«Πάψετε πιὰ νὰ ἐκπέμπετε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου τοὺς γόους τῆς ὑστερικῆς σειρήνας σταματῆστε κι ἀφῆστε τὸ πηδάλιο στῆς τρικυμίας τὰ χέρια: τὸ πιὸ φρικτὸ ναυάγιο θὰ ἦταν νὰ σωθοῦμε»
Κ. Οὐράνης
Τὸ νεοελληνικὸ κράτος τὸ ἐλευθέρωσαν οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ τὸ ἔστησαν οἱ Βαυαροὶ καὶ τὸ κυβερνοῦν 10-15 οἰκογένειες, δυναστεῖες πολιτικῶν καὶ μεγαλοκαρχαριῶν. Τὸ κράτος αὐτό, ἀντὶ νὰ ἀναδείξει τὶς ἀρετὲς τοῦ λαοῦ, τὴν ἀντοχή, τὴν καρτερία, τὸ πνεῦμα θυσίας καὶ αὐταπάρνησης, ποὺ τὸ κράτησαν ὄρθιο στὰ χρόνια τῆς πολυαίωνης σκλαβιᾶς, «φρόντισε» νὰ ἐκλύσει τὶς χειρότερες ροπές του καὶ νὰ ὑποσκάψει τὸν ἐσώτερο χαρακτήρα του, τὸ φιλότιμό του. Ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ ἐλεύθερου βίου του, οἱ δαίμονες τῆς πατρίδας, οἱ πολιτικοί του, κατακερμάτισαν τὸν λαὸ σὲ κομματικὰ σουλτανάτα. «Οἱ πολιτικοί μας καὶ οἱ ξένοι τρώγονταν καὶ καθένας κοίταζε νὰ περισκύση ἡ δική του φατρία. Ἄλλος ἤθελε Ἀγγλικόν, ἄλλος Ρούσικον, ἄλλος Γαλλικόν… τήραγαν νὰ πάρουν κάνα λεπτό, ὅτι εἰς τὴν Ἑλλάδα ηὗραν ἁλώνι ν᾽ ἁλωνίσουν» (Μακρυγιάννης, «Ἀπομνημονεύματα»).
Τὸ κράτος αὐτὸ τὸ ἀνέστησε τὸ αἷμα τοῦ λαοῦ του, μὲ τοὺς πολέμους τοῦ ᾽12 – ᾽13, γιὰ νὰ ἔρθουν νὰ τὸ βυθίσουν στὸ Διχασμὸ καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσουν στὸ μικρασιατικὸ σφαγεῖο.
Τὸ κράτος αὐτὸ εἶδε τὸν ἀνθό του νὰ πολεμᾶ μὲ ἡρωισμὸ στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Μακεδονίας αὐτοκρατορίες ὁλάκερες, γιὰ νὰ βρεθεῖ μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια ἐμφυλίου αἱματοκυλίσματος, ντροπιασμένο, ἐρειπωμένο «παλιόψαθα τῶν ἐθνῶν». Γιατί; Γιὰ τὸ ποιά «φατρία θὰ περισκύση». «Ἅ, ναί, πόσες ἀνόητες μάχες, ἡρωισμοὶ καὶ θυσίες καὶ ἧττες κι ἄλλες μάχες, γιὰ πράγματα ποὺ κιόλας ἦταν ἀπὸ ἄλλους ἀποφασισμένα», θρηνεῖ ὁ Ρίτσος στὴν «Ἑλένη».
Τὸ κράτος αὐτὸ ἔδιωξε τὰ καλύτερα παιδιά του στὰ ξένα καὶ στοίβαξε τὰ ὑπόλοιπα σὲ τρισάθλιες τερατουπόλεις, μεταβάλλοντάς τα σὲ κομματικὰ ὑποζύγια τυχοδιωκτῶν, προσκυνημένων ἀπατεώνων.
Τὸ κράτος αὐτὸ μὲ ἐκφυλιστικὴ ἀπάθεια καὶ δειλία ἀνέχτηκε ἕνα σφύζον καὶ θαυμαστὸ κομμάτι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τὴν Κύπρο, νὰ ποδοπατεῖται καὶ νὰ λεηλατεῖται ἀπὸ τὶς ὀρδὲς τοῦ Ἀττίλα. Τὸ κράτος αὐτό, ἀντὶ νὰ συνέλθει ἀπὸ τὴν καταστροφὴ ἐπανέφερε τοὺς ἴδιους ἐθνοσωτῆρες καὶ τὰ ἔκγονά τους γιὰ νὰ συνεχίσουν ἀπτόητοι τὸ ψεύτισμα τῶν ψυχῶν καὶ τὴν διάλυση τῆς πατρίδας.
Τὸ κράτος αὐτὸ ἀνέχθηκε μία δράκα σλαβολεβαντίνων, ποὺ ἔχει τὸ αἷμα δέκα ἐθνῶν καὶ τὴν ψυχὴ κανενός, τὰ Σκόπια, νὰ μαγαρίζει τὸ ὄνομα τῆς Μακεδονίας. Καὶ πρόδωσε τὴν ψυχή μας, ξεπούλησε τὸ ὄνομά μας. (Νὰ ἔρθουν στὴν Μακεδονία μας, τὰ σαπρόφυτα τοῦ νεοραγιαδισμοῦ, ἐδῶ στὸ Κιλκίς, νὰ ἀνεβοῦν στὸ ἡρῶον τῆς μάχης καὶ ἐκεῖ ποὺ κάποτε, τὸ 1928, ὁ Παλαμᾶς, ἔψελνε «…στοῦ Κιλκὶς τὴν ἐκκλησιὰ τὴν πλάστρα/ πνοὲς κι ἂν πλανᾶστε σ᾽ ἄλλη ζωή, λείψανα κι ἂν κοιμᾶστε,/ σᾶς λειτουργῷ, λειτουργῶ στὴ δόξα μου. Μακαρισμένοι νά ᾽στε», νὰ ποῦν στὰ 8.500 λαμπρὰ παλληκάρια, στὸν Καμπάνη καὶ στὸν Παπακυριαζῆ, ὅτι ἔκαναν λάθος… μάταια θυσιάστηκαν.
Θὰ τρίξουν τὰ κόκκαλα τὰ ἱερὰ καὶ θὰ βροντοφωνάξουν: Προδότες!! «ὅ,τι κερδήθηκε μὲ αἷμα, δὲν μπορεῖ νὰ ξεπουληθεῖ μὲ τὸ μελάνι μιᾶς ὑπογραφῆς».
Τὸ κράτος αὐτὸ ἐπέτρεψε σὲ μία ὀλιγομελῆ ἄνομη ὁμάδα καλαναρχῶν, νὰ μετατρέψει τὴ διασκέδαση καὶ τὴν ἐνημέρωσή τοῦ λαοῦ, σὲ διδασκαλεῖο ἠθικῆς παραλυσίας καὶ διαφθορᾶς. Τὴν Παιδεία σὲ παιδομάζωμα, ἀποκόπτοντας τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς βρυσομάνες, τὶς ἀειθαλεῖς ρίζες τοῦ Γένους, ποὺ τόσους αἰῶνες ἔτρεφαν Ρωμιούς, μὲ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ φιλοπατρία, ποὺ ἔφτιαχναν οἰκογένειες ὅπου ἔλαμπε τὸ μυστήριον τοῦ γάμου. Καὶ τώρα λύσσαξε νὰ διαφημίζει φράγκικες διαστροφὲς καὶ ἐρεβώδεις «διαφορετικότητες».
Τὸ κράτος αὐτὸ καταμόλυνε ἀκόμα καὶ τὴν Δικαιοσύνη -«πρᾶγμα πολλῶν χρυσίων τιμιώτερον» κατὰ τὸν Πλάτωνα. Οἱ ἀνεπάγγελτοι, ἐπαγγελματίες πολιτικοί, ὅταν κρίνονται γιὰ ἀτασθαλίες παράγοντες τοῦ ἀντίπαλου κόμματος, ἐκθειάζουν τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Δικαιοσύνης. Ὅταν λογοδοτοῦν οἱ ἴδιοι προπηλακίζουν τὴ Δικαιοσύνη καὶ διαπομπεύουν τοὺς λειτουργούς της ἐκτοξεύοντας ὕβρεις καὶ ὀνειδισμούς. Τὸ ἀποφώλιον τέρας τῆς κομματοκρατίας ἀκόμη καὶ γιὰ μιὰ θέση ὑποδιευθυντὴ σὲ σχολεῖο ἀπαιτεῖ πιστοποιητικὰ δουλοφροσύνης καὶ κομματικῆς ὑποταγῆς.
Τὸ κράτος αὐτὸ κομματικοποίησε τὶς «ἔνστολες» δυνάμεις τοῦ τόπου, διαβρώνοντας τὴν ἐπαγγελματική τους συνείδηση.
Τὸ κράτος αὐτὸ ξεπούλησε σὲ ἀλλογενῆ «κοράκια» τὰ σπίτια τῶν πολιτῶν του ἀντὶ πινακίου φακῆς, τὰ κόκκινα δάνεια, ποὺ θὰ στείλει στὰ ξένα χιλιάδες ἀκόμη Ἑλληνόπουλα. Καὶ χαίρεται ἀπὸ πάνω γιατὶ μεταβαλλόμαστε σὲ πολυπολιτισμικὸ σουλτανᾶτο….
Τὸ κράτος αὐτὸ ἐμπορευματοποίησε τὸν ἔξοχο πολιτισμό μας. Ἡ ἑλληνικὴ μουσικὴ παράδοση ψυχομαχεῖ. Τὴν περιφρονοῦν οἱ ἑλληνόπαιδες, τὴν μυκτηρίζουν ὑποτονθορίζοντας (=μουρμουρίζοντας) τὶς «μουσικὲς δημιουργίες» τῶν ποικιλώνυμων ψυχανώμαλων τύπου τράπερ. Κατάντησε τὴν νεολαία νευρόσπαστο, λικνιζόμενο στοὺς ρυθμοὺς τοῦ κάθε μασκαρᾶ, ποὺ ὑποδύεται τὸν καλλιτέχνη.
Τὸ ἀνίκανο κομματικὸ κράτος διέφθειρε τὴν γλῶσσα μας – «ἐργαλεῖο μαγείας καὶ φορέα ἠθικῶν ἀξιῶν» (Ἐλύτης). Ἀπὸ τὸν 19ο αἰ. ἀκόμη ὁ συγγραφέας Χουρμούζης διεκτραγωδεῖ καὶ γράφει γιὰ τὰ ἐκτρώματα τῆς γλωσσικῆς ξενομανίας τῶν Ἑλλήνων: «Συμπεριφορὰ γελοιωδεστάτη… ξιπασμένων ὀψιπλούτων ἀηδεστάτη ἐπίδειξις! Πτωχοαλαζονεία ἀξία οἴκτου, γλῶσσα παρδαλή!».
Τὸ κομματικὸ αὐτὸ κράτος νοικιάζει μισθοφόρους «ψευτοδιανοούμενους», γιὰ πνευματικὸ εὐνουχισμὸ τῆς κοινωνίας καὶ ἅλωση τῶν ψυχῶν. «Γνωρίζω μερικοὺς ὁποὺ σχεδὸν ἐντρέπονται νὰ λέγωσιν ὅτι εἶναι Ἕλληνες!», ἔγραφε ὁ Ἀνώνυμος τῆς «Ἑλληνικῆς Νομαρχίας». Ντρέπονται γιὰ τὴν καταγωγή τους, ὅμως δὲν ντρέπονται ποὺ γίνονται σκουλήκια καὶ ὀλετῆρες τῆς Πατρίδας. Τοὺς περιγράφει ἐξαίσια ὁ Βάρναλης:
«Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου
κι ἀπ᾽ τὸν ἀφέντη πιάσου.
Κι ἅμα σὲ φτύσει αὐτὸς
νὰ κάθεσαι σκυφτός.
Καὶ θά ᾽χεις τὰ μεγαλεῖα
στὴ σάπια πολιτεία».
Χρόνια ὁλόκληρα κρατοῦν αἰχμάλωτα τὰ πανεπιστημιακὰ ἀμφιθέατρα δηλητηριάζοντας καὶ μαγαρίζοντας μὲ τὰ ἐθνομηδενιστικά τους παραληρήματα γενιὲς Ἑλλήνων.
Τὸ κράτος αὐτὸ δολοφονεῖ μὲ τὴν ἀνικανότητά του τὸν λαό, στὸ Μάτι, στὴν Μάνδρα καὶ τώρα καὶ πάλι στὰ Τέμπη. Ὅσο τοὺς ψηφίζουμε σάβανα θὰ γεμίζει ἡ πατρίδα, σάβανα καὶ στὴν ψυχή μας ποὺ τὴν γέμισαν πληγές. «Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι…».
Τὸ κράτος αὐτό, τὸ ψευτορωμαίικο, καταρρέει. Καιρὸς νὰ ἔρθει τὸ ρωμαίικο, νὰ κυβερνηθεῖ ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ Ἕλληνες. Γι᾽ αὐτὸ τὸ κράτος βροντοφωνάζει ὁ Κόντογλου: «Καθαρίστε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πανούκλα τὴν δυστυχισμένη τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ δουλέψουνε οἱ ἄξιοι δουλευταρᾶδες. Τὰ σκουλήκια, γιὰ νὰ σώσουνε τὴν τιποτένια ὕπαρξή τους, δὲν ἀφήνουνε καμμιὰ ψυχὴ ἄξια νὰ ὀρθοποδήσει, ἀπὸ συμφέρον κι ἀπὸ φθόνο. Ὅλοι οἱ πνευματικοὶ σαλταδόροι ἔχουνε πιάσει τὰ πόστα. Καὶ εἶναι δεμένοι μεταξύ τους, ὅπως εἶναι οἱ κάμπιες κολλημένες ἡ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη. Μόλις τὶς χωρίσει κανένας ψοφᾶνε. Ἔτσι πρέπει νὰ γίνει καὶ μὲ τὶς ἀνθρωποκάμπιες ποὺ μαραζώνουνε τὸ ὁλόδροσο πνευματικὸ δέντρο τῆς φυλῆς μας. Τίμια ἀδέρφια μου, Ἕλληνες καθαρογεννημένοι, ξεριζῶστε αὐτὰ τὰ φαρμακερὰ βρωμοχόρταρα!».
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς