Θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ

Τὸ χωριό μου ἀπέχει ἀπὸ τὴν πόλι 20 χιλιόμετρα περίπου. Αὐτὴ τὴ δι­αδρομὴ τὴν κάναμε πολλὲς φορὲς μὲ τὰ πόδια ἢ μὲ τὰ ζῷα. Περίπου τρεῖς καὶ μισὴ (3½) ὧρες πηγαίνοντας πολὺ βιαστικὰ γιατὶ ἦταν κατηφόρα, καὶ τέσσερις (4) ὧρες ἐπιστρέφοντας. Πήγαινα μαζὶ μὲ τοὺς δικούς μου ἀπὸ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο. Ὅταν ξεκίνησα τὸ γυμνάσιο πήγαινα καὶ μόνος μου. Μέσα στὰ ἄγρια βουνά, σὲ δάση γεμᾶτα ὀξιές.

Ὅταν πήγαινα μόνος ἡ σκέψι μου ἦταν στὸ Θεὸ καὶ συνεχῶς προσευχόμουν. Ἦταν τὰ ὡ­ραιότερα δρομολόγια ποὺ ἔκανα στὴ ζωή μου. Αἰσθανόμουν τόση χαρὰ νὰ μὲ πλημμυρίζῃ, ὥστε πήγαινα πάντα τρέχοντας πολὺ γρήγορα πρὸς τὴν πόλι, σχεδὸν πετώντας, χωρὶς νὰ κουράζωμαι καθόλου. Ἔφτανα ἐκεῖ, ἔκανα τὶς δουλειὲς καὶ ξαναγύριζα πίσω. Ἡ χαρὰ ποὺ ἔνιωθα ἦταν ἀπερίγραπτη· μόνος μόνῳ Θεῷ, μόνος μου μὲ συντροφιὰ μόνο τὸ Θεό.

Ἡ ἐργασία μας ἦταν νὰ κόβουμε ξύλα ἀπὸ τὸ δάσος καὶ νὰ τὰ πουλᾶμε στὴν πόλι γιὰ καυσόξυλα. Ξυπνούσαμε πολὺ πρωί, φορτώναμε τὰ μουλάρια μὲ ξύλα, καὶ κατὰ τὶς 3 τὸ πολὺ 3 καὶ μισὴ ξεκινούσαμε γιὰ τὴν πόλι. Ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἐκεῖ στὶς 7 ἕως 8 τὸ πολύ, γιὰ νὰ τὰ πουλήσουμε πρὶν φύγουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὶς δουλειές τους. Μετὰ ψωνίζαμε, ἐπιστρέφαμε στὸ σπίτι, καὶ φυσικὰ ἀμέσως πηγαίναμε στὶς ἐργασίες. Αὐτὸ γινόταν δύο φορὲς τὴν ἑ­βδο­μάδα. Στὴν ἐπιστροφὴ ὅποια ζῷα ἦταν χωρὶς φορτίο τὰ καβαλλούσαμε γιὰ νὰ ξεκουραστοῦμε λίγο. Οἱ ἄντρες καθόμασταν πάντα βλέποντας μπροστά, ἐνῷ οἱ γυναῖκες βλέποντας πλάγια.

Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δρομολόγια ἐπιστρέφοντας εἴχαμε φτάσει σ᾽ ἕνα ἴσιωμα καὶ σὲ λίγο θὰ ἄρχιζε μία κατηφόρα. Σ᾽ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ξαφνικὰ τὸ μουλάρι ποὺ βρισκόμουν ἀνεβασμένος σκόνταψε καὶ ἔπεσε κάτω. Αὐτὸ ἔγινε σ᾽ ἕνα δευτερόλεπτο. Δὲν πρόλαβα οὔτε νὰ καταλάβω πῶς ἔγινε, οὔτε φυσικὰ νὰ ἀντιδράσω. Βρέθηκα ὄρθιος δίπλα στὸ μουλάρι χωρὶς νὰ ξέρω τί ἔχει συμβῆ. Οἱ ἄλλοι, ποὺ βρίσκονταν σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἀπὸ μένα καὶ εἶδαν τὸ περι­στα­τι­κό, δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν πῶς ἔμεινα ὄρθιος χωρὶς νὰ πάθω τίποτα καὶ ῥωτοῦσαν μὲ ἀπορία. Δὲν μποροῦσα ν᾽ ἀπαντήσω. Μετὰ συνειδητοποίησα ὅτι αὐτὸ ἦταν ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ. Ὑπὸ κανονικὲς συν­θῆκες ἔπρεπε πέφτον­τας νὰ μὲ πλακώσῃ τὸ ζῷο ἢ τοὐλάχιστον νὰ χτυπήσω ἄσχημα. Μόνο μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ σκέπη τῆς Παναγίας μποροῦσε νὰ γίνη αὐτό.

