Πολιτικῆς ἀρετῆς πρότυπα (*)
τοῦ Γιώργου Παπαθανασόπουλου
Στὶς 21 Μαΐου θὰ διεξαχθοῦν οἱ βουλευτικὲς ἐκλογές. Ἤδη Κόμματα καὶ πολιτευτὲς ἔχουν ἀρχίσει νὰ δραστηριοποιοῦνται γιὰ νὰ ψηφιστοῦν. Ἄν καὶ τὸ κοινοβουλευτικὸ σύστημα στὴν Ἑλλάδα ἔχει καταστεῖ ἀρχηγικό, ἐν τούτοις πάντοτε ὁ βουλευτὴς ποὺ ἔχει ἱκανότητες ξεχωρίζει. Ἄποψη σοφῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὴν ἄμεση δημοκρατία τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας ἕως τὶς ἡμέρες μας, εἶναι πὼς ἕνας λαὸς χαρακτηρίζεται δημοκρατικὸς καὶ προοδευτικὸς ὅταν ἐπιλέγει τοὺς ἀρίστους στὶς θέσεις ἐξουσίας.
Ὁ Δημοσθένης στὸν Γ΄ Ὀλυνθιακό του γράφει πὼς ἡ ἀθηναϊκὴ δημοκρατία γνώρισε ἡμέρες εὐδαιμονίας ἐπειδὴ οἱ ἐπιφανεῖς ἄνδρες της -ἀναφέρει ὡς παραδείγματα τοὺς Μιλτιάδη καὶ Ἀριστείδη- «δὲν ἀσχολοῦνταν πρὸς ἴδιον πλουτισμό, ἀλλὰ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς θεωροῦσε πὼς ὄφειλε νὰ αὐξάνει τὸν κοινὸ πλοῦτο καὶ νὰ διοικεῖ τὶς ἑλληνικὲς ὑποθέσεις μὲ ἀξιοπιστία, τὰ ἀφορῶντα τοὺς θεοὺς μὲ εὐσέβεια καὶ τὶς μεταξύ τους σχέσεις μὲ ἰσότητα».
Ἀντίθετα, συνεχίζει ὁ Δημοσθένης, ἡ ἀθηναϊκὴ δημοκρατία παρήκμασε ὅταν οἱ πολιτικοὶ ποὺ ἐπικράτησαν ἦσαν «δημοκόλακες», ἢ «δημοπίθηκοι», ὅπως τοὺς χαρακτήρισε ὁ Ἀριστοφάνης. Αὐτοί, γιὰ νὰ εἶναι ἀρεστοὶ στὸ λαὸ καὶ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν προσωπική τους ἐξουσία, φρόντισαν νὰ διατυπώσουν ἀπόψεις ἀρεστὲς στὸ πλῆθος, ἀκόμη καὶ ἂν μὲ αὐτὲς ἡ πόλη θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν καταστροφή.
Ὁ Αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας Θεόδωρος Λάσκαρης, υἱὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δούκα Βατάτζη, συνέχισε τὴν πολιτικὴ τοῦ πατέρα του ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσονομία στὰ λίγα χρόνια ποὺ βασίλευσε. Στὸν ἕκτο λόγο του περὶ «τῆς Φυσικῆς Κοινωνίας» τονίζει ὅτι μόνον ὁ ἔχων τὸ «γνῶθι σαυτὸν» καὶ ἀποκτῶν ἀρετές, διὰ τῆς σχέσης του μὲ σοφοὺς καὶ ἐνάρετους ἀνθρώπους, καθίσταται ὠφέλιμος στὴν κοινωνία ποὺ ζεῖ. Αὐτὸ πολὺ περισσότερο ἰσχύει γιὰ τοὺς πολιτικούς…
Ὁ φίλος Νίκος Σοϊλεντάκης, Πρόεδρος Ἐφετῶν Διοικητικῶν Δικαστηρίων ἐ.τ., μοῦ ἔγραψε πὼς ἀνάμεσα στὰ φωτεινὰ παραδείγματα Ἑλλήνων ἐντίμων καὶ ἀκεραίων πολιτικῶν συγκαταλέγεται ὁ Γεώργιος Καφαντάρης (1873-1946). Ὑπηρέτησε τὴ χώρα ὡς πρωθυπουργὸς τὸ 1924 καὶ ἦταν ἐνεργὸς στὴν πολιτική, ὡς ὑπουργὸς καὶ βουλευτὴς ἐπὶ σαράντα χρόνια, ἀπὸ τὸ 1905 ἕως τὸ 1946. Ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1945 ἕως τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1946 ἦταν ἀντιπρόεδρος στὴν κυβέρνηση Σοφούλη. Ἀπεβίωσε στὶς 28 Σεπτεμβρίου τοῦ 1946.
Τότε ἡ σύζυγός του Λίλα Παπαλεξοπούλου – Καφαντάρη, στερουμένη πόρων, μετέβη στὴν Ἑλβετία γιὰ νὰ συγκατοικήσει μὲ συγγενῆ της ποὺ ζοῦσε ἐκεῖ. Ἀπὸ κακὴ συνεννόηση, ὅταν ἔφθασε στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τῆς Ζυρίχης βράδυ οὐδεὶς τὴν ἀνέμενε καὶ ἀναγκάστηκε, λόγῳ ἐλλείψεως χρημάτων, νὰ διανυκτερεύσει σὲ ἕνα παγκάκι. Τὸ πρωὶ βρέθηκε νεκρή. Ἡ σύζυγος τοῦ πρώην πρωθυπουργοῦ ἐστερεῖτο τῶν ἀναγκαίων γιὰ νὰ διανυκτερεύσει στὸ ἔναντι τοῦ σταθμοῦ ξενοδοχεῖο…
Τὸ συμβὰν δὲν τὸ γράφω γιὰ νὰ δημοσιοποιηθεῖ μιὰ συγκινητικὴ ἱστορία. Οὔτε ὡς παράδειγμα πρὸς τοὺς πολιτικούς μας νὰ καταστοῦν πένητες. Ἡ Πολιτεία ἔχει φροντίσει νὰ ἐξασφαλίζουν μιὰν ἀρκούντως ἄνετη ζωή. Τὸ γράφω ὡς ἀκραῖο ἴσως παράδειγμα ἠθικῆς ἀκεραιότητας καὶ ἐντίμου πολιτικοῦ βίου. Ὁ Καφαντάρης ἀποτελεῖ πρότυπο γιὰ τὴν ψῆφο μας.
——————
(*) Σημείωσι τῆς συντάξεως: Γραμμένο γιὰ τὶς ἐκλογὲς τῆς 21ης Μαΐου ποὺ ἔγιναν, διατηρεῖ τὴν σημασία του καὶ γιὰ τὶς ἐπαναληπτικὲς τοῦ Ἰουνίου ποὺ ἀκολουθοῦν· εἶνε ὅμως διδακτικὸ γιὰ πάντα.