«Ἀλλ᾽ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα Ἅγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν»
(Πράξ. 19,2)
Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ρώτησε, εὑρισκόμενος στὴν Ἔφεσο, κάποιους μαθητὲς τοῦ τιμίου Προδρόμου, ἂν ἔλαβαν Πνεῦμα Ἅγιο ὅταν πίστεψαν, πῆρε τὴν κάτωθι ἀπάντηση: «Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἀκούσει οὔτε ἂν ὑπάρχει Πνεῦμα Ἅγιο». Τότε τί βάπτισμα κάνατε; ξαναρώτησε ὁ Παῦλος. Καὶ ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: Βαπτισθήκαμε στὸ βάπτισμα τοῦ Προδρόμου.
Ἄν ὁ Παῦλος λοιπὸν ἐρχόταν στὴν σημερινὴ κοινωνία μας καὶ ὑπέβαλε τὴν ἴδια ἐρώτηση, ποιά ἀπάντηση θὰ ἔπαιρνε;
Ἄς δοῦμε μερικὰ σύγχρονα παραδείγματα ποὺ φαίνεται ἡ ἄγνοια τῶν χριστιανῶν γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ μηδενικὴ μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Α´. Πολιτικὸς γάμος-Σύμφωνο συμβιώσεως
Ρωτῶ διάφορα ζευγάρια ποὺ ζοῦν χωρὶς νὰ ἔχουν τελέσει θρησκευτικὸ γάμο, ἔχοντας κάνει πολιτικὸ γάμο ἢ ἔχοντας τὸ σύμφωνο συμβιώσεως, γιατί δὲν τέλεσαν ἐκκλησιαστικὸ γάμο; καὶ ἀπαντοῦν· «Γιατὶ δὲν εἴχαμε χρήματα γιὰ τὸ γλέντι».
Ὁ ἐκκλησιαστικὸς γάμος ὅμως γίνεται γιὰ νὰ πάρουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴν οἰκογενειακὴ ζωὴ ποὺ ἀρχίζουμε· παντρευόμαστε ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸ γενετήσιο ἔνστικτο, ἢ νὰ ἔχουμε συντροφιὰ καὶ ἀλληλοβοήθεια στὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γίνουμε ἅγιοι. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπὸς τοῦ γάμου. Μέσα ἀπὸ τὴ συνοίκηση καὶ τὴν ἀνοχὴ τῶν ἀδυναμιῶν τοῦ ἄλλου νὰ φθάσουμε στὴν ἁγιότητα. Συνεπῶς ποῦ κολλάει τὸ γλέντι καὶ ὅτι δὲν κάνουμε γάμο θρησκευτικὸ γιατὶ δὲν ἔχουμε χρήματα γιὰ τὸ γλέντι; Γιατί ἀπαντοῦμε ἔτσι; Γιατὶ δὲν ἔχουμε Πνεῦμα Ἅγιο· γιατὶ ἔχουμε ἐκκοσμικεύσει τὰ μυστήρια σὲ λαϊκὰ ἔθιμα, σὲ φολκλόρ, σὲ ἀνθρώπινες παραδόσεις, καὶ χάριν αὐτῶν τῶν παραδόσεων ἀπαρνούμεθα τὸν σωτηριολογικὸ σκοπὸ τοῦ γάμου.
Β΄. Τέλεση βάπτισης τέκνου καὶ γάμου γονέων μαζὶ
Κάποια ζευγάρια κάποτε ἐπιτέλους ἀποφασίζουν νὰ τελέσουν ἐκκλησιαστικὸ γάμο, ἐν τῷ μεταξὺ ἔχουν ἔρθει οἱ καρποὶ ἢ ὁ καρπὸς τοῦ γάμου. Καὶ ἀποφασίζουν νὰ κάνουν τίς ἀκολουθίες γάμου καὶ βάπτισης μαζύ.
Ἀλλὰ τὸ κάθε μυστήριο ἔχει τὴ δική του ἀναφορά, τὸ δικό του χρόνο, τὴ δική του θεολογία. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ τὰ ἀνακατεύουμε. Δὲν εἶναι ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ τὰ παίρνουμε δύο σ᾽ ἕνα. Δὲν μπορεῖ στὸ ἕνα νὰ δέεται ὁ ἱερεὺς «ὑπὲρ τοῦ παρασχεθῆναι καρπὸν κοιλίας» καὶ ἀμέσως μετὰ ὁ καρπός, ποὺ εἶναι ὁλοκληρωμένος καὶ τέλειος, νὰ βαπτίζεται καὶ ἡ μητέρα νὰ παρακολουθεῖ τὴ βάπτιση τοῦ παιδιοῦ της μὲ νυφικό. Αὐτὸ εἶναι πλήρης καταστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς δεοντολογίας, θεολογίας καὶ τοῦ τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ταλαιπωροῦμε δὲ γιὰ τὴν δική μας κοσμικὴ εὐκολία, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς νεωκόρους, τοὺς προσκεκλημένους μας, ποὺ ὅλοι τους εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ παραμένουν στὸ ναὸ γιὰ τρεῖς ὧρες περίπου.
Καὶ γιατί γίνονται ὅλα αὐτά; Γιατὶ ἀγνοοῦμε τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ οὔτε κἂν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε γι᾽ αὐτό. Τὸ δικό μας ἐγώ, ἡ δική μας θέληση, ἡ δική μας ἐπιθυμία προέχει, καὶ ὄχι τὸ νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στὴν ἐκκλησιαστικὴ δεοντολογία. Ἔχουμε κάνει μιὰ «ἐθελοθρησκεία», μιὰ θρησκεία κατὰ τὰ γοῦστα μας, ποὺ ἐξωτερικὰ φαντάζει χριστιανική, οὐσιαστικὰ ὅμως δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ χριστιανισμὸ καὶ τὴν ἀληθινὴ πίστη. Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι ἡ πίεση ποὺ ἀσκοῦμε ἀναγκάζει ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους νὰ ὑποχωροῦν συνεχῶς στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται.
Γ΄. Μυστήρια καὶ
ἐκκλησιαστικὲς πανηγύρεις
Ἡ μέριμνά μας γενικὰ γιὰ τὰ μυστήρια καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς πανηγύρεις ἐξαντλεῖται στὸν ἐξωτερικὸ καὶ πολλὲς φορὲς ἐντελῶς κοσμικὸ στολισμὸ τοῦ ναοῦ, στὰ διάφορα κεράσματα καὶ τραπέζια, καὶ ὄχι στὴν πνευματικὴ προετοιμασία. Δὲν φροντίζουμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε, νὰ κοινωνήσουμε, νὰ ἔρθουμε πιὸ κοντὰ στὸ Θεὸ μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν μυστηρίων. Ἀκόμη κι αὐτὲς οἱ λιτανεῖες παρέχουν κυρίως κοσμικὸ θέαμα καὶ λαμπρότητα, παρὰ ἔξοδο τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο γιὰ νὰ γίνει κι αὐτὸς Ἐκκλησία. Κληρικὸς γνωστός, ὅταν ρωτήθηκε ποιό ἔργο ἔχει νὰ παρουσιάσει ἡ σύγχρονη Ἐκκλησία, ἀπάντησε θυμόσοφα· «ἄρτον καὶ θεάματα». Αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ κόσμος ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ οἱ πολιτικοὶ ποὺ μᾶς διοικοῦν.
Εἰδικὰ στὰ μυστήρια τοῦ γάμου καὶ τῆς βαπτίσεως τὸ στολισμὸ τὸν ἐπιβάλλουν οἱ ἔμποροι ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ αὐτά. Στὸ γάμο τὸ νυφικὸ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ἠθική. Τὸ ὅλο σκηνικὸ σαχλὸ καὶ ἀπᾶδον στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεροπρέπεια καὶ δεοντολογία. Βαψίματα, μακιγιάζ, ἔξαλλα ροῦχα καὶ ἄλλα παρόμοια. Κατὰ τὴν βάπτιση τὴν λαμπάδα ποὺ κρατᾶ κάποιος, ὅταν θυμιάζει ὁ ἱερεὺς τὸν ἀνάδοχο καὶ τὸ μωρὸ στὸ «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε…», κρεμοῦν ἀρκουδάκι, μίκυ μάους, δεινόσαυρο καὶ ἄλλα περίεργα. Στὰ μωρὰ ἔχω δεῖ πολλὲς φορὲς καρφίτσες μὲ πέταλο. Τί σχέση ἔχουν αὐτὰ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ μυστηρίου; Τὸ βάπτισμα εἶναι κάτι ἀνάλογο μὲ τὴν μοναχικὴ κουρά. Ἀφιέρωση στὸν Χριστὸ καὶ ἀποταγὴ τοῦ Σατανᾶ. Εἶναι ρωμαλέα καὶ νηπτικὴ ἀκολουθία. Καὶ τὸ παίρνουμε καὶ τὸ ξευτελίζουμε καὶ τὸ ἀποχριστιανίζουμε. Γιατί νὰ μὴ μπεῖ στὴν λαμπάδα μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἢ τοῦ ἁγίου ποὺ πῆρε τὸ ὄνομα ὁ νεοφώτιστος; Τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ Ἄγιο Πνεῦμα, ποὺ ὑποτίθεται πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ δίνει τὸν τόνο καὶ τὸ ὅλο κλίμα στὰ μυστήρια αὐτά;
Δ΄. Ἀντιμετώπιση ἀσθενείας
Ὅταν ἀσθενήσουμε πᾶμε σὲ γιατρούς, κάνουμε ἐξετάσεις, εἰσερχόμαστε σὲ νοσοκομεῖα, ξοδεύουμε χρήματα καὶ ἄλλα πολλά. Λέμε, πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἡ ὑγεία, καὶ ἀποθεώνουμε τὴν ἴαση. Ἀλλὰ ἀντιμετωπίζουμε τὸ θέμα μόνο στὴν ὑλική του διάσταση.
Πνευματικὴ προετοιμασία γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας ὑπάρχει; Εὐχέλαιο, ἐξομολόγηση, θεία κοινωνία προτείνονται, ἢ ἀπαγορεύονται, μήπως νομίσει ὁ ἀσθενὴς ὅτι πρόκειται νὰ πεθάνει καὶ ψυχολογικὰ καταρρεύσει; Ὑπάρχει ἐνθύμηση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ποὺ διακηρύττει: Οὐδὲν κακὸν ἐκτὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὅτι ὅλα ὅσα ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς καλὰ ἢ κακὰ εἶναι εὐλογίες. Ὅτι ὅλα εἶναι μέσα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποβλέπουν σὲ κάποιο σκοπό. Ὅτι δὲν ἔχει σημασία ἂν πεθάνουμε ἢ ζήσουμε, ἀλλὰ ἐὰν εἴμαστε μὲ τὸν Κύριο, ἂν ἀνήκουμε στὸν Κύριο. «Ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. 4,16). Κι ἐδῶ ἀπουσιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ἀντιμετώπιση τῆς νόσου.
Ε΄. Ἀπελπισία καὶ αὐτοκτονία
Ὅταν συναντοῦμε διάφορες δυσκολίες στὴ ζωή, ἀπελπιζόμαστε καὶ πολλὲς φορὲς ἐπιχειροῦμε νὰ αὐτοκτονήσουμε.
Δὲν τὶς ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὴν θεολογία καὶ μὲ τὴ σκέψη τῶν πατέρων. Ἔχουμε διαβάσει τὴν φοβερὴ πραγματεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου «Πρὸς Σταγείριον δαιμονιῶντα ἀσκητήν»; Ἐκεῖ ὁ Χρυσόστομος διακηρύττει ὅτι δὲν εἶναι οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἀπογοήτευση καὶ στὴν αὐτοκτονία, ἀλλὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχουμε ψυχὴ γυμνασμένη. Καὶ γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχουμε ψυχὴ γυμνασμένη φταῖμε ἐμεῖς ποὺ ἀδιαφορήσαμε νὰ τὴν γυμνάσουμε, ὅσο κι ἂν αὐτὸ μᾶς στοιχίζει στὴν καλοπέραση καὶ στὴν ἥσσονα προσπάθεια ποὺ ἔχουμε ὡς δόγμα γιὰ ὅλα τὰ θέματα τῆς ζωῆς. Συνεπῶς δὲν ἔχουμε Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἐνεργοῦμε ὅπως ἐνεργοῦμε.
ΣΤ΄. Μιλᾶμε ἀόριστα γιὰ τὸν Θεὸ
Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ οἱ περισσότεροι λέμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ δύναμη, ὑπάρχει κάτι, ὑπάρχει τὸ θεῖον· δὲν λέμε ὅτι πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε κι ἔγινε ἄνθρωπος. Δύναμη ὅμως εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός, ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια καὶ ἄλλα πολλά. Συνεπῶς θεοποιοῦμε δυνάμεις τῆς φύσεως καὶ ξαναγυρίζουμε στὴν εἰδωλολατρία; Ἐνεργώντας ἔτσι ἀποκαλύπτουμε ὅτι δὲν ἔχουμε Ἅγιο Πνεῦμα. Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. 12,3). Ἁπλούστερα: Πιστεύεις τὸν Ἰησοῦν ὡς Θεάνθρωπο; ἔχεις Πνεῦμα Ἅγιο· πιστεύεις στὰ δόγματα ἢ τὴν ἠθικὴ ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο; ἔχεις Πνεῦμα Ἅγιο.
Θυμηθεῖτε τὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου: «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε: Πέτρο, δὲν εἶναι δικά σου λόγια αὐτά, ὁ Πατέρας σ᾽ τὰ ἀπεκάλυψε. Ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα ἀποκαλύπτει, διότι ὅλα τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν τίς θεῖες ἰδιότητες.
