Πνευματικὰ τὰ αἴτια τῆς αἵρεσης, δὲν γεφυρώνεται τὸ χάσμα μὲ διάλογο
ΟΙ ΙΟΥΔΑΪΖΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ
τοῦ π. Πέτρου Χὶρς
Φρονῶ ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν σκέφτονται ὅτι ἀκόμη καὶ στὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων εἴχαμε γνωστικοὺς καὶ χιλιαστὲς καὶ ἄλλους αἱρετικοὺς ποὺ ἐναντιώνονταν στὴν Ἐκκλησία. Πάντα ἔτσι ἦταν. Εἴχαμε τοὺς Ἰουδαϊστὲς ποὺ κυνηγοῦσαν τὸν Παῦλο. Καὶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν εἶναι πολὺ εὐαίσθητοι στὰ ζητήματα τῆς Πίστεως, θὰ ἔτρεχαν μακριὰ ἀπὸ τὴν σύγχρονη παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐὰν κατανοοῦσαν τὴν εὐαισθησία ποὺ ἔδειχναν οἱ Ἀπόστολοι στὶς διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν καὶ τὴν παρουσία τῶν αἱρετικῶν.
Νὰ δώσω ἕνα παράδειγμα …πόσο περισσότερο ἀπέρριψε ὁ Παῦλος τοὺς Ἰουδαϊστὲς οἱ ὁποῖοι μὲ τὰ σημερινὰ στάνταρ δὲν θὰ θεωροῦνταν καθόλου μεγάλοι αἱρετικοί. Στὴν πραγματικότητα θὰ συμμετεῖχαν ἐνεργὰ στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ θὰ θεωροῦνταν κοντινοὶ μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐπειδὴ οἱ διαφορές τους δὲν (θὰ) ἦταν μεγάλες – ἀποδέχθηκαν τὸν Χριστό. Ἐννοῶ, ἦταν ὄντως σημαντικὲς οἱ διαφορὲς ἀλλὰ μέσα στὸ σύγχρονο πλέγμα τῶν διαφορῶν πιθανότατα νὰ θεωροῦνταν μικρές.
Ὁ Παῦλος ὅμως λέει γι᾽ αὐτούς… γιὰ παράδειγμα, ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ διατηρήσουν τὴν περιτομὴ καὶ ἄλλες διδασκαλίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἦταν ἀφοσιωμένοι σὲ πράγματα τὰ ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία ἔκρινε περιττά, πεπληρωμένα, ὅτι ἦταν τύποι, ὅτι εἶχαν ἐκπληρωθῆ στὸ Βάπτισμα καὶ στὸν Χριστὸ ὁπότε δὲν χρειαζόταν νὰ παραμείνουν. Ἡ ἐπιμονή τους αὐτὴ νὰ τὰ διατηρήσουν θὰ μποροῦσε σήμερα νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς κάτι ἐπιφανειακό, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι κηρύττουν «ἕτερον Εὐαγγέλιον».
Ἀπέχει τόσο πολὺ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε σήμερα μὲ τὴν οἰκουμενικὴ κίνηση, ποὺ λένε νὰ γεφυρώσουμε τὶς διαφορές μας, νὰ βρεθοῦμε μαζί, ὅτι μποροῦμε νὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι ἔχουμε πολλὰ κοινὰ στοιχεῖα, νὰ κοιτάξουμε τὶς ὁμοιότητες. Τὴν δεκαετία τοῦ 1960 πέταξαν τὶς διαφορὲς (γιὰ) νὰ κάνουν διάλογο ποὺ θὰ ἐπικεντρωθῆ στὰ κοινά, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης δὲν τὸ ἔκαναν αὐτό. Δὲν πλησίασαν τοὺς αἱρετικοὺς νὰ τοὺς ποῦν «ἂς μιλήσουμε, ἂς κάνουμε διάλογο, ἂς τὸ λύσουμε». Μακριὰ ἀπὸ αὐτά. Καὶ ὁ λόγος ἦταν ἐπειδὴ κατάλαβαν τὴν φύση τῆς αἵρεσης…
Τὸ χάσμα ποὺ ἀνοίγει ἡ αἵρεση δὲν πρόκειται νὰ γεφυρωθεῖ πάνω σὲ κάποιον ὀρθολογικὸ διάλογο, γιατὶ τὸ πρόβλημα εἶναι βαθειὰ πνευματικό. Εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ αἱρετικοῦ. Ἐὰν δὲν ἔρθουν λοιπὸν σὲ συντριβή, μετάνοια καὶ ταπείνωση καὶ δὲν κατανοήσουν τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία Του, τότε δὲν πρόκειται νὰ ὑπάρξει καμμία πρόοδος μὲ συζητήσεις γιὰ τὶς πτυχὲς τοῦ δόγματος.
Οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἔκαναν τέτοια προσέγγιση, οὔτε καὶ οἱ Ἅγιοι στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἔκαναν τέτοια προσέγγιση. Ὁ Τερτυλλιανὸς ἂς ποῦμε, ποὺ εἶναι ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς περιόδου καὶ τῶν ἀπόψεων τῶν Χριστιανῶν, πρὶν ἐκπέση, λέει γιὰ παράδειγμα γιὰ τὰ ἱερὰ κείμενα ὅτι δὲν ἀνήκουν στοὺς αἱρετικοὺς ἀλλὰ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία καὶ ὅτι δὲν ὑπῆρχε νόημα νὰ εἰσέλθει σὲ οἱονδήποτε διάλογο μὲ ὅσους δὲν ἀποδέχονται τὴν ἐξουσία τῶν Ἁγίων στὴν Ἐκκλησία.
[μετάφρασι: ἱστολόγιο ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ]