Τὸ φρόνημα τοῦ Γέροντος Αὐγουστίνου

Φλώρινα 28-10-2024

Τὸ Μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ μας πατρὸς καὶ ποιμενάρχου π. Αὐγουστίνου ἔγινε ἀφορμὴ νὰ δοθοῦν καὶ πάλι πολλὲς μαρτυρίες, στὸν ἔντυπο καὶ ἠλεκτρονικὸ τύπο, γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του. Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ, εὐσεβάστως, νὰ σταθῶ σὲ ἕνα σημεῖο σχετικῆς συνεντεύξεως ποὺ ἀργότερα εἶδα.

Ὁ σεβ. Ν. Κρήνης καὶ Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος πρὸς τὸ τέλος τῆς συνεντεύξεώς του στὸ ἱστολόγιο Πεμπτουσία, ἐπὶ τῇ 14ῃ ἐπετείῳ τῆς κοιμήσεως τοῦ ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστίνου, εἶπε, ὅτι (τὸ 1987, ἐπὶ Δημητρίου πατρι­άρχου καὶ Σεραφεὶμ ἀρχιεπισκόπου, γυρίζοντας ἀπὸ τὸ Φανάρι, ὅπου βρέθηκε συνοδικῇ ἐντολῇ ὡς μέλος ἀρχιερατικῆς ἐπιτροπῆς), ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶπε, ὅτι μετανόησε γιὰ τὴ στάσι του ὡς πρὸς τὸ πατριαρχεῖο καὶ αἰ­σθάνθηκε ὅτι ἀδίκησε τοὺς ἐκεῖ μὲ τὸν ἔλεγχό του, ὁ ὁποῖος ἔλεγχος –κατά τὸν σεβ. Ν. Κρήνης– «ξεπέρασε τὰ ὅρια».

Αὐτὰ περίπου εἶχε πρῶτος τολμήσει νὰ πῇ καὶ στὴν Φλώρινα τὸ 2013 –στὸ Τριετὲς Μνημόσυνο τοῦ Γέροντος Αὐγουστίνου!– ὁ τότε σεβ. Προικοννήσου κ. Ἰωσὴφ καὶ ἀποδοκιμάσθηκε αὐθορμήτως ἀπὸ παρισταμένους κληρικούς, ποὺ εἶ­χαν ζήσει καὶ γνώριζαν καλὰ τὸν τιμώμενο μακαριστὸ Ἱεράρχη (βλ. «Σπίθα» φ. 720/2013)· ὁ παριστάμενος τότε μητροπολίτης Γόρτυνος κυρὸς Ἱερεμίας ἀπεχώρησε εὐπρεπῶς ἀλλὰ εὐγλώττως, ἀποφεύγων νὰ διαμαρτυρηθῇ ἐντονώτερα.

Νιώθω τώρα τὴν ἐπιταγὴ νὰ γράψω μετὰ σεβασμοῦ τὶς γραμμὲς αὐτές. Οἱ τοῦ στενοῦ περιβάλλοντος τοῦ μητροπολίτου Αὐγουστίνου δὲν τὸν ἀκούσαμε νὰ λέῃ τέτοια λόγια. Ὡμίλησε ὁ ἴδιος τότε, μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, καὶ στὴν Ἀθήνα σὲ μεγάλο ἀκροατήριο καὶ εἶπε τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὴν Πόλι· δὲν ἀνέφερε τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἔγραψε μάλιστα τὸ 1988 καὶ γράμμα στὸν σεβ. Κολωνίας Γαβριὴλ, στὸ Φανάρι, μὲ ἀντίθετο περιεχόμενο ἀπὸ αὐτά. Ἐν­θυμούμεθα δὲ πολὺ καλὰ ὅλοι ὅτι ἔπειτα, ἐπὶ πατριάρχου Βαρθολομαίου, μετὰ δηλαδὴ καὶ τὸ 1992, ἔλεγε –καὶ τὸν ἄκουγαν οἱ περὶ αὐτὸν στὴν ἱερὰ Μητρόπολι–, ὅτι θέλει νὰ ἐπαναλάβῃ τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου λόγῳ τῶν καινο­τομιῶν του, καὶ ἀναζητεῖ 1 – 2 ὁμοψύχους ἱεράρχας γιὰ νὰ τὸ πράξουν ἀπὸ κοινοῦ, ὅπως εἶχε γίνει τὸ 1971 ἐπὶ Ἀθηναγόρα. Αὐτὸ ἐν τέλει δὲν τὸ πραγματοποίησε, ὄχι διότι δὲν τὸ ἤθελε, ἀλλὰ διότι δὲν βρῆκε ἀνάλογη συμπαράστασι· ἀναμετρῶν δὲ τὶς δυνάμεις του καὶ συναισθανόμενος ὅτι μόνος καὶ σὲ τόσο προχωρημένο γῆρας δὲν μπορεῖ πλέον ν᾽ ἀναλάβῃ αὐτὸ τὸν ἀγῶνα, ἔμεινε θλιβόμενος σιωπηρῶς. Ἔγγραφα καὶ γράμματά του πάντως, δημοσιευμένα, ὁμιλοῦν ἀδιάψευστα γιὰ τὸ ποιό ἦταν τὸ φρόνημά του (βλ. «Σπίθα» φ. 632/Σεπτ. 2005, σ. 4).

Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ προσθέσω καὶ τοῦτο. Τώρα, ποὺ ὁ μακαριστὸς ἱεράρχης δὲν εὑρίσκεται σωματικῶς ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ σοβαρὴ αὐτὴ παραποίησι τῆς πανθομολογουμένης καὶ ἀστασίαστης ἐκείνης πρα­γματικότητος δὲν εἶνε πρὸς τιμήν του, καὶ μάλιστα σὲ ἡμέρες εὔσημες, οἱ ὁποῖες καλοῦν ὅσους τὸν ἀγαποῦμε, ἂν θέλουμε νὰ τιμήσουμε τὸ πρόσωπό του, νὰ ἀρθρώσουμε λόγο ἀληθείας ποὺ θὰ τὸν εὐ­αρεστῇ, καὶ ὄχι νὰ τὸν λυποῦμε. Σὲ τέτοιες μέρες ἂς ξαναφέρνουμε στὴ μνήμη μας πραγματικὰ περιστατικὰ τοῦ βίου του καὶ κρυστάλλινα λόγια τῆς διδαχῆς του, τὰ ὁποῖα ἐνθυμοῦνται καὶ βεβαιώνουν ἐπιζῶντες μαθηταὶ καὶ ἀκροαταί του.

Εἶνε βέβαιο ὅτι αὐτὰ λέγονται, καὶ ἐπαναλαμβάνονται, τώρα, μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ π. Αὐγουστίνου· τότε, ποὺ ἦταν ἀκόμη σωματικῶς ἀνάμεσά μας τέτοια πρά­γματα ἦταν ἀνήκουστα καὶ ἀδιανόητα· ὄχι στὰ χείλη ἀλλ᾽ οὔτε στὸ νοῦ καὶ στὴ φαντασία δὲν ὑπῆρχαν. Ὄχι ἀπὸ φόβο, μήπως μᾶς ἐπιτιμήσῃ ὁ δεσπότης, ἀλλὰ ἀπὸ φόβο Θεοῦ, μήπως ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν ἱερὰ παράδοσι τῶν θείων Πατέρων καὶ ἁγίων Συνόδων καὶ ἱερῶν Κανόνων. Ἡ βαθειὰ πεποίθησι, ὅτι αὐτὴ εἶνε ἡ σῴζουσα ἀλήθεια, μᾶς ἔκανε ὅλους νὰ ὁμονοοῦμε καὶ νὰ συμμαχοῦμε μὲ τὸν ἐπίσκοπο ποὺ προμαχοῦσε. Ἐὰν τώρα κάποιος νεώτερος ἀκούγοντας καὶ βλέποντας τὰ καινοφανῆ ἀπορῇ, πῶς ἀκούγονται σήμερα τέτοιοι ἰσχυρισμοὶ καὶ γιατί διατυπώνονται; Μία εἶνε ἡ ἀλήθεια· μετακινήθηκαν τὰ ὅρια, ἀλλοιώθηκε ἡ διδασκαλία, ἄλλαξε τὸ «ἀφήγημα»… Ἔτσι, ἐνῷ οἱ συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικοὺς δὲν ἐπιτρέπονται, τώρα ἀμνηστεύονται καὶ συνιστῶνται· πᾶμε σὲ λίγο καὶ γιὰ συνεορτασμὸ τοῦ Πάσχα μὲ τοὺς παπικούς, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν πλήρη ἕνωσι καὶ τὴν ἀπροκάλυπτη διακοινωνία μαζί τους. Τί ἔχουν νὰ δοῦν τὰ μάτια μας!…

Ἔχουν πλέον μεταβληθῆ πολὺ τὰ πράγματα. Παρὰ ταῦτα στοὺς πιστοὺς τῆς ἀκριτικῆς αὐτῆς ἐπισκοπῆς μένουν ὡς ἀνάμνησι ἐκεῖνες οἱ «ἡμέρες τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου», ὅπως ἔλεγαν παλαιοὶ μαθηταὶ τῆς συνοδείας τοῦ π. Αὐγουστίνου. Κατ᾽ ἐκεῖνες τὶς ἀλησμόνητες ἡμέρες τῆς ἀρχιερατείας του ὅλο τὸ ἱερατεῖο, ὅλο τὸ μονα­χικὸ τάγμα, ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς ἀκριτικῆς τοπικῆς ἐκκλησίας, στὰ καίρια ἰδίως ζητήματα, τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁμολογίας, ὡμονοοῦσαν καὶ μὲ θαυμαστὴ ἑνότητα στήριζαν τὸν προμαχοῦντα ποιμενάρχη.

Σύρω κατὰ χρέος τὶς γραμμὲς αὐτὲς εἰς μνήμην του, μὲ νοσταλγία ἐκείνης τῆς σύμψυχης ἑνότητος καὶ μὲ τὴν ταπεινὴ εὐχὴ νὰ λείψουν οἱ καινοτομίες ποὺ τὴν λυμαίνονται. Ἔτσι μόνο οἰκοδομεῖται ἡ ἑνότης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ λείπουν οἱ διχασμοί.

Λαυρέντιος ἱερομόναχος, ἐλάχιστος ἐκ τῶν νεωτέρων ἀκολούθων του.