«Καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. 7,14)
Ἀκούγοντας τὸ ὄνομα «Χριστός», ἀγαπητοί μου, πολλοὶ ἀκόμη καὶ θρησκεύοντες δὲν ἀντιλαμβάνονται τὴν πλήρη ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας· τὸ ὄνομα «Χριστός», μόνο του, δὲν ἀποδίδει ὅλο τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος τῆς πραγματικότητος γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος μας· ἀναφέρεται κυρίως στὴν ἀνθρώπινη φύσι του. Τὸ ὄνομα «Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς» δηλώνει καὶ τὶς δύο φύσεις.
Ἡ λέξι «χριστός» (ἀπὸ τὸ ῥῆμα χρίω ποὺ σημαίνει «ἀλείφω» ἢ «ἀλείβω»), θὰ πῇ «χρισμένος», «ἀλειμμένος». Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν ἁγία Γραφή, «χριστοὶ Κυρίου», χρισμένοι – ἀλειμμένοι μὲ ἱερὸ λάδι γιὰ τὸν Κύριο, ἦταν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι, οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἀσκοῦσαν ἐξουσία μὲ θεϊκὴ ἐντολή (βλ. π.χ. Λευϊτ. 4,5,16· 21,10. Α΄ Βασ. 16,12-13· 24,7· 26,9 κ.ἀ.). Αὐτοὶ πρὶν ἀναλάβουν τὰ καθήκοντά τους ἐχρίοντο, ἀλείφονταν, μὲ λάδι. Αὐτοὶ ἦταν οἱ μικροὶ «χριστοί», μὲ μικρὸ χῖ. Ὁ ἕνας κατ᾽ ἐξοχὴν καὶ μοναδικὸς «Χριστὸς Κυρίου» (Λουκ. 2,26), μὲ χῖ κεφαλαῖο, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Δὲν τὸν ἔχρισε ἄνθρωπος μὲ λάδι· τὸν ἔχρισε αὐτὸς ὁ Θεὸς μὲ Πνεῦμα ἅγιο (βλ. Ἠσ. 61,1=Λουκ. 4,18. Πράξ. 10,38).
Ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ ἐμφανίστηκε βέβαια ὡς ἄνθρωπος στὴ γῆ· γεννήθηκε ἀπὸ ἁγία μητέρα, τὴν ἀχράντον ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Ἀλλὰ εἶνε Θεός, Θεὸς ἀληθινός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος (τὸ τρίτο πρόσωπο εἶνε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο) – Τριὰς ἁγία, τρισήλιος Θεότης, σῶσον ἡμᾶς!
Τὸ ὅτι εἶνε Θεὸς τὸ ἀποδεικνύουν τὰ θαύματά του. Ποιά θαύματα; Μὰ εἶνε ἄπειρα. Μετρᾷς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ; μετρᾷς τὶς σταγόνες τῶν ὠκεανῶν; μετρᾷς τὰ φύλλα τῶν δασῶν; μετρᾷς τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου; Ἄλλο τόσο μπορεῖ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ἕνα λοιπὸν ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶνε αὐτὸ ποὺ διηγεῖται σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 7,11-16).
* * *
Ὁ Ἰησοῦς, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς μαθητάς του καὶ κόσμο πολύ, ἐπισκέφθηκε τὴ Ναΐν, μιὰ πόλι ἂς ποῦμε σὰν τὴ Φλώρινα. Πῆγε ἐκεῖ, γιὰ νὰ διδάξῃ, νὰ κατηχήσῃ τὸ λαό. Ἀλλὰ στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως εἶδαν νὰ γίνεται ἐκφορὰ νεκροῦ, γινόταν κηδεία. Μέσα στὸ φέρετρο ἦταν ἕνας νέος, «νεανίσκος» ὅπως τὸν λέει τὸ εὐαγγέλιο (ἔ.ἀ. 7,14), καὶ πίσω ἀπ᾽ τὸ φέρετρο ἀκολουθοῦσε κλαίγοντας γοερὰ ἡ μητέρα τοῦ νεκροῦ, ποὺ ἦταν χήρα καὶ τὸν εἶχε μοναχοπαίδι· ἄλλη παρηγοριὰ καὶ στήριγμα ἀπ᾽ αὐτὸν δὲν εἶχε. Πλῆθος λαοῦ τῆς πόλεως ἀκολουθοῦσε τὴν κηδεία.
