Ὁ πειρασμὸς τῆς δυνάμεως καὶ ἡ δύναμις τῆς ἀδυναμίας

Ὁ πειρασμὸς τῆς δυνάμεως καὶ ἡ δύναμις τῆς ἀδυναμίας

Ὁ πειρασμὸς τῆς δυνάμεως καὶ ἡ δύναμις τῆς ἀδυναμίας

 «Ταῦτά σοι πάντα δώσω, ἐὰν πε­σὼν προσκυνήσῃς μοι» (Ματθ. 4,9)

Μ᾽ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ διάβολος, δείχνοντας στὸν Κύριο ὅλες τὶς ἐξουσίες, προσπάθησε νὰ τὸν ῥίξῃ στὴν πτῶσι τῆς φιλαρχίας, διότι νόμιζε, ὅτι ἦ­ταν ἄν­θρωπος ἁπλός. Βέβαια, ὅ­πως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἔλεγε ψέ­ματα. Τίποτε δὲν εἶνε στὸ χέρι του, ἀλλὰ στὸ μέτρο ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ παραχωρεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.

Oἱ ἄνθρωποι ὅμως ἀπατώμεθα ἀπὸ τὰ φαινόμενα, τὰ ὁρατά. Νομίζουμε, ὅτι ὅποιος ἔχει στὰ χέρια του τὴν ἐξουσία, τὰ χρήματα, τὰ ὅπλα, αὐτὸς εἶνε ὁ δυνατός. Ὅλα αὐτὰ ὅ­μως χάνονται γρήγορα. Ἀλ­λὰ καἰ ὅσα εἶνε στὰ χέρια μας, τὰ ἔχουμε καὶ τὰ χρησιμοποιοῦμε ὅσο ἐπιτρέπει Αὐτὸς στοῦ Ὁποίου τὰ χέρια εἶνε ὅλη ἡ κτίσι. Γι᾽ αὐτὸ ἔλεγε ἡ προφήτιδα Ἄν­να, «μὴ καυχάσθω ὁ δυνατὸς ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ» (Α´ Βασ. 2, 10).

Ἡ δύναμις εἶνε τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ἀνεβάζει καὶ κατεβάζει «ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ» (ἔ.ἄ. 4). Ὁ Κύριος π.χ. ἐπέτρεψε ἡ παλαιὰ ῾Ρωσία νὰ ἁλωθῇ ἀπὸ τοὺς μπολσεβίκους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, κατόπιν ὡς Σοβιετικὴ Ἕ­νωσι, ποὺ εἶχε τὸν ἀ­θεϊσμὸ στὴ βάσι της νὰ διαλυθῇ καὶ πάλι μὲ τὶς εὐ­χὲς τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁσίων της νὰ ξαναβρῇ τὴ δύναμί της.

Σήμερα βλέπουμε ὅλη τὴν ἀν­θρωπότητα νὰ ἔχῃ λυσσάξει γιὰ τὸ ποιός θὰ ἐ­πικρατήσῃ. Ἑτοιμάζονται ἀκόμη καὶ γιὰ πυρηνικὸ πό­λεμο, λὲς καὶ θὰ μποροῦ­σε νὰ βγῇ κάποιος νικητὴς μετὰ ἀπὸ αὐτόν, γιὰ νὰ βασιλεύσῃ μέσα ἀ­πὸ τὰ πυρηνικὰ καταφύγια στὰ καμμένα ἀποκαΐδια ἑ­νὸς ἐρειπωμένου κόσμου. Ἡ παράνοια στὸ ἀποκορύφωμά της.

Ἀλλὰ καὶ στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, τὸ ζητούμενο εἶνε ποιός θὰ ἐπικρατήσῃ, τίνος τὸ θέλημα θὰ γίνῃ. Ἔ­λειψε ἡ ἀνοχή, ἡ κατανόησι, ἡ ἀγάπη.

Ἀντίθετα μ᾽ ἐμᾶς, ὁ μόνος Δυνατός, ὁ Θεός, ταπεινώνεται, ἀδυνατίζῃ φαι­νομενικά, μὲ τὴν ἐνανθρώπησί Του γινόμενος βρέφος, γιὰ νὰ μᾶς ὑψώ­σῃ, νὰ δυναμώσῃ ἐ­μᾶς τοὺς ἀδύναμους, τοὺς ἐξ­ουθενημένους.

Μόνο λοιπὸν ὅταν ζήσου­με καὶ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἀδυναμία μας, τότε στρεφόμαστε πρὸς Αὐτόν· καὶ τότε, ὅ­ταν Ἐκεῖνος μᾶς δώσῃ τὴ δύναμί Του, φτάνουμε μὲ τὴ χάρι Του στὸ τέλος, στὸ σκοπό μας. Γι᾽ αὐτὸ εἶπε στὸν Παῦλο· «Ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ [= ἀδυναμίᾳ] τελειοῦ­ται» (Β´ Κορ. 12,9). «Τόξον δυνατῶν ἠσθένησε, καὶ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν» (Α´ Βασ. 9, 4).

Ὁ μακαριστὸς π. Αὐγουστῖνος μᾶς τονίζει· «Πηγαίνεις κόντρα μὲ τὸ Θεό; θὰ γίνῃς στάχτη. Ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν εἶσαι, ὁ­σοδήποτε καὶ ἂν καυ­χᾶσαι, εἴτε γιὰ τὴν ἐπιστή­μη σου εἴτε γιὰ τὴ δύναμί σου εἴτε γιὰ τὴν ὀμορφιά σου εἴτε γιὰ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἐπίγειο ἀ­γαθό, θὰ γί­νῃς στάχτη» (φυλλάδιο «Κυριακή», φ. 2497, 15-8-22).

Ὁ Θεὸς συνέκλεισε ὅλο τὸν παλαιὸ κόσμο πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του μέσα στὴν ἀπείθεια, στὴν ἀνομία (῾βλ. Ρωμ. 11,32), γιὰ νὰ ἐκζητήσουν τὸ ἔλεός Του καὶ νὰ τοὺς ἐλεή­σῃ. Ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψῃ νὰ συγκλειστοῦμε ὅλοι στὴ μανία τῆς κυριαρχίας καὶ νὰ γίνῃ αὐτὸς ὁ πόλεμος, γιὰ νὰ ταπεινωθῇ ξανὰ ἡ ἀν­θρω­πότης καὶ νὰ βρῇ τὸ δρόμο της, στρεφόμενη πρὸς Αὐτόν, μὲ ὅλη τὴν καρδιά της.

Εἴθε τὰ φετινὰ Χριστούγεννα νὰ ἐγκύψουμε στὸ μυστήριο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν ἑκουσία ἀδυναμία Του.