Μικρὸς τῇ ἡλικίᾳ ἦν,
μὰ στὴν καρδιὰ μεγάλος.
Μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ
ὅσο κανένας ἄλλος.
Διαβάζοντας τὸν βίο του
καὶ ὁ σκληρὸς θὰ κλάψῃ.
Πῶς ν᾽ ἀτενίσῃ στὸ Θαβὼρ
μέσα σὲ τόση λάμψη…
Μᾶς βρῆκε ἀκατήχητους
ἀπ᾿ τὰ πολλὰ δεινά μας.
Παρὰ τὴν ἄγνοια εἴχαμε
μιὰ σπίθα στὴν καρδιά μας.
Ὁ Κύριος ἀφουγκράστηκε
τὸν γοερό μας θρῆνο·
σὰν ἄλλο Παῦλο ἔστειλε
τὸν πάτερ Αὐγουστῖνο.
Μὲ παγωμένα ἄρβυλα,
τὸ ῥάσο τὸ τριμμένο,
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ
τρέχει στὸν πονεμένο.
Σὲ δρόμους κακοτράχαλους,
στὶς ἐρημιές, στὰ δάση
ψάχνει γιὰ τὸ ἀπολωλὸς
ποὺ ἔχει τὸν δρόμο χάσει.
Λίγο μετροῦσε τὸν παλμό,
τὸν κώδωνα χτυποῦσε·
ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα
τὸ δάκρυ του κυλοῦσε.
Νὰ ξυπνήσῃ συνειδήσεις
ἡ φωνή του βροντερή.
Στὸν ἀνθρώπινο τὸν πόνο
μιὰ εὐαίσθητη ψυχή.
Μέσ᾿ στὸ προαύλιο τῆς Μονῆς
θεόρατος ὑψώνει
σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο
ὁ ἴσκιος του ἁπλώνει.
Στὸ διαδίκτυο φοβερὴ
ἀκοῦμε τὴ φωνή του.
Μοῦ μοιάζει μὲ ἀπόηχο
ποὺ στέλνει ἡ ψυχή του.
Ὅλες τὶς προφητεῖες του
μέσ᾿ στὶς δεκαετίες
μέσ᾿ στὸ πετσὶ τὶς ζήσαμε
τώρα στὶς πανδημίες.
Σὰν τὸν Ἠλία ζηλωτής,
ἀγωνιστὴς μεγάλος.
Μὲ τὴν ζωή του λάμπρυνε
τὸ ψυχικό του κάλλος.
Εὐλόγησε τὴν Φλώρινα,
τὰ ἅγια χώματά της,
ποὺ ἔγινε πασίγνωστη
κοντὰ στὸν Γέροντά της.
Δὲν θὲς ἁγιοκατάταξη,
ἀνθὲ τοῦ Παραδείσου·
γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀγῶνες σου
ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἡ τιμή σου.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΟΓΔΑΝΗ