ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΑΣΧΑ (20/4/2024)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Πράξεις των Αποστόλων, κεφάλαιο 1, εδάφια 1-8
1 Τόν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν 2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· 3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 4 Καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· 5 ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας.
6 Οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; 7 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, 8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Το πρώτο βιβλίο, που ονομάζεται Ευαγγέλιο, το έγραψα, Θεόφιλε, για να εξιστορήσω σε αυτό περιληπτικά όλα όσα έκανε και δίδαξε ο Ιησούς από την αρχή της δημόσιας δράσεώς Του, 2 μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε στους ουρανούς, αφού προηγουμένως με συνεργό και το Άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές στους αποστόλους που είχε διαλέξει ο Ίδιος. 3 Μετά το πάθος Του και τον θάνατό Του παρουσιάστηκε σε αυτούς τους ίδιους ζωντανός. Και με πολλές αποδείξεις ο αναστημένος Κύριος τούς βεβαίωσε ότι πραγματικά ήταν ζωντανός. Και επί σαράντα ημέρες εμφανιζόταν σε αυτούς κατά διαστήματα και τους μιλούσε για τις αλήθειες και τα μυστήρια που αναφέρονταν στη βασιλεία του Θεού. 4 Και καθώς έτρωγε μαζί τους την ίδια τροφή που έτρωγαν κι εκείνοι, τους έδωσε την εξής εντολή: «Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε την πραγματοποίηση της υποσχέσεως που ακούσατε από το στόμα μου, ότι δηλαδή ο Πατήρ θα σας στείλει το Άγιο Πνεύμα. 5 Είναι ανάγκη να περιμένετε να λάβετε το Άγιο Πνεύμα, διότι ο Ιωάννης βάπτισε με απλό νερό, και το βάπτισμά του συνεπώς δεν είχε τη δύναμη να αναγεννήσει εκείνους που βαπτίζονταν με αυτό. Εσείς όμως θα βαπτισθείτε με το Άγιο Πνεύμα όχι πολλές μέρες μετά από αυτές που διερχόμαστε».
6 Ύστερα λοιπόν από τις ελπίδες αυτές που έδωσε ο Χριστός στους μαθητές Του, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί και Τον ρωτούσαν: «Κύριε, πες μας: Στο χρονικό διάστημα των ημερών αυτών, πρόκειται να αποκαταστήσεις στην παλαιά της δύναμη και δόξα τη βασιλεία για τον Ισραήλ;». 7 Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Δεν ανήκει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαίωμα να γνωρίσετε τα χρόνια ή τους ορισμένους μήνες και τις ημέρες, τα οποία ο Πατήρ κράτησε στην αποκλειστική εξουσία Του. Αυτός μόνον τα γνωρίζει και μόνον Αυτός θα ολοκληρώσει όσα θα συντελεσθούν κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων. 8 Θα λάβετε όμως ενίσχυση και δύναμη, όταν θα έλθει πάνω σας το Άγιο Πνεύμα. Και θα γίνετε μάρτυρες της ζωής μου και της διδασκαλίας μου και στη Ιερουσαλήμ και σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και μέχρι το τελευταίο και πιο απομακρυσμένο σημείο της γης».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ [:Πράξ. 1, 1-8]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων,ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη(:το πρώτο βιβλίο, που ονομάζεται Ευαγγέλιο, το έγραψα, Θεόφιλε, για να εξιστορήσω σε αυτό περιληπτικά όλα όσα έκανε και δίδαξε ο Ιησούς από την αρχή της δημόσιας δράσεώς Του μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε στους ουρανούς, αφού προηγουμένως με συνεργό και το Άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές στους αποστόλους που είχε διαλέξει ο Ίδιος)»[Πράξ. 1,1-2]
Σε πολλούς αυτό εδώ το βιβλίο δεν είναι αρκετά γνωστό, ούτε αυτό το ίδιο ούτε ο συγγραφέας του. Γι’ αυτό και προτίμησα προπάντων να ασχοληθώ με το έργο αυτό, ώστε και αυτούς που το αγνοούν να διδάξω και έναν τόσο μεγάλο θησαυρό να μην αφήσω να αγνοείται και να μένει αποκρυμμένος· διότι θα μπορέσει να μας ωφελήσει όχι λιγότερο από τα ίδια τα ευαγγέλια· είναι γεμάτο από τόση πολλή φιλοσοφία και ορθότητα διδασκαλίας πίστεως και επίδειξη θαυμάτων που έχουν γίνει μάλιστα από το άγιο Πνεύμα.
Ας μην το εξετάζουμε λοιπόν επιπόλαια, αλλά προσεκτικά. Διότι και τις προφητείες που προλέγει ο Χριστός στα ευαγγέλια είναι δυνατόν να τις δεις να πραγματοποιούνται εδώ, και από τα ίδια τα γεγονότα να διαλάμπει η αλήθεια, και μεγάλη μεταβολή των μαθητών προς το καλύτερο να έχει γίνει σε αυτούς από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Διότι και εκείνα που άκουσαν να λέει ο Χριστός, ότι δηλαδή: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει(:αληθινά, αληθινά σας λέω ότι εκείνος που πιστεύει σε μένα, τα υπερφυσικά έργα που εγώ ενεργώ θα τα κάνει και εκείνος, αλλά και μεγαλύτερα απ’ αυτά θα κάνει˙ διότι θα θεραπεύει και θα ανασταίνει ψυχές και θα συντελεί θαυμαστές αλλοιώσεις στην εσωτερική ζωή των ανθρώπων. Και θα τα πραγματοποιεί όλα αυτά με τη δική Μου επενέργεια)» [Ιω. 14,12], και να προλέγει στους μαθητές ότι θα οδηγηθούν σε ηγεμόνες και βασιλείς και ότι θα τους μαστιγώσουν στις συναγωγές τους[βλ. Ματθ. 10,17-18: «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς·καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν (:έχοντας ως μόνο όπλο τη φρόνηση και την ακακία αυτή να προφυλάγεστε απ’ τους ανθρώπους· διότι θα σας παραδώσουν σε συνέδρια για να καταδικαστείτε απ’ αυτά και στις συναγωγές τους, και θα σας μαστιγώσουν μπροστά στον λαό. Ακόμη θα σας σύρουν μπροστά σε ηγεμόνες και σε βασιλείς ως κατηγορούμενους για μένα, για να δώσετε μαρτυρία για το πρόσωπό μου που να την ακούσουν και αυτοί και οι εθνικοί, ώστε να μην προφασίζονται ύστερα ότι δεν άκουσαν το κήρυγμά σας)» και ότι θα υποστούν σκληρά δεινά και ότι θα υπερισχύσουν σε όλα, και ότι το ευαγγέλιο θα κηρυχτεί σε όλο τον κόσμο, όλα αυτά είναι δυνατόν να τα δεις στο βιβλίο αυτό να εκπληρώνονται με κάθε ακρίβεια και άλλα περισσότερα από αυτά, που έχει πει ο Κύριος όταν ζούσε μαζί τους.
Θα δεις και εδώ τους αποστόλους σαν πτηνά να διατρέχουν την ξηρά, και τη θάλασσα και τους δειλούς εκείνους και ασύνετους μεμιάς να γίνονται εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, και περιφρονητές χρημάτων και δόξας, και θυμού και επιθυμίας, όλων γενικά να έχουν γίνει ανώτεροι, και να έχουν μεγάλη ομόνοια και πουθενά κανένα φθόνο, όπως πριν, ούτε σφοδρή επιθυμία για πρωτεία, αλλά όλη η αρετή σε αυτούς να είναι τέλεια, και την αγάπη να διαλάμπει υπερβολικά, για την οποία και πολλά παράγγειλε σε αυτούς λέγοντας ότι «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις(:απ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθητές, από το αν δηλαδή έχετε αγάπη μεταξύ σας. Η αγάπη αυτή θα σας εξασφαλίσει την αναγνώριση, τον σεβασμό και την εκτίμηση των ανθρώπων περισσότερο από τη θαυματουργική σας δράση)»[:Ιω. 13,35].
Υπάρχουν και εδώ δόγματα να βρεις που αν δεν ήταν αυτό εδώ το βιβλίο, σε κανένα δεν θα γινόταν τόσο γνωστά με τόση σαφήνεια· αλλά και το κυριότερο μέρος της σωτηρίας μας θα αποκρυβόταν και θα έμεινε άγνωστο και ως προς την ζωή και ως προς τα δόγματα.
Και το περισσότερο από όσα εξιστορούνται εδώ είναι οι πράξεις του Παύλου, που κόπιασε πιο πολύ από όλους. Και αιτία αυτού είναι ότι ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου ήταν μαθητής του, ο μακάριος Λουκάς, του οποίου μεν την αρετή είναι δυνατό να δεις και από πολλά μεν άλλα, κυρίως όμως το ότι βρισκόταν συνέχεια κοντά στον διδάσκαλό του και πάντοτε τον παρακολουθούσε.
Όταν λοιπόν ο Δήμας και ο Ερμογένης [βλ. Β’ Τιμ. 1,15: «Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν με πάντες οἱ ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, ὧν ἐστι Φύγελλος καὶ ῾Ερμογένης (: γνωρίζεις ότι με εγκατέλειψαν και με αποστράφηκαν όλοι αυτοί που τώρα είναι στην επαρχία της Ασίας, μεταξύ των οποίων είναι ο Φύγελος και ο Ερμογένης)»], τον εγκατέλειψαν αναχωρώντας ο ένας στην Γαλλία και ο άλλος στην Δαλματία, άκουσε τι λέει για τον Λουκά ο απόστολος Παύλος: «Δημᾶς γάρ με ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα, καὶ ἐπορεύθη εἰς Θεσσαλονίκην, Κρήσκης εἰς Γαλατίαν, Τίτος εἰς Δαλματίαν· Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ’ ἐμοῦ. Μᾶρκον ἀναλαβὼν ἄγε μετὰ σεαυτοῦ· ἔστι γάρ μοι εὔχρηστος εἰς διακονίαν(:σε θέλω κοντά μου διότι ο Δημάς με εγκατέλειψε επειδή αγάπησε τη ματαιότητα αυτού του κόσμου και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Ο Κρήσκης πήγε στη Γαλατία, ο Τίτος στη Δαλματία. Μόνο ο Λουκάς είναι μαζί μου)» [Β’ Τιμ. 4,10-11].
Και προς τους Κορινθίους γράφοντας λέει γι’ αυτόν : «Συνεπέμψαμεν δὲ μετ᾿ αὐτοῦ τὸν ἀδελφὸν οὗ ὁ ἔπαινος ἐν τῷ εὐαγγελίῳ διὰ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν(:στείλαμε μαζί του τον αδελφό που επαινείται από όλες τις Εκκλησίες για την επιτυχία με την οποία κηρύττει το Ευαγγέλιο)»[Β’ Κορ. 8,18]. Και όταν λέει ότι «καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα(:και εμφανίστηκε ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του στον Κηφά-δηλαδή στον Πέτρο- και έπειτα στους δώδεκα Αποστόλους)»[Α’ Κορ. 15,5], και «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε (: σας γνωστοποιώ λοιπόν αδελφοί, το Ευαγγέλιο που σας δίδαξα, το οποίο και παραλάβατε και στο οποίο μένετε αμετακίνητοι από τότε)»[Α’ Κορ. 15,1], το ευαγγέλιο του Λουκά εννοεί· ώστε δεν θα έσφαλλε κανένας αποδίδοντας σε αυτόν την πραγματεία αυτή. Και όταν λέω «σε αυτόν», εννοώ τον Χριστό. Και εάν θα έλεγε κάποιος, «και τι, τέλος πάντων, δεν τα συνέγραψε όλα ενώ βρισκόταν μαζί του μέχρι τέλους;». Εκείνο θα μπορούσαμε να πούμε, ότι και αυτά ήταν αρκετά σε εκείνους που θέλουν να προσέχουν και ότι στα κατεπείγοντα πάντοτε έστρεφαν την προσοχή τους, και ότι η φροντίδα τους δεν ήταν η συγγραφή· διότι πολλά μας τα παρέδωσαν και με την άγραφη παράδοση.
Και όλα βέβαια όσα περιέχονται στο βιβλίο αυτό είναι αξιοθαύμαστα, κυρίως όμως η συγκατάβαση των αποστόλων, την οποία και το Άγιο Πνεύμα υπέβαλλε σε αυτούς προετοιμάζοντάς τους να εμμένουν στον λόγο του Θεού για την σωτηρία των ανθρώπων. Γι’ αυτό ακριβώς ενώ δίδαξαν τόσα πολλά για τον Χριστό, για την μεν θεότητα του λίγα έχουν πει, και για την ανθρώπινη φύση Του περισσότερα δίδασκαν, για το Πάθος, την Ανάσταση και την Ανάληψη· διότι κατά πρώτο λόγο το ζητούμενο ήταν αυτό, να γίνει δηλαδή πιστευτό από τον κόσμο, ότι αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς.
Όπως λοιπόν και ο ίδιος ο Χριστός περισσότερο από όλα προσπαθούσε να αποδείξει ότι έχει έλθει από τον Πατέρα Του, έτσι και ο Λουκάς προσπαθεί να αποδείξει, ότι ο Χριστός αναστήθηκε και αναλήφθηκε και πήγε προς τον Πατέρα Του, από τον οποίο και είχε έλθει. Διότι εάν αυτό δεν γινόταν πιστευτό προηγουμένως, πολύ περισσότερο, με την προσθήκη όσων έγιναν κατά την Ανάσταση και την Ανάληψη, το όλο δόγμα θα φαινόταν στους Ιουδαίους ότι είναι απίστευτο. Γι’ αυτό σιγά-σιγά και ήρεμα τους ανεβάζει στα ψηλότερα.
Στην Αθήνα ακόμη και απλώς άνθρωπο Τον ονομάζει ο Παύλος[Πράξ. 17,31: «διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν (:διότι ο Θεός έχει καθορίσει μία ημέρα κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη μέσω ενός άνδρα, τον οποίο όρισε κριτή. Ο Θεός μάλιστα έδωσε βέβαιη απόδειξη ότι ο άνδρας αυτός θα είναι κριτής όλων μας, ανασταίνοντας αυτόν από τους νεκρούς)»] χωρίς να πει τίποτα περισσότερο. Και ορθά. Διότι αν τον ίδιο τον Χριστό που δίδασκε την ισότητα Του προς τον Πατέρα, επιχείρησαν πολλές φορές να λιθοβολήσουν και γι’ αυτή την διδασκαλία Του Τον αποκάλεσαν βλάσφημο[Ιω. 8,58-59: «Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι. ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ᾿ αὐτόν(:τους είπε τότε ο Ιησούς: ‘’Αληθινά σας λέω, προτού ακόμη να έλθει στην ύπαρξη ο Αβραάμ, εγώ υπάρχω παντοτινά πριν από τους αιώνες’’. Μετά λοιπόν από την αποκάλυψη αυτή που έκανε για τον εαυτό Του ο Ιησούς, οι Ιουδαίοι πήραν από τη γη πέτρες για να τις ρίξουν εναντίον Του)»· πρβλ. και Ιω. 8,42: «εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ· ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ᾿ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε(:απαντώντας λοιπόν ο Ιησούς στην καυχησιολογία τους αυτή τους είπε: ‘’Εάν ο Θεός ήταν πατέρας σας, θα είχατε αγάπη και σε μένα, διότι εγώ από τον Θεό έχω βγει με την ενανθρώπησή μου και έχω έλθει ανάμεσά σας. Είμαι ανάμεσά σας ως πρεσβευτής του Θεού· διότι και στον κόσμο που ήλθα, δεν έχω έλθει από μόνος μου, αλλά Εκείνος με απέστειλε)»], πολύ περισσότερο βέβαια δεν θα δεχόταν την διδασκαλία αυτή από τους αλιείς, και αυτά τη στιγμή που το κήρυγμα του σταυρού προχωρούσε.
Και γιατί πρέπει να αναφέρω τους Ιουδαίους αφού πολλές φορές βέβαια, τότε οι ίδιοι οι μαθητές ακούγοντας τις μεγαλύτερες αλήθειες της πίστης ταράσσονταν και σκανδαλίζονταν; Γι’ αυτό και έλεγε: «Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι (:αλλά και για σας είναι απαραίτητο να έλθει ο Παράκλητος· διότι έχω πολλά ακόμη να σας πω, αλλά τώρα δεν μπορείτε να τα κατανοήσετε και να τα συγκρατήσετε, επειδή είστε ακόμη ατελείς)»[Ιω. 16,12], και εάν εκείνοι δεν μπορούσαν να τα καταλάβουν που έμεναν τόσον καιρό κοντά Του, και που συμμετείχαν σε τόσα απόρρητα και που είδαν τόσα θαύματα, πώς θα δέχονταν μεμιάς τις υψηλές αλήθειες της πίστης, άνθρωποι που μόλις τότε αποχωρίστηκαν για πρώτη φορά από βωμούς και είδωλα και θυσίες και αίλουρους και κροκόδειλους (γιατί τέτοια ήταν τα αντικείμενα λατρείας και σεβασμού των ειδωλολατρών) και άλλα κακά;
Και πώς μπορούσαν να ακούσουν με μιας τις αλήθειες της πίστης και οι Ιουδαίοι που καθημερινά μάθαιναν και καθοδηγούνταν από τον νόμο τα εξής: «Ἄκουε, Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι (:άκου, λαέ του Ισραήλ, Κύριος ο Θεός μας, ένας και μοναδικός Κύριος είναι)»[Δευτ. 6,4], και που είδαν Αυτόν καρφωμένο πάνω στο ξύλο του σταυρού· και μάλλον που σταύρωσαν και ενταφίασαν Αυτόν, και που δεν Τον είδαν αναστημένο ακούγοντας ότι Αυτός ο Ίδιος είναι Θεός και ότι είναι ίσος με τον Πατέρα Του, πώς λοιπόν δεν θα εξεγείρονταν και δεν θα αντιδρούσαν πιο πολύ από όλους;
Γι’ αυτό λοιπόν σιγά- σιγά και ήρεμα τους κάνουν να πειστούν και προσφέρονται σε αυτούς με πολλή συγκατάβαση, και απολαμβάνουν πλουσιοπάροχα την χάρη του αγίου Πνεύματος, και επιτελούν στο όνομα Του τα μεγαλύτερα από εκείνα, που έκανε ο Χριστός, για να ανυψώσουν και με τους δύο τρόπους αυτούς όσους είναι πεσμένοι κάτω και να επιβεβαιώσουν το κήρυγμα της ανάστασης. Και αν αυτό γινόταν πιστευτό, τα άλλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους και θα προόδευαν.
Η μεν λοιπόν υπόθεση και όλος ο κόπος του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων, όπως θα μπορούσε κανένας να πει σε γενικές γραμμές, είναι κυρίως αυτός για τον οποίο προηγουμένως μιλήσαμε. Ας ακούσουμε και στη συνέχεια αυτήν την εισαγωγή: «Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη (:το πρώτο βιβλίο, που ονομάζεται Ευαγγέλιο, το έγραψα, Θεόφιλε, για να εξιστορήσω σε αυτό περιληπτικά όλα όσα έκανε και δίδαξε ο Ιησούς από την αρχή της δημόσιας δράσεώς Του, μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε στους ουρανούς, αφού προηγουμένως με συνεργό και το Άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές στους αποστόλους που είχε διαλέξει ο Ίδιος.)»[Πράξ. 1,1-2].
Για ποιον λόγο ο Λουκάς υπενθυμίζει στον Θεόφιλο το ευαγγέλιο που είχε γράψει; Για να αποδείξει την ακρίβεια των λεγόμενων του. Διότι και στην αρχή της πραγματείας εκείνης λέει: «ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε(:γι’ αυτό κι εγώ, που έχω εξετάσει και παρακολουθήσει με προσοχή και ακρίβεια από την αρχή όλα όσα σχετίζονται με το ευαγγέλιο, θεώρησα καλό να σου τα γράψω αυτά με τη σειρά τους, εκλαμπρότατε Θεόφιλε)»[Λουκ. 1,3], και δεν αρκείται μόνο στην δική του μαρτυρία αλλά αποδίδει στους αποστόλους το παν, λέγοντας· «καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου(:όπως μας τα παρέδωσαν με την προφορική τους διδασκαλία εκείνοι που από την αρχή του μεσσιακού έργου του Σωτήρος έγιναν αυτόπτες μάρτυρες του Ιησού Χριστού και υπηρέτες του κηρύγματός Του)»[Λουκ. 1,2]. Γι’ αυτό, αφού έκανε εκεί τον λόγο αξιόπιστο, δεν χρειάζεται εδώ άλλη επιβεβαίωση, αφού τότε ο λόγος πιστεύτηκε και με εκείνον δίδαξε στον Θεόφιλο την ακριβή αλήθεια· διότι εφόσον έγινε αξιόπιστος αυτός που έλεγε εκείνα που άκουσε και έγινε πιστευτός, πολύ περισσότερο είναι δίκαιο να γίνει πιστευτός αυτός που έγραψε αυτά εδώ που δεν έχει παραλάβει από άλλους, αλλά ο ίδιος τα είδε και τα άκουσε. «Διότι εάν δέχθηκες τα αναφερόμενα στον Χριστό», λέει, «πολύ περισσότερο πρέπει να δεχθείς τα αναφερόμενα στους αποστόλους».
Τι λοιπόν; Είναι μόνο ιστορία ή ο λόγος και η υπόθεση είναι αμέτοχος του Αγίου Πνεύματος; Καθόλου. Πώς; Διότι εκείνα που παρέδωσαν σε αυτόν αυτοί, που έγιναν από την αρχή αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες του λόγου του Χριστού ήταν του Αγίου Πνεύματος.
Και γιατί δεν είπε ότι «όπως μας τα παρέδωσαν εκείνοι, που καταξιώθηκαν να λάβουν το Άγιο Πνεύμα» αλλά είπε: «όπως μας τα παρέδωσαν με την προφορική τους διδασκαλία εκείνοι που από την αρχή του μεσσιακού έργου του Σωτήρος έγιναν αυτόπτες μάρτυρες του Ιησού Χριστού και υπηρέτες του κηρύγματός Του»; Διότι αυτό που πολύ περισσότερο οδηγεί σε αξιοπιστία, είναι η μάθηση από αυτόπτες μάρτυρες· εκείνο όμως θα φαινόταν στους ανόητους υπερηφάνεια και εγωισμός.
Γι’ αυτό και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής έλεγε ως εξής: «Κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (:πράγματι λοιπόν εγώ είδα το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει πάνω Του. Και έχω δώσει μαρτυρία ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος)» [Ιω. 1,34]. Και ο Χριστός παρομοίως συνομιλεί με τον Νικόδημο, που είναι πιο βραδύνους στην πίστη· «ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ οἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὃ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν, καὶ τὴν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε (:αληθινά σου λέω ότι εκείνο που γνωρίζουμε καλά, αυτό λέμε, και εκείνο που έχουμε δει με τα μάτια μας, με άμεση αντίληψη και θεώρηση, αυτό μαρτυρούμε. Και όμως δεν δέχεστε τη μαρτυρία μας)» [:Ιω. 3,11].
Και πάλι αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν πολλά προς αποκάλυψη από αυτά που έχουν δει, έλεγε στους μαθητές: «Καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς μετ᾿ ἐμοῦ ἐστε(:αλλά και εσείς θα δίνετε μαρτυρία για μένα, διότι από την αρχή της δημόσιας δράσεώς μου είστε μαζί μου άμεσοι μάρτυρες της διδασκαλίας μου και των έργων μου. Καθώς μάλιστα θα φωτιστείτε τώρα και από τον Παράκλητο, θα δίνετε για μένα μαρτυρία σύμφωνη με τη μαρτυρία του Παρακλήτου)»[Ιω. 15,27]. Και οι ίδιοι οι απόστολοι σε πολλά σημεία λένε: «καὶ ἡμεῖς ἐσμεν αὐτοῦ μάρτυρες τῶν ῥημάτων τούτων, καὶ τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον ὃ ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς πειθαρχοῦσιν αὐτῷ (:γι’ αυτό ακριβώς και εμείς έχουμε κληθεί από τον Θεό να είμαστε μάρτυρές Του, για να διακηρύττουμε με τους λόγους μας και τη διδασκαλία μας τα σωτηριώδη αυτά γεγονότα της ζωής Του. Συγχρόνως όμως μαζί μας δίνει τη μαρτυρία Του με τα θαύματα και χαρίσματά Του και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έδωσε ο Θεός σε εκείνους που πειθαρχούν στις εντολές Του)»[Πράξ. 5,32]. Και μετά από αυτά επιβεβαιώνοντας ο Πέτρος την ανάσταση, έλεγε ότι ο ίδιος είδε όταν δίδασκε για το αίμα και το ύδωρ, ότι χρησιμοποίησε σε αυτούς αντί πολύ μεγάλης μαρτυρίας την όραση, παρά το ότι εκείνα που προέρχονται από το άγιο Πνεύμα είναι ακριβέστερα από την όραση, αλλά όχι από τους απίστους.
Και το ότι ο Λουκάς μετείχε του Αγίου Πνεύματος, είναι φανερό από πολλά σημεία, και από τα θαύματα που γίνονται τώρα, και από το ότι και τώρα συνήθως άνθρωποι μεταλάμβαναν το άγιο Πνεύμα, και από την μαρτυρία του Παύλου: «Οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν (:ο αναστημένος Κύριος δεν εμφανίστηκε πλέον σε όλο τον λαό, αλλά εμφανίστηκε σε μάρτυρες που είχαν εκλεγεί από τον Θεό πολύ πριν σταυρωθεί και αναστηθεί ο Ιησούς. Και οι μάρτυρες αυτοί είμαστε εμείς οι απόστολοι, οι οποίοι φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την Ανάστασή του από τους νεκρούς)»[Πράξ. 10,41], και από την ψήφο κατά την χειροτονία του· διότι μόλις είπε αυτό προσθέτει: «Συνεπέμψαμεν δὲ μετ᾿ αὐτοῦ τὸν ἀδελφὸν οὗ ὁ ἔπαινος ἐν τῷ εὐαγγελίῳ διὰ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν (:στείλαμε λοιπόν μαζί του τον αδελφό που επαινείται από όλες τις Εκκλησίες για την επιτυχία με την οποία κηρύττει το Ευαγγέλιο)»[Β’ Κορ. 8,18].
Και παρατήρησε την ταπεινοφροσύνη του· διότι δεν λέει: «το πρώτο ευαγγέλιο που ευαγγελίστηκα», αλλά «το πρώτο βιβλίο που έγραψα», θεωρώντας ότι η ονομασία του ευαγγελίου είναι μεγαλύτερη από τον εαυτό του· και βέβαια ο απόστολος Παύλος από τότε τιμά αυτόν λέγοντας: «Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ χειροτονηθεὶς ὑπὸ τῶν ἐκκλησιῶν συνέκδημος ἡμῶν σὺν τῇ χάριτι ταύτῃ τῇ διακονουμένῃ ὑφ᾿ ἡμῶν πρὸς τὴν αὐτοῦ τοῦ Κυρίου δόξαν καὶ προθυμίαν ἡμῶν (:και όχι μόνο αυτό, αλλά και ορίστηκε από τις Εκκλησίες συνοδοιπόρος και συνεργάτης μας, ώστε να κηρύττει μαζί μας το Ευαγγέλιο και να υπηρετεί στη χάρη αυτή της ελεημοσύνης, η οποία διακονείται από εμάς, για να δοξάζεται ο ίδιος ο Κύριος και για να γινόμαστε εμείς προθυμότεροι, καθώς παραδειγματιζόμαστε από τον ζήλο του)»[Β’ Κορ. 8,19]. Αλλά αυτός μετριάζει και λέει· «Το πρώτο βιβλίο, που ονομάζεται Ευαγγέλιο, το έγραψα, Θεόφιλε, για να εξιστορήσω σε αυτό περιληπτικά όλα όσα έκανε και δίδαξε ο Ιησούς από την αρχή της δημόσιας δράσεώς Του» όχι απλώς όλα, αλλά όσα έκανε και δίδαξε ο Κύριος από την αρχή μέχρι τέλους· μέχρι δηλαδή την ημέρα, λέει, που αναλήφθηκε.
Και βέβαια ο Ιωάννης αποδεικνύει ότι δεν ήταν δυνατόν όλα να τα γράψει, διότι θέλοντας να δηλώσει αυτό, αφού είπε: «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι (:υπάρχουν όμως και πολλά άλλα που έκανε ο Ιησούς, τα οποία, αν γράφονταν λεπτομερειακά, ένα-ένα, νομίζω ότι ούτε ολόκληρος ο κόσμος δεν θα χωρούσε)» [Ιω.21,25], προσθέτει: «τὰ γραφόμενα βιβλία(:τα βιβλία που θα έπρεπε να γραφούν)». «Πώς λοιπόν» θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, «ο Λουκάς ομιλεί για όλα;». Όμως δεν είπε «όλα», αλλά «περί πάντων(:για όλα)», όπως θα μπορούσε κάποιος να πει περιληπτικά και γενικά: μιλάει για όλα τα ουσιώδη και σπουδαία. Έπειτα εξηγεί για ποια όλα, «όλα όσα έκανε και δίδαξε ο Ιησούς από την αρχή της δημόσιας δράσεώς του», υπονοώντας τα θαύματα και τις διδασκαλίες.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά και πράττοντας δίδασκε ο Λουκάς. Και παρατήρησε την φιλάνθρωπη και αποστολική πρόθεσή του, καθώς, αν και έγραψε για χάρη ενός, δηλαδή του Θεόφιλου, τόσο πολύ ακριβολογούσε ώστε ολόκληρο ευαγγέλιο να γράψει. «Ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν(:για να γνωρίσεις με σαφήνεια και με ακρίβεια την αυθεντική και αδιαμφισβήτητη αλήθεια των λόγων της πίστεως που προφορικά διδάχθηκες)»[Λουκά 1,4], λέγει. Εξάλλου άκουσε τον Χριστό που λέει: «Οὕτως οὐκ ἔστι θέλημα ἔμπροσθεν τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἷς τῶν μικρῶν τούτων(:έτσι ο Θεός Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς δεν θέλει να χαθεί ούτε ένας από τους μικρούς αυτούς. Εάν λοιπόν ο Θεός δεν θέλει να χαθεί κανείς από τους μικρούς, και αντίθετα χαίρεται όταν αυτός βρεθεί και σωθεί, δεν έχετε χρέος κι εσείς να μην περιφρονείτε ούτε έναν από τους μικρούς αυτούς;)»[Ματθ. 18,14] Και γιατί δεν συνέγραψε ένα βιβλίο αποστέλλοντας στον Θεόφιλο που είναι ένας, αλλά το χώρισε σε δύο υποθέσεις; Χάρη σαφήνειας και για να αναπαύσει τον ακροατή· και άλλωστε και ως προς την υπόθεση οι πραγματείες είναι χωρισμένες.
Και πρόσεχε πως τους λόγους Του ο Χριστός τους έκανε αξιόπιστους με τα έργα. Για πραότητα συμβούλευε και έλεγε: «ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· (:πάρτε επάνω σας το ζυγό της υποταγής σε μένα και τη διδασκαλία μου, και μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στο φρόνημα και την εσωτερική διάθεση, και θα βρείτε ανάπαυση και ειρήνη στις ψυχές σας)»[Ματθ. 11,29].Δίδασκε να είναι οι οπαδοί του ακτήμονες και αυτό αποδείκνυε με τα έργα Του: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ(:οι αλεπούδες έχουν φωλιές και τα πουλιά του ουρανού έχουν μέρη που κουρνιάζουν, ενώ ο Υιός του ανθρώπου (δηλαδή εγώ που γεννήθηκα χωρίς πατέρα αλλά μόνον από την Παρθένο και είμαι ο κατεξοχήν άνθρωπος, γνωστός από την υπόσχεση του Θεού προς τον Αδάμ) δεν έχει πού να ακουμπήσει το κεφάλι Του)»[Λουκ.9,58].
Επίσης προέτρεπε να αγαπάμε τους εχθρούς· δίδαξε αυτό, ευχόμενος όταν ήταν επάνω στον σταυρό, για τους σταυρωτές Του. Έλεγε: «καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον(: και σε εκείνον που θέλει να κάνει δίκη μαζί σου και να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το πανωφόρι σου)»[Ματθ.5,40]. Και Εκείνος όχι μόνο τα ενδύματα, αλλά και το ίδιο Του το αίμα έδωσε. Το ίδιο παράγγειλε και στους μαθητές να πράττουν.
Γι’ αυτό και ο Παύλος έλεγε· «Συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί, καὶ σκοπεῖτε τοὺς οὕτω περιπατοῦντας, καθὼς ἔχετε τύπον ἡμᾶς (:δεν σας ζητώ τίποτε το άγνωστο και αδύνατο. Με ξέρετε όλοι καλά. Να γίνεστε λοιπόν, αδελφοί, όλοι μαζί μιμητές μου. Και να προσέχετε και να παραδειγματίζεστε από εκείνους που έχουν στη ζωή τους την υποδειγματική συμπεριφορά που σας δώσαμε και εμείς ως πρότυπο. Και με αυτούς να συναναστρέφεστε)»[Φιλιπ.3,17]. Διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ψυχρό από τον διδάσκαλο, που διδάσκει μόνο με λόγια· διότι αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό διδασκάλου, αλλά υποκριτή. Γι’ αυτό οι απόστολοι πρώτα με τη ζωή τους δίδασκαν, και έπειτα με τα λόγια τους, και μάλλον αυτοί δεν χρειαζόταν καθόλου τους λόγους, αφού τα ίδια τα έργα φώναζαν. Δεν θα έσφαλλε κανένας να ονομάσει και το πάθος του Χριστού πράξη· διότι με το πάθος Του έκανε το θαυμαστό εκείνο έργο, δηλαδή καταλύοντας τον θάνατο και πράττοντας όλα τα άλλα.
«Ἂχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη (:μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε στους ουρανούς, αφού προηγουμένως με συνεργό και το Άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές στους αποστόλους που είχε διαλέξει ο Ίδιος)»[Πράξ.1,2]. «Αφού με το Άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές», δηλαδή, «αφού είπε προς αυτούς λόγους πνευματικούς και τίποτε ανθρώπινο». Ή αυτό λοιπόν είναι δυνατό να πούμε, ή ότι με το άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές σε αυτούς. Βλέπεις ακόμα με πόση ταπείνωση διδάσκει γι’ αυτό, όπως και ο ίδιος ο Χριστός για τον εαυτό Του λέγοντας: «εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ (:εάν όμως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού, τότε αποδεικνύεται από το υπερφυσικό αυτό γεγονός ότι κατέφθασε επάνω σας η βασιλεία του Θεού)»[Ματθ.12,28]· διότι και το Πνεύμα το Άγιο ενεργούσε σε εκείνο τον ναό του ανθρώπινου σώματος του Χριστού.
Και ποιες εντολές έδωσε; «Διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος (:διδάσκοντάς τους να τηρούν και να εφαρμόζουν στη ζωή τους όλα τα παραγγέλματα που σας έδωσα ως εντολές. Και ιδού, εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι πάντα μαζί σας βοηθός και συμπαραστάτης σας, μέχρι να τελειώσει ο αιώνας αυτός, μέχρι δηλαδή τη συντέλεια του κόσμου)»[Ματθ.28,20]. Μεγάλος ο έπαινος των αποστόλων, όταν τόσο μεγάλα και σπουδαία έχουν αναλάβει· την σωτηρία της οικουμένης εννοώ· όταν τα λόγια τους είναι γεμάτα από Πνεύμα άγιο, το οποίο βέβαια και υπονοώντας είπε, το «διά Πνεύματος αγίου(:με το Πνεύμα το άγιο)», δηλαδή και «τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν (:και τα λόγια που σας λέω, επειδή είναι λόγια Θεού, έχουν μέσα τους Πνεύμα και γι’ αυτό μεταδίδουν ζωή)»[Ιω.6,63]. Και αυτό το λέει για να οδηγήσει τον ακροατή στην επιθυμία να μάθει τις εντολές και για να κάνει τους αποστόλους αξιόπιστους, αν βέβαια πρόκειται να διδάσκουν τα λόγια του αγίου Πνεύματος και τις εντολές του Χριστού.
«Ἂχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη (:μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε στους ουρανούς, αφού προηγουμένως με συνεργό και το Άγιο Πνεύμα έδωσε εντολές στους αποστόλους που είχε διαλέξει ο Ίδιος)»[Πράξ.1,2]. Δεν είπε «ανέβηκε», επειδή ακόμα διδάσκει ως άνθρωπος. Άρα και μετά την ανάσταση δίδασκε στους μαθητές· αλλά στο χρονικό αυτό διάστημα κανένας δεν μας τα είπε με ακρίβεια. Αλλά εμμένει μεν σε αυτό περισσότερο από τους άλλους ο Ιωάννης και αυτός, ο Λουκάς· και όλα με σαφήνεια κανένας δεν τα εξέθεσε (διότι ενδιαφερόταν πιο πολύ για άλλο)· και μάθαμε αυτά από τους αποστόλους, διότι αυτά που άκουσαν αυτά και μας είπαν· «οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις(:μετά το πάθος Του και τον θάνατό Του παρουσιάστηκε σε αυτούς τους ίδιους ζωντανός. Και με πολλές αποδείξεις ο αναστημένος Κύριος τούς βεβαίωσε ότι πραγματικά ήταν ζωντανός)»[Πράξ.1,3]. Αφού προηγουμένως είπε για την ανάληψη, λέει τώρα και για την ανάσταση. Διότι επειδή είπε ότι «αναλήφθηκε», για να μην νομίζεις ότι ο Κύριος αναλήφθηκε από άλλους, πρόσθεσε ότι «παρουσιάστηκε σε αυτούς τους ίδιους ζωντανός». Διότι εάν στο μεγαλύτερο παρουσίασε τον εαυτό του, πολύ περισσότερο στο μικρότερο.
Είδες πως χωρίς να γίνει αντιληπτό διασπείρει αυτά εδώ τα μεγάλα δόγματα; «Δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς (:και επί σαράντα ημέρες εμφανιζόταν σε αυτούς κατά διαστήματα)»[Πράξ.1,3]. Διότι δεν ήταν όπως ακριβώς πριν την ανάσταση, που ήταν πάντοτε μαζί τους, κατά τον ίδιο τρόπο και τότε· διότι πρόσεξε· δεν είπε «σαράντα μέρες». Διότι εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν πετώντας πάλι.
Τι έγινε λοιπόν; Ανυψώνοντας τον νου τους, δεν τους επέτρεψε πλέον αν συμπεριφέρονται προς Αυτόν κατά τον ίδιο τρόπο όπως και προηγουμένως. Και δεν έκανε μόνο αυτό, αλλά και με ακρίβεια προετοίμαζε και τα δύο· και τη βεβαιότητα και την ανάσταση, και στη συνέχεια την πίστη, ότι Αυτός είναι ανώτερος από ένα απλό άνθρωπο. Αν και βέβαια αυτά είναι αντίθετα· διότι για τη βεβαιότητα της ανάστασης έπρεπε να γίνουν πολλά ανθρώπινα, και για το άλλο, δηλαδή για την ανωτερότητά Του, τίποτα· αλλά όμως και τα δύο έχουν γίνει στον κατάλληλο χρόνο.
Και για ποιον λόγο δεν εμφανίστηκε σε όλους, αλλά μόνο στους αποστόλους; Διότι θα φαινόταν φάντασμα στους πολλούς, που δεν γνώριζαν το μυστήριο· διότι αν και οι ίδιοι οι μαθητές του απιστούσαν στην αρχή και ταράσσονταν, και χρειάστηκαν να Τον αγγίξουν με το χέρι τους, και να παρακαθίσουν μαζί Του σε τράπεζα, τι θα ήταν φυσικό να πάθουν οι πολλοί; Γι’ αυτό λοιπόν και από τα θαύματα κάνει αναμφίβολη την απόδειξη της ανάστασης, ώστε όχι μόνο στους τότε αλλά και σε όλους τους μετέπειτα να γίνει φανερή η Ανάσταση· διότι αυτό που σε εκείνους έγινε με την όραση των θαυμάτων, αυτό επρόκειτο να συμβεί σε όλους ύστερα με την πίστη.
Γι’ αυτό βέβαια συμπεραίνουμε από αυτά και για τους απίστους. Διότι αν δεν αναστήθηκε, αλλά παραμένει νεκρός, πώς με το όνομα Του οι απόστολοι έκαναν θαύματα; Αλλά μήπως δεν έκαναν θαύματα; Πώς λοιπόν δημιουργήθηκε το δικό μας το έθνος των Χριστιανών; Διότι ούτε προς αυτό θα αντισταθούν πλέον, ούτε προς τα βλεπόμενα θα πολεμήσουν. Ώστε, όταν λένε ότι δεν έγιναν θαύματα πιο πολύ τους εαυτούς τους ντροπιάζουν· διότι αυτό είναι μεγαλύτερο θαύμα, η χωρίς θαύματα προσέλευση ολόκληρης της οικουμένης, που προσελκύστηκε από δώδεκα φτωχούς και αγράμματους ανθρώπους· διότι οι ψαράδες επικράτησαν χωρίς να έχουν άφθονα χρήματα, ούτε με την σοφία των λόγων τους, ούτε με οτιδήποτε άλλο, ώστε και παρά την θέλησή τους θα ομολογήσουν ότι υπάρχει σε αυτούς θεία δύναμη· διότι είναι αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να πετύχει τόσα πολλά.
Γι’ αυτό βέβαια και ο Κύριος σαράντα μέρες έμεινε κοντά τους μετά την Ανάσταση, δίνοντας τη δυνατότητα στον μακρό αυτό χρόνο, να ελέγχουν τη δική Του παρουσία, για να μη νομίσουν ότι αυτό που βλέπουν είναι φάντασμα. Και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό, αλλά και τράπεζα πρόσθετε· πράγμα που και συνεχίζοντας λέει: «καὶ συναλιζόμενος αὐτοῖς(:και έτρωγε μαζί τους την ίδια τροφή που έτρωγαν κι εκείνοι)»[Πράξ.1,4]. Και αυτό πάντοτε και οι ίδιοι οι Απόστολοι χρησιμοποιούσαν σαν απόδειξη της ανάστασης λέγοντας: «οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν(:όχι πλέον σε όλο τον λαό, αλλά εμφανίστηκε σε μάρτυρες που είχαν εκλεγεί από τον Θεό πολύ πριν σταυρωθεί και αναστηθεί ο Ιησούς. Και οι μάρτυρες αυτοί είμαστε εμείς οι απόστολοι, οι οποίοι φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την Ανάστασή Του από τους νεκρούς)»[Πράξ. 10,41]. Και τι έκανε και όταν εμφανιζόταν φανερώνει με εκείνα που πρόσθεσε, λέγοντας: «δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ(:και επί σαράντα ημέρες εμφανιζόταν σε αυτούς κατά διαστήματα και τους μιλούσε για τις αλήθειες και τα μυστήρια που αναφέρονταν στην βασιλεία του Θεού)»[Πράξ.1,3].
Επειδή όμως ήταν καταπονημένοι και κατατρομαγμένοι με τα όσα ήδη είχαν γίνει και επρόκειτο στη συνέχεια να εξέλθουν σε μεγάλους αγώνες, τονώνοντάς τους με τους λόγους για τα μέλλοντα, «συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου(:ενώ έτρωγε μαζί τους την ίδια τροφή που έτρωγαν κι εκείνοι, τους έδωσε την εξής εντολή: “Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε την πραγματοποίηση της υποσχέσεως που ακούσατε από το στόμα μου, ότι δηλαδή ο Πατήρ θα σας στείλει το Άγιο Πνεύμα”)»[Πράξ.1,4].
Πρώτα έβγαλε αυτούς στην Γαλιλαία, ενώ ήταν ακόμα φοβισμένοι και έτρεμαν, για να ακούσουν άφοβα αυτά που θα τους έλεγε. Έπειτα, αφού άκουσαν και σαράντα μέρες έζησαν μαζί Του, «παράγγειλε να μην απομακρυνθούν από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την πραγματοποίηση της υποσχέσεως που τους είχε δώσει, ότι δηλαδή ο Πατήρ θα τους έστελνε το Άγιο Πνεύμα». Τι τέλος πάντων; Όπως ακριβώς λίγους στρατιώτες που πρόκειται να επιτεθούν σε πλήθος αντιπάλων, κανένας δεν τους αφήνει να εξέλθουν, μέχρι να εξοπλιστούν, ούτε τα άλογα να περάσουν την αφετηρία μέχρι να δεχτούν επάνω τους τον ιππέα, κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν και αυτούς δεν τους άφηνε να εμφανιστούν σε παράταξη μάχης πριν από την κάθοδο του αγίου Πνεύματος, για να μην καταληφθούν και εύκολα συλληφθούν από τους πολλούς.
Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και επειδή πολλοί ήταν εκείνοι που επρόκειτο να πιστέψουν στα Ιεροσόλυμα. Και επιπλέον πάλι για να μην λένε μερικοί ότι αφού άφησαν τους γνωστούς τους στα Ιεροσόλυμα σε ξένους ήρθαν να επιδειχθούν, εξαιτίας αυτού παρέχουν τις αποδείξεις της Ανάστασης σε αυτούς που Τον είχαν σταυρώσει, που Τον είχαν θάψει στην ίδια πόλη στην οποία αποτολμήθηκε η παράνομη ενέργεια, ώστε να αποστομωθούν και όλοι όσοι προέρχονταν έξω από τα Ιεροσόλυμα. Διότι όταν οι ίδιοι που Τον είχαν σταυρώσει φαίνονται και ότι έχουν πιστέψει, είναι φανερό το ότι και ο σταυρός και η παρανομία του τολμήματος αποκαλύπτονταν, και μεγάλη ήταν η απόδειξη της ανάστασης.
Έπειτα για να μην λένε οι μαθητές: «Πώς λοιπόν θα μπορέσουμε να μένουμε ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι αχρείοι και φονιάδες και τόσοι πολλοί, ενώ εμείς είμαστε λίγοι και ασήμαντοι;», κοίταξε πώς λύνει την αγωνία τους, λέγοντας: «αλλά να περιμένετε την πραγματοποίηση της υποσχέσεως που ακούσατε από το στόμα μου, ότι δηλαδή ο Πατήρ θα σας στείλει το Άγιο Πνεύμα». «Και πότε την άκουσαν;», ίσως αναρωτηθεί κάποιος. Όταν έλεγε: «ἀλλ᾿ ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς (:αλλά όσο κι αν λυπάστε, βεβαιωθείτε ότι εγώ σας λέω την αλήθεια. Σας συμφέρει να φύγω εγώ· διότι εάν δεν πεθάνω επάνω στον σταυρό και δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθει σε σας. Αν όμως προσφέρω πάνω στο σταυρό την εξιλαστήρια θυσία μου και φύγω από τον κόσμο αυτό για να πάω στον Πατέρα μου, θα σας στείλω τον Παράκλητο)»[Ιω. 16,7]· και πάλι: «καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα (:και όταν εσείς με αγαπάτε και τηρείτε τις εντολές μου, εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα, και Αυτός θα σας δώσει και άλλον βοηθό, οδηγό και παρηγορητή, για να μένει μαζί σας αιωνίως)»[Ιω. 14,16].
Και για ποιο λόγο δεν παρουσιάστηκε αμέσως το Άγιο Πνεύμα, ενώ ο Χριστός ήταν παρών ή όταν αναχώρησε, αλλά Αυτός την τεσσαρακοστή ημέρα ανήλθε στους ουρανούς και το Πνεύμα εμφανίστηκε όταν συμπληρωνόταν η ημέρα της Πεντηκοστής; Και πώς εφόσον ακόμα δεν είχε έλθει γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον (:και αφού το είπε αυτό, προκειμένου να τους μεταδώσει την πνοή της νέας ουράνιας ζωής εμφύσησε στα πρόσωπά τους, όπως κάποτε ο Θεός στο πρόσωπο του Αδάμ, και τους είπε: “Λάβετε Πνεύμα Άγιο”)»[Ιω. 20,22]. Για να τους κάνει δεκτικούς και ικανούς για την υποδοχή Του· διότι αν ο Δανιήλ όταν επρόκειτο να δει άγγελο φοβήθηκε, πολύ περισσότερο αυτοί που επρόκειτο να δεχθούν τόσο μεγάλη χάρη [πρβλ. Δαν. 8, 15-17: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἰδεῖν με, ἐγὼ Δανιήλ, τὴν ὅρασιν καὶ ἐζήτουν σύνεσιν, καὶ ἰδοὺ ἔστη ἐνώπιον ἐμοῦ ὡς ὅρασις ἀνδρός. καὶ ἤκουσα φωνὴν ἀνδρὸς ἀναμέσον τοῦ Οὐβάλ, καὶ ἐκάλεσε καὶ εἶπε· Γαβριήλ, συνέτισον ἐκεῖνον τὴν ὅρασιν. καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐχόμενος τῆς στάσεώς μου, καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐθαμβήθην, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου, καὶ εἶπε πρός με· σύνες, υἱὲ ἀνθρώπου· ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις (: εγώ, ο Δανιήλ, όταν είδα το όραμα σκεφτόμουνα και προσπαθούσα να κατανοήσω τη σημασία του, ιδού στάθηκε κοντά μου κάποιος ο οποίος είχε την εμφάνιση ενός άντρα. Και άκουσα τη φωνή ενός άντρα ο οποίος στεκόταν στο μέσο του ποταμού Ουβάλ, η οποία φωνή φώναξε και είπε: “ Γαβριήλ, εξήγησε σε αυτόν το όραμα εκείνο”. Αυτός ήλθε και στάθηκε κοντά μου· όταν λοιπόν με πλησίασε, εγώ καταλήφτηκα από δέος και θαυμασμό και έπεσα αμέσως πρηνής με το πρόσωπό μου κάτω στη γη)»].
Ή αυτό λοιπόν είναι δυνατό να πούμε, ή είπε αυτό που θα συμβεί στο μέλλον σαν να έχει ήδη πραγματοποιηθεί, όπως ακριβώς όταν λέει: «Ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ(:ιδού, εγώ σας δίνω τώρα εξουσία εναντίον του σατανά πολύ μεγαλύτερη απ’ όση σας έδωσα, όταν σας έστειλα να κηρύξετε. Σας δίνω εξουσία να νικάτε και να ποδοπατάτε όλα τα όργανα του σατανά, που σαν φίδια και σκορπιοί επιβουλεύονται και χύνουν το δηλητήριό τους ύπουλα στις ψυχές των ανθρώπων, για να τις νεκρώσουν. Σας δίνω εξουσία να κατανικάτε όλη τη δύναμη που διαθέτει ο εχθρός του ανθρώπου, ο σατανάς, και έτσι κανένα μέσο να μην τελεσφορεί απ’ όσα θα χρησιμοποιεί για να παρεμποδίσει το έργο σας. Και απ’ όσα μηχανεύεται εναντίον σας, τίποτε δεν θα σας ζημιώσει, ούτε θα σας βλάψει)»[Λουκ.10,19].
Και για ποιο λόγο τότε δεν είχε εμφανιστεί αμέσως; Διότι έπρεπε να επιθυμήσουν τα πράγμα και έτσι να δεχθούν την χάρη. Γι’ αυτό και όταν Αυτός εξαφανιζόταν από τα μάτια τους, ανερχόμενος στους ουρανούς, τότε ήλθε το Άγιο Πνεύμα. Και εάν ερχόταν, ενώ Αυτός ήταν παρών δεν θα ανέμεναν με τόση προσδοκία. Γι’ αυτό δεν εμφανίζεται αμέσως μετά την ανάληψή Του, αλλά ύστερα από οκτώ ή εννιά μέρες.
Έτσι και εμείς τότε προπάντων καταφεύγουμε προς τον Θεό, όταν βρεθούμε στην ανάγκη. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τότε κυρίως στέλνει τους μαθητές του προς τον Χριστό, όταν επρόκειτο να χρειαστούν τον Χριστό, όταν εκείνοι βρίσκονταν στο δεσμωτήριο. Και αλλιώς έπρεπε να εμφανιστεί στον ουρανό η ανθρώπινη φύση μας, και να έχει συντελεστεί η συμφιλίωσή μας τέλεια με τον Θεό, και τότε να έλθει το Πνεύμα το Άγιο, και καθαρή να γίνει η ευχαρίστηση. Διότι εάν ήταν παρόν το άγιο Πνεύμα, και ο μεν Ιησούς ανέβαινε στους ουρανούς, ο δε Παράκλητος παρέμενε, δεν θα ήταν τόσα πολλά τα αγαθά της παρηγοριάς· διότι πάρα πολύ δύσκολα μπορούσαν να Τον αποχωρισθούν.
Γι’ αυτό και έλεγε παρηγορώντας τους: «ἀλλ᾿ ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς (:αλλά όσο κι αν λυπάστε, βεβαιωθείτε ότι εγώ σας λέω την αλήθεια. Σας συμφέρει να φύγω εγώ. Διότι εάν δεν πεθάνω επάνω στον σταυρό και δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθει σε σας. Αν όμως προσφέρω πάνω στον σταυρό την εξιλαστήρια θυσία μου και φύγω από τον κόσμο αυτό για να πάω στον Πατέρα μου, θα σας στείλω τον Παράκλητο)»[Ιω. 16,7]. Γι’ αυτό και έχει διαφυλάξει τα σπουδαιότερα της διδασκαλίας για το Άγιο Πνεύμα, για να μην το θεωρήσουν μικρότερο.
Και πρόσεξε πόσο μεγάλη ανάγκη πρόσθεσε σε αυτούς να βρίσκονται στα Ιεροσόλυμα, με την υπόσχεση ότι εκεί θα παρασχεθεί το άγιο Πνεύμα· διότι πάλι για να μην φύγουν μετά την Ανάληψη Του, με την προσδοκία αυτή, σαν με κάποιο δεσμό, συγκρατεί όλους αυτούς εκεί.
Και λέγοντας: «να περιμένετε την πραγματοποίηση της υποσχέσεως που ακούσατε από το στόμα μου, ότι δηλαδή ο Πατήρ θα σας στείλει το Άγιο Πνεύμα», πρόσθεσε: «ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας(:είναι ανάγκη να περιμένετε να λάβετε το Άγιο Πνεύμα, διότι ο Ιωάννης βάπτισε με απλό νερό, και το βάπτισμά του συνεπώς δεν είχε τη δύναμη να αναγεννήσει εκείνους που βαπτίζονταν με αυτό. Εσείς όμως θα βαπτιστείτε με το Άγιο Πνεύμα όχι πολλές μέρες μετά από αυτές που διερχόμαστε)»[Πράξ.1,5].
Φανερώνει λοιπόν το ενδιάμεσο ανάμεσα σε αυτούς και τον Ιωάννη, όχι πια όπως πριν από αυτό κατά τρόπο συγκαλυμμένο (διότι πάρα πολύ συγκάλυπτε τον λόγο Του όταν έλεγε: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν μείζων αὐτοῦ ἐστιν(:αληθινά σας λέω, δεν έχει αναφανεί μεταξύ των ανθρώπων που γεννήθηκαν μέχρι τώρα από γυναίκες άλλος μεγαλύτερος ως προς την αξία από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Πρέπει όμως να ξέρετε και αυτό: ότι ο τελευταίος και περισσότερο ταπεινός και άσημος στη βασιλεία των ουρανών, η οποία θεμελιώνεται από μένα στη γη (δηλαδή το τελευταίο μέλος της Εκκλησίας μου), είναι από την άποψη των θείων χαρισμάτων και της σωτηριώδους γνώσεως, τα οποία απολαμβάνει μέσα στην Εκκλησία, μεγαλύτερος από τον Ιωάννη, ο οποίος δεν απόλαυσε τις δωρεές και τα χαρίσματα της Καινής Διαθήκης)»[Ματθ. 11,11], αλλά τώρα πιο φανερά· διότι έλεγε: «διότι ο Ιωάννης βάπτισε με απλό νερό, και το βάπτισμά του συνεπώς δεν είχε τη δύναμη να αναγεννήσει εκείνους που βαπτίζονταν με αυτό. Εσείς όμως θα βαπτισθείτε με το Άγιο Πνεύμα». Δεν χρησιμοποιεί πια την μαρτυρία, αλλά θυμάται το πρόσωπο μόνο, επαναφέροντας στη μνήμη τους τα όσα είχε πει και αποδεικνύει ότι αυτοί είναι πλέον μεγαλύτεροι από τον Ιωάννη, εφόσον βέβαια επρόκειτο και αυτοί να βαφτιστούν με Πνεύμα άγιο.
Και δεν είπε: «εγώ σας βαπτίζω με το Πνεύμα μου το Άγιο», αλλά «θα βαπτισθείτε», διδάσκοντας να είμαστε ταπεινόφρονες. Διότι αυτό, το ότι ο Χριστός ήταν Εκείνος που βαπτίζει, έγινε φανερό στη συνέχεια από τη μαρτυρία του Ιωάννου, που είπε: « ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς· ἔρχεται δὲ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί (: Εγώ σας βαπτίζω με απλό και φυσικό νερό˙ έρχεται όμως Εκείνος που λόγω του αξιώματός Του και της θείας Του φύσεως είναι πιο δυνατός από μένα. Μπροστά Του εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε το λουρί των υποδημάτων Του. Αυτός θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο και με την καθαρτική φωτιά της θείας χάριτος)»[Λουκά 3,16], γι’ αυτό και μόνο αυτόν θυμήθηκε.
Τα Ευαγγέλια λοιπόν είναι μια ιστορία εκείνων που ο Χριστός έκανε και είπε και οι Πράξεις είναι η ιστορία εκείνων που έκανε και είπε ο άλλος Παράκλητος· διότι και τότε μεν πολλά ο Παράκλητος τα έκανε, όπως ακριβώς ενεργεί και τώρα ο Χριστός· κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τότε· αλλά τότε ενεργούσε με τον ναό, δηλαδή με την σωματική παρουσία Του, και τώρα με τους Αποστόλους· και τότε ήρθε σε παρθενική μήτρα και διαμόρφωσε ναό, σωματική μορφή, και τώρα ήρθε σε αποστολικές ψυχές· και τότε ήρθε το Πνεύμα σαν περιστέρι, και τώρα σαν πύρινες γλώσσες. Τι τέλος πάντων σημαίνουν αυτά; Εκεί φανερώνοντας το ήρεμο, εδώ όμως το τιμωρητικό.
Και την κρίση θυμάται σε κατάλληλη στιγμή· διότι όταν μεν επρόκειτο να συγχωρέσει αμαρτήματα, χρειαζόταν μεγάλη ηρεμία, εφόσον όμως πετύχαμε την δωρεά, στην συνέχεια είναι καιρός και κρίσης και εξέτασης. Και πώς λέει: «θα βαπτισθείτε», αφού νερό δεν υπάρχει στο υπερώο; Διότι το κυριότερο το Πνεύμα είναι, με το οποίο και το νερό ενεργεί· όπως ακριβώς λοιπόν και αυτός λέγεται ότι έχει χρισθεί χωρίς πουθενά να χρισθεί με έλαιο, αλλά λαμβάνοντας το Πνεύμα· άλλωστε και αυτούς είναι δυνατό να δεις να βαπτίζονται με νερό και σε διάφορους καιρούς. Διότι σε εμάς και τα δύο, βάπτισμα και χρίσμα, τελούνται σε ένα, τότε όμως τελούνταν χωριστά.
Διότι στην αρχή βαπτίστηκαν από τον Ιωάννη και μην απορήσεις. Διότι εάν στο βάπτισμα εκείνο πήγαιναν πόρνες και τελώνες, πολύ περισσότερο θα πήγαιναν εκείνοι, που επρόκειτο κατόπιν να βαπτισθούν από το Άγιο Πνεύμα. Έπειτα για να μη λένε ότι «η αποστολή του Παρακλήτου βρίσκεται πάντοτε στις υποσχέσεις και δεν υλοποιείται» (διότι και πολλά πια δίδαξε γι’ αυτό), ούτε να νομίζουν ότι το άγιο Πνεύμα είναι μια ενέργεια χωρίς υπόσταση, απομακρύνοντας αυτούς από μια τέτοια υπόνοια, λέει: «ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας(:εσείς όμως θα βαπτιστείτε με το Άγιο Πνεύμα όχι πολλές μέρες μετά από αυτές που διερχόμαστε)»[Πράξ.1,5].
Και δεν φανέρωσε το πότε ακριβώς θα βαπτιστούν με το Άγιο Πνεύμα για να βρίσκονται πάντα σε εγρήγορση, αλλά είπε ότι θα είναι κοντά για να μη χαλαρώσουν και διαλυθούν· και το πότε ακριβώς, καθόλου δεν το ανέφερε, για να είναι πάντοτε άγρυπνοι. Και όχι μόνο με αυτό βεβαιώνει αυτούς, με την εγγύτητα εννοώ πλέον του καιρού, αλλά και με την φράση «να περιμένετε την πραγματοποίηση της υποσχέσεως που ακούσατε από το στόμα μου, ότι δηλαδή ο Πατήρ θα σας στείλει το Άγιο Πνεύμα». Και αυτό που λέει είναι το εξής: «όχι μόνο τώρα σας είπα», λέει, «αλλά και ήδη σας παράγγειλα εκείνα, που θα κάνω οπωσδήποτε». Γιατί λοιπόν απορείς, αν δεν λέει την ημέρα της συντέλειας, εφόσον βέβαια αυτήν που είναι τόσο κοντά, δεν θέλησε να φανερώσει; Και πάρα πολύ δικαιολογημένα ενεργεί έτσι, για να είναι πάντοτε σε εγρήγορση και σε αναμονή και φροντίδα.
Διότι δεν είναι δυνατόν να απολαύσεις την χάρη όταν δεν είσαι προσεκτικός. Ή δεν βλέπεις τι λέει και ο Ηλίας προς τον μαθητή του τον Ελισαίο; : «Ἐσκλήρυνας τοῦ αἰτήσασθαι· ἐὰν ἴδῃς με ἀναλαμβανόμενον ἀπὸ σοῦ, καὶ ἔσται σοι οὕτως· καὶ ἐὰν μή, οὐ μὴ γένηται (:πολύ βαρύ είναι το αίτημά σου. Εάν όμως με δεις να αναλαμβάνομαι από εσένα προς τον ουρανό, θα πραγματοποιηθεί το αίτημά σου. Εάν όμως όχι, δεν θα πραγματοποιηθεί)»[Δ’ Βασ.2,10], δηλαδή «θα γίνει και σε εσένα αυτό που ζητάς».
Και ο Χριστός παντού σε αυτούς που προσερχόταν, έλεγε: «Πιστεύεις;»· διότι αν δεν αποδεχθούμε με φιλικότητα αυτό που προσφέρεται, ούτε την ευεργεσία αισθανόμαστε πάρα πολύ. Το ίδιο και με τον Παύλο συνέβη: δεν ήρθε αμέσως η χάρη, αλλά πέρασαν στο μεταξύ τρεις μέρες κατά τις οποίες ήταν τυφλός, απαλλασσόμενος από τον φόβο και προετοιμαζόμενος. Διότι όπως ακριβώς οι βαφείς της πορφύρας[:κόκκινα ενδύματα], προετοιμάζουν δοκιμάζοντας προηγουμένως με διάφορα άλλα εκείνο που πρόκειται να δεχθεί την βαφή, για να μη χάνει το χρώμα του το άνθος, κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο και εδώ προηγουμένως επιμελημένα προετοιμάζει την ψυχή ο Θεός, και τότε χορηγεί την χάρη. Γι’ αυτό και δεν απέστειλε αμέσως το άγιο Πνεύμα, αλλά κατά την Πεντηκοστή. Και αν ρωτά κάποιος: «γιατί και εμείς δεν βαπτίζουμε κατά αυτόν το καιρό», εκείνο θα μπορούσαμε να απαντήσουμε, ότι η χάρη του Θεού είναι ίδια και τότε και τώρα, η διάνοια όμως τώρα εξυψώνεται προετοιμαζόμενη με την νηστεία.
Και ο καιρός της Πεντηκοστής έχει κάποια αιτιολογία όχι αφύσικη. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Οι πατέρες θεώρησαν ότι το βάπτισμα είναι ισχυρός χαλινός της πονηρής επιθυμίας και μεγάλη διδασκαλία για εκείνον που πρόκειται να βαπτιστεί ώστε να σωφρονεί σε περίοδο απόλαυσης. Όπως ακριβώς λοιπόν, όταν συναναστρεφόμαστε με τον Χριστό, και όταν συμμετέχουμε στην αγία τράπεζα, δεν κάνουμε τίποτε απλό, αλλά ζούμε με νηστείες και προσευχές και με σωφροσύνη μεγάλη· διότι εάν εκείνος που πρόκειται να αρχίσει ένα βιοποριστικό επάγγελμα, προετοιμάζει τον εαυτό του όλη του την ζωή, και για να πετύχει κάποιο αξίωμα και χρήματα δαπανά και χρόνο σπαταλά και άπειρους κόπους υπομένει, τίνος θα είμαστε εμείς άξιοι όταν προσερχόμαστε με τόση αδιαφορία στην Βασιλεία των ουρανών, και χωρίς να δίνουμε προθυμία για την προετοιμασία, ούτε πριν λάβουμε το βάπτισμα αλλά και μετά το βάπτισμα αδιαφορούμε;
Διότι γι’ αυτό και μετά το βάπτισμα γινόμαστε οκνηροί και αδιάφοροι επειδή πριν το λάβουμε δεν είμαστε άγρυπνοι. Γι’ αυτό και πολλοί μετά το βάπτισμα επέστρεψαν αμέσως στον προηγούμενο εμετό και έγιναν χειρότεροι και επέσυραν χειρότερη την τιμωρία τους, αν και απαλλάχθηκαν από τα προηγούμενα αμαρτήματα, με την συμπεριφορά τους όμως αυτή εξόργισαν περισσότερο τον Κριτή, διότι εφόσον απαλλάχθηκαν από τόσο μεγάλη αρρώστια, ούτε με τον τρόπο αυτό σωφρονίστηκαν, αλλά έπαθαν εκείνο που απείλησε ο Χριστός στον παραλυτικό λέγοντας: «ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται (:βλέπεις, τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν από δω και πέρα να μην αμαρτάνεις πια, για να μη πάθεις τίποτε χειρότερο από την ασθένεια που είχες και η οποία σου συνέβη από τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε μην πάθεις χειρότερη συμφορά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώματος σου και την ψυχή σου)»[Ιω. 5,14], καθώς και εκείνο που προέλεγε για τους Ιουδαίους δείχνοντας ότι θα πάθουν ανεπανόρθωτα κακά, εφόσον αποδειχτούν αγνώμονες: «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν(:εάν δεν είχα έλθει και δεν τους είχα μιλήσει αποδεικνύοντάς τους με τη διδασκαλία μου και με τα θαύματά μου ότι είμαι ο Μεσσίας, δεν θα είχαν αμαρτία για την απιστία που έδειξαν σε μένα. Τώρα όμως δεν έχουν καμία πρόφαση που να δικαιολογεί την αμαρτία τους. Και είναι βαριά και ασυγχώρητη η αμαρτία τους αυτή)»[Ιω. 15,22].
Ώστε διπλά και τετραπλά γίνονται τα αμαρτήματα που διαπράττονται ύστερα από το Βάπτισμά μας. Πώς; Διότι με την τιμή που μας κάνει ο Θεός να μας δώσει την χάρη Του, γινόμαστε αγνώμονες και πονηροί. Και γι’ αυτό στην συνέχεια δεν μας βοηθάει καθόλου το λουτρό για να τύχουμε επιεικέστερης τιμωρίας. Και πρόσεχε: διέπραξε κάποιος αμαρτήματα φοβερά ή αφού φόνευσε ή μοίχευσε ή κάποιο άλλο φοβερότερο, συγχωρέθηκαν με το λουτρό του βαπτίσματος αυτά. Διότι δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανένα αμάρτημα και ασέβεια που δεν υποχωρεί και δεν παραμερίζει με την δωρεά διότι είναι θεία χάρις. Πάλι μοίχευσε ίσως κάποιος και φόνευσε· η προηγούμενη μοιχεία έχει συγχωρεθεί και δεν ανακαλείται πλέον στη μνήμη του Θεού[βλ. Ρωμ. 11,29: « ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ(:όταν ο Θεός εκλέγει και καλεί δεν υπόκειται σε πλάνη, και συνεπώς δεν μεταμελείται για τα χαρίσματα που δίνει και δεν ανακαλεί την κλήση που έκανε)»] .
Για τα αμαρτήματα όμως τα μετά το βάπτισμα τόσο πολύ τιμωρούμαστε σαν να είχαν ανακληθεί και εκείνα, και πολύ χειρότερα· διότι δεν είναι απλό αμάρτημα είναι απλό και τριπλό. Και ότι είναι μεγαλύτερη η τιμωρία για τα αμαρτήματα αυτά, άκουσε τι λέει ο Παύλος: «Ἀθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθνήσκει· πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος, ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας;(: διότι όταν κανείς παραβεί τον μωσαϊκό νόμο και την παράβασή του αυτήν τη βεβαιώσουν δύο ή τρεις μάρτυρες, αυτός θανατώνεται χωρίς επιείκεια. Πόσο χειρότερη τιμωρία νομίζετε ότι αξίζει εκείνος που ποδοπάτησε περιφρονητικά τον Υιό του Θεού και νόμισε ως αίμα συνηθισμένου και κοινού ανθρώπου, το Αίμα με το οποίο επικυρώθηκε η Νέα Διαθήκη, με το οποίο μάλιστα και αυτός ο ίδιος αγιάστηκε και εξύβρισε και περιφρόνησε το Άγιο Πνεύμα που μας προσφέρει τη χάρη Του;)»[Εβρ. 10,28-29].
«Oἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;(:ύστερα λοιπόν από τις ελπίδες αυτές που έδωσε ο Χριστός στους μαθητές Του, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί και τον ρωτούσαν: “Κύριε, πες μας˙ στο χρονικό διάστημα των ημερών αυτών πρόκειται να αποκαταστήσεις στην παλαιά της δύναμη και δόξα τη βασιλεία για τον Ισραήλ;”)»[Πράξεις 1,6].
Όταν πρόκειται να ρωτήσουν κάτι οι μαθητές, προσέρχονται μαζί. Και πράττουν αυτό για να πετύχουν με το πλήθος τον σκοπό για τον οποίο ικετεύουν. Διότι γνώριζαν ότι εκείνο που είχε πει ο Ίδιος προηγουμένως ότι «περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ πατήρ μου μόνος (:για την ημέρα εξάλλου εκείνη και την ώρα που θα γίνει η δευτέρα παρουσία και η κρίση, κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς θα είναι αυτές, ούτε ακόμη οι ουράνιοι άγγελοι, παρά μόνον ο Πατέρας μου)»[Ματθ.24,36], ήταν αποφυγή και όχι άγνοια επειδή ανέβαλε την απόκριση. Γι’ αυτό πάλι προσέρχονται και ρωτούν. Δεν θα ρωτούσαν αν βέβαια ήταν πράγματι πεπεισμένοι. Διότι επειδή άκουσαν ότι πρόκειται να λάβουν το άγιο Πνεύμα, ήθελαν να μάθουν, σαν να ήταν πια άξιοι και έτοιμοι να απαλλαγούν από την επιρροή του Διδασκάλου τους· διότι δεν ήθελαν να υποβάλλουν τους εαυτούς τους σε κινδύνους αλλά να ανακουφιστούν· καθόσον δεν ήταν μικρά αυτά που είχαν συμβεί σε αυτούς, αλλά για τα έσχατα υπήρχε ο κίνδυνος.
Χωρίς λοιπόν να πουν κάτι σε Αυτόν για το άγιο Πνεύμα ρωτούν λέγοντας: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;(: “Κύριε, πες μας˙ στο χρονικό διάστημα των ημερών αυτών πρόκειται να αποκαταστήσεις στην παλαιά της δύναμη και δόξα τη βασιλεία για τον Ισραήλ;”)» και δεν είπαν «πότε», «μήπως πρόκειται τώρα;», λέει· τόσο πολύ ήθελαν να μάθουν την ημέρα. Γι’ αυτό και προσήλθαν με μεγαλύτερη τιμή.
Εμένα όμως μου φαίνεται ότι ούτε σε αυτούς διευκρινίστηκε καλά ποτέ ποια ήταν η βασιλεία· διότι δεν είχε δοθεί ακόμα το Πνεύμα για να τους διδάξει. Και δεν ανέφεραν πότε θα γίνουν αυτά, αλλά τι; «μήπως στο χρονικό διάστημα των ημερών αυτών πρόκειται να αποκαταστήσεις στην παλαιά της δύναμη και δόξα τη βασιλεία για τον Ισραήλ;» σαν δηλαδή να είχε ήδη εκπέσει. Αυτά ζητούν να τα πληροφορηθούν κατά αυτόν τον τρόπο, επειδή ακόμα εξακολουθούσαν να ενδιαφέρονται για τα αισθητά, αν και όχι όμοια με πριν, διότι ακόμα δεν είχαν γίνει καλύτεροι. Έτσι δηλαδή φαντάζονταν αυτοί μεγαλύτερα γι’ Αυτόν, όταν όμως αυτοί υψώθηκαν πνευματικά και Αυτός μιλάει μαζί τους με τρόπο υψηλό. Διότι δεν λέει πλέον προς αυτούς ότι «περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ (:σχετικά όμως με την ημέρα εκείνη και την ώρα που θα γίνει η δευτέρα παρουσία και η κρίση, δεν ξέρει κανείς πότε ακριβώς θα είναι αυτές, ούτε οι άγγελοι που είναι στον ουρανό, ούτε ο Υιός ως άνθρωπος, παρά μόνο ο Πατήρ)»[Μάρκ. 13,32], αλλά τι; «Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ(:δεν ανήκει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαίωμα να γνωρίσετε τα χρόνια ή τους ορισμένους μήνες και τις ημέρες, τα οποία ο Πατήρ κράτησε στην αποκλειστική εξουσία Του. Αυτός μόνο τα γνωρίζει και μόνον Αυτός θα ολοκληρώσει όσα θα συντελεσθούν κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων)»[Πράξ.1,7].
«Ζητάτε μεγαλύτερα», λέει. Και βεβαία έμαθαν ήδη και αυτά που ήταν πολύ μεγαλύτερα. Και για να μάθεις αυτό ακριβώς κοίταζε πόσα θα απαριθμήσω. Πες μου τι μεγαλύτερο θα μάθουν αυτοί από εκείνα που έμαθαν; Έμαθαν ήδη ότι είναι Υιός του Θεού και ότι ο Θεός έχει ισότιμο Υιό[Ιω. 5,17: «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι(:ο Θεός Πατέρας μου εργάζεται έως τώρα συνεχώς και χωρίς διακοπή˙ διότι όχι μόνο δημιούργησε αλλά και κυβερνά τον κόσμο και προνοεί γι’ αυτόν. Κι εγώ λοιπόν, ο Υιός Του, εργάζομαι συνεχώς όπως ο Πατέρας μου, χωρίς να διακόπτω το σωτήριο έργο μου τις ημέρες του Σαββάτου)» ·και Ιω.19-23: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ. ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα, ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε. ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ. οὐδὲ γὰρ ὁ πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ, ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα. ὁ μὴ τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν(:αληθινά σας βεβαιώνω ότι υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ του Υιού και του Πατρός. Γι’ αυτό ο Υιός είναι φυσικώς αδύνατο να κάνει από τον εαυτό Του τίποτε, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα να το κάνει αυτό. Είναι που ενεργεί ο Πατήρ, αυτά κάνει και ο Υιός ακριβώς όπως τα κάνει ο Πατήρ. Διότι είναι κοινή και μία η θέληση, η δύναμη και η ενέργεια Πατρός και Υιού. Η συμφωνία αυτή και η κοινή ενέργεια Πατρός και Υιού βασίζεται και πάνω στην αγάπη που τους συνδέει. Διότι ο Πατήρ αγαπά με άπειρη στοργή τον Υιό Του. Δεν κρύβει τίποτε απ’ Αυτόν, αλλά Του φανερώνει όλα όσα κάνει, ώστε να ενεργούνται αυτά διαμέσου του Υιού. Και θα δείξει στον ενανθρωπήσαντα Υιό Του υπερφυσικά έργα μεγαλύτερα από τα θαύματα αυτά που έως τώρα είδατε, ώστε να τα ενεργήσει και αυτά ο Υιός, για να θαυμάζετε εσείς που τώρα απιστείτε. Ο Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει. Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή την μεταδίδει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει. Ο Υιός έχει απεριόριστη την εξουσία και τη δύναμη αυτή. Διότι ο Πατήρ ούτε το έργο του κριτή δεν κράτησε για τον εαυτό Του. Ο Πατήρ δεν δικάζει κανένα, αλλά όλη την εξουσία να δικάζει και να κρίνει ποιος είναι και ποιος δεν είναι άξιος να λάβει ζωή, την έχει δώσει στον Υιό του που έγινε άνθρωπος.Και έδωσε ο Πατήρ όλη αυτή την εξουσία στον Υιό, για να τιμούν και να λατρεύουν όλοι τον Υιό όπως τιμούν και λατρεύουν τον Πατέρα. Εκείνος που δεν τιμά τον Υιό, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, που Τον απέστειλε στον κόσμο)»].
Έμαθαν επίσης ότι θα υπάρξει ανάσταση [Ματθ. 17,9: «Καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ(:και καθώς κατέβαιναν από το βουνό, τους παρήγγειλε ο Ιησούς και τους είπε: “Μην πείτε σε κανέναν αυτό που είδατε, μέχρι να αναστηθεί ο Υιός του ανθρώπου από τους νεκρούς˙ τότε δεν θα υπάρχει κίνδυνος άκαιρων ενθουσιασμών του πλήθους, αλλά και το γεγονός αυτό θα καταστεί περισσότερο κατανοητό και πιστευτό”)» ·πρβλ. Ιω. 11,25: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή(:Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής)»], έμαθαν ότι όταν απέλθει στους ουρανούς, θα καθίσει στα δεξιά του Πατρός «ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ (:αυτό μόνο σας λέω, ότι από τώρα ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, θα κάθεται διαρκώς στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού)»[Λουκά 22,69], έμαθαν το πιο φρικώδες από αυτά, ότι σάρκα κάθεται επάνω και προσκυνείται από τους αγγέλους [ βλ. Μάρκ. 16,19:«Ὁ μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ(:αφού λοιπόν ο Κύριος τους μίλησε επανειλημμένα και τους είπε μεταξύ άλλων και αυτά, αναλήφθηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Θεού Πατρός)»].
Έμαθαν ότι θα έρθει πάλι να κρίνει όλο τον κόσμο[Ματθ. 16,27: «Μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ (:πράγματι, λοιπόν, κάθε άνθρωπος πρόκειται ή να χάσει ή να κερδίσει την ψυχή του· διότι πρόκειται ο υιός του ανθρώπου να έλθει περιβεβλημένος με τη δόξα του Πατέρα Του μαζί με τους αγγέλους Του, και τότε θα ανταμείψει τον καθένα ανάλογα με τις πράξεις Του)» και Λουκ. 21,27: «καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλῃ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς(:και τότε όλοι οι άνθρωποι θα δουν τον υιό του ανθρώπου να έρχεται καθισμένος θεοπρεπώς πάνω σε σύννεφο με δύναμη και με συνοδεία αγγέλων, με μεγάλη δόξα και λαμπρότητα)»].
Έμαθαν ακόμη ότι τότε πρόκειται να καθίσουν και αυτοί κριτές των δώδεκα φυλών του Ισραήλ[Ματθ.19,28: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ (:αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε, όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεστεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε θα καθίσει ο υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας Του, θα καθίσετε και εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)»] έμαθαν ότι οι Ιουδαίοι εκβάλλονται έξω, και ότι αντί αυτών εισέρχονται οι εξ εθνών[ Λουκ. 21,24:«καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας, καὶ αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα τὰ ἔθνη, καὶ Ἱερουσαλὴμ ἔσται πατουμένη ὑπὸ ἐθνῶν ἄχρι πληρωθῶσι καιροὶ ἐθνῶν(:πολλοί θα πέσουν σφαγμένοι με την κόψη του μαχαιριού και άλλοι θα μεταφερθούν αιχμάλωτοι για να πουληθούν σε όλα τα έθνη. Και η Ιερουσαλήμ θα καταπατείται συνεχώς από εθνικούς, μέχρι να συμπληρωθούν τα χρόνια της οργής του Θεού εναντίον του Ισραήλ, στη διάρκεια των οποίων τα έθνη θα κατέχουν αποκλειστικά τα προνόμια του Ισραήλ. Κατόπιν όμως, αφού όλα τα έθνη επιστρέψουν στον Χριστό, θα επιστρέψει και ο Ισραήλ και θα σωθεί)»]. Το να γνωρίζει κανένας ότι θα γίνουν αυτά, είναι σπουδαίο πράγμα, το να μάθει όμως ότι κάποιος θα βασιλεύσει ή το πότε, δεν είναι μεγάλο πράγμα.
Έμαθε ο Παύλος εκείνα που δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να πει: «ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι (: γνωρίζω ότι ο άνθρωπος αυτός αρπάχτηκε και μεταφέρθηκε στον Παράδεισο και άκουσε λόγια που κανένας άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να τα πει, και ούτε επιτρέπεται να τα ξεστομίσει λόγω της ιερότητάς τους)» [Β’ Κορ. 12,4] έμαθε όλα τα πριν από τον κόσμο. Τι είναι δυσκολότερο να μάθει κανένας την αρχή ή το τέλος; Είναι ολοφάνερο ότι το πρώτο. Λοιπόν αυτό λοιπόν ο Μωυσής έμαθε και πότε και πριν από πόσα χρόνια, αποδεικνύουν τα έτη, που απαριθμεί. Αυτό το έμαθε και ο Σολομών, γι’ αυτό και έλεγε: «ἐὰν ἀναγγείλω ὑμῖν τὰ καθ᾿ ἡμέραν γινόμενα, μνημονεύσω τὰ ἐξ αἰῶνος ἀριθμῆσαι (:ακούστε με, λοιπόν, με προσοχή, εάν αναγγείλω σε σας όλα όσα αγαθά έργα κάθε ημέρα γίνονται από εμένα. Θα σας υπενθυμίσω επιπλέον ένα προς ένα, όσα διαμέσου των αιώνων έχουν γίνει)» [Παρ.8,21].
Το ότι λοιπόν είναι πλησίον γνώριζαν κατόπιν και αυτοί, όπως ακριβώς και ο Παύλος λέγοντας: «τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν (:η επιείκειά σας και η υποχωρητικότητά σας ας γίνει γνωστή σε όλους τους ανθρώπους, και σε αυτούς ακόμη τους απίστους. Ο Κύριος πλησιάζει να έλθει, και Αυτός θα αποδώσει στον καθένα ό,τι του ανήκει. Μην κυριεύεστε από αγωνιώδη φροντίδα για τίποτε, αλλά για καθετί που σας παρουσιάζεται, να κάνετε γνωστά τα αιτήματά σας στον Θεό με την προσευχή και τη δέηση, οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται και με ευχαριστία για όσα ο Θεός μας έδωσε)» [Φιλιπ. 4,5-6].
Αλλά τότε δεν το γνώριζαν αν και έλαβαν αποδείξεις. Και ο Χριστός όπως ακριβώς είπε «όχι ύστερα από πολλές ημέρες», θέλοντας αυτοί να αγρυπνούν και δεν το φανέρωσε καθαρά, έτσι και τώρα κάνει. Άλλωστε και εκείνοι εδώ δεν ρωτούν για την συντέλεια, αλλά για την βασιλεία. Γι’ αυτό και έλεγαν: «Μήπως Κύριε αυτόν τον καιρό θα αποκαταστήσεις την βασιλεία στο Ισραήλ;». Και Αυτός ούτε αυτό δεν το αποκάλυψε σε αυτούς. Για το τέλος του κόσμου και τα πριν από αυτό, αυτό ρωτούσαν να μάθουν. Αλλά δεν αποκρίθηκε, όπως ακριβώς εκεί κατά τρόπο σφοδρό, απομακρύνοντας αυτούς από το να νομίζουν ότι η λύτρωση είναι κοντά και ενέβαλε αυτούς στους κινδύνους· έτσι και εδώ αλλά κατά τρόπο ημερότερο: «Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ (:δεν ανήκει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαίωμα να γνωρίσετε τα χρόνια ή τους ορισμένους μήνες και τις ημέρες, τα οποία ο Πατήρ κράτησε στην αποκλειστική εξουσία Του. Αυτός μονάχα τα γνωρίζει και μονάχα Αυτός θα ολοκληρώσει όσα θα συντελεσθούν κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων)».
Για να μην κρίνουν όμως αυτό που τους είπε προσβλητικό γι’ αυτούς, ούτε ότι αυτά είναι προφάσεις για να αποφύγει να τους απαντήσει, άκουσε πώς υπόσχεται αμέσως ότι θα δώσει σε αυτούς, πράγμα για το οποίο και χάρηκαν. Πρόσθεσε δηλαδή: «Ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς(:θα λάβετε όμως ενίσχυση και δύναμη, όταν θα έλθει πάνω σας το Άγιο Πνεύμα. Και θα γίνετε μάρτυρες της ζωής μου και της διδασκαλίας μου και στη Ιερουσαλήμ και σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και μέχρι το τελευταίο και πιο απομακρυσμένο σημείο της γης)»[Πράξ.1,8].
Έπειτα για να μην Τον ρωτούν και πάλι, αμέσως αναλήφθηκε: «Καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν (:και αφού τα είπε αυτά, ενώ εκείνοι Τον έβλεπαν, ανυψώθηκε προς τον ουρανό, και ένα σύννεφο παρουσιάστηκε σαν όχημα κάτω απ’ Αυτόν και τον πήρε από τα μάτια τους)». Όπως ακριβώς λοιπόν εκεί τους ταλαιπώρησε υπερβολικά με τον φόβο και λέγοντας: «δεν γνωρίζω», έτσι και εδώ με το να πει «ανελήφθη». Και διότι είχαν μεγάλη επιθυμία για το πράγμα αυτό, και δεν θα παραιτούνταν και διότι ήταν υπερβολικά αναγκαίο να μην το μάθουν. Διότι πες μου· για ποιο πράγμα δείχνουν περισσότερο απιστία οι εθνικοί; Ότι θα υπάρξει συντέλεια ή ότι ο Θεός έχει γίνει άνθρωπος και ότι προήλθε από μήτρα Παρθένου και ότι εμφανίστηκε άνθρωπος με σάρκα; Άραγε δεν είναι για το δεύτερο; Οπωσδήποτε και εσύ θα συμφωνήσεις. Αλλά όμως ντρέπομαι να μιλάω συνέχεια γι’ αυτό, σαν να πρόκειται για κάποιο αδιάφορο πράγμα.
Έπειτα πάλι για να μην πουν: «γιατί μας στερείς την απάντηση;», λέγει: «Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ (:δεν ανήκει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαίωμα να γνωρίσετε τα χρόνια ή τους ορισμένους μήνες και τις ημέρες, τα οποία ο Πατήρ κράτησε στην αποκλειστική εξουσία Του. Αυτός μόνο τα γνωρίζει και μόνον Αυτός θα ολοκληρώσει όσα θα συντελεσθούν κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων)». Και βέβαια μία είναι η εξουσία του Πατρός και του Υιού, όπως όταν λέει:· «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ(:ο Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει· διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή την μεταδίδει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)»[Ιω.5,21]. Εάν όπου πρέπει να εργαστεί, πράττει αυτό με την ίδια προς τον Πατέρα εξουσία, όπου χρειάζεται να γνωρίζει κάτι, δεν γνωρίζει με την ίδια εξουσία; Και βέβαια είναι πολύ μεγαλύτερο να ανασταίνει τους νεκρούς από το να γνωρίζει την ημέρα της συντέλειας του κόσμου. Εάν το μεγαλύτερο πράττει με εξουσία, δεν πράττει πολύ περισσότερο το άλλο;
Αλλά για να μάθετε, θα σας το κάνω φανερό με παράδειγμα· όπως ακριβώς όταν δούμε ένα παιδί να κλαίει και να θέλει συνέχεια να λάβει κάτι από εμάς, που δεν του είναι αναγκαίο, αφού λοιπόν το αποκρύψουμε, δείχνουμε τα χέρια μας άδεια, λέγοντας: «να, δεν έχουμε», έτσι και Αυτός έκανε στους αποστόλους. Αλλά όπως ακριβώς και το παιδί εκείνο όταν δεν του δείχνουμε αυτό που θέλει, επιμένει να κλαίει, ξέροντας ότι έχει εξαπατηθεί, έπειτα αφήνοντάς το φεύγουμε, λέγοντας «με φωνάζει ο τάδε», και του δίνουμε κάτι άλλο από εκείνο που ήθελε, και θαυμάζοντας εκείνο αντί αυτού, και αφού το δώσουμε, απομακρυνόμαστε. Έτσι και ο Χριστός έκανε. Ζητούσαν εκείνοι να λάβουν, Αυτός τους είπε ότι δεν έχει. Βέβαια και προηγουμένως τους φόβισε· επειδή όμως πάλι ζητούσαν, τους είπε και πάλι ότι δεν έχει. Πλην όμως ότι δεν τους φοβίζει τώρα αλλά μετά την απόδειξη αυτού που έχει κάνει, προβάλλει και δικαιολογημένη αφορμή ότι «Δεν ανήκει σε σας και δεν είναι δικό σας δικαίωμα να γνωρίσετε τα χρόνια ή τους ορισμένους μήνες και τις ημέρες, τα οποία ο Πατήρ κράτησε στην αποκλειστική εξουσία Του».
Τι λοιπόν; Εσύ δεν γνωρίζεις τα του Πατρός; Αλλά Αυτόν μεν Τον γνωρίζεις, τα Αυτού όχι; Εσύ είπες «Κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά μόνο ο Υιός» [Λουκ. 10,22 : « πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς ἐστιν ὁ πατήρ, εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι (:όλα μου τα παρέδωσε ο Πατέρας μου και μου έδωσε και ως άνθρωπο κάθε εξουσία και δύναμη. Και επειδή είμαι ο Υιός του Θεού και έχω την ίδια ουσία με τον Πατέρα μου και είμαι άπειρος όπως Εκείνος, κανείς άλλος δεν γνωρίζει τελείως Εμένα και ποια είναι η φύση μου και οι βουλές μου, παρά μόνο ο Πατήρ˙ και κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα στο βάθος και στην ουσία Του, παρά μόνο ο Υιός. Σε κάποιο βαθμό βέβαια τον γνωρίζει και εκείνος στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να του Τον αποκαλύψει)» και Ματθ. 11,27: «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι (: όλα παραδόθηκαν σε μένα από τον Πατέρα μου, και έλαβα και ως άνθρωπος κάθε εξουσία και δύναμη. Και επειδή έχω ως Λόγος την ίδια ουσία με τον Πατέρα μου και είμαι άπειρος όπως Εκείνος, κανείς άλλος δεν γνωρίζει τελείως τον Υιό και ποια είναι η φύση και οι βουλές του Υιού, παρά μόνον ο Πατέρας. Ο άπειρος μόνο από τον άπειρο μπορεί πλήρως και τελείως να γνωσθεί. Αλλά και τον Πατέρα κανείς άλλος δεν γνωρίζει στο βάθος και την ουσία Του παρά μόνον ο Υιός, περιορισμένα όμως Τον γνωρίζει και εκείνος στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να τον αποκαλύψει)»]· και «ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ· τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ(:σε μας όμως ο Θεός τα φανέρωσε αυτά με το Πνεύμα Του. Και μόνο από το Πνεύμα ήταν δυνατόν να γίνει η φανέρωση αυτή· διότι το Πνεύμα ερευνά και γνωρίζει τα πάντα, και αυτά ακόμη τα βαθύτατα και μυστηριώδη ιδιώματα και σχέδια του Θεού)» [Α’ Κορ. 2,10].
Εσύ λοιπόν ούτε αυτό το γνωρίζεις; Μακριά μια τέτοια σκέψη. Το είπε αυτό όχι για να υποπτευθούμε κάτι τέτοιο, αλλά προσποιείται ότι το αγνοεί, απομακρύνοντας αυτούς από την ανώφελη συζήτηση. Φοβήθηκαν λοιπόν να ρωτήσουν πάλι για να μην ακούσουν και τώρα αυτό που κάποτε τους είχε πει: «Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; (:ακόμη και τώρα, ύστερα από τόσες διδασκαλίες που σας έκανα, είστε και σεις ανίκανοι να καταλάβετε την αλήθεια που σας είπα;)»[Ματθ.15,16] και «οὕτω καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν εἰσπορευόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον οὐ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι; (:και εσείς ακόμη, όπως το πολυάριθμο πλήθος, δυσκολεύεστε τόσο πολύ να κατανοήσετε την αλήθεια που είπα; Δεν καταλαβαίνετε ακόμη ότι καθετί που μπαίνει απ’ έξω μέσα απ’ το στόμα στον άνθρωπο δεν μπορεί να τον μολύνει και να τον κάνει βέβηλο θρησκευτικά;)» [Μάρκ. 7,18]· διότι πολύ περισσότερο φοβούνταν Αυτόν τώρα, παρά προηγουμένως.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλία Β΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 15, σελίδες 14-67.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 76, σελ. 19-47.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Κατά Ιωάννην, κεφάλαιο Α΄, εδάφια 1-17
1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. 2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν.3 Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. 4 Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. 5 Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. 6 ᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης· 7 οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αὐτοῦ.8 Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. 9 ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. 10 Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω.
11 Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. 12 Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, 13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. 14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. 15 ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. 16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· 17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν. Τρεμπέλα
1 Στην αρχή της Δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου. Και ο Λόγος, ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος, ήταν αχώριστος από τον Θεό Πατέρα και πάντοτε ενωμένος μαζί Του. Και ήταν Θεός τέλειος ο Λόγος. 2 Στην αρχή της δημιουργίας Αυτός υπήρχε ενωμένος με τον Θεό Πατέρα. 3 Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει. 4 Είχε μέσα Του τη ζωή, και Αυτός, ως πηγή της ζωής που είναι, δημιούργησε και συντηρεί κάθε ζωή. Και για τους ανθρώπους, που είναι λογικά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευματικό φως, που φωτίζει τον νου τους και τους οδηγεί στην αλήθεια. 5 Το φως βέβαια σκορπίζει τη λάμψη του και ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι σκοτισμένοι από την αμαρτία και την πλάνη, για να τους φωτίσει κι αυτούς. Αλλά οι σκοτισμένοι αυτοί άνθρωποι δεν το αντιλήφθηκαν και δεν το εγκολπώθηκαν, αλλά και δεν μπόρεσαν να το εξουδετερώσουν και να το κατανικήσουν.
6 Για να γνωρίσουν, λοιπόν, οι άνθρωποι το φως, εμφανίστηκε κάποιος άνθρωπος απεσταλμένος από τον Θεό, που λεγόταν Ιωάννης. 7 Αυτός ήλθε, έχοντας ως κύρια αποστολή του να δώσει τη μαρτυρία του για τον Ιησού Χριστό. Ήλθε, δηλαδή, να δώσει τη μαρτυρία ότι Αυτός είναι το φως, για να πιστέψουν όλοι οι άνθρωποι με το κήρυγμά του στον Ιησού Χριστό. 8 Δεν ήταν ο ίδιος ο Ιωάννης το φως, αλλά ήλθε απεσταλμένος από τον Θεό για να μαρτυρήσει για τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι το Φως.
9 Ως Λόγος και ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος ήταν πάντοτε ο Χριστός το απολύτως τέλειο φως, η μοναδική πηγή του φωτός, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. 10 Ήταν από την αρχή στον κόσμο, προνοούσε και κυβερνούσε τον κόσμο. Και όλα τα ορατά και αόρατα κτίσματα, απ’ τα οποία αποτελείται ο επίγειος κι ο ουράνιος κόσμος, διαμέσου Αυτού έγιναν. Κι όμως, όταν Αυτός σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος, ο διεφθαρμένος κόσμος των ανθρώπων που ήταν προσκολλημένος στα γήινα, δεν Τον αναγνώρισε ως δημιουργό του.
11 Και όχι μόνο ο κόσμος, αλλά και οι δικοί Του, οι Ιουδαίοι, Τον απέρριψαν. Ήλθε απ’ τον ουρανό κι έζησε ως άνθρωπος στη γη της επαγγελίας, που ήταν ξεχωρισμένη πριν από πολλούς αιώνες από τον Θεό ως ιδιαιτέρως δική Του. Μα οι δικοί Του άνθρωποι, οι Ιουδαίοι, δεν Τον παραδέχθηκαν, αλλά Τον αρνήθηκαν σαν ξένο και εχθρό. 12 Όσοι, όμως, Τον δέχθηκαν και Τον εγκολπώθηκαν ως σωτήρα τους, και πίστεψαν ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος για να σώσει τους ανθρώπους, τους έδωσε το δικαίωμα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού. 13 Αυτοί δεν γεννήθηκαν από γυναικεία αίματα, ούτε από σαρκική επιθυμία, ούτε από την επιθυμία κάποιου άνδρα, αλλά γεννήθηκαν από τον ίδιο τον Θεό.
14 Για να εντυπωθεί περισσότερο στον καθένα Ποιος επιτέλεσε την υπερφυσική αυτή γέννηση και υιοθεσία, επαναλαμβάνω ότι ο Λόγος έγινε μέσα στον χρόνο άνθρωπος. Και έχοντας ως σκηνή και ως ναό άγιο την ανθρώπινη φύση, παρέμεινε με πολλή οικειότητα μεταξύ μας σαν ένας από μας. Κι εμείς χορτάσαμε να βλέπουμε με τα μάτια μας την υπέρλαμπρη και θεοπρεπή δόξα Του, η οποία φανερωνόταν με τα θαύματά Του και τη διδασκαλία Του και τη λαμπρότητα της αναμάρτητης και ολοκληρωτικά αγίας ζωής Του. Ήταν δόξα που δεν πήρε ως χάρισμα και δωρεά, όπως την παίρνουν τα λογικά δημιουργήματα, αλλά την είχε φυσική από τον Πατέρα Του, ως Υιός μονάκριβος που ήταν˙ Υιός γεμάτος χάρη, με την οποία τότε θαυματουργούσε και τώρα μας αναγεννά, και γεμάτος αλήθεια, με την οποία μας φωτίζει και μας διδάσκει.
15 Ο Ιωάννης μαρτυρεί γι’ Αυτόν και φωνάζει δημόσια και χωρίς κανένα δισταγμό, με παρρησία, λέγοντας: «Αυτός ήταν Εκείνος για τον Οποίο είπα ότι ‘’Αυτός που έρχεται στη δημόσια δράση ύστερα από μένα υπήρξε ασυγκρίτως λαμπρότερος και ενδοξότερος πολύ πριν από μένα. Αυτόν έβλεπαν και κήρυτταν όλοι οι πατριάρχες και οι προφήτες˙ διότι ως πρωτότοκος και μονογενής Υιός του Θεού υπήρχε πριν από μένα’’.
16 Από τον ανεξάντλητο πλούτο της τελειότητος και των δωρεών Του πήραμε όλοι εμείς. Πήραμε τη μία χάρη πάνω στην άλλη. Μετά τη χάρη της αφέσεως των αμαρτιών μας λάβαμε και τη χάρη της υιοθεσίας και της μακαρίας ζωής. Και ολοένα δεχόμαστε νέα υπεράφθονη χάρη πάνω σ’ εκείνη που προηγουμένως λάβαμε. 17 Διότι ο νόμος, που τον παρέβαιναν οι άνθρωποι και για τον λόγο αυτό γίνονταν ένοχοι και ανάξιοι να λάβουν τη χάρη της υιοθεσίας, δόθηκε διαμέσου ανθρώπου και δούλου, του Μωυσή. Ενώ η χάρη και η τέλεια αποκάλυψη της αλήθειας, η οποία αντικατέστησε τις σκιές και τα σύμβολα του νόμου, ήλθαν διαμέσου του Ιησού Χριστού. Και αυτή η χάρη και η αλήθεια ελευθερώνουν τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμαρτίας και τον αναγεννούν.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ[:Ιω.1,1-18]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Υπομνηματισμός στα εδάφια Ιω.1,1-5:
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν».
1. Είναι περιττό μεν, λοιπόν, να σας κάνω παραίνεση για την ακρόαση με προσοχή, αφού τόσο γρήγορα εφαρμόσατε την παραίνεση στην πράξη. Διότι και η συρροή σας και η ακούραστη στάση σας και το ότι συνωθώντας ο ένας τον άλλον, βιάζεστε να καταλάβετε τον ενδότερο χώρο, από όπου η φωνή μου θα ακούγεται καλύτερα από σας, και το ότι δεν θελήσατε να αναχωρήσετε, αν και πιέζεστε μέχρι να διαλυθεί αυτό το πνευματικό θέατρο, και οι κρότοι και οι θόρυβοι και τα άλλα παρόμοια, αποτελούν απόδειξη της θερμότητας της ψυχής και της διάθεσής σας για ακρόαση. Γι’αυτό και είναι περιττό να σας προτρέψω προς αυτό. Είναι, όμως, αναγκαίο να σας πω και να σας παρακαλέσω να διατηρήσετε αυτήν την προθυμία και να μην την επιδεικνύετε μόνο εδώ, αλλά και όταν επιστρέψετε στα σπίτια σας και να μιλήσει για αυτά ο άνδρας στη γυναίκα του και ο πατέρας στον γιο του. Και εκείνος μεν να τους λέγει τα δικά του, να απαιτεί, όμως, από εκείνους να του λέγουν τα δικά τους.
Ας μη μου πει κανείς ότι τα παιδιά δεν πρέπει να ασχολούνται με αυτά, διότι έπρεπε όχι μόνο να απασχολούνται, αλλά και να έχουν στραμμένη την προσοχή τους μόνο σε αυτά. Εξαιτίας της αδυναμίας σας, όμως, δεν το λέγω αυτό, ούτε και τους απαγορεύω τη μελέτη των αρχαίων, όπως δεν απομακρύνω ούτε εσάς από τις κοσμικές υποθέσεις. Αλλά αξιώνω μία από τις επτά ημέρες να την αφιερώνουν στον κοινό Δεσπότη όλων.
Διότι δεν νομίζετε ότι είναι άτοπο, τους μεν υπηρέτες να τους διατάσσετε να σας δουλεύουν όλο τον χρόνο, εσείς, όμως, να μην αφιερώνετε ούτε ελάχιστο χρόνο από την ανάπαυσή σας στον Θεό, και αυτό τη στιγμή κατά την οποία η υπηρεσία σε Εκείνον δεν προσθέτει τίποτε -διότι ο Θεός είναι ανενδεής-, καταλήγει δε εις το δικό μας συμφέρον; Αλλά όταν μεν τα οδηγείτε στα θέατρα, δεν προβάλλετε ως δικαιολογία ούτε τα μαθήματα, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, ενώ όταν χρειάζεται να ωφεληθούν και να αποκομίσουν κάτι πνευματικό, προφασίζεστε ότι είναι απασχολημένα; Δεν εξοργίζετε έτσι τον Θεό, όταν για όλα τα άλλα ευκαιρείτε και αφιερώνετε καιρό, το να επιδίδονται δε στα δικά Του να το θεωρείτε ενοχλητικό για τα παιδιά και αναχρονιστικό;
Όχι τέτοια, αδελφοί. Διότι αυτή, προπάντων, η ηλικία έχει ανάγκη από τέτοιου είδους ακροάσεις. Επειδή είναι τρυφερή, αφομοιώνει αμέσως όσα λέγονται, διότι η ακρόαση τυπώνεται στον νου τους, όπως μία σφραγίδα επάνω στο κερί. Άλλωστε και η ζωή τους τότε αρχίζει να αποκλίνει προς την κακία ή την αρετή. Εάν, λοιπόν, κανείς αποτρέψει μεν αυτά από αυτές τις αρχές και τα πρόθυρα της πονηρίας και τα χειραγωγήσει προς την άριστη οδό, θα τους δημιουργήσει, τρόπον τινά, κατάσταση συνηθείας και φύσεως. Και δεν θα μεταστρέφονται εύκολα με τη θέλησή τους προς το κακό, διότι η συνήθεια αυτή θα τους ωθεί να πράττουν τα αγαθά.
Έτσι σε μας τους γηραιότερους θα γίνουν περισσότερο σεβαστικά και στις πολιτικές υποθέσεις περισσότερο χρήσιμα, αφού θα παρουσιάζουν στη νεότητά τους τις αρετές των μεγαλυτέρων. Διότι δεν είναι δυνατόν, όπως είπα προηγουμένως, όταν ακούσουν τέτοια πράγματα και μαθητεύσουν κοντά σε τέτοιον Απόστολο, να απέλθουν χωρίς να αποκομίσουν κάποιο μεγάλο και γενναίο αγαθό, είτε είναι άνδρας, είτε είναι γυναίκα, είτε νέος εκείνος που θα συμμετάσχει αυτής της τραπέζης. Διότι εφόσον με τον λόγο κατευθύνοντας εξημερώνουμε τα ζώα που ζουν μαζί μας, πόσο μάλλον με αυτή την πνευματική διδασκαλία θα επιτύχουμε αυτό στους άνδρες, τη στιγμή κατά την οποία και το φάρμακο και ο θεραπευόμενος διαφέρουν πολύ.
Διότι ούτε η αγριότητα που υπάρχει μέσα μας είναι τόσο μεγάλη όσο η αγριότητα εκείνων, αφού εκείνων μεν είναι φυσική, ενώ η δική μας προαιρετική, ούτε η δύναμη των λόγων είναι η ίδια. Καθόσον εκείνη μεν είναι προϊόν ανθρωπίνης διανοίας, ενώ αυτή εδώ της δυνάμεως και της χάριτος του Πνεύματος. Όποιος, λοιπόν, βλέπει τον εαυτό του να απογοητεύεται, ας ενθυμείται τα ήμερα ζώα και δεν θα το πάθει αυτό ποτέ. Ας έρχεται συνεχώς σε αυτό το ιατρείο. Ας ακούει όλο τον καιρό τους νόμους του Πνεύματος και όταν απέρχεται στο σπίτι του, ας καταγράφει όσα άκουσε στον νου του. Έτσι θα ζει με αγαθές ελπίδες και μεγάλη ασφάλεια, τα οποία θα του παρέχει η αίσθηση της προκοπής. Διότι όταν ο διάβολος δει τον νόμο του Θεού να γράφεται μέσα στην ψυχή και την καρδιά του ανθρώπου να μεταβάλλεται στις πλάκες του νόμου, δεν πλησιάζει.
Διότι όπου υπάρχουν γράμματα βασιλικά, όχι χαραγμένα σε χάλκινη στήλη, αλλά που να είναι τυπωμένα σε θεοφιλή διάνοια από το Άγιο Πνεύμα και να ακτινοβολούν πολλή χάρη, ούτε να μας ατενίσει κατά πρόσωπο θα μπορέσει εκείνος, αλλά από μακριά θα μας δείξει τα νώτα του. Διότι δεν υπάρχει τίποτε τόσο φοβερό για εκείνον και τους συλλογισμούς που υποβάλλει εκείνος, όσο ο νους που μελετά τα θεία και η ψυχή που βρίσκεται διαπαντός μέσα στην πηγή. Αυτήν δεν θα μπορέσει να τη στενοχωρήσει τίποτε από τα παρόντα, έστω και αν είναι αηδές, ούτε να την φουσκώσει και να την κάνει αλαζονική, έστω και αν είναι ευδαιμονικό, αλλά μέσα σε τόσο μεγάλη βαρυχειμωνιά και παραζάλη, θα απολαμβάνει πολλής γαλήνης.
2. Διότι ο θόρυβος δεν προκαλείται μέσα μας από την φύση των πραγμάτων, αλλά από την ασθένεια της διάνοιάς μας. Διότι, εάν αυτά τα υφιστάμεθα από τα ίδια τα πράγματα, τότε θα έπρεπε να ταράσσονται όλοι οι άνθρωποι, αφού όλοι διαπλέουμε την ίδια θάλασσα και είναι αδύνατο να μείνουμε έξω από την επήρεια των κυμάτων και της αλμύρας. Εφόσον, όμως, υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι βρίσκονται έξω από τη βαρυχειμωνιά και την μαινόμενη θάλασσα, είναι φανερό ότι τη βαρυχειμωνιά δεν την προκαλούν τα πράγματα, αλλά η κατάσταση της δικής μας διανοίας. Εάν, λοιπόν, την διαπλάσουμε έτσι ώστε να τα αντιμετωπίζει όλα με ευκολία, δεν θα υπάρχει για εμάς βαρυχειμωνιά, ούτε θαλασσοταραχή, αφού πάντοτε θα υπάρχει αδιατάρακτη γαλήνη.
Αλλά δεν γνωρίζω πώς ενώ δεν είχα πρόθεση να μιλήσω περί αυτών, έφτασα σε αυτό το σημείο των παραινέσεων. Συγχωρείστε μου, λοιπόν, την μακρηγορία. Το έκανα διότι φοβάμαι, και φοβάμαι πολύ, μήπως εξασθενίσει σε σας αυτή η προθυμία. Ενώ, εάν ήμουν βέβαιος περί αυτής, δεν θα σας μιλούσα καθόλου τώρα για αυτήν, διότι αυτή είναι αρκετή για να ανακουφίσει όλα τα πράγματα για χάρη σας.
Είναι ώρα, λοιπόν, να προχωρήσουμε στο θέμα μας, για να μη ριφθείτε στους αγώνες κουρασμένοι. Διότι σας περιμένουν αγώνες ενάντια στους εχθρούς της αλήθειας, ενάντια σε εκείνους που μηχανεύονται τα πάντα για να καταλύσουν την δόξα του Θεού, ή μάλλον την δική τους. Διότι εκείνη μεν παραμένει αιώνια, όπως είναι, χωρίς να ελαττώνεται από την βλάσφημη γλώσσα. Ενώ αυτοί, επιδιώκοντας να καταργήσουν Αυτόν που ισχυρίζονται ότι Τον προσκυνούν, γεμίζουν τα δικά τους πρόσωπα με ατιμία και καθιστούν την ψυχή τους άξια κολάσεως.
Ποια είναι, λοιπόν, εκείνα που ισχυρίζονται αυτοί, όταν εμείς λέγουμε αυτά; Ότι το «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος (:Στην αρχή της δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου)»[Ιω.1,1] δεν φανερώνει μόνο το αΐδιον, διότι αυτό αναφέρεται και στον ουρανό και στη γη. Πόσο μεγάλη είναι η αναισχυντία και η ανευλάβειά τους! Εγώ σου ομιλώ για τον Θεό και συ μου αναφέρεις την γη και τους ανθρώπους της γης; Λοιπόν, επειδή ο Υιός Θεού ο Χριστός λέγεται και Θεός και ο άνθρωπος υιός Θεού λέγεται και θεός -διότι λέγει: «Ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες(:Εγώ, δικαστές, όταν σας εγκαθιστούσα στο αξίωμά σας αυτό, είπα: Ως αντιπρόσωποί μου και ως διαχειριζόμενοι την εξουσία μου είστε θεοί και όλοι είστε υιοί εμένα του Υψίστου)» [Ψαλμ.81,6], αμφισβητείς την υιότητα στον Μονογενή και ισχυρίζεσαι ότι δεν έχει τίποτε περισσότερο από εσένα ως προς αυτό; «Καθόλου», λέγει. Και όμως αυτό κάνεις, έστω και αν δεν το λες με τα λόγια. Πώς; Διότι ισχυρίζεσαι ότι και συ δια της χάριτος του Θεού μετέχεις της υιοθεσίας, όπως και Εκείνος. Διότι με το να λες ότι Αυτός δεν είναι φυσικός υιός, δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να ισχυρίζεσαι ότι είναι υιός κατά χάριν.
Αλλά ας δούμε και τις μαρτυρίες της Γραφής τις οποίες μας προβάλλουν. «Ἐν ἀρχῇ (:Στην αρχή)», λέει, «ἐποίησε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος (: δημιούργησε ο Θεός εκ του μηδενός το υλικό σύμπαν, τον ουρανό και την γη)» [Γέν.1,1-2 ], και «Ἄνθρωπος ἦν ἐξ Ἀρμαθαὶμ Σιφά(:Υπήρχε κάποιος άνθρωπος, που καταγόταν από την πόλη Αρμαθαίμ, της περιοχής Σιφά)» [Α΄Βασ.1,1]. Αυτά είναι τα χωρία τα οποία νομίζουν ότι είναι ακατανίκητα. Και είναι ακατανίκητα, αλλά για να αποδείξουν την ορθότητα των δογμάτων που υποστηρίζουμε εμείς, ενώ για να στηρίξουν την βλασφημία τους, είναι κάπως πιο ασθενή από όλα. Διότι πες μου, τι κοινό έχει το «ἦν» με το «ἐποίησε»; Και τι κοινό έχει ο Θεός προς τον άνθρωπο; Γιατί αναμειγνύεις τα ασυμβίβαστα και συγχέεις αυτά που είναι χωριστά, και κάνεις τα άνω κάτω; Διότι εδώ το αΐδιον δεν το δηλώνει μόνο του το «ἦν», αλλά το «ἐν ἀρχῇ ἦν» και το «Ὁ Λόγος ἦν». Όπως λοιπόν το «ὢν», όταν μεν αναφέρεται στον άνθρωπο δηλώνει μόνο τον ενεστώτα χρόνο, ενώ όταν αναφέρεται στον Θεό, φανερώνει το αΐδιον, έτσι και το «ἦν», όταν αναφέρεται στη δική μας φύση σημαίνει τον χρόνο, ο οποίος έχει παρέλθει για εμάς, και μάλιστα τελειωμένο, όταν όμως αναφέρεται στον Θεό φανερώνει το αΐδιον.
Ήταν αρκετό επομένως, όταν άκουσε τις λέξεις γη και άνθρωπος, να μην υποθέσει τίποτε περισσότερο περί αυτών, τα οποία έπρεπε να κατανοεί εκ φύσεως γεννητά. Διότι αυτό το οποίο έγινε, ό,τι και αν είναι, έγινε μέσα στον χρόνο ή στον αιώνα. Ο Υιός του Θεού, όμως, είναι υπεράνω όχι μόνο των χρόνων, αλλά και όλων των αιώνων, διότι είναι Δημιουργός και ποιητής αυτών. Διότι λέγει: «Δι’ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν (:δια του Οποίου ο Θεός δημιούργησε και όλα όσα έγιναν μέσα στον χρόνο)» [Εβρ.1,2]. Είναι δε γνωστό ότι ο ποιητής υπάρχει οπωσδήποτε πριν από τα ποιήματα.
Αλλά, επειδή μερικοί είναι τόσο αναίσθητοι, ώστε και μετά από αυτά να υπονοούν κάτι ανώτερο περί της αξίας τους, με το ρήμα «ἐποίησε» και με το «ἂνθρωπος ἦν» προλαμβάνει την σκέψη του ακροατή και κόπτει σύρριζα κάθε αναισχυντία. Διότι καθετί το οποίο δημιουργήθηκε και ο ουρανός και η γη έχει δημιουργηθεί εν χρόνω και έχει χρονική αρχή και κανένα από αυτά δεν είναι άναρχο, επειδή έχει γίνει. Ώστε, όταν ακούς ότι «δημιούργησε τη γη» και ότι «υπήρχε άνθρωπος», όσα ισχυρίζεσαι είναι περιττές φλυαρίες.
Εγώ, όμως, μπορώ να σου αναφέρω και άλλη υπερβολή. Ποια είναι αυτή; Ότι, αν και το «Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ γῆ» ελέχθη περί της γης και περί του ανθρώπου, ότι «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ ἄνθρωπος», δεν έπρεπε ούτε γι’αυτό εμείς να υπονοήσουμε κάτι το ανώτερο περί αυτών τα οποία τώρα είναι γνωστά. Διότι αφού προηγήθηκε η ονομασία της γης και του ανθρώπου, όσα και αν λέγονται περί αυτών, δεν επιτρέπει στον νου να φανταστεί κάτι ανώτερο από αυτά γι΄ αυτά τα οποία τώρα γνωρίζουμε· όπως ακριβώς ούτε ο Λόγος, έστω και αν λεχθεί κάτι το ταπεινό περί Αυτού, δεν του επιτρέπει να φανταστεί κάτι το ταπεινό και ευτελές, αφού, συνεχίζοντας, λέγει περί της γης: «Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» [Γέν.1,2]. Διότι αφού είπε ότι την δημιούργησε και της έδωσε τον δικό της όρο, εκθέτει τα παρακάτω χωρίς φόβο, γνωρίζοντας ότι κανένας δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε να την εκλάβει ως άναρχη και αδημιούργητη. Διότι το όνομα της γης και το «ἐποίησεν» είναι αρκετά να πείσουν ακόμη και τον πάρα πολύ ανόητο, ότι δεν είναι αΐδιος, ούτε αδημιούργητη, αλλά ότι ανήκει μεταξύ εκείνων τα οποία έχουν γίνει εν χρόνω.
3. Εκτός δε από αυτά, το «ἦν » στην περίπτωση μεν της γης και του ανθρώπου, δεν είναι σημαντικό της υπάρξεως μόνο, αλλά, στην μεν περίπτωση του ανθρώπου, της υπάρξεως από αυτό εδώ το χωρίον, στην δε περίπτωση της γης του τρόπου της υπάρξεως. Διότι δεν είπε απλώς «ἡ δὲ γῆ ἦν» και σιώπησε, αλλά δίδαξε και πώς ήταν μετά την δημιουργία, δηλαδή ότι ήταν «ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος», κρυμμένη ακόμη και ανακατεμένη με τα ύδατα. Και στην περίπτωση του Ελκανά δεν είπε μόνο ότι «Ἦν ἄνθρωπος», αλλά δήλωσε και από πού ήταν, προσθέτοντας το «ἐξ Ἀρμαθαὶμ Σιφᾶ».
Στην περίπτωση του Λόγου όμως δεν γίνεται έτσι και ντρέπομαι μεν που εξετάζω αυτά εν αντιπαραβολή προς εκείνα, διότι εάν επικρίνουμε εκείνους που κάνουν το ίδιο σε περιπτώσεις ανθρώπων, όταν η διαφορά της αρετής των εξεταζομένων είναι μεγάλη, μολονότι η ουσία τους είναι μία και η αυτή, δεν είναι δείγμα εσχάτης μανίας το να κάνεις κάτι τέτοιο, όταν η διαφορά και της φύσεως και όλων των άλλων είναι τόσο ασύγκριτη; Αλλά είθε να μας συγχωρέσει Αυτός ο Οποίος βλασφημείται από εκείνους διότι την ανάγκη των λόγων αυτών δεν την προκαλέσαμε εμείς, αλλά μας την έδωσαν εκείνοι οι οποίοι πολεμούν την ίδια τους την σωτηρία.
Τι λέγω, λοιπόν; Ότι αυτό το «Ἦν» στην περίπτωση του Λόγου, είναι δηλωτικό μόνο της αΐδιου υπάρξεως. Διότι λέγει: «Ἐν ἀρχῇ γὰρ ἦν ὁ Λόγος». Ενώ το δεύτερον «ἦν» είναι δηλωτικό της υπάρξεως εν σχέσει προς κάποιον άλλον. Επειδή δε αυτό, το αΐδιον και άναρχον, ήταν κατεξοχήν ιδιότητα του Θεού, το θέτει πρώτα. Έπειτα, για να μην Τον ονομάσει κανείς και αγέννητο ακούοντας το «ἦν ἐν ἀρχῇ», αμέσως το μετρίασε, αναφέροντας ότι «πρὸς τὸν Θεὸν ἦν», προτού να πει τι ήταν.
Και για να μην τον νομίσει κανείς ότι είναι μόνο λόγος προφορικός ή ενδιάθετος, μαζί με την προσθήκη του άρθρου, όπως είπα προηγουμένως, το απέκλεισε αυτό και με τη δεύτερη ρήση. Διότι δεν είπε «ἐν Θεῷ ἦν», αλλά «πρὸς τὸν Θεὸν ἦν», παρουσιάζοντας σε εμάς την υποτεταγμένη αϊδιότητά Του. Έπειτα, καθώς προχωρούσε, μας το φανέρωσε με περισσότερη σαφήνεια, προσθέτοντας ότι ο Λόγος Αυτός ήταν και Θεός.
«Είναι, όμως, δημιουργημένος», λέγει ίσως κάποιος. Τότε τι τον εμπόδιζε να το πει, ότι δηλαδή στην αρχή έπλασε ο Θεός τον Λόγο; Όταν, λοιπόν, ο Μωυσής μιλούσε περί της γης, δεν είπε «Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ γῆ», αλλ’ ότι την «ἐποίησε» και τότε «ἦν», έλαβε οντότητα, υπήρχε. Τι εμπόδιζε επομένως και τον Ιωάννη να πει έτσι: «στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον Λόγο»; Διότι εάν ο Μωυσής φοβήθηκε αυτό περί της γης, μήπως κανένας την θεωρήσει αγένητη, αδημιούργητη από κάποιον, πολύ περισσότερο έπρεπε να φοβηθεί ο Ιωάννης περί του Υιού, εάν βεβαίως ήταν κτιστός. Διότι ο μεν κόσμος, επειδή είναι ορατός, διακηρύσσει αφ’ εαυτού τον Δημιουργό του –διότι «Οἱ οὐρανοὶ γὰρ διηγοῦνται δόξαν τοῦ Θεοῦ(:Οι ουρανοί με τη μεγαλοπρεπή αρμονία και το κάλλος τους διηγούνται σε κάθε νοήμονα άνθρωπο την ένδοξη σοφία και δύναμη του Θεού που τους δημιούργησε)»[Ψαλμ.18,1], λέγει ο Ψαλμωδός. Ενώ ήταν ο Υιός είναι αόρατος και υπερβαίνει κατά πολύ και απείρως την κτίση. Εφόσον, λοιπόν, εκεί όπου δεν χρειαζόταν να μας γίνει λόγος και διδασκαλία για να μάθουμε, ότι ο κόσμος είναι γενητός, ο προφήτης το αναφέρει με σαφήνεια και πριν από τα άλλα, πολύ περισσότερο έπρεπε να πει αυτό ο Ιωάννης περί του Υιού, εάν ήταν κτίσμα.
«Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αλλά ο Πέτρος το είπε σαφώς και κατηγορηματικώς». Πού και πότε το είπε; Όταν ομιλώντας προς τους Ιουδαίους έλεγε ότι «Κύριον αὐτὸν καὶ Χριστὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε (:Αυτόν ακριβώς τον Ιησού, ο Θεός Τον ανέδειξε και Τον εγκατέστησε Κύριο και Χριστό, διότι έδωσε και στην ανθρώπινη φύση Του κάθε εξουσία και βασιλική δόξα)» [Πρ. 2,36]. Γιατί, όμως, δεν πρόσθεσες και το παρακάτω, ότι «Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε (:Αυτόν ακριβώς τον Ιησού, τον Οποίο εσείς σταυρώσατε)»; [βλ. παραπάνω, Πρ.2,36]. Ή μήπως αγνοείς ότι από τα λεγόμενα άλλα μεν αναφέρονται στην ακήρατη φύση Του και άλλα στη θεία οικονομία; Διότι εάν δεν είναι έτσι, αλλά όλα τα εκλαμβάνεις ως αναφερόμενα μόνο στην θεότητα, τότε διδάσκεις ότι το θείον είναι παθητό. Εάν πάλι δεν είναι παθητό, τότε δεν είναι ούτε κτιστό. Διότι, εάν μεν το αίμα είχε ρεύσει από αυτήν την θεία και απερίγραπτη φύση και αυτή είχε διαιρεθεί και τεμαχισθεί με τα καρφιά του σταυρού αντί της σαρκός του Ιησού, θα είχε κάποιαν δικαιολογίαν το σόφισμά σου. Εάν, όμως, αυτό δεν θα τολμούσε να το εκστομίσει ούτε ο διάβολος, για ποια αιτία εσύ προσποιείσαι ότι έχεις τόσο ασυγχώρητη άγνοια, την οποία ούτε οι δαίμονες δεν θα υποκρίνονταν;
Άλλωστε τα ονόματα «Κύριος» και «Χριστός» δεν είναι δηλωτικά της ουσίας Του, αλλά του αξιώματός Του. Διότι το μεν ένα σημαίνει την εξουσία, το δε άλλο ότι χρίσθηκε. Τι θα μπορούσες, λοιπόν, να πεις περί του Υιού του Θεού; Διότι εάν ήταν και κτιστός, όπως ισχυρίζεστε, αυτό δεν θα είχε θέση. Διότι ασφαλώς δεν έγινε πρώτα και έπειτα τον χειροτόνησε ο Θεός. Ούτε την εξουσίαν την έχει αξιοκαταφρόνητη, αλλά εκ φύσεως και εις την ουσίαν. Διότι όταν ρωτήθηκε εάν είναι βασιλιάς, «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι (:Εγώ γι’αυτό γεννήθηκα)», είπε[Ιω.18,37]. Ενώ ο Πέτρος ομιλεί σαν κάποιον ο οποίος χειροτονήθηκε, διότι κάνει λόγο περί όλης της οικονομίας.
4. Και γιατί απορείς που το λέγει αυτό ο Πέτρος; Και ο Παύλος, ομιλώντας προς τους Αθηναίους, τον αποκαλεί μόνον άνδρα, λέγοντας τα εξής: «Διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν (:Διότι ο Θεός έχει καθορίσει μία ημέρα κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη μέσω ενός άνδρα, τον οποίο όρισε κριτή. Ο Θεός, μάλιστα, έδωσε βέβαιη απόδειξη ότι ο άνδρας Αυτός θα είναι κριτής όλων μας, ανασταίνοντας Αυτόν από τους νεκρούς)»[Πράξ.17,31]. Και δεν αναφέρει τίποτε περί της μορφής του Θεού, ούτε ότι είναι ίσος με Αυτόν, ούτε ότι είναι απαύγασμα της δόξης Του. Εύλογα, διότι δεν ήταν ακόμη καιρός για αυτά τα λόγια. Ήταν αρκετό προς το παρόν να παραδεχθούν ότι είναι άνθρωπος και αναστήθηκε.
Έτσι έκανε και ο ίδιος ο Χριστός, από τον Οποίο διδάχτηκε και ο Παύλος και έκανε το ίδιο. Διότι δεν μας αποκάλυψε αμέσως τη θεότητά Του, αλλά αρχικά μεν νομιζόταν ότι είναι προφήτης και απλώς κεχρισμένος άνθρωπος, κατόπιν δε δια των έργων και των λόγων Του φανερώθηκε αυτό το οποίο ακριβώς ήταν. Γι’αυτό και ο Πέτρος χρησιμοποιεί στην αρχή αυτόν τον τρόπο, αφού άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη ομιλία την οποία απηύθυνε προς τους Ιουδαίους. Διότι, επειδή ακόμη δεν ήσαν σε θέση να μάθουν τίποτε το σαφές περί της θεότητας του Χριστού, γι’αυτό εμμένει στους λόγους περί της θείας οικονομίας, προς τον σκοπό αφού ασκηθεί η ακοή τους σε αυτά να προετοιμαστεί στη συνέχεια και για την υπόλοιπη διδασκαλία. Και εάν ήθελε κανείς να διεξέλθει ολόκληρη την ομιλία του από την αρχή, θα βρει αυτό το οποίο λέγω να διαφαίνεται καθαρά. Διότι και αυτός τον αποκαλεί άνδρα και εμμένει στους λόγους του Πάθους, της Αναστάσεως και της κατά σάρκα Γεννήσεώς Του.
Αλλά και ο Παύλος όταν λέγει: «Περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατὰ σάρκα (:Και έδωσε ο Θεός από τότε την υπόσχεση για τον Υιό του, ο Οποίος γεννήθηκε ως άνθρωπος σε ορισμένο χρόνο από απόγονο του Δαβίδ)»[Ρωμ.1,3], δεν μας διδάσκει τίποτε άλλο, παρά ότι το «ἐποίησεν» αναφέρεται στη θεία οικονομία, πράγμα το οποίο ομολογούμε και εμείς. Αλλά ο υιός της βροντής τώρα μας ομιλεί για την απερίγραπτη και προαιώνια ύπαρξη του Λόγου, γι’αυτό αφού άφησε το «ἐποίησε», χρησιμοποίησε το «ἦν». Ενώ έπρεπε, εάν ήταν κτιστός, κυρίως αυτό να προσδιορίσει.
Διότι εάν ο Παύλος φοβούμενος μήπως κανείς από τους ανόητους υποπτευθεί ότι θα είναι ανώτερος από τον Πατέρα και θα έχει υποτακτικό του Εκείνον που Τον γέννησε, γι’
αυτό γράφοντας την προς Κορινθίους επιστολή έλεγε: «Πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα (:Διότι, όπως διακηρύσσεται στους Ψαλμούς, ο Πατήρ υπέταξε κάτω από τα πόδια του Χριστού όλα, άρα λοιπόν και τον θάνατο. Όταν, λοιπόν, ο Θεός και Πατήρ πει στο Χριστό ότι όλα πλέον έχουν υποταχθεί σε Εσένα, θα είναι φανερό ότι από την υποταγή αυτή θα εξαιρείται ο Θεός και Πατήρ, ο Οποίος υπέταξε στον Χριστό τα πάντα)» [Α΄Κορ.15.26-27], αν και ποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι ο Πατήρ θα υποταγεί ποτέ στον Υιό μαζί με όλα; Πάντως, όμως, αν και φοβήθηκε τις αδικαιολόγητες αυτές υπόνοιες, έλεγε «ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα(:εκτός από Εκείνον που υπέταξε σε Αυτόν τα πάντα)». Πολύ περισσότερο συνεπώς έπρεπε να φοβηθεί ο Ιωάννης, εάν ήταν κτιστός, μήπως κανείς τον θεωρήσει άκτιστο, και να το αναφέρει αυτό οπωσδήποτε.
Τώρα όμως, επειδή ήταν γεννητός, ορθά ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος, ούτε απόστολος, ούτε προφήτης, είπαν ότι Αυτός είναι κτιστός. Και ο ίδιος άλλωστε ο Μονογενής δεν θα το παρέλειπε, εάν ήταν κτιστός. Διότι Αυτός ο Οποίος έλεγε τα τόσο ταπεινά από συγκατάβαση, πολύ περισσότερο δεν θα αποσιωπούσε αυτό. Διότι νομίζω ότι ήταν φυσικό να αποσιωπήσει μάλλον κάτι το υψηλό που είχε, παρά να παραλείψει Αυτός αυτό που δεν είχε και να μην αναφέρει ότι δεν το έχει. Διότι στην πρώτη περίπτωση υπήρχε εύλογη πρόφαση της παρασιωπήσεως, το να θέλει να διδάξει τους ανθρώπους να είναι ταπεινόφρονες, και γι’αυτό αποσιωπά τα μεγάλα προσόντα Του. Ενώ στην περίπτωση αυτήν εδώ, δεν έχεις να προβάλεις δικαιολογημένη πρόφαση της αποσιωπήσεως.
Διότι δεν αποσιωπούσε το ότι δημιουργήθηκε, εάν ήταν κτιστός, Αυτός ο Οποίος απέκρυπτε και πολλά από τα ιδιώματά Του; Άρα, λοιπόν, Εκείνος ο Οποίος, για να διδάξει την ταπεινοφροσύνη, ανέφερε ακόμη και τα ταπεινωτικά ιδιώματα τα οποία δεν είχε, πολύ περισσότερο, εάν ήταν κτιστός, δεν θα παρέλειπε να το αναφέρει. Ή δεν βλέπεις ότι, για να μην Τον εκλάβει κανείς ως αγέννητο, ότι κάνει και λέγει τα πάντα περί αυτού, και αναφέρει πράγματα ανάξια της αξίας και της ουσίας Του και κατεβαίνει σε επίπεδο προφήτου; Διότι το «Καθὼς ἀκούω κρίνω(:Κρίνω σύμφωνα με όσα ακούω)» [Ιω. 5,30] και το «Αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε τί εἴπω καὶ τί λαλήσω (:Aυτός μου έδωσε εντολή τι να διδάξω και με ποια λόγια να το πω)» [Ιω.12,49] και τόσα άλλα παρόμοια, είναι χαρακτηριστικά μόνο των προφητών.
Εάν, λοιπόν, θέλοντας να διαλύσει αυτήν την υποψία, δεν απαξίωσε να χρησιμοποιήσει τόσο ταπεινωτικά λόγια, πολύ περισσότερο, εάν ήταν κτιστός, για να μην τον θεωρήσει κανείς άκτιστο, θα έλεγε πολλά τέτοια, δηλαδή: «Μη νομίζετε ότι έχω γεννηθεί από τον Πατέρα· έχω δημιουργηθεί και εγώ, δεν έχω γεννηθεί, ούτε είμαι από τη δική Του ουσία». Ενώ τώρα κάνει το εντελώς αντίθετο· διότι χρησιμοποιεί τις λέξεις εκείνες οι οποίες ακόμη και εκείνους που δεν θέλουν, τους αναγκάζει έστω και παρά τη θέλησή τους να παραδεχθούν την αντίθετη γνώμη, δηλαδή: ότι «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί» [Ιω.14,10], και «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ, ἑώρακε τὸν Πατέρα(:Τόσο καιρό είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δεν μ’ έχεις γνωρίσει ακόμη ποιος είμαι ως προς τη θεϊκή μου φύση; Εκείνος που έχει δει εμένα κι έχει εκτιμήσει κατάλληλα την αλήθεια της διδασκαλίας μου, την αγιότητα της ζωής μου και τη θαυματουργική δράση μου, είδε και τον Πατέρα. Διότι εγώ είμαι ο φυσικός Υιός του, και μέσα από την ανθρώπινη φύση μου εκλάμπει η αλήθεια και η δόξα και η αγιότητα του Πατρός μου)» [Ιω.14,9] και «ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν Υἱὸν, καθὼς τιμῶσι τὸν Πατέρα (:Για να τιμούν όλοι τον Υιό, όπως τιμούν τον Πατέρα)»[Ιω.5,23]· «Ὥσπερ ὁ Πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς, οὓς θέλει, ζωοποιεῖ(:Ο Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει. Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική, αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή την μεταδίδει σ’ όποιον θέλει και σ’ όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)»[Ιω.5,21]· «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι(:Ο Θεός Πατέρας μου εργάζεται έως τώρα συνεχώς και χωρίς διακοπή˙ διότι όχι μόνο δημιούργησε, αλλά και κυβερνά τον κόσμο και προνοεί γι’ αυτόν. Κι εγώ λοιπόν, ο Υιός Του, εργάζομαι συνεχώς όπως ο Πατέρας μου, χωρίς να διακόπτω το σωτήριο έργο μου τις ημέρες του Σαββάτου)»[Ιω.5,17]· «Καθὼς γινώσκει με ὁ Πατὴρ, κἀγὼ γινώσκω τὸν Πατέρα(:Όπως με γνωρίζει ο Πατέρας μου ως φυσικό Υιό Του και με αγαπά, κι εγώ επίσης γνωρίζω τον Πατέρα μου και τον αγαπώ)»[Ιω.10,15]· «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν(:Εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα κι έχουμε την ίδια φύση και την ίδια δύναμη και θέληση και εξουσία˙ όλα τα έχουμε κοινά)»[Ιω.10,30].
Και παντού χρησιμοποιώντας το «ὥσπερ» και το «οὕτω» και το ότι είναι «ἓν» προς τον Πατέρα, δηλώνει ότι είναι απαράλλακτος με Εκείνον. Την εξουσία Του πάλι τη φανερώνει και με αυτά, αλλά και με άλλα περισσότερα, όπως όταν λέγει: «Σιώπα, πεφίμωσο(:Σώπα, φιμώσου)»[Μάρκ.4,39]· «Θέλω, καθαρίσθητι(:Θέλω, καθαρίσου)» [Ματθ.8,3]· «Σοὶ λέγω, τὸ δαιμόνιον τὸ κωφὸν καὶ ἄλαλον, ἔξελθε ἀπ’ αὐτοῦ(:Πνεύμα άλαλο και κουφό, Εγώ σε διατάζω, βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς ποτέ πια μέσα του)» [Μάρκ.9,25] και το: «Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐ φονεύσεις· ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ, ἔνοχος ἔσται(:Έχετε ακούσει από την ανάγνωση του Νόμου στις συναγωγές ότι είπε ο Θεός στους προγόνους μας: ‘’Δεν θα σκοτώσεις’’· Εγώ, όμως, σας λέω ότι καθένας που οργίζεται εναντίον του αδελφού του χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο, είναι ένοχος)» [Ματθ.5, 21-22] και όσα άλλα παρόμοια νομοθετεί και θαυματουργεί, τα οποία είναι αρκετά να αποδείξουν την εξουσία Του. Ή μάλλον ένα πολύ μικρό μέρος από αυτά είναι αρκετό να προσεγγίσει και να πείσει όσους δεν είναι πολύ αναίσθητοι.[…]
ΟΜΙΛΙΑ Δ΄
Υπομνηματισμός των εδαφίων: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν»[Ιω.1,1-2]
Στα παιδιά, τα οποία για πρώτη φορά προσέρχονται στα μαθήματα, οι διδάσκαλοι ούτε βαρέα φορτία φορτώνουν από την αρχή, ούτε το κάθε πράγμα το διδάσκουν μια μόνο φορά. Αντιθέτως, μάλιστα, και λίγη ύλη τούς αναθέτουν και τα ίδια πράγματα τα επαναλαμβάνουν πολλές φορές σε αυτά, για να εντυπωθούν εύκολα στο μυαλό τους όσα διδάσκονται, αλλά και για να μην δυσκολευτούν εξαρχής από την πολλή ύλη και την αδυναμία εκμαθήσεώς της και γίνουν οκνηρότερα στην αφομοίωση των προσφερομένων, περιπίπτοντας, τρόπον τινά, σε νάρκη εξαιτίας της δυσκολίας.
Αυτό ακριβώς θέλοντας να κάνω κι εγώ και να καταστήσω τον κόπο σας ελαφρότερο, παίρνοντας μικρά τεμάχια από την θεϊκή αυτή τράπεζα τα εισάγω στις ψυχές σας. Γι’αυτό θα αναφερθώ και πάλι στα ίδια λόγια, όχι για να σας πω και πάλι τα ίδια πράγματα, αλλά μόνο για να συμπληρώσω όσα λείπουν. Ας αναφερθούμε, λοιπόν, και πάλι στο προοίμιο.
« Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν(:Στην αρχή της δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου. Και ο Λόγος, ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος, ήταν αχώριστος από τον Θεό Πατέρα και πάντοτε ενωμένος μαζί Του)»[Ιω.1,1] Γιατί άραγε, ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές αρχίζουν με την εξιστόρηση της Θείας Οικονομίας (διότι ο μεν Ματθαίος λέγει: «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ ∆αυΐδ (:Γενεαλογικός κατάλογος, στον οποίο φαίνεται ακριβώς από πού κατάγεται ο Ιησούς Χριστός, ο απόγονος του Δαβίδ)», ο δε Λουκάς μάς εξιστορεί στην αρχή όλα όσα αφορούν την Μαρία και ο Μάρκος κατά παρόμοιο τρόπο περιορίζεται στα ίδια, αναφέροντας την ιστορία του Βαπτιστού), ο Ιωάννης αυτό μεν με πολλή συντομία, και μάλιστα μετά από αυτά, το υπαινίσσεται απλώς λέγοντας: «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο (: και ο Λόγος έγινε μέσα στον χρόνο άνθρωπος)»[Ιω.1,14], και αφού αποσιωπά όλα τα άλλα, τη σύλληψη, τη Γέννηση, την ανατροφή, την ανάπτυξη, μας ομιλεί αμέσως περί της αΐδιου Γεννήσεως; Ποιο, λοιπόν, είναι το αίτιο αυτών θα πω τώρα.
Επειδή οι άλλοι ευαγγελιστές αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος αναφερόμενοι στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, υπήρχε φόβος μήπως ορισμένοι προσκολλημένοι στα ταπεινά, εξαιτίας αυτού παραμείνουν μόνο σε αυτά τα δόγματα, πράγμα το οποίο έπαθε και ο Παύλος ο Σαμοσατεύς[:Επίσκοπος Αντιοχείας των μέσων του 3ου αι. μ.Χ., ο οποίος δίδασκε ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν κοινός άνθρωπος, ίδιος με μας και ότι σε αυτόν «ἐνῴκησεν» ο Λόγος ως σε ναό]. Για να ανυψώσει, λοιπόν, από αυτή τη χαμαιζηλία εκείνους που επρόκειτο να πέσουν σε αυτήν και να τους ανεβάσει στον ουρανό, πολύ λογικά αρχίζει την εξιστόρηση από επάνω και από την αΐδιο ύπαρξη. Διότι, αφού ο μεν Ματθαίος από τον βασιλέα Ηρώδη, ο Λουκάς από τον Καίσαρα Τιβέριο, ο δε Μάρκος από την βάπτιση του Ιωάννου εισέρχονται στην εξιστόρηση, αυτός, αφού άφησε όλα αυτά, ανυψώνεται υπεράνω παντός χρόνου και αιώνος, εξακοντίζοντας εκεί τη σκέψη των ακροατών του, στο «Ἐν ἀρχῇ ἦν», χωρίς να τους αφήνει να σταματήσουν κάπου, ούτε να τους θέτει όρια, όπως εκείνοι, τον Ηρώδη και τον Τιβέριο και τον Ιωάννη.
Εκείνο δε που μαζί με αυτά είναι άξιο θαυμασμού, είναι να τονιστεί κυρίως αυτό, ότι ούτε αυτός, κάνοντας λόγο για τον υψηλότερο εαυτό Του, παραμέλησε την θεία οικονομία, ούτε οι άλλοι ευαγγελιστές, ασχολούμενοι με τη διήγησή της, απεσιώπησαν την προαιώνια ύπαρξη· και πολύ φυσικά. Διότι ένα ήταν το Πνεύμα, το οποίο κινούσε τις ψυχές όλων. Γι’αυτό και κατά την έκθεση των γεγονότων δείχνουν μεγάλη ταυτότητα σκέψεως.
Εσύ πάλι, αγαπητέ, όταν ακούς την λέξη «Λόγος», να μην ανεχθείς ποτέ εκείνους που λέγουν ότι είναι έργο, αλλά ούτε και εκείνους οι οποίοι νομίζουν ότι είναι απλός λόγος. Διότι πολλοί είναι οι λόγοι του Θεού, τους οποίους εκτελούν και οι άγγελοι, αλλά κανένας από εκείνους τους λόγους δεν είναι Θεός. Όλοι εκείνοι οι λόγοι είναι προφητείες και προστάγματα(διότι έτσι συνηθίζει η Αγία Γραφή να αποκαλεί τους νόμους του Θεού και τις εντολές και τις προφητείες, γι’αυτό και όταν ομιλεί περί των αγγέλων, προσθέτει: «∆υνατοὶ ἰσχύϊ, ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ(:Οι δυνατοί και κραταιοί σε ισχύ, εκείνοι που εκτελούν κάθε λόγο προστάγματός Του)» [Ψαλμ.102,20]. Ενώ αυτός ο Λόγος είναι μία ουσία υπαρκτή, η οποία προήλθε αμετάτρεπτη από τον ίδιο τον Πατέρα. Διότι, όπως ανέφερα ήδη, δηλώνεται με την ονομασία «Λόγος».
Όπως, λοιπόν, το «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» φανερώνει το αιώνιο, έτσι το «Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεὸν (:Στην αρχή της δημιουργίας Αυτός υπήρχε ενωμένος με τον Θεό Πατέρα)» μας φανερώνει το συναιώνιο. Διότι, για να μη νομίσεις όταν ακούς: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος (:Στην αρχή της δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου)», ότι είναι μεν αιώνιος, αλλά υποθέσεις ότι η ζωή του Πατρός είναι μεγαλύτερη κατά κάποιο χρονικό διάστημα και περισσότερους αιώνες, και δώσεις στον Μονογενή Υιό αρχή, πρόσθεσε το ότι «Ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεὸν ἦν», δηλαδή τόσο αιώνιος, όσο και ο ίδιος ο Πατέρας. Διότι δεν ήταν ποτέ χωρίς τον Λόγο, αλλά πάντοτε ήταν Θεός κοντά σε Θεό, αλλά σε χωριστή ύπαρξη.
«Πώς λοιπόν», λέγει ίσως κάποιος, «είπε ότι ‘’ήταν στον κόσμο’’, εάν ήταν κοντά στον Θεό;». Το είπε επειδή και κοντά στον Θεό βρισκόταν και στον κόσμο ήταν. Διότι πουθενά δεν τελειώνει, τόσο ο Πατήρ, όσο και ο Υιός. Και εάν «τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ οὐκ ἔστι πέρας(: η μεγαλοσύνη Του δεν έχει όριο, αλλά είναι άπειρη και απεριμέτρητη)» [Ψαλμ.144,3] και «τῆς συνέσεως αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀριθμός (:και την σοφία Του δεν μπορεί κανείς να την καταμετρήσει και να την παραστήσει με αριθμό)» [Ψαλμ.146,5] είναι ολοφάνερο ότι ούτε της ουσίας Του υπάρχει αρχή χρονική.
Άκουσες ότι «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν (: Όταν ήλθε η κατάλληλη ώρα να δημιουργηθεί από το μηδέν ο υλικός κόσμος· στην αρχή εκείνη του χρόνου, ο οποίος έχει την ίδια αρχή με την υλική δημιουργία, ο άναρχος και παντοδύναμος Τριαδικός Θεός, η μακάρια φύση και ανεξάντλητη αγαθότητα, η αρχή όλων των όντων και η άφθαστη σοφία δημιούργησε από το μηδέν, «εξ ουκ όντων», από ύλη, η οποία δεν προϋπήρχε, το υλικό σύμπαν. Δημιούργησε τον απέραντο ουρανό και την γη. Δημιούργησε τον ορατό αυτόν κόσμο, τον έθεσε σε κίνηση και καθόρισε νόμους για την εξέλιξή του, ακαριαία· δηλαδή ευθύς μόλις εκφράστηκε το παντοδύναμο και πάνσοφο θέλημά Του)[Ερμην. απόδοση Π. Τρεμπέλα]»; [Γέν.1,1]. Πώς εννοείς την αρχή αυτή; Οπωσδήποτε ότι αυτά έγιναν πριν από όλα τα ορατά.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ακούγοντας και περί του Μονογενούς ότι «Ἐν ἀρχῇ ἦν», να εννοείς ότι υπάρχει πριν από όλα τα νοητά και πριν από τους αιώνες. Εάν δε κανείς ισχυρίζεται: «Και πώς είναι δυνατόν, ενώ είναι Υιός να μην είναι νεότερος από τον Πατέρα, αφού εκείνο που προέρχεται από κάποιο άλλο είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερο από εκείνο από το οποίο προέρχεται;». Θα απαντήσουμε ότι αυτά είναι συμπεράσματα κατεξοχήν των ανθρωπίνων συλλογισμών, και εκείνος ο οποίος απαιτεί αυτό, θα απαιτήσει και άλλα πιο άτοπα από αυτά. Ούτε άλλωστε η ακοή τα παραδέχεται αυτά. Αλλά σε εμάς εδώ γίνεται λόγος για τον Θεό και όχι για την φύση των ανθρώπων, η οποία υπόκειται στη συνέπεια και αναγκαιότητα των συλλογισμών αυτών. Αλλά χάριν της πληροφορήσεως των ασθενεστέρων στην πίστη, θα ομιλήσουμε και περί αυτών.
2. Πες μου λοιπόν: Η λάμψη του ηλίου προέρχεται από την ίδια τη φύση του ηλίου ή από κάπου αλλού; Πρέπει οπωσδήποτε να ομολογήσει, όποιος δεν έχει τις αισθήσεις βλαμμένες, ότι προέρχεται από αυτήν. Εντούτοις, αν και η λάμψη προέρχεται από τον ίδιο τον ήλιο, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ισχυριστούμε ότι είναι μεταγενέστερη της ηλιακής φύσεως, διότι ποτέ δεν φάνηκε ήλιος χωρίς λάμψη. Εάν δε στα σώματα αυτά τα ορατά και αισθητά υπάρχει κάτι που προέρχεται από κάποιο άλλο και δεν είναι μεταγενέστερο εκείνου από το οποίο προέρχεται, γιατί απιστείς για την αόρατη και απερίγραπτη φύση; Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και εδώ καθ’ όμοιο τρόπο, όπως αρμόζει στην ουσία εκείνη. Γι’αυτό άλλωστε και ο Παύλος τον ονόμασε έτσι –Ήλιο-,για να εκφράσει το ότι προέρχεται από αυτόν και ότι είναι συναΐδιος εκείνου[Εβρ.1,3: «Ὅς ὢν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ, φέρων τε τὰ πάντα τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, δι᾿ ἑαυτοῦ καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς(:Αυτός υπήρχε πριν από τη Δημιουργία και ήταν λαμπρή ακτινοβολία της ένδοξης φύσεως του Πατρός. Ήταν φως εκ φωτός και συνάναρχος με τον Πατέρα, αφού ο Πατήρ πάντοτε ακτινοβολούσε και ποτέ δεν υπήρξε σβησμένος ήλιος. Ήταν ακόμη και ακριβές αποτύπωμα και ζωντανή εικόνα της ουσίας του Πατρός, ίσος δηλαδή και απαράλλακτος με τον Πατέρα. Και περιέφερε και κυβερνούσε τα πάντα με το παντοδύναμο πρόσταγμά Του. Αυτός, αφού έγινε άνθρωπος και με τη θυσία του Αίματός Του καθάρισε ο Ίδιος τις αμαρτίες μας, κάθισε στα δεξιά της μεγαλειότητος του Πατρός˙ τιμήθηκε, δηλαδή, και δοξάστηκε από τον Θεό και ως άνθρωπος. Και ανυψώθηκε υψηλότερα απ’ όλη την κτίση, διότι κάθισε και ως άνθρωπος στον ίδιο τον θρόνο του Πατρός)»].
Εξάλλου πες μου: Δεν δημιουργήθηκαν όλοι οι αιώνες και κάθε διάστημα χρονικό δι’ Αυτού; Οπωσδήποτε θα το ομολογήσει όποιος δεν παραπαίει. Επομένως τίποτε δεν υπάρχει μεταξύ του Υιού και του Πατρός. Εάν δε δεν υπάρχει τίποτε, δεν είναι μεταγενέστερος, αλλά συναΐδιος. Διότι το «πρό» και το «μετά» είναι έννοιες που φανερώνουν χρόνο, και χωρίς αιώνα και χρόνο δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς τις λέξεις αυτές. Ο Θεός, όμως, είναι ανώτερος από χρόνους και αιώνες. Εάν δε γενικώς ισχυρίζεσαι ότι κάποια χρονική αρχή κατέλαβε τον Υιό, πρόσεξε μήπως με αυτόν τον συλλογισμό και την αναλογία, αναγκαστείς να υπαγάγεις και τον Πατέρα σε κάποια χρονική αρχή, μεγαλύτερη βέβαια, οπωσδήποτε όμως με αρχή. Διότι πες μου: Προσθέτοντας κάποιο χρονικό περιορισμό και αρχή στον Υιό και προχωρώντας με τον τρόπο αυτόν από την αρχή αυτή προς τα άνω, δεν ισχυρίζεσαι ότι προέρχεται και ο Πατήρ; Οπωσδήποτε.
Πες μου, λοιπόν, πόσο προϋπάρχει ο Πατήρ; Διότι είτε πεις λίγο διάστημα, είτε πολύ υποτάσσεις τον Πατέρα σε αρχή. Διότι είναι φανερό ότι αφού μετρήσεις το διάστημα που μεσολάβησε, θα απαντήσεις εάν μεσολάβησε λίγο ή πολύ. Αλλά δεν είναι δυνατόν να μετρήσεις εάν δεν υπάρχει και από τις δύο πλευρές αρχή. Ώστε, όσον εξαρτάται από εσένα, δίδεις και στον Πατέρα αρχή, και επομένως δεν είναι ούτε ο Πατήρ άναρχος, κατά τη γνώμη σας. Βλέπεις ότι αυτό που ειπώθηκε από τον Σωτήρα είναι αληθινό και ότι ο λόγος αυτός δείχνει σε όλες τις περιπτώσεις την δύναμή Του; Ποιο, λοιπόν, είναι αυτό; «Ὁ μὴ τιμῶν τὸν Υἱὸν, οὐ τιμᾷ τὸν Πατέρα(:Εκείνος που δεν τιμά τον Υιό, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, που τον απέστειλε στον κόσμο)» [Ιω.5,23].
Και είναι αλήθεια, γνωρίζω πολλούς, στους οποίους είναι ακατάληπτο αυτό που ειπώθηκε, γι’αυτό σε πολλές περιπτώσεις αποφεύγουμε να ανακινήσουμε θέματα συλλογισμών, διότι ούτε να τους παρακολουθήσει μπορεί το πολύ πλήθος, ούτε και αν τους παρακολουθήσει θα αποκομίσει κάτι το βέβαιο και σίγουρο, αφού «Λογισμοὶ γὰρ ἀνθρώπων δειλοὶ, καὶ ἐπισφαλεῖς αἱ ἐπίνοιαι αὐτῶν(: Οι σκέψεις των θνητών είναι ασταθείς και ταλαντευόμενες, και οι επινοήσεις τους αβέβαιες και υποκείμενες σε σφάλματα)» [Σοφ. Σολ.9,14].
Ευχαρίστως, επίσης, θα ανάφερα σε όσους διαφωνούν με εμάς και αυτό, τι σημαίνει αυτό που λέει ο προφήτης: «Ἒμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς, καὶ μετ’ ἐμὲ οὐκ ἔστιν(:Πριν από Εμένα δεν έγινε από κανέναν άλλος θεός, διότι δεν υπήρχε κανείς για να τον κατασκευάσει, και έπειτα από Εμένα δεν πρόκειται να υπάρξει άλλος, διότι θα υπάρχω Εγώ αιωνίως και δεν πρόκειται να αντικατασταθώ ποτέ)»[Ησ.43,10]. Διότι εάν ο Υιός είναι νεότερος του Πατρός, πώς λέγει ότι «μετ’ ἐμὲ οὐκ ἔστιν (:μετά από Εμένα δεν υπάρχει)»; Μήπως απορρίπτετε και την ουσία του Μονογενούς; Διότι κατ’ ανάγκην ή θα αποτολμήσετε αυτό ή θα παραδεχθείτε μία την θεότητα με ιδιαίτερη υπόσταση Πατρός και Υιού. Τότε πώς επαληθεύεται το «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο(:Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού)»; Διότι εάν υπάρχει αιώνας μεγαλύτερος από Αυτόν, πώς συμβαίνει αυτό που είναι πριν από Αυτόν, να έχει γίνει από Αυτόν;
Βλέπετε σε ποιον παραλογισμό τους οδήγησε η λογική άπαξ και διαταράχθηκε η αλήθεια; Γιατί άλλωστε δεν είπε ο ευαγγελιστής ότι έγινε εκ του μηδενός, όπως ομιλεί για όλα ο Παύλος λέγοντας τα εξής: «Ὁ καλέσας τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα(:Ο Θεός όμως, που δίνει ζωή στους νεκρούς, χάρη στην πρόγνωσή Του, αλλά και στην παντοδυναμία Του, με την οποία φέρνει στην ύπαρξη τα ανύπαρκτα, μιλάει και για εκείνα που δεν υπάρχουν στο παρόν, αλλά θα υπάρξουν στο μέλλον, σαν να υπήρχαν)» [Ρωμ.4,17], αλλά λέγει «Ἐν ἀρχῇ ἦν», πράγμα αντίθετο προς εκείνο; Ήταν πολύ φυσικό, αφού ο Θεός ούτε δημιουργείται, ούτε έχει τίποτε μεγαλύτερο από Αυτόν. Αλλά αυτά είναι λόγια των εθνικών.
Πες μου όμως και το εξής: Δεν νομίζεις ότι ο κτίστης υπερέχει ασύγκριτα από τα έργα; Όταν, λοιπόν, σε αυτά είναι όμοιο το «εκ του μηδενός», πού βρίσκεται η ασύγκριτη υπεροχή; Τι σημαίνει δε το «Ἐγὼ πρῶτος, καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα» [Ησ.41,4] και το «Ἒμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεός»; [Ησ. 43,10]. Διότι, εάν ο Υιός δεν είναι της αυτής ουσίας, είναι άλλος Θεός και εάν δεν είναι συναΐδιος, υπάρχει μετά από Αυτόν. Εάν πάλι δεν προήλθε από την ουσία του Θεού, είναι φανερό ότι δημιουργήθηκε. Εάν από την άλλη μεριά ισχυρίζονται, ότι αυτά ελέχθησαν προς αντιδιαστολή από τα είδωλα, γιατί δεν δέχονται, προς αντιδιαστολή από τα είδωλα, να ομολογούν τον μόνον αληθινό Θεό;
Εάν πάλι δεχτούμε ότι αυτό ειπώθηκε προς αντιδιαστολή από τα είδωλα, πώς ερμηνεύεις ολόκληρο το ρητό; Διότι «Μετ’ ἐμὲ γὰρ (:Μετά από Εμένα)», λέγει, «οὐκ ἔστιν ἄλλος Θεός (:δεν υπάρχει άλλος Θεός)»;. Δεν το λέγει αυτό για να αποκλείσει τον Υιό, αλλά ότι «μετά από Εμένα δεν υπάρχει θεός ειδωλολατρικός», και όχι ότι δεν υπάρχει Υιός. «Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αλλά τότε και το ‘’Ἒμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεός’’, πρέπει να το εκλάβεις έτσι, ότι ειδωλολατρικός μεν θεός δεν υπήρξε, υπήρξε, όμως, ο Υιός πριν από Αυτόν;». Ποιος δαίμων θα μπορούσε να το ισχυριστεί αυτό; Διότι νομίζω ότι ούτε ο διάβολος ο ίδιος δεν το λέγει αυτό.
Εξάλλου, εάν δεν είναι συναΐδιος με τον Πατέρα, πώς θα πεις την ζωή Του άπειρη; Διότι εάν έχει αρχή άνωθεν, και αν ακόμη είναι αθάνατος, δεν είναι πάντως άπειρος. Διότι το άπειρο πρέπει να είναι άπειρο και από τις δύο πλευρές. Αυτό άλλωστε δηλώνει και ο Παύλος όταν λέγει ότι «Μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν, μήτε ζωῆς τέλος ἔχων(: ούτε αρχή ημερών, ούτε τέλος ζωής έχει)» [Εβρ.7,3], δείχνοντας με αυτά και το άναρχο και το ατελεύτητο. Διότι, όπως αυτό δεν έχει πέρας, έτσι ούτε εκείνο· ούτε σε αυτό υπάρχει τέλος, ούτε σε εκείνο αρχή.
3. Πώς, επίσης, γίνεται ώστε, ενώ είναι ζωή να υπάρχει χρονικό σημείο, κατά το οποίο να μην υπήρχε; Διότι όλοι παραδέχονται ασφαλώς, ότι η ζωή και πάντοτε υπάρχει και είναι χωρίς αρχή και τέλος, εάν βεβαίως πράγματι είναι ζωή, όπως και είναι. Εάν πάλι υπάρχει χρονικό σημείο κατά το οποίο δεν υπάρχει, πώς θα είναι ζωή των άλλων, αφού η ίδια κάποτε δεν υπήρχε; Πώς λοιπόν, ισχυρίζεται, ο Ιωάννης έθεσε αρχή λέγοντας «Ἐν ἀρχῇ ἦν»; Πρόσεξες το «Ἐν ἀρχῇ» και το «ἦν», πες μου, και δεν εννοείς το «Ὁ Λόγος ἦν»; Τότε τι σημαίνει όταν ο προφήτης λέγει περί του Πατρός «Ἀπὸ τοῦ αἰῶνος, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ (: Από την άναρχη αιωνιότητα και μέχρι την ατελεύτητη αιωνιότητα του μέλλοντος Εσύ υπάρχεις, άναρχος και ατελεύτητος)»; [Ψαλμ.89,2]. Mήπως ομιλεί έτσι, θέτοντας περιορισμούς σε Αυτόν; Οπωσδήποτε όχι· αλλά φανερώνει το αΐδιον. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να εννοήσεις και αυτό εδώ. Διότι δεν το είπε θέτοντας όρια· ούτε άλλωστε είπε ότι είχε αρχή, αλλά «Ἐν ἀρχῇ ἦν». Με το «ἦν » επίσης σου υποδεικνύει ότι πρέπει να εννοήσεις τον Υιό άναρχο.
«Αλλά να», λέει ίσως κάποιος, «ο Πατήρ αναφέρεται με την προσθήκη του άρθρου, ενώ ο Υιός χωρίς αυτήν». Τι σημαίνει, λοιπόν, όταν ο Απόστολος λέγει «Τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» [Τίτ.2,13] και «Ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεός (: ο Οποίος είναι Θεός εξουσιαστής όλων)» [Ρωμ.9,5] όπου αναφέρει τον Υιό χωρίς άρθρο; Αυτό το κάνει και στον Πατέρα. Γράφοντας, λοιπόν, προς τους Φιλιππησίους ομιλεί ως εξής: «Ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων, οὐκ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ(:Ο Ιησούς Χριστός, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και ως απαράλλακτη και ζωντανή εικόνα του Θεού, είχε τη μορφή και τη φύση του Θεού, δεν θεώρησε την ισότητά Του με τον Θεό Πατέρα αποτέλεσμα αρπαγής. Διότι εάν ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, δεν θα τολμούσε να το αποθέσει, από φόβο μήπως το χάσει)» [Φιλ.2,6], και προς τους Ρωμαίους επίσης: «Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἡμῶν, καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ(:Σας εύχομαι, λοιπόν, να είναι μαζί σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεό Πατέρα μας και από τον Κύριο Ιησού Χριστό)» [Ρωμ.1,7].
Άλλωστε ήταν και περιττό να προστεθεί αυτό εδώ, αφού είχε τεθεί κατ’ επανάληψη πιο επάνω στον λόγο. Διότι όπως όταν ομιλεί για τον Πατέρα και λέγει «Πνεῦμα ὁ Θεός» [Ιω. 4,24], δεν αρνούμαστε το ασώματο του Θεού, επειδή δεν προστίθεται στο Πνεύμα το άρθρο, έτσι και εδώ, έστω και αν δεν προστίθεται στον Υιό το άρθρο, δεν είναι εξαιτίας αυτού κατώτερος Θεός ο Υιός.
Ποια σημασία έχει αυτό, επιτέλους; Διότι αναφέροντας Θεό και Θεό δεν μας φανερώνει καμία διαφορά στην θεότητα αυτή, αντιθέτως μάλιστα· επειδή είπε προηγουμένως «Καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος», για να μην νομίσει κανείς ότι η θεότητα του Υιού ήταν κατώτερη, αναφέρει αμέσως και τα χαρακτηριστικά της γνήσιας θεότητας, συμπεριλαμβάνοντας και το αΐδιον, διότι λέγει: «Οὗτος γὰρ ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν(:Στην αρχή της δημιουργίας Αυτός υπήρχε ενωμένος με τον Θεό Πατέρα)», προσθέτοντας και το δημιουργικό· διότι «Πάντα γὰρ δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν, ὃ γέγονεν(:Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)».
Αυτό άλλωστε και ο Πατήρ Του παντού στους προφήτες λέγει ότι αποτελεί χαρακτηριστικό της ουσίας Του. Οι προφήτες μάλιστα επανέρχονται συνέχεια σε αυτό το είδος της αποδείξεως. Και όχι έτσι απλά, αλλά όταν πολεμούν την τιμή των ειδώλων. Διότι λέγει: «Θεοὶ γὰρ, οἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν(:θεοί, οι οποίοι δεν δημιούργησαν και δεν κατασκεύασαν τον ουρανό και τη γη, ας χαθούν από τη γη και γενικά από κάθε τόπο, που βρίσκεται κάτω από αυτόν τον ουρανό)» [Ιερ.10,11] και «Ἐγὼ τῇ χειρί μου ἐξέτεινα τὸν οὐρανόν(:Εγώ με το χέρι μου άπλωσα τον ουρανό)» [Ησ.44,24]. Το αναφέρει δε παντού αυτό για να δείξει ότι είναι δηλωτικό της θεότητος.
Ο ευαγγελιστής αυτός μάλιστα δεν αρκέστηκε σε αυτά μόνο τα λόγια, αλλά Τον ονόμασε και ζωή και φως. Εάν, λοιπόν, ήταν πάντοτε μαζί με τον Πατέρα, εάν όλα τα δημιούργησε Αυτός, εάν όλα Αυτός τα παρήγαγε και τα συνθέτει(διότι αυτό υπαινίσσεται με τη ζωή), εάν όλα τα φωτίζει, ποιος είναι τόσο ανόητος ώστε να ισχυριστεί ότι με όλα αυτά ο ευαγγελιστής επιχείρησε να εισηγηθεί μείωση της θεότητος, ενώ αντιθέτως με αυτά είναι δυνατόν να αποδείξει ότι είναι ίσος και απαράλλακτος; Ας μη συγχέουμε, λοιπόν, την κτίση με τον Κτίστη, για να μην ακούσουμε και εμείς ότι «Ἐσεβάσθησαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα (:απέδωσαν τον σεβασμό της καρδιάς τους και την εξωτερική λατρεία τους στην κτίση, αντί να σέβονται και να λατρεύουν Εκείνον που την δημιούργησε, ο Οποίος είναι σωστό και δίκαιο να ευλογείται και να δοξάζεται στους αιώνας)» [Ρωμ.1,25]. Διότι μολονότι αυτό λέχθηκε για τους ουρανούς, εντούτοις στον περί αυτών λόγο το απαγόρευσε τελείως, το ότι δηλαδή δεν πρέπει να λατρεύουμε την κτίση, επειδή είναι κάτι το ειδωλολατρικό.
4. Ας μη θέσουμε τους εαυτούς μας, λοιπόν, κάτω από αυτή την κατάρα. Γι’αυτό ήλθε ο Υιός του Θεού, για να μας απαλλάξει από αυτή τη λατρεία. Γι’αυτό προσέλαβε μορφή δούλου, για να μας ελευθερώσει από αυτή τη δουλεία. Γι’αυτό υπέστη εμπτυσμούς, γι΄αυτό ραπίστηκε, γι’αυτό υπέμεινε τον επονείδιστο θάνατο. Ας μην κάνουμε όλα αυτά ανωφελή, ας μην επανερχόμαστε πάλι στην προηγούμενη ασέβεια, ή μάλλον σε πολύ χειρότερη. Διότι δεν είναι ίσο το να λατρεύουμε την κτίση και το να υποβιβάζουμε τον Δημιουργό στην ευτέλεια της κτίσεως, όσο, βέβαια, εξαρτάται από εμάς. Διότι Αυτός μένει αμετάβλητος όπως είναι. «Σὺ γὰρ(:Διότι Εσύ)», λέγει, «ὁ αὐτὸς εἶ καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι(:είσαι πάντοτε ο Ίδιος και τα έτη σου θα είναι ατελείωτα)» [Ψαλμ. 81,28].
Ας Τον δοξάζουμε, λοιπόν, όπως διδαχτήκαμε από τους Πατέρες. Ας Τον δοξάζουμε και με την πίστη και με τα έργα. Διότι δεν μας ωφελούν καθόλου στη σωτηρία τα υγιή δόγματα, όταν έχουμε διεφθαρμένη ζωή. Γι’αυτό ας την ρυθμίσουμε όπως αρέσει στον Θεό, απομακρύνοντας τους εαυτούς μας από κάθε αισχρότητα, αδικία και πλεονεξία, ως ξένοι που είμαστε και παρεπίδημοι και άσχετοι με τα όσα υπάρχουν εδώ. Και αν κανείς έχει χρήματα πολλά και κτήματα, ας τα χρησιμοποιεί έτσι, σαν να είναι προσωρινός και πρόκειται ύστερα από λίγο να τα αποχωριστεί είτε το θέλει, είτε όχι.
Και αν κανείς είναι αδικημένος από κάποιον, ας μην οργίζεται αμετάκλητα, ή μάλλον ούτε πρόσκαιρα. Διότι ο Απόστολος δεν μας επιτρέπει να κάνουμε κατάχρηση της οργής περισσότερο από μία ημέρα. «Ὁ ἥλιος γὰρ», λέει, «μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν(:να μη σας προφθάνει η δύση του ήλιου, αλλά να συμφιλιώνεστε προτού έλθει η νύχτα)»[Εφ.4,26]. Και πολύ ορθά· διότι είναι καλό και στο βραχύ αυτό διάστημα να μη γίνει τίποτε το δυσάρεστο. Ενώ εάν μας προλάβει η νύχτα, γίνονται χειρότερα τα όσα συνέβησαν, διότι στη μνήμη μας συγκεντρώνεται πλήθος φωτιάς και κατά τη διάρκεια της σχόλης μας τα εξετάζουμε πιο σκληρά[…].
ΟΜΙΛΙΑ Ε΄
Υπομνηματισμός των εδαφίων «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν»[Ιω.1,3-5]
Ο μεν Μωυσής όταν αρχίζει την ιστορία και την συγγραφή που υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη, μας ομιλεί για τα αισθητά πράγματα και αυτά απαριθμεί δια μακρών. «Ἐν ἀρχῇ γὰρ, (:Στην αρχή)», λέει, «ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν (:δημιούργησε ο απειροτέλειος Θεός εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανό και την γη)»[Γέν.1,1]. Έπειτα προσθέτει ότι δημιουργήθηκε και το φως και δεύτερος ουρανός και η φύση των αστέρων και τα διάφορα γένη των ζώων και όλα τα άλλα, για να μην επιμηκύνουμε τον λόγο αναφέροντας το καθένα χωριστά.
Ο ευαγγελιστής αυτός όμως, αφού τα συντόμευσε όλα, περιέλαβε στον λόγο του και εκείνα και όσα είναι ανώτερα από εκείνα. Πολύ ορθά, αφού και γνωστά ήταν στους ακροατές του και βιαζόταν να φτάσει σε σπουδαιότερο θέμα και παρουσιάζοντας την όλη πραγματεία του, δεν ομιλεί για τα έργα, αλλά για τον Δημιουργό, ο Οποίος παρήγαγε τα πάντα. Ακριβώς γι’αυτό εκείνος μεν[:ο Μωυσής], αν και περιέλαβε το μικρότερο μέρος της κτίσεως -διότι τίποτα δεν μας είπε για τις αόρατες δυνάμεις- ασχολείται με αυτά. Αυτός δε[:ο ευαγγελιστής Ιωάννης], επειδή βιάζεται να ανέβει προς τον Ποιητή, εύλογα τα παρατρέχει όλα, και αυτά και όσα αποσιωπά εκείνος, αφού τα συμπεριέλαβε σε μία σύντομη φράση: «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο (:Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα)».
Και για να μη νομίσεις ότι αναφέρει όλα εκείνα τα οποία έχουν λεχθεί και από τον Μωυσή, προσθέτει ότι «Καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονε(:και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[:Ιω.1,3]. Δηλαδή από τα δημιουργήματα, είτε ορατό είναι κάτι, είτε νοητό, τίποτε δεν παρήχθη χωρίς την δύναμη του Υιού· διότι εμείς δεν τοποθετούμε την τελεία στο «οὐδὲ ἓν», όπως οι αιρετικοί. Εκείνοι, επειδή θέλουν να χαρακτηρίσουν το Άγιο Πνεύμα κτιστό, λένε: « Ὃ γέγονεν, ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν». Έτσι, όμως, γίνεται ακατανόητο αυτό το οποίο λέγεται.
Εν πρώτοις, δεν ήταν καιρός να αναφέρει εδώ το Άγιο Πνεύμα. Αλλά και εάν ήθελε, γιατί το έθεσε με τόση ασάφεια; Διότι από πού γίνεται φανερό ότι αυτό ειπώθηκε για το Άγιο Πνεύμα; Εξάλλου κατά την ίδια λογική μπορούμε να εννοήσουμε ότι όχι το Άγιο Πνεύμα, αλλά ο ίδιος ο Υιός δημιουργείται από τον εαυτό Του. Αλλά σηκωθείτε, για να μη σας διαφύγει αυτό που λέγεται, και ας αναγνώσουμε το χωρίο σύμφωνα με τον δικό τους τρόπο· διότι έτσι θα γίνει σε μας περισσότερο φανερό το άτοπο· δηλαδή «Ὅ γέγονεν, ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν».
Ισχυρίζονται ότι «ζωή» ονομάζεται το Άγιο Πνεύμα. Αλλά η ζωή αυτή χαρακτηρίζεται και φως, αφού προσθέτει: «Καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων(:Και για τους ανθρώπους, που είναι λογικά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευματικό φως, που φωτίζει τον νου τους και τους οδηγεί στην αλήθεια)». Σύμφωνα με αυτούς, λοιπόν, «φῶς τῶν ἀνθρώπων» εδώ ονομάζει το Άγιο Πνεύμα. Επομένως, όταν προσθέτει και λέγει ότι «Ἐγένετο ἄνθρωπος παρὰ τοῦ Θεοῦ ἀπεσταλμένος, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτὸς(:Για να γνωρίσουν, λοιπόν, οι άνθρωποι το φως, εμφανίστηκε κάποιος άνθρωπος απεσταλμένος από τον Θεό)»[Ιω. 1,6], οπωσδήποτε ισχυρίζονται ότι ειπώθηκε περί του Αγίου Πνεύματος και αυτό. Εκείνον όμως που πιο πάνω ονόμασε Λόγο, Αυτόν παρακάτω τον ονομάζει και Θεό και ζωή και φως· διότι λέγει ότι ο Λόγος αυτός ήταν ζωή και η ζωή αυτή ήταν φως.
Εάν, λοιπόν, ο Λόγος είναι η ζωή, αυτός δε ο Λόγος και η ζωή έγινε άνθρωπος, η ζωή έγινε άνθρωπος, δηλαδή ο Λόγος, και αυτής την δόξα είδαμε, ως Μονογενούς από τον Πατέρα. Εάν, λοιπόν, λένε ότι ζωή εδώ ονομάστηκε το Άγιο Πνεύμα, κοίταξε πόσα άτοπα θα ακολουθήσουν. Διότι τότε Αυτό θα είναι που σαρκώθηκε και όχι ο Υιός και θα είναι Μονογενής Υιός το Άγιο Πνεύμα.
Εάν, όμως, δεν δέχονται αυτό, αποφεύγοντας αυτό, περιπίπτουν σε άλλο πάλι μεγαλύτερο ατόπημα διαβάζοντας με αυτόν τον τρόπο το χωρίο. Διότι εάν ομολογήσουν ότι περί του Υιού έχει λεχθεί, τότε δέχονται ότι ο Υιός δημιουργήθηκε από τον εαυτό Του. Εάν δε η ζωή είναι ο Λόγος, εκείνο δε το οποίο έγινε ήταν μέσα Του η ζωή, Αυτός μέσα στον Εαυτό Του και δια του εαυτού Του έγινε σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή.
Έπειτα ο ευαγγελιστής, αφού είπε μερικά ενδιάμεσα, πρόσθεσε: «Καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς Μονογενοῦς παρὰ Πατρός (:Κι εμείς χορτάσαμε να βλέπουμε με τα μάτια μας την υπέρλαμπρη και θεοπρεπή δόξα Του, η οποία φανερωνόταν με τα θαύματά Του και τη διδασκαλία Του και τη λαμπρότητα της αναμάρτητης και ολοκληρωτικά αγίας ζωής Του. Ήταν δόξα που δεν πήρε ως χάρισμα και δωρεά, όπως την παίρνουν τα λογικά δημιουργήματα, αλλά την είχε φυσική από τον Πατέρα Του, ως Υιός μονάκριβος που ήταν˙ Υιός γεμάτος χάρη, με την οποία τότε θαυματουργούσε και τώρα μας αναγεννά, και γεμάτος αλήθεια, με την οποία μας φωτίζει και μας διδάσκει)»[Ιω.1,14]. Να λοιπόν, που και Μονογενής Υιός γίνεται, σύμφωνα με την ανάγνωση εκείνων που ισχυρίζονται αυτά, το Άγιο Πνεύμα. Διότι σε αυτό αναφέρεται όλη αυτού η διήγηση. Βλέπετε πού φθάνει ο λόγος, όταν εκτραπεί από την αλήθεια και πόσα άτοπα γεννά;
«Τι, λοιπόν, δεν είναι», λέγει ίσως κάποιος, «το Άγιο Πνεύμα φως»; Είναι βεβαίως φως, αλλά εδώ δεν γίνεται λόγος περί αυτού. Διότι και ο Θεός λέγεται Πνεύμα, δηλαδή ασώματος, αλλά όμως όπου αναφέρεται το Πνεύμα, δεν δηλώνεται οπωσδήποτε ο Θεός. Και γιατί απορείς εάν το λέμε αυτό για τον Πατέρα; Διότι ούτε και για τον Παράκλητο θα το λέγαμε αυτό, ότι δηλαδή όπου αναφέρεται το Πνεύμα δηλώνεται οπωσδήποτε ο Παράκλητος, αν και αυτό είναι το κατεξοχήν χαρακτηριστικό Του όνομα. Πάντως, όπου αναφέρεται η λέξη «Πνεύμα», δεν νοείται ο Παράκλητος. Διότι και ο Χριστός λέγεται «Θεού δύναμις και Θεού σοφία», αλλά όπου αναφέρεται η δύναμη και η σοφία του Θεού, δεν νοείται οπωσδήποτε ο Χριστός. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Μολονότι φωτίζει και το Πνεύμα, όμως τώρα δεν ομιλεί περί Αυτού ο ευαγγελιστής.
Αλλά και όταν τους αποκλείσουμε από αυτά τα άτοπα, αυτοί πάλι, επιδιώκοντας παντού να στραφούν κατά της αλήθειας, ισχυρίζονται ότι επιμένουν ακόμη στην ανάγνωση αυτή· «Ὅ γέγονεν, ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν», δηλαδή «ό,τι δημιουργήθηκε, ήταν ζωή». Ώστε λοιπόν και τα πάθη των Σοδομιτών και ο κατακλυσμός και η γέεννα και μύρια άλλα παρόμοια; «Αλλά ο λόγος σε μας είναι περί της δημιουργίας», απαντούν ενδεχομένως. Και εκείνα όμως είναι έργα της δημιουργίας. Αλλά για να ελέγξουμε εκ των πραγμάτων τον λόγο τους, τους ρωτάμε: «Το ξύλο», πες μου, «είναι ζωή; Και ο λίθος είναι ζωή, αυτά τα άψυχα και ακίνητα; Και ο άνθρωπος ολόκληρος είναι ζωή; Και ποιος θα μπορούσε να το ισχυριστεί αυτό; Διότι ο άνθρωπος δεν είναι αυτοζωή, αλλά δεκτικός ζωής».
2. Κοίταξε πάλι και εδώ το άτοπο· καθόσον θα συνεχίσουμε και εδώ τον λόγο σύμφωνα με τον ίδιο συλλογισμό, για να μάθουμε τη μωρία τους και από αυτά, διότι δυστυχώς δεν λέγουν τίποτε από όσα αρμόζουν στο Άγιο Πνεύμα. Διότι αφού εκπέσουν από εκεί, αποδίδουν στους ανθρώπους εκείνα τα οποία δικαιωματικά νομίζουν ότι λέγονται περί του Πνεύματος. Αλλά ας εξετάσουμε και από την άποψη αυτήν την ανάγνωση που προτείνουν.
«Ζωή» τώρα λέγεται η κτίση. Επομένως η ίδια είναι και φως και άρα περί αυτής ήλθε να μαρτυρήσει ο Ιωάννης [ο Πρόδρομος]. Αλλά γιατί δεν είναι και αυτός φως; «Οὐκ ἦν γὰρ ἐκεῖνος τὸ φῶς (:Δεν ήταν εκείνος το φως)», λέγει· μολονότι και ο ίδιος[ο Ιωάννης ο Πρόδρομος] ανήκε στην κτίση. Πώς, λοιπόν, δεν ήταν εκείνος φως;
Πώς δε «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο (:Ήταν από την αρχή στον κόσμο, προνοούσε και κυβερνούσε τον κόσμο. Και όλα τα ορατά και αόρατα κτίσματα απ’ τα οποία αποτελείται ο επίγειος κι ο ουράνιος κόσμος, διαμέσου αυτού έγιναν)»;[Ιω.1,10]. Η κτίση βρισκόταν μέσα στην κτίση και η κτίση δημιουργήθηκε δια της κτίσεως; Και πώς «ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω(:όταν Αυτός σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος, ο διεφθαρμένος κόσμος των ανθρώπων που ήταν προσκολλημένος στα γήινα δεν τον αναγνώρισε ως δημιουργό του)»; Η κτίση δεν ανεγνώρισε την κτίση; «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτὸν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι(:Όσοι όμως Τον δέχθηκαν και Τον εγκολπώθηκαν ως Σωτήρα τους, και πίστεψαν ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος για να σώσει τους ανθρώπους, τους έδωσε το δικαίωμα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού)» [Ιω.1,12].
Αλλά είναι αρκετή πια η ενασχόλησή μας με αυτές τις γελοίες παραποιήσεις της αλήθειας από τους αιρετικούς. Αφήνω δε σε σας να ερευνήσετε περαιτέρω την τερατολογία των λόγων τους, για να μη δώσουμε την εντύπωση ότι αυτό επιδιώκουμε εμείς, απλά να τους γελοιοποιήσουμε, και δαπανήσουμε άσκοπα τον χρόνο. Διότι εάν ούτε περί του Αγίου Πνεύματος λέγονται αυτά – όπως πράγματι δεν λέγονται, καθώς αποδείχτηκε– ούτε περί της κτίσεως, εξακολουθούν όμως ακόμη να επιμένουν σε αυτή την ανάγνωση, τότε εξάγεται το πιο άτοπο εκείνο συμπέρασμα, το οποίο προηγουμένως είπαμε, ότι ο Υιός δημιουργήθηκε δια του εαυτού Του! Διότι, εάν το φως το αληθινό είναι ο Υιός, το δε φως ήταν ζωή, η δε ζωή έγινε εντός Αυτού, αυτό εξάγεται απαραιτήτως σύμφωνα με την δική τους ανάγνωση. Γι’αυτό, αφού αφήσουμε αυτήν, ας έλθουμε στην παραδεδεγμένη ανάγνωση και αφήγηση.
Ποια, λοιπόν, είναι αυτή; Το να σταματήσουμε[με τελεία] τον λόγο μέχρι του «ὃ γέγονεν». Έπειτα να αρχίσουμε από την εξής φράση η οποία λέγει: «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν». Διότι αυτό το οποίο λέγει, αυτό και είναι «Χωρὶς αὐτοῦ γέγονεν οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν(:και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3]. «Οτιδήποτε από τα κτιστά δημιουργήθηκε», λέγει, «δεν δημιουργήθηκε χωρίς Αυτόν». Βλέπεις ότι με τη σύντομη αυτή προσθήκη, προλαμβάνει όλα τα άτοπα που υπεισέρχονται; Διότι με το να αναφέρει ότι «Χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν» και να προσθέσει «ὃ γέγονε» και όλα τα νοητά τα συμπεριέλαβε και το Άγιο Πνεύμα το εξαίρεσε.
Διότι, επειδή είπε ότι «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν», για να μην πει κανείς: «Επομένως, εάν όλα έγιναν δι’ Αυτού, έγινε και το Πνεύμα, γι’αυτό χρειάστηκε την προσθήκη αυτήν». «Διότι εγώ», λέγει[ο ευαγγελιστής], «ό,τι είναι κτιστό, αυτό είπα ότι δημιουργήθηκε δι’ Αυτού, είτε είναι αόρατο, είτε είναι ασώματο, είτε βρίσκεται στους ουρανούς. Γι’αυτό δεν είπα γενικώς όλα, αλλά ό,τι έγινε, δηλαδή τα κτιστά». Ενώ το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτιστό.
Βλέπεις διδασκαλία ακριβόλογη; Έκανε μια υπόμνηση της δημιουργίας των αισθητών· διότι εφόσον πρόλαβε[νωρίτερα] ο Μωυσής αυτά μας δίδαξε· έπειτα, αφού προοδεύσαμε από εκεί, μας οδήγησε προς τα υψηλότερα, τα ασώματα εννοώ και τα αόρατα, και εξαίρεσε από την κτίση ολόκληρη το Πνεύμα το Άγιο. Έτσι και ο Παύλος εμπνεόμενος από την χάρη αυτήν έλεγε: «Ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα (:Γεννήθηκε πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος· διότι διαμέσου Αυτού δημιουργήθηκαν όλα, όσα δηλαδή υπάρχουν στους ουρανούς και όσα είναι πάνω στη γη˙ εκείνα που φαίνονται με τα σωματικά μας μάτια κι εκείνα που δεν φαίνονται και είναι αόρατα)» [Κολ.1,16]. Κοίταξε πάλι και εδώ την ίδια ακρίβεια· διότι το ίδιο Πνεύμα κινούσε και αυτήν την ψυχή. Για να μην εξαιρέσει κανείς τίποτε το κτιστό από την δημιουργία του Θεού, επειδή αυτά είναι αόρατα, ούτε να αναμίξει με αυτά τον Παράκλητο, αφού αντιπαρήλθε και αυτός τα αισθητά και σε όλους γνωστά, απαριθμεί όσα υπάρχουν στους ουρανούς, λέγοντας: «Εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἀρχαὶ, εἴτε ἐξουσίαι(:είτε τα αόρατα αυτά είναι οι Θρόνοι, είτε οι Κυριότητες, είτε οι Αρχές, είτε οι Εξουσίες. Όλα γενικώς τα ουράνια τάγματα των αγγέλων διαμέσου Αυτού και γι’ Αυτόν έχουν δημιουργηθεί. Απ’ Αυτόν πήραν την ύπαρξη και μέσω Αυτού θα τελειοποιηθούν)» [Κολ.1,16]. Διότι το «εἴτε» βρισκόμενο σε κάθε ένα, δεν μας φανερώνει τίποτε άλλο παρά αυτό, το «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν, ὃ γέγονεν».
Εάν πάλι νομίζεις ότι η πρόθεση «διά» είναι δηλωτική μειώσεως, άκουσε τον ίδιο[τον Παύλο] ο οποίος λέγει: «Σὺ καταρχὰς, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσὶν οἱ οὐρανοί(:Εσύ, Κύριε, στην αρχή της δημιουργίας στήριξες τη γη και την εδραίωσες μέσα στο ουράνιο στερέωμα, και έργα των χειρών Σου είναι οι ουρανοί)» [Ψαλμ. 101,26 και Εβρ.1,12]. Αυτό το οποίο λέγεται για τον Πατέρα ως Δημιουργό, αυτό λέγει και για τον Υιό και δεν θα το έλεγε παρά μόνο εφόσον πρόκειται περί Δημιουργού και όχι εάν είχε την δόξα, υπηρετώντας σε κάποιον. Εάν δε εδώ λέγεται το «δι’ αὐτοῦ», για κανένα άλλο λόγο δεν τίθεται, παρά μόνο για να μην υποψιαστεί κανείς τον Υιό αγέννητο. Ότι δε ως προς το αξίωμα της δημιουργίας δεν έχει τίποτε το υποδεέστερο από τον Πατέρα, άκουσε Αυτόν ο Οποίος λέγει: «Ὥσπερ ὁ Πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ· οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ (:Όπως ακριβώς ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή την μεταδίδει σ’ όποιον θέλει και σ’ όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)» [Ιω.5,21].
Εάν μεν λοιπόν και στην Παλαιά Διαθήκη το «Κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας (:στην αρχή της δημιουργίας, Συ, Κύριε, θεμελίωσες την γη)»[Ψαλμ.101,26] ελέχθη για τον Υιό, είναι σαφές το αξίωμα της δημιουργίας. Εάν πάλι ισχυρίζεσαι ότι για τον Πατέρα το είπε αυτό ο προφήτης, και ότι ο Παύλος απένειμε στον Υιό αυτό που ελέχθη για Εκείνον, πάλι το ίδιο είναι. Διότι ο Παύλος δεν θα νομοθετούσε ότι αρμόζει αυτό και στον Υιό, εάν δεν πίστευε ακράδαντα ότι ως προς την αξία ήσαν ομότιμα πρόσωπα. Ήταν άλλωστε πολύ μεγάλη τόλμη, όσα ανήκουν στην ασύγκριτη φύση, να τα αποδώσει στην κατώτερη και υποδεέστερη εκείνης.
3. Αλλά ούτε κατώτερος είναι, ούτε υπολείπεται της ουσίας του Πατρός ο Υιός. Γι’αυτό όχι μόνο αυτά τόλμησε να πει περί Αυτού ο Παύλος, αλλά και άλλα παρόμοια. Διότι την προθετική φράση «ἐξ οὗ», την οποία θεωρείς σαν κάποιο προσόν ισάξιο του Πατρός μόνο, την χρησιμοποιεί και για τον Υιό, λέγοντας: «Ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα διὰ τῶν ἀφῶν καὶ συνδέσμων ἐπιχορηγούμενον καὶ συμβιβαζόμενον αὔξει εἰς τὴν αὔξησιν τοῦ Θεοῦ(:Από αυτόν (τον Χριστό) απευθείας και χωρίς να παρεμβάλλονται οι άγγελοι, ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας τρέφεται και ειρηνεύει και ενώνεται αρμονικά και λαμβάνει την αύξηση που ενεργεί ο Θεός. Και όλα τα μέλη της Εκκλησίας συνδέονται μεταξύ τους και εξαρτώνται το ένα από το άλλο σαν να έχουν αρθρώσεις και νεύρα, τένοντες και μυώνες)» [Κολ.2,19].
Και δεν αρκείται σε αυτό μόνο, αλλά και από αλλού σας φράσσει τα στόματα, αποδίδοντας στον Πατέρα το «δι’ οὗ» αυτό, το οποίο εκλαμβάνεις ως μειωτικό. «Πιστὸς γὰρ(:Διότι είναι αξιόπιστος)», λέγει, «ὁ Θεὸς, δι’ οὗ ἐκλήθητε εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ(:ο Θεός, από τον Οποίο κληθήκατε να γίνετε συμμέτοχοι της ένδοξης ζωής του Υιού του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, είναι αξιόπιστος και τηρεί όλες Του τις υποσχέσεις. Και γι’ αυτό οφείλει κι ο καθένας μας να βασίζεται σ’ Αυτόν χωρίς δισταγμό)» [Α΄Κορ.1,9]. Και πάλι: «∆ιὰ τοῦ θελήματος αὐτοῦ (:σύμφωνα με το θέλημά Του)» [Εφ.1,1]. Και αλλού: «Ὅτι ἐξ αὐτοῦ, καὶ δι’ αὐτοῦ, καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα(:Διότι απ’ Αυτόν δημιουργήθηκαν όλα, και με την πανσοφία Του κυβερνώνται και στη δόξα Του αποβλέπουν όλα τα δημιουργήματά Του, κι αυτήν έχουν ως ύψιστο σκοπό τους)» [Ρωμ.11,36].
Ώστε όχι μόνο στον Υιό αποδίδεται το «ἐξ οὗ», αλλά και στο Άγιο Πνεύμα· καθόσον ο άγγελος έλεγε στον Ιωσήφ: «Μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν, ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου(:Μη διστάσεις και μη φοβηθείς να παραλάβεις στο σπίτι σου την Μαρία, τη μνηστή σου· διότι το παιδί που συνέλαβε μέσα της προέρχεται από τη δημιουργική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος)» [Ματθ.1,20]. Καθώς επίσης και το «ἐν ᾧ», ενώ ανήκει στο Άγιο Πνεύμα, δεν απαξιώνει ο προφήτης να το αποδώσει και στον Θεό, λέγοντας τα εξής: «Ἐν τῷ Θεῷ ποιήσομεν δύναμιν(:Με τη βοήθεια του Θεού θα δράσουμε με δύναμη και θα ανδραγαθήσουμε)»[Ψαλμ.59,14]. Και ο Παύλος λέγει: «∆εόμενος εἴ πως ἤδη ποτὲ εὐοδωθήσομαι ἐν τῷ θελήματι τοῦ Θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς(:παρακαλώντας πάντοτε τον Θεό στις προσευχές μου, εάν είναι δυνατόν, έστω και τόσο αργά τώρα να καταξιωθώ με το θέλημά Του να ταξιδέψω με το καλό και να έλθω κοντά σας)» [Ρωμ.1,10]. Αλλά και στον Χριστό επίσης το χρησιμοποιεί αυτό λέγοντας: «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[πχ. Κολ.1,4: «ἀκούσαντες τὴν πίστιν ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην τὴν εἰς πάντας τοὺς ἁγίους(:διότι πληροφορηθήκαμε την πίστη σας που σας ενώνει με τον Ιησού Χριστό, καθώς και την ευεργετική αγάπη που έχετε προς όλους τους πιστούς)»]. Και γενικά πολλές φορές και συνεχώς θα μπορούσαμε να βρούμε τις λέξεις αυτές να εναλλάσσονται. Αυτό όμως δεν θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε παντού η ίδια ουσία.
Και για να μην υποψιαστείς ότι το «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο» λέγεται τώρα για τα θαύματα –καθόσον περί αυτών μίλησαν οι άλλοι ευαγγελιστές-, προσθέτει μετά από αυτά και τα εξής: «Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο(:Ήταν από την αρχή στον κόσμο, προνοούσε και κυβερνούσε τον κόσμο. Και όλα τα ορατά και αόρατα κτίσματα απ’ τα οποία αποτελείται ο επίγειος και ο ουράνιος κόσμος, διαμέσου Αυτού έγιναν)»[Ιω.1,10], όχι όμως και το Άγιο Πνεύμα· Αυτό εξάλλου δεν ήταν από τα κτιστά, αλλά υπεράνω όλης της κτίσεως.
Αλλά ας συνεχίσουμε παρακάτω. Αφού ο Ιωάννης μίλησε για τη δημιουργία, δηλαδή ότι «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν», κάνει λόγο και περί της Προνοίας, λέγοντας ότι «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν(:Είχε μέσα Του τη ζωή, και Αυτός, ως πηγή της ζωής που είναι, δημιούργησε και συντηρεί κάθε ζωή)»[Ιω.1,4]. Διότι, για να μην αμφισβητήσει κανείς πως δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού αυτά τα τόσο μεγάλα και τόσο σπουδαία, πρόσθεσε ότι «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν». Όπως λοιπόν, από την πηγή η οποία αναβλύζει θάλασσες, όσο νερό και αν αντλήσεις δεν την ελαττώνεις, έτσι και στην ενέργεια του Μονογενούς, όσα και αν παραδεχθείς ότι έγιναν και παρήχθησαν δι’ αυτής, αυτή δεν ελαττώθηκε καθόλου. Μάλλον δε, για να χρησιμοποιήσω πιο γνωστό παράδειγμα, θα πω για το φως, το οποίο και ο ευαγγελιστής επίσης πρόσθεσε αμέσως λέγοντας: «Καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς (:Και η ζωή ήταν το φως)»[Ιω.1,4]. Όπως λοιπόν το φως όσες μυριάδες και αν φωτίσει, δεν χάνει καθόλου την λάμψη του, έτσι και ο Θεός και πριν να εργαστεί και μετά τη Δημιουργία, παραμένει καθ’ όμοιον τρόπο ανελλιπής, χωρίς να ελαττώνεται καθόλου, ούτε να ατονεί από τη μεγάλη Δημιουργία. Αλλά και αν χρειαστεί να γίνουν μύριοι κόσμοι τέτοιοι, ακόμη και άπειροι, παραμένει ο Ίδιος και επαρκεί σε όλους, όχι μόνο για να τους παραγάγει, αλλά και να τους διατηρήσει μετά την Δημιουργία. Διότι το όνομα της ζωής εδώ δεν είναι δηλωτικό μόνο της Δημιουργίας, αλλά και της Προνοίας για την συντήρηση.
Αλλά μας προαναφέρει και τον λόγο της αναστάσεως και αρχίζει τα θαυμάσια αυτά χαρμόσυνα μηνύματα. Διότι αφού η ζωή ήλθε σε εμάς, καταργήθηκε η δύναμη του θανάτου και αφού έλαμψε το φως σε εμάς, δεν υπάρχει πλέον το σκοτάδι, αλλά μένει διαπαντός μέσα μας η ζωή και ο θάνατος δεν μπορεί να την καταβάλει. Ώστε εκείνο που ελέχθη για τον Πατέρα θα μπορούσε να λεχθεί και στην περίπτωση αυτήν, ότι «ἐν αὐτῷ ζῶμεν, καὶ κινούμεθα, καὶ ἐσμέν (:Είναι πολύ κοντά μας, διότι μέσα σε Αυτόν και μέσα στη δική Του πνευματική παρουσία ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε)» [Πρ.17,28]. Αυτό το δήλωσε και ο Παύλος όταν έλεγε: «Ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε (:Γεννήθηκε πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος· διότι διαμέσου Αυτού δημιουργήθηκαν τα πάντα και Αυτός υπάρχει πριν απ’ όλα, και όλα από Αυτόν συγκρατούνται και διατηρούνται στην ύπαρξη και κυβερνώνται)» [Κολ.1,16-17].
Και όταν ακούς ότι «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν» μην το εκλαμβάνεις ως περίπλοκο, διότι καθώς προχωρεί, ομιλεί και για τον Πατέρα: «Ὥσπερ ὁ Πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ Υἱῷ ζωὴν ἔχειν(:Όπως ο Πατήρ έχει μέσα Του ζωή και είναι ο Ίδιος ζωή από μόνος Του, έτσι έδωσε και στον ενανθρωπήσαντα Υιό Του να έχει μέσα Του ζωή και να τη μεταδίδει και στους άλλους)»[Ιω.5,26]. Όπως, όμως, δεν θα μπορούσες να πεις εξαιτίας αυτού ότι ο Πατήρ είναι σύνθετος, έτσι ούτε και ο Υιός. Διότι και αλλού λέγει ότι «Φῶς ἐστιν ὁ Θεός(:ο Θεός είναι φως που ακτινοβολεί αγιότητα και αλήθεια)»[Α΄Ιω.1,5] και πάλι ότι «Φῶς οἰκεῖ ἀπρόσιτον(:κατοικεί σε φως το οποίο κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει)» [Α΄Τιμ.6,16]. Όλα αυτά δε λέγονται όχι για να υποθέσουμε σύνθεση, αλλά για να ανεβούμε σιγά σιγά στο ύψος των δογμάτων.
Διότι επειδή κάποιος από τους πολλούς δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί πως η ζωή Του είναι ενυπόστατη, ανέφερε στην αρχή εκείνο το υποδεέστερο και αφού διδαχτήκαμε εκείνο, μας οδηγεί προς τα υψηλότερα. Διότι εκείνος που είπε ότι «ἒδωκεν αὐτῷ ζωὴν ἔχειν»[Ιω.5,26], αυτός πάλι λέγει «Ἐγώ εἰμι ἡ ζωή(:Εγώ είμαι η πραγματική και πηγαία ζωή και ο χορηγός της αιώνιας ζωής για όλους τους πιστούς)» [Ιω.14,6] και «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς» [Ιω.8,12]. Και τι είδους είναι, πες μου, αυτό το φως; Δεν είναι αισθητό, αλλά νοητό, το οποίο φωτίζει την ίδια την ψυχή. Διότι επειδή πρόκειται να πει ο Χριστός ότι «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ Πατὴρ ἑλκύσῃ αὐτὸν(:Κανείς δεν μπορεί να έλθει σε Εμένα πιστεύοντας στη θεϊκή μου προέλευση και αποστολή, εάν ο Πατέρας μου, που με έστειλε στον κόσμο, δεν μεταβάλει την ψυχή του και δεν τον ελκύσει με τη θεϊκή του δύναμη)» [Ιω.6,44], γι’αυτό προλαμβάνει εδώ ο ευαγγελιστής και λέγει ότι Αυτός είναι Εκείνος που φωτίζει, με τρόπο ώστε και όταν ακούσεις κάτι τέτοιο για τον Πατέρα, να μην νομίσεις ότι αυτό ανήκει μόνο στον Πατέρα, αλλά και στον Υιό. Διότι «Πάντα γὰρ, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ μου(:Όλα δε όσα έχει ο Πατέρας μου)», λέγει, «ἐμά ἐστι(:είναι δικά μου)» [Ιω.16,15].
Κατά πρώτον, λοιπόν, μας δίδαξε περί της δημιουργίας. Έπειτα αναφέρει και τα αγαθά της ψυχής, τα οποία μας χάρισε όταν ήλθε, αυτό δε το υπαινίχτηκε ο ευαγγελιστής με μία φράση, λέγοντας: «Καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων(:Και για τους ανθρώπους, που είναι λογικά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευματικό φως, που φωτίζει τον νου τους και τους οδηγεί στην αλήθεια)»[Ιω.1,4], αλλά γενικά των ανθρώπων. Διότι δεν προσήλθαν προς την γνώση μόνο οι Ιουδαίοι, αλλά και οι Έλληνες και το φως αυτό ήταν κοινό σε όλους. Γιατί, όμως, δεν πρόσθεσε και τους αγγέλους, αλλά είπε μόνο «τῶν ἀνθρώπων»; Διότι τώρα αυτός περί της φύσεως αυτής κάνει λόγο και χάριν αυτών ήλθε να διακηρύξει τα αγαθά.
«Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει(:Το φως βέβαια σκορπίζει τη λάμψη του και ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι σκοτισμένοι από την αμαρτία και την πλάνη, για να τους φωτίσει κι αυτούς)»[Ιω.1,5]. «Σκότος» ονομάζει τον θάνατο και την πλάνη. Διότι το αισθητό αυτό φως δεν φέγγει στο σκότος, αλλά χωρίς εκείνο. Ενώ το κήρυγμα έλαμψε μέσα στην πλάνη η οποία κυριαρχούσε και εκείνην εξαφάνισε. Και στον θάνατο όταν ήλθε ο Ίδιος, τόσο κυριάρχησε σε αυτόν, ώστε να ανεβάσει και εκείνους που ήδη κατέχονταν από πριν. Επειδή, λοιπόν, ούτε ο θάνατος κυριάρχησε, ούτε η πλάνη, αλλά είναι λαμπερό παντού και φωτίζει με την δική του δύναμη, για τον λόγο αυτόν λέγει: «Καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβε(:Αλλά οι σκοτισμένοι αυτοί άνθρωποι δεν το αντιλήφθηκαν και δεν το εγκολπώθηκαν, αλλά και δεν μπόρεσαν να το εξουδετερώσουν και να το κατανικήσουν)»[Ιω.1,5]. Διότι είναι ακαταγώνιστο, χωρίς να υπεισέρχεται στις ψυχές οι οποίες δεν θέλουν να φωτισθούν.
4. Εάν πάλι δεν κυρίευσε όλους, αυτό να μη σε θορυβεί. Διότι ο Θεός δεν μας προσελκύει με εξαναγκασμό και βία, αλλά με την θέληση και την προαίρεση. Μην κλείσεις, λοιπόν, τις θύρες στο Φως αυτό και θα απολαύσεις μεγάλη ευχαρίστηση. Έρχεται δε το Φως αυτό με την πίστη και όταν έλθει, φωτίζει με πολλή αφθονία αυτόν που το υποδέχεται. Και εάν του προσφέρεις βίο καθαρό, μένει διαρκώς και κατοικεί μέσα σου: «Ὁ γὰρ ἀγαπῶν με(:Όποιος δηλαδή με αγαπά)», λέγει, «τὰς ἐντολάς μου τηρήσει, καὶ ἐλευσόμεθα ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ πρὸς αὐτὸν φησὶ, καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιησόμεθα(:θα φυλάξει τον λόγο μου, και ο Πατήρ θα τον αγαπήσει, και θα έλθουμε σε αυτόν Εγώ και ο Πατέρας μου και θα κατοικήσουμε μόνιμα μέσα του μεταβάλλοντας την καρδιά του σε έμψυχο και ζωντανό ναό μας)»[Ιω.14,23].
Όπως, λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να απολαύσεις την ακτίνα του ηλίου όπως πρέπει χωρίς να ανοίξεις καλά τους οφθαλμούς, έτσι ούτε να συμμετάσχεις σε αυτήν την λαμπρότητα με αφθονία είναι δυνατόν, χωρίς να ανοίξεις καλά τον οφθαλμό της ψυχής και να το κάνεις να βλέπει με οξυδέρκεια παντού. Πώς γίνεται αυτό; Όταν καθαρίσουμε την ψυχή από όλα τα πάθη. Διότι η αμαρτία είναι σκότος και σκότος βαθύ. Αυτό δε είναι φανερό από το ότι ενεργεί χωρίς συνείδηση και απαρατήρητα, αφού «Πᾶς γὰρ ὁ τὰ φαῦλα πράσσων, μισεῖ τὸ φῶς, καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ(:Διότι καθένας που επιμένει να κάνει έργα πονηρά και κακά, δεν αδιαφορεί απλώς, αλλά αποστρέφεται το φως. Και δεν έρχεται στο φως, για να μη γίνεται φανερή η ασχήμια και η ανηθικότητα των έργων του και προκληθεί έτσι η αποδοκιμασία του και η εξέγερση της συνειδήσεώς του)» [Ιω.3,20] και «Τὰ κρυφῇ γινόμενα, αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν (:Τα έργα που κάνουν κρυφά οι απείθαρχοι άνθρωποι είναι τόσο αισχρά, ώστε και μόνο το να μιλά κανείς γι’ αυτά φέρνει ντροπή)» [Εφ.5,12].
Όπως, λοιπόν, στο σκότος ούτε τον φίλο ούτε τον εχθρό γνωρίζει κανένας, αλλά αγνοεί όλες τις φύσεις των πραγμάτων, έτσι συμβαίνει και με την αμαρτία. Άλλωστε εκείνος που θέλει να γίνει πλεονέκτης, δεν διακρίνει τον φίλο από τον πολέμιο, ο συκοφάντης και τον πιο φίλο του τον βλέπει ως εχθρό, ο δε επίβουλος γίνεται εχθρός καθ’ όμοιο τρόπο με όλους, και γενικά καθένας που κάνει αμαρτία, δεν διαφέρει καθόλου από αυτούς που μεθύουν και μαίνονται, διότι δεν έχει επίγνωση της φύσεως των πραγμάτων. Και όπως κατά την νύκτα και το ξύλο και τον μόλυβδο και τον σίδηρο και τον άργυρο και τον χρυσό και τον πολύτιμο λίθο, όλα τα βλέπουμε ίδια, εφόσον δεν υπάρχει το φως που κάνει να τα διακρίνουμε, έτσι και αυτός που έχει ακάθαρτο βίο, δεν γνωρίζει το χάρισμα της σωφροσύνης, ούτε της εγκαρτερήσεως την ωραιότητα. Διότι στο σκότος, όπως είπα προηγουμένως, και πολύτιμοι λίθοι αν υπάρχουν, δεν φανερώνουν την ομορφιά τους, όχι εξαιτίας της φύσεώς τους, αλλά από την άγνοια αυτών που τους βλέπουν.
Και δεν συμβαίνει μόνο αυτό το κακό σε μας οι οποίοι βρισκόμαστε σε αμαρτίες, αλλά ζούμε και με διαρκή φόβο. Και όπως τρέμουν εκείνοι που βαδίζουν μέσα σε νύκτα ασέληνο, έστω και αν δεν υπάρχει κανείς που να τους φοβίζει, έτσι και αυτοί που κάνουν την αμαρτία, δεν μπορούν να αναθαρρήσουν, έστω και αν δεν υπάρχει κανείς που να τους ελέγχει. Αντίθετα φοβούνται τα πάντα και τα υποπτεύονται τυπτόμενοι από τη συνείδησή τους και όλα γι’ αυτούς είναι γεμάτα φόβο και αγωνία, όλα τα εξετάζουν με αγωνία, όλα τα φοβούνται.
Ας αποφύγουμε, λοιπόν, την τόσο οδυνηρή ζωή. Διότι μετά την οδύνη αυτή ακολουθεί θάνατος, θάνατος αιώνιος. Διότι της εκεί τιμωρίας δεν υπάρχει τέλος. Αλλά και εδώ δεν διαφέρουν καθόλου από τους μεθυσμένους εκείνοι που ποθούν διακαώς πράγματα που δεν υπάρχουν. Διότι νομίζουν ότι πλουτίζουν ενώ δεν πλουτίζουν και νομίζουν ότι ευχαριστιούνται ενώ δεν ευχαριστιούνται και δεν αντιλαμβάνονται την πλάνη τους αυτήν όπως πρέπει, μέχρις ότου απαλλαγούν από την πλάνη, μέχρις ότου αποτινάξουν τον ύπνο.
Γι’αυτό ο Παύλος παραγγέλλει να είμαστε νηφάλιοι και άγρυπνοι όλοι, και ο Χριστός τα ίδια επίσης. Ο νηφάλιος και άγρυπνος, και εάν ακόμη κυριευθεί από την αμαρτία, γρήγορα την αποκρούει. Ενώ ο κοιμισμένος και έξαλλος δεν αντιλαμβάνεται ότι κυριαρχείται από αυτήν.
Ας μην κοιμόμαστε λοιπόν· διότι δεν είναι περίοδος νυκτός αλλά ημέρας· «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ τοίνυν εὐσχημόνως περιπατήσωμεν(:Όπως συμπεριφέρεται κανείς την ημέρα, που τα βλέμματα πολλών τον παρακολουθούν, έτσι κι εμείς ας συμπεριφερθούμε με ευπρέπεια και σεμνότητα)» [Ρωμ.13,13], διότι δεν υπάρχει πιο άσχημο πράγμα από την αμαρτία. Είναι μικρότερο κακό σε ασχημοσύνη να κυκλοφορούμε γυμνοί, παρά αμαρτάνοντας και πλανώμενοι. Διότι εκείνο μεν δεν είναι και τόσο εγκληματικό, αφού πολλές φορές θα μπορούσε να γίνει και από πενία, ενώ από τον αμαρτάνοντα δεν υπάρχει πιο αισχρό και πιο άτιμο πράγμα.
