Ταπεινώσου, ἄνθρωπε!
«Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. 1,47-48)
Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, στὴ γῆ ποὺ κατοικοῦμε σήμερα, ἔζησαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι· ἄντρες – γυναῖκες, βασιλεῖς – ὑπήκοοι, στρατηγοὶ – στρατιῶτες, πλούσιοι – φτωχοί. Τὸ ὅτι ὅμως ἔζησαν δὲν εἶνε σπουδαῖο· τὸ σπουδαῖο εἶνε πῶς ἔζησαν. Εἶνε λυπηρὸ ὅτι, ἀπὸ αὐτοὺς οἱ περισσότεροι ἔζησαν χωρὶς σκοπό, χωρὶς νόημα, χωρὶς σκέψι γιὰ τὸν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου· πολλοὶ ἔχυσαν καὶ αἷμα ἀδελφικό, ἔβαλαν φωτιὰ κ᾽ ἔκαψαν πολιτεῖες, σκόρπισαν μῖσος καὶ διχόνοια. Γι᾽ αὐτούς, ποὺ δὲν ἀξίζει νὰ λέγωνται ἄνθρωποι, λένε· Καταραμένη ἡ μέρα ποὺ γεννήθηκαν· λέει ἀκόμα τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰούδα, ὅτι καλύτερα νὰ μὴν εἶχαν γεννηθῆ (Ματθ. 26,24).
Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ, μέσα στὸ σωρὸ τῶν ἐγκληματιῶν, σ᾽ αὐτὴ τὴν «κοπριά», ὑπάρχουν καὶ διαμάντια πολύτιμα, εὐγενικὲς ψυχὲς ποὺ δικαίωσαν τὶς προσδοκίες τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἀνοίξουμε τὴν ἱερὰ ἱστορία, θὰ δοῦμε, ὅτι ὑπῆρξαν ἄνθρωποι ὑπέροχοι, μεγάλες προσωπικότητες. Μικρὸς παρακαλῶ ἦταν ὁ Νῶε, ποὺ σώθηκε στὸν κατακλυσμὸ ἀπ᾽ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος; Μικρὸς ἦταν ὁ Ἀβραάμ, ποὺ τόσο ἀγάπησε τὸ Θεὸ ὥστε ἀκόμα καὶ τὸ μονάκριβο γυιό του ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσῃ; Μικρὸς ἦταν ὁ Ἰακώβ, ποὺ εἶδε σκάλα νὰ ἑνώνῃ τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε τὰ λόγια ἐκεῖνα «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17); Μικρὸς ἦταν ὁ Ἰωσὴφ ὁ πάγκαλος, ποὺ ἔμεινε βράχος πίστεως καὶ ἁγνότητος μέσα σὲ τόσο ἀκάθαρτο περιβάλλον καὶ τὸν ἔκανε ὁ Θεὸς ἀντιβασιλέα τῆς Αἰγύπτου; Μικρὸς ἦταν ὁ Μωυσῆς, ὁ νομοθέτης ποὺ παρέλαβε στὸ Σινὰ τὶς δέκα θεόγραφες ἐντολές; Μικρὸς ἦταν ὁ Δαυΐδ, ποὺ τὰ τραγούδια του φέρνουν δάκρυ στὸ μάτι καὶ σεισμὸ στὴν καρδιά; Μικρὸς ἦταν ὁ Σολομῶν, ποὺ ἔκτισε τὸν περίφημο ναό; Μικρὸς ἦταν ὁ Ἠσαΐας, ποὺ πρὶν ἀπὸ ὀχτακόσα χρόνια εἶδε τὴν ἐκ Παρθένου γέννησι τοῦ Χριστοῦ (βλ. Ἠσ. 7,14); Μικρὸς ἦταν ὁ Ἰερεμίας, ποὺ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ κάνῃ τὰ μάτια του «πηγὴν δακρύων» γιὰ νὰ κλάψῃ τὴν ἁμαρτωλότητα τῆς γενεᾶς του (Ἰερ. 9,1); Μικρὸς τέλος ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ βαπτίσῃ τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου; Μικροὶ ἦταν αὐτοί; Κάθε ἄλλο· ἦταν μεγάλες φυσιογνωμίες.
–Καὶ λοιπόν; γιατί τοὺς ἀναφέρεις σήμερα;
Τοὺς ἀναφέρω γιὰ νὰ πῶ, ὅτι παραπάνω ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ἀλλ᾽ ἀπ᾽ ὅλους, πάνω κι ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς Ὠρίωνες, εἶνε μία γυναίκα, ἡ Κυρία Θεοτόκος· νίκησε καὶ προφῆτες καὶ πατριάρχες καὶ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους!
Ποιά λοιπὸν ἦταν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τὴν Κοίμησι ἑορτάζουμε τώρα οἱ ὀρθόδοξοι; Δὲν ἔχω, ἀγαπητοί μου, καιρὸ νὰ σᾶς ζωγραφίσω τὴν εἰκόνα της· δὲν εἶμαι ζωγράφος, δὲν εἶμαι ποιητὴς γιὰ νὰ ψάλω τὸ μεγαλεῖο της. Θέτω μόνο τὸ ἐρώτημα· ποῦ ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο της; ποιό εἶνε τὸ κέντρο τῆς ἁγιότητός της, ποὺ τὴν ἐξύψωσε τόσο;
Εἶνε, ἀγαπητοί μου, μία ἀρετή, ποὺ τὴν ἐγκωμιάζουν τὰ ᾄσματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποὺ ἀπὸ αὐτὴν ἐμεῖς –γιὰ νὰ μιλήσω ἁπλοϊκά– κουκκούτσι δὲν ἔχουμε· εἶνε ἡ ταπείνωσί της.
* * *
Ἦταν ταπεινή, πολὺ ταπεινὴ ἡ Κόρη τῆς Ναζαρέτ. Δὲν ἔμοιαζε καθόλου μὲ τὶς σημερινὲς γυναῖκες. Δὲν φοροῦσε φορέματα πολυτελῆ, δὲν δαπανοῦσε ὧρες γιὰ καλλωπισμούς, δὲν ἔβγαινε ἔξω νὰ ἐπιδεικνύῃ τὰ κάλλη της, δὲν εἶχε ἐπικοινωνίες γιὰ νὰ προβάλλεται· ἔμενε μέσα στὸ σπίτι, δούλευε στὸν ἀργαλειὸ καὶ μὲ τὰ χέρια της ἔφτειαχνε τὰ φτωχικὰ φορέματα τὰ δικά της καὶ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, δὲν σπαταλοῦσε χρόνο σὲ περιττὲς ἀργολογίες. Ζοῦσε ἕνα βίο ἱεροκρύφιο, μυστικό, ἀφωσιωμένο στὸ Θεό. Ἦταν τόσο ταπεινὴ ὥστε, καὶ ὅταν ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τῆς μετέφερε τὸ συνταρακτικώτερο μήνυμα, ὅτι αὐτὴ θὰ γεννήσῃ τὸ οὐράνιο κρίνο, τὸ «ἄνθος τὸ ἀμάραντον» καὶ «μύρον τὸ ἀκένωτον» (Ἀκάθ. ὕμν. καν. ζ΄2, θ΄3), δὲν αἰσθάνθηκε ὑπερηφάνεια καὶ οἴησι. Ἕνα ἰσχυρὸ ῥῖγος διέτρεξε τὴν ὕπαρξί της καὶ τὴν ἔκανε νὰ καμφθῇ μπροστὰ στὴν θεία βουλὴ καὶ νὰ πῇ· «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ. 1,38).
Αὐτὴ ἡ ταπείνωσι εἶνε ἡ κεντρικὴ ἀρετή, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος τὴν ἀξίωσε μιᾶς τέτοιας μοναδικῆς τιμῆς, νὰ γίνῃ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Γεννᾶται τώρα τὸ ἐρώτημα· αὐτὴ τὴν ἀρετή, τὴν ὁποία ἐγκωμιάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, τὴν συναντοῦμε στὴν κοινωνία μας;
* * *
Σήμερα, ἀδελφοί μου, ἡ ταπείνωσις θεωρεῖται κάτι κατώτερο, προκαλεῖ τὴν περιφρόνησι, τὴν εἰρωνεία τοῦ κόσμου. Σήμερα στὴ ζωὴ δεσπόζει παντοῦ ἡ ὑπερηφάνεια· στὴν ἐμφάνισι, στὸ παράστημα, στὸ ὕφος, στὸν «ἀέρα», στὴν ἰταμότητα, στὸ μειδίαμα, στὸ βάδισμα, στὸ ντύσιμο, στὴν κόμμωσι, στὴν ὁμιλία, στὶς ἀπαιτήσεις (ἀναγνώρισις, δικαιώματα, ἀνέσεις, ἀπολαύσεις, ἔπιπλα…), στὴν ὅλη ζωὴ καὶ συμπεριφορά.
Ἐρωτῶ ὅμως· δικαιολογεῖται ἡ ὑπερηφάνεια; δικαίως ὁ ἄνθρωπος ὑπερηφανεύεται; Ἄνθρωπε, ἐρωτᾷ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α΄Κορ. 4,7). Ἔχεις κάτι δικό σου γιὰ τὸν ὁποῖο μπορεῖς νὰ ὑπερηφανευθῇς;
Γιὰ τί καυχιέται ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος;
- γιὰ τὰ λεφτά του; ἀλλὰ σήμερα μπορεῖ νὰ εἶνε Κροῖσος, καὶ αὔριο νὰ μὴν ἔχῃ πεντάρα.
- γιὰ τὴν ὑγεία, γιὰ τὰ μπράτσα του; Φτάνει ἕνα μικρόβιο νὰ τὸν ῥίξῃ στὸ κρεβάτι.
- γιὰ τὴν ὀμορφιά του; Ἀλλ᾽ ἂς πάῃ στὰ νεκροταφεῖα νὰ δῇ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσῳδία» (Νεκρ. ἀκ. μακαρ.).
- γιὰ τὴ φωνή του; Ἀλλὰ τὸ ἀηδόνι στὸ δάσος νικάει ὅλους τοὺς μουσικούς. Λοιπόν;
- μήπως γιὰ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ γνῶσι του; Ἀλλ᾽ αὐτὰ ποὺ γνωρίζει δὲν εἶνε παρὰ μιὰ σταγόνα μπροστὰ σ᾽ ἐκεῖνα ποὺ ἀγνοεῖ.
- μήπως γιὰ τὸν πολιτισμό του (μέγαρα, πολυκατοικίες, φῶτα, διαφημίσεις,…); Ἄλλοτε σὲ καλύβες κατοικοῦσαν ἅγιοι· σήμερα;… Δὲν θέλω νὰ γίνω μάντης κακῶν. Ἕνας σεισμὸς –Θεὸς φυλάξοι– μπορεῖ νὰ τὰ ἰσοπεδώσῃ ὅλα. Τί καυχᾶσαι λοιπόν, ἄνθρωπε;
- Θὰ μοῦ πῇ ἴσως κάποιος· Ἐγὼ καυχῶμαι γιὰ τὴν ἀρετή μου. Ποιά ἀρετή; γιὰ νηστεῖες καὶ προσευχές; Ἀλλ᾽, ὅπως λέει ἡ ἁγία Γραφή, ὅλη ἡ ἀρετή μας στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε παρὰ ἕνα «ῥάκος ἀποκαθημένης» (Ἠσ. 64,6), ἕνα βρωμερὸ κουρέλι.
Λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ταπεινωθῇ. Ὅλα τοῦ φωνάζουν· Ὅπως καὶ ἂν ζυγιστῇς, εἶσαι ἕνα τίποτα· σκύψε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅμως αὐτὸς δὲν ταπεινώνεται. Δὲν ταπεινώνεται; Ἔ τότε λοιπὸν ξέρετε τί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (ποὺ γιορτάζει στὶς 24 Αὐγούστου); Σ᾽ ἕνα χωριὸ εἶπε τὴν ἑξῆς προφητεία· «Σᾶς λυπᾶμαι γιὰ τὴν περηφάνεια ὁποὺ ἔχετε. Τὸ ποδάρι μου ἐδῶ δὲν θὰ ξαπατήσῃ. Καὶ ἐὰν δὲν ἀφήσετε αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ κάνετε, τὴν αὐθαιρεσία καὶ λῃστεία, θὰ καταστραφῆτε. Σὲ κεῖνο τὸ κλαρί, ποὺ κρεμᾶτε τὰ σπαθιά σας, θἀρθῇ μιὰ μέρα ποὺ θὰ κρεμάσουν οἱ γύφτοι τὰ ὄργανά τους» (ἡμ. βιβλ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθήνα 201331, σ. 302,6). Κι ὅταν κάποτε πῆγε σ᾽ ἕνα ἄλλο χωριὸ καὶ περνώντας ἀπὸ ἕνα νεόκτιστο σπίτι εἶδε ὅτι οἱ ἰδιοκτῆτες ζοῦσαν μὲ πολυτέλεια καὶ σκληροκαρδία, τοὺς εἶπε· «Φτειάνετε σπίτια τορνευτὰ (δηλ. περίτεχνα) καὶ δὲν πρόκειται νὰ κατοικήσετε σ᾽ αὐτά»· πράγματι μετὰ ἀπὸ λίγο ἡ οἰκογένεια ξεκληρίστηκε (ἔ.ἀ, σσ. 316-317).
Ἡ ὑπερηφάνεια λοιπόν, ἀδελφοί μου, εἶνε τὸ μεγάλο ἁμάρτημα τῆς ἀνθρωπότητος. Ὑπερηφανεύεται σήμερα ὁ κόσμος. Ὅπως οἱ ἄνθρωποι στὴ Βαβέλ, ποὺ ἔκτισαν πύργο γιὰ νὰ φτάσουν ἐπάνω στὰ ἄστρα καὶ ν᾽ ἀσφαλιστοῦν, ἔτσι καὶ ὁ κόσμος σήμερα μὲ τὴν ἐπιστήμη του φτειάχνει νεώτερες Βαβέλ, γιὰ νὰ ὑψωθῇ μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλὰ εἶνε γραμμένο ὄχι μία φορὰ καὶ μπορεῖτε νὰ τὸ διαβάσετε· «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παρ. 3,34 = Ἰακ. 4,6. Α΄ Πέτρ. 5,5). Πηγαίνεις κόντρα μὲ τὸ Θεό; θὰ γίνῃς στάχτη. Ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν εἶσαι, ὁσοδήποτε καὶ ἂν καυχᾶσαι, εἴτε γιὰ τὴν ἐπιστήμη σου εἴτε γιὰ τὴ δύναμί σου εἴτε γιὰ τὴν ὀμορφιά σου εἴτε γιὰ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἐπίγειο ἀγαθό, θὰ γίνῃς στάχτη.
Εἶνε γεγονός, ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια γκρέμισε ἀπὸ τὰ ἄστρα τὸν Ἑωσφόρο. Οὔτε ἐπόρνευσε οὔτε ἐμοίχευσε· ὑπερηφανεύθηκε, αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία τῆς πτώσεώς του. Ἡ ταπείνωσις ἀντιθέτως πῆρε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὴν ὕψωσε πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα· καὶ ἡ Παναγία μας μὲ τὴν ταπείνωσί της ἔγινε ἡ Μάνα καὶ ἡ βασίλισσα τοῦ κόσμου. Ἂς τὴν παρακαλέσουμε μὲ δάκρυα νὰ ἐλεήσῃ ὅλους μας. Ὁ Κύριος τὴν ἀκούει, διότι «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. 1,48)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν πιθανῶς τὴν Δευτέρα 15-8-1966).