Ζ΄. Ἀκοῦμε συχνὰ τὸ σύνθημα
«Ποτέ πιὰ πόλεμος»
Ἐὰν ὅμως πράγματι δὲν θέλουμε τὸν πόλεμο, θὰ πρέπει νὰ εἰσάγουμε ἄλλα ρητὰ καὶ γνωμικά: «Ποτέ πιὰ μῖσος, φθόνος, πλεονεξία, φιλαργυρία, ἴδιον ὄφελος καὶ συμφέρον καὶ ἄλλα παρόμοια», διότι αὐτὰ δημιουργοῦν τὸν πόλεμο.
Δὲν μποροῦμε νὰ τὸν καταδικάζουμε λεκτικά, χωρὶς νὰ καταδικάζουμε τὶς αἰτίες τοῦ πολέμου. Αὐτὸ εἶναι φαρισαϊσμὸς καὶ ὑποκρισία καὶ δείχνει ὅτι στὴν προσπάθεια καὶ τὴν εὐχὴ νὰ ἔχουμε εἰρήνη δὲν μᾶς κατευθύνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀλλὰ ἁπλῶς μία κοσμικὴ ἐπιθυμία, ἡ ὁποία ὅμως δὲν μᾶς ἐξαναγκάζει νὰ σταυρώσουμε τὰ πάθη μας.
Λένε μερικοί: Τί κάνει ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν πόλεμο;
Μὰ ὅλο τὸ κήρυγμά της καὶ ἡ θεολογία της σὲ αὐτὸ ἀποβλέπουν. Ὅταν λέγει νὰ ἀγαποῦμε καὶ τοὺς ἐχθρούς μας, ὅταν λέγει «μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος», ὅταν λέγει «μακάριόν ἐστι τὸ διδόναι μᾶλλον ἢ τὸ λαμβάνειν», ὅταν λέγει ὅτι ἡ πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία καὶ ἄλλα παρόμοια, τί κάνει ἡ Ἐκκλησία; Μᾶς προετοιμάζει γιὰ νὰ ζοῦμε σὲ καθεστὼς εἰρήνης τόσο μὲ τὸν Θεὸ ὅσο καὶ καὶ μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν κάνει ἁπλῶς μιὰ λεκτικὴ καταδίκη τοῦ πολέμου, ἀλλὰ γυμνάζει μὲ τὸ κήρυγμά της ὅσους θέλουν νὰ τὸ ἀκούσουν, γιὰ νὰ μὴ βιώσουμε τὴ φρίκη τοῦ πολέμου. Αὐτὸ βέβαια ὅταν δὲν ὑποτάσσεται σὲ κοσμικὲς ἐπιδιώξεις ἢ στὸν ἐπιθετικὸ ἐθνικισμὸ κάποιων χωρῶν.
Η΄. Νὰ μὴν εἴμαστε μονοφυσίτες στὶς
ἐπιδιώξεις μας
Ὅλοι μας ἐπιζητοῦμε τὴν ἀγάπη, τὴν χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν εὐτυχία. Ἀλλὰ νομίζουμε ὅτι αὐτὸ θὰ τὸ ἐπιτύχουμε μὲ δικές μας μεθόδους καὶ προσπάθειες. Ἡ Ἐκκλησία μας ὅμως μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι ὅλες οἱ μεγάλες ἀρετές, ὅλα τὰ μεγάλα ἐπιτεύγματα δὲν μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν μόνο μὲ τὶς ἀνθρώπινες προσπάθειες, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης (καλωσύνη, ἐπιείκεια), ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 21-22). Γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν πραγματικὴ ἀγάπη, χαρὰ καὶ εἰρήνη καὶ τὶς ἄλλες ἀρετές, χρειάζεται Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ πύργος τῆς Βαβὲλ παλαιότερα, ὅπως καὶ ἡ πλήρης ἀποτυχία στὶς μέρες μας τῆς Κοινωνίας τῶν ἐθνῶν, τοῦ Ο.Η.Ε. καὶ ἄλλων παρομοίων ἀνθρωποκεντρικῶν ὀργανισμῶν, σήμερα ἀποκαλύπτουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς τῆς Γραφῆς.
Ἄς προβληματιστοῦμε λοιπὸν ἂν γνωρίζουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κι ἂν ἔχουμε μέθεξη στὶς ἐνέργειές του. Ἄν ἀπαντήσουμε ἀρνητικὰ στὸν προβληματισμό μας, τότε, ἂς ἱκετεύσουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας· «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,… ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν…».
ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