Περὶ ἀπαισιοδοξίας
Πῶς ἐμεῖς γινόμαστε ἀπαισιόδοξοι; Γιατί νὰ γινόμαστε ἀπαισιόδοξοι; Οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅταν καίγονταν στὴ φωτιὰ φώναζαν: «Ἐμεῖς καὶ πάλι πιστεύουμε». Αὐτοὶ καὶ ὅταν τοὺς ἔσχιζαν τὰ θηρία ψιθύριζαν: «Ἐμεῖς πάλι ἐλπίζουμε». Πάνω στὸν σταυρό, κλαίγοντας μὲ λυγμοὺς ἔλεγαν: «Ἐμεῖς καὶ τώρα σᾶς ἀγαπᾶμε. Ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὴν μαρτυρικὴ ζωή μας καὶ προσδοκοῦμε μιὰ καλύτερη ζωή. Πιστεύουμε στὸν Ἕνα καὶ Παντοδύναμο Θεὸ ποὺ κυβερνᾶ τὸν ἥλιο καὶ μετρᾶ ὅλους τοὺς πόνους μας καὶ ὅλες τίς ἀδικίες τῶν βασανιστῶν μας».
Ἡ αἰσιοδοξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἀποτελεῖ μιὰ ἁπλῆ πνευματικὴ θεωρία, γιατὶ εἶναι δοκιμασμένη καὶ τεκμηριωμένη.
Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτό μου Χριστιανό, ἐὰν δὲν ἤμουν αἰσιόδοξος. Καὶ ὅλοι ἐσεῖς ματαίως ἀποκαλεῖσθε Χριστιανοί, ἐὰν δὲν εἶσθε αἰσιόδοξοι. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο κάστρο αἰσιοδοξίας, γιατὶ θεμελιώνεται στὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. Γιατὶ αὐτὰ τὰ τρία μόνο σώζουν: ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη.
ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς