Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης ἀπαντᾷ σὲ ἐρώτησι (τὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ἁγιορείτικη Μαρτυρία»).
Ἐρώτησις: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι οἱ ἐξουσίες τοῦ κόσμου ἔχουν ταχθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ (Ρωμ. ιγ´ 1). Πρέπει λοιπὸν νὰ δεχθοῦμε ὅτι κάθε ἄρχοντας ἢ βασιλεὺς ἢ Ἐπίσκοπος προχειρίζεται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό;
Ἀπόκρισις: Ὁ Θεὸς λέει στὸν Νόμο: «Θὰ σᾶς δώσω ἄρχοντας σύμφωνα μὲ τίς καρδιές σας» (παράβ. Ἱερεμ. γ´ 15). Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι οἱ μὲν ἄρχοντες καὶ οἱ βασιλεῖς ποὺ εἶναι ἄξιοι αὐτῆς τῆς τιμῆς προχειρίζονται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἄλλοι πάλι ποὺ εἶναι ἀνάξιοι προχειρίζονται κατὰ παραχώρησιν ἢ καὶ βούλησιν τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνάξιο λαὸ ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀναξιότητός των. Καὶ ἄκουσε σχετικὰ μερικὲς διηγήσεις.
Ὅταν εἶχε γίνει βασιλεὺς ὁ Φωκᾶς ὁ τύραννος (αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου [602-610], περιβόητος γιὰ τὴν σκληρότητα καὶ ἀκολασία του) καὶ ἄρχισε ἐκεῖνες τὶς αἱματοχυσίες μὲ τὸν Βονόσο τὸν δήμιο (ὑπουργός), ὑπῆρχε κάποιος μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολι, ἅγιος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχοντας πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν Θεό, σὰν νὰ δικαζόταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε μὲ ἁπλότητα: «Κύριε, γιατί ἔκανες τέτοιον βασιλέα;». Καὶ τότε, ἀφοῦ τὸ ἔλεγε αὐτὸ γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, τοῦ ἦλθε φωνὴ ἐκ Θεοῦ ποὺ ἔλεγε: «Διότι δὲν βρῆκα ἄλλον χειρότερο».
Ὑπῆρχε καὶ κάποια ἄλλη πόλις στὴν περιοχὴ τῆς Θηβαΐδος ποὺ ἦταν γεμάτη παρανομία, τῆς ὁποίας οἱ πολῖτες διέπρατταν πολλὰ μιαρὰ καὶ ἄτοπα πράγματα. Σ᾽ αὐτὴν λοιπὸν κάποιος ἄνθρωπος τοῦ ἱπποδρόμου διεφθαρμένος στὸ ἔπακρον ἀπόκτησε ξαφνικὰ κάποια ψευδοκατάνυξι καὶ πῆγε καὶ κουρεύτηκε μοναχὸς καὶ ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἀλλ᾽ ὅμως καθόλου δὲν σταμάτησε τὶς πονηρὲς πράξεις του. Συνέβη λοιπὸν νὰ πεθάνῃ ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως αὐτῆς. Τότε παρουσιάσθηκε σὲ κάποιον ἅγιο ἄνθρωπο ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Πήγαινε καὶ προετοίμασε τὴν πόλι, γιὰ νὰ χειροτονήσουν Ἐπίσκοπο τὸν πρώην ἄνθρωπο τοῦ Ἱπποδρόμου». Πῆγε λοιπὸν αὐτὸς καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ παρηγγέλθη. Ἀφοῦ λοιπὸν χειροτονήθηκε ὁ προαναφερθεὶς πρώην ἢ μᾶλλον ἔτι φαυλόβιος, ἄρχισε μὲ τὸν νοῦ του νὰ φαντάζεται ὅτι κάτι εἶναι καὶ νὰ ὑψηλοφρονῆ. Τότε τοῦ παρουσιάσθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Γιατί ὑψηλοφρονεῖς, ἄθλιε; Σοῦ λέω ἀλήθεια ὅτι δὲν ἔγινες Ἐπίσκοπος, ἐπειδὴ ἤσουν ἄξιος γιὰ ἱερωσύνη, ἀλλὰ γιατὶ αὐτῆς τῆς πόλεως τέτοιος Ἐπίσκοπος τῆς ἄξιζε».
Γι᾽ αὐτὸ λοιπόν, ἂν ποτὲ δῇς κάποιον ἀνάξιο καὶ πονηρὸ βασιλέα ἢ ἄρχοντα ἢ Ἐπίσκοπο, μὴν ἀπορήσης, μήτε νὰ κατηγορήσης τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μᾶλλον μάθε ἀπ᾽ αὐτὸ καὶ πίστευε ὅτι παραδιδόμεθα σὲ τέτοιους τυράννους ἐξ αἰτίας τῶν ἀνομιῶν μας, κι ὅμως πάλι δὲν ἀφήνουμε τὰ κακά μας ἔργα.