Ἕνα ἄγνωστο περιστατικό.
Τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ τοῦ 195…, ὁ ἀρχιμανδρίτης Γαβριὴλ Διονυσιάτης βρισκόταν σὲ μία ὀρθόδοξη ἐκκλησία, στὴν περιοχὴ Γαλατᾶ, τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἦταν ἡ πρώτη ἐπίσκεψη τοῦ ἱερέα στὴν Πόλη. Ὁ τοπικὸς ἐφημέριος τοῦ ναοῦ τὸν ὁδήγησε σὲ ἕνα σκοτεινὸ παρεκκλήσιο καὶ τοῦ ἔδειξε μία μικρὴ σκάλα. Τοῦ ἀνέφερε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀνέβει πάνω γιὰ νὰ ἐξομολογήσει κάποιους ξένους ποὺ ἐρχόντουσαν ἀπὸ μακριά. Ὁ ἐφημέριος ἔπρεπε νὰ φύγει γιὰ νὰ λειτουργήσει καὶ σὲ ἄλλον ναό. Ὁ ἀρχιμανδρίτης ἀνέβαινε τὴ σκάλα καὶ συλλογιζότανε, πῶς θὰ συνεννοηθεῖ μαζί τους ἀφοῦ ἄλλη γλῶσσα ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Ἑλληνικὰ δὲν ἤξερε. Ἐκεῖ στὸ λίγο φῶς ἀντίκρυσε καμμιὰ δεκαριὰ ἄνδρες χωρικούς, ὅπου ὅλοι τοῦ ἔβαλαν μετάνοια. Ὁ πιὸ ἡλικιωμένος τοῦ εἶπε σὲ ποντιακὴ διάλεκτο: «Ἦμες χριστιανοί, πάτερ, ἀ σὸν Πόντον καὶ λαλεύομεν τὰ πόδα σου, νὰ ξαγουρεύομεν καὶ μεταλάβομεν σήμερον καὶ ἀπὲς νὰ λέομεν στὴν ἁγιωσύνην σου ντὸ θέλομεν ἕνα κι ἄλλον». Οἱ χωρικοὶ τοῦ ἀνέφεραν ὅτι δὲν ἐπιτράπηκε στὸ χωριό τους νὰ φύγουν, μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ πληθυσμῶν τοῦ 1923, ἐπειδὴ εἶχαν τουρκικὰ ὀνόματα καὶ στὶς ταυτότητες ἦταν μουσουλμᾶνοι, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα ἦταν Ἕλληνες κρυπτοχριστιανοί. Στὶς ταυτότητες εἶχαν ὀνόματα ὅπως Χασάνηδες καὶ Μεμέτηδες ἀλλὰ τὰ πραγματικά τους ὀνόματα ἦταν Γεώργιος, Παναγιώτης κ.τ.λ. Δὲν πραγματοποιοῦσαν περιτομή, οὔτε τηροῦσαν τὰ ραμαζάνια καὶ τὰ μπαϊράμια, ἀλλὰ μυστικά, σὲ διάφορες ὑπόγειες ἐκκλησίες, γιόρταζαν χριστιανικὰ τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Τὰ παιδιά τους τὰ ἔφερναν ἐκ περιτροπῆς στὴν Κωνσταντινούπολη, δῆθεν γιὰ δουλειές, γιὰ νὰ τὰ βαπτίζουν. Μετὰ τὴν ἐξομολόγηση κατέβηκαν ὅλοι ἀθόρυβα στὸ σκοτεινὸ παρεκκλήσι γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, χωρὶς νὰ τοὺς βλέπει κάποιος ἀπὸ τὸν ναό. Μετὰ τὴ λήξη τῆς λειτουργίας καὶ ἀφοῦ ἀνεχώρησαν καὶ οἱ τελευταῖοι ἐκκλησιαζόμενοι, ὁ ἀρχιμανδρίτης κλείδωσε τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ μπῆκε στὸ παρεκκλήσι καὶ κοινώνησε τοὺς κρυπτοχριστιανούς.
Στὴ συνέχεια, τὴν ἄλλη μέρα τὸ βράδυ ἦρθαν καὶ οἱ γυναῖκες τους, ἐξομολογήθηκαν καὶ βάπτισαν καὶ τέσσερα παιδάκια. Ὅλοι εἶχαν διανυκτερεύσει στὸ δωμάτιο τοῦ ἐφημέριου. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ ἀρχιμανδρίτης πραγματοποίησε εὐχέλαιο, παράκληση στὴν Παναγία καὶ κήρυγμα γιὰ νὰ τονώσει τὴν πίστη τους. Οἱ Πόντιοι κρυπτοχριστιανοὶ εἶχαν φέρει καὶ ἕνα σακὶ μὲ χῶμα, ἀπὸ τὸ κοιμητήριο τους, γιὰ νὰ διαβάσει ὁ ἀρχιμανδρίτης τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία μὲ τὰ ὀνόματα τῶν δικῶν τους ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν κοιμηθεῖ, τὶς τελευταῖες δεκαετίες, στὸ χωριό τους, χωρὶς ὀρθόδοξη κηδεία. Ὁ Γαβριὴλ Διονυσιάτης εἶπε στὸν γεροντότερο ἀπὸ ὅλους νὰ πάρει κεριὰ ἀπὸ τὸ παγκάρι τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ τὰ μοιράσει σὲ ὅλους τοὺς κρυπτοχριστιανοὺς τοῦ χωριοῦ του καὶ ὅλοι μαζὶ ἐκεῖ νὰ ψάλλουν μυστικὰ τό «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ οἱ βαπτισμένοι νὰ μεταλάβουν ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε. Στὸ τέλος, πραγματοποίησε τὴν Ἀναστάσιμη ἀκολουθία καὶ ὅλοι μαζὶ ἔψαλαν τό «Χριστὸς Ἀνέστη». Ὅλοι τους ἦταν ἀγκαλιασμένοι καὶ ἔκλαιγαν, ἐνῷ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀρχιμανδρίτης πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὰ νεοφώτιστα λέγοντάς τους: «τὸ Γένος θὰ ἀναστηθεῖ μίαν ἡμέραν ὁλόκληρον καὶ ἑνωμένον θὰ ἑορτάζει πλέον τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ὡς μίαν οἰκογένειαν».
Χρῆστος Νικολόπουλος
Δρ. Θεολογίας-Βυζαντινολόγος