγώ πέθανα ως προς τον νόμο διαμέσου του νόμου, για να ζήσω για τον Θεό)»,λέγει, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι (:μαζί με το Χριστό έχω σταυρωθεί)»· διότι επειδή είπε «πέθανα», για να μην πει κανείς, «πώς λοιπόν ζεις;», πρόσθεσε και την αιτία της ζωής, και έδειξε ότι ο μεν νόμος, και τον ζωντανό φόνευσε, ο δε Χριστός, ενώ παρέλαβε νεκρό με τον θάνατό Του, χάρισε σε αυτόν τη ζωή. Και λέγοντας «ζωή» εννοεί την αθάνατη ζωή· διότι αυτό σημαίνει το «για να ζήσω ως προς τον Θεό».
«Χριστῷ συνεσταύρωμαι (:Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Και αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο νόμος)». Και πώς αυτός που ζει και αναπνέει λέγει ότι συσταυρώθηκε; Διότι το ότι ο Χριστός μεν σταυρώθηκε, είναι γνωστό· εσύ όμως, Παύλε, πώς σταυρώθηκες και ζεις; Πρόσεξε πως εξηγεί και αυτό, λέγοντας: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός (:Έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός)»[Γαλ.2,20]· διότι με το να πει: «σταυρώθηκα μαζί με τον Χριστό» υπαινίχτηκε το βάπτισμα· ενώ με το να πει: «Δεν ζω πλέον εγώ», υπαινίχτηκε την μετά από αυτά ζωή, δια της οποίας νεκρώνονται τα δικά μας μέλη.
Και τι σημαίνει «αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός»; «Τίποτε δεν γίνεται από εμένα», θέλει να πει, «από εκείνα τα οποία δεν θέλει ο Χριστός». Όπως δηλαδή «θάνατο» λέγει όχι τον φυσικό, αλλά τον προερχόμενο από τις αμαρτίες, έτσι και ζωή, εννοεί την απαλλαγή από αυτές· διότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς ως προς τον Θεό με άλλο τρόπο, παρά μόνο αφού νεκρωθεί ως προς την αμαρτία.
Όπως ακριβώς λοιπόν ο Χριστός υπέστη τον σωματικό θάνατο, έτσι και εγώ υπέστην τον θάνατο ως προς την αμαρτία. «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, μοιχείαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία(:Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που επιθυμούν τις γήινες απολαύσεις και ηδονές. Νεκρώστε την πορνεία, την ακαθαρσία, κάθε πάθος και υποδούλωση στο κακό, κάθε κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι λατρεία στο είδωλο του χρήματος)»[Κολοσ. 3,5]. Και πάλι: «Ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος ἐσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ(:Θα γίνουμε ένα με τον Χριστό εάν γνωρίζουμε ότι η διεφθαρμένη από την αμαρτία φύση που κληρονομήσαμε από τον Αδάμ σταυρώθηκε μαζί με τον Χριστό μυστηριακώς με το βάπτισμα, για να γίνει αδρανές και πεθαμένο το υποδουλωμένο στην αμαρτία σώμα μας, ώστε να μη γίνεται όργανό της και να μην είμαστε πλέον δούλοι και σκλάβοι στην αμαρτία)»[Ρωμ.6,6], πράγμα το οποίο έγινε στο βάπτισμα. Μετά λοιπόν από αυτά, εάν παραμένεις νεκρός ως προς την αμαρτία, ζεις ως προς τον Θεό· αν όμως πάλι αναστήσεις την αμαρτία, τότε κατέστρεψες αυτή και τη ζωή. Ο Παύλος όμως δεν ήταν τέτοιος, αλλά παρέμενε τελείως νεκρός ως προς την αμαρτία. «Εάν λοιπόν ζω ως προς τον Θεό», λέγει, «ζωή διαφορετική από αυτήν που βρίσκεται υπό τον νόμο, και έχω γίνει νεκρός για τον νόμο, δεν μπορώ να τηρώ τον νόμο».
Πρόσεξε την τελειότητα του βίου και θαύμασε τη μακάρια εκείνη ψυχή· διότι δεν είπε «ζω εγώ» αλλά «ζει μέσα σε μένα ο Χριστός». Ποιος θα τολμήσει να εκστομίσει αυτόν τον λόγο; Διότι επειδή κατέστησε τον εαυτό του ευπειθή στον Χριστό και απέβαλε όλα τα βιοτικά και έπραττε πάντοτε σύμφωνα με το θέλημα Εκείνου, δεν είπε: «ζω ως προς τον Χριστό», αλλά, πράγμα πολύ περισσότερο, «ζει μέσα σε μένα ο Χριστός»· διότι όπως ακριβώς η αμαρτία, όταν επικρατήσει, αυτή είναι εκείνη η οποία ζει, κατευθύνοντας την ψυχή σε εκείνα τα οποία θέλει, έτσι και, όταν εκείνη νεκρωθεί, γίνονται αυτά τα οποία θέλει ο Χριστός, και δεν είναι πλέον ανθρώπινη αυτή η ζωή, όταν αυτός ο ίδιος ζει μέσα σε εμάς, δηλαδή ενεργεί, επικρατεί.
Επειδή επίσης έλεγε: «Με το βάπτισμα έχω σταυρωθεί και έχω πεθάνει μαζί με τον Χριστό. Και αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέον καμία ισχύ για μένα ο μωσαϊκός νόμος.» και «δεν ζω πλέον εγώ, αλλά πέθανα», πρόσθεσε: «ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ(:Έγινα κοινωνός του σταυρικού θανάτου του Χριστού και είμαι νεκρός. Λοιπόν δεν ζω πλέον εγώ, ο παλαιός δηλαδή άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. . Και την φυσική ζωή που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα που επέστρεψα στον Χριστό, τη ζω με την έμπνευση και την κυριαρχία της πίστεως στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για την σωτηρία μου)»[Γαλ.2,20].
«Αυτά μεν τα οποία είπα», λέγει, «τα είπα για τη νοερά ζωή· εάν πάλι κάποιος ήθελε να εξετάζει και αυτή την αισθητή ζωή, και αυτήν τη ζω με πίστη στον Υιό του Θεού. Διότι όσο ζούσα με τον παλαιό τρόπο ζωής και τον νόμο, ήμουνα άξιος εσχάτης κολάσεως και θα είχα καταστραφεί»· διότι «όλοι αμάρτησαν και στερούνται της θείας δόξης» και όλοι βρισκόμαστε υπό την καταδικαστική απόφαση· και διότι οι πάντες πέθαναν, αν και όχι εμπειρικά, αλλά ως προς την απόφαση· και επειδή δεχτήκαμε την πληγή, διότι και ο νόμος κατηγόρησε και ο Θεός αποφάσισε, αφού ήλθε ο Χριστός και παρέδωσε τον εαυτό Του στον θάνατο, εξάρπασε όλους εμάς από τον θάνατο.
Ώστε «τη ζωή την οποία τώρα ζω στο σώμα, τη ζω με πίστη στον Θεό»· δηλαδή ζω για την πίστη σε Αυτόν. Επειδή εάν δεν υπήρχε αυτό, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να καταστραφούμε όλοι· πράγμα το οποίο έγινε και με τον κατακλυσμό· αλλά η παρουσία του Χριστού, αφού κατάπαυσε την οργή του Θεού, κατέστησε δυνατόν να ζούμε δια της πίστεως. Για το ότι λοιπόν αυτό εννοεί, μάθε από τα εξής. Αφού είπε δηλαδή ότι «τη ζωή την οποία ζω τώρα στο σώμα, τη ζω με πίστη στον Υιό του Θεού» πρόσθεσε «ο οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του προς χάριν μου». Τι κάνεις, Παύλε, σφετεριζόμενος αυτά τα οποία ανήκουν σε όλους και οικειοποιούμενος αυτά τα οποία έγιναν για όλους; Διότι δεν είπε «ο οποίος μας αγάπησε», αλλά «ο οποίος με αγάπησε».
Αλλά όμως ο ευαγγελιστής λέγει: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον(:Και μη σου φαίνεται παράδοξο ότι ο Υιός του ανθρώπου πρόκειται να υψωθεί πάνω στον σταυρό για τη σωτηρία σας· διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο των ανθρώπων που ζούσε στην αμαρτία, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονάκριβο Υιό Του, για να μη χαθεί σε αιώνιο θάνατο κάθε άνθρωπος που πιστεύει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια)»[ Ιω.3,16] και εσύ ο ίδιος λέγεις: «Ὃς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;(: Αυτός, ο Οποίος δεν λυπήθηκε ούτε τον μονογενή Υιό Του, αλλά για χάρη όλων μας Τον παρέδωσε στον σταυρικό θάνατο, πώς μαζί με Αυτόν δεν θα μας χαρίσει και κάθε άλλη εύνοια και όλα τα άλλα, που είναι απαραίτητα για τη σωτηρία μας; Αφού μας χάρισε τον Υιό Του, δεν θα μας χαρίσει και όλα τα άλλα που χρειαζόμαστε για να σωθούμε;)» [Ρωμ.8,32]· όχι προς χάριν σου, αλλά «ὑπὲρ ἡμῶν πάντων(:προς χάριν όλων μας)» · και πάλι: «προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων(:και να ενισχυόμαστε στην ενάρετη ζωή περιμένοντας με χαρά τη μακαριότητα που ελπίζουμε και τη φανέρωση της δόξας του μεγάλου Θεού και σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος έδωσε τον εαυτό Του σε θάνατο για χάρη μας, για να μας εξαγοράσουν από κάθε παράβαση του νόμου, να μας καθαρίσει και να μας κάνει έτσι δικό Του εκλεκτό λαό, λαό γεμάτο ζήλο για καλά έργα)» [Τίτ.2,14].
Τι είναι λοιπόν αυτό το οποίο λέγει εδώ; Ομιλεί έτσι, επειδή κατανόησε την απελπιστική κατάσταση της ανθρώπινης φύσεως και την απερίγραπτη κηδεμονία του Χριστού, και από ποια δεινά απάλλαξε και ποια χάρισε, και φλογίστηκε από τον πόθο γι΄Αυτόν· διότι και οι προφήτες οικειοποιούνται πολλές φορές τον Θεό, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω(:Θεέ μου, που είσαι ο Θεός μου, από πολύ πρωί, από τα χαράματα προσεύχομαι προς Εσένα)»[Ψαλμ,62,1]. Και για να δείξει, εκτός από αυτά, ότι ο καθένας από εμάς εάν είναι δίκαιος, τόση χάρη πρέπει να οφείλει στον Χριστό, όση θα όφειλε εάν είχε έλθει μόνο για Αυτόν· διότι δεν θα αρνιόταν να δείξει τόση οικονομία και για ένα μόνον άνθρωπο· διότι σε τόσο μεγάλο βαθμό αγαπά τον κάθε άνθρωπο, όσο ολόκληρη την οικουμένη. Η μεν θυσία λοιπόν προσφέρθηκε υπέρ ολόκληρου του κόσμου και ήταν αρκετή να ελευθερώσει όλους. Εκείνοι όμως οι οποίοι δέχονται την ευεργεσία είναι μόνο όσοι πιστεύουν. Αλλά το ότι δεν προσήλθαν όλοι, δεν Τον απομάκρυνε από αυτήν την οικονομία· αλλά όπως το δείπνο της ευαγγελικής παραβολής, ετοιμάστηκε μεν για όλους, επειδή όμως δε θέλησαν να έλθουν αυτοί οι οποίοι κλήθηκαν δεν απέσυρε τα όσα ετοιμάστηκαν αλλά κάλεσε άλλους, έτσι έκανε και εδώ· διότι και το πρόβατο το οποίο αποχωρίστηκε από τα ενενήντα εννιά, ένα ήταν, αλλά ούτε αυτό το καταφρόνησε.
Αυτό το ίδιο λοιπόν κάπως έτσι υπαινισσόταν ομιλώντας για τους Ιουδαίους ο Παύλος λέγοντας: «Τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται · ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε(:Και το προνόμιο αυτό να κατέχουν αυτοί τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού δεν εκμηδενίστηκε· διότι, τι σημασία έχει αν μερικοί από τους Ιουδαίους έδειξαν απιστία; Μήπως η απιστία τους θα καταργήσει την αξιοπιστία και την αλήθεια του Θεού; Ποτέ να μη συμβεί να πει κανείς ότι είναι δυνατόν να φανεί ο Θεός αναξιόπιστος και καταπατητής των υποσχέσεών Του. Κι ας αποδεικνύεται από τα πράγματα ο Θεός αξιόπιστος στα λόγια Του, ενώ κάθε άνθρωπος ασυνεπής και ψεύτης, σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφεί στους ψαλμούς: “Για να αποδειχθείς, Θεέ μου, δίκαιος στα λόγια Σου και τις υποσχέσεις Σου και να νικήσεις όταν οι άνθρωποι Σε κρίνουν”)»[Ρωμ.3,3-4]. Ύστερα, Αυτός μεν τόσο σε αγάπησε, ώστε και τον εαυτό Του να παραδώσει και ενώ δεν είχες ελπίδα σωτηρίας σε οδήγησε σε τόση και τέτοια ζωή, και εσύ μετά από τόσα αγαθά επιστρέφεις προς τα παλαιά;
Επειδή λοιπόν τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τους συλλογισμούς τα έθεσε ο Παύλος μέσα τους με ακρίβεια, διακηρύσσει με έντονο και εμφαντικό τρόπο λέγοντας: «Οὐκ ἀθετῶ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ· εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν(:Δεν απορρίπτω ως ανώφελη τη χάρη που μου έδωσε ο Θεός. Οπωσδήποτε όμως θα αθετήσω τη χάρη αυτή, εάν επανέλθω στον μωσαϊκό νόμο· διότι εάν επανέλθω στον νόμο, σημαίνει ότι παραδέχομαι πως μπορώ να δικαιωθώ και να σωθώ με τον νόμο. Αλλά εάν η δικαίωση και η σωτηρία του ανθρώπου αποκτάται με την τήρηση του μωσαϊκού νόμου, αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός χωρίς λόγο πέθανε και ήταν περιττός ο θάνατός Του)» [Γαλ.2,21]. Ας ακούνε αυτά αυτοί οι οποίοι και τώρα ιουδαΐζουν και προσκολλώνται στον νόμο· διότι και προς αυτούς απευθύνονται αυτά.
«Διότι εάν με την τήρηση του μωσαϊκού νόμου δίδεται δικαίωση, τότε ματαίως πέθανε ο Χριστός». Τι υπάρχει φοβερότερο από αυτήν την αμαρτία; Τι προκαλεί ντροπή περισσότερο από αυτά τα λόγια; Διότι εάν πέθανε ο Χριστός είναι φανερό ότι πέθανε διότι ο νόμος δεν είχε τη δύναμη να μας δικαιώσει εάν όμως ο νόμος παρέχει δικαίωση, τότε είναι περιττός ο θάνατος του Χριστού. Και πώς θα ήταν λογικό, πράγμα τόσο μεγάλο, το οποίο είναι πλήρες τόσης φρίκης, και υπερβαίνει τον ανθρώπινο νου, και μυστήριο τόσο απόρρητο, το οποίο οι μεν προφήτες γεννούσαν σαν με πόνους τοκετού, οι δε πατριάρχες προέλεγαν και οι άγγελοι βλέποντας εκπλήσσονταν, και ομολογείται από όλους ότι είναι κεφάλαιο της πατρικής φροντίδας του Θεού, αυτό να λένε ότι έγινε άσκοπα και μάταια; Αφού λοιπόν κατάλαβε την υπερβολική ατοπία, εάν τόσο μεγάλο και τέτοιο πράγμα επιτρεπόταν να λένε ότι έγινε μάταια- διότι αυτό εξαγόταν ως συμπέρασμα από όσα έπρατταν-χρησιμοποιεί και έντονη επιτίμηση εναντίον τους με τα λόγια που τους απευθύνει αμέσως παρακάτω [:στο τρίτο κεφάλαιο της Προς Γαλάτας επιστολής].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-galatas-commentarius.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Γαλάτας επιστολήν, ομιλία στο κεφάλαιο Β΄[επιλεγμένα αποσπάσματα], πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 20, σελίδες 267-283 .
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Liddell & Scott, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007),
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκ. 8,41-56]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΙΑΕΙΡΟΥ
«Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ζήσεται(:Κι ενώ τους έλεγε αυτά ο Ιησούς, την ώρα εκείνη κάποιος άρχοντας της συναγωγής Τον πλησίασε και Τον προσκύνησε λέγοντας ότι “η κόρη μου πριν από λίγο πέθανε. Έλα όμως και βάλε το χέρι σου πάνω της και θα ζήσει”)»[Ματθ.9,18].
Τα λόγια τα πρόφτασαν τα έργα, ώστε ακόμη περισσότερο να αποστομωθούν οι Φαρισαίοι· διότι αυτός που ήρθε ήταν αρχισυνάγωγος και το πένθος του ήταν βαρύ· επειδή το είχε μονάκριβο το παιδί και είχε γίνει δώδεκα χρονών, δηλαδή αυτό βρισκόταν στο άνθος της ηλικίας του· αυτό λοιπόν το ανέστησε ευθέως ο Κύριος. Εάν όμως ο ευαγγελιστής Λουκάς λέει ότι απεσταλμένοι από την οικία του αρχισυναγώγου ήλθαν λέγοντας «Μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου (:Πέθανε η κόρη σου˙ μην κουράζεις άλλο και μην ενοχλείς πια τον διδάσκαλο)»[Λουκ.8,49], ερμηνεύουμε ως εξής, ότι η φράση «ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν (:η κόρη μου πριν λίγο πέθανε)»[Ματθ.9,18] που είπε ο Ιάειρος, όπως μας αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, προήλθε από τις σκέψεις που έκανε ο αρχισυνάγωγος, ενώ βάδιζε προς τον Ιησού ή ότι Του το είπε για να παρουσιάσει με δραματικότερο τρόπο την συμφορά του· διότι είναι συνήθεια σε εκείνους που παρακαλούν και ζητούν κάτι, να μεγαλοποιούν με τα λόγια τα βάσανά τους και να λένε κάτι παραπάνω από την πραγματική τους κατάσταση, με σκοπό να αποσπάσουν μεγαλύτερη την συμπάθεια από εκείνους που ικετεύουν.
Πρόσεξε επίσης το ασθενές της πίστεως αυτού του ανθρώπου· διότι απαιτεί δύο πράγματα από τον Χριστό, και να πάει στο σπίτι του και να βάλει το χέρι Του επάνω στο παιδί, κάτι που αποδεικνύει ότι πριν την αφήσει και φύγει, η μικρή κοπέλα ανέπνεε ακόμη. Και βέβαια όσοι έχουν ασθενή πίστη έχουν ανάγκη και από την προσωπική παρουσία και από τα αισθητά πράγματα.
Και ο μεν ευαγγελιστής Μάρκος λέει ότι πήρε μαζί Του τους τρεις μαθητές, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη [Μάρκ.5,40: «Ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον(:Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει μαζί Του τον πατέρα του κοριτσιού και τη μητέρα και τους τρεις μαθητές που ήταν μαζί Του, και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο)»],καθώς επίσης και ο Λουκάς[Λουκ.8,51: «Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα(:Κατόπιν, όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, δεν άφησε να μπει κανείς άλλος στο δωμάτιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα)»]· ο Ματθαίος όμως λέει απλώς ότι ο Ιησούς πήρε μαζί Του τους μαθητές Του. Για ποιον λόγο, όμως, δεν πήρε μαζί Του και τον Ματθαίο, αν και βέβαια προ ολίγου είχε προσέλθει στην ομάδα των μαθητών Του; Ίσως για να του αυξήσει την επιθυμία Του και επειδή ακόμη βρισκόταν σε πνευματική ατέλεια. Γι’ αυτό λοιπόν τιμά τους τρεις εκείνους μαθητές, για να προσπαθήσουν και οι άλλοι να γίνουν όπως εκείνοι. Προς το παρόν ήταν αρκετό να δει τα όσα συνέβησαν με την αιμορροούσα και να τιμηθεί με την συμμετοχή του στο τραπέζι και να συμπεριληφθεί στον κύκλο των μαθητών Του.
Όταν σηκώθηκε, Τον ακολουθούσαν πολλοί, με την ιδέα ότι μετέβαινε για πολύ μεγάλο θαύμα και εξαιτίας του προσώπου που προσήλθε και Τον κάλεσε, και επειδή οι περισσότεροι που πνευματικώς είναι ανώριμοι, δεν φρόντιζαν τόσο για την ψυχή τους, όσο για τη θεραπεία του σώματος. Και συνέρρεαν, άλλοι μεν παρακινούμενοι από τις δικές τους ασθένειες, άλλοι δε επειδή επιθυμούσαν να δουν τη θεραπεία των άλλων που έπασχαν· αρχικώς δηλαδή ήταν λίγοι εκείνοι που πήγαιναν συχνά κοντά Του, για να ακούσουν τους λόγους Του και την διδασκαλία Του. Ωστόσο βέβαια δεν τους επέτρεψε να εισέλθουν στην οικία, αλλά μόνο στους μαθητές, και αυτούς όχι όλους, διότι ήθελε να μας διδάξει να αποφεύγουμε πάντοτε την δόξα που προέρχεται από τους ανθρώπους.
Γράφει ο Ευαγγελιστής: «Καὶ ἰδοὺ γυνή, αἱμοῤῥοοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ. ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι(:Και να λοιπόν μια γυναίκα που έπασχε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία, πλησίασε από πίσω του κρυφά, επειδή ντρεπόταν και δεν ήθελε να γίνει φανερή η αρρώστια της, κι άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός του. Και το έκανε αυτό διότι έλεγε μέσα της: “και μόνο ν’ αγγίξω το ένδυμά του θα γίνω υγιής”)»[Ματθ.9,20-21].
Για ποιον λόγο όμως δεν Τον πλησίασε θαρρετά; Ντρεπόταν για την αρρώστια της, νομίζοντας πως είναι ακάθαρτη· γιατί αν η γυναίκα που έχει τα έμμηνά της νόμιζε πως δεν είναι καθαρή, πολύ περισσότερο θα είχε αυτήν την εντύπωση όποια έπασχε από τέτοια αρρώστια. Επειδή πραγματικά θεωρούνταν από τον μωσαϊκό Νόμο μεγάλη ακαθαρσία η ασθένεια αυτή. Γι’ αυτό και προσπαθεί να κρυφτεί και να μη γίνει αντιληπτή· διότι ούτε και αυτή δεν είχε ακόμη την πρέπουσα και ολοκληρωμένη αντίληψη για τον Χριστό, αλλιώς δε θα πίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Έτσι πλησιάζει πρώτη αυτή η γυναίκα δημόσια τον Κύριο: είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι πηγαίνει προς το κορίτσι που είχε πεθάνει.
Στο σπίτι της βέβαια δεν τόλμησε να Τον καλέσει, μολονότι ήταν εύπορη, ούτε πάλι ήρθε κοντά Του φανερά, μόνο κρυφά άγγιξε με πίστη τα ρούχα Του· διότι ούτε είχε αμφιβολία, ούτε είπε μέσα της· «Θα απαλλαγώ άραγε από την αρρώστια; Μήπως δε θα απαλλαγώ;», αλλά έχοντας βέβαιη την ελπίδα για την αποκατάσταση της υγείας της, Τον πλησίασε με αυτόν τον τρόπο. «Έλεγε μέσα της», διηγείται ο Ευαγγελιστής· «Και μόνο ν’ αγγίξω το ένδυμά Του, θα σωθώ από την ασθένειά μου.» Είδε βέβαια από ποια οικία είχε βγει ο Ιησούς, δηλαδή των τελωνών, και ποιοι ήταν αυτοί που Τον ακολουθούσαν, δηλαδή οι αμαρτωλοί και οι τελώνες· και όλα αυτά βέβαια την γέμισαν με ελπίδες.
Πώς ενήργησε λοιπόν ο Χριστός; Δεν την άφησε να μείνει απαρατήρητη, αλλά τη φέρνει στο επίκεντρο και την αποκαλύπτει σε όλους, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί από τους πνευματικά αναίσθητους ισχυρίζονται ότι το έκανε αυτό επειδή ποθούσε την δόξα· διότι «για ποιον λόγο», λένε, «δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη;» Τι είναι αυτό που λες, μιαρέ κα μάλιστα μιαρότατε άνθρωπε; Αυτός που δίνει εντολή να σιωπούν οι θεραπευόμενοι απ’ Αυτόν, Αυτός που αφήνει μύρια θαύματα να περνούν απαρατήρητα, Αυτός επιθυμεί την δόξα;
Επομένως, για ποιο λόγο την οδηγεί στο επίκεντρο της προσοχής του πλήθους, αποκαλύπτοντας τη θεραπεία της; Κατά πρώτον, διαλύει τον φόβο της γυναίκας για να μη ζει πλέον με αγωνία, πιεζόμενη από τις τύψεις της συνειδήσεώς της, επειδή πιθανό να είχε την εντύπωση ότι κατά κάποιο τρόπο είχε υφαρπάξει την δωρεά. Δεύτερον, διορθώνει τη σκέψη της, επειδή νόμισε ότι διέφυγε την προσοχή Του. Τρίτον αποκαλύπτει σε όλους την πίστη της, ώστε οι άλλοι να τη μιμηθούν· και το ότι όμως σταμάτησε τις πηγές της αιμορραγίας δεν ήταν μικρότερο θαύμα από το ότι απέδειξε ότι τα γνωρίζει όλα. Έπειτα τον αρχισυνάγωγο, ο οποίος επρόκειτο να ολιγοπιστήσει και να καταστρέψει έτσι τα πάντα, τον συγκρατεί στην πίστη του μέσω της γυναικός. Καθόσον αυτοί που ήλθαν από την οικία του έλεγαν: «Μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου (:Μην ταλαιπωρείς τον διδάσκαλο, διότι πέθανε η κόρη σου)»· και οι ευρισκόμενοι στο σπίτι του αρχισυναγώγου, περιγελούσαν τον Ιησού όταν είπε ότι κοιμάται η κόρη. Ήταν λοιπόν φυσικό και ο πατέρας να έχει πάθει κάτι παρόμοιο.
Γι’ αυτό, για να προφθάσει αυτήν την ενδεχόμενη αδυναμία, φέρνει στο επίκεντρο της προσοχής του πλήθους την γυναίκα εκείνη. Για να πεισθείς βέβαια ότι ο αρχισυνάγωγος ήταν ανάμεσα στους πάρα πολύ ανώριμους πνευματικά, άκουσε τι λέει ο Κύριος προς αυτόν: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται (:Μη φοβάσαι, εσύ μόνο πίστευε και θα σωθεί)»· καθόσον σκόπιμα περίμενε ο Ιησούς να επέλθει ο θάνατος και μετά να μεταβεί εκεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξη της αναστάσεώς της. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά και παρατείνει τη συνομιλία Του με την γυναίκα, για ν’ αφήσει χρόνο να πεθάνει στο μεταξύ το κορίτσι και να προσέλθουν αυτοί που θα ανακοίνωναν τα συμβάντα και να πουν: «Μην βάζεις πλέον σε κόπο και ενόχληση τον Διδάσκαλο».
Αυτό λοιπόν και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος υπονοεί και το επισημαίνει λέγοντας: «Ενώ ο Ιησούς μιλούσε ακόμα, ήρθαν οι απεσταλμένοι από την οικία του αρχισυναγώγου, λέγοντας ‘’Πέθανε η κόρη σου, μη βάζεις στον κόπο τον Διδάσκαλο”». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη θεωρηθεί ύποπτη και αμφισβητηθεί η ανάστασή της. Και αυτό το κάνει σε κάθε παρόμοια περίπτωση. Έτσι και στον Λάζαρο καθυστέρησε και μία και δύο και τρεις μέρες. Για όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους οδηγεί την αιμορροούσα στο επίκεντρο της προσοχής του πλήθους και λέει: «Θάρσει, θύγατερ(:Έχε θάρρος, κόρη μου)»· όπως ακριβώς έλεγε και στον παράλυτο· «έχε θάρρος, παιδί μου». Kaι πράγματι η γυναίκα ήταν γεμάτη από φόβο και γι’ αυτό της λέει «έχε θάρρος» και την ονομάζει ‘’θυγατέρα’’, επειδή η πίστη της την έκανε κόρη Του. Έπειτα ακολουθεί και το εγκώμιο : «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:Η πίστη σου σε έχει σώσει)».
Ο ευαγγελιστής Λουκάς όμως μας δίνει και άλλες περισσότερες λεπτομέρειες για την γυναίκα αυτή. Όταν δηλαδή, λέγει, πλησίασε τον Ιησού και θεραπεύθηκε, ο Χριστός δεν την κάλεσε αμέσως, αλλά προηγουμένως είπε: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;(:Ποιος είναι εκείνος που με άγγιξε;)». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές Του έλεγαν : «Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;(:Διδάσκαλε, τα πλήθη του λαού Σε περικύκλωσαν και Σε πιέζουν· και Συ λέγεις: ‘’Ποιος με άγγιξε;’’)» –το γεγονός αυτό είναι μέγιστη απόδειξη ότι ο Ιησούς είχε σώμα πραγματικό και ότι δεν είχε την παραμικρή υπερηφάνεια, διότι τα πλήθη δεν Τον ακολουθούσαν εξ αποστάσεως, αλλά Τον περιέβαλλαν από κοντά και Τον συνέθλιβαν από παντού-· Αυτός, λέγει ο Λουκάς, επέμενε λέγοντας ότι «ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ(:Κάποιος με άγγιξε· διότι εγώ αντιλήφθηκα ότι εξήλθε από εμένα κάποια δύναμη θαυματουργική)». Έτσι έδωσε πιο χειροπιαστή απάντηση στην καχυποψία των πιο δύσπιστων από τους ακροατές. Αυτά τα έλεγε, επίσης, για να πείσει την γυναίκα να ομολογήσει μόνη της την πράξη της. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν την έλεγξε αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι γνωρίζει τα πάντα με σαφήνεια, να την πείσει από μόνη της να τα αποκαλύψει όλα και να την προετοιμάσει να διακηρύξει το θαύμα που επιτελέσθηκε και να μην κινήσει υποψίες εάν το ανακοίνωνε ο Ίδιος.
Είδες ότι η γυναίκα αποδείχτηκε ανώτερη στην πίστη από τον αρχισυνάγωγο; Δεν έπιασε, δεν κράτησε τον Ιησού, αλλά απλώς Τον άγγιξε με τα άκρα των δακτύλων της, και, αν και ήλθε τελευταία, έφυγε πρώτη, αφού θεραπεύθηκε. Και εκείνος μεν οδηγούσε όλο τον ιατρό στο σπίτι του, ενώ σε αυτήν αποδείχθηκε αρκετή η απλή επαφή και μόνο. Πραγματικά, μολονότι ήταν συνδεδεμένη μόνιμα και υπέφερε πολλά χρόνια από την ασθένειά της, παρά ταύτα η πίστη της τής αναπτέρωνε το ηθικό της. Πρόσεξε επίσης τον τρόπο με τον οποίο την παρηγορεί ο Κύριος λέγοντας «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:η πίστη σου σε έχει σώσει)». Και βέβαια, εάν την είχε οδηγήσει στο μέσο των παρευρισκομένων με σκοπό την επίδειξη, δεν θα ήταν δυνατόν να προσθέσει τα λόγια αυτά.
Όμως μίλησε έτσι αφενός μεν για να οδηγήσει τον αρχισυνάγωγο στο να πιστέψει, αφετέρου δε και της γυναίκας την πίστη να διακηρύξει και ακόμη για να προσφέρει με τα λόγια αυτά σε αυτήν ευχαρίστηση και ωφέλεια όχι μικρότερη από την αποκατάσταση της σωματικής της υγείας. Το ότι λοιπόν θέλοντας εκείνη να δοξάσει έκανε αυτά και άλλους να διορθώσει και όχι τον εαυτό Του να δοξάσει, γίνεται ολοφάνερο από όλα όσα ελέχθησαν· διότι ο Ίδιος βεβαίως και χωρίς αυτό το περιστατικό επρόκειτο εξίσου να είναι άξιος θαυμασμού (διότι τα θαύματά Του ήταν αφθονότερα από τις χιονονιφάδες και πολύ πιο μεγαλύτερα από αυτό και επιτέλεσε και επρόκειτο να κάνει)· η γυναίκα όμως, αν δεν συνέβαινε αυτό, κατά πάσα πιθανότητα θα έφευγε απαρατήρητη και θα είχε στερηθεί τους μεγάλους αυτούς επαίνους. Και ακριβώς γι’ αυτό την οδήγησε στο μέσο του πλήθους και διεκήρυξε την πίστη της και απέβαλε τον φόβο της (καθόσον, λέγει, τον πλησίασε τρέμοντας) και γέμισε την ψυχή της με θάρρος και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντάς της τα εξής: «Πορεύου εἰς εἰρήνην(:Πήγαινε και ζήσε με ειρήνη)».
Και όταν ήλθε ο Ιησούς στην οικία του άρχοντος και είδε εκείνους που έπαιζαν με τον αυλό, και το πλήθος να δημιουργεί με τον θρήνο του θόρυβο, λέει προς αυτούς: «Ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανε τὸ κοράσιον, ἀλλὰ καθεύδει, καὶ κατεγέλων αὐτοῦ (:”Φύγετε από εδώ, διότι το κοριτσάκι δεν πέθανε αλλά κοιμάται”. Κι εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι ήταν πεθαμένο)»[Ματθ.9,24]. Καλές ήταν οι αποδείξεις των αρχισυναγώγων, αφού μετά την έλευση του θανάτου οι αυλοί και τα κύμβαλα προκαλούσαν τον θρήνο. Τι έκανε, λοιπόν, ο Χριστός; Όλους τους άλλους τους έβγαλε έξω και μόνο τους γονείς πήρε μαζί Του, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να υποστηριχθεί ότι την θεράπευσε με άλλον τρόπο· και προτού την αναστήσει τους ενθαρρύνει με τα λόγια λέγοντας τα εξής: «Δεν πέθανε το κορίτσι αλλά κοιμάται».
Και σε πολλές περιπτώσεις κάνει το ίδιο πράγμα. Όπως ακριβώς λοιπόν στην περίπτωση της τρικυμιώδους θάλασσας επιτιμά αρχικά τους μαθητές, έτσι βεβαίως και στην περίπτωση αυτή αρχικά εκβάλλει τον φόβο από την σκέψη των παρευρισκομένων, δείχνοντάς τους συγχρόνως ότι είναι εύκολο πράγμα σε Αυτόν να αναστήσει τους νεκρούς(πράγμα βεβαίως που είχε κάνει και στην περίπτωση του Λαζάρου με τα εξής λόγια: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν(:Ο φίλος μας ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω)»[Ιω.11,11] και συγχρόνως διδάσκει τους παρευρισκομένους ότι δεν πρέπει να φοβούνται τον θάνατο, διότι αυτός δεν είναι θάνατος, αλλά έχει μεταβληθεί πλέον σε ύπνο.
Επειδή δηλαδή επρόκειτο και ο ίδιος ο Κύριος να πεθάνει, προετοιμάζει τους μαθητές Του με τις θαυματουργικές ενέργειές Του επί των σωμάτων των άλλων, να έχουν θάρρος και να αντιμετωπίζουν τον θάνατο με ηρεμία. Και πράγματι λοιπόν από την στιγμή που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο και στο εξής, ο θάνατος κατάντησε να είναι ύπνος. Παρά ταύτα όμως Τον περιγελούσαν. Ο Ίδιος όμως δεν αγανάκτησε που δεν γινόταν πιστευτός για το θαύμα το οποίο επρόκειτο μετά από λίγο να επιτελέσει, ούτε τους επιτίμησε για το γέλιο τους, για να γίνουν και το περιπαικτικό γέλιο τους και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα γενικώς απόδειξη ότι πέθανε πραγματικά η κόρη.
Επειδή βέβαια ως επί το πλείστον δεν πιστεύουν οι άνθρωποι μετά την πραγματοποίηση των θαυμάτων το προλαμβάνει αυτό με τις αποκρίσεις αυτών των ίδιων, πράγμα βέβαια που είχε γίνει και στην περίπτωση του Λαζάρου και του Μωυσή. Καθόσον στον Μωυσή λέγει: «Τί τοῦτό ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου;(:Τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;)»[Έξ.4,2], ώστε, όταν θα το έβλεπε να μεταβάλλεται σε φίδι, να μην λησμονούσε ότι ήταν ράβδος πριν από το θαύμα αυτό, αλλά ενθυμούμενος τους δικούς του λόγους να εκπλαγεί με αυτό που θα συνέβαινε. Και στην περίπτωση του Λαζάρου λέγει: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν;(:πού τον έχετε ενταφιάσει;)»[Ιω.11,34], με σκοπό να μην μπορούν να αμφισβητήσουν ότι τον ανέστησε ενώ ήταν νεκρός αυτοί που θα έλεγαν το «ἔρχου καὶ ἴδε(:έλα να δεις)» και ότι «Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι (:Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες)»[Ιω.11,35-39].
Αφού λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τους όχλους τους έβγαλε όλους έξω και παρουσία των γονέων θαυματουργεί, εισάγοντας όχι άλλη ψυχή στο σώμα της νεκρής, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ίδια που είχε εξέλθει και την ανασταίνει σαν ακριβώς να κοιμόταν. Και πιάνει το χέρι της με σκοπό να καταστήσει σαφές ότι διατίθεται να την αναστήσει, ώστε να τους προετοιμάσει, βλέποντας αυτό, να πιστέψουν στην ανάσταση· διότι ο μεν πατέρας της έλεγε: «Ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ᾿ αὐτὴν (:Θέσε το χέρι σου επάνω της)», ενώ Αυτός κάνει κάτι τι επιπλέον· διότι δεν θέτει το χέρι Του απλώς επάνω της, αλλά την ανασταίνει κρατώντας την από το χέρι, αποδεικνύοντας έτσι ότι όλα είναι δυνατά σε Αυτόν. Και δεν την ανασταίνει μόνο, αλλά και δίδει εντολή να της δώσουν να φάει, για να μη νομίσουν ότι αυτό που συνέβη ήταν δημιούργημα της φαντασίας. Και δεν της δίνει τροφή ο ίδιος, αλλά διατάσσει εκείνους να της δώσουν, όπως ακριβώς δηλαδή και στην περίπτωση του Λαζάρου όταν είπε: «Λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν(:Λύστε τον από τους νεκρικούς επιδέσμους που τον είχατε τυλίξει και αφήστε τον μόνο του να πάει στο σπίτι)»[Ιω.11,44] και στη συνέχεια κάθισαν και έφαγαν μαζί στο ίδιο τραπέζι. Καθόσον πάντοτε συνήθιζε και τα δύο να εφαρμόζει, αποδεικνύοντας κατά τρόπο απολύτως αναμφισβήτητο και τον θάνατο και την ανάσταση.
Εσύ όμως, σε παρακαλώ, μην προσέχεις μόνο την ανάσταση, αλλά και το γεγονός ότι παρήγγειλε να μην αναγγείλουν το συμβάν σε κανένα. Και αυτό το δίδαγμα κατεξοχήν λάβε από όλα αυτά, την ταπεινοφροσύνη του Κυρίου και την αποφυγή της ματαιοδοξίας, και μαζί με αυτό πρόσεξε και εκείνο, ότι δηλαδή έβγαλε έξω από την οικία εκείνους που θρηνούσαν, αποδεικνύοντας έτσι ότι δεν ήσαν άξιοι να δουν ένα τέτοιο θαύμα. Και μην εξέλθεις μαζί με τους αυλητές, αλλά παράμεινε μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο· διότι εάν τότε έβγαλε εκείνους έξω, πολύ περισσότερο θα το πράξει αυτό τώρα· επειδή τότε μεν δεν ήταν φανερό ακόμη ότι ο θάνατος είχε καταντήσει σε ύπνο, ενώ τώρα αυτό είναι πιο ολοφάνερο και από τον ίδιο τον ήλιο. Δεν σου ανέστησε όμως τώρα την θυγατέρα σου; Αλλά οπωσδήποτε θα την αναστήσει και με μεγαλύτερη μάλιστα δόξα· διότι εκείνο μεν το κορίτσι αν και αναστήθηκε πέθανε και πάλι αφού γέρασε, ενώ το δικό σου όταν αναστηθεί θα παραμένει στο εξής αθάνατο.
Κανένας λοιπόν ας μην οδύρεται, κι ας μη θρηνεί, κι ας μη δυσφημεί το κατόρθωμα του Χριστού. Γιατί νίκησε τον θάνατο. Τι θρηνείς λοιπόν άδικα; Ο θάνατος μεταβλήθηκε σε ύπνο. Γιατί οδύρεσαι και κλαις; Έτσι, εάν το έκαναν αυτό οι ειδωλολάτρες, έπρεπε να τους περιγελάς. Όταν όμως διαπράττει τέτοιες ασχημίες ο πιστός Χριστιανός, ποια δικαιολογία και ποια συγνώμη υπάρχει για μας στις τέτοιες ανοησίες μας και μάλιστα ύστερα και από τόσον καιρό, κι από τόσο ξεκάθαρη απόδειξη της αναστάσεως; Εσύ όμως σπεύδεις σαν να θέλεις να αυξήσεις το αμάρτημα, και μας φέρνεις ειδωλολάτρισσες γυναίκες για να θρηνήσουν αυξάνοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο το πένθος και ζωηρεύοντας την φωτιά της καμίνου, χωρίς να ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;(:Ποια συμφωνία μπορεί να υπάρξει μεταξύ του Χριστού με τον Σατανά και ποιο κοινό μερίδιο μπορεί να έχει ένας πιστός με έναν άπιστο;)»[Β΄Κορ.6,15].
Και τα παιδιά των ειδωλολατρών, που δεν έχουν καμιά γνώση για τη ανάσταση, βρίσκουν ωστόσο λόγους παρηγοριάς. «Υπόμενε με γενναιότητα», λένε· «διότι δεν μπορείς να ακυρώσεις ό,τι έγινε, ούτε να το επανορθώσεις με τους θρήνους σου». Εσύ όμως που ακούς πιο πνευματικούς και πιο ωφέλιμους λόγους, δεν ντρέπεσαι να προβαίνεις σε μεγαλύτερες απ’ αυτούς ασχημίες; Ούτε λέμε· «Υπόμεινε με γενναιότητα, επειδή δεν μπορούμε να ακυρώσουμε ό,τι έγινε». Αλλά λέμε: «Υπόμεινε με γενναιότητα, γιατί θα αναστηθεί οπωσδήποτε». Κοιμάται το παιδί, δεν πέθανε. Αναπαύεται, δεν χάθηκε. Το περιμένει ανάσταση και παντοτινή ζωή και αθανασία και κατάσταση αγγελική. Δεν ακούτε τον ψαλμό που λέει: «Ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε(:Γύρισε, ψυχή μου, στην ανάπαυσή σου, γιατί ο Κύριος σε ευεργέτησε)»;[Ψαλμ.114,7]. Ευεργεσία ονομάζει ο Θεός το πράγμα και συ θρηνείς;
Και τι περισσότερο θα έκανες, αν ήσουν αντίπαλος κι εχθρός εκείνου που πέθανε; Αν πρέπει να θρηνεί κάποιος, πρέπει να θρηνεί ο διάβολος. Εκείνος ας θρηνεί και ας οδύρεται, γιατί ακολουθούμε την οδό που οδηγεί σε μεγαλύτερα αγαθά. Σε εκείνου την πονηρία αξίζει αυτός ο θρήνος, όχι σε εσένα που πρόκειται να λάβεις ως αμοιβή τον στέφανο και να αναπαυθείς, καθόσον ο θάνατος είναι λιμάνι γαλήνιο. Κοίταξε πόσα κακά γεμίζουν τη ζωή αυτή· τα πράγματα προχωρούν στο χειρότερο και απ’ την αρχή δεν ήταν μικρή η καταδίκη που έλαβες ως κληρονομιά από το προπατορικό αμάρτημα: «Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα(:Με λύπες θα γεννάς τα παιδιά σου)», λέει[Γέν.3,16]· και «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου(:Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα φας το ψωμί σου)»[Γέν.3,17]· και «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε(:Μέσα στον κόσμο θα δοκιμάσετε θλίψη)»[Ιω. 16,33].
Για την εκεί ζωή όμως τίποτα τέτοιο δεν έχει λεχθεί, αλλά εξ ολοκλήρου το αντίθετο: «Ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός(:Δεν υπάρχει εκεί ο πόνος, η λύπη κι ο στεναγμός)»[Ησ.35,10] και: «Πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν(:Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της βασιλείας των ουρανών)»[Ματθ.8,11]· και ότι η ζωή εκεί είναι παστάδα πνευματική και λαμπάδες φαιδρές και μετάσταση προς τον ουρανό.
[…] Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν ας συγκρατούμαστε. Έτσι και τον νεκρό μας ευχαριστούμε και θα λάβουμε τους επαίνους πολλών ανθρώπων και απ’ τον Θεό θα λάβουμε τους μεγάλους μισθούς της υπομονής και θα κερδίσουμε τα αιώνια αγαθά. Αυτά μακάρι να τα επιτύχουμε όλα με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΛΑ΄, σελίδες 337-365.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 119-133
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 8,41-56]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΥΡΙΛΛΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
«Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου;(: Τότε λοιπόν κάποια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία εδώ και δώδεκα χρόνια, η οποία μαζί με τα άλλα βάσανα της αρρώστιας της είχε ξοδέψει και όλη την περιουσία της σε γιατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανέναν, αφού πλησίασε τον Ιησού από πίσω, ώστε να μην την αντιληφθεί κανείς, επειδή ντρεπόταν να γίνει φανερή η αρρώστιά της, άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός του κι αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. Και είπε ο Ιησούς: “Ποιος είναι αυτός που με άγγιξε;”)»[Λουκ.8, 43-45].
Δεν αγνοήθηκε όμως το παράδοξο, γιατί αν και ο Σωτήρας γνωρίζει τα πάντα, ερωτά σαν να μη γνωρίζει και λέγει: «Ποιος με άγγιξε;». Και ενώ οι άγιοι απόστολοι είπαν με πειστικότητα «Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;(:Διδάσκαλε, τα πλήθη του λαού σε περικύκλωσαν και σε πιέζουν ασφυκτικά˙ κι εσύ λες, ποιος με άγγιξε; )», πράγμα που είναι μεγίστη απόδειξη ότι Αυτός και αληθινή σάρκα φέρει, και καταπατεί κάθε υπερηφάνεια, γιατί δεν Τον ακολουθούσαν από μακριά, αλλά Τον είχαν περικυκλωμένο από παντού, Αυτός φέρει στη μέση και επικεντρώνει την προσοχή τους σε αυτό που έγινε και λέγει επιμένοντας ότι «ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ(:Κάποιος με άγγιξε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη θαυματουργική)»[Λουκ.8,46].
Άραγε λοιπόν ο Κύριος από φιλοδοξία δεν άφησε να διαφύγει η απόδειξη της θεοπρεπούς ενέργειάς Του, δηλαδή το παράδοξο που συνέβη με τη γυναίκα; Δεν λέμε αυτό· γιατί πώς θα το έκανε αυτό Αυτός που σε πολλές περιπτώσεις συνιστούσε να σιωπούν; Αλλά μάλλον λέμε εκείνο: ότι δηλαδή παντού αποβλέπει στην ωφέλεια αυτών που καλούνται στη χάρη μέσω της πίστεως. Άρα πολλούς θα έβλαπτε το θαύμα αυτό μένοντας άγνωστο, με το να γίνει όμως γνωστό ωφέλησε όχι και λίγο, εκτός από τους άλλους, και τον άρχοντα της συναγωγής· γιατί του έκανε πιο ασφαλή την ελπίδα για τον αναμενόμενο, και του έδινε ακλόνητο θάρρος ότι ο Χριστός θα αρπάξει τη θυγατέρα του και από τις παγίδες του θανάτου -γιατί δεν επιτρεπόταν στους μη καθαρούς να αγγίξουν κάποιον από τους αγίους ή να πλησιάσουν άνδρα ιερό.
Έχουμε λοιπόν πληροφορηθεί ότι ο Εμμανουήλ είναι Θεός αληθινός, και από αυτό που έγινε με τρόπο θαυματουργικό, και από αυτά που είπε με τρόπο θεοπρεπή· γιατί λέγει: «Εγώ αισθάνθηκα να έχει βγει κάποια δύναμη θαυματουργική από εμένα». Είναι βέβαια πέρα από τα δικά μας μέτρα, ή ίσως και τα αγγελικά, το να μπορούμε να εκπέμψουμε κάποια δύναμη, και μάλιστα από τη δική μας φύση, δηλαδή από τον εαυτό μας. Το πράγμα αυτό ταιριάζει μόνο στην πέρα και πάνω από όλα φύση. Γιατί κανένα από τα κτίσματα δεν έχει κάποια δύναμη ιατρική, ή κάποια άλλη ξεχωριστή, αλλά αυτό που έχει είναι δοσμένο από τον Θεό.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
«Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα (:Κι ενώ μιλούσε ακόμη ο Ιησούς, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του είπε: “Πέθανε η κόρη σου˙ μην κουράζεις άλλο και μην ενοχλείς πια τον διδάσκαλο”. Ο Ιησούς όμως, μόλις άκουσε την είδηση αυτή, του είπε: “Μη φοβάσαι, μόνο συνέχισε να πιστεύεις, και θα σωθεί η κόρη σου απ’ τον θάνατο”. Κατόπιν, όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, δεν άφησε να μπει κανείς άλλος στο δωμάτιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα. Στο μεταξύ όλοι έκλαιγαν και χτυπούσαν τα στήθη τους και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Ο Ιησούς όμως τους είπε: “Μην κλαίτε˙ δεν πέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι είχε πεθάνει. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: “Κόρη, σήκω επάνω”. Τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της)»[Λουκ.8,49-55].
Η εξιστόρηση βέβαια του θαύματος είχε ως εξής· ίσως όμως πρέπει να την εξετάσουμε λεπτομερέστερα και πνευματικότερα. Οι απλοϊκότεροι λοιπόν ας θαυμάζουν τα μεγαλεία του Θεού έτσι όπως τα βλέπουν (γιατί ωφελούν ακόμα και νοούμενα σωματικά), εκείνοι όμως που μπορούν να προχωρήσουν περισσότερο, θα δουν και θα καταλάβουν ότι και αυτά συνέβαιναν σε εκείνους ως τύποι, αλλά γράφτηκαν για εμάς, αφού προσευχηθούμε στον Θεό, ας ζητήσουμε να έρθει λόγος που να αποσαφηνίσει και αυτά[βλ. Α΄Κορ.10,6:«Ταῦτα δὲ τύποι ἡμῶν ἐγενήθησαν(:Και όλα αυτά έγιναν προφητικές εικόνες που προαναγγέλλουν τι θα συμβεί και σε εμάς, ώστε να προσέχουμε και να μην επιθυμούμε κακά πράγματα, όπως και εκείνοι επιθύμησαν και τιμωρηθήκαν)»].
Θα μας αποσαφηνίσει πώς ενώ πήγαινε ο Κύριος προς τη θυγατέρα του αρχισυναγώγου Ιαείρου, πρώτη η αιμορροούσα που Τον συνάντησε στο δρόμο, θεραπεύεται. Διότι ο Υιός του Θεού είχε πάει προηγουμένως στη συναγωγή των Ιουδαίων και έμαθε πως η μικρή κοπέλα νοσεί και πεθαίνει· γιατί τα παραπτώματα του Ισραήλ την είχαν κάνει να πεθάνει, ενώ η αιμορροούσα που τη συνάντησε στο δρόμο, η γεμάτη ακαθαρσία, της οποίας το αίμα δεν έρρεε στην περίοδο την έμμηνο, αλλά αιμορροούσε διαρκώς, αυτή πριν από εκείνη πιστεύει στον Υιό του Θεού. Και Αυτός βέβαια κατευθύνεται προς το σπίτι του Ιαείρου, αυτή όμως θέλει έστω και το άκρο του ενδύματός Του να αγγίξει.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς στο σημείο αυτό, πράγμα που δεν είπε ο ευαγγελιστής Ματθαίος, πρόσθεσε ότι η θυγατέρα του αρχισυνάγωγου ήταν δώδεκα ετών, αλλά και η αιμορροούσα έπασχε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Άρα λοιπόν συγχρόνως με τη γέννηση εκείνης, άρχισε αυτή να υποφέρει από αιμορραγία· γιατί το ίδιο το όριο του χρόνου γίνεται το τέλος της κόρης του αρχισυναγώγου και η αρχή της σωτηρίας της αιμορροούσης γυναίκας. Εκείνη πεθαίνει δώδεκα ετών, και αυτή, αφού πίστεψε, θεραπεύθηκε από το πάθος δώδεκα ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανένα γιατρό· γιατί πολλοί γιατροί από τους εθνικούς υπόσχονταν ότι θα την θεραπεύσουν. Εάν εξετάσεις εκείνους που φιλοσοφούσαν και υπόσχονταν την αλήθεια, θα δεις ότι είναι γιατροί που προσπαθούσαν να θεραπεύσουν. Αυτή όμως, μολονότι δαπάνησε όλα τα υπάρχοντά της, δεν μπόρεσε από κανένα γιατρό να θεραπευτεί. Έπιασε απλώς το κάτω άκρο του ενδύματος του Ιησού με πίστη και θεραπεύτηκε.
Εάν εξετάσουμε την πίστη μας προς τον Ιησού Χριστό και κατανοήσουμε πόσο μεγάλος είναι ο Υιός του Θεού, και Ποιον αγγίξαμε, θα δούμε ότι σε σύγκριση με το κράσπεδο αυτό, δηλαδή το κάτω άκρο του ενδύματος του Ιησού, αγγίξαμε κράσπεδο, αλλά όμως το κράσπεδο μάς θεραπεύει και μας κάνει να ακούμε από τον Ιησού: «θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έχει σώσει)». Και αν εμείς θεραπευθούμε, θα αναστηθεί και η θυγατέρα του αρχισυνάγωγου· διότι λέγει ο απόστολος Παύλος: «Ἂχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ καὶ οὕτω πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται καθὼς γέγραπται· ἥξει ἐκ Σιὼν ὁ ῥυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ Ἰακώβ (:Και η αλήθεια αυτή είναι ότι έχει γίνει σκλήρυνση σε μέρος του ισραηλίτικου λαού έως ότου εισέλθει στη βασιλεία του Χριστού ο πλήρης αριθμός των εθνικών που έχει ορίσει ο Θεός. Και έτσι, όταν εκπληρωθεί ο όρος αυτός, ολόκληρος ο ισραηλιτικός λαός ως σύνολο θα σωθεί, όπως έχει γραφεί στις προφητείες του Ησαΐα: “Θα έλθει από τη Σιών ο ελευθερωτής και θα αποδιώξει τις ασέβειες από τους απογόνους του Ιακώβ”)» [Ρωμ.11,25 και Ησ.59,20].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»[σελίδες 57 και 58 του PDF].
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α΄», κεφάλαιο 8ο, σελ. 383-387.
Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 8, 40-56]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-11-1997]
(Β 365)
Ο Κύριος, αγαπητοί μου, επιστρέφει από την Γαλιλαία στην Ιουδαία. Και ο λαός Τον υποδέχεται με ενθουσιασμό, γιατί «ἦσαν», όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς, « ἦσαν πάντες προσδοκῶντες αὐτόν». Τον περίμεναν με χαρά -το «προσδοκῶ», επί αγαθών πραγμάτων. Τον περίμεναν με χαρά. Τα πλήθη είχαν αναγνωρίσει την αξία της παρουσίας του Χριστού, έστω κι αν ακόμη δεν εγνώριζαν του Ποιος ήταν ο Ιησούς ως ο Ενανθρωπήσας Θεός Λόγος.
Ανάμεσα στο πλήθος ήταν κι ένας αρχισυνάγωγος, που το όνομά του ήταν Ιάειρος. Αυτός ήλθε, αφού γονάτισε μπροστά εις τον Ιησούν, και Τον παρακαλούσε να θεραπεύσει την δωδεκαετή θυγατέρα του, μονογενές παιδί, δεν είχε άλλο παιδί, που εκινδύνευε να πεθάνει. Κι ενώ ο Κύριος επορεύετο προς το σπίτι του Ιαείρου, κάποιος υπηρέτης του φθάνει λέγοντας ότι «Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου, μή σκύλλε τόν διδάσκαλον». «Η κόρη σου πέθανε. Μην ενοχλείς περισσότερο τον διδάσκαλον». Δηλαδή «να μην έρθει στο σπίτι, μην τον ενοχλείς».
Μπορούμε να εννοήσομε, αγαπητοί μου, τα αισθήματα, την καρδιά του Ιαείρου, εκείνη την στιγμή; «Δεν πρόλαβε να πάει ο Κύριος; Δεν πρόλαβε να την θεραπεύσει; Πέθανε;…». Πολύ οδυνηρά αισθήματα πραγματικά. Επόμενον, λοιπόν, ήταν να κλονιστεί. Και τότε ο Ιησούς τού λέγει: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε καί σωθήσεται». «Μόνον να πιστεύεις και θα σωθεί». Αλήθεια, τι παρήγορος είναι αυτή η φωνή του Χριστού την ώρα εκείνη! : «Μὴ φοβοῦ». Όμως τι συνιστά αυτή η φράσις του Κυρίου; Τι ήθελε να πει; Να πιστεύει. Την πίστιν ήθελε να πει. Διότι ο Κύριος, όπως λέγει ο Μ. Αθανάσιος: «Τοῖς πιστεύουσιν ἐχαρίζετο (:Σε εκείνους που πίστευαν, εχαρίζετο) ἵνα τὴν πίστιν καὶ τὴν χάριν κατασχεῖν δυνηθῶσιν, γνώρισμα γὰρ τῆς προαιρέσεως τῆς ψυχῆς ἡ πίστις ἐστίν». Ώστε με την πίστιν να μπορέσουν να αποκτήσουν και την χάριν. «Δηλαδή αν θέλεις, ω Ιάειρε, να πάρεις την χάρη την δική μου, πρέπει να πιστεύεις. Και θα σου γίνει αυτό το οποίο θέλεις. Αλλά θα το πιστεύεις όμως. Θα πιστεύεις σε τι; Σε μένα. Προσέξτε: Σε μένα, στο θεανθρώπινο πρόσωπό μου». Και έτσι, αυτό είναι γνώρισμα, λέει ο Μέγας Αθανάσιος, της προαιρέσεως της ψυχής. Γιατί η πίστις είναι πράγματι ένα στοιχείο, ένα γνώρισμα της προαιρέσεως της ψυχής. Βλέπετε; Της προαιρέσεως της ψυχής. Όλα τα άλλα μπορεί να είναι αναγκαστικά, μπορεί να είναι… το μόνο που εκφράζει την προαίρεση είναι η πίστις.
Ωστόσο ο Κύριος κατευθύνεται προς το σπίτι του Ιαείρου. Εκεί, κόσμος πολύς. Ο Ιάειρος ήταν επίσημον πρόσωπο. Ήτο αρχισυνάγωγος. Και όλο αυτό το συγκεντρωμένο πλήθος τι έκανε; «Ἔκλαιον καὶ ἐκόπτοντο». «Κόπτομαι» θα πει χτυπάω το στήθος μου, ξεριζώνω τα μαλλιά μου, κλαίω, οδύρομαι, ολοφύρομαι, ολολύζω. Όλα αυτά όταν πενθώ· και εκφράζονται όλα αυτά με το «κόπτομαι». Και ο Κύριος απευθυνόμενος στο πλήθος λέγει: «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Παράξενος λόγος! Μέσα σε εκείνον τον κοπετόν, που υπήρχε, να ακουστεί η φωνή: «Μη κλαίτε. Και γιατί να μην κλαίτε; Γιατί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Τι φυσικότερον, βεβαίως, του πένθους και των δακρύων; Αλλά ο Κύριος όταν είπε να μην κλαίουν, το είπε εν όψει της αναστάσεως του κοριτσιού. Το ίδιο είχε πει και εις την χήρα της Ναΐν. Εκεί «ἐξεκομίζετο», λέει, «ὁ νεκρός». Δηλαδή μετεφέρετο από το σπίτι εις το νεκροταφείον, εις τον τάφον. Δεν υπήρχε νεκροταφείο στους Εβραίους, με την έννοιαν που έχομε εμείς έναν τόπον περιγραμμένον. Όχι. Αλλά ήταν τα μνήματα, στους πολυπληθείς εκείνους βράχους που υπήρχαν. Έσκαβαν κι έβαλαν… μέσα εκεί. Θυμηθείτε τον τάφο του Χριστού. Ή ήταν, αν θέλετε, τεχνητός ο τάφος αυτός· είτε φυσικός είτε τεχνητός.
Όμως, όπως είδαμε εδώ, το πλήθος… «ἔκλαιον καὶ ἐκόπτοντο». Κλάμα και κοπετός. Είναι, ωστόσο, μία υπερβολή πένθους. Αυτή η υπερβολή του πένθους υπάρχει και σε μας ακόμη σήμερα, στους Χριστιανούς. Θυμηθείτε ότι «τὸ πλῆθος», λέγει, «ἐκόπτετο», τότε με τον θάνατον του Στεφάνου· που δεν θα έπρεπε. Κι εμείς «κοπτόμεθα», χτυπιόμαστε, ξεριζώνομε τα μαλλιά μας, θα επαναλάβω. Και ακόμη έχομε και τις μοιρολογίστρες. Αυτή είναι κληρονομιά από τους αρχαίους προγόνους μας. Οι γυναίκες εκείνες, οι οποίες πηγαίνουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις και μοιρολογούν, λένε τραγούδια, ελεγεία, πένθιμα τραγούδια. Και δημιουργείται ένα πολύ πνιγηρό κλίμα μέσα εις στο σπίτι του κεκοιμημένου. Φοβερά πνιγηρό κλίμα. Είναι αγαπητοί μου, μία υπερβολή… Όταν πιστεύομε εις την ανάστασιν του Χριστού και πιστεύομε και εις την ανάστασιν των κεκοιμημένων, των νεκρών, τότε γιατί; Ο Χριστός ανεστήθη. Και αφού ανεστήθη ο Χριστός, θα αναστηθούμε κι εμείς. Πού το ξέρομε; Μα αναστήθηκε ο ίδιος. Έδωσε την μαρτυρία. Ότι θα αναστηθούμε. Το είπε βέβαια. Αλλά και θα αναστηθούμε, γιατί αναστήθηκε ο Ίδιος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να κλαίμε υπερβολικά, όταν έχομε κάποιο πένθος. Σαν άνθρωποι βεβαίως θα λυπηθούμε, θα κλαύσομε. Δεν υπάρχει αντίρρηση. Αλλά ανθρώπινα, απλά, σαν Χριστιανοί. Γιατί, όπως λένε οι Πατέρες, «το να μην κλάψεις είναι θηριώδες». Δεν ξέρω αν κάποια ζώα μπορεί να κλάψουν. Τα ζώα δεν έχουν δάκρυα. Κάποτε όμως από την έκφρασή τους αντιλαμβανόμαστε το πένθος τους. Για να μην απαριθμήσω τώρα κάποια ζώα και πτηνά ακόμη, όπως είναι ο κύκνος κ.λπ. Αλλά το να μην κλαύσεις είναι θηριώδες. «Το να κλαις πολύ, είναι», λέει, «πολύπαθον πράγμα». Το μέτρον. Το πένθος λοιπόν που έχομε θα είναι υπό το πρίσμα της αναστάσεως των νεκρών.
Ακόμη ο Κύριος έδωσε και έναν επιπλέον χαρακτηρισμόν. Ότι «οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». «Δεν πέθανε», λέγει, «αλλά κοιμάται». Γιατί για κείνη τη στιγμή όντως ο θάνατος ήταν ύπνος. Αφού λίγο μετά ο Κύριος θα έδινε την ανάσταση. Όπως πηγαίνομε κάποιον και τον ξυπνούμε και του λέμε: «Σήκω». Ακούστε· βάζουμε και το χέρι μας και τον σπρώχνομε λιγάκι. «Σήκω, ξύπνα». Και ο Κύριος πήρε το χέρι της κορασίδος, του κοριτσιού και της είπε: «Ἡ παῖς (:ω παιδὶ), ἐγείρου». Σήκω. Όντως λοιπόν ήταν μία εικόνα ύπνου και καθόλου θανάτου.
Όμως ο χρόνος, είτε είναι λίγη ώρα, όπως ήταν με την κοπέλα αυτή ή αιώνες και χιλιετίες, θα φθάσει οπωσδήποτε η κοινή ανάστασις των πάντων. Όλων. Γιατί θα σηκωθούμε όλοι από τον θάνατον, από τον ύπνον του θανάτου. Συνεπώς ουσιαστικά δεν υπάρχει θάνατος. Πρέπει να σας πω ότι πάρα πολλοί Χριστιανοί μας δεν πιστεύουν, δεν πιστεύουν εις την ανάσταση των νεκρών. Νομίζουν ότι πρόκειται περί της αναστάσεως των ψυχών. Μα δεν είμεθα αιρετικοί να πιστεύομε ότι πιστεύουν οι θνητοψυχίται. Οι Χιλιασταί φερειπείν, αν και είναι αίρεσις πολύ αρχαία αυτήν. Ότι η ψυχή πεθαίνει και η ψυχή θα αναστηθεί. Ποιος σας το είπε αυτό; Ποιος σας το είπε; Θα ακούσομε παρακάτω ή ακόμη όταν ο Κύριος λέγει ό,τι λέγει, από πού γυρίζει; Γυρίζει η ψυχή. Δεν πέθανε η ψυχή. Το σώμα χωρίστηκε απλώς από την ψυχήν. Μη, λοιπόν, υποστηρίζομε τέτοια πράγματα. Το σώμα θα αναστηθεί. Το ακούσατε καλά; Το σώμα θα αναστηθεί. «Μα… ». Αυτό, που δεν μπορούμε να το καταλάβομε είναι γιατί έχομε ορθολογισμόν. Εκείνος που μας έκανε εκ του μηδενός, εκείνος που έκανε εκ του μηδενός τα πάντα και μας έκανε εκ του είναι, της υπάρξεως, τι; Της ύλης. Αυτός είναι ικανός να επανασυστήσει όχι κάποιο άλλο σώμα, αλλά το ίδιο το σώμα. Γιατί λέει ο Απόστολος Παύλος «Θα δώσομε λόγον εις τον Κύριον, εις τον Ιησούν Χριστόν για ό,τι επράξαμε και με την ψυχή μας και με το σώμα μας»;. Δεν μπορούμε λοιπόν να πάρομε άλλο σώμα. Θα είναι το ίδιο σώμα. Το ακούσατε; Εάν δεν το πιστεύομε, τότε να βάλομε ερωτηματικό κατά πόσο είμεθα Χριστιανοί. Είναι δόγμα πίστεως. Με αποδείξεις. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Και μάλιστα το Ιεροσολυμιτικόν Σύμβολον της Πίστεως λέγει: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν σαρκός». Κυριολεκτεί: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν σαρκός».
Συνεπώς δεν υπάρχει θάνατος ουσιαστικά. Αυτό που λέμε «θάνατος» -θα έβαζα την λέξη μέσα σε εισαγωγικά- είναι ύπνος. Αυτός που πέθανε συνεπώς είναι κεκοιμημένος. Δηλαδή εκοιμήθη. Και ο χώρος στον οποίον κατετέθη το σώμα του λέγεται κοιμητήριον. Όχι νεκροταφείον. Λέγεται κοιμητήριον.
Όταν ο Κύριος εζήτησε από τον Ιάειρον και του είπε «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται», πώς μπορούμε να εννοήσομε, αγαπητοί μου, αυτό το «σωθήσεται»; Προσέξτε εδώ. Πίστευε, μη φοβάσαι. Πίστευε. Θα σωθεί. Πώς μπορούμε να εννοήσομε αυτό το «θα σωθεί;». Με την ολοκληρίαν της ανθρωπίνης υπάρξεως. Πολλές φορές μιλάμε και λέμε «σωτηρία, σωτηρία, σωτηρία, σωτηρία…» – ξέρομε τι θα πει σωτηρία; Θα πει: ολοκληρία της ανθρωπίνης υπάρξεως στη Βασιλεία του Θεού. «Ὁλοκληρία». Η λέξις είναι της Καινής Διαθήκης. Προσέξατέ το αυτό. Γιατί όταν το πνεύμα επιστρέφει εις το σώμα, δημιουργείται αυτή η ολοκληρία. Επειδή, όταν ο άνθρωπος, δηλαδή το σώμα χωριστεί από την ψυχήν, δεν μπορούμε να πούμε «άνθρωπο» το σώμα. Ούτε μπορούμε να πούμε «άνθρωπο» την ψυχήν. Άνθρωπος είναι και η ψυχή και το σώμα μαζί. Συνεπώς, τι είναι αυτή η σωτηρία; Η «ὁλοκληρία». Δηλαδή η ένωσις ξανά ψυχής και σώματος. Τότε μπορούμε να μιλάμε για άνθρωπον. Και μάλιστα δημιουργείται αυτή η «ὁλοκληρία», δηλαδή αυτό το σῶος (το θηλυκό κάνει σῶα, σῶον το ουδέτερον). «Σῶος», δηλαδή ολόκληρος. Λέμε, «Είμαι σώος και αβλαβής». Το λέμε. Έκφρασις είναι. Το λέμε πολύ καλά: «Είμαστε σώοι και αβλαβείς». Έκφρασις είναι της καθημερινής μας ζωής. Τι θα πει «σώοι»; Ότι είμαστε σώοι; Δηλαδή είμαστε ολόκληροι. Και δεν ουδεμίαν βλάβην. Αυτό θα πει. Ώστε λοιπόν, από δω που παράγεται η σωτηρία, από το σώος, θα πει έχω την ψυχή μου και το σώμα μου, δεν μου λείπει τίποτα.
Να προχωρήσω σε μία λεπτομέρεια; Ο Χριστός είπε δια τους υποψηφίους μάρτυρας: «Μη φοβηθείτε», λέει, «μη φοβηθείτε. Μία τρίχα από την κεφαλή σας», λέγει, «δεν θα χαθεί». «Κύριε, εδώ μας παίρνουν το κεφάλι με το μαρτύριο, κι εσύ μας λες, ούτε μία τρίχα θα χαθεί από την κεφαλή μας;». Ναι. Γιατί; Γιατί θα αποκατασταθεί ο άνθρωπος. Μέχρι μη απωλείας των τριχών της κεφαλής. Είναι καταπληκτικό! Δεν το λέγω εγώ. Το είπε ο Χριστός· ο Οποίος ανεστήθη. Δεν είναι λόγια ο Χριστιανισμός. Είναι αποδείξεις, είναι γεγονότα. Πάρτε το είδηση. Δεν είναι θεωρία ο Χριστιανισμός. Είναι γεγονότα. Είναι ζωή ο Χριστιανισμός.
Λοιπόν, σαν να έλεγε ο Κύριος, όταν του είπε: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται», σαν να του λέγε: «Μη φοβάσαι. Εσύ θα πιστεύεις σ’ αυτό που Εγώ θα κάνω, πίστευε σε μένα, και τότε θα σωθεί. Δηλαδή θα αναστηθεί. Θα ξαναγυρίσει η ψυχή πίσω εις το σώμα».
«Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Ποιοι κατεγέλουν; «Κατεγέλων αὐτοῦ» ποιοι; Όλος εκείνος ο κόσμος που είχε μαζευτεί, μαθαίνοντας ότι η κόρη του Ιαείρου είχε πεθάνει. «Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; Αφού πέθανε». Και γελούσαν. Δηλαδή, χλεύαζαν. Γελώ… δεν είναι το γέλιο· είναι η χλεύη, η κοροϊδία. Στάθηκε, ωστόσο, αυτή η κοροϊδία ένα πολύτιμο στοιχείο. Έστω και αρνητικό στοιχείο. Ότι όντως το κορίτσι είχε πεθάνει. «Αφού», λέει, «πέθανε». Ο κόσμος το βεβαίωνε. Πέθανε. Είναι λοιπόν μία μαρτυρία ότι πέθανε το κορίτσι. Συνεπώς η ανάστασις θα ήτο πραγματική.
Αλλά γιατί γελούσαν; Γιατί δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό τους την ανάσταση ενός νεκρού ανθρώπου. Εδώ είναι το καταπληκτικό. Όπως κι εμείς μπορούμε να γελάμε για την ανάσταση των νεκρών. Σας ξαναλέγω δεν είμεθα Χριστιανοί, εάν δεν πιστεύομε εις την ανάσταση των νεκρών. Αυτοί γιατί γελούσαν; Γιατί αγνοούσαν από την Γραφή την ανάσταση των νεκρών. Ναι. Γι’ αυτό. Αγνοούσαν. Όπως κι εμείς αγνοούμε προπαντός από την Καινή Διαθήκη την ανάσταση των νεκρών. Ξέρετε τι σήμαινε αυτό, το πλήθος όταν γελούσε; Εκείνο που είπε ο Χριστός: «Μην πάρετε τα μαργαριτάρια της πίστεως και τα ρίξετε», λέει, «μπροστά στα γουρούνια, στους χοίρους. Γιατί θα πάνε να δοκιμάσουν ότι δεν είναι βαλανίδια. Δεν τρώγονται τα μαργαριτάρια. Και τότε θα θυμώσουν τα γουρούνια και θα ‘ρθουν να σας προγγίξουν». Αυτό σήμαινε τώρα εδώ. Ως να ερίπτοντο τα μαργαριτάρια της πίστεως στα πόδια των ανθρώπων που δεν πίστευαν. Γι’ αυτό δεν ήσαν άξιοι βεβαίως να παρευρεθούν εις την ανάστασιν του κοριτσιού. Τους έβγαλε όλους έξω ο Χριστός. «Φύγετε», τους είπε, «φύγετε». Για να μην παρεξηγηθεί, κράτησε τρεις μαθητάς. Τους άλλους εννέα τους άφησε απέξω. Το βλέπομε αυτό και σ’ άλλες περιπτώσεις που το κάνει ο Κύριος. Η κάθε περίπτωση έχει τη σημασία της. Πάντως εδώ λέει: «Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα». «Δεν άφησε κανείς να μπει μέσα». Δεν τους άξιζε. Για τον λόγο που σας εξήγησα. Παρά μόνον τους γονείς του κοριτσιού και τους τρεις μαθητάς, Πέτρον, Ιάκωβον και Ιωάννην.
Και τότε ο Κύριος «κρατήσας», λέγει, «τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου». «Πήρε το χέρι και εφώνησε, φώναξε: ‘’Ω παιδί, εγείρου, ξύπνα, σήκω’’». Ο Κύριος κρατάει από το χέρι το νεκρό κορίτσι. Όπως στην αγιογραφία βλέπομε να κρατάει με το χέρι Του, το ένα Του χέρι ο Χριστός, τον Αδάμ· και με το άλλο Του χέρι την Εύα. Αν θα δείτε την ορθόδοξη αγιογραφία, την εικόνα του Χριστού στον Άδη, κρατάει από δω κι από δω, γιατί έτσι μας σηκώνει. Ωραία εικόνα αυτή! Και είναι και φυσική για μια στιγμή. Όπως πάμε και σκουντάμε εκείνον που κοιμάται. Σας το είπα προηγουμένως. Ο Κύριος λοιπόν έτσι κινείται. Δείχνει Ποιος αναστήνει τον άνθρωπο. Όχι κάποιος άλλος. Αλλά Αυτός ο ίδιος ο Υιός, Ενανθρωπήσας, του Θεού. Δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι πεσμένος, έχει πέσει. Έχει πέσει και ηθικά και οντολογικά. Ηθικά γιατί φταίει. Έκανε αμαρτία. Την παράβαση. Τότε οι πρωτόπλαστοι έναντι του Θεού. Παρέβησαν την εντολή Του. Οντολογικά, γιατί…τι θα πει πίπτω; Πτώμα. Λέμε πτώμα. Αυτός είναι πτώμα. Δηλαδή δεν είναι όρθιος. Δεν στέκει στα πόδια του. Είναι οριζοντιωμένος. Είναι πτώμα. Κι έρχεται τώρα ο Χριστός να ξαναστήσει στα πόδια του τον άνθρωπον. Αυτό θα πει ότι έρχεται να τον σηκώσει οντολογικά. Όχι ηθικά, όχι μεταφορικά. Οντολογικά. Έχει σημασία. Αυτό θα πει και ανάστασις. Από το «ἀνίστημι». Στέκομαι στα πόδια μου. Αυτό θα πει ανάστασις.
Και «ἐφώνησεν» μας σημειώνει ο ευαγγελιστής. Φώναξε. Πού φώναξε; Θα μπορούσε να ακούσει η κοπέλα; Αφού ήταν νεκρή. Πού έφθασε η φωνή του Χριστού; Αγαπητοί μου, εκεί που ήταν, στον τόπο εκείνον που ήταν η ψυχή. Δηλαδή; Στον τόπο των ψυχών. Στον άδη. Πω! Πω! Δηλαδή φθάνει η φωνή του Χριστού εις τον άδη; Πού είναι ο άδης; Πού είναι; Εφώνησε και εις στην περίπτωση του γιου της χήρας της Ναΐν και του Λαζάρου: «Λάζαρε – ήταν έξω από τον τάφο ο Χριστός, σας είπα ήταν σπήλαιο– δεῦρο ἔξω». Έλα έξω. Για να ακούσει όμως ο Λάζαρος και να βγει έξω, έπρεπε να φθάσει η φωνή του Χριστού, πού; Στον άδη! Είναι κάτι φοβερό, φοβερό! Καταπληκτικό, θα λέγαμε.
Και σημειώνει ο Λουκάς: «Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα». Επέστρεψε. Προσέξτε την λέξη. «Επέστρεψε, ξαναγύρισε το πνεύμα της, η ψυχή της και ανέστη παραχρήμα». Αμέσως, λέει, ανεστήθη. Άλλο, λοιπόν, σώμα και άλλο ψυχή. Είναι δυο πράγματα. Το σώμα ήταν μπροστά εκεί. Η ψυχή επιστρέφει. Και αμέσως, όταν ενώθηκε πάλι με το σώμα, η κοπέλα σηκώθηκε. Μπορούμε να συλλάβομε αυτό το «ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς»; Μπορούμε να το συλλάβομε;
Αγαπητοί μου, σε εκείνη την ωραία προφητεία του Ιεζεκιήλ, την οποίαν λέμε όταν γυρίζομε από τον Επιτάφιο, όταν κάνομε την περιφορά την Μεγάλη Παρασκευή, με εκείνα τα κόκαλα… Μια πεδιάδα, λέει, με κόκαλα…κ.τ.λ. Κι εκεί, κατά έναν έτσι τρόπον ότι τα κόκαλα αυτά απέκτησαν σάρκες, νεύρα, ξέρω γω, γι΄αυτό και λέμε σ’ εκείνη την περίπτωση στον Επιτάφιο αυτήν την περικοπή: Η κοινή ανάστασις των πάντων. Καταλαβαίνομε; Καταλαβαίνομε;
Ας προσέξομε. Δεν επιστρέφει κάποια άλλη ψυχή. Ο Θεός δεν είναι παραγωγός ψυχών. Όπως θα το ήθελε ο Πλάτων. Ο Πλάτων ομιλεί περί παραγωγής ψυχών. Και έτσι, παίρνει μία ψυχή, την βάζει σε ένα σώμα το οποίον… ξέρω ‘γω, πώς δημιουργείται εκεί, κι έχομε έναν άνθρωπο. Όχι αγαπητοί μου. Η ίδια η ψυχή θα γυρίσει πίσω. Η ιδία η ψυχή. Γιατί θα κριθούμε. Μία καινούρια ψυχή τι θα μπορούσε να πει ότι αμάρτησα. Χάνομε το εγώ, χάνομε την ταυτότητά μας αν έχομε μίαν άλλην ψυχήν. Είναι η ίδια η ψυχή μας, που διατηρεί αυτήν την αυτογνωσίαν, την μνήμη.
Τι λέει ο Αβραάμ στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου; «Μνήσθητι, θυμήσου, ότι εσύ στη Γη που ήσουν, απέλαβες τ’ αγαθά σου» κ.τ.λ. Δηλαδή μνήμη. Αν δεν έχω λοιπόν αυτογνωσία και μνήμη, τότε, πάει η ταυτότητά μου. Χάθηκε. Είναι σπουδαία στοιχεία αυτά. Λέγει ο Θεοφύλακτος: «Οὐ γὰρ ἄλλην ψυχὴν εἰσήνεγκεν ἀλλ’ ἐκείνην, τὴν ἀπὸ τοῦ σώματος ἀποπτάσαν (:που πέταξε, έφυγε) ταύτην ἐποίησε στραφῆναι ἐπ΄αὐτῷ». Η ίδια ψυχή γυρίζει πίσω. Γυρίζει. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για επιστροφή της ψυχής, αυτό σημαίνει ότι έχω αληθινό χωρισμό ψυχής και σώματος. Σημαίνει ακόμα διαφοροποίηση ψυχής και σώματος, όπως σας το είπα. Σημαίνει ότι το υλικόν σώμα κατατίθεται στη Γη, ενώ η πνευματική ψυχή απέρχεται εις τον ίδιον τόπον αυτής. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Δεν γυρίζει από δω και από κει η ψυχή. Δεν είναι γύρω από το σπίτι που έμενε. Δεν είναι στο νεκροταφείο. Δεν… Στον οικείον της τόπον». Προσέξατε. Λέει ο Χριστός: «Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον» μετά την ανάστασιν, «οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Προσέξτε αυτό το «αἰώνιον».
Αγαπητοί, διέταξε ο Κύριος όταν την ανέστησε να της δώσουν να φάει. Περίεργο πράγμα…! Ναι. Γιατί περίεργο; Έκανε το μέγιστον, που δεν μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι. Και άφησε το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι. Να δώσουν φαγητό στην κοπέλα. Όπως είπε. «Δεῦρο, Λάζαρε, ἔξω», αφού προηγουμένως τι είπε; «Σηκώσατε την πλάκα που φράζει τον τάφον. Αυτό μπορείτε να το κάνετε. Θα το κάνετε». Και ακόμη, γιατί ο Θεός θέλει να ζούμε τρώγοντας. Εκείνος έκανε την Δημιουργία έτσι. Στην Βασιλεία του Θεού όμως δεν θα υπάρχει η τροφή. «Ὁ Θεός», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «και ταύτην (:την κοιλίαν) και ταῦτα (:τα βρώματα) καταργήσει». Δεν θα έχουν πλέον θέσιν. Θα ζούμε πώς; Το Πνεύμα του Θεού θέλει τώρα να τρώμε. Τότε δεν θα τρώμε. Εννοείται, από τις τροφές.
Αγαπητοί, μεγάλα και θαυμαστά αποτελούν το μυστήριον του θανάτου. Κανείς δεν μας πληροφόρησε γι’ αυτό, παρά μόνον Εκείνος που είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο Ιησούς Χριστός. Είναι Εκείνος που είπε: «Καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου». Το λέει στην Αποκάλυψη. Γι’αυτό η σωτηρία μας βρίσκεται μόνον εις τον Ιησούν Χριστόν. Εκείνο που είπε ο Απόστολος Πέτρος: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία, οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶ ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανόν, τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς». Να λοιπόν τι αξίζει να πιστεύομε εις τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_735.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 8, 40-56]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 7-11-1993]
(Β 287)
Εκπληκτικό θαύμα, αγαπητοί μου, η ανάστασις της θυγατρός του Ιαείρου. Και μάλιστα, διπλούν θαύμα! Γιατί όταν ο Κύριος κατευθύνετο προς το σπίτι του αρχισυναγώγου Ιαείρου, ένα άλλο θαύμα έλαβε χώρα. Ήταν το θαύμα της θεραπείας της αιμορροούσης εκείνης γυναικός. Και όσα εκεί ελέχθησαν με την αιμορροούσα γυναίκα, έχουν βάθος πίστεως και βάθος θεολογίας.
Αλλά και στην ανάσταση της θυγατρός του Ιαείρου, η θεολογία που απορρέει είναι αποκαλυπτική. Ας δούμε όμως, πώς την ανάσταση αυτής της μικρής κόρης διηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Σας διαβάζω το κείμενο, παραλείποντας το περιστατικό της αιμορροούσης: «Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν… ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον (:Μην ενοχλείς, μην τον βάζεις σε κόπο. Πέθανε η κόρη σου). Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἒκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν(:Έκαναν κοπετόν). Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει(:Κοιμάται). Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν(Και τον καταγελούσαν οι γύρω, γνωρίζοντες ότι είχε πεθάνει). Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου(:Ω μικρό παιδί, σήκω).Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα(:αμέσως), καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν(:Διέταξε ο Κύριος να της δοθεί φαγητό). Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός(:Όμως Εκείνος παρήγγειλε εις αυτούς, τους γονείς, σε κανένα να μην πουν το γεγονός της αναστάσεως της κόρης των)».
Κάθε πρότασις και κεφάλαιον θεολογίας, αγαπητοί μου… Ωστόσο, ας μείνομε σε ένα θέμα, που δεν θα ήτο θεολογικό, εκ πρώτης όψεως. Στο θέμα της παιδικής θνησιμότητος. Γιατί αυτό το μικρό κοριτσάκι, το μόλις 12 ετών παιδάκι, να πεθάνει; Γιατί; Κι ενώ μοιάζει αυτονόητο ότι μικροί και μεγάλοι πεθαίνουν, δεν είναι όμως τόσο αυτονόητο, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Βέβαια, εισήχθη ο θάνατος σαν καρπός της παρακοής των πρωτοπλάστων. Αλλά ο Αδάμ, μετά την παρακοή του, έζησε 930 χρόνια! Και δεν πέθανε πρόωρα. Το μικρό αυτό παιδάκι, γιατί πεθαίνει; Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ηλικία του, τη ζωή του; Είναι ολότελα αφύσικο ο θάνατος στην μικρή ηλικία.
Όταν ο Θεός ευλογούσε τους πρωτοπλάστους και δι’ αυτών όλους βεβαίως τους ανθρώπους, είπε τούτο: «Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε». Έχομε ποτέ σκεφθεί τι σημαίνει αυτό το «αὐξάνεσθε»; Θα πει «να μεγαλώσετε». Θα πει ότι «παίρνετε την ευλογία να ολοκληρώσετε το μεγάλωμά σας να ολοκληρώσετε τα χρόνια της ζωής σας. Ναι, δεν θα πεθαίνατε ποτέ, τώρα που εισήχθη δια της αμαρτίας ο θάνατος, θα πεθάνετε, αλλά όχι μόλις γεννηθείτε. Αλλά Εγώ έβαλα όρια ζωής», λέει ο Κύριος. «Και έτσι, θα έχετε τη δυνατότητα να αυξηθείτε, να μεγαλώσετε, να ζήσετε. Παρότι ο θάνατος που μπήκε με την αμαρτία έγινε καθεστώς».
Τώρα τι ανακόπτει το νήμα της ζωής ενός παιδιού, ώστε να μη φθάνει σε εκείνο το ευλογημένο, που είπε ο Θεός «αὐξάνεσθε;». Αλήθεια, τι στέκεται αιτία στην παιδική θνησιμότητα; Βέβαια η αμαρτία· που έγινε κι αυτή πλέον ένα καθεστώς. Έγινε παγία κατάστασις· που κληροδοτείται πλέον εις τα παιδιά, χωρίς αυτά να φταίνε. Άρρωστοι γονείς, συντελούν στην παιδική θνησιμότητα. Υπάρχουν αρρώστιες, αγαπητοί μου, αρρώστιες των γονέων, κυρίως από προσωπικές των αμαρτίες. Όχι πάντοτε όμως. Διότι κι εκείνοι εκληρονόμησαν από τους γονείς των ό,τι εκληρονόμησαν, από τους προγόνους των ακριβέστερα. Όχι πάντοτε όμως προσωπικές των αμαρτίες, το τονίζω· που δεν επιτρέπουν την ολοκλήρωση της ζωής των παιδιών των.
Στην ακολουθία του γάμου, που πρέπει οι έγγαμοι μια φορά τον χρόνο και οι δυο μαζί να μελετούν την ακολουθία του γάμου, αφού θα ΄χουνε τη σχετική ακολουθία, το βιβλιαράκι, το τευχίδιο αυτό κάπου εκεί στα εικονίσματά των. Μια φορά λοιπόν τον χρόνο, το λέγω τρεις φορές, θα το κατεβάζουν από τα εικονίσματα και θα το μελετούν. Για να μην πω κάτι άλλο… Και ο κάθε πιστός πρέπει να διαβάζει την ακολουθία του Βαπτίσματος, του μυστηρίου του Βαπτίσματος. Για να ξέρομε και να ανανεώνομε τι θα πει βάπτισμα και τι θα πει γάμος. Και πώς τοποθετείται και το ένα και το άλλο μυστήριο στα μάτια του Θεού.
Στην ακολουθία λοιπόν του γάμου, αγαπητοί, συναντούμε τα εξής αιτήματα, που είναι πολύ χαρακτηριστικά, έτσι πολύ πρόχειρα σταχυολογώντας τα: «Ὑπὲρ τοῦ εὐλογηθῆναι τὸν γάμον τοῦτον(Ας ευχηθούμε να ευλογηθεί αυτός ο γάμος)». «Ὑπὲρ τοῦ παρασχεθῆναι αὐτοῖς(Ας ευχηθούμε να παρασχεθεί σε αυτούς, τους νεονύμφους) σωφροσύνην, καὶ καρπὸν κοιλίας πρὸς τὸ συμφέρον». «Ὑπὲρ τοῦ εὐφρανθῆναι αὐτοὺς ἐν ὁράσει υἱῶν καὶ θυγατέρων(Ας ευχηθούμε να χαρούν οι νεόνυμφοι βλέποντας αγόρια και κορίτσια ως παιδιά τους)». «Ὑπὲρ τοῦ δωρηθῆναι αὐτοῖς(Ας ευχηθούμε γι’ αυτούς) εὐτεκνίας ἀπόλαυσιν(να απολαύσουν μία ευτεκνία, δηλαδή, και καλλιτεκνία, δηλαδή γερά και καλοκαμωμένα παιδιά), καὶ ἀκατάγνωστον διαγωγήν(και να ευχηθούμε γι’ αυτούς να έχουν διαγωγή ακαταγόρητον)». «Ἀξίωσον αὐτοὺς ἰδεῖν τέκνα τέκνων (Δώσε τους να δουν, Κύριε, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, τρισέγγονα, τέκνα τέκνων, απεριορίστως)· τὴν κοίτην αὐτῶν ἀνεπιβούλευτον διατήρησον(Και το συζυγικό κρεβάτι φύλαξέ το χωρίς προσβολές αμαρτίας)».
Τι παρατηρούμε εδώ; Κάτι πολύ πρόχειρο, σας είπα, έχει πολλά σημεία, πολλές θέσεις η ακολουθία του γάμου. Πρώτον, βλέπομε ότι ευλογείται ο γάμος. Βέβαια, τι θα λέγαμε για τον πολιτικόν γάμο; Μπορεί να ευλογηθεί ο πολιτικός γάμος; Τι είναι; Πορνεία. Πόσο; Τι; Εκατό τοις εκατό πορνεία. Και όχι μόνον αυτό, Κάτι χειρότερο. Διότι εκείνος που πηγαίνει στην πορνεία, πηγαίνει στην πορνεία. Εδώ όμως είναι απώθησις, άρνησις, ενός μυστηρίου, ανθρώπων που εβαπτίσθησαν. Διότι αν δεν είχαν βαπτιστεί, ε, βέβαια, είναι επόμενον, πώς να αναζητήσουν την ευλογία του Αγίου Τριαδικού Θεού; Αλλά εδώ εβαπτίσθησαν, λένε ότι πιστεύουν πολλάκις και όμως απωθούν την ευλογία του Θεού. Είναι πολλές φορές χειρότερα, θα επαναλάβω, απ’ ό,τι είναι η πορνεία... Ταλαίπωροι και φτωχοί άνθρωποι, αν δεν ευλογήσει ο Θεός κάθε μας έργο, κι ένα από τα μεγάλα έργα του ανθρώπου πάνω στη Γη, είναι ο γάμος, πού θέλετε να φθάσετε; Τι θέλετε να επιτύχετε; Το βεβαιώνει η Γραφή: «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». «Οἶκος» δεν είναι ο οίκος, το σπίτι. Είναι κι αυτό. «Οἶκος» είναι η οικογένεια. «Εάν ο Κύριος», βεβαιώνει το Πνεύμα του Θεού, «δεν οικοδομήσει, δεν ευλογήσει ο Θεός, αυτό το σπιτικό, μάταια κοπιάζουν εκείνοι που θέλουν να φτιάξουν σπιτικό». Υπάρχει τίποτε έξω από την ευλογία του Θεού που μπορεί να σταθεί; Κι όμως αρνούμεθα την ευλογία του Θεού. Γι΄αυτό, σας είπα, ζητά ο ιερεύς από τους παρισταμένους, ο γάμος αυτών των ανθρώπων να ευλογηθεί.
Δεύτερον. Είναι η προϋπόθεση της σωφροσύνης. Ναι. Είναι η αγνότης του γάμου. Η αγνότης του γάμου μέσ’ τον γάμο. Γιατί πολλάκις ο γάμος μεταβάλλεται ευσχήμως εις παλλακείαν, κατά δυστυχίαν. Σωφροσύνη λοιπόν μέσα εις τον γάμον. Και αναζητείται η ηδονή κατά τέτοιο τρόπο, όπως λέει ένας σύγχρονος Γάλλος γιατρός, ο Rene Puaux, ότι το σαράκι του γάμου είναι η φιληδονία. Όταν υπάρχει ακράτεια, δεν υπάρχει εγκράτεια, την οποία ωραιότατα και σοφότατα καθορίζει η Εκκλησία με τις ημέρες των νηστειών και της εγκρατείας, Σαρακοστών, Τετάρτης, Παρασκευής και εδεσίμων ημερών σαν ένας χαλινός εις αυτό το σαράκι που λέγεται ηδονοθηρία και που καταστρέφει, λέει, την αγάπη του γάμου. Κι όμως κινούνται στην ηδονοθηρία οι άνθρωποι, ακριβώς εξ ονόματος της αγάπης του γάμου. Και δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι η καταστροφή του γάμου. Όταν μάλιστα αναζητούνται όχι κατά φύσιν, αλλά παρά φύσιν πράξεις και καταστάσεις.
Εξάλλου, προ του γάμου ζητείται η εγκράτεια. Ζητείται η αγνότης και από τα δύο φύλα. Τα στεφάνια εκείνα με τα οποία θα στεφανωθούν οι νεόνυμφοι, τη στιγμή της τελετής του μυστηρίου του γάμου, δεν είναι παρά τα στεφάνια εις το σκάμμα της αγνότητος και της σωφροσύνης. Το λέγει σαφέστατα αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος. «Επειδή», λέγει, «έμειναν αγνοί μέχρι τη στιγμή εκείνη του γάμου, γι΄αυτό η Εκκλησία στεφανώνει την αγνότητά τους τη μέχρι εκείνη τη στιγμή». Σήμερα, με τις προγαμιαίες σχέσεις, πέστε μου, αλήθεια, τα στέφανα δεν είναι παρωδία; Να πάρουν έναν δειλό του πολέμου και να του δώσουν ένα μέγα παράσημο, μεγαλόσταυρο. Δεν θα ήτο παρωδία; Μια κοροϊδία δεν θα ήταν; Φοβάμαι ότι εδώ άνθρωποι που ζήσαν ανήθικα, με ποικίλες γυναίκες, ποικίλους άνδρες, αλλά και μεταξύ των προ του γάμου έχοντες σχέσεις, έρχονται τώρα να… στεφανωθούν!
Τρίτον. Απ’ αυτά που σας είπα κάνω σχολιασμό. Είναι η χαρά να δουν τέκνα τέκνων. Να δουν παιδιά, εγγόνια και παρακάτω. Ναι. Εφόσον δεν ακολασταίνουν, δεν παρεμποδίζουν την σύλληψιν· που είναι τόσο μέγα θέμα σήμερα και επικαιρότατο. Δεν κάνουν εκτρώσεις. «Δεν πετούν τα γεννώμενα», για να χρησιμοποιήσω αυτήν τη φράση, που είναι από την προς Διόγνητον επιστολή. «Οι Χριστιανοί», λέει, «δεν πετούν τα γεννώμενα, αυτά που γεννιώνται». Δεν τα πετούν. Βέβαια, τότε θα δουν τέκνα τέκνων. Αν λένε «Και ποιος θα τα μεγαλώσει τα παιδιά;». Πατέρα, μητέρα, δεν τα μεγαλώνεις εσύ τα παιδιά. Εσύ είσαι διαχειριστής. Ο Θεός μεγαλώνει τα παιδιά. Εσύ είσαι οικονόμος του μυστηρίου του γάμου, οικονόμος Θεού. Γιατί ο Θεός θέλει να γεμιστεί ο οίκος Του, όπως λέει σε μία παραβολή ο Κύριος: «ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου», «να γεμιστεί η Βασιλεία του Θεού με νέα πρόσωπα». Εσύ είσαι εκείνος ο οποίος θα θρέψεις τα παιδιά σου; Δεν είναι απιστία εάν λες: «Δεν κάνω παιδιά, παρεμποδίζω τη σύλληψη, έκανα ένα, δύο, τα υπόλοιπα, αν συλληφθούν τα πετάω εις τον Καιάδα»; Σε ερωτώ: Εσύ τρέφεις τα παιδιά;
Τέταρτον. Είναι η χαρά της ευτεκνίας. Γερά παιδιά. Γιατί οι γονείς και οι παππούδες και οι προπαππούδες έζησαν με σωφροσύνη. Και οι προ-προπαππούδες… Κάποτε ερωτήθηκε ένας Αμερικανός από πότε αρχίζει η αγωγή και η υγεία και η ευτεκνία, η καλλιτεκνία και είπε: «Πριν από εκατό χρόνια!». Ναι, για τον καθένα, πριν από εκατό χρόνια. Δεν είναι υπερβολή. Δεν είναι σχήμα λόγου. Γιατί ο κληρονομικός παράγων έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έτσι λέγει ο Τihamer Τοth σε ένα του βιβλίο: «Είδες που συγχαίρουν τον πατέρα και τη μητέρα όταν γεννήσει ένα καλοκαμωμένο παιδί; Γιατί συγχαίρουν; Γιατί συ ο νέος και η νέα σταθήκατε αγνοί, καθαροί και κάνατε ένα γερό παιδί. Γι΄αυτό σας συγχαίρουν». Όχι γιατί γεννήθηκε γερό παιδί. Αλλά γιατί εσείς σταθήκατε και δημιουργήσατε προϋποθέσεις να γεννηθεί ένα τέτοιο γερό, καλοκαμωμένο παιδί.
Έτσι, να πάμε σε ένα πέμπτο σημείο, να μη σας κουράζω άλλο, είναι η ακατάγνωστος διαγωγή. Έτσι το λέει ακριβώς. Η ακατηγόρητη διαγωγή. Όχι μοιχεία. Λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους: «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καὶ ἡ κοίτη(το κρεβάτι) ἀμίαντος(καθαρή)· πόρνους δὲ καὶ μοιχοὺς(εκείνοι που μετήλθαν ανηθικότητα προ του γάμου των, αυτό λέγεται πορνεία, και μοιχούς, η μοιχεία μέσ’ τον γάμο, δηλαδή ο τρίτος άνθρωπος) κρινεῖ ὁ Θεός». Θα τους κρίνει ο Θεός. Θα τους καταδικάσει ο Θεός.
Όλα αυτά είναι, αγαπητοί, βασικές προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της ζωής των παιδιών μας. Είναι ακόμη και μερικά άλλα που συντελούν στην υγεία και στη ζωή των παιδιών, να μην έχομε την παιδική θνησιμότητα. Να προχωρήσω; Το κάπνισμα των γονέων και μάλιστα της μητέρας και ιδιαίτατα όταν η μητέρα εγκυμονεί. Τι παιδί θα βγάλει; Δεν το λέγω εγώ, το λέει η Ιατρική. Παιδιά σπαστικά, περίεργα, ανώμαλα, παιδιά προβληματικά. Δεν μπορούν… επιτρέψατέ μου να πω μία λεξούλα, δεν μου ξεφεύγει αλλά είναι πολύ χαρακτηριστική, δεν μπορούν τα παιδιά αυτά να παλουκωθούν πουθενά. Έχουν μία κινητικότητα καταπληκτική. Μα είναι κάτι φοβερό. Μα πουθενά δεν μπορούν να σταθούν. Γιατί; Γιατί η μαμά κάπνιζε όταν εγκυμονούσε. Ή επιτέλους το περιβάλλον της ως εγκυμονούσα, ο σύζυγός της, εκάπνιζε. Αυτά δεν τα λέγω εγώ, τα λέγει αυτή η Ιατρική.
Ακόμη, το άγχος της μητέρας, ιδία όταν κυοφορεί. Δηλητηριάζεται η τροφή που παρέχεται στο παιδί της. Αλλά και όταν υπάρχει η γαλακτοτροφία πάλι, όταν είναι αγχώδης άνθρωπος, το γάλα δηλητηριάζεται στο παιδί που το δίνει. Είναι δηλητήριο…
Ακόμη πρέπει να σας πω, και να μην το ξεχνούν οι άνθρωποι αυτό, ότι κατά την σύλληψιν, όταν υπάρχει η μέθη, η κόπωσις, και η οργή, ένα από τα τρία, στον έναν ή και στους δύο συζύγους, τότε υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότης το παιδί να έχει πάθει ζημία.
Ακόμη είναι και η ψυχολογική καταπίεση των παιδιών. Όταν τα καταπιέζομε κατά έναν περίεργο τρόπο. Δεν είναι εκείνο το οποίο λένε «Μην καταπιέζεις το παιδί». Είναι κάτι άλλα πράγματα, τα οποία χρόνο δεν έχω να σας τα πω. Ακόμα είναι η πείνα. Όταν υποτρέφονται τα παιδιά, έτσι…κακοζούν, κακοτρέφονται τα παιδιά. Όταν ο πατέρας είναι τεμπέλης ή τα τρώει και τα πίνει όλα στο καπηλειό. Ή επιτέλους, όταν υπάρχει και πείνα. Του ‘41 τα παιδιά, είχα περιέργεια, τι παιδιά θα γίνουν; Δεν έπαθαν ουσιαστικά τίποτε. Όσους γνώρισα, δεν έπαθαν. Αλλά, ήταν και μικρό το χρονικό διάστημα. Το θέμα είναι ότι αν υπάρχει μία γενική πείνα, εδώ δεν υπάρχει ενοχή στους γονείς. Ε, φυσικόν είναι. Είναι γενικό το φαινόμενο.
Κι ερχόμεθα τώρα στο φαινόμενο: μοναχοπαίδι. Κι αν μεν ο Θεός δεν έδωσε άλλο παιδί, δεν έδωσε ο Θεός. Με χίλια βάσανα έκαναν ένα παιδί, βεβαίως δεν υπάρχει ενοχή. Και η Σάρα είχε ένα παιδί, και τι παιδί… Τον Ισαάκ. Και η Ελισάβετ είχε ένα παιδί και τι παιδί. Τον Ιωάννη τον Βαπτιστή! Όταν όμως το μοναχοπαίδι είναι προϊόν μιας μόδας για ένα μόνο παιδί, να κάνομε ένα παιδί ή το πολύ δύο, και λένε εκείνο το φοβερό: «Αν ξεφύγει…». Εγώ αν ήξερα ότι γεννήθηκα, δημιουργήθηκα και γεννήθηκα γιατί «ξέφυγα», καταλαβαίνετε τι θα πει αυτό το «ξέφυγα», δεν θα τιμούσα ποσώς τους γονείς μου. Α, ώστε λοιπόν είμαι παιδί του «ξεφεύγματος», της διαφυγής; Επειδή ξέφυγα, γεννήθηκα; Δεν θέλατε εγώ να γεννηθώ; Δεν με αγαπούσατε; Αν τα δει κανείς ένα ένα όλα αυτά! Και όταν το παιδί αυτό πεθάνει, το ένα, τότε πόσος ο οδυρμός; Αλλά κάποτε, για να αποκατασταθεί το πράγμα, είναι πολύ πολύ αργά.
Ο Ιάειρος είχε μόνον ένα παιδί. Αλλά δεν ξέρομε γιατί είχε μόνον ένα παιδί. Πιθανότατα γιατί δεν έκανε άλλο παιδί, δεν μπορούσε να κάνει άλλο παιδί. Όχι γιατί δεν ήθελε. Πιθανότατα. Γι΄αυτό και ο καημός για τον θάνατό του, για τον θάνατο της κόρης του ήταν πολύ μεγάλος. Η πολυτεκνία, αγαπητοί μου, συνήθως μπαίνει στο στόχαστρον της ειρωνείας. Όταν κάποιος σταθεί να έχει παραπάνω από τρία παιδιά. «Μπα!». Και ειπώθηκε κάποτε σε ένα παιδάκι: «Κουνέλα είναι η μάνα σου;». Και ειπώθηκε από τη δασκάλα στο σχολείο. «Κουνέλα», λέει, «είναι η μάνα σου;». Όταν είπε το κοριτσάκι αυτό ότι «έκανε κι άλλο παιδί η μητέρα μου». Το τέταρτο. Φοβερό, αγαπητοί μου. Ούτε ακόμη και η πολιτεία καλά καλά δεν φροντίζει.
Ωστόσο, θα αδικούσαμε τη σημερινή ευαγγελική περικοπή, να σταματήσω εδώ για όσα είπα, αν δεν βαθαίναμε σε κάποια περιστατικά. Πολύ σύντομα. Ο Κύριος ελυπήθη τον Ιάειρον, ίσως γιατί δεν ήταν υπεύθυνος του ότι δεν είχε μόνο ένα παιδί, όπως σας είπα, γι΄αυτό και ανέστησε την δωδεκαέτιδα κόρη του. Και τι παρατηρούμε εδώ; «Διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν». Έδωσε εντολή να της δώσουν να φάει. Περίεργο… Εκείνος που ανέστησε, δεν θα μπορούσε να δυναμώσει το κορίτσι; Ή Εκείνος που ανέστησε τον Λάζαρον, δεν θα μπορούσε να πει στον λίθο που έφραζε το μνημείον: «Λίθε παραμερίσου, πέτρα παραμερίσου». Όχι. Για να δείξει ότι όσα μπορούν οι άνθρωποι, Εκείνος δεν τα μετέρχεται. Ούτε καταργεί τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους που Αυτός εθεμελίωσε.
Όταν είπε ο Κύριος: «Ἡ παῖς, ἐγείρου», λέει εφώναξε ο Κύριος. «Σήκω πάνω, παιδί». «Ἡ παῖς, ἐγείρου» –σήκω απ’ το κρεβάτι σου- που ήταν νεκροκρέβατο εκείνη τη στιγμή. Ο Κύριος φώναξε με δυνατή φωνή. Και η φωνή Του έφθασε, αλήθεια, στον Άδη. Όπως όταν φώναξε για τον Λάζαρο. «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω». Με δυνατή φωνή. Και η φωνή του Κυρίου έφθασε στον Άδη. Όπου και η ψυχή επέστρεψε. Η φράσις «καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς καὶ ἀνέστη», τι δείχνει; Ότι η ψυχή είναι στοιχείο ανεξάρτητο του σώματος. Όταν χωρίζει απ’ αυτό, τότε πορεύεται προς τον οικείον τόπον. Δεν είναι η ψυχή προϊόν της ύλης, όπως θέλουν να λένε οι υλισταί.
Όταν ο Κύριος είπε ακόμη ότι «ἡ κόρη καθεύδει»,δεν πέθανε, -λέει- κοιμάται», οι γύρω…τι; «Κατεγέλων αὐτοῦ». Τον κορόιδευαν, γελούσαν· «εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Πολύ ωραία. «Εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Έδωσαν τη μαρτυρία ότι το κοριτσάκι είχε πεθάνει. Μπράβο! Ευχαριστούμε αυτούς που κατεγέλων τον Κύριον. Γιατί έδωσαν το βεβαιωτικόν ότι το κορίτσι πέθανε. Άρα λοιπόν η ανάστασις ήτο πραγματική.
Αγαπητοί, ποιος μπορεί να σταθεί κύριος έναντι του θανάτου; Κανείς. Μόνον ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Κι όπως λέει ο Ίδιος: «Ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου». «Εγώ έχω τα κλειδιά της ζωής και του θανάτου και του Άδου».
Εκείνο που μένει για μας είναι να μένομε στις προϋποθέσεις ενός χριστιανικού γάμου και μας εν Χριστώ τεκνογονίας. Αν υπάρχουν παράγοντες έξω από μας, τότε δεν υπάρχει ενοχή, ούτε και ευθύνη. Εξάλλου, υπάρχουν παράγοντες πλείστοι όσοι που σ’ αυτούς δεν ευθυνόμεθα. Εμείς θα μένομε στην υπακοή του Χριστού κι Εκείνος θα επιτρέπει ό,τι είναι για την δόξα Του, ό,τι είναι για το δικό μας συμφέρον.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_579.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ[: Λουκά 8,41-56]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμί»[Ιερεμ.23,23]
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-11-1986]
(Β167)
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου, μας διηγείται πώς ο Κύριος ανέστησε την θυγατέρα του Ιαείρου. Ενώ όμως ο Κύριος πήγαινε προς το σπίτι του Ιαείρου, συνέβη ένα άλλο θαυμαστό περιστατικό, που ήταν η θεραπεία μιας αιμορροούσης γυναικός.
Η γυναίκα αυτή ήταν άρρωστη από δώδεκα χρόνια· και ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς όμως θεραπεία. Και τώρα έρχεται και εγγίζει το κράσπεδο του ιματίου του Κυρίου μας, σε μια στιγμή που ο όχλος που Τον συνόδευε, κυριολεκτικά Τον συνέθλιβε. Και τότε ο Κύριος σταμάτησε και είπε: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;». «Ποιος είναι εκείνος ο οποίος με άγγιξε;» Και στη διαμαρτυρία των μαθητών ότι : «Κύριε, ο όχλος εδώ σε συνθλίβει, σε συμπνίγει, σε συνέχει· ερωτάς ποιος είναι εκείνος που σε άγγιξε;».Και ο Κύριος επέμενε: «Ἣψατό μού τις(:Κάποιος με άγγιξε)· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ». «Γιατί εγώ», λέγει, «κατάλαβα γνωρίζω από μένα έφυγε κάποια δύναμις».
Αυτά τα λόγια του Κυρίου μας, αγαπητοί μου, δίδουν μία ωραιότατη εικόνα του πώς ο άνθρωπος εγγίζει τον Θεό και πώς ο Θεός εγγίζει τον άνθρωπο, για να του δώσει τα αγαθά Του. Είναι δηλαδή ένα αμοιβαίο άγγιγμα. Πράγματι, είναι δυνατόν ο Θεός να εγγίζει τα δημιουργήματά Του και τον άνθρωπο; Είναι αυτό δυνατόν; Δηλαδή ο άπειρος Θεός, το τέλειο Πνεύμα, είναι δυνατό να εγγίζει τα δημιουργήματά Του; Και τον βρωμερό άνθρωπο; Είναι αλήθεια ότι τόσο πολύ έχασε ο άνθρωπος από τον οπτικό του ορίζοντα τον Θεό, ώστε φθάνει να τοποθετεί τον Θεό στον ουρανό, ψυχρό και αδιάφορο έναντι ολόκληρης της Δημιουργίας. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε εκείνη τη φιλοσοφική θέση του Ντεϊσμού –Deismus– η οποία θέλει τον Θεό, Δημιουργό μεν, αλλά αδιάφορο έναντι της δημιουργίας την οποία δημιούργησε. «Ο Θεός έβαλε τους νόμους», έτσι λέγει αυτή η φιλοσοφική θεωρία, «και αυτοί ρυθμίζουν τα πάντα μέσα στον κόσμο». Δηλαδή μοιάζει, λέγει, η δημιουργία, με ένα μεγάλο ρολόι που το χόρδισε ο Θεός και τώρα πλέον δουλεύει μόνο του το ρολόι αυτό, η δημιουργία αυτή, ενώ ο Θεός μένει αδιάφορος και ψυχρός έναντι των όσων δημιούργησε. Και τούτο για να διασώσει αυτή η φιλοσοφική θέση τη μεγαλοπρέπεια, τη μεγαλειότητα του Θεού.
Αλλά να όμως που ο ίδιος ο Θεός έρχεται να διαψεύσει αυτές τις ανθρώπινες θέσεις και να βεβαιώσει ο ίδιος δια του προφήτου Ιερεμίου 23, 23: «Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμι , λέγει Κύριος, καὶ οὐχὶ Θεὸς πόῥῥωθεν». «Εγώ», λέγει, «είμαι Θεός που πλησιάζω, που εγγίζω. Δεν είμαι Θεός που στέκομαι από μακριά, Θεός πόρρωθεν». Είναι μία απάντηση σε αυτή τη θέση του Ντεϊσμού, αλλά και γενικότερα στον καθένα που θα πίστευε ότι ο Θεός στέκεται μακριά και δεν είναι δυνατόν να ξεπέφτει από τη μεγαλοπρέπειά Του, να προσεγγίζει την υλική δημιουργία και εμάς προπαντός τους ανθρώπους που είμαστε… σκουλήκια.
Πώς όμως ο Θεός εγγίζει τη Δημιουργία Του; Με τις άκτιστες ενέργειές Του. Όπως είναι η άκτιστη ενέργεια της αγάπης Του, όπως είναι η άκτιστη ενέργεια της προνοίας Του, όπως είναι η άκτιστη ενέργεια της διακυβέρνησεώς Του, όπως είναι τόσες άκτιστες ενέργειές Του, οι οποίες -άκτιστες, σας το ξαναλέγω- οι οποίες κυβερνούν τον κόσμο, συντηρούν τον κόσμο, συνέχουν τον κόσμο και έτσι ο Θεός προσεγγίζει τη Δημιουργία Του δια των ακτίστων Του ενεργειών.
Ο Θεός βέβαια δεν έκανε τους φυσικούς νόμους, ώστε να ρυθμίζουν αυτοί την κίνηση και τη συντήρηση του παντός. Πίσω από τους φυσικούς νόμους στέκεται ο Θεός. Για να το καταλάβουμε αυτό, ασφαλώς ορίζει για τη γέννηση ενός ανθρώπου καινούριου, ορίζει τους γονείς του. Θέλει ο Θεός να συντελέσουν οι άνθρωποι για τη γέννηση ενός ανθρώπου. Και ο Θεός στέκεται τρόπον τινά πιο πέρα, όταν οι άνθρωποι ρυθμίζουν τα της δημιουργίας ενός καινούριου ανθρώπου. Ποιος σας είπε ότι ο Θεός είναι πιο πέρα; Ο Θεός είναι ακριβώς πίσω από τους γονείς. Ακριβώς πίσω από τους γονείς. Και ρυθμίζει τα πάντα για τη δημιουργία ενός ανθρώπου.
Θέλετε να δείτε κάτι πιο καταπληκτικό; Λέγει η Σοφία Σειράχ ότι «Εγώ η Σοφία(δηλαδή ο Ενυπόστατος Λόγος), Εγώ που δημιούργησα τα πάντα, Εγώ βρίσκομαι μέσα στη μήτρα της κάθε μάνας, μαζί με εκείνον που θα δημιουργηθεί». Φτάνει εκεί; Και μιλάμε για φυσικούς νόμους; Ναι. Έκανε ο Θεός τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους, αλλά ο Θεός είναι μέσα στους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Δεν ξεφεύγει τίποτα από τη γνώση Του. Και τίποτα δεν διαφεύγει από την αγάπη Του. Ένα σπουργίτι δεν χάνει τη ζωή του, χωρίς να το γνωρίζει αυτό ο Θεός.
Γι’ αυτό, πάρα πολύ ωραία ψάλλει ο ψαλμωδός και λέει στον 138 Ψαλμό: «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; (:Πού μπορώ να πάω; Πού μπορώ να ξεφύγω από το βλέμμα σου, από το μάτι Σου, από την παρουσία Σου;). ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ (:«εάν ανέβω», λέγει, «στον ουρανό, εκεί είσαι Εσύ»), ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει (:εάν υποτεθεί ότι κατεβαίνω στον άδη, και εκεί ακόμη είσαι παρών). ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον (:εάν υποτεθεί ότι είμαι ένα πουλί και πάρω τα φτερά μου και πετάξω ανατολικά) καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης(:και φθάσω δυτικά, εκεί που τελειώνει η έσχατη θάλασσα- που είναι η Μεσόγειος Θάλασσα) καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά σου(:ακόμα και εκεί θα με οδηγήσει το χέρι Σου, και το δεξί Σου χέρι θα με κρατάει σφικτά)». Παντού ο Θεός, παντού η αγάπη του Θεού, παντού η πρόνοια του Θεού. Θεός ἐγγίζων. Πραγματικά Θεός ἐγγίζων.
Αλλά το καταπληκτικότερο από όλα, αγαπητοί μου, είναι ότι αυτή η προσέγγιση δεν περιορίζεται μόνο δια των ακτίστων ενεργειών αλλά και με την Ενανθρώπηση Αυτού του ίδιου του Δημιουργού. Όταν έλεγε «Ἐγώ Θεός ἐγγίζων», το έλεγε κατά κυριολεξία. Ότι «δεν εγγίζω Εγώ, το άπειρο Πνεύμα την ύλη και τα πνεύματα εκείνα που βεβαίως είναι τόσο μακριά από Εμένα, που είναι το τέλειο και άπειρο Πνεύμα, δεν τα εγγίζω μόνο δια των ακτίστων μου ενεργειών, όπως σας είπα, αλλά τώρα έρχομαι να γίνω Εγώ ο Ίδιος, άνθρωπος, να μπω μέσα στη Δημιουργία μου κατ’ αισθητόν τρόπο, να φορέσω τη Δημιουργία μου, να αποτελέσει αυτή το ένδυμά μου. Και διαλέγω τον άνθρωπο να ντυθώ. Κι έτσι να ζήσω μέσα στην ίδια μου τη Δημιουργία!».
Και αφού το κάνει αυτό με την Ενανθρώπηση ο Υιός του Θεού, Αυτός που μας δημιούργησε, έρχεται τώρα, αγαπητοί μου, και αφήνει τους ανθρώπους, όχι να Τον εγγίζουν, αλλά να Τον συνθλίβουν και να Τον συνέχουν. Αυτό είναι το καταπληκτικό. Εγγίζει και εγγίζεται. Περιβάλλεται την ανθρώπινη φύση ο όλος Θεός. Για να μπορούμε να εγγίζουμε τον όλο Θεό. Και θέλει να εγγίζουμε την ανθρώπινή Του φύση ο όλος Θεός. Για να μπορούμε να εγγίζουμε τον όλο Θεό. Και θέλει να εγγίζουμε την ανθρώπινή Του φύση, για να αντλούμε από Αυτόν χάριτες. Ο ίδιος είπε: «Ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ». «Εγώ γνωρίζω· δύναμη έφυγε από μένα». Και βεβαίως ομιλεί με έναν τρόπο λίγο αυστηρό. «Ποιος με ήγγισε;» Όχι για τίποτε άλλο, αλλά γιατί ήθελε να αναδείξει και να επαινέσει εκείνη την αιμορροούσα γυναίκα που Τον ήγγισε. Και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ(:Πάρε θάρρος, παιδί μου, πάρε θάρρος, η πίστις σου σε έχει σώσει)». Το ότι πίστεψες ότι εγγίζεις Αυτόν τον Δημιουργό, ακριβώς αυτό σε έχει σώσει. Έχεις αποσπάσει ακριβώς αυτό το σημείο επαφής, δια του οποίου δέχτηκες τη χάρη να γίνεις καλά, δέχτηκες την ευεργεσία.
Και το ακόμη πιο καταπληκτικό είναι ότι αυτή η γυναίκα δεν ήγγισε τον Κύριο, αλλά ήγγισε αυτό το κράσπεδο του ιματίου του Κυρίου· που σημαίνει ότι ο Θεός εγγίζει όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά ολόκληρη τη Δημιουργία Του. Και συνεπώς μπορούμε να έχουμε με τον τρόπο αυτόν και τα λεγόμενα «αγιασμένα αντικείμενα» από τα οποία αντλούμε τη δύναμη και τη χάρη του Χριστού. Έτσι έχουμε τα λείψανα των αγίων, που ενώθηκαν με τον Θεό. Και τώρα αυτά δεν είναι παρά τα κράσπεδα του ιματίου του Ιησού. Οι εικόνες δεν είναι παρά τα κράσπεδα του ιματίου του Ιησού. Και με άλλους χίλιους τρόπους κατά μυστηριακό τρόπο δεχόμαστε τη χάρη. Διαμέσου του ελαίου, του μυστηρίου του Ευχελαίου. Διαμέσου του Βαπτίσματος, δηλαδή διαμέσου του νερού. Διαμέσου του επιτραχηλίου, δηλαδή την άφεση των αμαρτιών, στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Διαμέσου του Τιμίου Σταυρού που μπορούμε να φορούμε κ.ο.κ. Αντλούμε τη δύναμη και τη χάρη του Θεού.
Εντούτοις, ενώ ο όχλος συνθλίβει, ο Κύριος σταματά στο απλό άγγιγμα της αιμορροούσης γυναικός. Περίεργο! Αντιφατικό για μια στιγμή, στην ενέργεια: «Κύριε, σε συνθλίβει ο κόσμος και εσύ λες: Ποιος με ήγγισε;». Ναι. Αυτό σήμαινε ότι αυτό το άγγιγμα της αιμορροούσης είχε προϋποθέσεις. Ποιες λοιπόν είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Μια βασική προϋπόθεση είναι η πίστις. Τι είπε ο Κύριος στην αιμορροούσα γυναίκα; «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην». Α, η πίστις σου. Α, αυτό λοιπόν αποτελεί την προϋπόθεση προσεγγίσεως και εγγίσεως. Ναι. Είναι η πίστις στον θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον Τίμιο Σταυρό. Όλοι βέβαια τον Τίμιο Σταυρό τον χρησιμοποιούν. Θέλετε; Ακόμη και οι μάγοι. Θέλετε; Ακόμη και οι μάγοι! Αλλά δεν ενεργεί παρά μόνο σε όσους πιστεύουν. Μόνο σε αυτούς ενεργεί η χάρις του Τιμίου Σταυρού. Έτσι έχουμε ένα άγγιγμα και υλικό και πνευματικό. Δεν είναι αρκετό να πω «θα εγγίσω την εικόνα, τον Σταυρό, το κράσπεδο του Κυρίου». Πρέπει να πιστεύω αυτό που θα εγγίσω. Είναι η πίστις. Έτσι έχω το άγγιγμα στο υλικό στοιχείο και έχω την πίστη που είναι στον πνευματικό χώρο.
Για ένα λαό όμως που πιστεύει, ο Θεός είναι ἐγγίζων ακόμη. Για έναν λαό που πιστεύει. Ναι. Γράφει ο Μωυσής εκείνα τα πολύ- πολύ μεγάλα λόγια στο Δευτερονόμιο, 4,7 ότι: «Ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ ἐστιν αὐτῷ Θεὸς ἐγγίζων αὐτοῖς, ὡς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν αὐτὸν ἐπικαλεσώμεθα;». «Ποιος είναι εκείνος ο μεγάλος, ο παμμέγιστος λαός που είναι ο Θεός Του που τον εγγίζει; Ο δικός μας ο Θεός είναι ο Θεός Εκείνος που εγγίζει εμάς, είναι πολύ κοντά μας». Γι’ αυτό, ό,τι Του ζητήσουμε, σε ό,τι Τον επικαλεστούμε, μας το δίδει.
Ώστε λοιπόν ο Κύριος είναι πολύ κοντά σε έναν λαό. Στον λαό του Ισραήλ, τότε. Αλλά και στον δικό μας τον λαό είναι πολύ κοντά ο Κύριος. Αλλά εμείς όμως, εμείς οι Έλληνες, ο λαός μας αυτήν την ιστορική στιγμή, όπως υπήρξαν κι άλλες ιστορικές στιγμές, εμείς είμεθα σε μία κατάσταση αποστασίας. Και αυτή η κατάσταση της αποστασίας υπερβάλλει κάθε προηγούμενη ιστορική στιγμή. Αυτό είναι η τραγικότητά μας. Έχουμε Θεό εγγίζοντα και απέχουμε από τον Θεό. Εκείνος μας φτάνει κι εμείς φεύγομε… Όπως και ο Ισραήλ είχε τον Θεό, τον ίδιο Θεό, ο ίδιος Θεός είναι, εγγίζει, κι εκείνος ο λαός φεύγει… Αγαπητοί μου, γεωγραφικά είμαστε ένας μικρός λαός, όπως και οι Εβραίοι ήταν μικρός λαός. Ποτέ ο Θεός τους Εβραίους δεν τους έκανε αυτοκρατορία. Όπως έκανε και επέτρεψε να γίνουν άλλοι λαοί. Ποτέ. Γεωγραφικά πάντοτε ήταν ένας μικρός λαός. Κι όμως βλέπετε πώς εδώ αποκαλείται ο λαός αυτός; «Μέγας. Έθνος μέγα». Πού είναι αυτή η μεγαλοσύνη; Η μεγαλοσύνη του λαού εκείνου, όπως και η δική μας μεγαλοσύνη, είναι στον εγγίζοντα Θεό. Εκεί είναι η μεγαλοσύνη μας, όπως και η μεγαλοσύνη τους.
Οι άλλοι λαοί μεγαλουργούν δια του πολιτισμού, που είναι στηριγμένος επάνω στον ανθρώπινο λόγο, και που όπως είδαμε, μέσα στην ιστορική πορεία, ο πολιτισμός τελικά οδηγεί τον άνθρωπο σε ένα αδιέξοδο. Ενώ ο λαός μας, για να μεγαλουργήσει να φανεί μεγάλος, έστω κι αν γεωγραφικά είναι μικρός, θα πρέπει να μένει στην πίστη του Χριστού. Στηριγμένος όχι στον ανθρώπινο λόγο, αλλά στον θείο λόγο. Τότε εκείνο που θα ζητούσαμε στον Θεό, θα μας το έδινε. Ό,τι Του ζητούσαμε, θα μας το έδινε. Ουσιαστικά, θα είμαστε μεγάλος λαός, γιατί; Γιατί έχουμε Θεόν εγγίζοντα.
Έχομε όμως και τις δοκιμασίες σαν λαός. Και τότε ο Κύριος είναι εγγίζων; Όταν έχουμε τις ποικίλες δοκιμασίες που περνούμε; Ναι. Διότι, όπως λέγει το βιβλίο της Ιουδήθ, 8,27 που δεν είναι παρά ένα βιβλίο μιας εθνικής περιπέτειας, συναρπαστικότατο δε βιβλίο, λέει: «Εἰς νουθέτησιν μαστιγοῖ Κύριος τοὺς ἐγγίζοντας αὐτῷ». Όταν εγγίζουν οι άνθρωποι τον Κύριο, επειδή είναι ατελείς και ακάθαρτοι, είναι λίγο παρήκουα παιδιά –να το πω έτσι- ο Θεός, με δοκιμασία, με μαστίγιο, μαστιγώνει τον λαό εκείνον τον οποίο θέλει να τον νουθετήσει και να τον βοηθήσει. Αλλά και σαν άτομα ακόμη, ο Θεός είναι Εκείνος ο Οποίος προσεγγίζει δια της παιδαγωγίας. Προσεγγίζει δια της παιδαγωγίας.
Γράφει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολήν ότι: «Θεός ὑμῖν ὡς υἱοῖς διαλέγεται(:σαν παιδιά Του μιλάει σε σας)· υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ’ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος(: Παιδί μου, μην αποκάμεις όταν ελέγχεσαι από τον Θεό, ούτε να ολιγωρείς, να αμελείς την παιδεία την οποία σου δίδει ο Κύριος). Ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει(:όποιον αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί), μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται(:και μαστιγώνει κάθε παιδί Του, που το δέχεται δικό Του παιδί). Εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός(:εάν υπομένετε, λέει, παιδείαν, παιδαγωγίαν, σαν παιδιά Του σας προσφέρεται ο Θεός)· τίς γάρ ἐστιν υἱὸς ὃν οὐ παιδεύει πατήρ; Εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί(: εάν όμως μένετε χωρίς παιδαγωγία, στην οποία μέτοχοι βρέθηκαν όλοι οι δίκαιοι και όλοι οι άγιοι, τότε είσαστε νόθοι και δεν είσαστε παιδιά του Θεού)(Γιατί μας παιδαγωγεί;). Ο Θεός μας παιδαγωγεί, λέγει, «ἐπὶ τὸ συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ». Για να γίνομε μέτοχοι της αγιότητος του Θεού.
Αλλά ακόμη, αγαπητοί μου, έχουμε και ένα άγγιγμα του Θεού, εγγίζει τις ανθρώπινες καρδιές. Κι αυτές, εγγιζόμενες από τον Θεό, πυρπολούνται. Και «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου.», λέγει ο Ψαλμωδός στον 76ο Ψαλμό. Ναι. Ο Κύριος άγγιξε τις καρδιές των δύο προς Εμμαούς, μετά την Ανάστασή Του, όταν τους συνοδεύει και ως το χωριό τους. Και όταν ο Κύριος εξαφανίζεται, λέγουν ανάμεσά τους: «Όσην ώρα μας μιλούσε, πώς οι καρδιές μας εκαίοντο και επυρπολούντο;».
Ναι. Έτσι βλέπομε τόσες επιστροφές και τόσες μεταστροφές των ανθρώπων. Γιατί άραγε; Αφήνουν τον δρόμο της αμαρτίας και γυρίζουν πίσω. Τι έγινε; Και είμαστε όλοι μάρτυρες, όταν έχουμε μάτια να βλέπουμε αυτών των επιστροφών και των μεταστροφών. Τι έγινε; Το άγγιγμα της δεξιάς του Υψίστου στην καρδιά του ανθρώπου που την αλλοιώνει. Τι έκανε τον ένα ληστή, ενώ και οι δυο εβλασφήμουν τον Κύριον επί του Σταυρού, τι έκανε τον έναν ληστή να πυρποληθεί και να ομολογήσει την πίστη του στον Κύριο; Και όχι μόνο αυτό, αλλά και να θεολογήσει. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Γεμάτα από θεολογία λόγια. Ποια βασιλεία; Τον σταυρώνουν οι άρχοντες ως έσχατον ληστήν τον Κύριον, κακούργον, ως αντιποιήσαντα αρχήν. Έκανε τον εαυτό Του Θεό. Και όμως λέγει ο ληστής: «Όταν θα έλθεις στη βασιλεία Σου, θυμήσου με». Λόγια γεμάτα θεολογία. Τι έκανε τον ληστήν, αγαπητοί μου, να νιώσει αλλαγή μέσα του και να την ομολογήσει; Αυτό το άγγιγμα, αυτό το άγγιγμα στην καρδιά…
Τι έκανε τον Παύλο προ της Δαμασκού να αλλάξει πορεία, όταν με μένος πηγαίνει να συλλάβει τους Χριστιανούς της πόλεως αυτής; Τι άλλο, παρά ο Χριστός. Εμφανίζεται και εγγίζει τον Παύλο. Τι έκανε τον Μέγα Αντώνιο, όταν άκουσε εκείνη την ευαγγελική περικοπή περί του πλουσίου νεανίσκου, που εκείνος μεν έφυγε «σκυθρωπάζων», γιατί δεν είχε όρεξη να δώσει την περιουσία του και να ακολουθήσει τον Κύριο· αλλά ο Μέγας Αντώνιος, όταν άκουσε την περικοπή αυτή… δεκαοκτώ χρονών παιδί ήταν, τόσο συγκλονίστηκε, ώστε τα πάντα έφυγε και πήγε και έγινε ασκητής. Τι έκανε τον ιερό Αυγουστίνο να επιστρέψει; Και τόσους και τόσους και τόσους, παρά αυτό το άγγιγμα στην καρδιά που κάνει Αυτός ο Θεός Λόγος και τότε τα πάντα αλλάζουν, τα πάντα πυρπολούνται…
Αγαπητοί μου, γράφει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος: «Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καὶ ἐγγίσει ὑμῖν». «Εγγίσατε», λέει, «εις τον Θεόν και θα σας εγγίσει κι Εκείνος». Είναι αυτό το αμοιβαίο άγγιγμα. Ένα μόνο να προσέχουμε. Να μην εγγίζομε μόνο με τα λόγια αλλά με την καρδιά. Είναι εκείνο που παραπονείται ο Κύριος στον Ησαΐα 29,13 όταν λέγει: «ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ(:Με εγγίζει αυτός ο λαός μόνο με το στόμα του. Όχι με την καρδιά του. Μόνο με το στόμα του)». Και όταν με την καρδιά μας εγγίζομε τον Κύριο, τότε γρήγορα θα νιώσουμε ότι ο Κύριος είναι παρών, είναι παντού, είναι γύρω μας, είναι μέσα μας. Τότε θα έχουμε και ένα αίσθημα ασφαλείας· γιατί αυτό το αίσθημα το στερείται ο σύγχρονος κόσμος. Έχει αυτό το αίσθημα της ανασφάλειας, γιατί ο κόσμος δεν εγγίζει τον Θεό. Η αιμορροούσα γυναίκα, αγαπητοί, άγγιξε τον Κύριο με πίστη και σώθηκε. Αν Τον εγγίσουμε κι εμείς με πίστη και υπακοή, θα σωθούμε.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_339.mp3
Όταν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πέφτουν σ’ ἕνα βράχο, τόν κάνουν νά λάμπει. Ὅταν ἡ φλόγα ἀγγίξει ἕνα ἄκαφτο κερί, τό ἀνάβει. Ὅταν ὁ μαγνήτης ἀγγίξει ἕνα μεταλλικό ἀντικείμενο, τό μαγνητίζει. Ὅταν τό ἠλεκτροφόρο καλώδιο ἀγγίξει ἕνα συνηθισμένο σύρμα, καί τά δυό τους ἠλεκτρίζονται.
Ὅλες αὐτές οἱ φυσικές ἐνέργειες δέν εἶναι παρά εἰκόνες ἤ πνευματικά φαινόμενα. Ὅλα ὅσα συμβαίνουν στόν ἐξωτερικό κόσμο, εἶναι ἁπλά ἡ εἰκόνα ὅσων γίνονται στόν ἐσωτερικό. Ὁλόκληρη ἡ ἐφήμερη φύση εἶναι σάν ἕνα ὄνειρο, σέ σχέση μέ τήν ἐσωτερική πραγματικότητα, σάν ἕνα παραμύθι, ὅταν μιλᾶμε μέ ὅρους αἰώνιας ζωῆς.
Ἡ ψυχή εἶναι ἡ πραγματικότητα τοῦ σώματος. Ὁ Θεός εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Θεός ἀγγίζει τήν ψυχή, τήν ζωοποιεῖ, τῆς μεταδίδει τήν ὅραση. Ὅταν ἡ ψυχή ἀγγίζει τό σῶμα, κάνει τό ἴδιο. Τό σῶμα λαβαίνει φῶς, ζεσταίνεται, δέχεται μαγνητισμό καί ἠλεκτρισμό, ὅραση, ἀκοή καί κίνηση ἀπό τήν ψυχή. Ὅταν ἡ ψυχή ἀναχωρεῖ ἀπό τό σῶμα, ὅλ’ αὐτά χάνονται, ἐξαφανίζονται. Ἡ ψυχή δέχεται ἀπό τό Θεό ἕναν εἰδικό φωτισμό, θέρμη, μαγνητισμό καί ἠλεκτρισμό, ὅραση, ἀκοή καί κίνηση. Κι ὅλ’ αὐτά χάνονται ὅταν ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό Θεό.
Ὑπάρχει ἄνθρωπος σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο πού ὅταν ἀγγίζει μιά νεκρή ψυχή τήν ἐπαναφέρει στή ζωή, τῆς μεταδίδει φῶς καί θερμότητα, μαγνητισμό καί ἠλεκτρισμό ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς; Ὑπάρχει κάποιος σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου, πού ὅταν ἄγγιξε ἕνα νεκρό σῶμα τό ἔκανε νά σηκωθεῖ, νά μιλήσει καί νά περπατήσει; Σίγουρα πρέπει νά “χει ὑπάρξει. Διαφορετικά ὁ ἥλιος κι ἡ γῆ, ὁ χειμώνας κι ἡ ἄνοιξη, ὁ μαγνήτης κι ὁ ἠλεκτρισμός κι ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στόν κόσμο, θά ἦταν ἡ φαντασία κάποιου πού δέν ὑπάρχει, ἡ σκιά κάποιου ἀνύπαρκτου ὄντος, ἕνα ὄνειρο, μακριά ἀπό τήν πραγματικότητα. Πρέπει νά ἔχει ὑπάρξει. Διαφορετικά ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός δέ θά εἶχε ἐμφανιστεῖ στή γῆ. Ἐμφανίστηκε γιά νά παρουσιάσει στούς ἀνθρώπους τήν πραγματικότητα· πώς ἡ φύση ὁλόκληρη, μέ ὅλα ὅσα συμβαίνουν μέσα της, δέν εἶναι παρά μιά εἰκόνα, ἕνα ὄνειρο, ἕνα παραμύθι. Ὁ Κύριος ἦρθε γιά νά φανερώσει τήν ἀλήθεια ὅσων φανερώνουν ὁ ἥλιος κι ἡ γῆ, ὁ χειμώνας κι ἡ ἄνοιξη, ὁ μαγνητισμός κι ὁ ἠλεκτρισμός, ἡ φύση ὁλόκληρη. Ἡ φύση πού δημιουργήθηκε καί τοποθετήθηκε μπροστά στόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό σάν ἕνα ἀνοιχτό βιβλίο, πού ὅμως αὐτός δέν μπόρεσε ἀκόμα νά τό διαβάσει σωστά.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πύρινη στήλη στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἀπό Ἐκεῖνον οἱ νεκρές ψυχές παίρνουν ζωή καί θερμότητα, κίνηση καί ὀμορφιά. Εἶναι τό Δέντρο τῆς Ζωῆς, πού ὅταν ἀγγίζει τά νεκρά σώματα τούς μεταδίδει ζωή, τ’ ἀνασταίνει, τούς δίνει κίνηση καί λόγο. Εἶναι τό ἁγνό καί εὐωδιαστό θεραπευτικό βάλσαμο, πού ὅταν τό ἀγγίζουν οἱ τυφλοί ξαναβρίσκουν τό φῶς, οἱ κουφοί τήν ἀκοή τους, οἱ παράλυτοι τήν κίνηση, οἱ ἄλαλοι τή λαλιά τους, οἱ παράφρονες τή λογική τους, οἱ λεπροί καθαρίζονται, κάθε ἀρρώστια θεραπεύεται.
* * *
Tό σημερινό εὐαγγέλιο μᾶς δίνει ἕνα ἀκόμα παράδειγμα, γιά νά καταλάβουμε πώς ὅταν κάποιος ἔρχεται σ’ ἐπαφή μέ τό Χριστό, ἄν εἶναι ἄρρωστος θεραπεύεται κι ἄν εἶναι νεκρός ἀνασταίνεται. Ἐκεῖνον τόν καιρό λοιπόν, «ἰδού ἦλθεν ἀνήρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καί αὐτός ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καί πεσών παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτόν εἰσελθεῖν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ· ὅτι θυγάτηρ μονογενής ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καί αὕτη ἀπέθνησκεν» (Λουκ. η 41, 42). Γιά ποιόν καιρό μᾶς μιλάει ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής; Πότε ἔγιναν αὐτά; Τότε πού ὁ Κύριος διέσχισε τή λίμνη καί γύρισε μέ τό πλοῖο ἀπό τή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, τότε πού θεράπευσε τούς δυό δαιμονισμένους καί νωρίτερα εἶχε γαληνέψει τήν καταιγίδα στή λίμνη. Ἀφοῦ εἶχε κάνει τά δυό μεγάλα αὐτά θαύματα, τόν καλοῦν τώρα νά κάνει ἕνα τρίτο. Ν’ ἀναστήσει ἕνα νεκρό. Κι ὅλ’ αὐτά μέσα σέ πολύ περιορισμένο χρόνο, λές καί βιαζόταν νά κάνει ὅσα περισσότερα καλά μποροῦσε στούς ἀνθρώπους, ὅσο ζοῦσε στή γῆ, καί νά μᾶς δώσει ἔτσι παράδειγμα πώς πρέπει νά βιαζόμαστε νά κάνουμε τό καλό, πώς πρέπει νά περπατᾶμε ὅσο ἔχουμε τό φῶς (πρβλ. Ἰωάν. ιβ ́ 35).
Ἄν καί τά τρία αὐτά θαύματα δέ φαίνονται νά μοιάζουν μεταξύ τους, ὅλα ἔχουν ἕνα κοινό χαρακτηριστικό. Ὅλα ἀποκαλύπτουν τήν κυριαρχική δύναμη τοῦ Χριστοῦ τήν κυριαρχία Του στή φύση, στούς δαίμονες καί στό θάνατο, στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι δύσκολο νά πεῖ κανείς ποιό ἀπό τά τρία αὐτά θαύματα εἶναι πιό φοβερό καί πιό συγκλονιστικό. Τί εἶναι πιό δύσκολο: νά τιθασεύσεις τήν καταιγίδα σέ θάλασσα καί ἀέρα, νά θεραπεύσεις τούς ἀνίατα δαιμονισμένους ἤ ν’ ἀναστήσεις νεκρό; γιά ἕνα θνητό ἄνθρωπο καί τά τρία αὐτά εἶναι ἐξίσου δύσκολα. Γιά τό Χριστό ὅμως εἶναι καί τά τρία ἐξίσου εὔκολα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμβαθύνει στό καθένα ἀπό τά τρία θαύματα, ἡ ψυχή του τρέμει, γιατί βλέπει τή μεγαλοσύνη καί τήν παντοδυναμία τῆς πνοῆς, πού ἐν ἀρχῇ, δημιούργησε τόν κόσμο. «Καί εἶπεν ὁ Θεός…καί ἐγένετο οὕτως» (Γέν. α ́ 11).
Ὁ Ματθαῖος ὀνομάζει ἄρχοντα τόν Ἰάειρο. Τί εἴδους ἄρχοντας ἦταν τό ἐξηγοῦν ὁ Μάρκος κι ὁ Λουκᾶς: Ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς, ὅπου ρυθμίζονται τά θρησκευτικά καί ἐθνικά θέματα. Τό μονάκριβο παιδί του βρισκόταν στο νεκροκράβατο. Αὐτό ἦταν κάτι τρομερό γι’ αὐτόν πού, ὅπως κι οἱ ἄλλοι Ἰουδαῖοι, εἶχαν μιά ἀμυδρή κι ἀκαθόριστη πίστη στή μετά θάνατον ζωή. Γιά ἕναν ἄνθρωπο τῆς ἐξουσίας αὐτό ἦταν διπλό χτύπημα: πρῶτο ἦταν ἡ θλίψη του ὡς γονιοῦ καί δεύτερο τό αἴσθημα ντροπῆς καί ταπείνωσης μπροστά στούς ἀνθρώπους, καθώς τέτοια φοβερή ἀπώλεια φαινόταν σάν τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Στήν ἀπόγνωσή του ἦρθε στό Χριστό «καί πεσών προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλ’ ἐλθών ἐπίθες τήν χεῖρά σου ἐπ’ αὐτήν καί ζήσεται» (Ματθ. θ ́ 18).
Γιατί γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς πώς ἡ κόρη τοῦ ἄρχοντα «ἀπέθνησκεν», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος γράφει πώς «ἄρτι ἐτελεύτησεν»; Ὁ Λουκᾶς περιγράφει τό περιστατικό ὅπως ἔγινε, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος μεταφέρει τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ ἱκέτη. Δέ συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νά ὑπερβάλουν τή δυστυχία τους; Ἡ ὑπερβολή προέρχεται πρῶτα ἀπό τό γεγονός ὅτι ὅταν ἡ δυστυχία ἔρχεται ξαφνικά, ἀναπάντεχα, φαίνεται πολύ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅ,τι πραγματικά εἶναι. Δεύτερο, ἐπειδή ἐκεῖνος πού ζητάει βοήθεια, γενικά παρουσιάζει τό πρόβλημά του μεγαλύτερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι πραγματικά, ὥστε νά λάβει τή βοήθεια ὅσο γίνεται πιό γρήγορα. Ὅταν καίγεται ἕνα σπίτι, δέν ἀκοῦμε συχνά: «Τρέξτε, βοηθῆστε, τό σπίτι μου κατακάηκε»; Τό σπίτι βέβαια δέν ἔχει κατακαεῖ, καίγεται. Τό ὅτι τό κορίτσι δέν εἶχε πεθάνει ἀκόμα τή στιγμή πού ὁ πατέρας του μιλοῦσε στόν Κύριο, θά τ’ ἀκούσουμε λίγο ἀργότερα ἀπό τούς ὑπηρέτες τοῦ Ἰάειρου.
Μ’ ὅλο πού ὁ Ἰάειρος αὐτός εἶχε κάποια πίστη στό Χριστό, αὐτή δέ θά μποροῦσε νά συγκριθεῖ μέ κείνην τοῦ ρωμαίου ἑκατόνταρχου στήν Καπερναούμ. Ὁ τελευταῖος ζητοῦσε ἀπό τό Χριστό νά μήν πάει στο σπίτι του, ἐπειδή ἦταν ἁμαρτωλός, ἀρκοῦσε νά πεῖ ἕνα λόγο: «μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (Ματθ. ή 8). Ὁ Ἰάειρος κάλεσε τόν Κύριο στό σπίτι του, γιά ν’ ἀκουμπήσει τό χέρι Του στή νεκρή θυγατέρα του. Ἡ πίστη του εἶχε καί κάτι ὑλικό μέσα της. Ἐπίθες τήν χεῖρά σου ἐπ’ αὐτήν! Ὁ Ἰάειρος ζήτησε ἀπό τόν Κύριο ἕνα χειροπιαστό τρόπο θεραπείας. Λές κι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶχε λιγότερη δύναμη ἀπό τό χέρι Του! Λές κι ἡ φωνή πού γαλήνευε τά κύματα καί τήν καταιγίδα, πού ἔβγαζε τά δαιμόνια ἀπό τούς δαιμονισμένους κι ἀργότερα ἀνάστησε τό Λάζαρο, τέσσερις μέρες μετά τό θάνατο καί τήν ταφή του, δέν μποροῦσε ν’ ἀναστήσει τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου! Ὁ Κύριος ἦταν πολύ φιλεύσπλαχνος. Δέ θ’ ἀρνιόταν τή βοήθειά Του πρός τό θλιμμένο πατέρα ἐπειδή ἡ πίστη του δέν ἦταν τέλεια. Ἔτσι ξεκίνησε ἀμέσως γιά νά βοηθήσει.
Στό δρόμο πρός τό σπίτι τοῦ Ἰάειρου ἔγινε κι ἕνα θαῦμα σέ μιά γυναίκα πού εἶχε πολύ μεγαλύτερη πίστη ἀπό τόν Ἰάειρο. Κι αὐτό βοήθησε τόν Ἰάειρο, τόν ἔπεισε πώς ὁλόκληρος ὁ Χριστός ἔχει θαυματουργική δύναμη, ὄχι μόνο τά χέρια Του. Μ’ ὁποιοδήποτε τρόπο κι ἄν ἔρθει κανείς σ’ ἐπαφή μέ τόν παντοδύναμο Χριστό, θεραπεύεται. Αὐτό εἶναι πηγή θάρρους σ’ αὐτούς πού δέν μποροῦν νά πλησιάσουν τό Χριστό μέ τόν ἕνα τρόπο, μποροῦν ὅμως μέ κάποιον ἄλλο. Ὁ Κύριος ἅπλωσε τά χέρια Του στό σταυρό γιά ν’ ἀγκαλιάσει ὅλους ἐκείνους πού προστρέχουν κοντά Του, ἀπό ὅποια πλευρά κι ἄν ἔρχονται.
Προσέξτε τώρα τί ἔγινε ὅταν ὁ Χριστός πορεύτηκε μαζί μέ τό πλῆθος πρός τό σπίτι τοῦ Ἰάειρου.
«Ἐν δέ τῷ ὑπάγειν αὐτόν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καί γυνή οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπό ἐτῶν δώδεκα, ἥτις προσαναλώσασα ὅλον τόν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενός θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καί παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» (Λουκ. ή 42-44). Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Χριστός πάτησε τό πόδι Του στή στεριά, ἐρχόμενος ἀπό τά Γάδαρα, συνοδευόταν ἀπό ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος ἀνθρώπων. «Συνήχθη ὄχλος πολύς ἐπ’ αὐτόν», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος (ε ́ 21). Ὅλοι ἤθελαν νά βρεθοῦν κοντά Του, ν’ ἀκούσουν τά σπάνια λόγια Του καί νά δοῦν τά θαυμαστά ἔργα Του. Μερικοί τόν ἀκολουθοῦσαν ἀπό πείνα καί δίψα πνευματική κι ἄλλοι ἀπό περιέργεια. Μέσα στό πλῆθος βρισκόταν κι ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἄρρωστη ἀπό μιά ἀκάθαρτη ἀρρώστια. Ἡ ρύση αἵματος σέ μιά γυναίκα, ἀκόμα κι ὅταν εἶναι φυσιολογική, εἶναι ἕνα δύσκολο καί ταπεινωτικό πράγμα. Μιά διαρκής ρύση αἵματος ὅμως, πού διαρκεῖ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, ἦταν σάν μιά ζωντανή κόλαση βασάνων, ντροπῆς κι ἀκαθαρσίας. Ἡ γυναίκα αὐτή εἶχε ἀναζητήσει θεραπεία κι εἶχε δαπανήσει ὅλα ὅσα εἶχε σέ γιατρούς καί φάρμακα. Τίποτα ὅμως δέ βοήθησε, κανένας γιατρός δέν μποροῦσε νά τήν γιατρέψει. Φανταστεῖτε τό καθημερινό πλύσιμό της, τό καθάρισμά της, τή στενοχώρια καί τήν ντροπή της. Ἔμοιαζε σά νά τή δημιούργησε ὁ Θεός γι’ αὐτό μόνο τό λόγο: γιά νά τρέχει τό αἷμα της καί κείνη νά περνᾶ τίς μέρες της στή γῆ σέ μιά προσπάθεια νά σταματήσει τή ρύση, πού δέ σταματοῦσε, μ’ ἕναν πόνο πού δέ γιατρευόταν καί μέ μιά ντροπή ἀνέκφραστη. Ἔτσι πιστεύουμε πώς γίνεται μέ κάθε χρόνια ἀσθένεια. Ὁ Θεός ὅμως εἶχε προβλέψει γι’ αὐτήν, ὅπως προβλέπει καί γιά κάθε πλάσμα Του. Ἡ ἀρρώστια της συντέλεσε στήν ψυχική της σωτηρία καί στή δόξα τοῦ Θεοῦ.
«Ἐάν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ματθ. θ ́ 21), εἶπε μέσα της καί πίεζε τό πλῆθος γιά νά βρεθεῖ κοντά στό Χριστό. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστη τῆς γυναίκας αὐτῆς. Νωρίτερα εἶχε στηρίξει τήν πίστη της στούς γιατρούς πού εἶχε ἐπισκεφτεῖ. Ἡ πίστη της αὐτή ὅμως ἀποδείχτηκε ἄκαρπη. Ἀπό μόνη της ἡ πίστη δέν εἶναι ἀρκετή, ἄν αὐτός πού πιστεύεις δέν ἔχει τή δύναμη νά βοηθήσει. Γι’ αὐτό ἄς σιωπήσουν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἰσχυρίζονται (εἴτε ἀπό ἄγνοια εἶτε ἀπό ἔλλειψη πίστης) πώς τά θαύματα του εὐαγγελίου ἔγιναν ἀπό ὑποβολή ἤ αὐθυποβολή. Ἡ ταπεινή καί βασανισμένη αὐτή γυναίκα δέν εἶχε οὔτε τήν τόλμη οὔτε τήν ἐλπίδα νά παρουσιαστεῖ μπροστά στό Χριστό, νά τοῦ ἐξηγήσει τό πρόβλημά της καί νά ζητήσει βοήθεια. Πῶς θά μποροῦσε νά τό κάνει αὐτό μπροστά σ’ ἕνα τεράστιο πλῆθος, ὅταν μάλιστα ντρεπόταν γιά τήν κατάστασή της; Ἡ φύση τῆς «ἀκάθαρτης» ἀρρώστιας της ἦταν τέτοια, ὥστε ἄν τήν εἶχε δημοσιοποιήσει, θά εἰσέπραττε τή δημόσια ἀποστροφή, τήν κατακραυγή καί τήν καταδίκη. Γι’ αὐτό καί προσέγγισε τόν Κύριο κρυφά, ἀπό πίσω, καί ἄγγιξε τό ἱμάτιό Του.
Καί παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Πῶς κατάλαβε πώς ἔπαψε ἡ ρύση τοῦ αἵματος; «Ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπό τῆς μάστιγος», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος (ε 29). Ὅπως ἕνα ζωντανό σκουλήκι πού σπαρταρᾶ ἀκατάπαυστα γύρω ἀπό μιά διαπυημένη πληγή, ἔτσι θά ἔπρεπε νά νιώθει κι ἡ δύστυχη αὐτή γυναίκα τήν ἀσταμάτητη ρύση τοῦ αἵματος. Ὅταν ὅμως ἄγγιξε τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ, ἔνιωσε πώς ἡ αἱμορραγία σταμάτησε. Δέν ἔνιωθε τήν αἱμορραγία μέσα της, ὅπως δέν τή νιώθει καί κάθε ὑγιής ἄνθρωπος. Μέσα της μπῆκε ἡ ὑγεία, ὅπως ὁ μαγνητισμός σ ̓ ἕνα μαγνήτη ἤ τό φῶς σ’ ἕνα σκοτεινό δωμάτιο.
Δέν ἦταν αὐτό τό μοναδικό περιστατικό ἀνθρώπου πού γιατρεύτηκε μόνο μέ τό ἄγγιγμα τῶν ἱματίων τοῦ Χριστοῦ. Σέ ἄλλο σημεῖο τῶν εὐαγγελίων διαβάζουμε πώς πολλοί ἤθελαν ἁπλά ν’ ἀγγίξουν τό κράσπεδο τῶν ἱματίων Του «καί ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν» (Ματθ. ιδ’ 36).
Πόσα τέτοια ἀνήκουστα θαύματα ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς στούς ἀνθρώπους, πού ἔμειναν ἀκαταχώρητα! Κι αὐτό ὄχι μόνο στά τριάντα χρόνια πού ἦρθε γιά νά κηρύξει τό σωστικό Του εὐαγγέλιο στούς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἀπό τήν ἴδια μέρα καί ὥρα τῆς σύλληψής Του στήν πάναγνη κοιλιά τῆς Μητέρας Του. Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τά θαύματά Του εἶναι περισσότερα ἀπό τίς σταγόνες τῆς βροχῆς».
Πόσο ἄλλαξε μυστηριωδῶς ὅλη ἡ κτίση μέ τήν κατά σάρκα παρουσία Του στή γῆ! Πόσα θαύματα γίνονται καί σήμερα στούς πιστούς πού συμμετέχουν στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας! Εἶναι ἀμέτρητα κι ἀκατανόητα. Ἡ αἱμορροούσα γυναίκα δέν ἄγγιξε τό σῶμα Του, ἀλλά τό ἱμάτιό Του μόνο. Κι ἀμέσως θεραπεύτηκε ἡ μακρόχρονη πάθησή της, πού γιά χρόνια πολλά προσπαθοῦσαν οἱ γιατροί νά γιατρέψουν χωρίς ἀποτέλεσμα. Ὅλα ὅσα εἶχε τά σκόρπισε σέ γιατρούς καί σέ φάρμακα, γιά νά βρεῖ τή θεραπεία της. Νά ὅμως πού μπροστά της βρέθηκε ὁ Κύριος, ὁ γιατρός πού δέν ἀποβλέπει σέ χρήματα, πού δέν τῆς ζητάει τίποτα, ἀλλά τῆς δίνει ὅλα ὅσα ἐκείνη ἐπιθυμοῦσε. Κι αὐτό χωρίς καμιά προσπάθεια, μόχθο ἤ καθυστέρηση. Αὐτή εἶναι ἡ πληρότητα καί τελειότητα κάθε ἄνωθεν δωρεᾶς, πού ἔρχεται «ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων» (Ἰακ. α’ 17).
«Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δέ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καί οἱ σύν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καί ἀποθλίβουσι, καί λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μου τίς· ἐγώ γάρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ ̓ ἐμοῦ» (Λουκ. ή 45,46). Γιατί ρώτησε ὁ Κύριος, ἀφοῦ γνώριζε ποιά ἦταν αὐτή πού τόν ἄγγιξε, ἀλλά καί πώς δέν μποροῦσαν νά τοῦ ἀπαντήσουν ἐκεῖνοι τούς ὁποίους ρώτησε, ἀφοῦ δέν ἤξεραν; Γιά νά φανερώσει τήν πίστη τῆς γυναίκας πού θεραπεύτηκε, νά τήν ἐπιβεβαιώσει μιά καί καλή τόσο στήν ἴδια ὅσο καί στούς ἄλλους, ἀλλά καί γιά ν’ ἀποκαλύψει τή θεϊκή δύναμή Του σέ κείνους πού ἦταν μπροστά, καθώς καί σ’ ἐμᾶς. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά δέχεται κάθε θεϊκό δῶρο μέ εὐχαριστία κι εὐγνωμοσύνη. Ὁ Κύριος θέλησε νά δώσει ἔμφαση στήν πίστη τῆς γυναίκας, γιά νά μᾶς διδάξει πώς ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά δώσει ὁ Θεός κάθε καλό στούς ἀνθρώπους. Εἶναι ἀλήθεια πώς μέ τό ἀμέτρητο ἔλεός Του ὁ Θεός, συχνά κάνει τό καλό στούς ἀνθρώπους χωρίς προαπαιτούμενο τήν πίστη τους. Ὅταν ὅμως ζητάει τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων, δίνει ἔμφαση στήν ὀντότητά τους, ὡς ἐλευθέρων καί λογικῶν πλασμάτων. Πῶς μπορεῖ νά εἶναι ἐλεύθερος καί λογικός ὁ ἄνθρωπος ἄν, ἀπό τήν πλευρά του, δέν εἶναι ἕτοιμος νά δεχτεῖ τή σωτηρία του; Ὁ Θεός ζητάει ἀπό τούς ἀνθρώπους τό ἐλάχιστο πού μπορεῖ νά ζητήσει: πίστη στό ζωντανό Θεό, στήν ἀγάπη Του, στή διαρκή ετοιμότητά Του νά δώσει καί νά κάνει στούς ἀνθρώπους ὅλα ὅσα συντελοῦν στό καλό του.
Μέ τή διακήρυξη τῆς πίστης τῆς γυναίκας αὐτῆς ὅμως, ὁ Κύριος ἤθελε νά ἐνισχύσει καί τήν πίστη τοῦ Ἰάειρου. Νά τοῦ δείξει πώς δέν ἦταν ἀπαραίτητο ν’ ἀπαιτήσει ἀπό τόν Κύριο νά πάει στό σπίτι του γιά ν’ ἀγγίξει μέ τό χέρι Του τό νεκρό κορίτσι. Ἔχει τή δύναμη νά θεραπεύσει μέ πολλούς τρόπους κι ὄχι μόνο μέ τήν ἐπίθεση τῶν χεριῶν. Μπορεῖ νά θεραπεύσει μέ τά ροῦχα Του ὅπως καί μέ τά χέρια Του, ἀπό ἀπόσταση σά νά βρίσκεται κοντά, ἀπό τό δρόμο ὅπως καί μέσα στό σπίτι.
Ὁ Κύριος θέλει νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τή θεϊκή Του δύναμη, δέν ἐπιδιώκει τόν ἔπαινό τους. Οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων γιά τόν Κύριο ἦταν ἐντελῶς μάταιοι, ἕνα τίποτα. Ἤθελε ὅμως νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια οἱ ἄνθρωποι, νά κάνουν χρήση τῆς ἀλήθειας. Κι ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς κάθε ἀγαθό πού δέχονται οἱ ἄνθρωποι, ἔρχεται ἀπευθείας ἀπό τό Θεό. Τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ δέ θεράπευσε τήν αἱμορροούσα γυναίκα χωρίς τή γνώση τοῦ Χριστοῦ, χωρίς τήν ἄμεση δύναμη πού πήγαζε ἀπ ̓ Αὐτόν. Εἶναι ἡ ἴδια ζωντανή δύναμη τοῦ Θεοῦ πού θαυματουργεῖ στόν πιστό ἀπό τά λείψανα τῶν ἁγίων καί τίς εἰκόνες. Ἡ χριστιανική πίστη δέν ἔχει τίποτα μαγικό. Κανένα δημιούργημα δέν μπορεῖ μέ μόνη τή δύναμή του νά κάνει ὁποιοδήποτε καλό στούς ἀνθρώπους. Δέ γίνεται νά μή γνωρίζει ὁ Θεός τή θεϊκή δύναμη πού πηγάζει ἀπό τόν ἴδιο.
Αὐτό γίνεται μέ ὅλα τά ἐγκόσμια μέσα θεραπείας, αὐτό γίνεται καί μέ τά μεταλλικά νερά. Ὁ Θεός δέν ἀπέχει ἀπό τά γιατρικά καί τά μεταλλικά νερά περισσότερο, ἀπ’ ὅσο ἀπέχει ὁ Χριστός ἀπό ὁ τά ἱμάτιά Του. Ὅποιος χρησιμοποιεῖ φάρμακα καί μεταλλικά νερά μέ τέτοια πίστη καί τέτοια συστολή, φόβο καί σεβασμό, πού εἶχε κι ἡ γυναίκα αὐτή ὅταν ἄγγιζε τά ροῦχα τοῦ Χριστοῦ, θά θεραπευτεῖ. Ὅποιος ὅμως χρησιμοποιεῖ φάρμακα καί μεταλλικά νερά χωρίς Θεό, ἤ ἀκόμα περισσότερο ἀντίθετα στό Θεό, σπάνια θεραπεύεται. Ἄν κάποιος ἀπ’ αὐτούς θεραπεύεται, δέχεται τή θεραπεία του ἀπό τήν ἄπειρη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά γνωρίσει καί νά ὁμολογήσει κάποια στιγμή τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί νά τόν δοξάσει. Ὁ Χριστός θεράπευσε τόν δαιμονισμένο στά Γάδαρα χωρίς ἐκεῖνος νά διαθέτει τήν πίστη αὐτή, χωρίς νά τήν ὁμολογεῖ. Γιά νά γίνει γνωστό γιά ποιό λόγο τόν θεράπευσε ὅμως, τοῦ εἶπε: «ὕπαγε εἰς τόν οἶκόν σου πρός τούς σούς καί ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καί ἠλέησέ σε» (Μάρκ. ε ́ 19).
Πολλοί ἀπό τό πλῆθος πού ἀκολουθοῦσε τό Χριστό τόν ἄγγιζαν, δέν ἔλαβαν ὅμως τή θεραπεία πού δέχτηκε ἡ αἱμορροούσα γυναίκα, γιατί αὐτή τόν ἄγγιξε μέ πίστη καί φόβο. Τό ἴδιο συμβαίνει καί σήμερα σέ πολλούς πού προσκυνοῦν χωρίς πίστη καί φόβο τίς εἰκόνες, τά λείψανα τῶν ἁγίων, τόν Τίμιο Σταυρό καί τό Εὐαγγέλιο, ὅπως γινόταν καί μέ τό μεγάλο πλῆθος μέ τά περίεργα μυαλά καί τίς παγωμένες καρδιές πού ἄγγιζαν τό Χριστό. Μέ τούς ἀληθινούς πιστούς ὅμως γίνεται αὐτό πού ἔγινε μέ τήν αἱμορροούσα γυναίκα, πού θεραπεύτηκε. Ὅποιος ἔχει μάτια, ἄς δεῖ. Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἄς ἀκούσει!
«Ἰδοῦσα δέ ἡ γυνή ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καί προσπεσοῦσα αὐτῷ δι ̓ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντός τοῦ λαοῦ, καί ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δέ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σέ· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. ή 47,48). Ἡ γυναίκα ἔνιωσε ἀπό τή φωνή καί τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, πώς Ἐκεῖνος γνώριζε τό μυστικό της, πώς ἡ ἴδια δέ θά μποροῦσε νά τοῦ τό κρύψει. Ἔτρεμε ἀπό φόβο καί στάθηκε πρόσωπο μέ πρόσωπο μ’ Ἐκεῖνον πού γνωρίζει τίς πιό καλοκρυμμένες πράξεις τῶν ἀνθρώπων, τά πιό μύχια μυστικά πού κρύβουν στήν καρδιά τους. Εἶχε νιώσει τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τή θαυματουργική θεραπευτική δύναμή Του, γι’ αὐτό κι ἔτρεμε ἀπό φόβο μπροστά Του. Τώρα ὅμως πού ἄκουσε πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς γνώριζε τό βαθύ μυστικό της, ὁ φόβος μπροστά στόν παντογνώστη διπλασιάστηκε. Μαζί μέ τήν παντοδυναμία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τῆς φανερώθηκε κι ἡ πανσοφία Του. Προχώρησε μπροστά καί τά ὁμολόγησε ὅλα. Ἡ ντροπή της μεταβλήθηκε σέ φόβο. Ἡ ντροπή γιά τήν ἀρρώστια της ἐξαφανίστηκε, ἀφοῦ θεραπεύτηκε. Στή θέση τῆς ντροπῆς ἦρθε τώρα ὁ φόβος μπροστά στήν παντοδυναμία καί τήν πανσοφία Του.
Τήν εἶδε ἔτσι φοβισμένη ὁ στοργικός Κύριος καί τήν παρηγόρησε μέ τά πατρικά Του λόγια: θάρσει, θύγατερ! Ὑπάρχει πιό γλυκιά παρηγοριά στόν κόσμο, ἀπό τό ν’ ἀκούσει κανείς τά λόγια αὐτά ἀπό τόν ἀθάνατο Βασιλιά καί Κύριο; Τῆς δίνει θάρρος, τήν ὀνομάζει «θυγατέρα» Του. Δέν ὑπάρχει πραγματικό καί διαρκές θάρρος, ἔξω ἀπ’ αὐτό πού δίνει ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος δέ γνωρίζει τίποτα ἀπό ἀφοβία, ἄν δέ γνωρίζει τίποτα ἀπό Θεό. Δέ γνωρίζει τίποτα ἀπό παρηγοριά καί συμπάθεια, ὡσότου γνωρίσει κι ὁμολογήσει τό Θεό ὡς Πατέρα του καί τόν ἴδιο ὡς παιδί τοῦ Θεοῦ. Κανένας δέν μπορεῖ ν’ ἀκούσει τά λόγια αὐτά μέσα του, ὡσότου ἀνακαινιστεῖ κι ἀναγεννηθεῖ πνευματικά. Ἡ γυναίκα αὐτή ἔδειξε πώς ἀναγεννήθηκε σωματικά καί πνευματικά. Σωματικά, ἐπειδή τό μισοπεθαμένο σῶμα της γιατρεύτηκε, ἀναζωογονήθηκε. Πνευματικά, ἐπειδή γνώρισε κι ἔνιωσε τήν παντοδυναμία καί πανσοφία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Αὐτά εἶναι λόγια διδαχῆς, ἀλλά καί θάρρους. Ἄν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν εἶχε φανερώσει τήν ταπείνωσή Του μέ τό νά νηστέψει καί νά πλύνει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του· ἄν τή δύναμή Του δέν τήν εἶχε ἀποδώσει στόν Οὐράνιο Πατέρα Του, κι ἄν τή δόξα Του δέν τήν εἶχε μοιραστεῖ μέ ἀνθρώπους, ἀποδίδοντας τά δικά Του σ’ ἐκείνους, τότε σίγουρα ἡ γῆ θά ἔτρεμε συνέχεια σέ κάθε βηματισμό Του· σέ κάθε λόγο Του ὁ κόσμος ὁλόκληρος θά φλεγόταν. Ποιός θά τολμοῦσε νά τόν κοιτάξει κατάματα; Ποιός θά μποροῦσε νά καθήσει δίπλα Του καί νά τόν ἀγγίξει; Ποιός θά μποροῦσε ν’ ἀκούσει τό λόγο Του καί νά μή διαλυθεῖ, νά ἐξαφανιστεῖ; Ὁ Κύριος ντύθηκε τήν ἀνθρώπινη σάρκα γιά νά ἐπικοινωνήσει μέ τούς ἀνθρώπους ὡς ἀδελφός μέ ἀδελφό. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ταπεινώθηκε τόσο πολύ. Γι’ αὐτό ἔδινε κουράγιο στούς ἀνθρώπους σέ κάθε τους βῆμα. Γι’ αὐτό κι ἀπέδιδε ὅλα τά ἔργα Του στήν πίστη τους.
Τήν ὥρα πού ὁ Κύριος τέλειωνε μέ τήν αἱμορροούσα γυναίκα, ἡ κατάσταση τοῦ Ἰάειρου εἶχε χειροτερέψει.
«Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τίς παρά τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μή σκύλλε τόν διδάσκαλον. ὁ δέ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μή φοβοῦ· μόνον πίστευε, καί σωθήσεται» (Λουκ. ή 49,50). Γίνεται φανερό ἀπό τά λόγια αὐτά πώς ἡ κόρη τοῦ Ἰάειρου δέν εἶχε πεθάνει ὅταν ἐκεῖνος κάλεσε τό Χριστό στό σπίτι του. Βρισκόταν στή νεκρική κλίνη της, ἔπνεε «τά λοίσθια», γι’ αὐτό καί θά μποροῦσαν νά τήν ὀνομάσουν νεκρή.
Μή σκύλλε τόν διδάσκαλον. Ὁ Χριστός ἦταν γνωστός ὡς Διδάσκαλος. Τόν ὀνόμαζαν ἔτσι ἐκεῖνοι πού δέν ἔνιωθαν τήν ἀπεριόριστη δύναμή Του. Προσέξτε ὅμως πόσο πράος καί σπλαχνικός ἦταν ὁ Κύριος! Προτοῦ ὁ ἄρχοντας Ιάειρος ξεσπάσει σέ δάκρυα κι ἐκφράσει τόν πατρικό του πόνο, Ἐκεῖνος τόν στήριξε μέ λόγια παρηγορητικά κι ἐνθαρρυντικά: Μή φοβοῦ! Αὐτό βέβαια δέν ἀλλάζει μέ τίποτα τήν κατάσταση. Μισοπεθαμένο ἤ πεθαμένο τό κορίτσι, δέν ἔχει διαφορά. Τίποτα δέν μποροῦσε νά πάρει ἀπό τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τό μόνο πού ἀπέμενε στό δύστυχο πατέρα ἦταν ν’ ἀκολουθήσει αὐτά πού τοῦ ἔλεγε ὁ Κύριος, τό μόνο πού μποροῦσε νά κάνει, ἦταν τό μόνον πίστευε! Εἶδες πρίν, ἀπό τήν αἱμορροούσα γυναίκα, τί μπορεῖ νά κάνει ὁ Θεός. Ἐκεῖνος πού μέ μιά μόνο σκέψη μποροῦσε νά θεραπεύσει τήν αἱμορραγία της, πού τήν ταλαιπωροῦσε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, μπορεῖ νά ἑνώσει ξανά τήν ψυχή μέ τό σῶμα τῆς κόρης σου. Ἐσύ νά πιστεύεις μόνο καί σωθήσεται!
«Ἐλθών δέ εἰς τήν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μή Πέτρον καί Ἰωάννην καί Ἰάκωβον καί τόν πατέρα τῆς παιδός καί τήν μητέρα» (Λουκ. η ́ 51). Πέντε μάρτυρες εἶναι ἀρκετοί. Δύο μάρτυρες δέ φτάνουν στά ἐγκόσμια δικαστήρια, σύμφωνα μέ τό νόμο; Πῆρε μαζί Του τρεῖς μαθητές Του, ἐκείνους πού ἀργότερα θά μαρτυροῦσαν τήν ἔνδοξη Μεταμόρφωσή Του στό Θαβώρ καί τήν προσευχή τῆς ἀγωνίας Του στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Πῆρε ἐκείνους πού τότε ἦταν πιό ὥριμοι πνευματικά ἀπό τούς ἄλλους ἐννιά, πού θά μποροῦσαν νά κατανοήσουν τό βαθύτερο μυστήριο τῆς δύναμης καί τῆς ὕπαρξής Του. Οἱ τρεῖς αὐτοί μαθητές θά ἔβλεπαν τήν πρώτη ἀνάσταση νεκροῦ πού θά κατόρθωνε μέ τή δύναμή Του ὁ Κύριος καί στή συνέχεια θά τό διηγοῦνταν στούς συντρόφους τους, διδάσκοντάς τους ἔτσι νά “χουν καί κεῖνοι πίστη. Ἀργότερα πού ὁ Κύριος θ’ ἀνάσταινε τό γιό τῆς χήρας στή Ναΐν καί τό Λάζαρο, θά παρευρίσκονταν ὅλοι οἱ μαθητές. Εἶναι προφανές γιατί πῆρε καί τούς γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ μαζί Του. Ἡ νεκρή κόρη τους θά βοηθοῦσε στήν ἀνάσταση τῶν ψυχῶν τους. Ποιός θά ‘χε τό δικαίωμα νά βοηθηθεῖ ἀπό τήν κόρη, περισσότερο ἀπό τούς γονεῖς της;
Μπῆκε στό σπίτι ὁ Κύριος κι ἡ σκέψη Του ἦταν σέ κείνους πού ἔκλαιγαν καί θρηνοῦσαν τό νεκρό κορίτσι. «Ἔκλαιον δέ πάντες καί ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δέ εἶπε· μή κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλά καθεύδει· καί κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν» (Λουκ. η ́ 52,53). Ὁ Ματθαῖος κι ὁ Μάρκος δίνουν μεγαλύτερη ἔμφαση στή σκηνή αὐτή. Γράφουν πώς εἶχαν κληθεῖ ἀπό τή γειτονιά μουσικοί καί ἐπαγγελματίες θρηνωδοί. Αὐτό ἦταν ἔθιμο στούς πλούσιους Ἰουδαίους, ὅπως καί στούς εἰδωλολάτρες. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔκλαιγαν, θορυβοῦσαν καί μοιρολογοῦσαν (βλ. Μάρκ. ε ́ 38). Ὁ Ἰάειρος ἦταν ἀπό τούς πιό σπουδαίους, ἄν ὄχι ὁ πιό σπουδαῖος ἄνθρωπος τοῦ τόπου. Ἐκτός ἀπό τούς μισθωμένους μουσικούς καί θρηνωδούς, πρέπει νά παρευρίσκονταν στό σπίτι του καί πολλοί συγγενεῖς, φίλοι καί γείτονες, πού ἔκλαιγαν πραγματικά τό κορίτσι πού ἔφυγε πρόωρα.
Γιατί εἶπε στούς ἀνθρώπους ὁ Κύριος, πώς οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλά καθεύδει; Ἤξερε καλά πώς εἶχε πεθάνει. Πρῶτα, λοιπόν, τό εἶπε γιά νά ἐπιβεβαιώσουν ὅλοι οἱ παριστάμενοι πώς τό κορίτσι ἦταν πραγματικά πεθαμένο. Καί δέ θά μποροῦσαν νά τό βεβαιώσουν καλύτερα αὐτό, παρά μέ τόν περιφρονητικό καγχασμό τους, ἐπειδή ὁ Κύριος δέν ἤξερε πώς τό κορίτσι ἦταν νεκρό. Δεύτερο, γιά νά φανερώσει πώς μπροστά Του ὁ θάνατος εἶχε χάσει τήν ὀσμή καί τή δύναμή του στούς ἀνθρώπους, δέν ἦταν παρά ἁπλά ἕνα ὄνειρο. Ὁ θάνατος δέν εἶναι ἐκμηδένιση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως δέν εἶναι κι ὁ ὕπνος. Θάνατος εἶναι τό πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή ζωή αὐτή στήν ἄλλη. Καί Κύριος τόσο αὐτῆς τῆς ζωῆς ὅσο καί τῆς ἄλλης εἶναι Ἕνας. Γιά τόν ἄνθρωπο πού εἶναι στηριγμένος στή σωματική ζωή, ἡ ἀναχώρηση ἀπό αὐτή σημαίνει ἀναχώρηση ἀπό τή ζωή γενικά. Ὅταν ἕνα αὐτοκίνητο συντρίβεται στο δρόμο, μαζί του συντρίβονται κι οἱ ἐπιβάτες, δέ γίνεται ἀλλιῶς, ὅπως σκέφτονται οἱ ἀνόητοι, οἱ αἰσθησιακοί ἄνθρωποι. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι ὅμως βλέπουν πώς ὅταν ἕνα αὐτοκίνητο συντρίβεται, οἱ ἐπιβάτες βγαίνουν ἀπό τά συντρίμμια, τ’ ἀφήνουν ἐκεῖ καί συνεχίζουν τό ταξίδι τους χωρίς τ’ αὐτοκίνητο. Ἐκεῖνος πού ἔφτιαξε τόσο τό αὐτοκίνητο ὅσο καί τούς ἐπιβάτες δέν μπορεῖ νά ἐπισκευάσει τό αὐτοκίνητο καί νά πεῖ στούς ἐπιβάτες νά ξαναμποῦν μέσα; Τό ἴδιο γίνεται μέ τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν: τό ἀβοήθητο σῶμα θεραπεύεται καί ἡ ψυχή ξαναγυρίζει μέσα του.
Ὁ Κύριος σέ καμιά περίπτωση δέ χρησιμοποίησε ὑπερβολή ὅταν παρομοίασε τό θάνατο μέ ὕπνο. Τό ἀπόδειξε αὐτό μέ τήν ἀνάστασή Του, μετά ἀπό μαρτυρικό θάνατο καί τρεῖς μέρες στόν τάφο, μέ τήν ἀνάσταση πολλῶν νεκρῶν τήν ὥρα τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου, ἀλλά κι ἀργότερα, σ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ὅταν νεκροί ξαναγύρισαν στή ζωή μέ τίς προσευχές ἁγίων καί θεάρεστων ἀνθρώπων. Κι ἐδῶ τό φανέρωσε μέ τήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰάειρου.
Ὅταν λοιπόν ὁ Κύριος πῆρε μαζί Του μιά ἐπαρκή ὁμάδα μαρτύρων, τί ἔκανε μετά; «Αὐτός δέ ἐκβαλών ἔξω πάντας καί κρατήσας τῆς χειρός αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου» (Λουκ. ή 54). Ἐκεῖνοι πού εἶχαν γεμίσει πρίν τό δωμάτιο ὅπου κείτονταν ἡ κόρη, εἶχαν πειστεῖ γιά τό θάνατό της κι ἑπομένως δέ χρειάζονταν ἐκεῖ. Θ’ ἄκουγαν ἀργότερα γιά τό θαῦμα καί θά τήν ἔβλεπαν ζωντανή. Τώρα ὁ Κύριος ἔπρεπε νά στηρίξει τόν ἄρχοντα τοῦ λαοῦ καί τούς τρεῖς μαθητές Του στήν πίστη τους. Σκοπός Του σέ κάθε θαῦμα ἦταν νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀποκάλυψη καί στή χαρά, μέ τή σοφή πρόνοια πού ἦταν ὁλοφάνερη μέ κάθε λεπτομέρεια. Αρχικά τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω κι ἔμειναν μέσα στό δωμάτιο οἱ ἑπτά: πέντε ζωντανοί, μιά νεκρή κι ὁ Ζωοδότης. Δέν εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο αὐτό, πού φανερώνει τήν κρυμμένη ἤ μᾶλλον τήν ἀποκαλυμμένη ψυχή; Ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ πεθαίνει, ἐκεῖνος συνεχίζει νά ζεῖ μέ τίς πέντε αἰσθήσεις του μιά ζωή σαρκική, ἄδεια, σέ ἀπόγνωση. Ἁπλώνει τά χέρια του πρός κάθε κατεύθυνση ζητώντας βοήθεια. Αὐτοί εἶναι οἱ σημερινοί «ὑλιστές». Σκιές σωματικές χωρίς ψυχή. Ἀπελπισμένα πλάσματα, πού μέ τίς αἰσθήσεις τους – τά μάτια, τ’ αὐτιά τους κλπ. – προσκολλῶνται στόν κόσμο ὥστε, ἔστω καί πρόσκαιρα, ν’ ἀποφύγουν ὅσο μποροῦν νά κατέβουν στόν τάφο, ἐκεῖ πού βρίσκεται κιόλας ἡ ψυχή τους. Ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτούς ὅμως, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γνωρίσει τό Χριστό, κράζει σ’ Ἐκεῖνον γιά βοήθεια. Ὁ Χριστός τότε προσεγγίζει τή νεκρή ψυχή καί τήν ξαναφέρνει στή ζωή, πρός κατάπληξη καί θαυμασμό τοῦ ἐπιπόλαιου κι αἰσθησιακοῦ ἀνθρώπου. Ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος ἀναφέρει τά ἴδια ἀκριβῶς λόγια πού εἶπε ὁ Κύριος στήν Ἀραμαϊκή, καθώς ἄγγιζε τήν κόρη μέ τό χέρι Του: «Ταβιθά, κούμι! ». Αὐτό σημαίνει τό ἴδιο πού λέει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς: ἡ παῖς, ἐγείρου!
Τί ἔγινε μέ τή νεκρή κόρη ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε τά λόγια αὐτά; «Καί ἐπέστρεψε τό πνεῦμα αὐτῆς, καί ἀνέστη παραχρῆμα, καί διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν» (Λουκ. ή 55). Νά λοιπόν πού ὁ θάνατος μοιάζει μέ τόν ὕπνο! Καί ἐπέστρεψε τό πνεῦμα αὐτῆς. Τό πνεῦμα της εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τό σῶμα, εἶχε πάει στόν τόπο τόν προορισμένο γιά τά πνεύματα τῶν νεκρῶν. Μέ τό ἄγγιγμα καί τά λόγια Του ὁ Κύριος ἐδῶ ἔκανε δύο θαύματα: Πρῶτα θεράπευσε τό σῶμα καί δεύτερο, ἔφερε ἀπό τό βασίλειο τῶν πνευμάτων τό πνεῦμα της καί τό ἔβαλε σ’ ἕνα ὑγιές σῶμα. Ἄν δέν εἶχε θεραπεύσει τό σῶμα, τί καλό θά εἶχε προκύψει γιά τήν κόρη, ἄν ξαναγύριζε τό πνεῦμα της σ’ ἕνα ἄρρωστο κορμί; Θά εἶχε ξαναγυρίσει στή ζωή ἄρρωστη, γιά νά πεθάνει ξανά. Τέτοια μισο-ἀνάσταση δέ θά ‘ταν ἐπαναφορά στή ζωή, ἀλλά στά βάσανα. Ὁ Κύριος δέ δίνει μισά δῶρα, ἀλλ’ ὁλόκληρα. Δέ δίνει ἀτελή δῶρα, ἀλλά τέλεια. Δέν ἔδωσε τήν ὅραση στό ἕνα μάτι τοῦ τυφλοῦ, μά στά δύο. Δέν ἔδωσε στό ἕνα αὐτί τήν ἀκοή τοῦ κωφοῦ, ἀλλά καί στά δύο. Δέ θεράπευσε τό ἕνα πόδι τοῦ παράλυτου, μά καί τά δύο. Τό ἴδιο ἔκανε κι ἐδῶ. Ἀποκατάστησε τό πνεῦμα σ’ ἕνα ὑγιές σῶμα, ὄχι σέ ἄρρωστο, ὥστε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά ‘ναι ὑγιής.
Μετά ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολή νά τῆς δώσουν νά φάει. Διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε ξανά πώς τό κορίτσι δέν ξαναγύρισε ἁπλά στή ζωή, ἀλλά ἀπόλυτα ὑγιές. Ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος γράφει πώς «καί εὐθέως ἀνέστη τό κοράσιον καί περιεπάτει» (ε ́ 42). Θά ‘δινε ἔτσι τή μαρτυρία πώς τό κορίτσι ἦταν ἐντελῶς καλά σωματικά. Τό ὅτι ἀναστήθηκε ἐντελῶς καλά, ἔπρεπε νά φανεῖ ὅσο πιό ξεκάθαρα γινόταν. Τό κορίτσι σηκώθηκε, περπάτησε κι ἔφαγε. Ὁ Κύριος γνώριζε μέ τί ἄπιστο λαό εἶχε νά κάνει. Ετσι, μαζί μέ τά θαύματα, φρόντιζε νά ὑπάρχουν καί ἀποδείξεις, ὥστε νά φανερωθεῖ πώς τό θαῦμα ἦταν ἀπαραίτητο καί ὠφέλιμο στούς ἀνθρώπους. Ἔπειτα, ἔπρεπε ν’ ἀποδειχτεῖ πώς μόνο Αὐτός μποροῦσε νά θαυματουργεῖ. Αὐτός καί κανένας ἄλλος. Καί τρίτο, ὥστε τό θαῦμα νά ἔχει ἐπαρκή μαρτυρία καί νά γίνει ἀποδεκτό ὡς ἀναμφισβήτητο γεγονός. Ἀλήθεια, πόσο καλά γνώριζε ὁ Κύριος αὐτό τό πονηρό καί ἄπιστο γένος τῶν ἀνθρώπων!
«Καί ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δέ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενί εἰπεῖν τό γεγονός» (Λουκ. ή 56). Μέ τήν ἐντολή Του αὐτή ὁ Κύριος ἤθελε νά διδάξει τούς γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ πού ἀνάστησε, πώς πρῶτο καί κύριο μέλημά τους ἦταν νά εὐχαριστήσουν καί νά δοξολογήσουν τό Θεό. Τό σπουδαῖο ἐκείνη τή στιγμή δέν ἦταν νά τρέξουν καί νά πληροφορήσουν τόν κόσμο γιά τό θαῦμα, ἀλλά νά γονατίσουν μπροστά στόν ἀληθινό Θεό μέ μεγάλη ταπείνωση καί νά τοῦ προσφέρουν τίς θερμές τους εὐχαριστίες. Τό θαῦμα θά διαδοθεῖ μόνο του, χωρίς τή βοήθειά σας. Μή νοιάζεστε γι’ αὐτό. Δέν εἶναι δική σας δουλειά τήν ἱερή καί φοβερή αὐτή στιγμή νά ἐπικεντρωθεῖτε στό πῶς θά ἱκανοποιήσετε τήν περιέργεια τοῦ κόσμου, ἀλλά νά ἐκτελέσετε τό χρέος σας στό Θεό.
Μέ τή θεραπεία τῆς αἱμορροούσας γυναίκας καί τήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰάειρου, ὁ Κύριος συνέχισε τό ἔργο Του γιά τή θεραπεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν κακή περιέργεια. Ἡ περιέργεια εἶναι πραγματικά ἕνα κακό. Χωρίζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό καί τήν πνίγει στή θάλασσα τῶν ἐφήμερων ὑποθέσεων καί τῶν κοσμικῶν πραγμάτων. Ἡ περιέργεια εἶναι ἕνα κακό, περισσότερο ἀπό κακό, γιατί πολλές φορές ὁδηγεῖ στό σωματικό καί συχνά στόν ψυχικό θάνατο. Πολλές ἁμαρτίες καί πάθη, σωματικά καί ψυχικά, ἔχουν τίς ρίζες τους στήν περιέργεια. Ὅπως μιά ὄμορφη παπαρούνα κρύβει μέσα της δηλητήριο, ἔτσι κι ἡ περιέργεια κρύβει μέσα της ἕνα δυνατό δηλητήριο πού καταστρέφει ψυχή καί σῶμα. Ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν κόσμο αὐτόν γιά νά ἱκανοποιήσει τήν περιέργεια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά γιά νά σώσει τίς ψυχές τους. Λέει ὁ Ἐκκλησιαστής: «Οὐ πλησθήσεται ὀφθαλμός τοῦ ὁρᾶν, καί οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπό ἀκροάσεως» (α’ 8).
Ὁ Κύριος δέ θεράπευσε τήν αἱμορροούσα γυναίκα ἐπειδή ἄγγιξε τά ἱμάτιά Του ἀπό περιέργεια, ἀλλ’ ἐπειδή, στόν πόνο καί τή δυστυχία της, ἔτρεξε νά τόν ἀγγίξει μέ πίστη. Μάταια οἱ περίεργοι περιμένουν θαῦμα ἀπό τό Θεό. Δέ θά τούς κάνει ποτέ τό χατήρι. Ἀπό τή στιγμή πού τά θαύματα γίνονται γιά νά καλύψουν κάποια ἀνθρώπινη ἀνάγκη, οἱ περίεργοι δέν ἔχουν καμιά βοήθεια ἀπ’ αὐτά. Περισσότερη βοήθεια θά περιμένουν οἱ νεκροί ἀπό τά θαύματα τοῦ Θεοῦ, παρά οἱ περίεργοι. Μήπως ὁ γιατρός ἐπισκέπτεται ἐκείνους πού νομίζουν πώς εἶναι ὑγιεῖς, πού εἶναι ἱκανοποιημένοι μέ τόν ἑαυτό τους καί δέν τόν καλοῦν;
Μήπως ὁ Κύριος εἶναι λιγότερο σοφός ἀπό τούς γιατρούς, γιά νά γυρίζει ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ καί νά κάνει ἐπίδειξη τῆς δύναμης καί τῶν ἱκανοτήτων Του; Γι’ αὐτό, ἄρχοντα Ἰάειρε, μή νοιάζεσαι ποιός θά διαδώσει τό θαῦμα τῆς ἀνάστασης τῆς κόρης σου. Μή νοιάζεσαι ἀκόμα, ἁμαρτωλέ, ποιός θά διαδώσει τό θαῦμα τῆς ψυχικῆς καί σωματικῆς θεραπείας σου. Ὁ Θεός γνώριζε τό ἀσύρματο τηλέφωνο καί τόν τηλέγραφο προτοῦ ἀκόμα οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν ν’ ἀνοίξουν τό στόμα τους καί χρησιμοποιήσουν τή γλώσσα τους γιά νά πληροφορήσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον γιά τίς νέες εἰδήσεις. Ὁ Κύριος γνωρίζει πιό ἀξιόπιστα καί τελειότερα μέσα γιά νά πληροφορήσει τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά μάθουν ὅλα τά καλά νέα πού μεταδίδονται ἀπό τό τηλέφωνο καί τόν της λέγραφο. Ὁ Δημιουργός τοῦ λόγου, τῆς γλώσσας καί τῆς ἀτμόσφαιρας ἔχει τά δικά Του μέσα ἐπικοινωνίας μέ κάθε πλάσμα Του, τρόπους πού πληρώνουν ὁλόκληρο τό διάστημα, κάθε χρονική στιγμή.
Νά μνημονεύετε τό χρέος σας στό Θεό, τό χορηγό κάθε «δόσης ἀγαθῆς». Μήν ὀλιγωρήσετε νά προσφέρετε προσευχές εὐχαριστίας καί ὑπακοῆς στό θεϊκό Του θέλημα. Δόξα καί αἶνος στόν Κύριο καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.