Ὑπηρέτησα ὡς εἰρηνοδίκης στὴν Νάξο ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1994 ἕως τὸ 2000. Τὸ ἔτος 2000 σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα ταξίδια μου ἀπὸ Νάξο πρὸς Πειραιᾶ ἐπιβιβάστηκα βράδυ στὸ παλαιότερο πλοῖο ποὺ ἔκανε τὸ δρομολόγιο μὲ θάλασσα σὲ ἀπόλυτη νηνεμία! Τίποτα δὲν προμήνυε αὐτὸ ποὺ θὰ συνέβαινε. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὧρες καὶ ἐνῶ βρισκόμουν στὴν ἐξωτερικὴ καμπίνα ποὺ εἶχα κλείσει μόνη μου, ἀντιλήφθηκα ἰσχυρὸ κούνημα τὸ ὁποῖο αὐξανόταν σὲ γρήγορο ρυθμὸ σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ σταθῇς ὄρθιος· κοίταξα ἀπὸ τὸ παράθυρο ἔξω καὶ εἶδα τὰ κύματα νὰ καλύπτουν τὸ κατάστρωμα, ἐνῶ μιὰ περίεργη μαυρίλα εἶχε κατέβει μέχρι κάτω καὶ δὲν ἔβλεπες τὴν θάλασσα. Χρόνια ταξιδεύω μὲ πλοῖο· τέτοιο θέαμα δὲν εἶχα ποτέ ζήσει. Ταχύτητα τὸ πλοῖο δὲν εἶχε ἐνῶ ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετά, δὲν ἀκουγόντουσαν οἱ μηχανές του. Φαινόταν σὰν ἀκυβέρνητο. Τότε ἄρχισα νὰ ἀντιλαμβάνομαι ὅτι κινδυνεύουμε. Νοερὰ προσέτρεξα στὴν Κυρία Θεοτόκο ζητώντας βοήθεια. Ἡ βοήθεια ἔγινε κραυγή· «σῶσε μας Δέσποινα καὶ θὰ ἔρθω μὲ τὰ γόνατα στὴν Τῆνο (ἐκεῖ ἔχω βαπτισθῆ) ἀπὸ τὸ καράβι μέχρι τὴν Εἰκόνα σου». Τότε ἀκούω φωνή· «πάρε τηλέφωνο τὸν Γέροντα». Ὦ Θεέ μου, τὸν Γέροντα, ναί τὸν Γέροντα.
Τὸν Γέροντα τὸν Ἱερόθεο, ὑποτακτικὸ τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου τοῦ Ζερβάκου, γέννημα θρέμμα τῆς Νάξου καὶ πρώην ἡγούμενο τῆς Μονῆς Λογγοβάρδας, τὸν γνώρισα θείᾳ βουλῇ τῆς Κυρίας Θεοτόκου στὴν Νάξο. Εἶχε θεραπεύσει τὸ παιδί μου –δέκα χρονῶν τότε–, ἀπὸ ἀσθένεια, ποὺ ὅλοι οἱ γιατροὶ στὸ νοσοκομεῖο Παίδων «Ἁγία Σοφία», ποὺ ἀσχολήθηκαν μαζί του, δὲν μπόρεσαν.
Ἤμουν τυχερή, γιατὶ εἶχα μαζί μου ἕνα κινητὸ τηλέφωνο, ποὺ μόλις εἶχα ἀγοράσει, καὶ τὸν τηλεφωνικό μου κατάλογο, γιατὶ ἔπρεπε νὰ συνεννοηθῶ μὲ τὸν πατέρα Θεόδωρο Ζήση, καθηγητὴ τῆς θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Παν/μίου Θεσσ/νίκης, γιὰ τὴν παρουσία μου στὸ συνέδριο γιὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη ποὺ θὰ λάμβανε χώρα στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου στὴν Γουμένισσα Κιλκίς. Μάλιστα ἐκεῖ ἤμουνα ὁμιλήτρια μὲ θέμα, «Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸ γονικὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη», κατ᾽ ἐπιταγὴν τοῦ προαναφερομένου πατέρα. Ἔτσι εἶχα τὸ τηλέφωνο τῆς ἀνηψιᾶς τοῦ Γέροντα, Μαρίας, νοσοκόμας στὸ ὀφθαλμιατρεῖο Ἀθηνῶν, ποὺ ἔμενε στὸ Παγκράτι καὶ ἀραιὰ καὶ ποῦ, τὴν ἐπισκεπτόταν ὁ Γέροντας Ἱερόθεος.
Σὰν τρελλὴ σχημάτισα τὸν ἀριθμό· τὸ σήκωσε ἡ Μαρία. «Ποῦ εἶναι ὁ Γέροντας, Μαρία; γιατὶ χανόμαστε· εἶμαι μέσα στὸ πλοῖο … (εἶπα σὲ ποιό), καὶ κινδυνεύουμε». Ἡ Μαρία τὰ ἔχασε· ποτέ δὲν μὲ εἶχε ἀκούσει ἀλλόφρων καὶ μοῦ εἶπε «ἐδῶ εἶναι ὁ Γέροντας». «Τρέξε», τῆς λέω καὶ κλείνω τὸ τηλέφωνο.
Μετά, ὅταν σωθήκαμε, ἔμαθα τί ἔγινε. Ὁ Γέροντας ἦταν ξαπλωμένος. Στὸ ἄκουσμα τοῦ γεγονότος πετάχτηκε ἀπὸ τὸ κρεββάτι μὲ τὴν φράση «τὸ πλοῖο κινδυνεύει»· στὴν συνέχεια πάει στὸν χάρτη τῆς Ἑλλάδας ποὺ ἦταν κρεμασμένος στὸ δωμάτιο καὶ λέει· «Τὸ πλοῖο εἶναι ἐδῶ», δείχνοντας μὲ τὸ δάχτυλό του. «Εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καὶ ὁ κλυδωνισμὸς σταμάτησε ἀμέσως· τὸ μαῦρο σύννεφο, ποὺ ἤθελε νὰ καταπιῇ τὸ πλοῖο, ἐξαφανίστηκε. Γαλήνη μεγάλη καὶ οἱ μηχανὲς ξεκίνησαν. Ἀργότερα, ὅταν γύρισα στὴν Νάξο, ἄκουσα ὅτι τὸ συγκεκριμένο πλοῖο κινδύνευσε καὶ ὅτι εἶπε ὁ καπετάνιος, ὅτι εἴχαμε ΑΓΙΟ.
Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν
Σοφία – Μαρία Γιαννακάκη
ἐπίτιμος Εἰρηνοδίκης Α´
Ἀθήνα 20/11/23
παραμονὴ Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου