ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ Ματθαίου (23/7/2023)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Προς Ρωμαίους, κεφάλαιο ΙΕ΄, εδάφια 1-7
1 Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν. 2 Ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν· 3 καὶ γὰρ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ. 4 Ὃσα γὰρ προεγράφη, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν. 5 Ὁ δὲ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν ᾿Ιησοῦν, 6 ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν Θεὸν καὶ πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 7 Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Οφείλουμε επίσης εμείς οι δυνατοί στην πίστη και στην αρετή να δείχνουμε ανεκτικότητα και συμπάθεια στις αδυναμίες των αδύνατων στην πίστη ανθρώπων, και να μην κάνουμε εκείνα που αρέσουν στον εαυτό μας. 2 Ο καθένας μας, δηλαδή, ας γίνεται αρεστός στο διπλανό του, για να συντελεί στο καλό του και να τον οικοδομεί στην αρετή. 3 Διότι κι ο Χριστός δεν απέφυγε εκείνα που ήταν κοπιαστικά και δυσάρεστα στον εαυτό Του, ούτε προτίμησε τα αναπαυτικά και τιμητικά, αλλά όπως αναφέρεται στην Αγία Γραφή: «Οι βρισιές και οι βλασφήμιες εκείνων που Σε βλασφημούν, ουράνιε Πατέρα, έπεσαν επάνω μου». 4 Και σας φέρνω τη μαρτυρία αυτή της Αγίας Γραφής, διότι όσα γράφτηκαν στο παρελθόν από τους θεόπνευστους άνδρες, γράφτηκαν για τη δική μας διδασκαλία, για να κρατούμε στερεά την ελπίδα με την υπομονή και την παρηγοριά και την ενίσχυση που δίνουν οι Άγιες Γραφές.
5 Και ο Θεός που χαρίζει σε όλους μας την υπομονή και την παρηγοριά, μακάρι να σας δώσει να έχετε όλοι μεταξύ σας τις ίδιες σκέψεις και τα ίδια φρονήματα, και να ζείτε διαρκώς με ομόνοια σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, 6 για να δοξάζετε με μια ψυχή και με ένα στόμα τον Ύψιστο, ο Οποίος είναι Θεός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ως προς την ανθρώπινη φύση Του, και Πατέρας Του ως προς τη θεία Του φύση. 7 Για να κατορθώσετε όμως όλοι σας σαν ένας άνθρωπος και με μια καρδιά να δοξάζετε τον Θεό, σας συνιστώ να δέχεστε με αγάπη ο ένας τον άλλον, όπως και ο Χριστός σάς δέχθηκε όλους και σας έκανε αγαπητούς και δικούς του, για να δοξάζεται ο Θεός.
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Κατά Ματθαίον, κεφάλαιο Θ΄, εδάφια 27-35
27 Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ ᾿Ιησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ. 28 ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; Λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε. 29 Τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. 30 Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. 31 Οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ.
32Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· 33 καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ ᾿Ισραήλ. 34 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια.
35 Καὶ περιῆγεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα
27 Kαι ενώ έφευγε από εκεί ο Ιησούς, Τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι φώναζαν δυνατά και έλεγαν: «Σπλαχνίσου μας και θεράπευσέ μας, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ». 28 Και όταν έφθασε στο σπίτι, ήλθαν κοντά Του οι τυφλοί, και ο Ιησούς τούς λέει: «Πιστεύετε ότι έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου ζητάτε;». Και εκείνοι Tου απαντούν: «Ναι, Κύριε». 29 Τότε άγγιξε με τα δάκτυλά Του τα μάτια τους και τους είπε: «Ας γίνει αυτό που ζητάτε, σύμφωνα με την πίστη σας». 30 Και άνοιξαν τα μάτια τους. Και ο Ιησούς με αυστηρότητα τούς πρόσταξε λέγοντας: «Προσέχετε, κανείς μην μάθει το θαύμα που σας έκανα».31 Αυτοί όμως, όταν βγήκαν από το σπίτι, διέδωσαν τη φήμη του Ιησού ως Μεσσία και θαυματουργού σε όλη τη χώρα εκείνη.
32 Και καθώς οι δύο αυτοί έβγαιναν από το σπίτι, ιδού, έφεραν προς τον Ιησού έναν άνθρωπο που ήταν κυριευμένος από δαιμόνιο και ήταν κουφός και άλαλος. 33 Και μόλις ο Χριστός έδιωξε το δαιμόνιο αυτό, ο κουφός μίλησε. Και τα πλήθη του λαού θαύμασαν και έλεγαν: «Ποτέ δεν φάνηκαν τέτοια θαύματα στο έθνος του Ισραήλ˙ ούτε όταν οι προφήτες και οι υπόλοιποι άγιοι άνδρες θαυματουργούσαν ανάμεσά του». 34 Οι Φαρισαίοι όμως έλεγαν: «Με τη βοήθεια και τη συνεργασία του αρχηγού των δαιμόνων βγάζει τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους».
35 Και περιόδευε ο Ιησούς όλες τις πόλεις και τα χωριά, διδάσκοντας στις συναγωγές τους και κηρύττοντας το χαρμόσυνο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού και θεραπεύοντας κάθε ασθένεια και αδιαθεσία στον λαό.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ρωμ. 15,1-7]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Αφού λοιπόν ο Παύλος απέδωσε την δοξολογία προς τον Θεό, πάλι από την ευχή προχωρεί σε παραίνεση, στρέφοντας τον λόγο στους πιο δυνατούς κατά την πίστη και λέγοντας τα εξής: «Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν(:Οφείλουμε εμείς οι δυνατοί στην πίστη και στην αρετή να δείχνουμε ανεκτικότητα και συμπάθεια στις αδυναμίες των αδυνάτων στην πίστη ανθρώπων και να μην κάνουμε εκείνα που αρέσουν στον εαυτό μας)»[Ρωμ.15,1].
Είδες πώς εξύψωσε αυτούς με τους επαίνους, όχι με το να τους πει μόνο δυνατούς, αλλά και με το να τους τοποθετήσει μαζί με τον εαυτό του; Και όχι μόνο έτσι, αλλά και τους παρακινεί πάλι με το χρήσιμο και το ευχάριστο. «Γιατί εσύ βέβαια είσαι δυνατός», λέγει, «και όταν δείχνεις συγκατάβαση δεν βλάπτεσαι καθόλου αλλά σε εκείνον ο κίνδυνος είναι για τα χειρότερα κακά, αν δεν βαστάζεται». Και δεν είπε «να βαστάζουμε τους αδυνάτους», αλλά «τις αδυναμίες των αδυνάτων ανθρώπων», για να παρακινήσει και να οδηγήσει τον δυνατό σε ευσπλαχνία, όπως και αλλού λέγει: «Ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος(:Εάν από αδυναμία πέσει ένας άνθρωπος σε κάποιο αμάρτημα, εσείς που είστε πνευματικά ισχυροί, να τον διορθώνετε και να τον παιδαγωγείτε με πνεύμα πραότητας)»[Γαλ.6,1].
Έγινες δυνατός; Απόδωσε την αμοιβή στον Θεό που σε έκανε τέτοιον και θα την αποδώσεις, αν διορθώνεις την ασθένεια του αρρώστου. Καθόσον και εμείς ήμασταν ασθενείς, αλλά γίναμε δυνατοί από τη θεία χάρη. Και αυτό δεν πρέπει να το κάνεις μόνο στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε εκείνους που πάσχουν από διαφορετική αρρώστια, όπως αν κάποιος είναι οξύθυμος, αν είναι υβριστής, αν έχει κάποιο άλλο παρόμοιο ελάττωμα, να τον βαστάζεις.
Και πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, άκουσε τα επόμενα. Γιατί, αφού είπε: «οφείλουμε να βαστάζουμε», πρόσθεσε: «και να μην κάνουμε όσα αρέσουν στον εαυτό μας»: «Ἓκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν(:Ο καθένας μας δηλαδή ας γίνεται αρεστός στον διπλανό του, για να συντελεί στο καλό του και να τον οικοδομεί στην αρετή)»[Ρωμ.15,2].Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: Είσαι δυνατός; Ας γνωρίζει τη δύναμή σου ο ασθενής· εκείνος ας μαθαίνει τη δύναμή σου, σε εκείνον να αρέσεις. Και δεν είπε απλώς: «να αρέσεις», αλλά «για το καλό του»· και όχι απλώς για το καλό του, για να μη λέγει ο τέλειος «ιδού, τον έλκω στο καλό», αλλά πρόσθεσε «για την οικοδομή του». Επομένως είτε είσαι πλούσιος, είτε έχεις εξουσία, να μην κάνεις εκείνα που αρέσουν στον εαυτό σου, αλλά στον φτωχό και σε αυτόν που έχει ανάγκη· γιατί έτσι και την αληθινή δόξα θα απολαύσεις και πολλή ωφέλεια θα προκαλέσεις. Γιατί η δόξα των κοσμικών πραγμάτων αμέσως εξαφανίζεται, ενώ των πνευματικών μένει, αν το κάνεις αυτό για την οικοδομή του. Γι’ αυτό από όλους το ζητάει αυτό· όχι δηλαδή ο τάδε και ο τάδε, αλλά «ο καθένας σας».
Στη συνέχεια, επειδή διέταξε κάτι μεγάλο και πρόσταξε να αφήσουν τη δική τους τελειότητα για να διορθώσουν την αδυναμία του άλλου, πάλι τον Χριστό παρουσιάζει στη μέση λέγοντας: «Καὶ γὰρ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ(:Διότι και ο Χριστός δεν απέφυγε εκείνα που ήταν κοπιαστικά και δυσάρεστα στον εαυτό Του, ούτε προτίμησε τα αναπαυτικά και τιμητικά, αλλά όπως αναφέρεται στην Αγία Γραφή: “οι βρισιές και οι βλασφημίες εκείνων που σε βλασφημούν, ουράνιε Πατέρα, έπεσαν επάνω μου”)», πράγμα που πάντοτε κάνει.
Καθόσον όταν μιλούσε για την ελεημοσύνη, Αυτόν παρουσίασε λέγοντας: «Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε(:Διότι γνωρίζετε καλά τη χάρη που έδειξε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός· διότι, ενώ ήταν πλούσιος, λόγω του απείρου μεγαλείου της θεότητάς Του, έγινε για σας φτωχός. Και φόρεσε τη φτωχή ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος, για να γίνετε εσείς πλούσιοι πνευματικά με τη φτώχεια Εκείνου)» [Β΄Κορ.8,9]. Και όταν προέτρεπε για αγάπη, από εκεί προέτρεψε, λέγοντας: «καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς(:όπως και ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία και παρέδωσε τον εαυτό Του σε θάνατο για χάρη της)» [Εφ.5,25].
Και όταν συμβούλεψε να υπομένουμε την αισχύνη και τους κινδύνους, σε Αυτόν κατέφυγε, λέγοντας: «Ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν(:Και πουθενά αλλού ας μη στρέφουμε τα βλέμματά μας κα την προσοχή μας παρά μόνο στον Ιησού, που είναι ο αρχηγός και θεμελιωτής της πίστεώς μας και μας τελειοποιεί σε αυτήν. Αυτός, για τη χαρά που είχε μπροστά Του και θα δοκίμαζε όταν με το πάθημά Του θα έσωζε πολλούς, υπέμεινε σταυρικό θάνατο και περιφρόνησε την ντροπή και την ατίμωση του θανάτου αυτού. Γι’ αυτό και έχει καθίσει τώρα στα δεξιά του θρόνου του Θεού)» [Εβρ. 12,2]. Έτσι και εδώ δείχνει ότι και Αυτός το έκανε αυτό και ότι ο προφήτης από την αρχή το προείπε. Γι’ αυτό και πρόσθεσε: «καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ(:και οι χυδαίες ύβρεις και οι χλευασμοί που εκτοξεύονται εναντίον Σου από τους ασεβείς έπεσαν όλοι καταπάνω μου)» [Ψαλμ. 68,10].
Τι όμως σημαίνει: «δεν ζήτησε εκείνα που ήταν αρεστά στον εαυτό Του»; Ήταν δυνατό σε Αυτόν να μην ατιμασθεί, ήταν δυνατό να μην πάθει εκείνα που έπαθε, αν βέβαια ήθελε να προσέχει το δικό Του καλό· αλλά όμως δεν θέλησε, αλλά παρέβλεψε το δικό Του καλό , επειδή πρόσεξε το δικό μας. Και για ποιον λόγο δεν είπε: «κένωσε τον εαυτό Του»; Γιατί δεν ήθελε να δείξει αυτό μόνο, ότι δηλαδή έγινε άνθρωπος, αλλά ότι και ατιμάστηκε και έλαβε από πολλούς κακή δόξα επειδή θεωρήθηκε πως είναι ανίσχυρος. Γιατί Του έλεγαν οι Ιουδαίοι όταν βρισκόταν επάνω στον Σταυρό: «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ (:Εάν είσαι βασιλιάς του Ισραήλ, του ευλογημένου δηλαδή λαού του Θεού, ας κατεβείς απ’ τον σταυρό και θα σε πιστέψουμε)»[Ματθ.27,40] και «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι(:άλλους έσωσε με τα αγύρτικά του θαύματα˙ τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει)» [Ματθ.27,42].
Γι’ αυτό ανέφερε πράγμα που του χρησιμεύει στην παρούσα υπόθεση και δείχνει πολύ περισσότερο από εκείνο που υποσχέθηκε· γιατί δεν δείχνει ότι ο Χριστός ατιμάστηκε μόνο, αλλά και ο Πατέρας. «Οι ύβρεις των υβριστών Σου», λέγει, «έπεσαν πάνω μου». Αυτό που λέγει, σημαίνει το εξής: «δεν συνέβη τίποτε καινούριο, τίποτε παράξενο». Γιατί εκείνοι που ασκήθηκαν στο να Τον χλευάζουν κατά την Παλαιά Διαθήκη, αυτοί οργίστηκαν πάρα πολύ και εναντίον του Υιού. Και αυτά γράφτηκαν για να Τον μιμούμαστε.
Εδώ ο Παύλος τους προετοιμάζει πλέον και για την υπομονή στους πειρασμούς: «Ὃσα γὰρ προεγράφη(:Και σας φέρνω τη μαρτυρία αυτή της Αγίας Γραφής)», λέγει, «εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν(:διότι όσα γράφηκαν στο παρελθόν από τους θεόπνευστους άνδρες, γράφτηκαν για τη δική μας διδασκαλία, για να κρατούμε στερεά την ελπίδα με την υπομονή και την παρηγοριά και την ενίσχυση που δίνουν οι Άγιες Γραφές)».Δηλαδή, για να μην τη χάσουμε, γιατί ποικίλοι είναι οι αγώνες από μέσα και απέξω· για να δείξουμε υπομονή, παίρνοντας ενίσχυση και παρηγοριά από τις Γραφές· για να μένουμε στην ελπίδα, ζώντας με υπομονή. Αυτά δηλαδή κατασκευάζουν το ένα το άλλο, η υπομονή την ελπίδα, η ελπίδα την υπομονή· αυτά και τα δύο προέρχονται από τις Γραφές.
Έπειτα στρέφει τον λόγο πάλι σε ευχή, λέγοντας: «Ὁ δὲ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν(:Και ο Θεός που χαρίζει σε όλους μας την υπομονή και την παρηγοριά, μακάρι να σας δώσει να έχετε όλοι μεταξύ σας τις ίδιες σκέψεις και τα ίδια φρονήματα, και να ζείτε διαρκώς με ομόνοια σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού)»[Ρωμ.15,5]. Γιατί αυτό είναι απόδειξη αγάπης, εκείνο που φρονεί κανείς για τον εαυτό του, αυτό να φρονεί και για τον άλλο.
Έπειτα πάλι για να δείξει ότι δεν ζητάει απλώς αγάπη, πρόσθεσε: «κατά το υπόδειγμα του Ιησού Χριστού», πράγμα που κάνει παντού, επειδή υπάρχει και άλλη αγάπη. Και ποιο το κέρδος της ομοφροσύνης; Λέγει: «ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν Θεὸν καὶ πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ(:για να διδάξετε με μια ψυχή και με ένα στόμα τον Ύψιστο, ο Οποίος είναι Θεός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ως προς την ανθρώπινη φύση Του, και Πατέρας, ως προς τη θεία φύση Του)»[Ρωμ.15,6]. Δεν είπε απλώς «με ένα στόμα», αλλά πρόσταξε να το κάνουν αυτό και «με μια ψυχή».
Είδες πως ένωσε ολόκληρο το σώμα και πως έκλεισε τον λόγο πάλι σε δοξολογία, με την οποία προτρέπει όλως ιδιαίτερα για ομόνοια και ομοφροσύνη; Στη συνέχεια πάλι έρχεται από εδώ στην ίδια παραίνεση λέγοντας: «Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ(:Για να κατορθώσετε όμως όλοι σας σαν ένας άνθρωπος και με μια καρδιά να δοξάζετε τον Θεό, σας συνιστώ να δέχεστε με αγάπη ο ένας τον άλλον, όπως και ο Χριστός σάς δέχθηκε όλους και σας έκανε αγαπητούς και δικούς Του, για να δοξάζεται ο Θεός)»[Ρωμ.15,7]. Πάλι το παράδειγμα από τον Θεό και το κέρδος ανέκφραστο, γιατί η ομοφωνία αυτή δοξάζει πάρα πολύ τον Θεό. Επομένως και αν ακόμη διαφωνείς με τον αδελφό σου, επειδή λυπάσαι γι΄ αυτόν, αφού κατανοήσεις ότι δοξάζεις τον Κύριό σου, όταν σταματήσεις την οργή, αν όχι για τον αδελφό σου, τουλάχιστον γι’ αυτό ακριβώς να συμφιλιωθείς, ή καλύτερα, πρώτα γι’ αυτό.
Καθόσον ο Χριστός αυτό παντού αναφέρει και, συνομιλώντας με τον Πατέρα, έλεγε: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας(:Σε παρακαλώ για όλους αυτούς, για να είναι όλοι ένα με την αγάπη και την ομοφροσύνη που θα κυριαρχεί μεταξύ τους. Όπως εσύ, Πάτερ, είσαι ενωμένος με Εμένα και Εγώ ενωμένος με Εσένα, επειδή έχουμε και οι δύο την ίδια ουσία και φύση, έτσι σε παρακαλώ να είναι και αυτοί ένα, έχοντας κοινωνία και ένωση με μας, για να πιστέψει ο κόσμος ότι Εσύ με απέστειλες. Και θα το πιστέψει ο κόσμος που είναι διαιρεμένος και διχασμένος, καθώς θα βλέπει το καταπληκτικό αυτό θαύμα της ενότητας και συμφωνίας των πιστών στο πρόσωπό μου)» [Ιω.17,21].
«Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ(:Για να κατορθώσετε όμως όλοι σας σαν ένας άνθρωπος και με μια καρδιά να δοξάζετε τον Θεό, σας συνιστώ να δέχεστε με αγάπη ο ένας τον άλλον, όπως και ο Χριστός, σας δέχτηκε όλους και σας έκανε αγαπητούς και δικούς Του, για να δοξάζεται ο Θεός)»[Ρωμ.15,7].
Ας υπακούμε λοιπόν και ας είμαστε ενωμένοι μεταξύ μας· γιατί εδώ η προτροπή δεν απευθύνεται προς τους αδυνάτους, αλλά προς όλους. Και αν ακόμη θέλει κανείς να χωριστεί από εσένα, εσύ να μην χωριστείς, ούτε να πεις τον ψυχρό εκείνο λόγο: «αν με αγαπάει, τον αγαπώ»· «αν δεν με αγαπάει το δεξί μάτι μου, το βγάζω»· γιατί τα λόγια αυτά είναι σατανικά και αρμόζουν στους τελώνες και στη μικροψυχία των ειδωλολατρών. Εσύ όμως, που κλήθηκες για μεγαλύτερη πολιτεία και γράφτηκες πολίτης στους ουρανούς, είσαι υπεύθυνος για μεγαλύτερους νόμους. Να μη λες λοιπόν αυτά τα λόγια, αλλά όταν δεν θέλει να σε αγαπάει, τότε να δείχνεις μεγαλύτερη την αγάπη σου, για να τον προσελκύσεις· καθόσον είναι μέλος και όταν το μέλος από κάποια ανάγκη χωρίζεται από το υπόλοιπο σώμα, κάνουμε τα πάντα για να το ενώσουμε πάλι και δείχνουμε τότε μεγαλύτερη φροντίδα· γιατί και ο μισθός είναι περισσότερος, όταν κανείς προσελκύει κάποιον που δεν θέλει να αγαπάει.
Εάν λοιπόν ο Κύριος προστάζει να προσκαλούμε σε γεύμα εκείνους που δεν μπορούν να μας το ανταποδώσουν, για να αυξηθούν όσα προέρχονται από την ανταπόδοση, πολύ περισσότερο πρέπει να το κάνουμε αυτό στην περίπτωση της αγάπης· γιατί εκείνος που αγαπιέται και αγαπάει σου απέδωσε την αμοιβή, ενώ εκείνος που αγαπιέται και δεν αγαπάει, έκανε χρεώστη του τον Θεό αντί για τον εαυτό του. Αλλά και εκτός από αυτά, όταν σε αγαπάει, δεν χρειάζεται πολλή φροντίδα· όταν όμως δεν σε αγαπάει, τότε χρειάζεται τη βοήθειά σου.
Να μην κάνεις λοιπόν την αιτία της φροντίδας αιτία ραθυμίας, ούτε να λες «επειδή είναι άρρωστος, γι΄ αυτό τον παραμελώ»· καθόσον αρρώστια είναι η κατάψυξη της αγάπης, αλλά εσύ θέρμανε εκείνον που έπαθε κατάψυξη. «Τι λοιπόν θα κάνω», λέγει, «αν δεν θερμαίνεται;» Επίμενε να κάνεις εκείνο που εξαρτάται από εσένα. Τι λοιπόν αν διαστρέφεται περισσότερο; Πάλι σου προξενεί μεγαλύτερη την ανταπόδοση και τόσο περισσότερο σε αποδεικνύει μιμητή του Χριστού· γιατί αν το να έχουμε αγάπη μεταξύ μας είναι γνώρισμα μαθητών(γιατί λέγει: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις(:Απ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθητές, από το αν δηλαδή έχετε αγάπη μεταξύ σας. Η αγάπη αυτή θα σας εξασφαλίσει την αναγνώριση, τον σεβασμό και την εκτίμηση των ανθρώπων περισσότερο από τη θαυματουργική σας δράση)» [Ιω.13,35], το να αγαπούμε εκείνον που μας μισεί, σκέψου πόσο μεγάλο θα είναι.
Γιατί και ο Κύριός σου αγαπούσε και παρηγορούσε εκείνους που Τον μισούσαν, και όσο πιο ασθενείς ήταν, τόσο περισσότερο φρόντιζε γι΄αυτούς και διακήρυττε λέγοντας: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἰ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες(:Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς, αλλά εκείνοι που δεν είναι καλά στην υγεία τους και είναι άρρωστοι)» [Ματθ.9,12], και θεωρούσε άξιους για το ίδιο τραπέζι τους τελώνες και τους αμαρτωλούς· και όσο Τον ατίμασαν οι Ιουδαίοι, τόση τιμή και φροντίδα έδειξε γι΄αυτούς, ή καλύτερα και πολύ περισσότερη. Αυτόν να μιμηθείς και εσύ. Ούτε βέβαια είναι μικρό το κατόρθωμα, αλλά χωρίς αυτό ούτε εκείνος που μαρτυρεί μπορεί να γίνει πάρα πολύ αρεστός στον Θεό, όπως λέγει ο Παύλος.
Μη λέγεις λοιπόν ότι «με μισούν και γι’ αυτό δεν τους αγαπώ κι εγώ», γιατί γι’ αυτό προπάντων πρέπει να αγαπάς. Άλλωστε ούτε είναι δυνατό όταν αγαπάς να μισείσαι αμέσως, αλλά και αν ακόμη είναι θηρίο κανείς, αγαπάει εκείνους που τον αγαπούν. «Ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι;(:Διότι εάν αγαπήσετε μόνο εκείνους που σας αγαπούν, ποια ανταμοιβή έχετε να πάρετε από τον Θεό; Δεν κάνουν το ίδιο και οι τελώνες;)», λέγει [Ματθ.5,46]. Εάν όμως ο καθένας αγαπάει εκείνους που αγαπούν, ποιος δεν θα αγαπήσει εκείνους που τη στιγμή που μισούνται αγαπούν; Αυτό λοιπόν να δείξεις και να μη σταματήσεις να λέγεις αυτόν εδώ τον λόγο, ότι δηλαδή «όσο και αν με μισείς, δεν θα σταματήσω να σε αγαπώ», και σταμάτησες κάθε φιλονικία, απομάκρυνες κάθε ψυχρότητα· γιατί ή από φλεγμονή προέρχεται η αρρώστια αυτή ή από ψυχρότητα, αλλά συνήθως και τα δύο η δύναμη της αγάπης τα διορθώνει με τη θερμότητα.
Δεν βλέπεις ότι εκείνοι που αγαπούν αισχρά ραπίζονται, φτύνονται, βρίζονται, παθαίνουν άπειρα κακά από τις γυναίκες εκείνες που είναι πόρνες; Τι λοιπόν; Τερμάτισαν τον έρωτά τους οι ύβρεις; Καθόλου, αλλά και περισσότερο τον άναψαν. Αν και βέβαια εκείνες που τα κάνουν αυτά μαζί με την πορνεία τους κατάγονται και από άσημο και ασήμαντο γένος, ενώ αυτοί που τα παθαίνουν πολλές φορές μπορούν να απαριθμούν λαμπρούς προγόνους και να περιβάλλονται από πολλή άλλη επισημότητα, αλλά τίποτε από αυτά δεν τους σταματάει, ούτε τους απομακρύνει από την ερωμένη τους.
Έπειτα δεν ντρεπόμαστε, όση δύναμη έχει ο έρωτας του διαβόλου και των δαιμόνων, να μην μπορούμε να τη δείξουμε για την αγάπη που είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού; Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλο όπλο εναντίον του διαβόλου; Δεν βλέπεις ότι είναι παρών ο πονηρός εκείνος δαίμονας, τραβώντας προς τον εαυτό του εκείνον που μισείται και θέλοντας να αρπάξει το μέλος, ενώ εσύ αδιαφορείς και παραδίνεις το έπαθλο της μάχης; Καθόσον ο αδελφός βρίσκεται στη μέση σαν έπαθλο· και αν νικήσεις, εσύ έλαβες το στεφάνι, αν όμως αδιαφορήσεις, έφυγες αστεφάνωτος. Σταμάτησε λοιπόν να λέγεις τον σατανικό εκείνον λόγο, ότι «αν με μισεί το μάτι μου, δεν μπορώ ούτε να το δω»· γιατί τίποτε δεν είναι πιο αισχρό από τον λόγο αυτόν, παρόλο βέβαια που οι περισσότεροι τον θεωρούν απόδειξη ευγενικής ψυχής· αλλά τίποτε δεν είναι πιο χυδαίο από αυτόν, τίποτε πιο ανόητο, τίποτε πιο μωρό.
Γι’ αυτό προπάντων και πενθώ, επειδή τα πράγματα της κακίας θεωρούνται πως είναι της αρετής, και η καταφρόνηση και περιφρόνηση φάνηκε πως είναι πράγμα λαμπρό και σεμνό, πράγμα που είναι πάρα πολύ μεγάλη παγίδα του διαβόλου, το να περιβάλλει με αγαθή δόξα την κακία· γι’ αυτό και δύσκολα εξαλείφεται· καθόσον και εγώ άκουσα πολλούς να καυχιούνται για το ότι δεν θέλουν να πλησιάσουν εκείνους που τους αποστρέφονται, αν και βέβαια ο Κύριός σου και χαίρεται να το κάνει αυτό.
Πόσες φορές λοιπόν Τον περιφρόνησαν οι άνθρωποι; Πόσες φορές Τον αποστράφηκαν; Αυτός όμως δεν σταματάει να τρέχει κοντά τους. Μη λέγεις λοιπόν ότι «δεν μπορώ να πλησιάσω εκείνους που με μισούν», αλλά πες ότι «δεν μπορώ να περιφρονήσω εκείνους που με περιφρονούν». Αυτός ο λόγος είναι του μαθητή του Χριστού, ενώ ο άλλος είναι του διαβόλου· αυτός κάνει τους ανθρώπους λαμπρούς και ένδοξους, ενώ ο άλλος αισχρούς και καταγέλαστους. Γι’ αυτό θαυμάζουμε τον Μωυσή, γιατί και όταν ακόμη ο Θεός έλεγε: «Καὶ νῦν ἔασόν με καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ εἰς αὐτούς ἐκτρίψω αὐτοὺς(:Και τώρα άφησέ με να τους καταστρέψω πάνω στη δίκαιη οργή μου)»[Έξ.32,9], δεν μπόρεσε να περιφρονήσει εκείνους που πολλές φορές Τον αποστράφηκαν, αλλά έλεγε: «Καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας(:Και τώρα εάν φανείς ευσπλαχνικός και συγχωρήσεις την αμαρτία τους αυτή, συγχώρεσέ τους. Εάν όμως δεν τους συγχωρέσεις, εξάλειψε μαζί με αυτούς και εμένα από το βιβλίο σου στο οποίο με έχεις)» [Έξ.32,32]· γιατί ήταν φίλος και μιμητής του Θεού.
Ας μην καυχιόμαστε λοιπόν για εκείνα για τα οποία πρέπει να αισθανόμαστε ντροπή, ούτε να λέμε τα λόγια αυτών των χυδαίων και πρόστυχων ανθρώπων της αγοράς: «είμαι σε θέση να φτύσω στα πρόσωπα απείρων ανθρώπων», αλλά και αν ακόμη άλλος τα λέγει, ας τον περιγελούμε και ας τον αποστομώνουμε, γιατί υπερηφανεύεται για εκείνα για τα οποία έπρεπε να ντρέπεται.
Τι λες; Πες μου· φτύνεις στο πρόσωπο ανθρώπου πιστού, τον οποίο και όταν ήταν άπιστος δεν τον έφτυσε ο Χριστός; Τι λέγω δεν τον έφτυσε; Τόσο λοιπόν τον αγάπησε, παρόλο που ήταν αισχρός και άσχημος, ώστε και να πεθάνει για τη σωτηρία του. Έπειτα, Αυτός τόσο τον αγάπησε αν και ήταν τέτοιος, ενώ εσύ τώρα που έγινε ωραίος και θαυμαστός τον περιφρονείς, πες μου, ενώ είναι μέλος του Χριστού και έγινε σώμα του Κυρίου; Δεν καταλαβαίνεις τι λες; Δεν αισθάνεσαι αυτά που τολμάς; Κεφαλή έχει τον Χριστό και τραπέζι και ένδυμα και ζωή και φως και νυμφίο και όλα είναι Εκείνος σε αυτόν, και τολμάς να πεις ότι «φτύνω αυτόν»; Και όχι μόνο αυτό, αλλά και χίλιους άλλους μαζί με αυτόν;
Στάσου, άνθρωπε, σταμάτησε τη μανία σου, αναγνώρισε την αξία του αδελφού σου, μάθε ότι αυτά τα λόγια είναι απόδειξη ανοησίας και παραφροσύνης και λέγε τα αντίθετα, ότι «και αν ακόμη με φτύνει άπειρες φορές, εγώ δεν θα απομακρυνθώ από αυτόν». Έτσι και τον αδελφό θα κερδίσεις και θα ζήσεις για τη δόξα του Θεού και θα συμμετάσχεις στα μελλοντικά αγαθά, τα οποία είθε όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-romanos.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Ρωμαίους επιστολή, επιλεγμένο απόσπασμα από την ομιλία ΚΗ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1985, τόμος 17, σελίδες 607-623.
- http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ματθ.9,27-35]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΥΦΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΚΩΦΟΥ
«Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ(:Και ενώ έφευγε από εκεί ο Ιησούς, Τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι φώναζαν δυνατά και έλεγαν: “Σπλαχνίσου μας και θεράπευσέ μας, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ”). Ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; Λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε(:Και όταν έφθασε στο σπίτι, ήλθαν κοντά Του οι τυφλοί, και ο Ιησούς τους λέει: “Πιστεύετε ότι έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου ζητάτε;” Και εκείνοι του απαντούν: “Ναι, Κύριε”).Τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν(:Τότε άγγιξε με τα δάκτυλά Του τα μάτια τους και τους είπε: “Ας γίνει αυτό που ζητάτε σύμφωνα με την πίστη σας”). Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί (:Και aνοίχτηκαν τα μάτια τους)»[Ματθ. 9, 27-30].
Τι τέλος πάντων ήταν εκείνο που ωθούσε εκείνους τους δύο τυφλούς ώστε να φωνάζουν δυνατά; Με σκοπό πάλι να μας διδάξει ότι πρέπει να αποφεύγουμε τη δόξα εκ μέρους των πολλών· διότι επειδή βρισκόταν η οικία κοντά, τους οδηγεί εκεί για να τους θεραπεύσει κατ’ ιδίαν. Και αυτό επίσης καθίσταται φανερό και από το ότι τους έδωσε εντολή να μην αναφέρουν το συμβάν σε κανένα. Και δεν είναι μικρή αυτή η κατηγορία για τους Ιουδαίους, κατά τη στιγμή που αυτοί οι οποίοι είχαν τυφλά τα μάτια τους, πιστεύουν στον Ιησού μόνο από όσα ακούνε, ενώ οι Ιουδαίοι εμπόδιζαν και τους οφθαλμούς τους να βλέπουν όσα γίνονταν από Αυτόν, και μολονότι έβλεπαν τα θαύματα και είχαν ως μάρτυρα των όσων συνέβαιναν τους οφθαλμούς τους, προέβαιναν σε τελείως αντίθετες ενέργειες.
Πρόσεξε επίσης και την προθυμία τους, που γίνεται φανερή και από την κραυγή τους και από το περιεχόμενο της παρακλήσεώς τους· διότι όχι απλώς και μόνο πλησίασαν τον Ιησού, αλλά και φωνάζοντας δυνατά και δεν πρόβαλλαν με την παράκλησή τους τίποτε άλλο παρά μόνο να τους ευσπλαχνιστεί. Και Τον αποκαλούσαν «υιό του Δαβίδ» επειδή εθεωρείτο η ονομασία αυτή πολύ τιμητική. Πραγματικά, σε πολλές περιπτώσεις και οι προφήτες αποκαλούσαν έτσι τους βασιλείς εκείνους που ήθελαν να τους τιμήσουν και να τους παρουσιάσουν ως πολύ σπουδαίους.
Αφού λοιπόν τους οδήγησε στην οικία, τους υποβάλλει δεύτερη ερώτηση· διότι σε όλες τις περιπτώσεις επιδίωκε να θεραπεύει κατόπιν παρακλήσεων των ασθενών, για να μη νομίσει κανείς ότι ενεργούσε τα θαύματα αυτά απλώς και μόνο από φιλοδοξία· και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και για να δείξει ότι οι δύο αυτοί τυφλοί ήταν άξιοι θεραπείας, και επιπλέον για να μη λέγει κανένας, ότι εάν από την ευσπλαχνία Του μόνο έσωζε, έπρεπε όλους να τους σώζει· διότι και η φιλανθρωπία έχει κάποια αιτία, την πίστη δηλαδή εκείνων που σώζονται. Και βέβαια δεν ζητεί επίμονα μόνο γι΄αυτόν τον λόγο την πίστη από αυτούς, αλλά και επειδή Τον ονόμασαν «υιό του Δαβίδ», για να τους εξυψώσει πνευματικά και να τους διδάξει ποια γνώμη πρέπει να έχουν γι’ Αυτόν, τους λέγει: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;(:Πιστεύετε ότι έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου ζητάτε;”)»[Ματθ.9,28]. Δεν είπε: «Πιστεύετε ότι μπορώ να παρακαλέσω τον Πατέρα μου, ότι μπορώ να προσευχηθώ», αλλά ότι «εγώ μπορώ να κάνω αυτό που ζητείτε».
Τι απαντούν λοιπόν εκείνοι; «Ναί, Κύριε». Δεν Τον ονομάζουν πλέον υιό του Δαβίδ, αλλά ανέρχονται πνευματικά υψηλότερα και ομολογούν ότι είναι Κύριος. Και τότε λοιπόν και ο Ιησούς θέτει τη χείρα Του επάνω τους και λέγει: «Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν(:Ας γίνει αυτό που ζητάτε σύμφωνα με την πίστη σας”)»[Ματθ.9,29]. Το κάνει αυτό επίσης για να ενδυναμώσει την πίστη τους και να δείξει ότι και αυτοί συνεισέφεραν στην επιτέλεση του θαύματος και επιπλέον για να επιβεβαιώσει ότι τα λόγια τους δεν ήσαν λόγια κολακείας· διότι δεν είπε «Ας ανοίξουν οι οφθαλμοί σας», αλλά «ας γίνει σε σας αυτό που ζητείτε σύμφωνα με την πίστη σας», πράγμα που λέγει σε πολλούς από εκείνους που Τον πλησίασαν, με σκοπό να καταστήσει γνωστή την πίστη της ψυχής τους πριν από τη θεραπεία των σωμάτων τους, ώστε να καταστήσει εκείνους περισσότερο ενάρετους και ευδόκιμους σε πίστη και έργα και στους άλλους να προκαλέσει περισσότερη προθυμία.
Κατά τον ίδιο τρόπο ενήργησε και στον παραλυτικό, καθόσον πριν να θεραπεύσει το σώμα του, την ψυχή του εξυψώνει που ήταν πεσμένη, λέγοντας τα εξής: «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου(:Έχε θάρρος, παιδί μου˙ έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου)»[Ματθ.9,2]. Και την θυγατέρα του αρχισυναγώγου αφού την ανέστησε την κράτησε από το χέρι της και μέσω της τραπέζης, της δίδαξε τον Ευεργέτη της[πρβλ. Λουκά 8, 55-56: «Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός(:Τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της. Οι γονείς της έμειναν εκστατικοί και κυριεύτηκαν από βαθύ και μεγάλο θαυμασμό. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε την εντολή να μην πουν σε κανέναν αυτό που έγινε, για να μην ερεθίζεται ο φθόνος των εχθρών Του)»].
Και στην περίπτωση του εκατόνταρχου ενήργησε κατά τον ίδιο τρόπο, εξαρτώντας τα πάντα από την πίστη[πρβλ. Ματθ. 8, 10-13: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ(:Όταν ο Ιησούς άκουσε τα λόγια του αυτά, θαύμασε και είπε σε εκείνους που Τον ακολουθούσαν: “Αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού. Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της βασιλείας των ουρανών, ενώ εκείνοι που κατάγονται από τον Αβραάμ και σύμφωνα με τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού είναι κληρονόμοι της βασιλείας, θα ριχθούν έξω απ’ αυτήν, στο σκοτάδι που είναι τελείως απομακρυσμένο από τη βασιλεία του Θεού. Εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους”. Και είπε ο Ιησούς στον εκατόνταρχο: “Πήγαινε στο σπίτι σου κaι ας γίνει σε σένα όπως το πίστεψες (ότι δηλαδή μόνο με τον λόγο μου και από μακριά μπορώ να θεραπεύσω το δούλο σου)”. Και πράγματι εκείνη τη στιγμή θεραπεύθηκε ο δούλος του)»].
Και τους μαθητές Του επίσης όταν τους έσωζε από την τρικυμία της θάλασσας, τους απάλλασσε κατά πρώτον από την ολιγοπιστία τους [πρβ. Ματθ. 8,26: «Τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; Τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη (:“Γιατί είστε δειλοί, ολιγόπιστοι;”. Τότε, αφού σηκώθηκε όρθιος, διέταξε με αυστηρότητα τους ανέμους και τη θάλασσα, και αμέσως έγινε γαλήνη μεγάλη)»].
Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν ενεργεί και στην περίπτωση αυτή. Γνώριζε μεν και πριν εκείνοι φωνάξουν, τις απόκρυφες σκέψεις της διάνοιάς τους, όμως για να εμβάλει και σε άλλους τον ίδιο ζήλο, τους φανερώνει και στους άλλους διακηρύσσοντας με την πράξη της θεραπείας τους την πίστη που κρυβόταν μέσα τους.
Στη συνέχεια μετά τη θεραπεία δίνει εντολή να μην αναγγείλουν το συμβάν σε κανένα· και δεν δίνει απλώς εντολή, αλλά μάλιστα με τόνο πολύ αυστηρό· διότι, λέγει: «καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω(:και ο Ιησούς με αυστηρότητα τούς πρόσταξε λέγοντας: “Προσέχετε, κανείς μη μάθει το θαύμα που σας έκανα”)»[Ματθ.9,30]. «Οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ (:Αυτοί όμως, όταν βγήκαν από το σπίτι, διέδωσαν τη φήμη του Ιησού ως Μεσσία και θαυματουργού σε όλη τη χώρα εκείνη)»[Ματθ.9,31].
Δεν μπόρεσαν βέβαια να συγκρατηθούν οι τυφλοί, αλλά αντίθετα έγιναν κήρυκες και ευαγγελιστές του θαύματος· και μολονότι έλαβαν εντολή να μην αναγγείλουν το γεγονός, δεν μπόρεσαν να το κρατήσουν μυστικό. Εάν όμως σε άλλες περιπτώσεις φαίνεται να λέγει: «Πήγαινε και διηγήσου τη δόξα του Θεού»[ πρβ. Μάρκ.5,19: «Ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε(:Πήγαινε στο σπίτι σου κοντά στους δικούς σου και διηγήσου σε αυτούς όσα σου έκανε ο Κύριος και πόσο σε ελέησε, αφού σε ελευθέρωσε από τόσο πλήθος δαιμόνων)» και Λουκά 8,39: «Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός(:Γύρισε πίσω στο σπίτι σου και να διηγείσαι όσα σου έκανε ο Θεός, ο Οποίος σε απάλλαξε από τα δαιμόνια)»] δεν δηλώνει αυτό αντίθεση προς αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως, αλλά αντιθέτως αυτό ακριβώς δηλώνει, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό· διότι μας διδάσκει να μη λέμε τίποτε για τους εαυτούς μας, αλλά και να εμποδίζουμε αυτούς που θέλουν να μας εγκωμιάσουν. Όταν όμως η δόξα αναφέρεται στον Θεό, όχι μόνο δεν μας εμποδίζει, αλλά και προστάσσει να το πράττουμε αυτό.
«Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων(:Και καθώς οι δύο αυτοί έβγαιναν από το σπίτι)», λέγει ο ευαγγελιστής, «ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον(:ιδού, έφεραν προς τον Ιησού έναν άνθρωπο που ήταν κυριευμένος από δαιμόνιο και ήταν κουφός και άλαλος)». Η πάθησή του αυτή δεν ήταν εκ φύσεως, αλλά προερχόταν από ισχυρή επίδραση του δαίμονος· για τούτο και χρειαζόταν άλλους για να τον οδηγήσουν στον Ιησού. Ούτε βέβαια μπορούσε μόνος του να παρακαλέσει τον Κύριο, διότι ήταν άφωνος, ούτε άλλους να ικετεύσει, διότι ο δαίμονας τού έδεσε τη γλώσσα και μαζί με τη γλώσσα και την ψυχή του δέσμευσε. Για τον λόγο αυτό δεν απαιτεί πίστη από αυτόν, αλλά αμέσως θεραπεύει την ασθένειά του· διότι λέγει ο ευαγγελιστής: «Καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός(:Και μόλις ο Χριστός έδιωξε το δαιμόνιο αυτό, ο κουφός μίλησε)».
«Καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ(:Και τα πλήθη του λαού θαύμασαν και έλεγαν: “Ποτέ δεν φάνηκαν τέτοια θαύματα στο έθνος του Ισραήλ˙ ούτε όταν οι προφήτες και οι υπόλοιποι άγιοι άνδρες θαυματουργούσαν ανάμεσά του”)»[Ματθ.9,33].Αυτό βέβαια κατεξοχήν ενοχλούσε τους Φαρισαίους, το ότι δηλαδή θεωρούσαν οι άνθρωποι του λαού τον Ιησού ως ανώτερο όλων, όχι μόνο εκείνων που ζούσαν τότε, αλλά και αυτών που έζησαν παλαιότερα. Τον θεωρούσαν επίσης ως ανώτερο όχι επειδή θεράπευε απλώς, αλλά επειδή θεράπευε εύκολα και αμέσως και πλήθος νοσημάτων και μάλιστα που ήταν αθεράπευτα. Και αυτή λοιπόν ήταν η γνώμη του πλήθους του λαού και έτσι εκδήλωνε έτσι τον θαυμασμό του.
Οι Φαρισαίοι όμως ενεργούσαν κατά εντελώς αντίθετο τρόπο· διότι όχι μόνο συκοφαντούσαν τα όσα συνέβαιναν, αλλά και δεν ντρέπονταν να αντιφάσκουν προς τα λεγόμενά τους· διότι τέτοια είναι η πονηρία. Και τι λένε λοιπόν; : «Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια (:Με τη βοήθεια και τη συνεργασία του αρχηγού των δαιμόνων βγάζει τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους)». Τι θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο ανόητο από αυτό; Διότι βέβαια είναι αδύνατο, όπως λέγει στη συνέχεια ο Ιησούς, ο δαίμονας να εκδιώκει τον δαίμονα, επειδή εκείνος συνηθίζει να οργανώνει και να συνενώνει τα δικά του και όχι να τα διαλύει· ενώ ο Χριστός όχι μόνο εξέβαλε δαίμονες αλλά και λεπρούς καθάριζε, και νεκρούς ανάσταινε, και τη θάλασσα χαλιναγωγούσε και τα αμαρτήματα συγχωρούσε και ουράνια βασιλεία κήρυττε και τους ανθρώπους οδηγούσε στον Πατέρα, πράγματα τα οποία ούτε θα μπορούσε ποτέ να εγκρίνει ο δαίμονας, ούτε βέβαια και θα ήταν δυνατόν ποτέ να τα πραγματοποιήσει· διότι οι δαίμονες οδηγούν τους ανθρώπους στα είδωλα και τους απομακρύνουν από τον Θεό και τους πείθουν να μην πιστεύουν στη μέλλουσα ζωή.
Ο δαίμονας όταν υβρίζεται, δεν ευεργετεί, αφού μάλιστα και όταν δεν υβρίζεται, βλάπτει αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν και τον τιμούν. Ο Κύριος όμως πράττει το αντίθετο· διότι μετά από αυτές τις ύβρεις και τις λοιδορίες, λέγει ο ευαγγελιστής: «Καὶ περιῆγεν ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ(:Και περιόδευε ο Ιησούς όλες τις πόλεις και τα χωριά, διδάσκοντας στις συναγωγές τους και κηρύττοντας το χαρμόσυνο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού και θεραπεύοντας κάθε ασθένεια και αδιαθεσία στον λαό)»[Ματθ.9,35].Και όχι μόνο δεν τιμώρησε αυτούς για την αναισθησία τους , αλλά ούτε καν τους επιτίμησε, και έτσι απέδειξε και την πραότητά Του και συγχρόνως μέσω αυτής έλεγξε την κατηγορία των Φαρισαίων. Συγχρόνως επίσης επιθυμούσε με τα θαύματα που επρόκειτο να επιτελέσει στη συνέχεια να καταστήσει ακόμη μεγαλύτερη την απόδειξη και τότε να τους ελέγξει και με τους λόγους Του.
Μετέβαινε λοιπόν και στις πόλεις και στα χωριά και στις συναγωγές τους, διδάσκοντάς μας να αμείβουμε κατά αυτόν τον τρόπο αυτούς που μας κατηγορούν, όχι δηλαδή με άλλες κατηγορίες, αλλά με μεγαλύτερες ευεργεσίες· διότι εάν ευεργετείς τους συνανθρώπους σου όχι για να σε δουν οι άνθρωποι αλλά για τη δόξα του Θεού, όσα και αν σου κάνουν, μη σταματήσεις να τους ευεργετείς, για να λάβεις ακόμη πιο μεγάλη αμοιβή· διότι βέβαια αυτός που σταματά την ευεργεσία μετά τη συκοφαντία δείχνει ότι προσπαθεί να ασκήσει αυτό το έργο, όχι για να δοξάσει τον Θεό, αλλά για να λάβει τον έπαινο των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό, θέλοντας να μας διδάξει ο Χριστός, ότι από αγαθότητα και μόνο προέβαινε στις ενέργειες αυτές, όχι μόνο δεν περίμενε να έλθουν προς Αυτόν οι ασθενείς, αλλά και ο Ίδιος μετέβαινε προς εκείνους, χαρίζοντάς τους τα δύο πιο μεγάλα αγαθά· το πρώτο ήταν το ευαγγέλιο της βασιλείας των ουρανών, και το δεύτερο η θεραπεία όλων των ασθενειών. Και δεν παρέβλεπε καμία πόλη, ούτε παρέλειπε κανένα χωριό, αλλά επισκεπτόταν κάθε τόπο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΛΒ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, σελίδες 366-377.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 134-139.
- (http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Ρωμ.15,4]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 21-7-1985]
[Β140]
Ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, επιθυμώντας να βοηθήσει τους πιστούς της Εκκλησίας της Ρώμης, γράφει τα εξής: «Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν». «Εμείς», λέγει, «οι δυνατοί, εμείς που νομίζομε ότι μπορεί να έχομε κάποια δύναμη πνευματική, ας κρατήσομε τις ατέλειες εκείνων οι οποίοι έχουν ολιγοτέραν πνευματική δύναμη». Και για να στηρίξει αυτό, δηλαδή ότι δεν πρέπει να υπάρχει μία αυταρέσκεια, «μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν», αλλά πρέπει να βοηθούμε πραγματικά τους άλλους, αναφέρεται σε ένα πρότυπον. Και αυτό το πρότυπον είναι ο Ιησούς Χριστός· «δια τον Οποίον», λέγει, «εγράφη στην Παλαιά Διαθήκη: Οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ». Ως να αποτείνεται ο Υιός προς τον Πατέρα λέγοντας: «Εκείνοι που ονείδιζαν Σένα, ω Πατέρα μου, τώρα ονειδίζουν Εμένα». Είναι από τον Ψαλμόν 68, στίχος 10.
Και εξ αφορμής όλων αυτών που σημειώνει ο Απόστολος, ότι δηλαδή πρότυπό μας είναι ο Χριστός, ο Οποίος επήρε επάνω Του τον ονειδισμόν του Πατρός εκ μέρους των Εβραίων που απέδιδαν εις τον Πατέρα, προβαίνει σε μία γενικοτέρα μεγίστη αλήθεια. Ότι δηλαδή ό,τι εγράφη στην Παλαιά Διαθήκη, αφού ανεφέρθη εις τον Χριστόν, αυτό εγράφη και για μας εις την Καινή Διαθήκη. Και συνεπώς ολόκληρη η Αγία Γραφή, και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, είναι μία διαρκής και μόνιμος αξία. Γι΄αυτό σημειώνει και λέγει: «Ὃσα γὰρ προεγράφη(:διότι όσα γράφτηκαν πιο μπροστά, στην Παλαιά Διαθήκη), εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη(:γράφτηκαν για τη δική μας διδασκαλία), ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν(:με την υπομονή και την ελπίδα και την παρηγορία των γραφών) τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν(:έχομε την ελπίδα της σωτηρίας)».
Ώστε λοιπόν αγαπητοί μου, να ένα μεγάλο θέμα εδώ, ότι η Παλαιά Διαθήκη βρίσκει το πλήρωμά της μέσα στην Καινή Διαθήκη μέσα στον χρόνο, μέσα στην Εκκλησία, μέσα στους πιστούς· διότι ξαναλέγω άλλη μία φορά, εκείνο που λέγει «προεγράφη», προεγράφη για μας, για την Εκκλησία. Συνεπώς σήμερα η Παλαιά Διαθήκη, η οποία έχει φύγει από τη ζωή μας -προσπαθήσαμε να τη βγάλομε την Παλαιά Διαθήκη, από μία παρανόηση ή κακόβουλα, όπως θέλετε πάρτε το, θεωρούμε ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι κάποιος κακός Θεός, κάποιος αιμοβόρος Θεός, κάποιος εκδικητικός Θεός, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον Θεό της Καινής Διαθήκης. Βέβαια ένας μελετητής γρήγορα ανακαλύπτει ότι είναι ο ίδιος ο Θεός. Κι αν θέλετε, Εκείνος που ομιλεί εις την Παλαιά Διαθήκη, δεν είναι παρά ο Ίδιος Εκείνος που ομιλεί εις την Καινή Διαθήκη, δηλαδή ο Υιός. Ο Υιός ομίλησε εις το Σινά. Ο Υιός είπε: «Ὁ Θεός πῦρ καταναλίσκον» ότι είναι. Ο Θεός είπε ότι είναι ζηλωτής κ.ο.κ. Ο Ίδιος που ενηνθρώπησε όταν ήλθε το πλήρωμα των καιρών.
Όταν λοιπόν ο Απόστολος Παύλος σημειώνει: «Ὃσα γὰρ προεγράφη», όσα γράφτηκαν για μας πιο μπροστά, αναφέρεται όπως βλέπετε στην Παλαιά Διαθήκη. Και θέλει να τονίσει ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει αμείωτον αξίαν, μόνιμον, για κάθε εποχή και για κάθε πιστό μέσα στην Εκκλησία.
Αλλά για να το καταλάβομε αυτό, επιτρέψατε να κάνομε μία πολύ μικρή και σύντομη ανάλυση. Και πρώτα πρώτα να δούμε το ιστορικόν μέρος της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι γνωστό ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει βιβλία ιστορικά, έχει ποιητικά, έχει και προφητικά. Και τα μεν ιστορικά αναφέρονται στην Ιστορία του Ισραήλ, τα ποιητικά είναι οι Ψαλμοί, ο Ιώβ κ.ο.κ., Άσμα Ασμάτων. Τα δε προφητικά είναι τα έργα των προφητών.
Ως προς τα ιστορικά βιβλία, όπως είναι τα πρώτα πέντε βιβλία, η Γένεσις, η Έξοδος, το Λευιτικόν, οι Αριθμοί και το Δευτερονόμιον, και τα παρακάτω ιστορικά βιβλία, όπως είναι ο Ιησούς του Ναυή, τα τέσσερα Βασιλειών κ.ο.κ., αυτά, αγαπητοί μου, θεωρούνται από τους αρνητάς του Χριστιανισμού, δυστυχώς και από πολλούς χριστιανούς, ότι είναι η Ιστορία του Ισραήλ, που για μας τους Έλληνες δεν μας ενδιαφέρει. «Έχομε τη δική μας την Ιστορία, γιατί πρέπει να μάθομε την Ιστορία του Ισραήλ; Ποιος ο λόγος;». Αυτό είναι το επιχείρημά τους.
Ύστερα, εμείς οι Έλληνες είχαμε μιαν άλλη τοποθέτηση. Η τοποθέτησις του Έλληνος είναι ο ορθός λόγος. Η τοποθέτησις του Εβραίου είναι η πίστις. Ο Έλληνας επινοεί. Ο Εβραίος δέχεται αποκάλυψιν. Εάν ο Εβραίος επινοήσει, αμαρτάνει απέναντι του αποκαλύπτοντος Θεού, του αποκαλυπτόμενου Θεού. Συνεπώς οι τοποθετήσεις μας είναι διαφορετικές. Εμείς, επειδή στηριζόμεθα εις τον ανθρώπινον λόγον, εμείς έχομε μια υπερηφάνεια. Όταν λέγω «Εμείς οι Έλληνες», οι αρχαίοι Έλληνες. Και καλύτερα, αν θέλετε, ο όρος «Ἕλλην» δεν είναι αυτός που συμπίπτει με τον γεωγραφικόν χώρον «Ἕλλην», αλλά είναι ο τρόπος με τον οποίον σκέπτεται ένας άνθρωπος. Και εμείς οι Έλληνες σκεφτήκαμε έτσι… Εμείς λοιπόν οι Έλληνες έτσι σκεφτόμαστε. Και σκεφτόμαστε ακόμη έτσι παρά ότι είμαστε Χριστιανοί. Και ερχόμαστε και λέμε: «Εμείς έχομε μια ένδοξη Ιστορία. Ένδοξη, που βγήκε από τις δικές μας τις δυνάμεις. Ποτέ δεν ήρθε ο Θεός να μας πει: ‘’Θα πολεμήσω μαζί σας’’. Οι Εβραίοι έχουν μία Ιστορία που όταν νικούν, νικά για λογαριασμό τους ο Θεός. Συνεπώς αυτό έρχεται σε αντίθεση με την υπερηφάνειά μας και δεν θέλομε τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν θέλομε την Ιστορία του Ισραήλ. Δεν μας…-ας πω μια σύγχρονη έκφραση– δεν μας εκφράζει. Δεν το θέλομε, δεν μας αρέσει»… Αυτό είναι ένα βασικό επιχείρημα. Στο βάθος όμως πρόκειται περί μιας αγνοίας ή περί μιας κακοβούλου θέσεως.
Θα ήθελα να σας έλεγα, αγαπητοί μου, ότι η Ιστορία του Ισραήλ είναι μία τυπική Ιστορία. Μπορούσαν οι Εβραίοι να σταθούν όπως και οι Έλληνες. Αν μου πείτε ότι είναι Ασιάται, θα σας έλεγα ότι και οι Έλληνες είναι Ασιάται. Και οι Έλληνες ήρθαν από τα βάθη της Ασίας. Ναι. Και οι Έλληνες. Αν θέλετε, από τη Μεσοποταμία όλοι ξεκίνησαν. Κατά τη Γραφήν και κατά τους ανθρωπολόγους. Μην μου το πείτε αυτό. Θα μπορούσαν θαυμάσια να πολεμήσουν οι Εβραίοι. Απλώς ο Θεός δεν θέλει το πράγμα έτσι. Θέλει απλώς να μπει στην Ιστορία. Και μπαίνει στην Ιστορία μόνον ενός λαού. Για να μπει κατοπινά στην παγκόσμια Ιστορία. Έτσι, η Ιστορία του Ισραήλ είναι μία τυπική Ιστορία. Και όταν λέμε «τυπική» εννοούμε η Ιστορία εκείνη που βρίσκει την εφαρμογή της ως τύπος σε όλους τους λαούς της Γης. Και ένα βασικό σημείο είναι το εξής, στην Ιστορία την τυπική του Ισραήλ. Ο λαός, όταν είναι κοντά στον Θεό, έχει όλα τα αγαθά Του, όπως και στον Παράδεισον οι πρωτόπλαστοι. Όταν ο λαός φύγει μακριά από τον Θεό και λατρεύσει τα είδωλα, τότε ο Θεός τον τιμωρεί. Αυτή είναι η βασική, η κεντρική, η θεμελιώδης θέσις της ισραηλιτικής Ιστορίας· διότι αυτό βλέπομε σαν μια διοίκουσα θέση, μια διοίκουσα ιδέα, γραμμή, μέσα σε όλο το μήκος της Ιστορίας των Εβραίων.
Αυτό όμως εφαρμόζεται και εις τον καινούριο Ισραήλ. Και ποιος είναι ο νέος Ισραήλ; Ο Ισραήλ της Χάριτος, είναι οι Χριστιανοί. Είναι η εξ Εθνών Εκκλησία. Έτσι μπορούμε να πούμε: αν φύγομε εμείς οι Χριστιανοί από τον Θεό, τότε θα έχομε τις συνέπειες της αποστασίας μας· όπως είχε ο λαός του Ισραήλ κάποτε. Ακούστε, αγαπητοί μου, πώς το λέγει αυτό ο Απόστολος Παύλος, για να δείξει ότι η ιουδαϊκή ιστορία είναι μόνιμος και διαρκής προειδοποίησις δια την Εκκλησία των Εθνών, παντός Έθνους, ανά την Υφήλιον, όχι μόνον των Ελλήνων. Αναφερόμενος στην απείθεια του Ισραήλ εις την έρημο, γράφει στην Α΄προς Κορινθίους 10,10: «Ταῦτα δὲ -όταν τιμωρήθηκαν οι Εβραίοι, αποστατήσαντες εις την έρημον και απειθήσαντες- τύποι ἡμῶν ἐγενήθησαν(:έγιναν για μας τύποι, μοντέλα, υποδείγματα. Ό,τι δηλαδή συνέβη εκεί, θα συμβεί κι εδώ), εἰς τὸ μὴ εἶναι ἡμᾶς ἐπιθυμητὰς κακῶν, καθὼς κἀκεῖνοι ἐπεθύμησαν (:Για να μη γίνομε επιθυμηταί κακών, όπως κι εκείνοι έγιναν επιθυμηταί κακών· επεθύμησαν κρέας, επεθύμησαν τα σκόρδα, επεθύμησαν τα κρομμύδια, επεθύμησαν τα πράσα της Αιγύπτου και είπαν εις τον Μωυσέα: «Τι μας έφερες εδώ; Για να φάμε αυτό το διάκενο, αυτό το κούφιο, το κουτό προϊόν, δηλαδή το μάννα; Θα γυρίσομε πίσω στην Αίγυπτο». Έγιναν επιθυμηταί και ετιμωρήθησαν αυστηρά. Όπως εκείνοι ετιμωρήθησαν, έτσι κι εμείς θα τιμωρηθούμε εάν γίνομε επιθυμηταί· διότι εκείνοι έγιναν τύπος του νέου Ισραήλ, δηλαδή της Εκκλησίας)· μηδὲ γογγύζετε -λέει στη συνέχεια ο Απόστολος Παύλος-, καθὼς καί τινες αὐτῶν ἐγόγγυσαν καὶ ἀπώλοντο ὑπὸ τοῦ ὀλοθρευτοῦ(:Ούτε να γογγύζετε και να μεμψιμοιρείτε εναντίον του Θεού για κάθε περιπέτειά σας και διωγμό σας και δυσκολία σας –Όπως ακριβώς έγιναν και εκείνοι γογγυσταί. Στον τύπο πηγαίνει αμέσως– Και κατεστράφησαν από τον ολοθρευτήν άγγελον). Ταῦτα δὲ πάντα τύποι συνέβαινον ἐκείνοις, ἐγράφη δὲ πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν, εἰς οὓς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν (:Όλα αυτά συνέβαιναν τυπικώς, τυπολογικώς σε εκείνους, και γράφτηκαν για μας προς νουθεσίαν, τώρα που είμεθα εις το τέλος των αιώνων και πλησιάζει η Δευτέρα του Χριστού παρουσία)».
Ώστε λοιπόν βλέπομε εδώ ότι η διήγησις η ιστορική, η Ιστορία του Ισραήλ δεν είναι απόβλητη. Είναι αναγκαιοτάτη. Θυμηθείτε ακόμη ένα άλλο παράδειγμα. Ο ίδιος ο Κύριος, στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, όταν αποτείνεται προς τον Επίσκοπον της Περγάμου, γράφει, λέγει: «Ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὀλίγα(:Καλός είσαι, έχω όμως μερικά παράπονα μαζί σου), ὅτι ἔχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν Βαλαάμ, ὃς ἐδίδαξε τὸν Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα καὶ πορνεῦσαι. οὕτως ἔχεις καὶ σὺ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν τῶν Νικολαϊτῶν ὁμοίως. Μετανόησον οὖν». «Εκεί», λέγει, «στην επαρχία σου, την Πέργαμο, στη Μικρά Ασία, έχεις τη διδαχή του Βαλαάμ, αυτού του ειδωλολάτρου μάγου, που επρότεινε εις τον Βαλάκ, τον βασιλέα των Μωαβιτών, με τι τρόπους να κερδίσει τους Εβραίους». Δηλαδή με άλλα λόγια, με τι τρόπους να κάνει τον Θεό να οργιστεί ο Θεός εναντίον των Εβραίων και τελικά οι Εβραίοι να νικηθούν από τους Μωαβίτας. Τι; Πονηροτάτη μέθοδος, δαιμονική. «Βάλτους», λέει, «να θυσιάσουν στους θεούς σου και βάλτους να πορνεύσουν με τις γυναίκες σου, τα κορίτσια σου και θα δεις τότε, επειδή ο Θεός τους δεν τα θέλει αυτά, θα οργιστεί εναντίον των, θα τους εγκαταλείψει, θα τους τιμωρήσει και τότε θα τους κερδίσεις εσύ». Λέει λοιπόν τώρα ο Χριστός: «Όπως τότε ο Βαλαάμ επρότεινε στον Βαλάκ εκείνα κι εκείνα, έτσι κι εσύ έχεις μερικούς τέτοιους στη μητροπολιτική σου επαρχία. Μετανόησε λοιπόν, γιατί έρχομαι γρήγορα να μετακινήσω τη λυχνία σου. Δηλαδή να σε κάνω να φύγεις από τον τόπον αυτόν». Πού αναφέρθηκε ο Χριστός; Σε μια ιστορία παλιά. Είναι αυτή η ιστορία γραμμένη στο βιβλίο των Αριθμών, δηλαδή σε ένα βιβλίο της Πεντατεύχου.
Βλέπετε, αγαπητοί μου, πώς η Παλαιά Διαθήκη μπαίνει στη ζωή μας την ίδια; Αλλά, γενικά, όπως λέει στην προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος: «Εἰ γὰρ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;». «Εάν», λέγει, στην Παλαιά Διαθήκη, «κάθε παράβαση και κάθε παρακοή εύρισκε τον δάσκαλό της, ετιμωρείτο δηλαδή, εμείς, εμείς που έχομε το αίμα του Χριστού και δεν έχομε το αίμα των θυσιών, που έχομε κάτι παμμέγιστο και τεράστιο, εάν υποτεθεί ότι αμαρτάνομε, εάν υποτεθεί ότι αμελούμε, πόσο περισσότερο σε μας τα πράγματα θα αποβούν σε τιμωρία;». Ώστε λοιπόν διδάσκαλος σοφός το ιστορικόν μέρος της Παλαιάς Διαθήκης.
Έρχεται κατόπιν, αγαπητοί μου, το πνευματικόν μέρος και το σωτηριολογικόν της Παλαιάς Διαθήκης, που είναι η πίστις. Είναι πολλά, αλλά κυριότατα, κυριότατα είναι η πίστις. Αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος στην Ρωμαίους 4,23 στον Αβραάμ, ότι δια της πίστεως δικαιώθηκε και λέγει: «Οὐκ ἐγράφη δὲ δι᾿ αὐτὸν μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ -εις δικαιοσύνην– ἀλλὰ καὶ δι᾿ ἡμᾶς οἷς μέλλει λογίζεσθαι, τοῖς πιστεύουσιν ἐπὶ τὸν ἐγείραντα Ἰησοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν». «Δεν λογαριάστηκε μόνον εις δικαίωσιν, εις αρετήν η πίστις του Αβραάμ, που επίστευσε ότι θα γεννήσει υιόν, ενώ ήταν 100 χρονών άνθρωπος και η Σάρα 90, αλλά το ίδιο πράγμα συμβαίνει κι εμάς, το ίδιο θα λογαριαστεί, εις δικαίωσιν εάν κι εμείς πιστεύσομε». Γιατί παίρνει τον Αβραάμ; Ο Αβραάμ είναι μπροστά στη νεκρή μήτρα της Σάρας, από την οποίαν γεννιέται ο Ισαάκ, ο φορέας της επαγγελίας ενός λαού. Ο πιστός είναι μπροστά στον νεκρόν Ιησούν, στον τάφο του Χριστού, από τον οποίον τάφον βγήκε ο αναστημένος Χριστός. Το ίδιο πράγμα. Εκείνος πίστευσε στην ανάσταση ενός λαού, ο Αβραάμ. Εμείς πιστεύομε εις την ανάστασιν του Χριστού. Το στοιχείον; Κοινόν. Ποιο; Η πίστις.
Ακόμη η Παλαιά Διαθήκη, αγαπητοί μου, προσφέρεται ως προφητικός λόγος. Όχι μόνον γιατί πρέπει να μελετούμε την Παλαιά Διαθήκη, για να μάθομε Ποιος είναι ο Χριστός, την ταυτότητά Του, αλλά και διότι οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, όλες δεν εξεπληρώθησαν, αλλά θα εκπληρωθούν. Και ακόμη ένα άλλο. Υπάρχουν προφητείες στην Παλαιά Διαθήκη, οι οποίες αλλεπαλλήλως μέσα στην Ιστορία, έως το τέλος της Ιστορίας θα εκπληρούνται διαρκώς. Να σας πω μία προφητεία: «Εάν με ακούσετε», λέγει ο Θεός, δια του προφήτου Ησαΐου, «θα φάτε τα αγαθά της γης· εάν δεν με ακούσετε, θα σας φάει μαχαίρι». Και ύστερα από λίγα χρόνια, από 200 χρόνια, τρώει μαχαίρι το βόρειο Βασίλειο και ύστερα από 300 χρόνια τρώει μαχαίρι και το νότιο Βασίλειο. Αυτή η προφητεία όμως επαληθεύεται πάντοτε. Όποτε ακούμε τον Θεό, τρώμε τα αγαθά της γης. Όποτε δεν Τον ακούμε, μάχαιρα εμάς μας περιμένει να μας κόψει. Είναι χρήσιμος λοιπόν ο προφητικός λόγος όχι μόνο ο αναφερόμενος εις τον Χριστόν, αλλά και εις ημάς.
Ακόμα, αγαπητοί μου, η Παλαιά Διαθήκη προσφέρει τον ηθικόν νόμον. Ο ηθικός νόμος προϋποτίθεται εις την Παλαιά Διαθήκη όταν τον έχομε εις την Καινή Διαθήκη. Ο Χριστός είπε: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις.. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν …». Τι κάνει; Συμπληρώνει. Αλλά τι συμπληρώνει; Κάτι που υπάρχει. Πού υπάρχει; Στην Παλαιά Διαθήκη. Δεν μπορείς να αγνοήσεις την Παλαιά Διαθήκη και τον ηθικό της νόμο. Θα τον δεχθείς συμπληρωμένον από την Καινή Διαθήκη· διότι η Παλαιά «ἐγένετο παιδαγωγός εἰς Χριστόν», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, εάν υποτεθεί ότι παρουσιάζει ατελείας.
Πέμπτον. Ακόμη και αυτός ο τελετουργικός νόμος, ο οποίος βεβαίως κατηργήθη, δεν έχομε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης και κατηργήθη, γιατί λέτε; Γιατί έχομε το πρωτότυπο· διότι πλέον ο μόσχος ή ο αμνός είναι ο Ιησούς Χριστός. Δεν έχομε ανάγκη λοιπόν θυσιών. Αφού έχομε ήδη το πρωτότυπον. Εκεί είχαμε τα αντίτυπα. Πάλι όμως έχομε την έννοιαν της θυσίας. Τι είναι η Θεία Λειτουργία; Είναι θυσία. Κεντρικό σημείο της λατρείας, ποιο είναι; Η θυσία στην Παλαιά Διαθήκη. Κεντρικόν σημείον της λατρείας στην Καινή Διαθήκη, τι είναι; Η Θεία Λειτουργία, η θυσία του Χριστού. Γενικά δηλαδή θα λέγαμε, ακόμη αν θέλετε και η καθαρά λατρεία. Έπρεπε να πλυθούν χέρια πόδια οι ιερείς. Εμείς πλενόμαστε τυπικώς, για να εκφράσομε την εσωτερική καθαρότητα. Κεντρικά σημεία μένουν τα ίδια.
Θέλετε ακόμη ένα έκτον σημείον; Διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης που μας παραξενεύουν σήμερα και που αναφέρονται στην καθημερινότητα, αυτές έχουνε μία αναφορά, αναφορική, πνευματική διάσταση. Δηλαδή ετούτο σημαίνει ετούτο. Ένα μικρό παράδειγμα. Λέγει: «Δεν θα βάλει φίμωτρο εις το ζώο που σου αλωνίζει». Θα πει κάποιος: «Ε, τώρα τι να κάνομε μ’ αυτό, πρέπει να το τηρήσομε;» Ακούστε τι λέγει ο Απόστολος Α΄Κορ.9,9: «Ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα». «Είναι γραμμένο», λέει, «στον μωσαϊκό νόμο: ‘’Δεν θα βάλεις φίμωτρο στο βόδι που αλωνίζει, είναι στο αλώνι μέσα και πατάει και αλωνίζει’’». «Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; (:Μήπως ενδιαφέρεται ο Θεός για τα βόδια;) ἢ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; (:Ή το λέγει για μας αυτό;). Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι». «Για μας», λέει, «γράφτηκε: ότι άξιος εργάτης του μισθού αυτού. Θα αροτριάς και θα αλωνίζεις στο χωράφι και στο αλώνι της ελπίδος». «Για μας», λέει, «γράφτηκε».
Ένα άλλο. «Όταν θα κάνεις», λέει, «ύφανση, ύφανση, πανί, μη βάλεις λινάρι και μαλλί μαζί. Ή λινάρι ή μαλλί. Όχι και τα δύο μαζί». Γιατί; Έχει σημασία αυτό. Μην είσαστε ἑτεροζυγοῦντες, που λέει ο απόστολος Παύλος. Το λέει ο ίδιος. «Μη βάλεις το ζευγάρι σου», το λέει και η Παλαιά Διαθήκη, «άλογο και βόδι, ή όνο και βόδι. Δεν μπορούν αυτά να πάνε καλά»· που σημαίνει «ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις» τώρα ο Απόστολος Παύλος, «δεν μπορείς να κάνεις παρέα με τον άπιστον άνθρωπον». Έχει σημασία. Έχει σημασία. Έχει δηλαδή πνευματικήν αναγωγήν, αναφορά το θέμα αυτών των διατάξεων μέσα στην Παλαιά Διαθήκη.
Αλλά, αγαπητοί μου, με δύο λόγια ας ξαναγυρίσουμε στο κείμενό μας, αυτό που ο Απόστολος Παύλος μας είπε εις την σημερινήν αποστολική περικοπή. «Ὃσα γὰρ προεγράφη, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν». Τι σημαίνει; «Για μας» λοιπόν, «δηλαδή για την Καινή Διαθήκη προεγράφη ό,τι προεγράφη στην Παλαιά Διαθήκη, με σκοπό την ανάπτυξη της υπομονής και της παρηγορίας των γραφών, για να αποκτήσομε την ελπίδα της σωτηρίας εν Χριστώ». Καθαρότερα το λέγει ο Απόστολος Παύλος ως εξής, Β΄Τιμ.3,16: «Πᾶσα γραφὴ -πᾶσα γραφὴ- θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν». Ποια είναι αυτή η «πᾶσα γραφὴ»; Και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Αν το θέλετε, τον καιρό που γράφει ο Παύλος, έχει υπόψιν του μόνο την Παλαιά Διαθήκη. Λοιπόν, Παλαιά και Καινή Διαθήκη θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ». Βλέπετε; Πᾶσα γραφὴ. Το προσέξατε αυτό; Πᾶσα γραφὴ. Και ποιος ο σκοπός της μελέτης του λόγου του Θεού; «Πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν». Να παιδαγωγηθούμε. Να γυρίσομε πίσω στον Θεόν. Και ο σκοπός αυτών ποιος είναι; «Ἳνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος (:Για να είναι ο άνθρωπος του Θεού άρτιος, ολόκληρος, σωστός)». Ω, αυτή η αρτιότης του ανθρώπου, μόνον εις τον Χριστιανισμόν υπάρχει. Είναι κάτι θαυμαστό αγαπητοί.
Αγαπητοί μου, ολόκληρη η Αγία Γραφή, ολόκληρη, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι ο μοναδικά αλάνθαστος οδηγός πάσης φύσεως προβλημάτων ανθρωπίνων. Αλάνθαστος οδηγός και λύτης όλων αυτών των ανθρωπίνων προβλημάτων. Δεν υπάρχει τίποτε περιττόν μέσα στην Αγίαν Γραφήν. Αν έχει η Παλαιά Διαθήκη επαναλήψεις, είναι οι επαναλήψεις του δασκάλου ή του εκπαιδευτού στον στρατό, που το λέει και το ξαναλέει με σκοπό την εντύπωσιν. Παν ό,τι αφορά τη σωτηρία μας είναι γραμμένο μέσα στην Αγία Γραφή. Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Δεν υπάρχει τίποτε μα τίποτε που να μην αναφέρεται εις τη σωτηρία μας. Ή κάτι που να ζητούμε και να μην είναι γραμμένο εκεί μέσα.
Γι΄αυτό, αγαπητοί, να γίνει ο λόγος του Θεού ένα καθημερινό μας εντρύφημα, για να γίνομε κατά Θεόν σοφοί. Όπως λέγει στον Τιμόθεο ο Απόστολος: «Ἀπό βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἷδας, τὰ δυνάμενὰ σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν». «Από νήπιο ξέρεις τα γράμματα τα ιερά, που μπορούν να σε κάνουν σοφό». Και σεις να γίνετε σοφοί και τα παιδιά σας από μικρά βοηθήσατέ τα, καθοδηγήσατέ τα στις αθάνατες σελίδες του λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής. Ο λόγος του Θεού είναι ζωντανός. Γιατί πίσω από τα γράμματα τα τυπωμένα είναι ένα πρόσωπον, ο Λόγος του Θεού.
Γι΄αυτό λέγει στην προς Εβραίους 5,12 ο Απόστολος Παύλος: «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ(:Γιατί ζώντας ο λόγος του Θεού) καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων(:έρχεται και σε σκαλίζει) καὶ ἐννοιῶν καρδίας, καὶ οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ(:Δεν υπάρχει κάτι που είναι σκεπασμένο στον λόγο του Θεού), πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, πρὸς ὃν ἡμῖν ὁ λόγος. Γιατί; Διότι δεν είναι τα τυπογραφικά στοιχεία ο λόγος του Θεού. Είναι ένα πρόσωπον. Και το πρόσωπον αυτό είναι το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, που ενηνθρώπησε, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός. Γι΄αυτό έχει δίκαιο ο Ιερός Χρυσόστομος που σημειώνει και λέγει: «Ἀγαπητοί, ἀδύνατον, ἀδύνατον σωθῆναι ἄνευ τῆς τῶν θείων Γραφῶν ἀναγνώσεως». Είναι αδύνατον, είναι αδύνατον να σωθεί κανείς χωρίς να μελετά τον λόγο του Θεού· και την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_284.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ. 9, 27-35]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 25-7-1982]
(Β73)
Κάποτε, αγαπητοί μου, ο Κύριος, διερχόμενος σε έναν τόπον, Τον συνήντησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι έκραζαν: «Ἰησοῦ, υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς». «Ιησού, απόγονε του Δαβίδ», δηλαδή Μεσσία, «ελέησέ μας».
Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπει κανείς τυφλούς ανθρώπους γενικά ασθενείς, να σπεύδουν να βρουν την υγεία των, πολύ δε περισσότερο, όταν αυτή είναι όρασις και δεν βλέπουν γύρω τίποτα, παρά μόνο σκοτάδι, να σπεύδουν να ζητήσουν την θεραπεία τους από τον Θεό. Αλλά εκείνο που κάνει κατάπληξη είναι ότι εκείνοι που είχαν τα μάτια τους δεν έβλεπαν, για να ομολογήσουν τον Ιησού «υιό του Δαβίδ». Δηλαδή Μεσσία. Διότι ο τίτλος «υἱός Δαυΐδ» σημαίνει Μεσσίας, δηλαδή Χριστός. Εκείνοι που δεν είχαν τα μάτια τους και δεν είχαν δει κανένα θαύμα, παρά μόνο είχαν μάθει, είχαν ακούσει, συνεπώς είχαν πιστέψει, αυτοί να ομολογούν τον Ιησούν «υἱόν Δαυΐδ». Κάνει εντύπωση αυτό.
Και λίγο πιο κάτω, όταν ο Κύριος θα τους πει «Τι θέλετε;», μάλιστα επί λέξει να σας το πω: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». «Πιστεύετε -Είδατε; Στη πίστιν ο Κύριος μένει- ότι αυτό Εγώ μπορώ να το κάνω;». «Λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε». Δεν λέγουν: «Ναι, Ιησού». Δεν λέγουν: «Ναι, υιέ Δαβίδ». Αλλά λέγουν: «Ναί, Κύριε». Συνεπώς με το να πουν «Κύριον» τον Ιησούν, ομολογούν την θεότητά Του. Με το να πουν τον Ιησούν «Ἰησοῦν», ομολογούν την ανθρωπότητά Του. Και με το να Τον ονοματίσουν «υἱόν Δαυΐδ», δηλαδή Μεσσίαν, δηλαδή Χριστόν, ομολογούν την θεανθρωπίνη Του φύση και το θεανθρώπινον έργον της σωτηρίας. Είναι καταπληκτικό.
Αλλά όμως, αγαπητοί μου, η τύφλωσις δεν είναι τόσο σπουδαίο πράγμα, όταν είναι στα μάτια. Τι τώρα, τι αύριο, τι του χρόνου, τι κάποια μέρα, θα κλείσουμε τα μάτια μας. Και θα τα ανοίξομε σε μιαν άλλη ζωή. Αλλά τα μάτια μας δεν θα τ’ ανοίξομε σε μιαν άλλη ζωή, αν από τούτη τη ζωή δεν έχουν ανοίξει κάποια άλλα μάτια. Και αυτά είναι τα μάτια της ψυχής. Συνεπώς εδώ δεν πρόκειται περί τυφλών στο σώμα. Αλλά περί τυφλών στην ψυχή. Όλοι οι άνθρωποι είμεθα τυφλοί. Σε τι; Στο να δούμε τον Θεό. Αν το θέλετε, ο Χριστός εθεράπευε όχι βεβαίως για να φέρει κάποιαν κοινωνικήν, θα λέγαμε, ευτυχίαν. Απόδειξις ότι η Εκκλησία που άφησε στον κόσμον αυτόν και το Πνεύμα το Άγιον, που μένει μέσα στην Εκκλησία, δεν θεραπεύει όλους τους αρρώστους. Έχομε πολλούς αρρώστους. Και οι πιο πολλοί άγιοι, αν όχι όλοι, ήσαν άρρωστοι. Συνεπώς δεν έκανε ο Χριστός θαύματα για να αφήσει μια κληρονομιά θεραπείας όσων θα προσήρχοντο εις την Εκκλησία Του. Τότε η πίστις θα κατηργείτο. Ο Χριστός έκανε θαύματα για να πιστώσει την θεότητά Του. Αλλά και κάτι παραπέρα. Ο Χριστός άνοιγε τα μάτια των τυφλών, τα αυτιά των κωφών και φυγάδευε τους δαίμονες από τους ανθρώπους, για να μπορούν οι άνθρωποι με τις αισθήσεις τους και με τον νου τους να δουν τον Θεό. Ακούσατε· να δουν τον Θεό. Γιατί αυτοί που έβλεπαν τον Ιησούν, έβλεπαν τον Θεό. Γιατί ήταν ο Ενανθρωπήσας Θεός.
Έτσι λοιπόν οι αισθήσεις αποκαθίστανται, για να δει ο άνθρωπος όχι με τα μάτια μόνο της ψυχής, αλλά και με τα μάτια του σώματος τον Θεό. Αυτό το πράγμα είναι ακατανόητο και πολλοί θα ‘θελαν να το ψιλοκόψουν, δηλαδή να το κάνουν ιδεαλισμόν, βγάζοντας τα μάτια του σώματος, τάχα για να δουν μόνο με τα μάτια της ψυχής των τον Θεό. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει στην πρώτη του επιστολή την καθολική ότι «ὀψόμεθα Αὐτόν καθώς ἐστίν». «Θα Τον δούμε όπως είναι και όπως είμαστε». Όπως θα αναστηθούμε με τα σώματά μας, με τα πλήρη σώματά μας, θα δούμε και Εκείνον με την πλήρη Του σωματική ύπαρξη, που είναι στον ουρανό. Δηλαδή θα Τον δούμε όπως είμαστε, όπως είναι. Γι’ αυτό άνοιγε ο Χριστός τα μάτια και τα αυτιά θεράπευε κ.ο.κ.
Αλλά, αγαπητοί μου, εδώ πρέπει να μείνομε σε κάτι. Τι είναι εκείνο που άνοιξε τελικά τα μάτια αυτών των δύο τυφλών; Ήταν μία κραυγή. Μάλιστα μία συνεχής κραυγή. Λέγει εδώ ότι οι τυφλοί έκραζαν. Και μάλιστα ο Κύριος δεν τους πρόσεξε -σκοπίμως, εντός εισαγωγικών- για να αποφύγει το πλήθος, που θα έκανε το θαύμα αυτό, κι όταν μπήκε σε ένα σπίτι, οι τυφλοί αυτοί μπήκαν κι αυτοί μέσα στο σπίτι κι εκεί ακόμη συνέχισαν να κράζουν: «Υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς!». Συνεπώς έβλεπαν, είχαν μπροστά τους τον Ιησούν, του Οποίου το πρόσωπον δεν αμφισβητούν, προς τον Οποίον αποτείνονται. Γι΄αυτό σας είπα, το «Ιησούς» δεν το ονομάζουν εδώ αλλά προϋποτίθεται, Τον αποκαλούν «υἱόν Δαυΐδ». Τι είναι εκείνο που τους έκανε να ανοίξουν τα μάτια τους; Αυτή η ομολογία. Προσέξατέ την. «Ιησού, υιέ Δαβίδ», συ που είσαι Κύριος, «ελέησέ μας».
Δηλαδή να το βάλω σε μία τάξη. «Κύριε»· γιατί το «Ιησού, υιέ Δαβίδ» θα πει «Χριστέ», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας». Σας λέει τίποτα αυτό; Είναι η γνωστή προσευχή. Η γνωστή ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς». Αυτή είναι η ευχή. Δεν είναι λοιπόν παρά η καταγωγή της ευχής, της γνωστής ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» ή «ἐλέησον ἡμᾶς» , η καταγωγή της είναι από την Αγία Γραφή. Δεν είναι επινόησις των ανθρώπων. Μας την εδίδαξαν και οι Απόστολοι ακόμα. Δεν έχω τον χρόνο να σας πω πιο πολλά. Ο Απόστολος Παύλος, ο Απόστολος Πέτρος και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, που αναφέρονται ακριβώς σ’ αυτήν την επίκλησιν του Ιησού Χριστού. Και αυτό το παντοδύναμο όνομα, γιατί πίσω από το όνομα είναι ένα παντοδύναμο πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού, του τελείου Θεού, του τελείου ανθρώπου· που έχει ειδικήν αποστολή από τον Πατέρα, για την σωτηρία του κόσμου ολόκληρου. Αυτό το πρόσωπο είναι το παντοδύναμο. Μπροστά στο οποίο κάμπτει παν γόνυ, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων. Αυτό λοιπόν άνοιξε τα μάτια των τυφλών.
Λοιπόν κι εμείς… ω κι εμείς, μη ζητούμε… δεν μας το απαγορεύει ο Θεός να ζητήσομε και την θεραπεία του σώματός μας, αγαπητοί μου, δεν μας το απαγορεύει· είπε να το ζητούμε κι αυτό. Πολλές φορές όμως η αγάπη Του δεν μας δίνει την θεραπεία σε μία σωματική μας αρρώστια. Πρέπει όμως να γίνει καλά η ψυχή μας οπωσδήποτε. Οπωσδήποτε. Γι’ αυτό λοιπόν, με την τύφλωση που έχομε και δεν μπορούμε να δούμε τον Θεό, δεν μπορούμε να νιώσομε την παρουσία Του, δεν μπορούμε να Τον εγγίσομε, εκείνο που θα μας κάνει να Τον εγγίσομε, να Τον πλησιάσομε, είναι αυτή η ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Αλλά ας προσέξομε, αγαπητοί μου, κάτι εδώ. Η προσευχή αυτή η τόσο μικρή, ευμνημόνευτη, είναι πλήρης προσευχή. Όταν λέμε «πλήρης προσευχή» σημαίνει έχει όλα εκείνα τα στοιχεία, για να αποτελέσει μία προσευχή. Και να γίνει ευπρόσδεκτη από τον Θεό. Αν έχετε προσέξει, στις προσευχές της Εκκλησίας μας, που πρότυπον είναι η Κυριακή Προσευχή, το «Πάτερ ἡμῶν» υπάρχουν δύο θέσεις ή καλύτερα, δύο τμήματα. Στο πρώτο τμήμα, το οποίον είναι και πρώτον, προτάσσεται δηλαδή, αναφερόμεθα εις τον Θεόν και τις ιδιότητές Του. Στο δεύτερο τμήμα αναφερόμεθα εις τα προβλήματά μας. Πάρτε το «Πάτερ ἡμῶν». Κοιτάξτε: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γενηθήτω τό θέλημά Σου». Αυτά όλα αναφέρονται στο πρόσωπον του Θεού. Μετά στα δικά μας θέματα: «Γενηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Αιτήματα δικά μας. Σε κάθε, λοιπόν, προσευχή έχομε αυτά τα δύο τμήματα. Την θεολογία, δηλαδή αποτεινόμεθα στον Θεό και στα ζητήματά μας. Όταν λέμε όμως «την θεολογία» αναφερόμενοι στην θεολογία, αναφερόμεθα στην δοξολογία του Θεού. Γιατί όταν πω τον Θεό «Πατέρα», αυτό είναι δόξα· διότι είναι Πατήρ και Τον ομολογώ Πατέρα. Συνεπώς είναι μία δόξα προς τον Θεό. Όταν πω «να αγιασθεί», δηλαδή να δοξαστεί το όνομά Του, είναι μία δόξα στον Θεό. Έχω προσέξει, υπάρχουν ευχές, και μάλιστα λειτουργικές, όπως είναι η ευχή του Τρισαγίου Ύμνου, που λέμε στην Θεία Λειτουργία, τα τρία τέταρτα της όλης ευχής είναι δοξολογία προς τον Θεό. Συνεπώς είναι το πρώτο τμήμα. Γι΄αυτό λέγει κανείς με έναν τόνο φωνής κατά τέτοιο τρόπο, που αποτείνεται βέβαια προς τον Θεό, εκεί αλλάζει τον τόνο της φωνής, για να πάει στο τελευταίο τέταρτο του όλου μεγέθους της ευχής, που αποτείνεται στο να μας συγχωρεθούν οι δικές μας οι αμαρτίες και να μας αξιώσει ο Θεός κι εμείς να ψάλλομε τον Τρισάγιον Ύμνον.
Έτσι κι εδώ, αυτή η ευχή είναι πλήρης. Ακούσατέ την. «Κύριε Ιησού Χριστέ» είναι το πρώτον μέρος, το θεολογικόν. «Ελέησόν με». Είναι το δεύτερον μέρος. Εκείνο που αφορά σε μένα, τον άνθρωπο. Ώστε, λοιπόν, να μία πλήρης προσευχή.
Αλλά, αγαπητοί μου, ας την αναλύσομε. Όταν λέμε «Κύριε» στο δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, Το αποκαλούμε «Θεόν». Διότι ο τίτλος «Κύριος» θα πει Θεός. «Ιησού» θα πει «άνθρωπος». Συνεπώς εδώ ομολογούμε ότι ο Ιησούς είναι και Θεός είναι και άνθρωπος πλήρης. «Κύριε Ιησού Χριστέ». Το «Χριστέ» θα πει Μεσσίας, που θα πει το ειδικό έργο που ανέλαβε ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Ήτοι, η Ενανθρώπησις, ο Σταυρός, η Ανάστασις, η Ανάληψις, η Δευτέρα Του παρουσία. Όλα αυτά είναι στον κύκλο του Μεσσίου. Συνεπώς το απολυτρωτικόν έργον του Μεσσίου για τον άνθρωπο, για την Δημιουργία ολόκληρη. Άρα λοιπόν κλείνεται στον κύκλο «Χριστέ» όλο το μυστήριον της θείας Οικονομίας· το οποίον εδώ ομολογούμε, και με την ομολογία μας αυτή δοξάζομε τον Θεό. Δοξάζομε όχι μόνον το πρόσωπο το δεύτερο της Αγίας Τριάδος, αλλά και τον όλον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Ώστε λοιπόν βλέπομε αγαπητοί μου, ότι το μέρος αυτό, το πρώτο είναι θεολογικό, δοξολογικό και αναφέρεται εις την δόξα του Θεού.
Αλλά και κάτι ακόμα. Είδατε ότι εις την Λειτουργίαν λέμε το Σύμβολον της Πίστεως. Είναι θεμελιώδες αυτό. Τι σημαίνει λέγω το Σύμβολον της Πίστεως; «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα…καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν… καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον». Δηλαδή; Αυτό που στο τέλος θα πούμε, συγνώμη, στην αρχή του Συμβόλου της Πίστεως, για να ομολογήσομε, «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν». Δηλαδή τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Είναι η υψίστη ομολογία. Είναι η υψίστη θεολογία. Πρέπει λοιπόν να πούμε το Σύμβολο της Πίστεως, για να διακηρύξομε την πίστη μας εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν, διότι σε λίγο θα κοινωνήσομε, και είναι βαρύτατο αμάρτημα να κοινωνήσει κανείς το σώμα και το αίμα του Χριστού και δεν πιστεύει σε δύο πράγματα. Στην θεότητα, δηλαδή στην Αγία Τριάδα και δεύτερον εις το μυστήριον της θείας Οικονομίας. Βαρύτατο αμάρτημα. Μέχρι που λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Γι΄ αυτό αρρωσταίνουν πολλοί και κοιμώνται (:πεθαίνουν) ικανοί». Αυτό είναι το μεγάλο αμάρτημα. Η απιστία. Λοιπόν, ανανεώνομε με το να πούμε το Σύμβολον της Πίστεως, την πίστη μας εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν και εις το μυστήριον της Θείας Οικονομίας, δηλαδή της Ενανθρωπήσεως.
Έτσι κι εδώ. Όταν λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», ακούσατέ το, όταν πούμε «Κύριε», στρεφόμεθα εναντίον όλων των αιρετικών, με επικεφαλής τον Άρειον, που αμφισβήτησαν την θείαν φύσιν του Ιησού. Όταν λέμε «Ιησού», στρεφόμεθα εναντίον των μονοφυσιτών οι οποίοι αμφισβήτησαν… -και των Δοκητών, που αμφισβήτησαν την ανθρωπίνην φύσιν του Ιησού. Ότι ήτο κατά το φαινόμενον ή ότι απερροφήθη από την θείαν φύσιν. Κι όταν λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», ομολογούμε όλο το έργον του Χριστού και στρεφόμεθα εναντίον όλων εκείνων των αιρετικών και μάλιστα συγχρόνων αιρετικών, οι οποίοι δεν ομολογούν τον Ιησούν ως Χριστόν. Δηλαδή, ως λυτρωτήν. Αλλά ως αναμορφωτήν της ανθρωπότητος, ως φιλόσοφον, ως Γκουρού· τελευταία έχομε κι αυτό, ότι είναι διδάσκαλος, με μία ινδική ονομασία, ή ό,τι άλλα θέλετε. Ώστε όταν πω «Κύριε Ιησού Χριστέ» έχω πλήρη ομολογία και στρέφομαι εναντίον όλων των αιρετικών με αυτήν μου την ομολογία.
Άρα; Άρα είναι πλήρης προσευχή, πλήρης προσευχή. Γι’αυτό, αν κάνω μόνον αυτήν την ευχή, τα κάνω όλα. Γι΄αυτό πολλές φορές, ασκηταί που δεν έχουν την δυνατότητα ή δεν θα ήθελαν, απομονωμένοι, να κάνουν ακολουθίες της Εκκλησίας μας, τον Όρθρο, τον Εσπερινό, μένουν στην ευχή μόνη. Γιατί; Είναι πλήρης προσευχή, πλήρης.
Αλλά προσέξτε όμως και κάτι άλλο. Αφού είναι πλήρης προσευχή, και αναφερόμεθα εις το «ελέησόν με», το οποίο θα σας αναλύσω λίγο πιο κάτω, δεν έχομε τι άλλο να πετύχομε παρά περιεκτικότατα την πρακτικήν αρετήν και την θεωρίαν. Δηλαδή να πετύχομε τις αρετές και να φθάσομε με τον δρόμο της προσευχής, αυτής της ευχής, να φθάσομε να ίδομε το πρόσωπον του Χριστού.
Αλλά προσέξτε όμως. Μερικοί θα έλεγαν την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν ημάς». Πολλοί όμως λέγουν «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Αυτό σε τύπον πληθυντικό εκφράζει κάτι. Εδώ οι δύο τυφλοί έλεγαν «ἐλέησον ἡμᾶς». Θα μπορούσε ο καθένας να έλεγε για λογαριασμό του, για τον εαυτό του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όπως λέμε στον στρατό πολλές φορές… απαγορεύεται να μιλήσομε σε ένα αίτημά μας σε πληθυντικό αριθμό. «Θέλομε ψωμί. Είμαστε άρρωστοι. Είμαστε κουρασμένοι». Απαγορεύεται. Γιατί θεωρείται στάσις. Θα πεις στον στρατό: «Θέλω ψωμί», όχι «θέλομε». «Είμαι κουρασμένος», «είμαι άρρωστος, δεν μπορώ», όχι «δεν μπορούμε». Εδώ αντίθετα. Δεν υπάρχει κανένας φόβος στάσεως, επαναστάσεως και απειθαρχίας. Υπάρχει η έκφραση της αγάπης. «Ἐλέησον ἡμᾶς». Ο κάθε τυφλός δεν μένει στον εαυτό του, αλλά και στον άλλον τυφλόν. Έτσι, άμα λέγουν «Ἐλέησον ἡμᾶς», θα ‘θελαν και οι δύο να θεραπευθούν. Θα ‘λεγε ίσως ο καθένας από πλευράς του: «Κύριε, αν θεραπεύσεις εμένα και δεν θεραπεύσεις τον άλλον, μην θεραπεύσεις ούτε εμένα. Και εμένα και τον άλλον». Αυτό εκφράζει πολλή αγάπη. Την δεύτερη εντολή, την μεγάλη, το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Όταν λοιπόν λέμε «ἐλέησον ἡμᾶς», αγκαλιάζομε όλους τους φίλους και τους εχθρούς και ολόκληρη την Δημιουργία. Κατά τον τύπον «Πάτερ ἡμῶν». Δεν λέμε «Πατέρα μου» αλλά «Πάτερ ἡμῶν», Πατέρα μας. Έτσι, αγαπητοί μου, έχομε μπροστά μας την πλήρωση των δυο εντολών. Της αγάπης προς τον Θεό, στον Οποίον αποτεινόμεθα και τον Οποίον δοξάζομε και ομολογούμε, αλλά και την αγάπη προς τον πλησίον με το να συμπεριλάβομε στην προσευχή μας και τα πρόσωπα των πλαϊνών μας, όλων των ανθρώπων.
Αλλά ακόμα αυτό το «ἐλέησον», τι σημαίνει; Είναι περιεκτική λέξις. Και εκφράζει και δοξολογία και ευχαριστία και μετάνοια και δέηση. Όλα τα εκφράζει, όλα, μα όλα. Είναι περιεκτική αυτή η λέξις όπως σας είπα. Να γίνεις έλεος σε μένα. Να με βοηθήσεις. Να με ελεήσεις. Και τι σημαίνει «ελέησέ με»; Σημαίνει, όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης «το έλεος του Θεού είναι η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος». Αυτό είναι το έλεος του Θεού. Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Ο δε άγιος Νικόδημος, στην Φιλοκαλία λέγει το εξής περίφημο: «Όταν θέλεις να ζητήσεις το έλεος του Θεού, θα έχεις στον νου σου τα εξής-επί λέξει έτσι τα γράφει. Μάλιστα τα μεταφράζει, είναι στον 5ο τόμο της Φιλοκαλίας, προς το τέλος, τα μεταφράζει για να γίνουν κατανοητά από όλους, για να μην μείνει κανείς που να μην κατανοεί αυτήν την ευχήν– Λυπήσου με και δος μου- πρώτον- πνεύμα δυνάμεως. Δώσε μου την δύναμη, να μην έχω δειλίαν». Διότι η δειλία είναι ίδιον των μη Χριστιανών. Μην το ξεχνάτε αυτό. Οι άνθρωποι που είναι κάτω από την κυριαρχία του σατανά έχουν δειλίαν. Ο πιστός δεν έχει ποτέ δειλίαν. Ακόμη κι όταν στέκομαι μπροστά στον όγκο της πνευματικής ζωής και λέγω … τι θα κάνω εγώ; Κάποτε, όταν διαβάσομε ένα βιβλίο και μας πει κάποιος πνευματικός ή ένα κήρυγμα γίνει, θεωρούμε υπερβολικά αυτά, πολύ βαριά και, είμαστε ανήμποροι εμείς να τα πραγματώσομε. Αγαπητοί μου, μας λείπει πνεύμα δυνάμεως. Γι΄αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος: «δεν μας έδωκε ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού».
«Λυπήσου με και δος μου –δεύτερον- πνεύμα σωφρονισμού. Να έχω μυαλό. Να μπορώ». Γιατί η σωφροσύνη έχει δύο σημασίες. Έχει την σημασία να σκέπτομαι σωστά αλλά και ακόμη να διατηρώ μακριά από τα σαρκικά αμαρτήματα το σκεύος μου, που είναι ναός του Θεού το σώμα μου. «Λυπήσου με και δος μου», τρίτον, «πνεύμα φόβου Θεού». Σήμερα προσπαθούμε να βγάλομε από την αγωγή της νεοτέρας γενεάς τον φόβο του Θεού. Και λέμε ότι δημιουργεί συμπλέγματα κατωτερότητος ο φόβος. Δεν είναι ο φόβος που δημιουργεί τα συμπλέγματα. Το δεχόμαστε κι εμείς, ναι. Ο φόβος δημιουργεί συμπλέγματα κατωτερότητος. Είναι κακό πράγμα ο φόβος. Είναι μεταπτωτικό φαινόμενο. Μα όχι ο φόβος του Θεού. Ο φόβος του Θεού είναι γονιμοποιός. Γονιμοποιεί την ψυχή. Διότι όταν λέγει ο Απόστολος «μετά φόβου καί τρόμου κατεργαζόμενοι τήν ἡμῶν σωτηρίαν», τι άλλο θέλει να πει; Με φόβο και με τρόμο να κατεργάζομαι την σωτηρία μου, μήπως την χάσω, μήπως χάσω τον Θεό. Αυτός ο φόβος είναι γονιμοποιός. «Ἀρχή σοφίας -δηλαδή αρχή αρετής, σοφία στους Εβραίους θα πει αρετή– φόβος Κυρίου». Έβγαλες τον φόβον αυτόν τον γονιμοποιόν; Δεν πρόκειται, αδελφέ μου, ουδέποτε να αποκτήσεις αρετή. Και τότε, από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι θα κατεβαίνεις στο βάθος των κακών και της ασεβείας. Επειδή ακριβώς οι άνθρωποι πέταξαν τον φόβο του Θεού, γι΄αυτό τον λόγο πέφτουν εις τον βυθόν της ασεβείας. Τι είπε ο ληστής ο ένας στον άλλον; «Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;» . «Δεν φοβάσαι τον Θεό; Και βλασφημάς εναντίον του Ιησού;». Ο ένας ληστής επί του σταυρού, στον άλλον ληστήν επί του σταυρού. Δεν φοβάσαι τον Θεό; Δος μου λοιπόν, Κύριε, λυπήσου με και δώσε μου φόβον Θεού.
«Δος μου Κύριε πνεύμα αγάπης. Να σε αγαπώ. Είναι η κορυφή όλων. Να σε αγαπώ. Να φθάνω όταν λέγω την ευχή, να νιώθω ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο πλην Σου. Ο κόσμος παράγει. Ο κόσμος περνά. Δεν μένει τίποτα εις την θέση του. Βοήθησέ με λοιπόν να αισθάνομαι ότι το μόνο σταθερόν είσαι Συ και μόνον Εσύ. Το μόνον αξιαγάπητον πρόσωπον, το αξιέραστον πρόσωπον, το άκρως εφετόν είναι το πρόσωπό Σου. Βοήθησέ με, λοιπόν, δος μου το έλεός Σου, δηλαδή βοήθησέ με να Σε αγαπήσω. Ναι, Κύριε. Δος μου πνεύμα ειρήνης. Να ειρηνεύει η ψυχή μου. Να είμαι σε συνδιαλλαγή μαζί σου. Να μην αισθάνομαι ένοχος απέναντί Σου. Και μέσ’ τον κόσμον αυτόν να αισθάνομαι ειρήνη. Ότι είμαι ασφαλισμένος μέσα στο χέρι το δικό Σου. Ναι, Κύριε. Δος μου πνεύμα καθαρότητος. Να καθαρεύω σε όλα. Να έχω ειλικρίνεια, να είμαι καθαρός στην ψυχή, καθαρός στο σώμα. Λυπήσου με, Κύριε, ελέησέ με και δώσε μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης. Να βλέπω ότι είμαι πολύ μικρός. Ότι είμαι ένα μικρό Σου πλάσμα, πλην πλάσμα Σου. Αλλά πολύ μικρό μέσα στην Δημιουργία. Να αισθάνομαι ότι δεν είμαι τίποτα, ότι το παν είσαι Εσύ».
Έτσι, αγαπητοί μου, θα πουν όλα αυτά και πλήθος όλα τ’ άλλα, ό,τι δεν είπαμε, τα παίρνω από τον άγιο Νικόδημο αυτά που σας είπα, σημαίνουν «ἐλέησον ἡμᾶς». Ελέησέ με. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Σύντομη ευχή. Επαναλαμβανομένη. Διαρκώς. Πόσο διαρκώς; Μας το λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Μπορούμε να δουλεύομε και να ‘χομε στον νου μας τον Θεό. Να ταξιδεύομε, να διαβάζομε, κι εκείνοι που έχουν προχωρήσει στην ευχή, τότε την ευχή την λέγει κι η καρδιά τους όταν κοιμώνται. Παράξενο. Περίεργο. Κι όμως αληθινό, αγαπητοί. Αληθινό είναι. Μπορεί να λέγει κανείς την ευχή όταν κοιμάται; Ναι, σας λέγω, είναι αληθινό! Και επαληθεύει εκείνο που λέγει το «Ἆσμα Ἀσμάτων»: «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». Αγρυπνεί η καρδία και λέγει την ευχή. Αλλά μόνον για κείνους που έχουν πάρα πολύ προχωρήσει στην ευχή. Έτσι, λοιπόν, όταν μας παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», στο ερώτημα «και τι μπορούμε αδιαλείπτως να προσευχόμεθα», η απάντηση θα ήταν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς».
Δεν είναι λοιπόν μία ευχή που αφορά τους μοναχούς. Δεν είναι μία ευχή που βγήκε από τα μοναστήρια. Απλώς καλλιεργείται στα μοναστήρια. Είναι μία ευχή που βγαίνει από την Αγία Γραφή. Βλέπομε αυτούς τους τυφλούς να λέγουν: «Υἱέ Δαυίδ, ἐλέησον ἡμᾶς». Κύριε, υιέ Δαβίδ, Ιησού, ελέησον ημάς. Χριστέ, ελέησον ημάς. Έτσι μπορούν να την λέγουν όλοι. Καθένας που βαφτίστηκε. Μικρός ή μεγάλος, μορφωμένος ή αμόρφωτος, με πολλήν σοφία κατά κόσμον ή με απλότητα άνθρωπος· που δεν έχει πολλά πράγματα στη ζωή του να ξέρει. Όλοι μπορούν να λέγουν την ευχή. Οπουδήποτε. Και στο κρεβάτι άμα είμαστε άρρωστοι. Κι όταν είμαστε όρθιοι…[Δυστυχώς, στο σημείο αυτό τελείωσε η κασέτα μαγνητοφώνησης της ομιλίας του μακαριστού γέροντα και δεν ολοκληρώθηκε η ηχογράφησή της].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_150.mp3
Ὁ πρωτόπλαστος ἄνθρωπος ζοῦσε ὅπως οἱ ἄγγελοι, μὲ τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὴν πτώση, οἱ ἀπόγονοι τοῦ ζοῦσαν μὲ τὴν πίστη στὸ Θεό. Ἐκεῖνοι ποὺ δὲ θεωροῦσαν το Θεὸ κι ἡ πίστη τους εἶχε ἐκλείψει, δὲν μποροῦσαν νὰ συναριθμηθοῦν μὲ τοὺς ζωντανούς, ἀφοῦ δὲν εἶχαν ἐπαφῆ μὲ τὴ Ζωή. Πῶς, λοιπόν, θὰ μποροῦσαν νὰ ζοῦν;
Ἡ λίμνη ποὺ εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ στερέωμα, δέχεται τὸ νερὸ ἀπὸ ψηλά. Γεμίζει μὲ νερὸ καὶ δὲν ξεραίνεται. Μιὰ ἄλλη λίμνη, ποῦ δὲν εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ στερέωμα, δέχεται τὸ νερὸ ἀπό τη γῆ, ἀπὸ τίς πηγὲς τῶν βουνῶν. Γεμίζει κι αὐτὴ καὶ δὲν ξεραίνεται. Μιὰ τρίτη λίμνη ὅμως, ποὺ δὲν εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ στερέωμα, οὔτε καὶ δέχεται νερὸ ἀπὸ κάποιο ὑπόγειο ρεῦμα, δὲν μπορεῖ παρὰ κάποια στιγμὴ ν’ ἀδειάσει καὶ νὰ ξεραθεῖ.
Ὅταν μιὰ λίμνη δὲν ἔχει νερό, μπορεῖ πιὰ νὰ λέγεται λίμνη; “Ὄχι. Μᾶλλον εἶναι ἕνας στεγνὸς κρατῆρας. Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ νὰ ὀνομάζεται ἄνθρωπος; “Ὄχι. Μᾶλλον εἶναι ἕνας στεγνός, ἕνας ἄδειος τάφος. Ὅπως τὸ νερὸ εἶναι τὸ κύριο συστατικὸ τῆς λίμνης, ἔτσι εἶναι κι ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Λίμνη χωρὶς νερὸ δέν εἶναι λίμνη: ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ δὲ λέγεται ἄνθρωπος. Πῶς μπορεῖ νὰ χεῖ ἕνας ἄνθρωπος τὸ Θεὸ μέσα του, ἂν τοῦ ἔχει κλείσει τὴν εἴσοδο ἀπ’ ὅλες τίς πλευρές, ὅπως μιὰ ἀποξηραμένη λίμνη ἢ ἕνας κλειστὸς τάφος χωρὶς φῶς;
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σὰν μιὰ πέτρα ποὺ πέφτει μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ παραμένει ἐκεῖ χωρὶς τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς εἶναι δύναμη, πιὸ ἰσχυρὴ καὶ πιὸ καθαρὴ ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὸν ἀέρα. Εἶναι δύναμη ποὺ γεμίζει τὸν ἄνθρωπο ἢ τὸν ἐγκαταλείπει ἂν ἐκεῖνος μὲ τὴ ἐλεύθερη θέλησή του τὴν ἀπορρίψει. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρα ἀγαθός. Ἔτσι, ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι τὸ ἴδιο γεμᾶτος ἀπὸ τὸ Θεό. Κι αὐτὸ ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ τὸ πόσο ἀνοιχτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό. Ἄν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἐντελῶς ἀνοιχτῆ μόνο πρός το Θεό, ποὺ σημαίνει πῶς ταυτόχρονα θὰ ἦταν κλειστὴ γιὰ τὸν κόσμο, τότε θὰ ξαναγύριζε στὴν πρώτη του ἀγαλλίαση τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο στὸ θνητὸ περιβάλλον ὅπου ζεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ἕνα ἄνοιγμα ὑπάρχει ἀπ’ ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ‘ρθεὶ σ’ ἐπαφὴ μέ το Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ εἶναι ἡ πίστη.
Πίστη σημαίνει πρῶτα τὴ μνήμη τῆς χαμένης θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ μνήμη αὐτὴ παραμένει χαραγμένη στὴ συνείδηση καί το νοῦ. Δεύτερο, σημαίνει τὴν ἀποδοχὴ ἐκείνου ποὺ ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἁγίους, ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια. Τρίτο καὶ σπουδαιότερο σημαίνει τὴν ὁμολογία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὡς ὁρατῆς εἰκόνας τοῦ ἀοράτου Θεοῦ (βλ. Β’ Κορ. δ’ 4). Ἡ τρίτη αὐτὴ σημασία εἶναι ἀρκετὴ ἀπὸ μόνη της. Περιέχει καὶ ἐκπληρώνει μὲ τελειότητα τίς ἄλλες δύο. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη ποῦ ζωοποιεὶ καὶ σώζει. Εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἄνοιγμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς θέλησής του.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος ρωτοῦσε συχνὰ τοὺς ἄρρωστους καί τους πάσχοντες: «Πιστεύεις;» «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» Ἀνοίγετε τὴν πόρτα γιὰ νὰ μπῶ μέσα; Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας τῆς ψυχῆς του, γιὰ ν’ ἀφήσει το Θεὸ νὰ μπεῖ μέσα του. «Θεέ μου, ἄδειασε με ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ κατοίκησε Ἐσὺ μέσα μου!» Τὰ λόγια αὐτὰ ἐκφράζουν τὴν οὐσία τῆς πίστης.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὰ πολλά, ποῦ ὁ Θεὸς χτυπάει τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου κι ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀνοίγει κι ἀφήνει τὸν Κύριο νὰ περάσει. Ὁ Θεὸς θαυματουργεὶ σὲ ὁτιδήποτε κάνει. “Ὅπου κι ἂν βρίσκεται, θαυματουργεί. Μπροστὰ Τοῦ ὅλοι οἱ νόμοι, φυσικοὶ καὶ ἀνθρώπινοι, ἀποσύρονται ὅπως τὰ σύννεφα μπροστὰ στὸν ἥλιο. Μόνο ἡ δύναμή του παραμένει, ἡ σοφία κι ἡ ἀγάπη Του – καὶ τότε ὅλα εἶναι ὑπέροχα, γλυκύτατα καὶ πανένδοξα.
Μέσα στὸ σκότος ὅπου ζοῦσαν οἱ εἰδωλολάτρες Γαδαρηνοί, ὁ Κύριος δὲ βρῆκε πίστη στοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμα καὶ μετὰ τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ ἔκανε θεραπεύοντας τοὺς δυὸ δαιμονιζόμενους. Μετὰ ὅμως ἀκολούθησαν διάφορα περιστατικά, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ὅπου ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνάντησε τὴ μεγάλη πίστη τῶν ἀνθρώπων. Περιστατικὰ ὅπου ὁ Κύριος κρούει κι οἱ ἄνθρωποι ἀνοίγουν πρόθυμα τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς τους καὶ τοῦ δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ θαυματουργήσει. Ἐκεῖ ποὺ συναντιέται ἡ πίστη μὲ τὴν ἀγάπη, γεννιέται τὸ θαῦμα.
Ἡ πίστη φάνηκε πρῶτα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ κουβάλησαν τὸν παραλυτικὸ καὶ τὸν κατέβασαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τοῦ σπιτιοῦ. «Καὶ ἰδὼν Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σου…εγερθεὶς ἆρον σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σοῦ» (Ματθ. θ’ 2,6). Δὲν εἶναι γεμᾶτα ἀγάπη τὰ λόγια αὐτά; «Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ» (Θ’ 9). Δὲν εἶναι ἕνα θαῦμα αὐτό, ποὺ προέκυψε ἀπὸ πίστη κι ἀγάπη;
Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἔχουμε τὴ γυναῖκα ποὺ ὑπόφερε δώδεκα χρόνια ἀπὸ αἱμορραγία. Μὲ μεγάλη πίστη ἄγγιξε ἁπλᾶ τὸ ἱμάτιό Τοῦ καὶ εἶπε μέσα της: «Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ματθ. θ’ 21). Αὐτὴ εἶναι πίστη. Κι ὁ Κύριος τῆς εἶπε: «θάρσει, θύγατερ ἡ πίστις σου σέσωκέ σέ» (Ματθ. θ’ 22). Λόγια ἀληθινῆς ἀγάπης! «καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (αὐτόθι). Κι αὐτὸ τὸ θαῦμα γεννήθηκε ἀπὸ πίστη κι ἀγάπη.
Ἔχουμε ἔπειτα τὸν Ἰάειρο, ποῦ πῆγε περίλυπος στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἡ θυγάτηρ μοῦ ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρα σοῦ ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσεται» (Ματθ. θ’ 18). Ἀκούμπησε μόνο τὰ χέρια Σου πάνω της καὶ θὰ ζήσει! Αὐτὴ ἦταν μιὰ πίστη ποῦ δὲν εἶχε τὸν παραμικρὸ δισταγμό, τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία. Κι ὁ Κύριος πῆγε, «ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον» (Ματθ. θ’ 25). Αὐτὴ εἶναι ἀγάπη πραγματικὴ ἑνὸς φίλου, ἑνὸς θεραπευτῆ. Τὴν κράτησε ἀπὸ τὸ χέρι κι αὐτὴ ἀναστήθηκε. Ἦταν κι αὐτὸ ἕνα θαῦμα ποὺ προῆλθε ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη.
Μετὰ ἀπὸ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ περιστατικά, ὅπου συναντιοῦνται ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς περιγράφει κι ἄλλο ἕνα παρόμοιο περιστατικό.
«Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τοῦ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαβίδ» (Ματθ. θ’ 27). Ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν ὁ Ἰησοῦς; Ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Ἰάειρου, ὅπου εἶχε ἀναστήσει τὸ νεκρὸ κορίτσι. Οἱ δυὸ τυφλοὶ ἄκουσαν πῶς ὁ Κύριος περνοῦσε ἀπὸ κεῖ καὶ τὸν ἀκολούθησαν κραυγάζοντας καὶ ζητῶντας τὴν εὐσπλαχνία Του. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εἶχε ζητήσει τὸ ἔλεὸς του ὁ τυφλὸς στὴν Ἰεριχώ. Καθόταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ζητιάνευε «καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἔστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαβὶδ Ἰησοῦ, ἐλέησόν μέ» (Μάρκ. ἰ’ 47). Τὸ ἴδιο ἔκαναν κι οἱ δυὸ τυφλοί. Ἄκουσαν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσαν πῶς περνοῦσε ἀπὸ κεῖ καὶ θαυματουργὸς Ἰησοῦς, ξέχασαν τήν ἐπαιτεία τους καθὼς καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο κι ἄρχισαν ἀμέσως νὰ τὸν ἀκολουθοῦν καὶ νὰ φωνάζουν. Ἦταν κι αὐτοὶ τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ φίλου του Θεοῦ, ποῦ ἀξιώθηκε κάποτε νὰ δεῖ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Οἱ ταλαίπωροι αὐτοὶ ἄνθρωποι ὅμως δὲν εἶχαν μάτια γιὰ νὰ δοῦν τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ.
Γιατί οἱ τυφλοὶ ἀποκαλοῦσαν τὸν Ἰησοῦ, «Υἱὸ τοῦ Δαβίδ»; Ἐπειδὴ στὸ Ἰσραὴλ ὁ τίτλος αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ τιμητικὸς ἀπ’ ὅλους. Ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ ἀποτελοῦσε τὸ πρότυπο γιὰ ὅλους τοὺς βασιλιᾶδες τοῦ Ἰσραήλ. Κι ὅπως κάθε δίκαιος ἄνθρωπος ὀνομαζόταν «τέκνο τοῦ Ἀβραάμ», ἔτσι καὶ κάθε δίκαιος ἡγέτης ὀνομαζόταν «υἱὸς τοῦ Δαβίδ». Ὁ Χριστὸς εἶχε ἀληθινὴ ἐξουσία καὶ δύναμη, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ ἐκεῖνον φυσικά, ὅπως ἡ ἀνάσα. Τὸ ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες συνήθιζαν ν’ ἀποκαλοῦν τοὺς μακρινοὺς ἀπογόνους του Δαβὶδ «τέκνα τοῦ Δαβίδ», φαίνεται καθαρὰ σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι πιθανὸ ἐπίσης οἱ δυὸ τυφλοὶ νὰ σκέφτονταν πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ὀνόμαζαν Υἱὸ Δαβίδ. “Ὅλος ὁ λαὸς περίμενε το Μεσσία ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πίστευαν ὅλοι πῶς θὰ προερχόταν ἀπὸ τὸν οἶκο Δαβίδ. «Καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ» (Λουκ. ἅ’ 32), ἀποκάλυψε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀρχάγγελος χρησιμοποίησε τὴν κοινὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνόμασε τὸ Δαβὶδ πατέρα τοῦ Ἰησοῦ, μ’ ὅλο ποὺ λίγο νωρίτερα τὸν εἶχε ὀνομάσει Υἱὸ τοῦ Ὑψίστου, δηλαδὴ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.
[Ὁ ὅσιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος λέει στὸ Λόγο 56: «Ὅποιος προσεύχεται σαρκικὰ καὶ δὲν ἔχει πνευματική αἴσθηση, εἶναι σὰν τὸν τυφλὸ ποῦ κράζει: “Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν μέ!” Ἕνας ἄλλος τυφλὸς ὅμως, μὲ τὸ ποὺ ἔλαβε τὸ φῶς του καὶ εἶδε τὸν Κύριο, δὲν τὸν ὀνόμασε Υἱὸ Δαβίδ, ἀλλὰ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἰωάν. θ’ 35, 38)].
Δὲν εἶναι κι αὐτὴ μιὰ φοβερὴ κατηγορία ἐνάντια στοὺς σκοτισμένους Φαρισαίους καὶ τοὺς γραμματεῖς, ποὺ ὀνόμαζαν τὸ Χριστὸ βλάσφημο κι ἁμαρτωλό; Προσέξτε πὼς τοὺς ντροπιάζει ὁ Κύριος μὲ κείνους ποὺ οἱ ἴδιοι ὑποτιμοῦσαν καὶ τοὺς λογάριαζαν κατώτερούς τους. Κι ἐννοῶ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς τυφλούς, ἀκόμα καὶ τοὺς δαίμονες! Ἐνῶ οἱ ἴδιοι, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴ ματαιότητα, δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὸ Χριστὸ παρὰ μόνο ὡς ἕνα βλάσφημο κι ἁμαρτωλό, ὁ εἰδωλολάτρης ἑκατόνταρχος ἀπέδωσε τὴ δύναμή Τοῦ στὴ θεότητά Τοῦ (βλ. Ματθ. ἡ’ 5-13): οἱ δαίμονες στὰ Γάδαρα τὸν ὀνόμασαν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ (Ματθ. ἡ’ 29) κι οἱ τυφλοὶ τὸν εἶδαν μὲ τὸ πνεῦμα τους ὡς Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ (Ματθ. θ’ 27). Οἱ εἰδωλολάτρες εἶδαν στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ἐνῶ οἱ «σοφοὶ» ἄρχοντες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ἦταν ἀνίκανοι νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Οἱ τυφλοὶ ἄνθρωποι εἶδαν ὅ,τι δὲν μπόρεσαν νὰ δοῦν οἱ Φαρισαῖοι, οἱ γραμματεῖς κι οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ.
Οἱ τυφλοὶ ἀκολουθοῦσαν τὸ Χριστὸ καὶ κραύγαζαν, Ἐκεῖνος ὅμως δὲ γύρισε νὰ τοὺς δεί. Γιατί; Πρῶτο, γιὰ ν’ αὐξήσει τῇ δίψα τους γιά το Θεὸ καὶ τὴν πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον. Δεύτερο, γιὰ ν’ ἀκούσουν πολλοὶ τίς κραυγές τους καὶ νὰ πέσουν κι οἱ ἴδιοι σὲ περισυλλογή, νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη τους. Τρίτο γιὰ νὰ δείξει τὴν ταπείνωσή Του. Ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ν’ ἀποφύγει τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων. Ἄν ἔκανε τὸ θαῦμα στή μέση τοῦ δρόμου, μπροστὰ στὸ πλῆθος, ὅλοι θὰ τὸν ἐγκωμίαζαν. Γι’ αὐτὸ καὶ προτίμησε νὰ τοὺς θεραπεύσει μέσα σὲ σπίτι, μπροστὰ σὲ μιὰ χούφτα μάρτυρες. Τί σοφία, πόση ταπείνωση! Ἤξερε πολὺ καλὰ πῶς «οὖ γὰρ ἔστι κρυπτὸν καὶ ἐὰν μὴ φανερωθῆ» (Μάρκ. δ’ 22). Ὅσο πιὸ καλὰ κρύβεται τὸ καλὸ ἔργο, τόσο εὐκολότερα θ’ ἀποκαλυφθεῖ.
«Ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; λέγουσιν αὐτῷ ναί, Κύριε» (Ματθ. Θ’ 28). Ἡ πίστη τῶν τυφλῶν αὐτῶν ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ τρέξουν ξοπίσω Του. Δὲ δείλιασαν ἐπειδὴ δὲ γύρισε νὰ τοὺς κοιτάξει στὸ δρόμο καὶ δὲν ἀνταποκρίθηκε στὶς ἀπεγνωσμένες κραυγές τους. Ἡ πίστη τους ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε τὸν ἀναζήτησαν ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι ποὺ ἐπισκέφτηκε. Μ’ ὅλο ποὺ τὸ σπίτι αὐτὸ ἦταν ξένο κι ἄγνωστο, ἐκεῖνοι τόλμησαν νὰ μποῦν μέσα. Θὰ σκέφτηκαν: «Αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς θεραπείας μας. “Ἢ τώρα ἢ ποτέ!» Τὸ ἔνιωθαν πῶς δὲν ὑπῆρχε ἄλλος ἄνθρωπος σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστὸ ποὺ θὰ μποροῦσε ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια τους καὶ νὰ τοὺς δώσει τὴν ὅραση.
Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; τοὺς ρώτησε ὁ Κύριος. Γιατί τοὺς ρώτησε ἀφοῦ γνώριζε καὶ εἶδε τὴν πίστη τους; Ἐκεῖνος βλέπει ὅλα τὰ μυστήρια, διαβάζει ὅλες τίς καρδιές. Τοὺς ρώτησε γιὰ νὰ τοὺς κάνει νὰ δημοσιοποιήσουν τὴν πίστη τους, τόσο γιὰ δική τους χάρη ὅσο καὶ γιὰ κείνους ποὺ ἦταν μπροστά. Ἡ δημόσια ὁμολογία βεβαιώνει τὴν πίστη, τόσο σ’ αὐτοὺς ποὺ ὁμολογοῦν ὅσο καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἀκοῦν τὴν ὁμολογία τους.
Ναί, Κύριε, ἀπάντησαν οἱ τυφλοί. Χαρούμενοι ποὺ τοὺς μίλησε ὁ Χριστός, φανέρωσαν μὲ ἀκόμα μεγαλύτερη δύναμη τὴν πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον καὶ στὴν ἐξουσία Του. Ναί, Κύριε. Δὲν τὸν ὀνόμασαν πάλι «υἱὸ Δαβίδ». Τοὺς φάνηκε κάπως μικρὸς κι ἐφήμερος ὁ τίτλος αὐτός. Γι’ αὐτὸ τὸν ὀνόμασαν Κύριο. Αὐτὴ ἦταν ἢ ὁμολογία τῆς πίστης τους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Θεάνθρωπος καὶ Σωτῆρας. Κι αὐτὸ εἶναι ἀρκετό, «πᾶς γὰρ ὅς ἐὰν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. ἰ’ 13).
Ἡ πίστη λοιπὸν βρισκόταν στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη τους. Τώρα ἔπρεπε νὰ βαδίσει ἡ ἀγάπη γιὰ νὰ συναντήσει τὴν πίστη καὶ τότε θὰ γινόταν τὸ θαῦμα. Καὶ τώρα ἡ ἀγάπη, ποὺ οὐδέποτε ἐκπίπτει, σπεύδει γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὴν πίστη. «Τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν: καὶ ἀνεώχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί» (Ματθ. θ’ 29, 30). Ἦταν σὰ νὰ ‘βαζαν μιὰ λάμπα δίπλα σ’ ἕνα νεκρὸ ἄνθρωπο! Ὁ πάναγνος Κύριος δὲ μολύνθηκε ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τὴν ἀκόμα πιὸ ἀκάθαρτη ἀνθρώπινη ψυχή.
«Πάντα μὲν καθαρά τους καθαροῖς», μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Τίτ. ἅ’ 15). Ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὰ χέρια Του καὶ ἄγγιξε τὰ σκοτεινὰ βαθουλώματα, τὰ κλειστὰ παράθυρα, τὰ σβησμένα μάτια τοῦ τυφλοῦ – καὶ τὰ μάτια ἄνοιξαν. Τὸ παραπέτασμα σύρθηκε στὸ πλάϊ καὶ τὸ φῶς πλημμύρισε τὴ φυλακή. Κι ἡ φυλακὴ τότε ἔγινε παλάτι ἡλιόλουστο. Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Ἡ πίστη δὲν καταισχύνεται. Γι’ αὐτὸ καὶ στοὺς τυφλοὺς ὅλα ἔγιναν κατὰ τὴν πίστη τους. Πόσο ἀλήθεια ἐκτιμᾶ τὰ πλάσματά Του ὁ Κύριος, μ’ ὅλο ποὺ ἡ πλάση ὁλόκληρη δὲν εἶναι παρὰ καπνὸς καὶ στάχτη κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Του! Ζητῶντας τὴν πίστη, ζητᾶ ἁπλᾶ τὴ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἔργο τῆς δημιουργίας Του. Ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, θὰ μποροῦσε νὰ θεραπεύσει ὅλους τοὺς ἄρρωστους τῆς γῆς μ’ ἕνα Του λόγο. Τί θὰ κατόρθωνε ἔτσι ὅμως; Θὰ βαζε ὅλους τους ἀνθρώπους στὴ σειρὰ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἄλογα ζῶα, ποὺ οὔτε ἐλεύθερη ἐπιλογὴ οὔτε ἐλεύθερη βούληση ἔχουν, μὰ οὔτε καὶ ἀνώτερους σκοπούς. Θὰ ὑποβίβαζε τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο τῆς σελήνης καὶ τῶν ἄστρων, κατὰ κάποιο τρόπο, ποὺ λάμπουν ὅπως ἔχουν ὁριστεῖ νὰ κάνουν. Θὰ τοὺς κατέβαζε στὸ ἐπίπεδο τῶν βράχων, ποὺ εἶναι ταγμένα νὰ στέκονται ἢ νὰ πέφτουν, ἢ στὸ ἐπίπεδο τοῦ νεροῦ τῶν ποταμῶν, ποὺ ρέουν κατὰ πῶς εἶναι ὑποταγμένα στοὺς φυσικοὺς νόμους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικὸ ὄν. Εἶναι ἠθικὰ ὑποχρεωμένος νὰ κάνει ἐκεῖνο ποῦ ἢ ἄλογη κτίση κάνει ἀσυνείδητα, νὰ ναὶ δηλαδὴ ἀφοσιωμένος στὸ Θεὸ καὶ νὰ τηρεῖ τίς ἐντολές Του. Ἡ φύση ὁλόκληρη λέει: «Ὁ Θεὸς διατάζει κι ἐγὼ ὑπακούω, δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἀλλιῶς». «Ὁ Κύριος διατάζει κι ἐγὼ εἶμαι ἠθικὰ ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ὑπακούσω», λέει ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐπιλογὴ ὄχι ἀνάμεσα σὲ δυὸ καλά, ἀλλὰ ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό. Ἄν ἐπιλέξει τὸ καλὸ θὰ εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ γιὸς τῆς αἰώνιας βασιλείας. Ἄν ἐπιλέξει τὸ κακὸ θ’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ θὰ εἶναι σὲ χειρότερη θέση ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν ἄλογη κτίση. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ διαλέξει σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό. Γι’ αὐτὸ ζητᾶ ὁ Κύριος τὴν πίστη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὥστε νὰ συνεργαστοῦν μαζί του γιὰ τὴ δική τους σωτηρία. Ὁ Θεὸς ζητᾶ πολὺ λίγα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ζητᾶ μόνο τὴ θέλησή τους, νὰ τὸν ὁμολογήσουν ὡς Θεὸ παντοδύναμο, νὰ παραδεχτοῦν πῶς οἱ ἴδιοι χωρὶς Θεὸ δέν εἶναι τίποτα. Αὐτὴ εἶναι πίστη. Μόνο τὴν πίστη αὐτὴ ζητᾶ ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸ δικό τους καλό, γιὰ τὴ δική τους σωτηρία.
«Καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς Ἰησοῦς λέγων· ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῆ ἐκείνη» (Ματθ. θ’ 30,31). Γιατί ὁ Κύριος τοὺς ζήτησε νὰ μὴν ποῦν λέξη γιὰ τὸ θαῦμα αὐτό; Πρῶτο, ἐπειδὴ δὲν ἐπιζητεῖ τὴ δόξα ἢ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἡ δόξα κι ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων δὲν προσθέτουν οὔτε ἕνα ἰῶτα στὴ δόξα Του. Δεύτερο, γιὰ νὰ δείξει πῶς ὅ,τι κάνει, προέρχεται ἀπὸ συμπάθεια κι ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως κάνει ἡ μάνα γιὰ τὸ παιδί της. “Ὄχι ὅπως κάνουν οἱ μάγοι κι οἱ ταχυδακτυλουργοί, οἱ ὑπηρέτες τῶν δαιμόνων, ποὺ μέσα τους μισοῦν καὶ περιφρονοῦν τοὺς ἀνθρώπους κι ὅ,τι κάνουν, εἶναι γιὰ νὰ εἰσπράξουν τὴ δόξα καὶ τὸν ἔπαινό τους. Τρίτο, γιὰ νὰ δώσει ἔτσι στοὺς ἀνθρώπους τὸ παράδειγμα πῶς κάθε καλὸ ἔργο πρέπει νὰ τὸ κάνουν γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι γιὰ χάρη τῆς ματαιότητας. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. στ’ 3). Καὶ τέταρτο, ἐπειδὴ γνωρίζει πῶς τὸ καλὸ δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ καὶ θέλει νὰ τὸ καταλάβουν κι οἱ ἄνθρωποι αὐτό. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ξεκαθαριστεῖ μιὰ καὶ καλή. Εἴτε τοὺς ἄρεσε εἴτε ὄχι, οἱ τυφλοὶ θὰ διατυμπάνιζαν τὸ θαῦμα Του σ’ ὅλη τὴν περιοχή τους. Κι ἂν ἀκόμα ἡ γλῶσσα τους δὲ μιλοῦσε, θὰ μιλοῦσαν τὰ μάτια τους. Ἄν ἤθελαν νὰ μείνουν σιωπηλοί, θὰ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ μιλήσουν ξανὰ καὶ ξανὰ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρνει ὅλα τὰ πράγματα στὸ φῶς. Ὁ Κύριος ἤθελε νὰ δείξει πῶς τὰ πράγματα αὐτὰ γίνονται γνωστὰ ἀκόμα καὶ χωρὶς τὴ θέλησή μας, ὅσο κι ἂν προσπαθοῦμε νὰ τὰ κρύψουμε. Φτάνει μόνο νὰ μὴ ζητᾶμε νὰ γίνονται γνωστὰ ἀπὸ προσωπικὴ ματαιότητα, νὰ μὴ γίνονται γιὰ τὸν ἔπαινο, οὔτε γιὰ τὸ δικό μας οὔτε γιὰ τὸ δικό του. Τὸ Θεὸ νὰ δοξάζετε, αὐτὸ ἔχει σημασία.
«Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός» (Ματθ. θ’ 32,33). Οἱ ἄνθρωποι ποὺ διψοῦν γιὰ ὑγεία, σοφία, καλοσύνη καὶ εἰρήνη τρέχουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ, στὴ μοναδικὴ πηγὴ κάθε καλοῦ, ὅπως οἱ διψασμένοι ταξιδιῶτες στὴν ἔρημο μόλις βροῦν μιὰ πηγὴ μὲ νερό. Κι ἡ πηγὴ αὐτὴ εἶναι τόσο πλούσια, ὥστε ὅποιος καὶ νά ‘ρθεὶ δὲ φεύγει διψασμένος. Μέ το ποὺ βγῆκαν ἔξω οἱ τυφλοὶ ποὺ θεραπεύτηκαν, μὲ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια καὶ χωρὶς τὴν ἀνάγκη ὁδηγοῦ τώρα, οἱ ἄνθρωποι ποὺ φρόντιζαν ἕναν κουφὸ καὶ δαιμονισμένο ἄνθρωπο, τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸ Χριστό. Κουφὸς καὶ δαιμονισμένος! Οὔτε τὸ μυαλὸ γιὰ νὰ σχηματίσει προτάσεις εἶχε, μὰ οὔτε καὶ τὴ γλῶσσα. Ὁ Κύριος δὲν τὸν ρώτησε ἂν πιστεύει. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ πιστεύει κάποιος δαιμονισμένος; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὁμολογήσει τὴν πίστη του ἕνας βουβός;
Ὁ Χριστὸς εἶδε ἐδῶ τὴν πίστη ἐκείνων ποῦ τὸν φρόντιζαν, ποὺ τὸν ἔφεραν μπροστά Του. Εἶναι πιθανὸ καὶ Κύριος νὰ μίλησε μαζί τους, ὅπως μίλησε καὶ μὲ τοὺς τυφλούς. Ὁ εὐαγγελιστὴς ὅμως δὲν ἀναφέρει τίποτα, ἴσως γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν ἐπανάληψη. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητοῦν τὴ σωτηρία τους, θὰ διδαχτοῦν ἀρκετὰ ἀπ’ ὅσα εἶπε στοὺς τυφλούς. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἐμπαίζουν τὸν Κύριο καὶ τοὺς σωτήριους λόγους Του, ὁδηγοῦνται θεληματικὰ στὴν ἀπώλεια. Αὐτοὺς δὲν μποροῦν νά τοὺς σώσουν οὔτε ὅλα τὰ λόγια ποὺ εἶπε κι ὅλα τὰ ἔργα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ποῦ ἂν εἶχαν ὅλα καταγραφεῖ, «οὐδε αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία», ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστῆς Ἰωάννης (κά’ 25). Αὐτὰ ποὺ ἔχουν γραφεῖ ὅμως, εἶναι ἀρκετὰ γιά μας. Φτάνουν γιὰ νὰ πιστέψουμε στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωή.
Ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει ὁλόκληρο τὸ περιστατικὸ αὐτὸ σὲ δυὸ μόνο προτάσεις. Σκεφτεῖτε ὅμως πόσο μεγάλο εἶναι τὸ γεγονὸς αὐτό. Νὰ βγάλει τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο, νὰ ξεκλειδώσει τὴ γλῶσσα του καὶ νὰ τὸν κάνει νὰ μιλάει ἤρεμα καὶ συγκροτημένα. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶναι μεγαλύτερο κι ἀπὸ ἕναν πόλεμο, γιὰ τὸν ὁποῖο γράφονται τόσα βιβλία. Ἕναν πόλεμο μπορεῖ νὰ τὸν κάνει ὁποιοσδήποτε. Μόνο ὁ Θεὸς ὅμως μπορεῖ νὰ βγάλει ἕνα δαιμόνιο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ δώσει τὴν ὁμιλία σ’ ἕναν βουβό. Γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ ὁ εὐαγγελιστὴς ἀποτυπώνει σὲ δύo φράσεις, θὰ μποροῦσαν νὰ γραφτοῦν βιβλία ὁλόκληρα. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους λόγους, ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ κάνει αὐτὸ γιὰ νὰ δείξει πῶς ὁ μεγαλύτερος θαυματουργὸς ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔκανε πολλὰ τέτοια θαυμαστὰ ἔργα, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία ἔκανε ὁ Κύριος τὰ ἀνήκουστα αὐτὰ θαύματα.
Ὁ εὐαγγελιστὴς λέει πὼς πρῶτα ὁ Κύριος ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο κι ἔπειτα ἔκανε τὸ βουβὸ ἄνθρωπο νὰ μιλήσει. Ἡ πράξη αὐτὴ δείχνει πῶς ὁ Κύριος πάντα προχωρεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια στὸ κέντρο τῶν πραγμάτων, βαθιὰ μέσα στὴ ρίζα τοῦ κακοῦ. Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἦταν μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ εἶχε δεσμεύσει καί τη γλῶσσα τοῦ βουβοῦ ἀνθρώπου. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ βγεῖ πρῶτα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ τότε θὰ λύνονταν αὐτόματα τὰ δεσμὰ καὶ θὰ παραδίδονταν τὰ ἡνία ποὺ αἰχμαλώτιζαν τὸ δαιμονισμένο. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος πρῶτα ἔβγαλε τὸ πονηρὸ πνεῦμα κι ἔπειτα χάρισε στὸν ἄνθρωπο το νοῦ καὶ τὴν ὁμιλία.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ μᾶς θυμίζει τὸν παραλυτικό, ποῦ πρῶτα του εἶπε ὁ Κύριος, «ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σου» καὶ ἔπειτα «ἐγερθεὶς ἆρον σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σοῦ» (Ματθ. θ’ 2,6). Ἦταν πάγια τακτικὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ θεραπεύει πρῶτα τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, τὸ ἐσωτερικό του πάθος, κι ἔπειτα τὴ σωματική του ἀρρώστια. Θὰ μποροῦσε νὰ λύσει τὴ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ν’ ἀφήσει τὸ πονηρὸ πνεῦμα μέσα του. Ἔτσι ὅμως τί θὰ εἶχε κατορθώσει; Γιατί νὰ λύσει τὴ γλῶσσα του; Γιὰ νὰ μιλήσει τὸ δαιμόνιο καὶ νὰ ἐκστομίσει βλασφημίες ἐνάντια στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο; Γιατί νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ μικρότερο κακὸ καὶ νὰ τὸν ἀφήσει δεμένο μὲ τὰ μεγαλύτερα δεσμά; Μήπως μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ διάβολος δὲ θὰ ἔδενε ξανὰ τὴ γλῶσσα του καὶ θὰ τὸν ξανάκανε βουβό;
Πόσο σοφᾶ, πόσο σωστὰ εἶναι τὰ ἔργα Σου, Κύριε! Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, εἶναι νὰ θαυμάζουμε τὴν ἄπειρη σοφία Σου, νὰ μάθουμε ἔτσι νὰ ἐνεργοῦμε καὶ μεῖς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀπὸ τὸ θεμέλιο πρὸς τὴν τελειότητα.
«Καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἕν τῷ Ἰσραήλ: οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον: ἕν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια» (Ματθ. θ’ 33,34). Μερικοὶ θαύμαζαν κι ἄλλοι μυκτήριζαν. Μερικοὶ χαίρονταν μὲ τὸ καλὸ κι ἄλλοι ἐνεργοῦσαν ἐνάντια στὸ καλό. Ὁ λαός, οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι, δόξαζαν το Θεὸ κι οἱ ἡγέτες του σκέφτονταν τὸν πονηρό. Οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι ὀνόμαζαν τὸ Χριστὸ «Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ» καὶ «Κύριο», ἐνῶ οἱ «σοφοὶ ἐν ἑαυτοῖς» γραμματεῖς τὸν ἔλεγαν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων, ἀπεσταλμένο του Βεελζεβούλ. Οἱ τυφλοὶ βρῆκαν τὸ φῶς τους καὶ τὸν εἶδαν. Οἱ κουφοί βρῆκαν τὴν ἀκοή τους καὶ τὸν ἄκουσαν. Οἱ δαιμονισμένοι ἐλευθερώθηκαν καὶ τὸν ἀναγνώρισαν. Οἱ ἄλαλοι μίλησαν καὶ τὸν ὁμολόγησαν. Οἱ σοφοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅμως, μὲ μυαλὰ σκοτισμένα ἀπὸ τίς ἐπίγειες ἐπιδιώξεις καὶ μὲ καρδιὲς ἀποστεωμένες ἀπὸ τὴ ματαιότητα καὶ τὸ φθόνο, δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν, ν’ ἀκούσουν, νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, «ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἔστι» (Α ́κόρ. γ’ 19).
Οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἕν τῷ Ἰσραήλ, ἀναφωνοῦσαν μὲ θαυμασμὸ οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι ἀλήθεια πῶς ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἠλίας κι ὁ Ἐλισαῖος ἔκαναν διάφορα θαύματα, μὰ πῶς; Μὲ τὴ βοήθεια τῆς πίστης, τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὴν πλευρά τους καί τη χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὰ θαύματα αὐτὰ τὰ ἔκανε ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τοὺς ἁγίους αὐτοὺς ἀνθρώπους. Τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ ὅμως ἔγιναν μὲ τὴ δική Του δύναμη καὶ ἐξουσία. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀρχαίων θαυματουργῶν εἶναι ὅπως ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι. Τὸ φεγγάρι φέγγει μὲ τὸ φῶς ποῦ δανείζεται ἀπὸ τὸν ἥλιο, ὁ ἥλιος ὅμως εἶναι αὐτόφωτος, λάμπει μὲ τὸ δικό του φῶς. Οἱ ἀπροκατάληπτες κι ἁπλὲς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἔνιωθαν τὴ μεγάλη διαφορά, γι’ αὐτὸ κι ἀναφωνοῦσαν: οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἕν τῷ Ἰσραήλ.
Οἱ Φαρισαῖοι δὲν ἀρνοῦνταν τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἄν μποροῦσαν βέβαια θά ‘χαν ἀρνηθεῖ ὅλα τὰ θαύματα, θὰ τὰ ἔκρυβαν, θὰ κατέφευγαν σὲ ψευδομάρτυρες γιὰ νὰ πιστοποιήσουν τὰ ψέματά τους, ὅπως στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μποροῦσαν ὅμως ν’ ἀρνηθοῦν αὐτὰ ποὺ ἔγιναν μπροστὰ σὲ μεγάλα πλήθη ἀνθρώπων. Τὸ ξαναλέμε πῶς δὲν ἀρνοῦνταν τὸ θαῦμα, μὰ τὸ ἑρμήνευαν μὲ τὸ δικό τους πονηρὸ καὶ πανοῦργο τρόπο. Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια, ἔλεγαν. Τὸ εἶπαν αὐτὸ γιὰ τὸν Κύριο σὲ διάφορες περιπτώσεις κι Ἐκεῖνος τοὺς ἔδωσε σκληρὴ καὶ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση. «Εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη ἐφ’ ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, οὐ δύναται σταθηναι» (Μάρκ. γ’ 23-26), τους είπε. (Βλ. επίσης και Ματθ. ιβ’ 24-26). • Λουκ. ια’ 17-18).
Είναι αλήθεια πώς είναι πολύ σκληρό για τον άνθρωπο, ανεξάρτητα από τη διανοητική του επάρκεια, να φανταστεί πιό γελοία, ασυνεπή και ανόητη ερμηνεία των έργων του Χριστού, απ’ αυτήν που σκέφτηκε ο σκοτισμένος νους των γραμματέων του Ισραήλ και των αρχόντων του έθνους. Να βγουν τα δαιμόνια από τον άνθρωπο με τη βοήθεια του σατανά! Αυτό είναι το ίδιο περίπου με το να ισχυριστούμε πώς, «σκοτώνει κάποιος τα παιδιά κάποιου πατέρα, με τη βοήθεια του πατέρα τους!» “Ή να επιτίθεται και να εξολοθρεύει ένα στρατό με τη βοήθεια του διοικητή. Δεν είναι ψέμα πώς ο φθόνος είναι τυφλός. Θά ‘λεγε κανείς πώς ο φθόνος είναι και ανόητος. Γιατί ο φθόνος δεν κάνει μόνο την καρδιά σκληρή σαν πέτρα και τυφλώνει το νοῦ, αλλά μπερδεύει και τη γλώσσα. “Έτσι δεν ξέρει τι λέει κι επομένως όλα όσα εκφέρει η φθονερή γλώσσα, ακούγονται γελοία κι ανόητα. – Ο Κύριος δεν έδωσε σημασία σ’ αυτήν την ανόητη κακεντρέχεια των φθονερών αρχόντων του λαού, αλλά πορεύτηκε ήρεμα το δρόμο Του, το δρόμο της σωτηρίας όλων εκείνων που του εμπιστεύτηκε ο Πατέρας, ώστε «ουδείς εξ αυτών ἀπώλετο» (Ιωάν. ιζ’ 12). Γι’ αυτό και καταλήγει το σημερινό ευαγγέλιο:
«Και περιήγεν ο Ιησούς τάς πόλεις πάσας και τάς κώμας διδάσκων εν ταῖς συναγωγαῖς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τῷ λαῷ» (Ματθ. θ ́ 35). Οι πόλεις και τα χωριά ήταν το ίδιο γι’ Αυτόν. Δεν αναζητούσε τις πόλεις και τα χωριά, αλλά τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ εὐαγγελιστὴς μιλάει γιὰ ὅλες τίς πόλεις καὶ τὰ χωριά, γιὰ νὰ δείξει το ζῆλο τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ μέ» (Ψαλμ. ξή’ 9). Γιὰ τὸν Κύριο μιὰ μέρα ἦταν σὰν χίλια χρόνια. Τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἦταν τριμερές, ὅπως βγαίνει καθαρὰ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελιστῆ: Δίδασκε, κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας καὶ θεράπευε κάθε ἀρρώστια καὶ ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων. Δίδασκε, δηλαδὴ ἑρμήνευε τὸ πνεῦμα τῆς πρώτης Δημιουργίας καὶ τοῦ Παλαιοῦ νόμου. Κήρυττε, ἔθετε τὰ θεμέλια τῆς Νέας Κτίσης, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων. Θεράπευε, ἔδινε δηλαδὴ τὴ μαρτυρία τῆς διδαχῆς καὶ τοῦ κηρύγματός του μὲ τὰ ἔργα Του.
Όλ’ αὐτὰ ὁ Κύριος τὰ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη ὄχι μόνο γιὰ τὸ λαὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γιὰ τοὺς συγχρόνους Του, ἀλλὰ καὶ γιά μας. Ὁ Κύριος εἶναι σύγχρονος μὲ ὅλους ὅσοι ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρξουν. Τό ‘κανε αὐτὸ ὥστε μὲ τὸ φῶς Του ν’ ἀνάψει τὸ καντήλι τῆς ψυχῆς μας μὲ τὴν ἀγάπη Του νὰ συναντήσει τὴν πίστη μας μὲ τὴ συνάντηση αὐτὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πίστη μας νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας μας: ἡ θεραπεία τῆς πνευματικῆς μας τύφλωσης, τῆς παράνοιάς μας καὶ κάθε ἀρρώστιας καὶ ἀσθένειας.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ἐλέησέ μας! Βοήθησέ μας νὰ μάθουμε νὰ δοξολογοῦμε τὸ ὄνομά Σου με το σῶμα μας, μέ το λαό μας κι ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ζωντανοὺς καὶ νεκρούς. Νὰ ὑμνοῦμε τὸ ὄνομὰ Σοῦ, μαζὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πανένδοξου καὶ ἄναρχου Πατέρα καὶ τὸ πανάγιο καὶ ζωοποιό Σου Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Please wait while flipbook is loading. For more related info, FAQs and issues please refer to DearFlip WordPress Flipbook Plugin Help documentation.