Ας σκεφτούμε εκείνους που μεταβαίνουν στο δικαστήριο εξαιτίας κλοπής και πλεονεξίας, πόσο αισχροί και καταγέλαστοι φαίνονται με το να κάνουν κάθε είδους αναισχυντία, να ψεύδονται και να αποθρασύνονται. Εμείς, όμως, είμαστε τόσο ελεεινοί και άθλιοι, ώστε ενώ όχι μόνο απλώς δεν ανεχόμαστε να φορέσουμε το ένδυμά μας ανάποδα, αλλά και αν δούμε άλλον να το έχει πάθει, τον διορθώνουμε, το ότι όμως όλοι και εμείς και οι γύρω μας περιπατούμε με την κεφαλή προς τα κάτω ούτε το αισθανόμαστε.
Διότι, πες μου, τι είναι πιο αισχρό από άνδρα ο οποίος πηγαίνει σε γυναίκα πόρνη; Και τι θα μπορούσε να γίνει πιο καταγέλαστο από τον υβριστή, τον βλάσφημο και τον συκοφάντη; Από τι, λοιπόν, δεν θεωρούνται τόσο αισχρά, όσο το να περιπατεί κανείς γυμνός; Μόνο από τη συνήθεια. Διότι αυτό μεν κανείς ποτέ δεν το έκανε θεληματικά, ενώ εκείνο από όλους πάντοτε αποτολμάται ελευθέρως. Διότι, εάν κανείς ερχόταν σε πλήθος αγγέλων, στους οποίους δεν συνέβη ποτέ κάτι παρόμοιο, θα διαπίστωνε τότε με ακρίβεια πόσο καταγέλαστο είναι.
Αλλά γιατί λέγω «πλήθος αγγέλων»; Εάν κανείς στα ανάκτορα αυτά τα δικά μας φέρει μία πόρνη και την χρησιμοποιήσει, ή εάν κυριευτεί από μέθη οίνου ή κάνει κάποια άλλη ασχημοσύνη, θα τιμωρηθεί αυστηρά. Εάν δε δεν είναι ανεκτό να γίνονται αυτά στα ανάκτορα, πολύ περισσότερο αυστηρά θα τιμωρηθούμε όταν διαπράττουμε παρόμοιες πράξεις επί παρουσία του Βασιλέως του παντός, ο Οποίος βλέπει όσα γίνονται.
Γι΄αυτό, παρακαλώ, να επιδείξομε πολλή φρονιμάδα στον βίο μας και πολλή καθαρότητα· διότι έχουμε Βασιλέα ο Οποίος παρακολουθεί τις πράξεις μας διαρκώς. Για να μας φωτίζει, λοιπόν, πάντοτε με αφθονία το φως, ας προσελκύσομε αυτήν την ακτίνα. Διότι έτσι και τα εδώ αγαθά θα απολαύσουμε και τα μελλοντικά με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δια του Οποίου και μαζί με τον Οποίο αρμόζει η δόξα μαζί με το Άγιο Πνεύμα αιωνίως. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.wordpress.com/wp-content/uploads/2014/08/in-joannem.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίες Γ’-Δ΄(κατ’ επιλογήν) και Ε΄(ολόκληρη),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 470-495 , 496-525 και 534-559.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΙΔ΄:
ΟΙ ΕΚΠΛΗΡΩΜΕΝΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Α´. Είναι καιρός να ευφρανθείς,Ιερουσαλήμ, και να πανηγυρίσετε όλοι όσοι αγαπάτε τον Ιησού [πρβ.Ησ.66,10: «Eὐφράνθητι, Ἱερουσαλήμ, καὶ πανηγυρίσατε ἐν αὐτῇ, πάντες οἱ ἀγαπῶντες αὐτήν, χάρητε ἅμα αὐτῇ χαρᾷ, πάντες ὅσοι πενθεῖτε ἐπ᾿ αὐτῇ»], διότι ο Κύριος αναστήθηκε. Χαρείτε όλοι, όσοι προηγουμένως είχατε πένθος, όταν ακούσατε όσα παράνομα και εγκληματικά τόλμησαν να πράξουν οι Ιουδαίοι· διότι Αυτός που εκείνοι ατίμασαν αλαζονικά, ιδού, αναστήθηκε! Και όπως το να ακούει κανείς για τη Σταύρωση είναι κάπως λυπηρό, έτσι η καλή αγγελία της Αναστάσεως ας ευφραίνει τους παρόντες. Το πένθος ας γίνει ευφροσύνη και ο θρήνος ας μεταστραφεί σε χαρά. Και ας γεμίσει το στόμα μας χαρά και αγαλλίαση, γιατί Εκείνος, μετά την Ανάστασή Του, μας είπε: «Χαίρετε(:Νά χαίρεστε)» [Ματθ. 28, 9].
Διότι διεπίστωσα τη λύπη που είχαν τις προηγούμενες ημέρες όσοι αγαπούν τον Ιησού. Επειδή όσα λέγονταν είχαν ως τέλος τον θάνατο και την Ταφή και δεν ακούστηκε η καλή αγγελία της Αναστάσεως, η καρδιά τους περίμενε με ιερή αγωνία να ακούσει εκείνο που ποθούσαν. Αναστήθηκε λοιπόν ο νεκρός, ο «ελεύθερος ανάμεσα στούς νεκρούς»[πρβ. Ψαλμ.87,5: «Προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος(:Θεωρήθηκα όμοιος με εκείνους, οι οποίοι κατέρχονται στο βαθύ λάκκο του τάφου. Έγινα σαν άνθρωπος που στερείται οποιασδήποτε βοήθειας, εγκαταλελειμμένος ανάμεσα στους νεκρούς, μακριά από κάθε επικοινωνία με τους ζωντανούς)»] και ελευθερωτής των νεκρών. Εκείνος που με υπομονή δέχτηκε να φορέσει το ατιμωτικό ακάνθινο στεφάνι, Αυτός, αφού αναστήθηκε, φόρεσε το διάδημα της νίκης κατά του θανάτου.
Β´ . Αλλά όπως ακριβώς παραθέσαμε τις μαρτυρίες περί του Σταυρού, έτσι και τώρα, έλα να επιβεβαιώσουμε και να παρουσιάσουμε τις αποδείξεις περί της Αναστάσεως. Διότι ο Απόστολος που διαβάσαμε λέει: «καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς(:και ότι ενταφιάστηκε και αναστήθηκε την τρίτη ημέρα, σύμφωνα με όσα προφητεύτηκαν στις Γραφές)» [Α´ Κορ. 15, 4]. Και εφόσον ο Απόστολος μάς παραπέμπει στις μαρτυρίες των Γραφών, είναι καλό για μας να γνωρίσουμε την ελπίδα της σωτηρίας μας και να μάθουμε πρώτα, αν οι θείες Γραφές μάς λένε ποιος είναι ο καιρός που έγινε η Ανάστασή Του. Άραγε έγινε το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο ή μετά το χειμώνα και σε ποιο τόπο έγινε η Ανάστασή Του και ποιο είναι το όνομα του τόπου που διακηρύχτηκε από τους λαμπρούς Προφήτες ως τόπος της Αναστάσεώς Του; Και αν οι γυναίκες που Τον ζητούσαν και δεν Τον εύρισκαν, όταν Τον βρήκαν πάλι, χάρηκαν. Ώστε όταν διαβάζεται το άγιο Ευαγγέλιο, να μη θεωρούνται ότι είναι μύθοι ή επικά πολύλογα και φανταστικά αφηγήματα αυτά που μας εξιστορεί.
Γ΄ Ότι λοιπόν ενταφιάστηκε ο Σωτήρας το ακούσατε σαφώς στην προηγούμενη ομιλία που ο προφήτης Ησαΐας έλεγε:«Ἔσται ἐν εἰρήνῃ ἡ ταφὴ αὐτοῦ(:Θα επικρατήσει ειρήνη στην ταφή Του)» [Ησ. 57, 2]· διότι με την ταφή Του έφερε ειρήνη ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, οδηγώντας τους αμαρτωλούς στον Θεό· και ότι «ἀπὸ γὰρ προσώπου ἀδικίας ἦρται ὁ δίκαιος(:ο δίκαιος πάρθηκε από τα χέρια των αδίκων)» [Ησ. 57, 1] και «ἔσται ἐν εἰρήνῃ ἡ ταφὴ αὐτοῦ(:θα επικρατήσει ειρήνη στην ταφή Του)» [Ησ. 57, 2] καὶ «δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ(:και θα παραδοθούν οι πονηροί ως αντάλλαγμα για τον θάνατό Του)» [Ησ. 53, 9].
Επίσης η προφητεία του Ιακώβ που μας λέει: «Ἀναπεσὼν ἐκοιμήθη ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἐγερεῖ αὐτόν;(:έπεσε και κοιμήθηκε όπως κοιμάται το λιοντάρι και το λιονταρόπουλό του· ποιος θα Τον ξυπνήσει;)» [Γέν. 49,9]. Είναι και το παραπλήσιο χωρίο που υπάρχει στο βιβλίο των «Αριθμών»: «Κατακλιθεὶς ἀνεπαύσατο ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἀναστήσει αὐτόν;(:κατακλίθηκε καί αναπαύθηκε, όπως το λιοντάρι και το λιονταρόπουλό του· ποιος θα αναστήσει Αυτόν;)» [Αριθ. 24, 9]. Αλλά και ο Ψαλμός το λέει και το έχετε ακούσει πολλές φορές:«Καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με(:Και επέτρεψες να καταπέσω στο χώμα του τάφου και του θανάτου)» [Ψαλμ. 21, 16]. Για τον τόπο ήδη το επισημάναμε με αυτό που λέει:«Ἀκούσατέ μου, οἱ διώκοντες τὸ δίκαιον καὶ ζητοῦντες τὸν Κύριον, ἐμβλέψατε εἰς τὴν στερεὰν πέτραν, ἣν ἐλατομήσατε(:ακούστε με εσείς που επιδιώκετε το δίκαιο και ζητείτε πάντοτε τον Κύριο και την βοήθειά Του. Παρατηρήστε τον στερεό βράχο, τον οποίο λατομήσατε)» [Ησ. 51, 1]. Τώρα στη συνέχεια, ας παρουσιάσουμε τις μαρτυρίες γι᾿ αυτή την Ανάστασή Του.
Δ´ . Λέει λοιπόν πρώτα-πρώτα στον ενδέκατο Ψαλμό:« Ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος(:Εξαιτίας της κακοπάθειας των φτωχών και των στεναγμών των στερημένων και καταπιεζομένων, θα αναστηθώ τώρα, λέει ο Κύριος)»[Ψαλμ. 11,6]. Αλλά αυτό το χωρίο για μερικούς είναι αμφίβολο, επειδή πολλές φορές ο Κύριος ξεσηκώνεται, για να λάβει εκδίκηση από τους εχθρούς.
Έλα όμως στο δέκατο πέμπτο Ψαλμό που λέει σαφώς: «Φύλαξόν με, Κύριε, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα(:Φύλαξέ με, Κύριε, διότι σε Σένα στήριξα τις ελπίδες μου)» [Ψαλμ. 15, 1]. Και μετά από αυτά: «Οὐ μὴ συναγάγω τὰς συναγωγὰς αὐτῶν ἐξ αἱμάτων, οὐδ᾿ οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου(:Δεν θα συναθροίσω ποτέ λατρευτικές συνάξεις από ανθρώπους μολυσμένους με αίμα αδικοχυμένο, ούτε θα θυμηθώ και ούτε θα αναφέρω με τα χείλη μου τα ονόματά τους)» [Ψαλμ. 15, 4], διότι Εμένα με αρνήθηκαν και θεώρησαν βασιλιά τους τον Καίσαρα. Και συνεχίζει: «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν, ἵνα μὴ σαλευθῶ(:Έβλεπα τον Κύριο πάντοτε μπροστά μου, πραγματικά ήταν στα δεξιά μου, για να με προστατεύει για να μην κλονιστώ)» [Ψαλμ. 15, 8]. Και λίγο παρακάτω: «Ἔτι δὲ καὶ ἕως νυκτὸς ἐπαίδευσάν με οἱ νεφροί μου (:Ακόμη και τη νύχτα με παιδαγωγούσαν οι νυγμοί της συνειδήσεώς μου)» [Ψαλμ. 15, 7].
Μετά επίσης από αυτά σαφέστατα λέει: «ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν (:δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη, ούτε θα επιτρέψεις σε αυτόν που σου είναι αφοσιωμένος να δοκιμάσει τη φθορά και την αποσύνθεση)»[Ψαλμ. 15,10]. Δεν είπε: «ούτε θα επιτρέψεις σε Αυτόν που σου είναι αφοσιωμένος να δοκιμάσει θάνατο», γιατί τότε δεν θα πέθαινε, αλλά τι είπε; «Τη φθορά και την αποσύνθεση δεν θα επιτρέψεις να τη γνωρίσω. Όσο για τον θάνατο, δεν θα παραμείνω κάτω από την εξουσία του για πολύ». «Ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς(:Με έκανες να γνωρίσω δρόμους ζωής μέσα στον τάφο)» [Ψαλμ. 15, 11]. Και να, που σαφώς κηρύττεται ότι μετά το θάνατο έρχεται η ζωή.
Έλα και στον εικοστό ένατο Ψαλμό:«Ὑψώσω σε, Κύριε, ὅτι ὑπέλαβές με καὶ οὐκ εὔφρανας τοὺς ἐχθρούς μου ἐπ᾿ ἐμέ(:Θα σε δοξάσω, Κύριε, διότι με προστάτευσες και δεν έπεσα, ώστε να ευφρανθούν οι εχθροί μου, βλέποντας την καταστροφή μου)»[ Ψαλμ. 29, 2]. Τι είναι αυτό που σου έκανε ο Κύριος; Από τους εχθρούς γλύτωσες ή απαλλάχτηκες από τις μέλλουσες τιμωρίες; Αυτός ο ίδιος ο Ψαλμός σαφέστατα αναφέρει πιο κάτω:«Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου(:Κύριε, έβγαλες από τον άδη την ψυχή μου)» [Ψαλμ. 29,4]. Προηγουμένως είπε «δεν θα εγκαταλείψεις στον άδη την ψυχή μου», με προφητική ενόραση, και εδώ αναφέρει αυτό που πρόκειται να γίνει, σαν να έχει ήδη γίνει: «Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου, ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον(:Κύριε, έβγαλες την ψυχή μου από τον άδη και με έσωσες, για να μην είμαι ανάμεσα στους νεκρούς που κατεβαίνουν στο λάκκο του τάφου)» [Ψαλμ. 29,4].
Πότε θα γίνει αυτό το γεγονός; «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις(:Το εσπέρας θα διανυκτερεύσει μαζί μας ο κλαυθμός και το πρωί η χαρά και η αγαλλίαση)» [Ψαλμ. 29, 6]. Και πραγματικά. Αργά το βράδυ οι μαθητές είχαν θλίψη και πένθος και το πρωί ήρθε η χαρά και η ευφροσύνη της Αναστάσεως.
Ε´ . Θέλεις να μάθεις και τον τόπο; Λέει λοιπόν στο Άσμα Ασμάτων: «Εἰς κῆπον καρύας κατέβην ἰδεῖν (:Κατέβηκα στον κήπο που είναι οι καρυδιές)»[Άσμα 6, 11]. Ήταν κήπος και εκεί όπου σταυρώθηκε. Τώρα βέβαια μπορεί να καλλωπίστηκε πάρα πολύ με τις βασιλικές επιχορηγήσεις και δωρεές, αλλά ήταν κήπος πριν και ακόμη και τώρα παραμένουν τόσα στοιχεία χαρακτηριστικά που το φανερώνουν. «Κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη(:Κήπος περιφραγμένος, πηγή σφραγισμένη)» [ Άσμα 4, 12] από τους Ιουδαίους, οι οποίοι έλεγαν: «Ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. Κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης(:Θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος είπε, ενώ ζούσε ακόμη, ότι μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ· δώσε λοιπόν διαταγή να ασφαλίσουν τον τάφο μέχρι την τρίτη ημέρα, μήπως έλθουν οι μαθητές του μέσα στη νύχτα και τον κλέψουν, και πουν στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και θα είναι η τελευταία αυτή πλάνη του λαού χειρότερη από την πρώτη, που τον πίστεψαν ως Μεσσία)» [Ματθ. 27, 63-64] και τα περαιτέρω· «οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας(:και οι Ιουδαίοι πήγαν και ασφάλισαν τον τάφο. Έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στον λίθο που σκέπαζε το μνημείο. Και τοποθέτησαν εκεί τη φρουρά)» [Ματθ. 27, 66].
Καλά είπε γι᾿ αυτούς κάποιος, απευθυνόμενος προς τον Ιησού: «Εἰς ἀνάπαυσιν αὐτὸν κρινεῖς; (:Κι Εσύ Κύριε, θα τους αφήσεις να αναπαύονται στη σιγουριά τους;)» [Ιώβ 7, 18]. Ποια είναι τώρα η πηγή η σφραγισμένη; Ή ποιος είναι εκείνος που ερμηνεύεται ως «πηγή φρέατος με ζωντανό νερό;» [πρβλ. Άσμα 4, 15: «Πηγὴ κήπου καὶ φρέαρ ὕδατος ζῶντος καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ τοῦ Λιβάνου]. Αυτός είναι ο Σωτήρας, για τον Οποίο έχει γραφεί:«ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς(:διότι σε Σένα υπάρχει ανεξάντλητη πηγή ζωής, στο δικό σου το φως θα δούμε το αληθινό φως)» [Ψαλμ. 35, 10].
Αλλά τι λέει ο προφήτης Σοφονίας, σαν να μιλάει ο Ίδιος ο Κύριος σε καθέναν από τους Μαθητές Του; «Ἑτοιμάζου, ὄρθρισον, ἔφθαρται πᾶσα ἡ ἐπιφυλλὶς αὐτῶν(:Ετοιμάσου, λοιπόν, ξύπνα πρωί-πρωί, διότι έχουν πλέον καταστραφεί οι πονηροί άρχοντες και όλες οι παραφυάδες τους, ακόμα και τα τελευταία υπολείμματά τους)»[Σοφ.3,7]. Και είναι φανερό ότι εννοεί τους Ιουδαίους, οι οποίοι δεν έχουν να επιδείξουν κανένα καρπό —κανένα έργο— που να φανερώνει ότι επιθυμούν τη σωτηρία τους. Δεν έχουν να επιδείξουν ούτε καν κάποιους μικρούς και ασήμαντους καρπούς που θα μπορούσαν να θεωρηθούν απομεινάρια —καμπανάρια— από τον τρύγο του αμπελιού, εφόσον ξεριζώνεται ολοκληρωτικά το αμπέλι τους (η φυλή τους βγαίνει οριστικά έξω από το χώρο της σωτηρίας).
Και συνεχίζει στο ίδιο κείμενο του Προφήτη και λέει:«Διὰ τοῦτο ὑπόμεινόν με, λέγει Κύριος, εἰς ἡμέραν ἀναστάσεώς μου εἰς μαρτύριον(:Γι᾿ αυτό υπόμεινέ με, λέει ο Κύριος, μέχρι την ημέρα που θα αναστηθώ στο Μαρτύριο)» [Σοφον. 3, 8]. Βλέπεις ότι ο Προφήτης προγνώριζε ότι και ο τόπος της Αναστάσεως θα επονομαστεί Μαρτύριο;
Για ποιο λόγο λοιπόν, κατά τις υπόλοιπες Εκκλησίες, να μην καλείται και ο τόπος αυτός του Γολγοθά και της Αναστάσεως «Εκκλησία», αλλά Μαρτύριο; Ίσως όμως να ονομάζεται έτσι γιατί και ο Προφήτης έτσι το ονόμασε όταν είπε: «Εἰς ἡμέραν ἀναστάσεώς μου εἰς μαρτύριον(:Μέχρι την ημέρα που θα αναστηθώ στο Μαρτύριο)» [Σοφον. 3, 8].
Ζ´ . Και Ποιος είναι άραγε Αυτός που θα αναστηθεί και ποιο ξεχωριστό και θαυμαστό γνώρισμα θα μαρτυρεί την Ανάστασή Του; Σαφώς στη συνέχεια, λίγο παρακάτω, ο Προφήτης λέει:« Τότε μεταστρέψω ἐπὶ λαοὺς γλῶσσαν εἰς γενεὰν αὐτῆς τοῦ ἐπικαλεῖσθαι πάντας τὸ ὄνομα Κυρίου(:Τότε θα μεταβάλω τις γλώσσες των λαών και θα τις ενοποιήσω)» [Σοφον. 3, 9]. Και το λέει αυτό, επειδή μετά την Ανάσταση, με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, δόθηκε στους Μαθητές το χάρισμα των γλωσσών[πρβ. Πράξ. 2,4: «Καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι (:Όλοι τους τότε πλημμύρισαν εσωτερικά με Πνεύμα Άγιο, και άρχισαν να μιλούν ξένες γλώσσες, όπως το Πνεύμα τους ενέπνεε και τους έδινε την ικανότητα να μιλούν και να λένε θεϊκά και ουράνια λόγια και διδασκαλίες υψηλές και θεόπνευστες)»], «τοῦ ἐπικαλεῖσθαι πάντας τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ δουλεύειν αὐτῷ ὑπὸ ζυγὸν ἕνα (:ώστε να υπηρετούν όλοι το Όνομα του Κυρίου κάτω από ένα ζυγό ενωμένοι με την ίδια πίστη και την ίδια λατρεία)» [Σοφον. 3, 9].
Και ποιο άλλο ιστορικό γεγονός, κατά τον ίδιο Προφήτη, θα φανερώνει ότι όλοι οι λαοί θα υπηρετούν το Όνομα του Κυρίου κάτω από ένα ζυγό; «Ἐκ περάτων ποταμῶν Αἰθιοπίας οἴσουσι θυσίας μοι(:Από τους πιο απόμακρους ποταμούς της Αιθιοπίας οι λαοί θα μου προσφέρουν θυσίες)» [Σοφον. 3, 10]. Γνωρίζεις αυτό που αναφέρεται στις Πράξεις, τότε που ήλθε ο ευνούχος ο Αιθίοπας από τα πιο απόμακρα ποτάμια της Αιθιοπίας [πρβ. Πραξ. 8, 27: «Καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη. καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ(:Ο Φίλιππος σηκώθηκε και πήγε στον ερημικό εκείνο δρόμο υπακούοντας στη διαταγή του αγγέλου. Και να, ένας άνθρωπος Αιθίοπας, ευνούχος, ανώτερος αξιωματικός και αυλικός της Κανδάκης, της βασίλισσας των Αιθιόπων. Αυτός ήταν διευθυντής και διαχειριστής σε όλο το θησαυρό και τα οικονομικά της, και είχε έλθει για να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ, διότι φαίνεται ότι ήταν προσήλυτος)»]. Τη στιγμή λοιπόν που και την ώρα της Ανάστασης και του τόπου το ιδίωμα και τα σημεία μετά την Ανάσταση, μάς τα αναφέρουν οι Γραφές, βεβαιώσου για την Ανάσταση και κανένας να μη σε κλονίσει από το να ομολογείς ότι ο Χριστός ήταν νεκρός και αναστήθηκε.
Η´ . Έχεις όμως και άλλη μαρτυρία στον ογδοηκοστό έβδομο Ψαλμό, όπου ο Χριστός λέει με τα λόγια των Προφητών. Διότι αυτός ο Ίδιος που τότε μιλούσε, μετά, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ήρθε στη γη.«Κύριε ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου(:Κύριε, Εσύ που είσαι ο Θεός και Σωτήρας μου, φώναξα προς Εσένα ικετευτικά ολόκληρη την ημέρα και κατά τη διάρκεια της νύχτας)»[Ψαλμ. 87, 2]. Και μετά από λίγο λέει: « Προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος (:Κατάντησα σαν ένας άνθρωπος αβοήθητος, ελεύθερος ανάμεσα στους νεκρούς)» [Ψαλμ. 87,5]. Δεν είπε «κατάντησα άνθρωπος αβοήθητος», αλλά «ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος(:σαν άνθρωπος αβοήθητος)». Διότι σταυρώθηκε όχι από αδυναμία, αλλά με τη θέλησή Του. Και ο θάνατος δεν προήλθε από ακούσια ασθένειά Του: «Προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος (:Συγκαταριθμήθηκα με τους νεκρούς που κατεβαίνουν στο λάκκο του τάφου)» [Ψαλμ. 87, 5].
Και ποιο είναι εκείνο το σημείο, που θα μπορούσε αυθεντικά να μας βεβαιώσει ότι όλα αυτά αναφέρονται στον Κύριο; Είναι το «ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ᾿ ἐμοῦ (:απομάκρυνες τους γνωστούς μου από κοντά μου)» [Ψαλμ. 87, 9], διότι φύγανε μακριά οι Μαθητές την ώρα του Πάθους. «Μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια;(:Μήπως θα επιτελέσεις τα θαύματά σου στους νεκρούς;)» [Ψαλμ. 87, 11]. Έπειτα λίγο παρακάτω: «Κἀγὼ πρὸς σέ, Κύριε, ἐκέκραξα, καὶ τὸ πρωΐ ἡ προσευχή μου προφθάσει σε (:Γι᾿ αυτό και εγώ, Κύριε, φώναξα ικετευτικά προς Εσένα και το πρωί η προσευχή μου θα Σε προφθάσει)» [Ψαλμ. 87, 14]. Βλέπεις πως μας φανερώνουν οι Προφήτες τον αρμόδιο καιρό, που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και για το Πάθος και για την Ανάσταση του Κυρίου;
Θ´ . Και από πού αναστήθηκε ο Σωτήρας; Λέει στο Άσμα Ασμάτων «Ἀνάστα, ἐλθὲ ἡ πλησίον μου, καλή μου(:Σήκω, η αγαπητή μου, και έλα)» [Άσμα 2, 10]. Και στα επόμενα «ἐν σκέπῃ τῆς πέτρας(:στη στέγη της πέτρας)» [Άσμα 2, 14]. «Στέγη της πέτρας» εννοεί αυτό το βαθούλωμα, που έμοιαζε σαν προστέγασμα και υπήρχε τότε μπροστά στη θύρα του σωτηρίου μνήματος, λαξευμένο πάνω στην ίδια την πέτρα, καθώς συνηθίζουν εδώ να κάνουν μπροστά στα μνήματα. Τώρα δεν φαίνεται, επειδή αφαιρέθηκε αυτό το προστέγασμα, για να έχουμε την παρούσα καλαισθησία. Διότι, πριν να το εξωραΐσει η καλή διάθεση του αυτοκράτορα αυτό το μνήμα, υπήρχε προστέγασμα μπροστά στην πέτρα.
Αλλά πού είναι η πέτρα που έχει το προστέγασμα; Άραγε στα μέσα της πόλεως βρίσκεται ή στα τείχη και στα εξωτερικά περιτειχίσματα της πόλεως; Και σε ποιο μέρος από τα δύο, στα αρχαία τείχη ή στο προτείχισμα που έγινε αργότερα; Λέει λοιπόν στο Άσμα Ασμάτων: «Ἐν σκέπῃ τῆς πέτρας, ἐχόμενα τοῦ προτειχίσματος(:Στο προστέγασμα της πέτρας που εφάπτεται στο προτείχισμα)» [Άσμα 2, 14].
Ι´ . Ποια εποχή αναστήθηκε ο Σωτήρας; Άραγε ήταν καλοκαίρι ή άλλη εποχή; Στο ίδιο πάλι το βιβλίο, στο Άσμα Ασμάτων, λίγο πιο πριν απ᾿ αυτά που προηγουμένως αναφέραμε, λέει: «Ἰδοὺ ὁ χειμὼν παρῆλθεν, ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν, ἐπορεύθη ἑαυτῷ, τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακε(:Ο χειμώνας πέρασε. Πέρασε πια η εποχή των βροχών. Το νερό ξαναμαζεύεται στα σύννεφα. Τα λουλούδια έκαναν την εμφάνισή τους στη γη, ο καιρός του κορφολογήματος ήρθε)» [πρβ. Άσμα 2, 11-12]. Αυτή λοιπόν δεν είναι η εποχή, που η γη είναι γεμάτη λουλούδια και οι αμπελουργοί κορφολογούν τα αμπέλια; Βλέπεις ότι μας λέει πως είχε περάσει ο χειμώνας; Ο μήνας λοιπόν, που αναφέρει ότι ήταν τότε, είναι ο Απρίλιος, επομένως ήταν άνοιξη. Η εποχή ήταν αυτή και ήταν ο πρώτος μήνας για τους Εβραίους, όπου γιορτάζεται η εορτή του Πάσχα, που την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, συμβολικά, προτύπωνε το Πάσχα της Καινής Διαθήκης, το οποίο είναι το πραγματικό πέρασμα, από τη φθορά στην αφθαρσία, η πραγματική νίκη κατά της αμαρτίας και του θανάτου.
Μια τέτοια εποχή δημιουργήθηκε ο κόσμος. Τότε ήταν που είπε ο Θεός:«Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως(:Από την ξερή γη να βγουν όλα τα είδη της χλόης και της θαμνώδους βλάστησης και το κάθε είδος απ᾿ αυτά ας έχει τον δικό του σπόρο, ώστε το ίδιο να διαιωνίζεται, χωρίς να χάνει τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του)» [Γέν. 1, 11]. Και τώρα, όπως βλέπεις, κάθε φυτρωμένο φυτό σχηματίζει τους σπόρους του. Και όπως τότε ο Θεός δημιούργησε τον ήλιο και τη σελήνη και όρισε κατά τέτοιο τρόπο την τροχιά τους, ώστε σε μια ορισμένη χρονική περίοδο να έχουν ίση διάρκεια τη νύχτα και την ημέρα, έτσι και πριν λίγες ημέρες είχαμε ισημερία. Τότε είπε ο Θεός:«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, (:Ας δημιουργήσουμε άνθρωπο κατ᾿ εικόνα και ομοίωσή μας)» [Γέν. 1, 26].
Και έλαβε ο άνθρωπος το «κατ᾿ εικόνα», αλλά το «καθ᾿ ομοίωσιν» το αμαύρωσε με την παρακοή. Την εποχή λοιπόν που το έχασε τούτο, την ίδια εποχή έγινε και η διόρθωση. Την ίδια εποχή δηλαδή που ο άνθρωπος με την παρακοή διώχτηκε από τον Παράδεισο, την ίδια εποχή και αυτός που πίστεψε, με την υπακοή, εισήλθε πάλι στον Παράδεισο. Την ίδια λοιπόν εποχή που έπεσε ο άνθρωπος, την ίδια και σώθηκε, την άνοιξη, τότε που ανθίζουν τα φυτά και τότε που γινόταν το κορφολόγημα [πρβλ. Άσμα 2, 12: «Τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακε, φωνὴ τῆς τρυγόνος ἠκούσθη ἐν τῇ γῇ ἡμῶν(:Τα άνθη έκαναν την εμφάνισή τους στη γη. Ο καιρός του κλαδέματος έχει φθάσει. Η φωνή της τρυγόνας ξανακούστηκε πάλι στη χώρα μας)»].
ΙΑ´ . Ο τόπος της ταφής ήταν κήπος, και Άμπελος ήταν Αυτός που φυτεύθηκε. Μας το έχει πει:«Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι (: Εγώ είμαι η Άμπελος, η κληματαριά η πραγματική και άφθαρτη και πνευματική. Εγώ θα αντικαταστήσω και θα ανακαινίσω την παλαιά άμπελο της συναγωγής ιδρύοντας την Εκκλησία μου, της οποίας θα είμαι η κεφαλή. Και ο Πατέρας μου είναι ο αμπελουργός)» [Ιω. 15, 1]. Φυτεύτηκε φυσικά στη γη, για να εκριζωθεί η κατάρα που δόθηκε εξαιτίας του Αδάμ, ότι η γη θα φυτρώνει αγκάθια και τριβόλια [πρβ. Γέν. 3, 18: «Ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ(:Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνει η γη και θα τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού)»]. Βλάστησε από τη γη η αληθινή Άμπελος, για να βρει τόπο αυτό που έχει γραφεί: «Ἀλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλε, καὶ δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψε (:Αλήθεια από τη γη ανέτειλε και από τον ουρανό κατέβηκε δικαιοσύνη)» [Ψαλμ. 84, 12].
Και τι πρόκειται να πει Εκείνος που ενταφιάστηκε στον κήπο; «Ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου(:Τρύγησα την ευωδιαστή σμύρνα μου με τα αρώματά μου)»[Άσμα 5, 1]. Και σε άλλο σημείο: «Σμύρνα ἀλὼθ μετὰ πάντων πρώτων μύρων(:Σμύρνα και αλόη με όλα τα άλλα εξαίρετα αρώματα)» [πρβ. Άσμα 4, 14]. Αυτά είναι βέβαια τα σύμβολα του ενταφιασμού. Και στο Ευαγγέλιο έχει γραφεί: «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς(:Την πρώτη όμως ημέρα της εβδομάδας από τα βαθιά χαράματα ήλθαν οι γυναίκες στο μνήμα φέρνοντας τα αρώματα που είχαν ετοιμάσει. Μαζί τους ήλθαν και μερικές άλλες)» [πρβ. Λουκ. 24, 1]. Και ο Νικόδημος ήλθε κρατώντας μίγμα σμύρνας και αλόης [πρβλ. Ιωάν. 19, 39: «Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν(:Μαζί με τον Ιωσήφ ήλθε και ο Νικόδημος. Αυτός ήταν που είχε έλθει κάποτε μέσα στη νύχτα να συναντήσει τον Ιησού, όταν για πρώτη φορά συνομίλησε μαζί Του. Αυτός λοιπόν τώρα έφερε ένα μίγμα από το ρητινώδες και πολύτιμο άρωμα που λεγόταν σμύρνα, και από το αρωματικό και απαλό ξύλο της αλόης, εκατό λίτρα περίπου, δηλαδή παραπάνω από τριάντα δύο κιλά)»].
Και στη συνέχεια στο ίδιο βιβλίο έχει γραφεί: «Ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου (:Έφαγα τον άρτο μου μαζί με το μέλι μου)» [Άσμα 5, 1]. Το πικρό το έφαγε πριν το πάθος και το γλυκύ μετά την Ανάσταση. Έπειτα, Αναστημένος πια, εισήλθε ανάμεσα από τις κλειστές πόρτες» [πρβ. Ιω. 20, 19: «Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων»], αλλά αμφέβαλλαν γι᾿ Αυτόν. «Πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν (:Η αιφνιδιαστική όμως εμφάνιση του Κυρίου τους κατατρόμαξε. Κι επειδή κυριεύθηκαν από φόβο, νόμιζαν ότι έβλεπαν φάντασμα, δηλαδή ψυχή πεθαμένου που ήλθε από τον Άδη χωρίς να έχει σώμα)» [Λουκ. 24, 37]. Εκείνος όμως τους είπε: «Ἲδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα(:Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημάδια των καρφιών, και βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδάσκαλός σας που σταυρώθηκε. Ψηλαφήστε με με τα χέρια σας και βεβαιωθείτε ότι δεν είμαι άσαρκο πνεύμα. Διότι η ψυχή και το φάντασμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέπετε και πείθεσθε ότι έχω εγώ)» [Λουκ. 24, 39].
«Βάλτε τα δάχτυλά σας στο σημάδι που έχουν αφήσει τα καρφιά», πράγμα που επιζητούσε αργότερα ο Θωμάς να κάνει[πρβ. Ιωάν. 20, 25: «Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω(:Όταν λοιπόν είδαν τον Θωμά, του έλεγαν οι άλλοι μαθητές: ‘’Είδαμε τον Κύριο’’. Αυτός όμως τους απάντησε: ‘’Εάν δεν δω με τα μάτια μου στα χέρια Του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά Του, ώστε όχι μόνο με τα μάτια μου αλλά και με τα δάχτυλά μου να βεβαιωθώ, δεν θα πιστέψω’’)».
Και ενώ ακόμα αυτοί απιστούσαν από τη χαρά τους και θαύμαζαν, ο Αναστημένος Κύριος τούς είπε: «Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου(:Έχετε εδώ, τίποτε φαγώσιμο; Και αυτοί τότε Του έδωσαν ένα μέρος από ψητό ψάρι και κηρήθρα από μελίσσι)» [Λουκ. 24, 41-42]. Βλέπεις πως εκπληρώθηκε αυτό που είπε: «Ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου(:Έφαγα τον άρτο μου μαζί με το μέλι μου)»; [Άσμα 5, 1].
ΙΒ´ . Αλλά πριν να εισέλθει ο Κύριος «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων (: ανάμεσα από τις κλειστές πόρτες)» [Ιω. 20, 19.26], οι θαυμάσιες εκείνες και ανδρείες γυναίκες Τον ζητούσαν. Ζητούσαν το Νυμφίο και θεραπευτή των ψυχών τους. Ήλθαν οι ευλογημένες εκείνες στον τάφο [πρβ. Ματθ. 28, 1: «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον(:Αργά λοιπόν τη νύχτα του Σαββάτου, την ώρα που ξημέρωνε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία για να δουν τον τάφο)»] και ζητούσαν με μύρα να αλείψουν το σώμα του Κυρίου τους που όμως είχε ήδη αναστηθεί. Και τα δάκρυα από τα μάτια τους ακόμα έσταζαν, χωρίς να γνωρίζουν ότι θα έπρεπε μάλλον ήδη να ευφραίνονται και να χορεύουν για τον Αναστημένο Κύριο Ιησού Χριστό.
Ήρθε η Μαρία [πρβ. παραπάνω, Ιω. 20, 1: «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου(:Αφού πέρασε το Σάββατο, την επόμενη ημέρα, που ήταν η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται στο μνημείο πρωί, όταν ήταν ακόμη σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος που έφραζε την είσοδο του τάφου ήταν σηκωμένος από το μνήμα)»] και Τον ζητούσε, κατά το Ευαγγέλιο, και δεν Τον εύρισκε, αλλά στη συνέχεια άκουσε από τους Αγγέλους ότι αναστήθηκε και κατόπιν είδε τον Χριστό.
Μήπως όμως και αυτά τα βρίσκουμε κάπου γραμμένα; Λέει λοιπόν στο Άσμα των Ασμάτων: «Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν· ἐκάλεσα αὐτόν, καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου(:Στην κλίνη μου, τη νύχτα, ζήτησα Αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου)» [Άσμα 3, 1]. Ποια ώρα; «Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν· ἐκάλεσα αὐτόν, καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου(:Στην κλίνη μου, τη νύχτα, ζήτησα Αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου· τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα· τον κάλεσα και δεν με άκουσε)» [Άσμα 3, 1]. Η Μαρία λέει: «Ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης(:Ήρθε ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι)» [πρβλ. Ιω. 20, 1]. «Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν(:Στην κλίνη μου ενώ ήμουν, τη νύχτα τον ζήτησα, αλλά δεν τον βρήκα πουθενά)» [Άσμα 3, 1]. Και στο Ευαγγέλιο λέει η Μαρία όταν τη ρωτούν οι άγγελοι γιατί κλαίει: «Ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν (:Πήραν τον Κύριό μου από τον τάφο και δεν ξέρω πού τον έβαλαν)» [Ιω. 20, 13].
Οι άγγελοι όμως που τότε βρίσκονταν στο κενό μνημείο, τις βοήθησαν να γνωρίσουν όσα αγνοούσαν. Τους έλεγαν λοιπόν:«Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;(:Γιατί ζητάτε ανάμεσα στους νεκρούς αυτόν που τώρα πλέον είναι ζωντανός;)»[Λουκ.24,5]. Όχι μόνο αναστήθηκε,αλλά ανέστησε με τη δύναμή Του και άλλους νεκρούς. Η Μαρία όμως η Μαγδαληνή τα αγνοούσε αυτά και για το λόγο αυτό το Άσμα των Ασμάτων, θέλοντας να την αντιπροσωπεύσει, παρουσιάζεται να λέει στους Αγγέλους: «Μὴ ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου ἴδετε; ὡς μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν(:Μήπως είδατε Αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου; Αλλά λίγο είχα, όταν απομακρύνθηκα απ᾿ αυτούς)» [Άσμα 3, 3-4], δηλαδή τους δύο Αγγέλους, «ὡς μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν, ἕως οὗ εὗρον ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν(:και βρήκα Αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου. Τον κράτησα και δεν Τον άφησα)» [Άσμα 3, 4].
ΙΓ´ . Μετά όμως από την οπτασία των Αγγέλων ο Ιησούς ήρθε και παρουσιάστηκε μόνος Του και είπε στις μυροφόρες γυναίκες, όπως λέει το Ευαγγέλιο: «Χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ(:’’Χαίρετε’’. Αυτές τότε, αφού πλησίασαν, δεν τόλμησαν να Τον αγγίξουν στο σώμα, αλλά με ευλάβεια πολλή έπιασαν μόνο τα πόδια Του και Τον προσκύνησαν)» [Ματθ. 28, 9]. Κράτησαν Αυτόν για να εκπληρωθεί αυτό που είπε στο Άσμα : «Ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν (: Τον κράτησα και δεν Τον άφησα πια)» [Άσμα 3, 4]. Ασθενικό ήταν της γυναίκας το σώμα, ανδρείο όμως το φρόνημά της: «Ὓδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν (:Το νερό πολύ, αλλά δεν έσβησε την αγάπη, ούτε οι ποταμοί την έπνιξαν)» [πρβλ. Άσμα 8, 7]. Νεκρός ήταν ο Ποθούμενος, αλλά δεν σβήστηκε η ελπίδα της Αναστάσεως.
Και ο Άγγελος λέει προς αυτές πάλι: «Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε (: ‘’Μη φοβάστε εσείς˙ διότι γνωρίζω ότι ζητάτε με πόθο και ευλάβεια τον Ιησού τον Εσταυρωμένο’’)» [Ματθ. 28, 5]. «Δεν λέω στους στρατιώτες ‘’μη φοβάστε’’, αλλά σε σας. Εκείνοι ας φοβηθούν, ώστε με την εμπειρία αυτή να μάθουν και να δώσουν μαρτυρία και να πουν, όπως ο εκατόνταρχος και εκείνοι που μαζί του φύλαγαν τον Εσταυρωμένο Ιησού, όταν είδαν τον σεισμό και όσα έγιναν όσο ο Κύριος βρισκόταν επάνω στον Σταυρό: «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος. (:Πράγματι αυτός ήταν υιός Θεού)» [Ματθ. 27, 54]. Εσείς δεν χρειάζεται να φοβάσθε, διότι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον(:η αγάπη, όταν είναι τέλεια, απομακρύνει και βγάζει έξω από την ψυχή τον φόβο)» [Α´ Ιω. 4, 18].
«Καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν. (:Πηγαίνετε όμως γρήγορα και πείτε στους μαθητές Του ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Και ιδού, πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία˙ εκεί θα Τον δείτε. Να λοιπόν, σας είπα αυτά που είχα εντολή να σας πω)»[Ματθ. 28, 7] κ.τ.λ. Και αναχωρούν αυτές, γεμάτες χαρά και φόβο[:ως έκσταση και έκπληξη στην αίσθηση του υπερβατικού [πρβλ. Ματθ. 28, 8: «Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ»(: Και οι γυναίκες, αφού βγήκαν γρήγορα από το μνημείο με φόβο εξαιτίας της αγγελικής οπτασίας, αλλά και με χαρά μεγάλη εξαιτίας του χαρμόσυνου αγγέλματος, έτρεξαν να τα πουν όλα αυτά στους μαθητές)»] και Μαρκ. 16, 8: «καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ(:εκείνες τότε βγήκαν κι έφυγαν από το μνημείο. Ήταν μάλιστα γεμάτες τρόμο και έκσταση. Δεν είπαν όμως τίποτε σε κανένα, διότι ήταν φοβισμένες)»].
Μήπως και αυτό είναι κάπου γραμμένο; Λέει λοιπόν ο δεύτερος Ψαλμός που εξαγγέλλει το Πάθος του Χριστού: «Δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ (:Δουλέψατε στον Κύριο με φόβο και ας αγαλλιάσει η ψυχή σας με τρόμο)» [Ψαλμ. 2, 11]. «Να αγαλλιάσει», δηλαδή, «η ψυχή σας, για τον Αναστημένο Κύριο, αλλά με τρόμο». Και το λέει αυτό για τον σεισμό που έγινε και τον Άγγελο που φανερώθηκε σαν αστραπή.
ΙΔ´ . Σφράγισαν βέβαια οι Αρχιερείς και οι Φαρισαίοι τον Τάφο με την άδεια και τη βοήθεια του Πιλάτου, οι γυναίκες όμως είδαν τον Αναστημένο Χριστό. Και γνωρίζοντας ο Ησαΐας την αβάσιμη και άκαρπη πίστη των Αρχιερέων από τη μια και τη σταθερότητα της πίστεως των γυναικών από την άλλη, λέει: «Γυναῖκες ἐρχόμεναι ἀπὸ θέας, δεῦτε· οὐ γὰρ λαός ἐστιν ἔχων σύνεσιν(:Ελάτε εδώ εσείς, γυναίκες που είχατε την εμπειρία της θέας του Ιησού, διότι ο λαός αυτός είναι λαός χωρίς σύνεση)» [Ησ. 27, 11]. Οι Αρχιερείς δεν συνετίζονται και οι γυναίκες βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια τον Κύριο.
Και όταν γύρισαν στην πόλη οι στρατιώτες και ανέφεραν στους Αρχιερείς όσα είχαν γίνει [πρβ. Ματθ. 28, 11: «Πορευομένων δὲ αὐτῶν ἰδού τινες τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα(:καθώς λοιπόν αυτές πήγαιναν να αναγγείλουν αυτά στους αποστόλους, ιδού, μερικοί στρατιώτες από τη φρουρά που είχε τοποθετηθεί στον τάφο πήγαν στην πόλη κι ανήγγειλαν στους αρχιερείς όλα όσα είχαν γίνει)»], αυτοί τους απάντησαν: «Εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων(: Πείτε ότι ‘’οι μαθητές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλεψαν, όταν εμείς κοιμόμασταν’’)»[Ματθ. 28, 13].
Επομένως πολύ καλά ο προφήτης Ησαΐας προφήτεψε και αυτή την ενέργεια των Αρχιερέων και έβαλε στο στόμα των στρατιωτών να τους λένε αυτά τα λόγια: «Ἡμῖν λαλεῖτε καὶ ἀναγγέλλετε ἡμῖν ἑτέραν πλάνησιν(:Εσείς μας ζητάτε να πλανήσουμε τον λαό του Θεού μια ακόμα φορά)» [Ησ. 30, 10]. Αναστήθηκε ο Κύριος και με ένα ποσό χρημάτων εξαγόρασαν τους στρατιώτες. Δεν μπορούν όμως να πάρουν με το μέρος τους και τους τωρινούς αυτοκράτορες[:ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων έζησε κατά την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και πιο συγκεκριμένα κατά τα έτη 313-317 μ.Χ.]. Και τότε βέβαια οι στρατιώτες, χάρη των χρημάτων, πρόδωσαν την αλήθεια. Οι τωρινοί όμως βασιλείς, χάρη της ευσέβειας, κόσμησαν με αργυρές και χρυσές εγκόλλητες παραστάσεις την αγία αυτή Εκκλησία της Αναστάσεως του Θεού, όπου βρισκόμαστε και τη λάμπρυναν με κειμήλια από χρυσό και ασήμι και άλλους πολύτιμους λίθους.
«Καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος, ἡμεῖς πείσομεν αὐτὸν καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσομεν(:Και αν αυτό καταγγελθεί στον ηγεμόνα, εμείς θα τον πείσουμε και θα σας απαλλάξουμε από κάθε ανησυχία και ευθύνη)» [Ματθ. 28, 14]. Μπορεί εκείνους να τους πείθετε, την οικουμένη όμως ολόκληρη δεν μπορείτε να την πείσετε! Γιατί, τότε που ο Πέτρος βγήκε από τη φυλακή, καταδικάστηκαν οι φύλακες, και τώρα δεν καταδικάστηκαν παρόμοια αυτοί που φύλαγαν τον Χριστό; Διότι τότε σε εκείνους έπεσε πάνω τους η καταδίκη του Ηρώδη, επειδή δεν έβρισκαν τρόπο να απολογηθούν λόγω της άγνοιάς τους. Αυτοί όμως τώρα, αν και ήξεραν την αλήθεια —και την έκρυψαν, χάρη των χρημάτων— διασώθηκαν από τους Αρχιερείς. Αλλά λίγοι μόνο από τους Ιουδαίους τότε πίστεψαν σε αυτούς, ο κόσμος όμως, από τότε μέχρι σήμερα, έχει δεχτεί και δέχεται το γεγονός της Αναστάσεως.
Αυτοί που έκρυψαν την αλήθεια, χάθηκαν και όποιοι τη δέχτηκαν έζησαν με τη δύναμη του Σωτήρα, που δεν αναστήθηκε μόνο ο Ίδιος από τους νεκρούς, αλλά συνανέστησε και άλλους νεκρούς. Γι᾿ αυτούς σαφώς ο προφήτης Ωσηέ λέει: «Ὑγιάσει ἡμᾶς μετὰ δύο ἡμέρας, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἐξαναστησόμεθα καὶ ζησόμεθα ἐνώπιον αὐτοῦ (:Θα μας θεραπεύσει σε δύο ημέρες και την τρίτη ημέρα θα εγερθούμε και θα ζήσουμε μέσα στην παρουσία και τη Χάρη Του)» [Ωσ. 6, 2].
ΙΘ´ . Τρομοκρατήθηκε ο θάνατος, βλέποντας ένα νεκρό, που δεν έμοιαζε καθόλου στους άλλους νεκρούς, να έχει κατεβεί στον άδη και να μην είναι δεμένος με τα δεσμά με τα οποία ήταν δεμένοι όσοι βρίσκονταν εκεί. Για ποιον λόγο, θυρωροί του άδη, μόλις τον είδατε ζαρώσατε από το φόβο σας; [πρβλ. Ιώβ 38, 17: «Ἀνοίγονταί δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ ᾅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν;(:Ανοίγονται ενώπιόν σου, Ιώβ, όπως συμβαίνει με Εμένα, με φόβο οι κατάκλειστες πύλες της περιοχής, όπου κυριαρχεί ο θάνατος, ενώ οι θυρωροί του άδη, όταν σε είδαν, όπως είδαν Εμένα, τρόμαξαν και ζάρωσαν από τον φόβο τους;)»].
Τι φόβος ασυνήθιστος είναι αυτός που σας κυρίεψε; Έφυγε ο θάνατος και με τη φυγή του καταντροπιάστηκε για τη δειλία του. Έτρεχαν κοντά στον Κύριο οι άγιοι Προφήτες και ο Μωυσής ο νομοθέτης, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Δαβίδ, ο Σαμουήλ και ο Ησαΐας, καθώς και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο οποίος έδωσε κατά την επίγεια ζωή του μαρτυρία σε όλους γι᾿ Αυτόν και είπε:« Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;(:’’Εσύ είσαι ο Μεσσίας, που ασφαλώς από ώρα σε ώρα πρόκειται να έλθει στον κόσμο, ή πρέπει να περιμένουμε άλλον;’’. Και έκανε την ερώτηση αυτή ο Ιωάννης για να στηριχθούν με την απάντησή του οι κλονισμένοι μαθητές του στην πίστη προς τον Χριστό)» [Ματθ. 11, 3].
Λυτρώθηκαν όλοι οι δίκαιοι που τους είχε καταπιεί ο θάνατος· διότι έπρεπε Αυτός που προφητεύθηκε και κηρύχτηκε Βασιλιάς του ουρανού και της γης από τους δικαίους αυτούς και τους Προφήτες, Αυτός να γίνει και ο Λυτρωτής όλων αυτών των καλών και πιστών κηρύκων Του. Έπειτα καθένας από τους δικαίους εκείνους έλεγε: «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;(:Πού είναι, θάνατε, η νίκη σου; Πού είναι, άδη, το κεντρί σου;)» [Α´ Κορ. 15, 55]. Μας λύτρωσε λοιπόν Αυτός, που νικώντας εσένα χάρισε τη νίκη και σε όλους εμάς.
Κ´ . Ο προφήτης Ιωνάς όταν προσευχόταν και έλεγε μέσα από την κοιλιά του κήτους: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου, καὶ εἰσήκουσέ μου· ἐκ κοιλίας ᾅδου κραυγῆς μου ἤκουσας φωνῆς μου (:Ικέτεψα τον Κύριο τον Θεό μου στη θλίψη μου και με εισάκουσε· και μέσα από την κοιλιά του άδη άκουσες τη φωνή μου)» [Ιων. 2, 3], λειτουργούσε σαν προτύπωση προφητική του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού. Και είναι βέβαιο ότι αυτά τα έλεγε βρισκόμενος μέσα στην κοιλιά του κήτους. Αλλά, ενώ βρισκόταν μέσα εκεί, λέει ότι βρίσκεται μέσα στον άδη. Ακριβώς γιατί προτύπωνε τον Χριστό που επρόκειτο να κατεβεί στον άδη.
Ύστερα, μετά από κάποια άλλα λόγια λέει, εκπροσωπώντας τον Χριστό και προφητεύοντας καθαρότατα:« Ἔδυ ἡ κεφαλή μου εἰς σχισμὰς ὀρέων(:βυθίστηκε η κεφαλή μου στο χάσμα δύο βουνών)» [Ιων. 2, 6]. Και όμως ήταν στην κοιλιά του κήτους! Σε ποια βουνά λοιπόν είσαι χωμένος, Ιωνά; «Αλλά γνωρίζω», λέει, «ότι αυτό, που τώρα ζω, το ζω σαν προφητική προτύπωση εκείνου που θα ζήσει Αυτός, ο Οποίος πρόκειται να ταφεί στο μνήμα το λαξευτό, στην πέτρα». Και όντας στη θάλασσα ο Ιωνάς λέει:« κατέβην εἰς γῆν(:κατέβηκα στη γη)» [᾿Ιων. 2, 7]. Το λέει επειδή με το πάθημά του προτύπωνε προφητικά τον Χριστό που κατέβηκε στην καρδιά της γης [πρβλ. Ματθ. 12, 40: «ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας(:όπως δηλαδή τότε ο Ιωνάς ήταν τρεις ημέρες και τρεις νύχτες μέσα στη κοιλιά του κήτους, έτσι θα είναι και ο υιός του ανθρώπου μέσα στον τάφο και τα βάθη της γης επί τρία μερόνυχτα)»].
Και επειδή προείδε τα σχετικά με τους Ιουδαίους, που προσπάθησαν να μεταπείσουν τους στρατιώτες να πουν ψέματα, ότι δήθεν έκλεψαν το σώμα Του οι μαθητές [πρβλ. Ματθ. 28, 13: «Εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων(:Πείτε ότι ‘’οι μαθητές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλεψαν, όταν εμείς κοιμόμασταν’’)»] λέει:« φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεον αὐτῶν ἐγκατέλιπον(:Αυτοί που προσκυνούν τα μάταια και τα ψευδή εμπράκτως παραιτήθηκαν από το να ζητούν το έλεος του Θεού)» [Ιων. 2, 9.] Διότι ήλθε Εκείνος που τους ελεούσε και σταυρώθηκε, δίνοντας το Αίμα Του το τίμιο για τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς. Και μετά αναστήθηκε και εκείνοι είπαν: «Οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων(:Πείτε ότι οι μαθητές του ήλθαν μέσα στη νύχτα και τον έκλεψαν, όταν εμείς κοιμόμασταν)»[Ματθ.28,13], φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι πραγματικά λατρεύουν την ψευτιά και την ατιμία [ήταν δηλαδή «φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ» [βλ. παραπάνω, Ιων. 2, 9].
Για την Ανάστασή Του όμως αναφέρει και ο Ησαΐας, λέγοντας «ὁ ἀναβιβάσας ἐκ τῆς γῆς τὸν ποιμένα τῶν προβάτων (:Εκείνος που ανεβάζει από τη γη και ανασταίνει τον Ποιμένα των προβάτων)»[Ησ. 63, 11]· παράβαλε και Εβρ. 13, 20-21: «Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ (: και ο Θεός, που είναι ο χορηγός και νομοθέτης της ειρήνης, ο οποίος ανέστησε εκ νεκρών τον μεγάλο ποιμένα των πνευματικών προβάτων προκειμένου να εισέλθει στον ουρανό και να προσφέρει εκεί ως εξιλαστήριο θυσία το αίμα Του, με το οποίο επικυρώθηκε διαθήκη αιώνια, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό δηλαδή, εύχομαι να σας τελειοποιήσει σε κάθε αγαθό έργο)»]. Πρόσθεσε ο Παύλος τη φράση «τὸν μέγαν» για να μη θεωρηθεί ο Κύριος, ισότιμος με τους προηγούμενους ποιμένες.
ΚΑ´ . Έχοντας λοιπόν εμείς τις προφητείες, ας είμαστε καλά στηριγμένοι στην πίστη. Ας πέφτουν όσοι πέφτουν εξαιτίας της απιστίας τους, αφού έτσι το θέλουν. Εσύ όμως στηρίχτηκες πάνω στην πέτρα της πίστεως σχετικά με την Ανάσταση. Πρόσεξε να μη σε πείσει ποτέ αιρετικός να δεχτείς βλάσφημους λογισμούς για την Ανάσταση. Διότι μέχρι και σήμερα οι Μανιχαίοι λένε ότι είναι φανταστική και ψεύτικη η Ανάσταση του Σωτήρα και δεν ακούνε τον Παύλο που γράφει: «Περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατὰ σάρκα (: και έδωσε ο Θεός από τότε την υπόσχεση για τον Υιό Του, ο οποίος γεννήθηκε ως άνθρωπος σε ορισμένο χρόνο από απόγονο του Δαβίδ)» [Ρωμ. 1, 3]. Και παρακάτω:« Τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν (: και αποδείχτηκε ότι είναι Υιός του Θεού με δύναμη υπερφυσική που προερχόταν από το Πνεύμα που μεταδίδει αγιασμό· και προπάντων αποδείχθηκε με την ανάστασή Του από τους νεκρούς. Μιλώ για τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας)» [Ρωμ. 1, 4].
Και πάλι αλλού αποτείνεται προς τους ίδιους και τους λέει: «ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν(:σχετικά με τη δικαίωση από την πίστη, λέει ο Μωυσής στο Δευτερονόμιο:’’ μην εισχωρήσει στην καρδιά σου ο λογισμός:’’ Ποιος θα ανεβεί στον ουρανό;’’ για να κατεβάσει δηλαδή από εκεί τον Χριστό, που θα με οδηγήσει στη σωτηρία)» [Ρωμ. 10, 6]· και [πρβλ. Παρμ. 30, 4: «τίς ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κατέβη;(:ποιος ανέβηκε στον ουρανό; Και ποιος κατέβηκε από εκεί στη γη; Μόνο ο Θεός ο πανταχού παρών)»] «ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν(: ή ‘’Ποιος θα κατεβεί στα σκοτεινά και βαθιά μέρη του Άδη;’’. Για να αναστήσει δηλαδή τον Χριστό από τους νεκρούς, που θα μας δώσει τη σωτηρία και τη ζωή)» [Ρωμ. 10, 7].
Αλλά και αλλού έχει γράψει παρόμοια, για να μας ασφαλίσει από την απιστία: «Μνημόνευε ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου(:να θυμάσαι τον Ιησού Χριστό που έχει αναστηθεί από τους νεκρούς και κατάγεται από τον Δαβίδ, σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύττω)» [Β´ Τιμ. 2, 8.] Και πάλι:« εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν. εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὃν οὐκ ἤγειρεν, εἴπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται (: αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε είναι χωρίς πραγματικό περιεχόμενο και χωρίς νόημα το κήρυγμά μας και η πίστη σας είναι κούφια και έχει χάσει το ουσιαστικότερο περιεχόμενό της· αφού και το κήρυγμά μας και η πίστη σας, έχει θεμέλιο και βάση την Ανάσταση του Χριστού. Επιπλέον, εμείς οι Απόστολοι αποδεικνυόμαστε και ψευδομάρτυρες που δίνουμε ψεύτικη μαρτυρία για τον Θεό ότι ανέστησε τον Χριστό, ενώ δεν Τον ανέστησε. Και ασφαλώς δεν Τον ανέστησε, εάν υποτεθεί ότι οι νεκροί δεν ανασταίνονται)» [Α´ Κορ. 15, 14-15]. Και παρακάτω λέει: «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. δεῖ γὰρ αὐτὸν βασιλεύειν ἄχρις οὗ ἂν θῇ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ(: Αλλά όχι. Δεν είμαστε οι ελεεινότεροι από όλους τους ανθρώπους. Διότι πραγματικά ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς. Όπως οι πρώιμοι καρποί, που ωριμάζουν πρωτύτερα από τους άλλους και μας προαναγγέλλουν ότι θα ακολουθήσει και ολόκληρη η συγκομιδή, έτσι και ο Χριστός αναστήθηκε πρώτος από τους άλλους και βεβαιώνει με την Ανάστασή Του ότι θα ακολουθήσει έπειτα η ανάσταση και των άλλων νεκρών)» [Α´ Κορ. 15, 20].
Και φανερώθηκε στον Κηφά και έπειτα στους δώδεκα Μαθητές [Α´ Κορ. 15, 5: «καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα(: και ότι εμφανίστηκε μετά την Ανάστασή Του στον Κηφά-δηλαδή στον Πέτρο- και έπειτα στους δώδεκα Αποστόλους)»]. Αν λοιπόν δεν πιστεύεις τον ένα μάρτυρα, έχεις δώδεκα μάρτυρες! Αλλά εμφανίστηκε μια άλλη φορά και «ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς(: έπειτα εμφανίστηκε για μια φορά συγχρόνως σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς)» [Α´ Κορ. 15, 6]. Αν δεν μπορούν να πιστέψουν τους δώδεκα, τότε ας παραδεχτούν τη μαρτυρία των πεντακοσίων. «Ἒπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ(: έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο)» [Α´ Κορ. 15, 7], που ήταν αδελφός Του και πρώτος επίσκοπος της παροικίας αυτής.
Σε έναν τέτοιο επίσκοπο, που είδε άμεσα, προσωπικά και πραγματικά τον Ιησού Χριστό αναστημένο, εσύ ο μαθητής του, μην απιστήσεις. Μήπως όμως υποστηρίζεις ότι ο αδελφός Του ο Ιάκωβος Του χαρίστηκε και μας έδωσε αβάσιμη μαρτυρία για την Ανάστασή Του; Άκου λοιπόν: «ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί (: και τελευταία από όλους εμφανίστηκε και σε μένα, σαν σε έκτρωμα, σαν έμβρυο δηλαδή που παράκαιρα αποβλήθηκε από την κοιλιά της μητέρας του)» [Α´ Κορ. 15, 8], στον Παύλο, τον εχθρό Του. Ποια τώρα μαρτυρία, όταν δίνεται από εχθρό για τέτοιο θέμα, θεωρείται αμφίβολη; «Εγώ που ήμουν πριν διώκτης Του, τώρα σας φέρνω την καλή αγγελία της Αναστάσεως».
ΚΒ´ . Πολλοί είναι οι μάρτυρες της Αναστάσεως του Σωτήρα. Η νύχτα και το φως το πανσέληνο, διότι ήταν η δεκάτη έκτη νύχτα και το φεγγάρι ήταν ολόγιομο. Η ταφόπετρα που δέχτηκε τον Κύριο κάτω από τη σκέπη της και ο λαξευτός βράχος που θα εναντιωθεί και θα ξεμπροστιάσει τους Ιουδαίους, διότι αυτός είδε τον Κύριο. Ο λίθος που κύλισαν τότε μπροστά στο μνήμα, ο οποίος βρίσκεται εκεί και μέχρι σήμερα[:αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.] μαρτυρεί την Ανάσταση. Οι Άγγελοι του Θεού που ήταν παρόντες, έδωσαν και αυτοί μαρτυρία για την Ανάσταση του Μονογενούς. Ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Θωμάς και όλοι οι άλλοι Απόστολοι, από τους οποίους μερικοί έτρεξαν στο μνήμα και είδαν τα σάβανα της ταφής, με τα οποία τον είχαν τυλίξει προηγουμένως, να βρίσκονται μέσα στον τάφο μετά την Ανάσταση, ενώ άλλοι ψηλάφησαν τα χέρια Του και τα πόδια Του [πρβλ. Λουκ. 24, 39: «ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα(:δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημάδια των καρφιών, και βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδάσκαλός σας που σταυρώθηκε. Ψηλαφήστε με με τα χέρια σας και βεβαιωθείτε ότι δεν είμαι άσαρκο πνεύμα. Διότι η ψυχή και το φάντασμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέπετε και πείθεσθε ότι έχω εγώ)»] και είδαν τα σημάδια από τα καρφιά [πρβλ. Ιωάν. 20, 25: «ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω (:όταν λοιπόν είδαν τον Θωμά, του έλεγαν οι άλλοι μαθητές: ‘’Είδαμε τον Κύριο’’. Αυτός όμως τους απάντησε: ‘’Εάν δε δω με τα μάτια μου στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, ώστε όχι μόνο με τα μάτια μου αλλά και με τα δάχτυλά μου να βεβαιωθώ, δεν θα πιστέψω’’)»].
Όλοι όμως απόλαυσαν το σωτήριο φύσημα και καταξιώθηκαν να συγχωρούν αμαρτίες με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Και οι γυναίκες που κράτησαν τα πόδια Του, όταν τους εμφανίστηκε, που έζησαν το μέγεθος του σεισμού και είδαν τη λάμψη του Αγγέλου, ο οποίος παρευρισκόταν εκεί, είναι και αυτές μάρτυρες της Αναστάσεως. Αλλά και τα σάβανα που φορούσε[πρβλ. Λουκ. 24, 12: «ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός(:όμως ο Πέτρος σηκώθηκε κι έτρεξε στο μνημείο. Κι αφού έσκυψε από τη θύρα, βλέπει μόνο τους νεκρούς επιδέσμους να είναι κάτω στο μνημείο, χωρίς το σώμα. Τότε επέστρεψε στο σπίτι που έμενε γεμάτος απορία κι έκπληξη γι’ αυτό που είχε γίνει)»], τα οποία τα άφησε εκεί ο Κύριος καθώς αναστήθηκε, είναι μάρτυρες της Αναστάσεως. Οι στρατιώτες και τα αργύρια που δόθηκαν. Ο τόπος αυτός, που ακόμα και τώρα μπορεί κανείς να τον δει, και ο άγιος αυτός Ναός που οικοδομήθηκε από τη φιλόχριστη προαίρεση εκείνου του αξιομακάριστου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου[:του Μεγάλου] και που, όπως και τώρα τον βλέπεις, έχει τόσο θαυμάσια διακοσμηθεί.
ΚΓ´ . Μαρτυρεί την Ανάσταση του Ιησού και η Ταβιθά, που αναστήθηκε από τους νεκρούς στο Όνομά Του [πρβλ. Πράξ. 9, 40: «ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε(:αφού λοιπόν ο Πέτρος τους έβγαλε όλους έξω από το ανώγειο που ήταν η νεκρή, γονάτισε και προσευχήθηκε. Κατόπιν στράφηκε στο νεκρό σώμα και είπε: ‘’Ταβιθά, σήκω επάνω’’. Κι αυτή άνοιξε τα μάτια της, κι όταν είδε τον Πέτρο, όπως ήταν ξαπλωμένη, ανασηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι της)»]. Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, αφού ακόμα και το Όνομά Του ανέστησε νεκρούς;
Μαρτυρεί την Ανάσταση του Ιησού και η θάλασσα, όπως και προηγουμένως άκουσες. Το μαρτυρεί και η άγρα των ψαριών και η ανθρακιά, που ήταν αναμμένη στην ακρογιαλιά και το ψάρι που έβαλαν πάνω της να ψηθεί. Το μαρτυρεί και ο Πέτρος, αυτός που την ώρα του πάθους Τον είχε αρνηθεί, μετά όμως, τρεις φορές ομολόγησε την αφοσίωσή του και διατάχτηκε να ποιμαίνει τα νοητά πρόβατα [πρβλ. Ιωάν. 21, 16: «Λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· ποίμαινε τὰ πρόβατά μου (:Του λέει ο Ιησούς πάλι, για δεύτερη φορά: ‘’Σίμων, γιε του Ιωνά, με αγαπάς;’’ Κι εκείνος Του απαντά: ‘’Ναι, Κύριε, εσύ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ’’. Του λέει τότε ο Ιησούς: ‘’Ποίμανε τα λογικά πρόβατά μου, επιστατώντας και αγρυπνώντας για την ασφάλεια και τη σωτηρία τους’’)»].
Υπάρχει μέχρι σήμερα ο Ελαιώνας που μέχρι τώρα δείχνει στους πιστούς, όχι μόνο Αυτόν που ανέβηκε πάνω στις νεφέλες, αλλά και την πύλη της ανόδου, την ουράνια. Διότι είναι γνωστό πως από τον ουρανό κατέβηκε στη Βηθλεέμ και από το όρος των Ελαιών ανέβηκε στους ουρανούς. Από τη Βηθλεέμ άρχισε τους αγώνες, για χάρη των ανθρώπων και εδώ στεφανώθηκε για τους αγώνες αυτούς. Έχεις λοιπόν πολλούς μάρτυρες. Έχεις τον τόπο αυτό της Αναστάσεως, έχεις και τον τόπο της Αναλήψεως, που βρίσκεται ανατολικά μας. Έχεις μάρτυρες τους Αγγέλους, που έδωσαν τη μαρτυρία τους εκεί και τη νεφέλη πάνω στην οποία αναλήφθηκε. Έχεις ακόμα και τους Μαθητές που γύρισαν από εκεί, μετά την Ανάληψη του Κυρίου Ιησού Χριστού στους ουρανούς.
Σ᾿ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
«Κατηχήσεις Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων», εκδ. ‘’Ετοιμασία’’, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα 1999, κατήχηση φωτιζομένων ΙΔ΄,σελίδες 400-407.
http://www.imaik.gr/?p=221
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm