Ὁ δρόμος τῆς προσφυγῆς στὸ Σ.τ.Ἐ. γιὰ τὴν ἀκύρωση εἶναι εὔκολος καὶ ἀνοικτὸς

Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἀκόμη χριστιανι­κὸ κράτος. Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλ­λάδος, ποὺ ἐκφράζει τὴν παραδοσιακὴ Ἑλλάδα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, ποὺ ἀγωνίσθηκαν «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία, γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐ­λευθερία», παρὰ τὶς προοδευτικὲς ἀ­ναθεωρήσεις του, διασώζει μὲ τὴν ἐπικεφαλίδα του «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος» τὸν χριστιανικὸ χαρακτήρα τοῦ κράτους, τῆς πολιτείας. Ἡ Ἑλλάδα συντα­γματικὰ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι χριστιανικὸ κράτος, νὰ ὑπάρχει συνταγματι­κὰ καθιερωμένος δεσμὸς Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, παρὰ τὶς μέχρι τώρα προσπάθειες νὰ γίνουμε ἄθρησκο, οὐδετερόθρησκο κράτος μὲ τὸν πολυσυζητούμενο καὶ σχεδιαζόμενο χωρισμὸ Ἐκ­κλη­σίας καὶ Πολιτείας, ποὺ τὸν ἐπανέφερε ὁ ἐκ τῆς σκοτεινῆς καὶ ἁμαρτωλῆς Δύσεως ἐλθὼν νέος ἀρχηγὸς τοῦ ΣΥΡΙΖΑ Στέφανος Κασσελάκης. Στὸ 3ο ἄρ­θρο τοῦ Συντάγματος ρυθμίζονται οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας καὶ ἀναγνωρίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία «τηρεῖ ἀπαρασάλευτα τοὺς ἱεροὺς ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνες καὶ τὶς ἱερὲς παραδόσεις». Ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ ἔπρεπε νὰ διακόψει ἡ Ἐκκλησία κάθε κοινωνία ἐκκλησιαστι­κὴ μὲ ὅσους ψηφίσουν τὸ ἀσεβὲς καὶ βλάσφημο νομοσχέδιο ποὺ ἀντίκειται στοὺς ἱεροὺς ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνες καὶ τὶς ἱερὲς περὶ γάμου παραδόσεις. Ἂν τὸ πράξει, θὰ ἐ­νερ­γήσει ὄχι μόνο σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση, ἀλ­λὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ Σύνταγμα τῆς χώρας, τὸ ὁποῖο ἐπὶ πλέον μὲ τὸ ἄρθρο 21 ἀναθέτει στὸ κράτος τὴν προστασία τῆς οἰκογένειας, τοῦ γάμου, τῆς μητρότητας καὶ τῆς παιδικῆς ἡλικίας. Θεωρεῖ μάλιστα τὴν οἰκογένεια ὡς θεμέλιο τῆς συντήρησης καὶ προαγωγῆς τοῦ Ἔ­θνους. Ὁ γάμος εἶναι ἕνωση ἀν­δρὸς καὶ γυναικός, ἡ μητρότητα χρειάζεται μητέρες, ἡ οἰκογένεια ἀπαρτίζεται ἀπὸ τὸν πατέρα, τὴν μητέρα καὶ τὰ παιδιά. Ἕως ὅτου ἰσχύει τὸ Σύνταγμα τῆς χώρας, ποὺ καθιερώνει τὴν συναλληλία καὶ συνεργασία Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ὁ δρόμος τῆς προσφυγῆς στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας γιὰ τὴν ἀκύρωση τοῦ νόμου (σ.σ.· ποὺ ψηφίστηκε], εἶναι εὔκολος καὶ ἀνοικτὸς καὶ μάλιστα γιὰ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας ἢ καὶ μεμονωμένους ἐπισκόπους, σωματεῖα καὶ ὁ­μάδες πιστῶν. Δὲν εἶναι βέβαια σίγουρο, ὅτι ὁ πρωθυπουργὸς θὰ σεβασθεῖ τὶς ἀ­ποφάσεις τῶν ἀνθρώπων δικαστῶν, ἀ­φοῦ δὲν σέβεται τὶς ἀποφάσεις τοῦ Θε­οῦ, τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ἂν αὐτὸς καὶ ἡ κυβέρνησή του ἔπεσαν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ νόμου τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, στὸν βάλ­­το τῆς ἀνομίας καὶ τῆς ἁ­μαρτί­ας, ἐλ­πίζουμε ὅτι τουλάχιστον οἱ δικα­στὲς θὰ καταξιώσουν τὸ λειτούργημά τους καὶ θὰ τὸ κρατήσουν στὸ ὕψος του.

πρωτοπρ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ

[περ. Θεοδρομία, τ. 4/Ὀκτ-Δεκ 2023, σ. 558-560]