* * *

Στὶς διαδρομὲς ἐκεῖνες φαγητὸ κανονικὸ δὲν παίρναμε μαζί μας οὔτε καὶ τρώγαμε στὴν πόλι. Μόνο λίγο ψωμὶ ἢ κάτι πρόχειρο ἂν εἴχαμε στὸ σπίτι, τυρί, ἀβγὸ ἢ κάτι παρόμοιο.

Πηγαίνοντας μιὰ ἄλλη φορὰ μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου στὴν πόλι πήραμε κάτι πρόχειρο στὸν τορβᾶ κι ἀφοῦ κάναμε τὶς δουλειές μας ἐπιστρέφαμε γιὰ τὸ χωριό. Στὰ τρία τέταρτα τοῦ δρόμου ἄρχισα νὰ πεινάω. Ἔψαξα στὸν τορβᾶ ποὺ φαινόταν ἄδειος. Βρέθηκε ἕνα ἀβγό. Ἀπόρησα πῶς βρέθηκε, ἀφοῦ ὅ,τι ὑπῆρχε τὸ φάγαμε στὴν πόλι μόλις ξεκινήσαμε. Τὸ μοιράστηκα μὲ τὸν πατέρα μου, γιατὶ κ᾽ ἐκεῖνος πεινοῦσε. Κι ὅμως μ᾽ αὐτὸ τὸ ἀβγὸ συνεχίσαμε τὴν πορεία χωρὶς νὰ αἰσθανθοῦμε –τοὐλάχιστον ἐγώ– καθόλου πεῖνα. Ὁ Θεὸς μᾶς λυπήθηκε καὶ φρόντισε γιὰ μᾶς σ᾽ αὐτὴ τὴ δύσκολη ὥρα, ποὺ ὅταν τὴν θυμᾶμαι συγκινοῦμαι.

* * *

Τὸ χειμῶνα ἤμασταν ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὰ χιόνια ἀπὸ μετὰ τὰ μέσα Ὀκτωβρίου μέχρι τὸ Μάρτιο. Τὸν Ἰανουάριο, ποὺ γιὰ λίγο ἔκανε καλὸ καιρό, ἐρχόταν ἐκχιονιστὴς (μπουλντόζα) καὶ καθάριζε τὸ δρόμο. Ἀμέσως τότε ὅλο τὸ χωριὸ κατέβαινε στὴν πόλι, γιὰ νὰ πουλήσῃ ξύλα καὶ ν᾽ ἀγοράσῃ τὰ ἀ­ναγκαῖα. Στὶς 3 ἡ ὥρα τὸ πρωὶ ἀναχώρησι μέσα στὸ κρύο, μὲ φανοὺς θυέλλης καὶ φορτωμένα 3 – 4 μουλάρια μὲ ξύλα ἡ κάθε οἰκογένεια. Συνήθως κάναμε καραβάνι, ὥστε νὰ εἴμαστε ὅλοι μαζί. Ἔπρεπε σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ νὰ μιλᾶμε στὰ ζῷα, γιατὶ φοβόντουσαν μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὰ χιονισμένα βουνά. Τ᾽ αὐτιά τους ἦταν τεντωμένα, μήπως ἀκούσουν κάποιο θόρυβο ἀπὸ τὰ δάση.

Μερικὲς φορὲς δὲν προφθάναμε τοὺς ὑπόλοιπους, μέναμε πίσω καὶ πηγαίναμε μόνοι μας. Τότε ἦταν δύσκολα. Συνέβη ἔτσι μιὰ φο­ρὰ νὰ τρομάξουν τὰ ζῷα ἀπὸ κάποιο μικρὸ θόρυβο καὶ ν᾽ ἀρχίσουν νὰ τρέχουν, νὰ ἐκτραπῇ τὸ φορτίο, κι ἀφοῦ τὰ πιάσουμε νὰ ξεφορτώσουμε τὰ ξύλα ὅπου ὑπῆρχε πρόβλημα, νὰ τὰ ξαναφορτώσουμε καὶ νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία.

Οἱ κίνδυνοι ἦταν πολλοί, γιατὶ ὑπῆρχαν ἄγρια ζῶα (λύκοι καὶ ἀρκοῦδες). Πλησίαζαν μερικὲς φορὲς κοντὰ στὸ χωριὸ καὶ καθάριζαν κάποιο ζῷο. Ἀκούγαμε δὲ πὼς σὲ ἄλλα κοντινὰ μέρη ἔγιναν ἐπιθέσεις καὶ σὲ ἀνθρώπους.

Παρὰ τοὺς κινδύνους, ὅλα ἐκεῖνα τὰ χρόνια, δὲν μᾶς ἐπιτέθηκαν ἄγρια ζῷα καὶ δόξα τῷ Θεῷ ἐπιστρέφαμε πίσω ὅλοι, χωρὶς νὰ φοβηθοῦμε κινδύνους, χωρὶς νὰ δεχθοῦμε ἀπειλὴ γιὰ τὴ ζωή μας. Κάναμε τὸ σταυρό μας πρὶν ξεκινήσουμε καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ξαναγυρίζαμε.

* * *

Ὅταν ἤμουν 12 ἐτῶν, κατέβηκα στὴν πόλι γιὰ τὴν πρώτη τάξι τοῦ γυμνασίου, τὰ Χριστούγεννα, μόλις ἔκλεισαν τὰ σχολεῖα, δὲν ἔμεινα ἐκεῖ καθόλου, ἀλλὰ ἔφυγα ἀμέσως γιὰ τὸ χωριό. Μέσα στὰ χιόνια, στὰ ἄγρια δάση. Τὸ δρόμο τὸν ἤξερα· τὸν εἶχα περπατήσει πολλὲς φορές. Ἔτσι ξεκίνησα. Ἦταν μιὰ ὡραία μέρα. Δὲν σκέφτηκα καθόλου μήπως μὲ συναντήσῃ κάποιο ἄγριο θηρίο, μήπως μοῦ ἐπιτεθῇ, μήπως μὲ φάῃ. Μόνο χαρὰ αἰσθανόμουν. Πόση ἀξία ἔχει τὸ νὰ σκέπτεται κανεὶς τὸ Θεὸ καὶ μάλιστα ὅταν εἶναι μόνος!

Ἔφτασα μέχρι τὴ μέση τοῦ δρόμου ὅταν ἄκουσα νὰ μὲ φωνάζουν ἀπὸ μακριά. Εἶχε ἔρθει κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι νὰ μὲ πάρῃ, γιατὶ σκέφτηκαν πῶς θὰ ἔφευγα μόνος μου ἀπὸ τὴν πόλι ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἐπειδὴ ὅμως ἤμουν ἰσ­χνόφωνος, ἐνῷ ἀπαντοῦσα φωνάζοντας, ἐκεῖνος δὲν μὲ ἄκουγε. Ἔτσι ἄρχισα νὰ τρέχω μέσα στὰ χιόνια, γιὰ νὰ τὸν συναντήσω πιὸ γρήγορα καὶ νὰ τὸν καθησυχάσω. Σὲ λίγο βρεθήκαμε, καὶ συνεχίσαμε τὴν πορεία γιὰ τὸ χωριό.

Μὲ τὸ τρέξιμο ὅμως ποὺ ἔκανα ἵδρωσα καί, ὅπως ἤμουν ἱδρωμένος μέσα στὸν κρύο χειμῶνα, φτάνοντας στὸ σπίτι εἶχα πολὺ πόνο στὸ στῆθος. Τὸ ἔ­κρυβα καὶ δὲν εἶπα τίποτα, γιὰ νὰ μὴ στενοχωρηθοῦν. Ἦρθα γιὰ νὰ χαροῦμε, σκέφτηκα, καὶ ὄχι γιὰ νὰ τοὺς στενοχωρήσω. Ἔτσι τὸ μόνο ποὺ μποροῦσα ἦταν νὰ κάθωμαι γύρω ἀπὸ τὴ σόμπα καὶ ν᾽ ἀναπνέω ζεστὸ ἀέρα. Φάρμακα βέβαια δὲν ὑπῆρχαν. Πέρασαν 3 μέρες περίπου μέχρι νὰ μοῦ περάσῃ ὁ πόνος. Κι ὅταν πλέον τελείωσαν οἱ ἡμέρες τῶν διακοπῶν ξαναγύρισα στὸ σχολεῖο.

* * *

Στὰ μέρη ἐκεῖνα, ὅταν ἀρχίζῃ νὰ χιονίζῃ, μερικὲς φορὲς τὸ χιόνι εἶναι τόσο πυκνὸ ποὺ σὲ μισὴ ὥρα περίπου δὲν βλέπουμε σὲ ἀπόστασι λίγων μέτρων. Τόσο εὐμετάβολος εἶναι ὁ καιρός.

Μία μέρα τοῦ χειμώνα, ὅταν ἄνοιξαν γιὰ λίγο οἱ δρόμοι, ἡ μητέρα μου πῆγε στὴν πόλι γιὰ κάποια δουλειὰ μόνη της μὲ ἕνα μουλάρι καὶ ἕνα σκυλὶ δικό μας πολὺ καλό. Στὴν ἐπιστροφὴ ὅμως, ἐνῷ ὁ καιρὸς ἦταν καλὸς καὶ ἐνῷ βρισκόταν πάνω στὸ βουνό, ἄρχισε νὰ χιονίζῃ. Σὲ λίγο σκεπάστηκαν τὰ πάντα ἀπὸ τὸ πυκνὸ χιόνι. Ὁ δρόμος χάθηκε. Ἡ ὁρατότητα μειώθηκε ἀρκετά. Ἦταν ἀδύνατο νὰ συνεχίσῃ. Μέσα στὰ βουνὰ δὲν ἤξερε ποῦ νὰ πάῃ. Ἂν δὲν στα­μα­τοῦσε ἡ χιονόπτωσι, σὲ λίγο θὰ βράδιαζε, καὶ τότε θὰ κινδύνευε· μέσα στὸ σκοτάδι μπορεῖ νὰ τὴν ἔτρωγαν ἄ­γρια θηρία ἢ νὰ πέθαινε ἀπὸ τὸ κρύο. Ἦταν περασμένη πιὰ ἡ ὥρα. Αὐτὴ τὴ δύσκολη στιγμὴ τὴν φώτισε ὁ Θεὸς νὰ κινηθῇ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο. Ἔβαλε τὸ σκύλο νὰ προηγῆται μπροστά της, καὶ εἶπε· Θ᾽ ἀκολουθήσω ὅπου μὲ πάῃ ὁ σκύλος. Πράγματι ἔτσι δόθηκε λύσι· τὸ σκυλὶ τὴν ἔφερε στὸ σπίτι, καὶ ἔτσι σώθηκε. Πῶς τὰ ζῷα ὑπηρετοῦν τὸν ἄνθρωπο! ἔτσι τὰ ἔπλασε ὁ Δημιουργός.

Πόσες φορὲς σὰν αὐτὴ ἐδῶ μᾶς φύλαξε ὁ Θεός! καὶ ἀσφαλῶς εἶνε ἀμέτρητες ἐκεῖνες ποὺ ἐμεῖς δὲν τὶς ἔχουμε καταλάβει. Ἂς εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ «ὑπὲρ πάντων τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν, τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων».

μοναχὸς Ἀ.Ν.