Ἱερὰ μονὴ Ἁγ. Μηνᾶ Χίου – 11 Νοεμβρίου
Ἕνα ἀπὸ τὰ περίφημα Μοναστήρια τῆς Χίου εἶναι αὐτὸ τοῦ Ἁγ. Μηνᾶ. Στὸ ἱστορικὸ αὐτὸ Μοναστήρι ἔγινε μία ἀπὸ τίς μεγαλύτερες σφαγὲς Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς αἱμοσταγεῖς Τούρκους. Αὐτοί, ἐκδικούμενοι τὴν ἀνατίναξη τῆς τουρκικῆς ναυαρχίδος ἀπὸ τὸν πυρπολητὴ Κωνσταντῖνο Κανάρη, ἐπέδραμαν στὴν Χίο καὶ κατέσφαξαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ της.
Στὶς 30 Μαρτίου τοῦ 1822, ἡμέρα τῆς Μεγ. Πέμπτης, ἄρχισαν οἱ διώξεις τῶν Χριστιανῶν. Αὐτοί, καταδιωκόμενοι καὶ ταλαιπωρημένοι ἀφάνταστα, θεωροῦντες ἀσφαλῆ καταφύγια τὰ Μοναστήρια, κατέφυγαν σὲ αὐτά. Στὰ καμποχώρια οἱ κάτοικοι κατέφυγαν στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Ἦταν πάνω ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, νέοι, γέροι, ὑγιεῖς καὶ ἄρρωστοι.
Τὸ πρωὶ τοῦ Πάσχα, στὶς 2 Ἀπριλίου, οἱ ἔγκλειστοι Χριστιανοὶ παρακολούθησαν τὴν Ἀναστάσιμη Λειτουργία ποὺ τέλεσε ὁ ἱεροκήρυκας Ἰάκωβος Μαῦρος. Τοὺς ἑορταστικοὺς ὕμνους, ὅμως, διέκοψαν οἱ ἀλαλαγμοὶ τῆς ἐφόδου τῶν Τούρκων. Τὰ γυναικόπαιδα συγκεντρώθηκαν μέσα στὸν Ναὸ καὶ συνωθοῦνταν νὰ μεταλάβουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς μετὰ ἀπὸ λίγο δὲν ξέφυγε ἀπὸ τὸν ὄλεθρο. Τὸ αἷμα ἔρρευσε ἄφθονο μέσα ἀπὸ τὰ αὐλάκια τοῦ νεροῦ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ πότισε ὅλη τὴν γύρω περιοχή. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ναὸς κολυμποῦσε στὸ αἷμα. Ἡ μοναχὴ Μακαρία διηγήθηκε τὸ ἑξῆς συγκινητικό:
«Τὴν στιγμὴ ποὺ πυροβολισμοί, κλάματα, φωνές, ἀναστεναγμοί, βόγγοι τραυματιῶν καὶ γοερὲς κραυγὲς μελλοθανάτων ἀκούγονταν παντοῦ, ἕνας νέος μὲ τὴν ἀρραβωνιαστικιά του ἔτρεχαν πρὸς τὴν βορεινὴ πύλη τοῦ τείχους τοῦ Μοναστηριοῦ, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἴσως καταφέρουν καὶ τὴν ἀνοίξουν, γιὰ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν μανία τοῦ ἐχθροῦ. Τὴν στιγμή, ὅμως, ποὺ ἄνοιξαν, ἕνας νεαρὸς Τοῦρκος Γενίτσαρος εἰσόρμησε καὶ ἅρπαξε τὴν κοπέλα, ἐνῶ ὁ ἀρραβωνιαστικός της αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ δύο ἄλλους.
Στὴν βίαιη καὶ ἀπέλπιδα προσπάθεια τῆς κοπέλας νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ γενίτσαρου σχίσθηκε τὸ φόρεμά της καὶ φάνηκε στὸ στῆθος της ὁ χρυσός της σταυρὸς μὲ τὰ ρὸζ μαργαριτάρια. Ἡ ματιὰ τοῦ γενίτσαρου ἔπεσε σπινθηροβόλα ἐπάνω του καὶ ἔμεινε πρὸς στιγμὴν σαστισμένος. Οἱ δύο ἄλλοι Τοῦρκοι βαστοῦσαν τὸν ἀρραβωνιαστικό της καὶ παρακολουθοῦσαν τὴν σκηνή. Βλέποντας τὸν γενίτσαρο νὰ σαστίζει τοῦ φώναξαν: «Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ θαυμάζεις τὰ κάλλη τῆς κοπέλας»! Αὐτὸς ὅμως ἔκανε μιὰ κίνηση. Ἀνέσυρε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα σταυρὸ μὲ θαλασσιὰ σμαραγδένια πέτρα. Τὸν δείχνει στὴν κοπέλλα. Ἦταν ὅμοιοι οἱ σταυροί, ἀφοῦ ἤταν δῶρα τοῦ ἴδιου πνευματικοῦ τους πατέρα, τοῦ νονοῦ τους, στὰ βαπτίσια τους. Ὕστερα ἀπὸ δεκαοκτὼ χρόνια τὰ δυὸ ἀδέλφια ἀνταμώνουν κάτω ἀπὸ αὐτὲς τίς δύσκολες συνθῆκες. Ἄφωνος ὁ γενίτσαρος ἀγκαλιάζει τὴν ἀδελφή του καὶ ἐκείνη παραδίδεται στὰ ἀδελφικά του χέρια μὲ ἐμπιστοσύνη. Σφιχταγκαλιασμένη σηκώνει ὁ ἀδελφὸς τὴν ἀδελφὴ καὶ τρέχει γιὰ τὴν πύλη. Μόλις, ὅμως, φώναξε μὲ χαρὰ ἡ κοπέλα «Κωνσταντῆ μου» καὶ ἐκεῖνος «ἀδελφούλα μου», μιὰ τουρκικὴ σφαῖρα τους ξάπλωσε ἀγκαλιὰ στὸ λιθόστρωτο. Καὶ ἐνῶ τὸ ἀδελφικὸ αἷμα ἔσμιξε στὸ ἑλληνικὸ χῶμα, ὁ ἀρραβωνιαστικὸς σφάχθηκε πάνω στὰ δύο πτώματα ἀπὸ τοὺς Τούρκους ποὺ τὸν κρατοῦσαν.
Σήμερα στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ὀρθώνοναι τρία πανύψηλα κυπαρίσσια κοντὰ στὴν Ἐκκλησιά, στὸ πίσω μέρος τοῦ μαυσωλείου μὲ τὰ μαρτυρικὰ λείψανα τῶν νεομαρτύρων τῆς Χίου, ποὺ ζήτησαν καταφύγιο στὸν Ἅγιο Μηνᾶ. Τὸ πρῶτο εἶναι τοῦ γαμπροῦ, τὸ δεύτερο τῆς νύφης καὶ τὸ τρίτο τοῦ ἀδελφοῦ. Ζοῦν καὶ χαίρονται τὴν ἐλεύθερη Χίο, τὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, καὶ σιγολικνίζονται στὸν ἐλεύθερο μυρωμένο Αἰγαιοπελαγίτικο ἀέρα, αὐτὸν ποὺ ἀποστερήθηκαν τὰ τρία νεαρὰ ἑλληνόπουλα τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας τὸ 1822.