Ὁ Χριστὸς σπλαχνίστηκε τὴ χήρα καὶ τῆς λέει· «Μὴ κλαῖε» (ἔ.ἀ. 7,13). Δὲν ἔμεινε ὅμως μόνο σ᾽ αὐτό· πλησίασε, ἐνῷ αὐτοὶ ποὺ σήκωναν τὸ φέρετρο σταμάτησαν, ἅπλωσε τὸ χέρι του πάνω στὸ νεκρὸ σῶμα, τὸ ἄγγιξε καὶ εἶπε· «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι», παλληκάρι, σ᾽ ἐσένα μιλῶ, σήκω ἐπάνω. Κι ἀμέσως, ἐκεῖ μπροστὰ σὲ ὅλους, ἔγινε τὸ θαῦμα· ὁ νεκρὸς νεανίσκος ἀνακάθισε μέσα στὸ φέρετρο καὶ ἄρχισε νὰ μιλάῃ! Ἔτσι ὁ Χριστὸς τὸν παρέδωσε ἀναστημένο στὴ μητέρα του, καὶ τὰ δάκρυα τοῦ πένθους της ἔγιναν δάκρυα χαρᾶς.
Ὅλοι τότε μπροστὰ στὸ θαῦμα αὐτὸ ἔνιωσαν δέος γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Χαρούμενοι δόξαζαν μ᾽ ἕνα στόμα τὸ Θεὸ καὶ ἔλεγαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· Μεγάλος προφήτης ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας καὶ «ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ» (ἔ.ἀ. 7,14-16).
Αὐτὸ μὲ συντομία εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει; Τὸ μάθημα εἶνε περὶ θανάτου.
* * *
Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὴ Γραφή, γεννήθηκε ἀθάνατος. Μικρόβιο δὲν ὑπῆρχε στὸν παράδεισο. Μετὰ τὴν ἁμαρτία παρουσιάστηκαν τὰ μικρόβια τῶν ἀσθενειῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σήμερα ταλαιπωρούμεθα. Καὶ παρ᾽ ὅλες τὶς προσπάθειες τῶν ἐπιστημόνων, πολλὲς ἀσθένειες μένουν ἀνίατες καὶ πεθαίνουμε. Ὡς τιμωρία τῶν ἁμαρτιῶν μας παρουσιάστηκαν ὁ καρκίνος, τὸ ἔητζ (aids) καὶ ἄλλες ἀσθένειες, ποὺ θερίζουν κόσμο. Ὁ ἀθάνατος ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεθαίνει. Ὁ χρόνος ποὺ ζῇ ἐπὶ τῆς γῆς εἶνε ὡρισμένος· σὲ ἄλλον μικρότερος, σὲ ἄλλον μεγαλύτερος. Ἀλλὰ καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ ζήσῃς, καὶ μαθουσάλεια νὰ γίνουν τὰ χρόνια σου, κάποτε θὰ περάσουν καὶ θὰ ἔλθῃ ὁ θάνατος· ὁ χρόνος μᾶς δίδεται ὡς προθεσμία καὶ συνεχῶς τρέχει. Ἐν τέλει, δὲν ἔχει σημασία πόσο χρόνο θὰ ζήσουμε, ἀλλὰ πῶς θὰ ζήσουμε, τί θὰ κάνουμε μέσα στὸν χρόνο αὐτόν.
Γι᾽ αὐτὸ πρέπει συνεχῶς νὰ σκεπτώμαστε τὸ θάνατο. Ὁ Φίλιππος, ὁ βασιλεὺς τῆς Μακεδονίας μας, εἶχε μιὰ καλὴ συνήθεια· εἶχε διατάξει ἕνα στρατιώτη του, κάθε πρωὶ μόλις ἀνατέλλει ὁ ἥλιος νὰ παρουσιάζεται μπροστά του καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Φίλιππε, μέμνησο, ὅτι θνητὸς εἶ»· βασιλιᾶ, νὰ θυμᾶσαι, ὅτι εἶσαι θνητός. Ἄλλος βασιλεύς, τῆς ῾Ρώμης, ἐξέταζε τὸ βράδυ τὸν ἑαυτό του· κι ὅταν εὕρισκε ὅτι δὲν ἔκανε τίποτα καλό, ἔλεγε· «Ἔχασα τὸν καιρό μου, ἔχασα τὴν ἡμέρα μου». Καὶ ἔτσι εἶνε βέβαια. Καὶ ὁ Ξέρξης, ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν ποὺ ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος καὶ ἔφτασε μέχρι τὶς Θερμοπύλες, ἐκεῖ ποὺ παρέταξε τὸ στρατό του, χιλιάδες μαχητάς, κ᾽ ἐπιθεωροῦσε τὸ στράτευμά του, σὲ μιὰ στιγμὴ τὸν εἶδαν νὰ κλαίῃ, νὰ τρέχουν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του. Γιατί; Διότι, λέει ἡ Ἱστορία, τὴν ὥρα ἐκείνη θυμήθηκε τὸ θάνατο, ὅτι μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια κανείς ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς δὲν θὰ ὑπάρχῃ στὴ ζωή! Καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν, ποὺ ὑπὸ τὴν ἐξουσία του συγκέντρωσε ὅλα τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυρούς (στέρνες χρυσοῦ ὑπῆρχαν στὰ ὑπόγεια τῶν ἀνακτόρων), ὅ,τι ζηλεύει ὁ κόσμος (ὅταν ἴσχυε ἡ πολυγαμία εἶχε συζύγους τὶς ὡραιότερες γυναῖκες τοῦ κόσμου), ποιό ἦταν στὸ τέλος τὸ συμπέρασμα τῆς ζωῆς του· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2) καὶ ἕνα εἶνε τὸ οὐσιῶδες δίδαγμά του, ὁ φόβος Κυρίου· «Τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος» (ἔ.ἀ. 12,13).
Μὴ λησμονοῦμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶνε ἄγνωστη. Ὅπως ὁ κλέφτης τρυπώνει σὲ ὥρα ποὺ δὲν περιμένουμε, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος. Ἔρχεται μὲ χίλιες μορφές, καὶ θερίζει συνεχῶς τὴν ἀνθρωπότητα. Ἕνα διήγημα, τὸ ὁποῖο σᾶς μεταφέρω μὲ συνομία, λέει τὸ ἑξῆς. Ὁ χάρος πῆρε ἐντολή, νύχτα ἡ ὥρα νὰ πάρῃ κάποια ψυχή. Ἀλλὰ ἔκανε λάθος στὴ διεύθυνσι καὶ μπῆκε σὲ ἄλλο σπίτι. Ἐκεῖ τὸν δέχτηκαν μὲ φόβο καὶ τρόμο, τὸν περιποιήθηκαν, καὶ τέλος ὁ νοικοκύρης τοῦ λέει· –Κάνε μου μιὰ χάρι, χάρε. –Τί χάρι θέ᾽ς; –Ὅταν πρόκειται νὰ πεθάνω, νὰ μὲ εἰδοποιήσῃς ἕνα χρόνο νωρίτερα. –Σοῦ τὸ ὑπόσχομαι, λέει ὁ χάρος. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ λοιπόν, ἀφοῦ μεσολάβησε ἀρκετὸ διάστημα, νά κ᾽ ἐμφανίζεται ὁ χάρος μὲ τὰ μαῦρα φτερά του. Μπῆκε στὸ σπίτι καὶ ὅλοι ταράχτηκαν. –Ἔχω ἐντολὴ νὰ σὲ πάρω, λέει στὸ νοικοκύρη. –Νὰ μὲ πάρῃς; Μὰ γιατί δὲν τήρησες τὸ λόγο σου; Δὲν εἴπαμε, ὅτι θὰ μὲ προειδοποιήσῃς; –Σὲ προειδοποίησα πολλὲς φορές, ἀλλὰ ἐσὺ δὲν ἔδωσες σημασία. –Μὰ πότε; –Ἄλλοτε ὁ σφυγμός σου ἦταν ἄτακτος, ἄλλοτε ἐξασθένησαν τὰ μάτια σου, ἄλλοτε μειώθηκε ἡ ἀκοή σου, ἄλλοτε ἄλλα μέλη, ἄλλοτε ὅλο τὸ σῶμα σου…
Τί ἦταν αὐτά, ἀγαπητοί μου; Προειδοποιήσεις, ὅτι ὁ χάρος ἔρχεται. Ἐν τούτοις ἐμεῖς δὲν προσέχουμε τὶς προειδοποιήσεις καὶ βαδίζουμε σὰν ἄφρονες στὸν κόσμο αὐτόν. Ἔρχεται! ἄγνωστη ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα του.
* * *
Μακάρια τὰ νήπια, ἀδελφοί μου, ποὺ φεύγουν ἀθῷα, γιὰ νὰ εἶνε κοντὰ στὸ Θεό· καὶ μακάριοι οἱ ὥριμοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι διὰ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως ἔχουν καθαρίσει τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὰ ἑκούσια καὶ ἀκούσια ἁμαρτήματα. Αὐτὰ μᾶς ὑπενθυμίζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ἕνα πάντως εἶνε τὸ παρήγορο· ὅτι θὰ γίνῃ ἀνάστασις νεκρῶν. Θὰ ἔλθῃ ἡμέρα ποὺ θὰ σαλπίσουν σάλπιγγες καὶ οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Ὅλοι θὰ παρουσιαστοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν» (Σύμβ. πίστ. 11-12). Μ᾽ αὐτὴ τὴν πίστι νὰ ζοῦμε, ἀδελφοί μου. Νὰ ζοῦμε μὲ τὴν πίστι, ὅτι εἴμαστε θνητοί· θνητοὶ ὅμως ὄχι ὅπως τὸ ἐννοοῦν οἱ χιλιασταί, ἀλλὰ θνητοὶ προωρισμένοι νὰ ζήσουμε σ᾽ ἕνα κόσμο ἀφάνταστα ὡραῖο, ἀπείρως ὡραιότερο ἀπὸ τὸν παρόντα σημερινό.
Αὐτὰ νὰ σκεπτώμαστε. Καὶ νὰ εὐχώμαστε στὸ Θεό, νὰ παραδώσουμε ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει τὶς ψυχές μας στὸν Κύριο τῶν ὅλων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 9-10-1994)